Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα


Τα Τέμπη. Επιχρωματισμένο χαρακτικό του J.Willmore. Κυκλοφόρησε το 1833 στο Λονδίνο από τον J. Murray. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Τα Τέμπη. Επιχρωματισμένο χαρακτικό του J.Willmore. Κυκλοφόρησε το 1833 στο Λονδίνο από τον J. Murray. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.
Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ - Γ’
Από τα παλιά οδοιπορικά των περιηγητών
Τελειώνουμε σήμερα την αναφορά μας στα Τέμπη με την παράθεση απόψεων διαφόρων περιηγητών για τη μαγευτική αυτή περιοχή, παρμένες από τα οδοιπορικά τους.
--Εξαιρετική περιγραφή της Κοιλάδας κατά την αρχαία εποχή βρίσκουμε στο βιβλίο του Ιωάννη Λεονάρδου[1] από τα Αμπελάκια, το οποίο εκδόθηκε το 1836. Γράφει: «Οι παλαιοί Θεσσαλοί εώρταζον εδώ κάθε χρόνον μιαν τοπικήν εορτήν εις ανάμνησιν του σεισμού, καθ’ ήν τα νερά διέσχισαν την διάβασιν των Τεμπών, και ούτως αι ωραίαι πεδιάδες της Λαρίσσης απεδόθησαν πάλιν εις την γεωργίαν και ανεφάνησαν. Εις αυτόν τον καιρόν της εορτής οι πολίται της Γόνου, Ομόλης και άλλων γειτνιαζουσών πόλεων, έφθανον κατά διαδοχήν εις την Κοιλάδα. Τα θυμιάματα των θυσιών εκαίοντο εις όλα τα μέρη. Ο ποταμός ήτον γεμάτος από βάρκας, αι οποίαι άνω και κάτω αδιακόπως έπλεον. Εις τα δάση εστέκοντο ετοιμασμέναι τράπεζαι εις τους πρασίνους τόπους τους περί τα χείλη του ποταμού και εις τα νησίδια πλησίον των πηγών, αι οποίαι πηγάζουσιν από τα όρη. Μία ξεχωριστή δεξίωσις έκαμνεν ένδοξον την εορτήν ταύτην: ότι δηλαδή ήτον οι αιχμάλωτοι εις συναναστροφήν με τους κυρίους των , και το θαυμασιώτερον, ότι οι κύριοι εξυπηρετούσαν τους αιχμαλώτους αυτών, οι οποίοι και ενεργούσαν την αυθεντείαν των με μίαν ελευθερίαν, η οποία ενίοτε καταντούσε εις το αχαλίνωτον, πλην έκαμνε την χαράν ζωηροτέραν. Προς ηδονήν της τραπέζης ακολουθούσαν οι χοροί, αι μουσικαί και άλλοι τινες αγώνες, τα οποία κρατούσαν ως το μεσονύκτιον[2]».
--Ο Αγγλος συγγραφέας, ζωγράφος και δεινός ταξιδευτής Edward Lear (1812-1888) πέρασε και από τη Θεσσαλία. Στο οδοιπορικό του αναφέρεται ότι στις 19 Μαΐου 1849 ξεκίνησε από τον οικισμό Μπαμπά επάνω σε μικρό καράβι, διασχίζοντας όλη την Κοιλάδα των Τεμπών με προορισμό τον Πλαταμώνα. Απ' όσο γνωρίζω είναι η πρώτη περιγραφή, και νομίζω η μοναδική για την εποχή εκείνη, που έχουμε από περιηγητή, ο οποίος διασχίζει την Κοιλάδα και απολαμβάνει τις ομορφιές της μέσα από το ποτάμι. Είναι επόμενο να γοητεύεται αντικρίζοντας το ειδυλλιακό τοπίο από τη θέση αυτή. Περιγράφει ένα στενό φαράγγι να οριοθετείται από δύο απόκρημνους ψηλούς βράχους. Η γραφικότητα αυτή προκαλούσε σε όλους εντύπωση και δέος από τα πολύ παλιά χρόνια, γι' αυτό και η Κοιλάδα των Τεμπών συσχετίσθηκε με διάφορους μύθους, θρύλους και ιερές τελετές[3].
--Ο Πηλιορείτης Νικόλαος Μάγνης, δημοδιδάσκαλος στη Χαλκίδα, το 1860 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας». Στην περιγραφή των Τεμπών αναφέρει: «Αι όχθαι του Πηνειού μέσα στα Τέμπη είναι πλήρεις πλατάνων, επί των οποίων ανέρπουσι κλήματα άγρια, τα οποία όταν την άνοιξιν ανθίζουσιν, εκπέμπουσιν ευάρεστον και ηδείαν οσμήν, εκπλήσσουσαν τους αυτόθεν διαβαίνοντας περιηγητάς. Εις την δεξιάν όχθην αυτού είναι στενή και χειροποίητος οδός, δια της οποίας μόλις διέρχεται μία άμαξα, η δε αριστερά όχθη είναι όλως διόλου άβατος».
--Ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ήταν ένας βαθιά μορφωμένος ιεράρχης που είχε ως έδρα του τα Αμπελάκια. Η περιοχή της Κοιλάδας των Τεμπών υπαγόταν ολόκληρη στην επισκοπική του περιφέρεια και την επισκεπτόταν πολύ συχνά, καθώς στο χωριό Μπαμπάς είχε την εξοχική του κατοικία, απ' όπου έκανε συχνούς περιπάτους στις κατάφυτες όχθες του Πηνειού. Στο βιβλίο του[4] γράφει: «Τα Τέμπη αν είπωμεν ότι διήλθομεν αυτά πεντηκοντάκις άχρι τούδε, βεβαίως δεν λέγομεν υπερβολήν … Η στάσις των αποσχισθέντων ορέων είναι τόσον απειλητική ώστε μετά θαυμαζομένης μεγαλοπρεπείας αυτών, γεννάται τω θεομένω και φόβος τις ακούσιος … Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον».
--Ο συγγραφέας Γεώργιος Παρασκευόπουλος το 1896 στα «Ταξίδια ανά την Ελλάδα» αποθεώνει με μια ρομαντική διάθεση την ομορφιά του τοπίου της Κοιλάδας: «Ποταμός, βουνά, πουλιά, είναι τα θέλγητρα των Τεμπών. Ο Πηνειός, οι υψηρεφείς[5] και ως να στέκονται εις μονομαχίαν απέναντι αλλήλων βράχοι, και τα αηδόνια. Μουσική κελαρύζοντος νερού, μουσική από πουλιά, αρμονία από χρώματα. Μεγαλείο φύσεως εκπλήσσον».
