Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Μια πλευρά της Κεντρικής πλατείας


Άποψη της βορειοδυτικής πλευράς της Κεντρικής πλατείας.  Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα. 1910 περίπουΆποψη της βορειοδυτικής πλευράς της Κεντρικής πλατείας. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα. 1910 περίπου

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τμήματα της δυτικής και της βόρειας πλευράς της Κεντρικής πλατείας.

Ανήκει στον σπουδαίο φωτογράφο από τον Βόλο Στέφανο Στουρνάρα, τον «άγιο» της φωτογραφίας όπως τον έχουν επονομάσει οι ειδικοί και του οποίου απόψεις από τη Λάρισα έχουμε ήδη δημοσιεύσει. Είναι εκτυπωμένη σε χρωμολιθογραφία [1] στην πρόσθια όψη ταχυδρομημένου επιστολικού δελταρίου, το οποίο φέρει τον αριθμό 245 και η σφραγίδα του έχει ημερομηνία αποστολής 6 Δεκεμβρίου 1915.
Ο φωτογράφος στάθηκε στο ψηλότερο σημείο μιας δενδρόφυτης νησίδας που υπήρχε την περίοδο εκείνη στην ανατολική πλευρά της πλατείας. Στο κάτω μισό της φωτογραφίας απεικονίζεται ένα μεγάλο γυμνό μέρος της πλατείας Δικαστηρίων, όπως ονομαζόταν την περίοδο εκείνη. Είναι χωμάτινο, επίπεδο, αδιαμόρφωτο και χωρίς ίχνος στολισμού. Στον χώρο της διακρίνουμε τρεις μικρές ομάδες ατόμων, κάθε μία με τη δική της αμφίεση. Μπροστά δύο μεσήλικες με χωριάτικη ενδυμασία και σκούφο (καλπάκι) κοιτάζουν τον φακό του φωτογράφου. Στο κέντρο η άλλη ομάδα αποτελείται από τέσσερες κυρίους κομψά ντυμένους με παλτά και ρεπούμπλικα, οι οποίοι φαίνεται να συζητούν, ενώ δεξιότερα διακρίνονται τρεις αξιωματικοί με τις στολές και τις χλαίνες τους. Στο βάθος δεξιά είναι αραιά απλωμένα τραπεζοκαθίσματα από το απέναντι καφενείο, που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Οι θαμώνες είναι λίγοι και απ’ ό,τι συμπεραίνεται από τις ενδυμασίες και τις σκιές τους, ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα.
Στο επάνω μισό της φωτογραφίας διακρίνουμε πέντε κτίρια, τα οποία θα περιγραφούν με τη σειρά, αρχίζοντας από αριστερά. Το πρώτο είναι ένα θαυμάσιας ομορφιάς νεοκλασικό κτίσμα, το οποίο στέγαζε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Είχε κτισθεί στη θέση παλιού μουσουλμανικού τεκέ του Κουρά εφέντη [2] που είχε αγοράσει η Τράπεζα. Τα σχέδια του κτιρίου ήταν του αθηναίου μηχανικού Μπαλάνου και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1907. Ο κάτω όροφος φιλοξενούσε τα γραφεία της Τράπεζας, ενώ ο επάνω όροφος ήταν προορισμένος για κατοικία του εκάστοτε διευθυντή, μερικές φορές όμως φιλοξενούσε ευκαιριακά και υψηλά πρόσωπα, όπως το 1937 όταν κατέλυσε εκεί ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο τότε διάδοχος Παύλος. Στο μέγαρο αυτό πέρασαν τα νεανικά τους χρόνια οι κόρες του επί σειρά ετών διευθυντή του υποκαταστήματος Γεωργίου Δεσύπρη. Από αυτές η Μαρία (1892-1976) μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα, παντρεύτηκε τον συνταγματολόγο και πολιτικό Αλέξανδρο Σβώλο και μεταπολεμικά η ίδια εκλέχθηκε βουλευτής με την ΕΔΑ. Επίσης στα διαμερίσματα αυτού του ορόφου έζησε αργότερα και ο Μ. Καραγάτσης όταν διευθυντής ήταν ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος. Ο σεισμός του 1941 επέφερε στο κτίσμα αρκετές ζημιές, οι σοβαρότερες των οποίων εμφανίσθηκαν στο υπερώο του τρίτου ορόφου, το οποίο και μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε. Μ’ αυτή τη μορφή λειτούργησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οπότε η διοίκηση της Τράπεζας υποχρεώθηκε να το κατεδαφίσει ολόκληρο. Από τα χρόνια της κατοχής και μέχρι την κατεδάφισή του αντίκριζε κανείς πάνω στην ταράτσα του τη σειρήνα η οποία ειδοποιούσε τους Λαρισαίους για τις τυχόν επικείμενες εχθρικές αεροπορικές επιδρομές. Στη θέση του κομψού αυτού κτιρίου οικοδομήθηκε το σημερινό αμφισβητούμενης αισθητικής κτίριο.
Αμέσως μετά την τράπεζα και στο βάθος μπορούμε να διακρίνουμε μέρος παλιάς τουρκικής κατοικίας, η οποία περιήλθε, μαζί με τα πολύτιμα έπιπλα που περιείχε, στην ιδιοκτησία της οικογένειας Ιωάννη Χολέβα, κατόπιν αγοράς από τον Τούρκο ιδιοκτήτη ο οποίος εγκατέλειψε τη Λάρισα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Μετά τη χρεοκοπία της ιδιωτικής «Τράπεζας Χολέβα-Μαρκατά» το 1932, το σπίτι περιήλθε στην κατοχή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία το κατεδάφισε και οικοδόμησε το σημερινό κτίριο που στεγάζει το τοπικό υποκατάστημά της.
Το επόμενο διώροφο κτίσμα στέγαζε στον επάνω όροφο το ξενοδοχείο «Όλυμπος», ενώ το ισόγειο διέθετε καταστήματα, μεταξύ των οποίων και το Παντοπωλείο του Μακρυγιάννη. Στις 21 Δεκεμβρίου 1940 ιταλική βόμβα «σημάδεψε» το κτίριο και το κατέστρεψε. Μεταπολεμικά ισοπεδώθηκε και αργότερα στη θέση του υψώθηκε η σημερινή οικοδομή.
Απέναντί του το ισόγειο κατάστημα στη γωνία Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Αλεξάνδρας (Κύπρου) στέγαζε κατά την απελευθέρωση του 1881 ζαχαροπλαστείο που το λειτουργούσε κάποιος Ευθύμιος Σαρανταένας από τη Λαμία, ο οποίος ήταν γνωστός από τη μεγάλη γενειάδα που διατηρούσε («διαπρεπή γενειοφόρο» τον περιγράφει ο Θρασύβουλος Μακρής). Αργότερα στο σημείο αυτό είχε το φαρμακείο του ο ισραηλίτης Ματαλών. Κατόπιν το φαρμακείο αυτό το λειτούργησε ο φαρμακοποιός Νικόλαος Ζησιάδης από τη Ραψάνη, αδελφός του δικηγόρου και βουλευτή Τυρνάβου Βασίλειου Ζησιάδη [3], ο οποίος και το διατήρησε με την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία» μέχρι το 1941. Ήταν χαρακτηριστική για ένα διάστημα η διαφημιστική επιγραφή του φαρμάκου «Σαντράλ» που έφερε σε στηθαίο στο ύψος της στέγης, στην πρόσοψη που έβλεπε προς την Πλατεία. Το γεγονός αυτό οδήγησε ώστε να γίνει γνωστό στον κόσμο το συγκεκριμένο κτίριο σαν Φαρμακείο Σαντράλ.
Το επόμενο επιβλητικό οικοδόμημα είναι το δημοτικό ξενοδοχείο «Το Στέμμα», το οποίο περιγράψαμε σε άλλο σημείωμά μας [4].