--Ο Αγγλος δημοσιογράφος Kinnaird Rose, ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλία για να καλύψει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, επισκέφθηκε και τα Τέμπη και στο βιβλίο του «With the Greeks in Thessaly» (Mε τους Έλληνες στη Θεσσαλία) επισημαίνει τη διαχρονική ιστορικότητά της: «Την Κοιλάδα των Τεμπών οι ενθουσιώδεις λάτρεις της την θεωρούν ως την ωραιότερη κοιλάδα του κόσμου. Στις υψηλές κορυφές και από τις δύο όχθες του Πηνειού βρίσκονται ερείπια αρχαίων φρουρίων. Μέσα από αυτή τη στενή κοιλάδα ο Πομπήιος διέφυγε στη θάλασσα, μετά την ήττα του από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα».
--Ο συγγραφέας από την Κρήτη Ελευθέριος Γαρδέλης στο βιβλίο του «Τα Τέμπη», το οποίο κυκλοφόρησε το 1909, για να περιγράψει την Κοιλάδα επιστρατεύει τα πιο εκφραστικά επίθετα: « Οι βαθύσκιοι υψηλοί και υδροχαρείς πλάτανοι, αναπαυόμενοι παρά τας όχθας του Πηνειού και πέριξ της οδού πυκνότατοι, συναρμόζουσιν έκπαγλον και βαρύτιμον ελληνικόν τάπητα καταπράσινον, ομηρικόν Ελένης κέντημα περίτεχνον, αδιαπέραστον υπό των ηλιακών ακτίνων».
--Ο Χρήστος Ζαλοκώστας (1894-1975) στο «Περιβόλι των Θεών» το οποίο κυκλοφόρησε το 1944, ενθουσιάζεται από τις μεγάλες αντιθέσεις που συναντάει κατά την περιήγησή του: «Έχεις ένα κρυφό αίσθημα πως η γη εδώ είναι τρελή και δεν ξέρει τι θέλει, αγριεύει και γελάει συγχρόνως. Στα νερά του πίστευαν οι αρχαίοι ότι διαλυόταν η λέπρα, γι’ αυτό οι λεπροί ερχόταν εδώ και δοκίμαζαν να περάσουν τα Τέμπη κολυμπώντας αντίθετα στη ροή του Πηνειού, για να αφήσουν τη βρώμα τους προς τα πίσω».
--Ο πεζογράφος Κώστας Ουράνης (1890-1953) στο έργο του «Ταξίδια στην Ελλάδα» του 1949, ονειροπολεί τη ζωή στα Τέμπη των αρχαίων Ελλήνων: «Τίποτε δεν έχει εξυμνηθεί περισσότερο από την Κοιλάδα των Τεμπών. Εδώ η φύση έχει συγκεντρώσει όλα τα θέλγητρα. Την ονειρεύονταν σαν μια διαμονή αντάξια των αρχαίων θεών και τους φαντάζονταν σαν να κατεβαίνουν από τις απότομες πλαγιές του Ολύμπου, για να αναπαυθούν στη δροσιά της, ενώ οι νύμφες του Πηνειού τους έθελγαν με τα τραγούδια τους. Όμως δεν βρήκα τα Τέμπη όπως τα ονειρευόμουν».
--Πέρασαν και άλλοι αμέτρητοι περιηγητές από τη μυθική Κοιλάδα των Τεμπών οι οποίοι εξύμνησαν το κάλλος, την ομορφιά και την ιστορικότητά της. Η αναφορά όλων είναι φυσικά αδύνατη. Οι πιο πρόσφατοι, συνήθως Έλληνες, καταγράφουν την ομορφιά της αλλά την περιγράφουν διαφορετική απ' ό,τι οι παλιότεροι περιηγητές.
Η σημερινή εικόνα που δημοσιεύεται αποδίδει πιστεύω το κάλλος της ιστορικής Κοιλάδας των Τεμπών. Περιπατητές, ψαράδες, κατάφυτες όχθες, ένα ιστιοφόρο καραβάκι να διασχίζει τον Πηνειό και στο βάθος το κάστρο της Ωριάς, είναι ορισμένα σημεία τα οποία αποτυπώνονται στο χαρακτικό, το οποίο είναι πλημμυρισμένο από μια πανδαισία χρωμάτων.
Η περιοχή των Τεμπών αποτελεί για τη χώρα μας έναν πολύτιμο θησαυρό φυσικής ομορφιάς που είναι γνωστός σε όλα τα πολιτισμένα άτομα του πλανήτη μας. Όμως η μακροχρόνια εγκατάλειψή του, οι διάφορες ακαλαίσθητες ανθρώπινες επεμβάσεις και η αδιαφορία την έχουν υποβαθμίσει, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παγκόσμιο προσκύνημα όλων των ευαίσθητων ανθρώπων και εκείνων που η ελληνολατρία τούς οδηγεί κατά εκατομμύρια στην Ακρόπολη, τους Δελφούς και σε άλλα ιστορικά μνημεία της αρχαιότητας.
----------------------------------------------------
[1]. Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα, επανέκδοση του 1992, σελ. 98. Ο Ιωάννης Λεονάρδος σε νεαρή ηλικία, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, αναγκάσθηκε να διαφύγει στην Αυστρία όπου διετέλεσε ελληνοδιδάσκαλος στο Ελληνομουσείο του Ζέμονα (Σεμλίνο) της Αυστροουγγαρίας. Επιστρέφοντας στη Λάρισα, πάντρεψε την κόρη του Μαριγώ με τον έμπορο Γεώργιο Φαρμακίδη, πατέρα του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη του ιστορικού της Λάρισας.
[2]. Οι εορτές αυτές ονομάζονταν Πελώρια, προς τιμή του Πελωρίου Διός.
[3]. Hyman S. Edward Lear in the Levant. Travels in Albania, Greece and Turkey in Europe (1848-1849), London (1988). Βλέπε και Καλοκαιρινού Φανή. Edward Lear. Ο κατ' εξοχήν τοπιογράφος του 19ου αι. και η περιήγησή του στο Νομό της Λάρισας. Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών (Λάρισα 5 και 6 Δεκεμβρίου 2014). Λάρισα (2015) σελ. 171.
[4]. Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα. Η Επισκοπή Πλαταμώνος υπό του αυτού Ιεράρχου, Αθήναι (1896).
[5]. Υψηρεφείς, είναι αυτοί που έχουν ψηλές κορυφές.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΧΙΛΛΙΟΥ


Ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου και η μεγάλη πέτρινη σκάλα (κρυμμένη πίσω από φυλλωσιές δένδρων) στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Φωτογραφία του 1938 περίπου. Από το αρχείο του Θανάση ΜπετχαβέΟ προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου και η μεγάλη πέτρινη σκάλα (κρυμμένη πίσω από φυλλωσιές δένδρων) στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Φωτογραφία του 1938 περίπου. Από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ
Η σημερινή εικόνα δείχνει τη μεγαλοπρέπεια που είχε ο προπολεμικός μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου.
Κτισμένος σε ρυθμό αναγεννησιακό (σταυροειδής με τρούλο), με δύο ψηλά κωδωνοστάσια και νεοκλασικό πρόπυλο, δέσποζε στη δυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης της Λάρισας. Ο φωτογράφος στάθηκε στην αριστερή όχθη του ποταμού και αποτύπωσε με μεγάλη ευκρίνεια τις εξωτερικές λεπτομέρειες όχι μόνον του ναού, αλλά και του περιβάλλοντος χώρου.
Για την κατασκευή του είχαν αρχίσει από το 1896 οι προσπάθειες του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού και μέσα σε 11 χρόνια, μέχρι το 1907, ολοκληρώθηκε σταδιακά. Γύρω στο 1900 αρχικά οικοδομήθηκε η δυτική πλευρά του, η οποία αρχιτεκτονικά αποτελούνταν από ένα σύμπλεγμα, με το αψιδωτό πρόπυλο και τα δύο κωδωνοστάσια εκατέρωθεν. Το νεοκλασικό αυτό σύμπλεγμα προσέδιδε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια στην κεντρική είσοδο του ναού. Στη φωτογραφία προβάλλουν εντυπωσιακά τα δύο κωδωνοστάσια, βόρειο και νότιο, τα οποία είναι τετραώροφα. Ο τελευταίος όροφος, υψηλότερος όλων, φιλοξενούσε τις καμπάνες του ναού και καλύπτονταν με χαμηλό τρούλο.
Η πρόσοψη αυτή ήταν δομημένη με λίθους και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό σύνολο. Αργότερα επικαλύφθηκε από λευκό επίχρισμα. Τα ανοίγματα των παραθύρων καλύπτονταν στα διάκενά τους με ωραίους συνδυασμούς έγχρωμων υαλοπινάκων. Το 1904, επί αρχιερατείας του από Πλαταμώνος μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου Κασσάρα (1900-1910), συνεχίσθηκε η οικοδόμηση του υπόλοιπου τμήματος του ναού, η οποία πήρε τη μορφή όπως τη βλέπουμε στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης σε μέγεθος και επιβλητικής σε ύψος τρίκλιτης σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο, της οποίας η θέση ψηλά στον λόφο της προσέδιδε επί πλέον ύψος, ειδικά όταν την αντίκριζε κανείς από κάτω, καθώς διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού. Στο κέντρο της στέγης του ναού, επάνω σε τετράγωνη βάση ορθωνόταν ο τρούλος, ψηλός και επιβλητικός, με μικρά παράθυρα περιμετρικά.
Η νέα αυτή εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, εγκαινιάσθηκε από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου του 1907 και αποδόθηκε στη λατρεία όλων των Λαρισαίων και ιδιαίτερα των ενοριτών του Τρανού Μαχαλά. Αποτελούσε πλέον το κόσμημα του λόφου της ακρόπολης και πρόβαλε ευχάριστα σε κάθε επισκέπτη της πόλης, έχοντας ευνοϊκότερη προσλαμβάνουσα εικόνα, σε σύγκριση με το τζαμί του Χασάν μπέη, το επισημότερο τέμενος της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, το οποίο βρισκόταν δίπλα σε χαμηλότερο λόφο και διατηρούνταν ερειπωμένο και ασυντήρητο.
Μπροστά από τη δυτική πλευρά του ναού διακρίνεται ένα ψηλό και ισχυρό περιτείχισμα[1], το οποίο ξεκινάει χαμηλά από την παρόχθια οδό και φθάνει μέχρι το επίπεδο του ναού, δημιουργώντας μ' αυτό τον τρόμο προαύλειο χώρο ικανής έκτασης. Στις ακάλυπτες πλευρές της αυλής αυτής διακρίνονται προστατευτικά μεταλλικά κιγκλιδώματα, ενώ μια σειρά δένδρων σκιάζει τμήματά της.
Η τύχη του επιβλητικού αυτού ναού είναι γνωστή. Ο σεισμός του Μαρτίου του 1941 και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί τον κατέστησαν ερείπιο και μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε. Στη θέση αυτή σήμερα υπάρχει επίπεδος ακάλυπτος χώρος στον οποίο υπάρχει η προτομή του μητροπολίτη Λαρίσης Πολύκαρπου Δαρδαίου, ο οποίος μαρτύρησε φρικτά από τους Τούρκους το 1821 και το πτώμα του το έριξαν στα νερά του Πηνειού.
Δεξιότερα βρίσκεται η μεγάλη πέτρινη σκάλα η οποία οδηγούσε από την δεξιά όχθη του Πηνειού μέχρι το ύψος του προαύλειου χώρου του ναού. Δεν διακρίνεται καθαρά στη φωτογραφία, καθώς οι φυλλωσιές των παρόχθιων δέντρων την έχουν μερικώς καλύψει. Στις 13 Ιανουαρίου 1894 συμφωνήθηκε μεταξύ του Αχιλλέα Αστεριάδη, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου, και του Αντωνίου Ρίζου[2], ο οποίος ήταν εργολάβος δημοσίων και δημοτικών έργων, η κατασκευή μεγάλου κλιμακοστασίου στην πλευρά αυτή, για να γίνει πιο προσιτή η πρόσβαση στο Λόφο. Το ύψος όλης της κλίμακας ήταν μεγάλο και ο αριθμός των βαθμίδων, όπως μπορεί κανείς να τις μετρήσει από φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα πρέπει να ήταν πενήντα. Κάθε δέκα βαθμίδες (σκαλοπάτια) υπήρχε ευρύ πλατύσκαλο, για να δίνεται η δυνατότητα, ειδικά στους ανερχόμενους τη σκάλα, για μια στιγμιαία στάση. Επίσης το εύρος της, ήταν αρκετά μεγάλο, περίπου έξι μέτρα, ικανό για να διέρχεται η θρησκευτική πομπή των Θεοφανείων χωρίς να αλλοιώνεται ο σχηματισμός της.
Η σκάλα αυτή έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου από δύο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο συνέβη το 1938 όταν ο τολμηρός Μιχάλης Ζέικος, οδηγός αγοραίου αυτοκινήτου, κατόρθωσε να κατεβεί τα σκαλοπάτια με το αυτοκίνητό του. Το δεύτερο συνέβη μεταπολεμικά. Το 1949 ένας ανήσυχος νέος, ο Γιάννης Δαλθανάσης, κατόρθωσε έφιππος να ανεβεί τη σκάλα. Και τα δύο αυτά αξιοθαύμαστα συμβάντα διαδόθηκαν στη μικρή τότε κοινωνία της Λάρισας και οι πρωταγωνιστές τους έγιναν τοπικοί ήρωες. Μάλιστα ο φωτογράφος της πόλης μας Τάκης Τλούπας κατόρθωσε να τα απαθανατίσει με τον φακό του και τα δύο γεγονότα και να τα δημοσιεύσει στο βιβλίο "Λάρισα. Εικόνες του χθες"[3]. Η πέτρινη αυτή σκάλα διατηρήθηκε μέχρι το 1972 και ενώ είχε ήδη ανεγερθεί ο σημερινός μητροπολιτικός ναός. Τη χρονολογία αυτή επί δημαρχίας Θάνου Μεσσήνη (1969-1974) ξηλώθηκε και συγχρόνως άρχισαν οι εργασίες εξωραϊσμού της δυτικής πλευράς του λόφου, όπως διατηρείται μέχρι σήμερα.