[1]. Χρωμολιθογραφία είναι ειδική τεχνική έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων, οι οποίες έχουν χαραχθεί σε λίθινες πλάκες.
[2]. Στεργιόπουλος Δημ. Μνημεία Μουσουλμανικής Ιστορίας και Τέχνης στο νομό Λάρισας, εφ. Λαρισαϊκή Ηχώ, φύλλο της 11ης Μαρτίου 1985.
[3]. Ο Βασίλειος Ζησιάδης νυμφεύθηκε την Πιπίτσα Λογιωτάτου, αδελφή της Ιουλίας Σάπκα-Λογιωτάτου και επομένως ήταν σύγαμπρος με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα.
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄, Λάρισα (2018) σελ. 61-65.

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Περιφορά εικόνας του Αγ. Αχιλλίου το 1933


Η θρησκευτική πομπή κινείται επί της οδού Ακροπόλεως. Στο βάθος διακρίνονται  τα κτίρια της βόρειας πλευράς της Κεντρικής πλατείας. Φωτογραφία του φωτογράφου-αγιογράφου  Παντελή Γκίνη. 1933. Από το πλούσιο Αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας. Η θρησκευτική πομπή κινείται επί της οδού Ακροπόλεως. Στο βάθος διακρίνονται τα κτίρια της βόρειας πλευράς της Κεντρικής πλατείας. Φωτογραφία του φωτογράφου-αγιογράφου Παντελή Γκίνη. 1933. Από το πλούσιο Αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Με την ευκαιρία της αυριανής εορτής του πολιούχου της Λάρισας Αγίου Αχιλλίου, το σημερινό κείμενό μας είναι επίκαιρο.