Στο άκρο της εικόνας δεξιά διακρίνονται ορισμένες κατοικίες της προπολεμικής Λάρισας οι οποίες ανήκαν σε αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Από τον μεγάλο σεισμό του 1941 όλες υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκαν, απαλλοτριώθηκαν και στη θέση τους οικοδομήθηκε ο σημερινός μητροπολιτικός ναός του πολιούχου της πόλης μας.
----------------------------------------------
[1]. Οι αναλληματικοί αυτοί τοίχοι (περιτείχισμα) διαμορφώθηκαν έτσι όπως διακρίνονται στη φωτογραφία το 1894, όταν πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού ήταν ο δήμαρχος Αχιλλεύς Αστεριάδης.
[2]. Ο Αντώνιος Ρίζος ήταν πατέρας του γυναικολόγου ιατρού Αθανασίου (Νάσου) Ρίζου και της Ευφροσύνης (Φρόσως) Σάπκα, συζύγου του Πάνου Σάπκα, μικρότερου αδελφού του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα. Όπως αναφέρει η εγγονή του Λίλα Ρίζου, ο ίδιος κατασκεύασε επίσης το 1911 το αρχοντικό του υφασματέμπορου Αντωνιάδη στην οδό Παπακυριαζή, το οποίο το 1930 περίπου το αγόρασε ο Ιωάννης Αλεξάνδρου, το αρχοντικό του Μιχ. Σάπκα το 1913 στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου-Παναγούλη και πολλά άλλα έργα.
[3]. Λάρισα. Εικόνες του χθές. Φωτογραφίες: Τάκης Τλούπας, Κείμενα: Νίκος Νάκος, Λάρισα. 'Έκδοση Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας. Το πολύτιμο αυτό βιβλίο είχε τρεις συνεχόμενες εκδόσεις από τους δημάρχους Αριστείδη Λαμπρούλη (1986), Χριστόδουλο Καφφέ (1994) και Κωνσταντίνο Τζανακούλη (2003 δίγλωσσο).
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ - B'

Από τα παλιά οδοιπορικά των περιηγητών


Τα Τέμπη. Χαρακτικό του Edward Lear. 1849. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤα Τέμπη. Χαρακτικό του Edward Lear. 1849. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Συνεχίζουμε την περιήγησή μας στα "θαυμαστά" Τέμπη με οδηγούς τους περιηγητές, οι οποίοι την επισκέφθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα πολλοί εξ αυτών συνοδεύουν τα οδοιπορικά τους με ζωγραφικές απεικονίσεις της Κοιλάδας, ιδιαίτερου κάλλους.
--Θα συνεχίσουμε με τον ιστορικό Nicolai Gerbelius. Το βιβλίο του έχει τον τίτλο Descriptio Graeciae (Περιγραφή της Ελλάδος) και εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1545. Δεν είναι περιηγητικό αφού ο συγγραφέας δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα, περιέχει όμως το παλαιότερο χαρακτικό της Κοιλάδας που μας είναι μέχρι σήμερα γνωστό και αναφέρει: «Ο τόπος αυτός έχει πολλά και χαριτωμένα θέλγητρα, τα οποία δεν είναι έργο της ανθρώπινης φιλοπονίας, αλλά της ίδιας της φύσης. Εδώ βλαστάνουν πολλά φυτά, τα οποία θάλλουν και πολλαπλασιάζονται με ευκολία… Σε όλα αυτά τα άλση υπάρχουν πολλά καλλίφωνα πουλιά που τέρπουν την ακοή των περαστικών. Ο Πηνειός διασχίζει αυτό το στενό ήρεμος. Οι επισκέπτες περνάνε αρκετή ώρα δίπλα στο ποτάμι και συχνά διασκεδάζουν, πανηγυρίζουν και εκτελούν τα ιερά τους καθήκοντα με ευλάβεια»[1]».
--Ο Ολλανδός Abraham Ortelius είναι περισσότερο γνωστός ως χαρτογράφος. Το 1590 φιλοτέχνησε ολόκληρη την Κοιλάδα με τον Όλυμπο και την Όσσα, βασισμένος στους μύθους της αρχαιότητας και το 1595 έγραψε ότι: «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: μεγαλοπρεπείς ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα».
-- Ο Γάλλος ιεράρχης Francois Fenelon (1651-1715), συγγραφέας του έργου «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» το 1694, εκθειάζει τα Τέμπη και την Ελλάδα. Χωρίς να την έχει επισκεφθεί, εκφράζει την επιθυμία να πορευθεί προς την Κοιλάδα των Τεμπών, αναλαμβάνοντας μια ιερή αποστολή και έχοντας σαν όραμα την αναγέννηση της Ελλάδας από τα δεινά των Οθωμανών. Οιστρηλατημένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο υμνωδός του Τηλεμάχου καταλήγει: «Φεύγω για τα Τέμπη, πλημμυρισμένος από τον ιερό εκείνο ενθουσιασμό, όπου το όσιο και το βέβηλο συμπλέουν με τη χάρη. Αναχωρώ, σχεδόν πετάω! …Μπροστά μου ανοίγεται όλη η Ελλάδα».
--Ο αββάς Βαρθολομαίος (1716-1795) στο έργο του «Περιήγηση του Νέου Ανάχαρση στην Ελλάδα» του 1787, περιγράφει τη φυσική ομορφιά των Τεμπών με επιγραμματικό τρόπο: «Αλλού η τέχνη βιάζεται να μιμηθεί τη φύση, εδώ στα Τέμπη μπορεί κανείς να πει ότι ή φύση αγωνίζεται να μιμηθεί την τέχνη … την άνοιξη ολόκληρη η Κοιλάδα είναι πλημμυρισμένη από αγριολούλουδα και ομάδες αναρίθμητων πουλιών αποδίδουν θελκτικές μελωδίες».
--Οι Δημητριείς, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης από τις Μηλιές του Πηλίου, στο βιβλίο τους «Νεωτερική Γεωγραφία» που εκδόθηκε το 1791 στη Βιέννη αναφέρουν: "Μεταξύ εις τον Κίσσαβο και εις τον Όλυμπο είναι τα Τέμπη όπου είναι οι εκβολές του Πηνειού, τόπος ωραιότατος το παλαιό και στολισμένος με δένδρα αειθαλή και δάση κατάσκια και νερά ψυχρότατα και υγιεινότατα. Τώρα ονομάζονται Μπαμπάς από ένα τουρκοχώρι όπου είναι αυτού[2]".
--Τον Φεβρουάριο του 1805 ο Αγγλος αρχαιολόγος Edward Dodwell (1767-1832) επισκέφθηκε τα Τέμπη, συνοδευόμενος από τον Ιταλό ζωγράφο Simone Pommardi. Καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο της Κοιλάδας, στη θέση "Γραμμένο άλας", διέκριναν ίχνη αρχαίου ρωμαϊκού δρόμου. Σε κάποιο σημείο ήταν χαραγμένη πάνω σε βράχο η ρωμαϊκή επιγραφή "Cassius Longinus Proconsul Tempe munivit" (=Ο ανθύπατος Κάσσιος Λογγίνος οχύρωσε τα Τέμπη"[3].
--Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg (1786-1837) επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες από τον Μπαμπά και την είσοδο των Τεμπών. Στις αναμνήσεις του αναφέρει: «Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δυο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους … αν κοιτάξουμε τις όχθες του στην είσοδο του περάσματος θα δούμε εκεί την πιο θελκτική τοποθεσία που έχει ποτέ δημιουργήσει η φύση».
--Ο Ιωάννης Οικονόμος – Λογιώτατος ο Λαρισσαίος, το 1817 στην «Ιστορική Τοπογραφία της Τωρινής Θεσσαλίας» είναι λυρικότατος και μάλιστα σε γλώσσα δημώδη, όπως την ασπάσθηκε από τη γνωριμία του με τον Ιωάννη Βηλαρά στη Λάρισα, όπου ο τελευταίος βρισκόταν ως ιατρός του Βελή πασά, κατά το 1812-14: «Οι όχθοι του Πηνειού μέσα στην Κοιλάδα είναι στολισμένοι από διάφορα δενδρικά, και εις άλλα πολλά μέρη, αλλά πλειότερον εις το στενόν του Μπαμπά, όπου παλαιόθεν καταπρασινίζουν χειμώνα και καλοκαίρι από δάφνες, δια τούτο οι ποιηταί είχον πλάσει τον μύθον ότι η Δάφνη ήτον θυγατέρα αυτού του ποταμού, πως ο Απόλλων λαβαίνωντας εις αυτήν έρωτα, ηθέλησε με το στανιόν να την πιάσει, όθεν και αυτή επαρακάλεσε τον πατέρα της και την εμεταμόρφωσεν εις αυτό το δέντρον, οπού φυλάγει πάντοτε την παρθενίαν του».
--Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά Francois Pouqueville (1770-1838) επισκέφθηκε περί το 1812 την περιοχή της Θεσσαλίας, έφθασε μέχρι τα Τέμπη, τα οποία είχε ταυτισμένα με την μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων και επηρεασμένος από το γεγονός αυτό έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει μια πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας».
--Ο Αγγλος ιατρός Henry Holland (1788-1873) βρέθηκε στη Λάρισα στις 20 Νοεμβρίου 1812. Στις 25 του ίδιου μήνα ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη και στον δρόμο του σταμάτησε στα Τέμπη για να απολαύσει το μοναδικό φυσικό τοπίο της περιοχής. Σε κάποιο σημείο του οδοιπορικού του μας περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας όπου βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα του Πηνειού. Γράφει: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στην αριστερή όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα»[4].
--Στις 3 Απριλίου 1819 ο Γάλλος ζωγράφος και φιλέλληνας Lois Dupre (1789-1837), καθώς βρισκόταν στον Τύρναβο στο παλάτι του Βελή πασά, αποφάσισε να επισκεφθεί τα θρυλικά Τέμπη. Στη λιτή περιγραφή του δεν δείχνει ενθουσιασμένος: «Η φαντασία μου την είχε εκ των προτέρων στολίσει με τα πιο όμορφα πράγματα. Αφού πρώτα περάσαμε έφιπποι μέσα από ένα δάσος με πλατάνια, σύντομα υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από τεράστια άγρια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική εμφάνιση, που υψώνονταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Επρόκειτο πράγματι για την περιοχή την τόσο ξακουστή και τόσο αγαπημένη στους ποιητές! Είχαμε ήδη διατρέξει την κοιλάδα σε όλο της το μήκος και εγώ αναζητούσα ακόμα τη γοητεία της. Σκέφθηκα. Μήπως η φαντασία των αρχαίων πήγαινε πιο μακριά και από τη φύση; Ή μήπως αυτά τα μέρη είχαν χάσει τη γοητεία τους, καθώς είχαν υποστεί την ίδια τυραννία με τους ανθρώπους; Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν αναγνώρισα εκεί καθόλου εκείνη την κοιλάδα, της οποίας τις απολαύσεις ήθελε να γευτεί ο Fenelon».
--Ο Αυστριακής καταγωγής Jacob Fallmerayer (1790-1861), γνωστός περισσότερο για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων, στο έργο του "Fragmente aus den Orient" είναι ποιητικότατος όταν περιγράφει τα Τέμπη: «Θαυμάσια είναι η αρμονία των νερών στο στενό, τα οποία πλούσια αναβλύζουν κάτω από τα πόδια του διαβάτη από τον παρακείμενο βράχο ή από τη ρίζα του πλάτανου και χύνονται προς τα κάτω στον Πηνειό καθαρά σαν διαμάντια και πολύ παγωμένα … Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα το κομμάτι αυτό της κοιλάδας».
(Συνεχίζεται)
---------------------------------------------------------
[1]. Ρούσκας Ιωάννης, Ο Πηνειός της τέχνης, Αθήναι (2007) σελ.23-24.
[2]. Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς. Γεωγραφία Νεωτερική. Περί της Ελλάδος, επιμ. Αικατερίνη Κουμαριανού, Αθήνα (1970) σελ.95.
[3]. Edward DodwellA Classical and Topographical Tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806. London (1819).
[4]. Από τον Holland λοιπόν έχουμε μια άμεση μαρτυρία για την καταστροφή του μεγάλου πετρογέφυρου του Πηνειού στην περιοχή του Ομολίου το 1810.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΘΑΝΟΣ (1951-1954)

Στιγμιότυπο από την πομπή της κηδείας του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου (18 Μαρτίου 1954). Διακρίνονται τα κτίρια της αριστερής πλευράς της ανηφορικής οδού Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) και το ρολόι με την ελληνική σημαία μεσίστια.Στιγμιότυπο από την πομπή της κηδείας του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου (18 Μαρτίου 1954). Διακρίνονται τα κτίρια της αριστερής πλευράς της ανηφορικής οδού Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) και το ρολόι με την ελληνική σημαία μεσίστια.
Τον Απρίλιο του 1951 διενεργήθηκαν πανελλήνια δημοτικές εκλογές. Είχαν περάσει 17 χρόνια από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934, όταν ο Στυλιανός Αστεριάδης (Πατόφλας) είχε υπερισχύσει του Μιχαήλ Σάπκα και όλο αυτό το διάστημα οι ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις, ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος, στάθηκαν εμπόδιο στην εκλογή από τους δημότες αιρετής δημοτικής αρχής.