Δημοσιεύεται φωτογραφία από τη λιτανεία της εικόνας του τοπικού μας Αγίου, η οποία πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα στους κεντρικούς δρόμους της Λάρισας, με ενδιάμεσο σταθμό στην Κεντρική πλατεία. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε πριν 90 χρόνια, συγκεκριμένα το 1933 και είναι του Λαρισαίου φωτογράφου-αγιογράφου Παντελή Γκίνη [1]. Ο τελευταίος ανέβηκε στον εξώστη του επάνω ορόφου του αρχοντικού του Νικολάου Καρανίκα που ήταν στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη και από τη θέση αυτή κατέγραψε την πορεία της λατρευτικής πομπής, την παρουσία πλήθους κόσμου και την Κεντρική πλατεία Θέμιδος με τα κτίρια της βόρειας πλευράς της. Ξεκινώντας από αριστερά διακρίνουμε: Στο βάθος την πίσω πλευρά του τριώροφου Μεγάρου Αλεξάνδρου, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα υπό άλλη ιδιοκτησία και έχει πρόσοψη προς το Αρχαίο Θέατρο. Το ισόγειο στη γωνία Κύπρου και Παπαναστασίου, κρυμμένο πίσω από φυλλωσιές, είναι το Φαρμακείο Νικ. Ζησιάδου και Σία. Ακολουθεί το διώροφο Ξενοδοχείο «Το Στέμμα», από τα παλαιότερα της Λάρισας και το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας. Μεσολαβεί η οδός Φιλελλήνων και εν συνεχεία είναι το Μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτου (γνωστό και ως Λέσχη Ασλάνη) με τον χαρακτηριστικό τρούλο, που εκείνη την περίοδο ο επάνω όροφος στέγαζε το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Μετά με τη σειρά είναι το καφενείο «Εμπορικόν», το Φαρμακείο του Αγαμ. Αστεριάδη και στη γωνία με την οδό Πανός ένα διώροφο οίκημα, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το Παντοπωλείο του Μενέλαου Καρυώτη.
Η πομπή με το ιερατείο και τους επισήμους κινείται επί της οδού Παπαναστασίου. Προπολεμικά, η πομπή ακολουθούσε διαφορετική πορεία από τη σημερινή. Διέσχιζε την Παπαναστασίου και όταν έφθανε στο ύψος της οδού Κούμα έστριβε αριστερά και όταν πλησίαζε στο μέσον της νότιας πλευράς της πλατείας έστριβε πάλι αριστερά και κατευθυνόταν στο κέντρο της, όπου ο Δήμος έστηνε μια ειδική εξέδρα όπου ανέβαιναν οι αρχιερείς με την εφέστια [2] εικόνα του Αγίου Αχιλλίου και ανέπεμπαν ειδική δέηση. Ακολουθούσε, όπως άλλωστε και σήμερα, κήρυγμα του Μητροπολίτη Λαρίσης. Τρεις μητροπολίτες διακρίνονται στην περιφορά [3], οι ιερείς είναι παρατεταγμένοι σε δύο ζυγούς κοντά στα πεζοδρόμια, ενώ την πομπή περιστοιχίζουν στρατιώτες με τα όπλα επ’ ώμου. Πίσω από τους μητροπολίτες διακρίνεται η εικόνα του Αγίου [4] και από κοντά οι επίσημοι.
Από την περιφορά της εικόνας της ίδιας χρονιάς (15 Μαΐου 1933), δημοσιεύσαμε στη σειρά αυτή των κειμένων μας άλλη μία φωτογραφία, όταν η πομπή βρισκόταν επάνω στον Λόφο της Ακρόπολης, επιστρέφοντας από την πλατεία [5]. Εκεί αναφέραμε ότι ο φωτογράφος μάς ήταν άγνωστος. Όμως, όταν η Φωτοθήκη Λάρισας απέκτησε από οίκο δημοπρασιών της Θεσσαλονίκης έντεκα (11) φωτογραφίες σε γυαλί με διάφορες απόψεις από τη Λάρισα, μεταξύ των οποίων και τις δύο από την περιφορά της εικόνας του Αγίου Αχιλλίου, διαπιστώθηκε ότι τα αρνητικά των φωτογραφιών σε γυαλί [6] εμφανίσθηκαν από τον φωτογράφο Παντελή Γκίνη και η χρονολογία λήψης των χρονολογείται το 1933.