Στα 17 αυτά χρόνια εκτός από τον Στ. Αστεριάδη στη θέση του δημάρχου βρέθηκαν, ανάλογα με τις επικρατούσες πολιτικές καταστάσεις και μερικά διορισμένα άτομα. Στις εκλογές του 1951 πλειοψήφησε με ευκολία ο "Προοδευτικός Συνδυασμός", ο οποίος είχε επικεφαλής τον φαρμακοποιό Δημήτριο Καραθάνο. Αντίπαλός του ήταν ο απόστρατος συνταγματάρχης Δημήτριος Λαγός.
Ο Δημήτριος Καραθάνος γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1899. Ο πατέρας του Ηρακλής Καραθάνος, διατηρούσε φαρμακείο στη γειτονική πόλη, αλλά κάποια στιγμή σκέφθηκε να μετακομίσει οικογενειακώς στη Λάρισα και να συνεχίσει εδώ την σταδιοδρομία του, καθώς η πόλη μας του πρόσφερε καλύτερες επαγγελματικές δυνατότητες . Αρχικά το φαρμακείο του στεγάστηκε σε ισόγειο οίκημα στη γωνία των σημερινών οδών Ύδρας και Παπαναστασίου, αλλά δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα στο κατάστημα αυτό και μεταστεγάστηκε στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Βενιζέλου, εκεί που πριν την αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου στεγαζόταν το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Στα παλιά χρόνια, καθώς η πελατεία των φαρμακείων ήταν μειωμένη, είχαν καταστεί τα περισσότερα τόπος συγκέντρωσης ανήσυχων πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι κατέφευγαν σ' αυτά, επειδή γοητεύονταν με τις συζητήσεις που έκαναν πάνω σε θέματα επιστημονικά, κοινωνικά, ιστορικά και προ παντός πολιτικά. Σε τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσε και ο γιος του Ηρακλή Δημήτριος Καραθάνος, ο οποίος μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με την απόκτηση του διπλώματος εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, στο φαρμακείο του πατέρα του, ο οποίος προτίμησε να αφήσει ανοικτό το επαγγελματικό πεδίο στον διάδοχό του και ο ίδιος επέστρεψε στην Καρδίτσα ώστε να κλείσει εκεί την καριέρα του.
Από τις πρώτες ημέρες της δημόσιας ζωής του ο Δημήτριος Καραθάνος αναμίχθηκε έντονα στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Λάρισας. Επί χρόνια διακρίθηκε για το ενδιαφέρον του σε πολλούς τομείς (μορφωτικούς, αθλητικούς, φυσιολατρικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς) με αποτέλεσμα να καταστεί αρκετά δημοφιλής στην πόλη. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε το 1951 να αναδειχθεί ο πρώτος πολίτης της Λάρισας. Κατά τη θητεία του ως δήμαρχος σε μια πόλη ρημαγμένη από τον πόλεμο, τους σεισμούς και την κατοχή, κατόρθωσε μαζί με τους συνεργάτες του στο Δημοτικό Συμβούλιο να επαναφέρει την πόλη σε φυσιολογικούς ρυθμούς και να εκτελέσει μερικά σημαντικά έργα. Προγραμμάτισε την κατασκευή υπονόμων, διευθέτησε την τάφρο του Κουλουρντού[1], δημιούργησε μόνιμα υπόστεγα στην εβδομαδιαία αγορά της Τετάρτης στο Φρούριο, μερίμνησε, με τη συνδρομή του ΟΥΗΛ, για την ανέγερση του ναού του Αγίου Βησσαρίωνος στον κήπο των Ανακτόρων, ο οποίος είχε καταστραφεί από τους σεισμούς, κατασκεύασε νέο ρολόι στη θέση του πολύπαθου προπολεμικού, ενδιαφέρθηκε για την μετατροπή του παλιού γηπέδου σε σύγχρονο Γυμναστήριο και άλλα σημαντικά έργα ώστε να βελτιώσουν την εικόνα της πόλης. Επίσης κατά τη διάρκεια της δημαρχίας του υποστηρίχθηκαν τα γράμματα και οι τέχνες. Αναδιοργανώθηκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, συγκροτήθηκε εκ νέου η Δημοτική Φιλαρμονική, δημιουργήθηκαν φυσιολατρικά σωματεία, όπως ο "Αριστεύς", κλπ.
Δυστυχώς όμως δεν κατόρθωσε να συνεχίσει το δημιουργικό και εκπολιτιστικό του έργο, καθώς στις 17 Μαρτίου 1954, ενώ βρισκόταν σε ανάρρωση έπειτα από καρδιακό έμφραγμα που είχε υποστεί στις αρχές Φεβρουαρίου, αιφνιδίως απεβίωσε έπειτα από μια νέα καρδιακή προσβολή[2] σε ηλικία 55 ετών. Η θητεία του κράτησε μόνον τρία περίπου χρόνια. Η κηδεία του έγινε με επισημότητα την επόμενη ημέρα 18 Μαρτίου 1954 από την πρόχειρη μετασεισμική εκκλησία (παράγκα) του Αγίου Αχιλλίου.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει στιγμιότυπο από την πομπή της κηδείας του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου και μας δίνει την ευκαιρία να περιγράψουμε τα κτίρια της δυτικής πλευράς της οδού Παπαναστασίου στο ανηφορικό της τμήμα, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του 1950 βρισκόταν ακριβώς πάνω από το Α΄ Αρχαίο Θέατρο. Η πομπή κατευθύνεται προς την Κεντρική πλατεία και ο φωτογράφος στάθηκε στον εξώστη του διώροφου κτιρίου το οποίο στέγαζε τότε το Εργατικό Κέντρο και σήμερα στη θέση του βρίσκεται το ξενοδοχείο Divani Pallas. Κάτω αριστερά διακρίνεται η επιγραφή από το Παντοπωλείο του Γ. Ξεφτέρη, ενώ στο μέσον δεξιά απεικονίζεται τμήμα από εξώστη του προπολεμικού κτιρίου της Τράπεζας Λαρίσης, το οποίο το 1954 στέγαζε διάφορους συλλόγους, μέχρις ότου κατεδαφίσθηκε. Μεσολαβεί η οδός Μακεδονίας (Βενιζέλου) και στη συνέχεια απεικονίζονται μια σειρά από κτήρια, τα οποία φθάνουν μέχρι το επίπεδο του Λόφου της Ακρόπολης.
Πρώτο είναι ένα διώροφο οίκημα, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το εμποροραφείο του Ιωάννη Ζαραμπούκα, παλιού φίλου της οικογενείας μας και γείτονα στην οδό Καραϊσκάκη. Ακολουθούσε ένας κενός χώρος περιφραγμένος ήδη από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα εδωλίων του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Στη συνέχεια απεικονίζονται στη σειρά τέσσερα κτήρια τα οποία στέγαζαν κατά καιρούς διάφορα καταστήματα και κατοικίες, δεσπόζει όμως μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου[3], στην οποία ο γιατρός ωτορινολαρυγγολόγος Γεώργιος Τάρης είχε αναπτύξει την κλινική του και σε ένα τμήμα στέγαζε την οικογένειά του. Ο Τάρης είχε νυμφευθεί την κόρη του Γεωργίου Τσάπαλου και σ' αυτήν έμεινε μέχρι την συνταξιοδότησή του. Μετά την κλινική και μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο απλές κατοικίες, Πίσω απ' όλα αυτά, διακρίνεται σαν επιστέγασμα, το ρολόι με την ελληνική σημαία στην κορυφή του μεσίστια.
--------------------------------------------
[1]. Για το σημαντικό αυτό έργο η πόλη τίμησε με το όνομά του τον δρόμο ο οποίος δημιουργήθηκε πάνω από τον εγκιβωτισμό της τάφρου. Είναι η σημερινή οδός Καραθάνου.
[2]. Εκτός από τον Δημήτριο Καραθάνο ο οποίος απεβίωσε από καρδιακή πάθηση όντας εν ενεργεία δήμαρχος, και ένας άλλος δήμαρχος ο Αχιλλεύς Λογιωτάτου απεβίωσε νεότατος κατά τη διάρκεια της δημαρχιακής του θητείας. Είχε εκλεγεί δήμαρχος το 1895 και τον Φεβρουάριο του 1896 απεβίωσε στην Αθήνα όπου είχε μεταφερθεί έπειτα από καρδιοαγγειακό επεισόδιο.
[3]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από την Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη, οι οποίες όμως απαλλοτριώθηκαν με τον νόμο περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και του έμεινε μόνον ένα μικρό μέρος. Ο Γεώργιος Τσάπανος πέθανε στην Αθήνα μεταπολεμικά σε προχωρημένη ηλικία.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ - Α'

Από τα παλιά οδοιπορικά των περιηγητών

Περαταριά στην είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών. Στο βάθος δεξιά κατοικίες του οικισμού Μπαμπάς (Τέμπη) και ο μιναρές του ομώνυμου τεκέ. Υδατογραφία του Joseph Cartwright. Μουσείο Μπενάκη. 1815 περίπουΠεραταριά στην είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών. Στο βάθος δεξιά κατοικίες του οικισμού Μπαμπάς (Τέμπη) και ο μιναρές του ομώνυμου τεκέ. Υδατογραφία του Joseph Cartwright. Μουσείο Μπενάκη. 1815 περίπου
Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί μια περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία έχει υμνηθεί από τους αρχαιότατους χρόνους και έχει συνδεθεί πολύ στενά με την ελληνική μυθολογία.
Καθώς συνδυάζεται αρμονικά και με το γεωγραφικό κάλλος, την καθιστά ελκυστική σε κάθε περαστικό ή ταξιδιώτη. Για τη δημιουργία της Κοιλάδας μετά τον αποχωρισμό του Κίσαβου από τον Όλυμπο λόγω ισχυρότατου σεισμού, ο συγγραφέας Ελευθέριος Γαρδέλης από τα Χανιά της Κρήτης μας άφησε μια έξοχη περιγραφή: "…[υπάρχουν] βράχοι αψευδείς του μεταξύ Ολύμπου και Όσσης διαζυγίου τοσούτον ακανονίστως κατεσχισμένοι ώστε ουδεμίαν να παρουσιάζωσιν ομαλήν μορφήν, και κατά τρόπον τοιούτον ώστε, όπου εν τη πλευρά του Ολύμπου εμφαίνεται αυλών ή χαράδρα, ακριβώς εις την αντίθετον του Κισσάβου θα αντικρύζη ράχις, και δη τόσω καταφώρως ώστε, εάν ήτο δυνατόν να τεθώσιν επ' αλλήλων τα αντιμέτωπα εκείνα όρη, θα εφήρμοζον επακριβώς…"[1].
Τα ταξίδια αποτελούσαν ανέκαθεν ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της ύπαρξης του ανθρώπου σε όλη την ιστορική του διαδρομή και όσοι τα επιχειρούσαν ήταν άνθρωποι τολμηροί και περιπετειώδεις, με πολλά ενδιαφέροντα. Τους γοήτευε η εξερεύνηση του άγνωστου τόπου, τους ευχαριστούσε η περιήγηση σε ιστορικά σημαντικές περιοχές και η γνωριμία με ανθρώπους, οι οποίοι είχαν διαφορετικούς πολιτισμούς και ξεχωριστό τρόπο ζωής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με την Κοιλάδα των Τεμπών είναι συνυφασμένος και ο μύθος με τον Απόλλωνα και τη Δάφνη. Σύμφωνα με τον μύθο, η Δάφνη, κόρη του Πηνειού και της Γης, ήταν η αγαπημένη νύμφη της Αρτέμιδας, της αδελφής του Απόλλωνα και περνούσε τον χρόνο της στα βουνά, αποφεύγοντας τη συναναστροφή με τους άνδρες και επιδιδόμενη στο κυνήγι. Στα Τέμπη τη συνάντησε κάποια στιγμή ο Απόλλων, όπου είχε πάει για να εξαγνισθεί. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της και άρχισε να την κυνηγά. Εκείνη, μόλις την άγγιξε άρχισε να τρέχει και να παρακαλεί τον πατέρα της Πηνειό να τη βοηθήσει. Εκείνος τη μεταμόρφωσε σε δάφνη, η οποία έγινε το ιερό δέντρο του Απόλλωνα, τους κλώνους της οποίας έφερε στο εξής στην κεφαλή του.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε επιγραμματικά στα ταξίδια περιηγητών στην Κοιλάδα των Τεμπών από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ό αιώνα και θα επιλέξουμε ορισμένους απ’ όσους κατά καιρούς προσκύνησαν την ιερότητα του χώρου και θα παραθέσουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις τους ακριβώς όπως τις κατέγραψαν, χωρίς προσωπική παρέμβαση.
Από τους Λατίνους περιηγητές της ρωμαϊκής περιόδου θα αναφέρουμε τους εξής:
--Ο Τίτος Λίβιος (πέθανε το 17 μ. Χ.) επισημαίνει τη γεωστρατηγική σημασία της περιοχής των Τεμπών με τα ακόλουθα λόγια: "Η Κοιλάδα των Τεμπών, ακόμη και αν δεν υπάρχει κατάσταση πολέμου, είναι ήδη από μόνη της ένα δύσκολο πέρασμα, καθώς εκτός από μια έκταση πέντε μιλίων, είναι τόσο στενή που μόλις και μετά βίας ένα φορτωμένο ζώο μπορεί να βρει πέρασμα. Οι όχθες και από τις δύο πλευρές θαρρείς πως είναι σαν κομμένες και τόσο απόκρημνες, που δεν μπορείς να κοιτάξεις ψηλά χωρίς να σε πιάσει ίλιγγος".
--Ο Γάιος Πλίνιος ο πρεσβύτερος (1ος αι.) δίνει την καλύτερη περιγραφή της κοιλάδας, περιγράφοντας την ομορφιά και το μεγαλείο της. "Στα Τέμπη τα βουνά υψώνονται δεξιά και αριστερά, όσο μακριά μπορεί να φθάσει το μάτι. Ο Πηνειός τη διασχίζει στη μέση. Η πρασινωπή επιφάνεια που χαρακτηρίζει τα νερά του και επιτρέπει στο μάτι να διακρίνει μέχρι κάτω τις πέτρες, οι οποίες καλύπτουν τον πυθμένα, το λαμπερό χορτάρι που στεφανώνει τις όχθες και το μελωδικό τραγούδι των πουλιών, χαρίζουν στο ποτάμι αυτό μια ατέλειωτη χάρη".
--Ο Κλαύδιος Αιλιανός περιγράφει στις αρχές του 3ου μ. Χ. αιώνα την Κοιλάδα ως εξής: "Γαλήνια και ήρεμα σαν λάδι κυλάει τα νερά του στη μέση της όμορφης κοιλάδας ο Πηνειός. Προστατευμένος από τα κρεμαστά κλαδιά των δέντρων που βρίσκονται στις όχθες του, παραμένει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας απρόσιτος από τις ακτίνες του ήλιου και προσφέρει μια δροσερή σκιά σε αυτούς που κωπηλατούν στα νερά του"[2].
Αλλά και άλλοι συγγραφείς όπως ο Στράβων, ο Οράτιος, ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ο Θεόκριτος, ο Λουκανός, επαναλαμβάνουν, είτε σε πεζό είτε σε ποιητικό λόγο, την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της περιοχής. Εντυπωσιάζει επίσης και το γεγονός ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός για την αισθητική ομορφιά του επέλεξε και την Κοιλάδα των Τεμπών για να την αναπαραστήσει στην περίφημη βίλα του στο Τίβολι.
--Κατά τη βυζαντινή περίοδο ο ιστοριογράφος Προκόπιος, στο «Περί κτισμάτων» έργο του, ένα είδος οδοιπορικού του 6ου αιώνα, στο οποίο περιγράφει, ύστερα από περιοδεία στις επαρχίες της απέραντης βυζαντινής αυτοκρατορίας, τα οικοδομικά έργα του Ιουστινιανού (φρούρια, τείχη, γέφυρες, ναοί, υδραγωγεία), αναφέρει για τα Τέμπη: «Ο Πηνειός κυλάει με ήρεμο ρεύμα προς τη θάλασσα. Η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε καρπούς κάθε λογής και σε καλά νερά. Μα οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τα χαρούν, γιατί πάντοτε ζούσαν με τον τρόμο των βαρβαρικών επιθέσεων. Και είναι φυσικό, επειδή σ’ αυτή την περιοχή δεν υπάρχει οχυρή θέση για να καταφύγουν σε περίπτωση κινδύνου».
--Ο λόγιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος τον 12ο αιώνα, στο έργο του «Σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή», καταγράφει την επικρατούσα εκδοχή για τον τρόπο δημιουργίας της Κοιλάδας των Τεμπών: «Ο Πηνειός, ο νυν Σαλαμβρίας καλούμενος, την Όσσαν του Ολύμπου απέρρηξε. Διό κατά την ιστορίαν του Γεωγράφου (εννοεί εδώ τον Στράβωνα) Αράξης εκλήθη ποτέ και ο Πηνειός, ως και αυτός απορρήξας της Όσσης τον Όλυμπον, ότε σεισμώ τα Τέμπη τα Θετταλικά ραγέντα, διέστησαν». Στο έργο του δε "Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν" αναφέρεται στην πορεία του Πηνειού μέχρι τα Τέμπη: "Άρχεται δε κατά τον Γεωγράφον εκ Πίνδου Όρους ο Πηνειός… εν αριστερά δε αφείς Τρίκκην, φέρεται περί Άτρακα και Λάρισσαν, και τους εν Θεσσαλία δεξάμενος ποταμούς πρόεισι διά των Τεμπών. Το δε αργυροδίνης ουχί Πηνειού μόνον επίθετον, αλλά παντός διαυγούς ποταμού".
Ακολούθησαν τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το κύμα των περιηγητών προς τα Τέμπη αυξήθηκε, γιατί η αναγέννηση στη Δύση είχε φέρει σημαντική πολιτιστική αφύπνιση και είχε προάγει την πνευματική ανάπτυξη στα γράμματα και τις επιστήμες. Μέσα απ’ αυτή την ανάπτυξη οι κάτοικοί της ανακάλυψαν τους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής. Επόμενο ήταν ο δρόμος προς την Ελλάδα, τη σπουδαιότερη χώρα του αρχαίου μνημειακού πλούτου, να γίνει το όνειρο πολλών μορφωμένων και πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα εκείνων που τους οδηγούσε στη χώρα μας η φλογερή τους ελληνολατρία. Η παρουσία τους στην περιοχή ουσιαστικά ήταν ένα προσκύνημα και πάνω απ’ όλα ένα ταξίδι στη μνήμη, την ιστορία της Κοιλάδας και τους μύθους που την περιέβαλαν. Ήθελαν να περιηγηθούν στο μαγευτικό περιβάλλον των Τεμπών, να θαυμάσουν τον απρόσιτο Όλυμπο και να αντικρύσουν από μακριά την κατοικία των δώδεκα θεών. Το ταξίδι αυτό το επιχειρούσαν κυρίως νέοι, ευγενείς και ονειροπόλοι περιηγητές, εμποτισμένοι από την τελειότητα του αρχαίου κάλλους. Πολλοί απ’ αυτούς όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλημμυρισμένοι από εντυπώσεις, καταγίνονταν στα οδοιπορικά τους με τη λογοτεχνική καταγραφή των συναισθηματικών και αισθητικών εμπειριών από την ονειρική πεζοπορία στις όχθες του Σαλαμπριά, μέσα στην Κοιλάδα. Και μάλιστα από τις αρχές του 16ου αιώνα τα κείμενά τους συνοδεύονταν και από σχέδια, τα οποία απεικόνιζαν την ομορφιά της, πραγματική ή φανταστική άσχετο, και πρόσφεραν στον αναγνώστη κάποια εικόνα διαφορετικής κάθε φορά αισθητικής πληρότητας. Οι αφηγήσεις και οι απεικονίσεις των Τεμπών της περιόδου της τουρκοκρατίας είναι πολυάριθμες.
(Συνέχεια)
----------------------------------------------------
[1]. Γαρδέλης Ελευθέριος, Τα Τέμπη ήτοι λεπτομερής τοπογραφία και περιγραφή της Θεσσαλικής κοιλάδος, εν Χανίοις (1909) σελ. 21.
[2]. Ρούσκας Ιωάννης, Ο αργυροδίνης Πηνειός, Αθήνα (2004) σελ. 110-111.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com