 

[1]. Ο Παντελής Γκίνης (1888-1988) θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους φωτογράφους-αγιογράφους της πόλης μας. Από κοινού με τον επίσης αγιογράφο Χρυσόστομο Παπαμερκουρίου εργάσθηκαν για πολλά χρόνια και έργα τους υπάρχουν σχεδόν σε όλους τους ναούς της περιοχής μας. Για τον εξαιρετικό αυτόν καλλιτέχνη η πόλη περιμένει να γίνει ειδική επιστημονική μελέτη.
[2]. Εφέστια ονομάζεται η επίσημη εικόνα κάθε ναού ή μονής. Λ.χ. λέμε ότι η εφέστια εικόνα του Αγίου Όρους είναι «Το Άξιον Εστί», της Μονής Ιβήρων η Παναγία Πορταΐτισσα, κ.λπ.
[3]. Από τους τρεις ιεράρχες αναγνωρίζεται, ακριβώς μπροστά από την εικόνα, ο Λαρίσης Αρσένιος Αφεντούλης (1914-Δεκέμβριος 1934). Ήταν Μητροπολίτης Στρωμνίτσης (της σημερινής περιοχής των Σκοπίων) και έφθασε στην Ελλάδα το 1913 εκδιωγμένος από τους Βουλγάρους. Το 1914 τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού πρωτοστάτησε στο ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και το 1917 καθαιρέθηκε και εξορίσθηκε. Το 1923 επανήλθε στη θέση του και τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων του 1934 υπέστη καρδιακή ανακοπή και απεβίωσε σε ηλικία 63 ετών.
[4]. Πιστεύεται ότι η επίσημη εικόνα του Αγίου Αχιλλίου ανήκει και αυτή, λόγω των ομοίων διαστάσεών της, στην ομάδα των ρωσικών εικόνων που είχε παραγγείλει στη Μόσχα το 1802 ο τότε Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος Καλλιάρχης. Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης αναφέρει ότι οι εικόνες αυτές ήταν 12, διαστάσεων 120 εκ. ύψος και 72 εκ. πλάτος. Σήμερα από τις εικόνες αυτές διασώζονται μόνον πέντε. Το επάργυρο πουκάμισο που καλύπτει την εικόνα του Αγ. Αχιλλίου δεν επιτρέπει την ταυτοποίησή της. Η αργυρή αυτή επένδυση κατασκευάσθηκε το 1929 στην Αθήνα και ήταν δωρεά του εμπόρου της Λάρισας και επί χρόνια εκκλησιαστικού επιτρόπου του ναού του Αγίου Αχιλλίου, Ιωάννου Αλεξάνδρου, όπως αναφέρει σχετική επιγραφή: «Αφιέρωμα του Ι. Δ. Αλεξάνδρου, εις μνήμην του αποβιώσαντος πατρός αυτού Δημητρίου».
[5]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Λιτανεία της εικόνας του Αγίου Αχιλλίου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 2ας Ιουλίου 2017.
[6]. Παλαιότερα, πριν ακόμη ανακαλυφθούν τα φιλμ, η αποτύπωση των λήψεων της φωτογραφικής μηχανής γινόταν ως επί το πλείστον πάνω σε γυάλινες πλάκες.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το «Θέμιδος Μέλαθρον» της Λάρισας

 
Το Οθωμανικό Διοικητήριο της Λάρισας σε σχεδιαστική αναπαράσταση. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο Οθωμανικό Διοικητήριο της Λάρισας σε σχεδιαστική αναπαράσταση. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

Όταν το 1881 απελευθερώθηκε η Θεσσαλία, η πόλη της Λάρισας είχε την όψη μιας κλασικής τουρκόπολης. Όλα τα κτίσματά της ήταν ισόγεια, κατασκευασμένα με την απλή λαϊκή ασιατική τεχνική. Ελάχιστα ήταν τα κτίρια τα οποία είχαν κάποιο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και προσέδιδαν

στη Λάρισα τον τίτλο της Θεσσαλικής πρωτεύουσας. Ένα απ’ αυτά ήταν και το Οθωμανικό Διοικητήριο, την ιστορική διαδρομή του οποίου θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε με το σημερινό μας σημείωμα.
Το 1874, επτά χρόνια πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, με προτροπή του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, οι Οθωμανοί κατασκεύασαν στη Λάρισα ένα λαμπρό και επιβλητικό κτίριο, με προορισμό να στεγάσει το Τουρκικό Διοικητήριο. Αρχιτέκτονας ήταν ο ελληνικής καταγωγής Στυλιανός Βουκαδόρος, από τη Ζάκυνθο, ο οποίος την περίοδο εκείνη ζούσε στη Λάρισα. Το κτίριο βρισκόταν μέσα σε ευρύ χώρο που αντιστοιχεί στη βορειοδυτική πλευρά της σημερινής Κεντρικής πλατείας[1]. Ήταν επίμηκες και η πρόσοψή του είχε ανατολικό προσανατολισμό. Στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του Διοικητηρίου είχε τοποθετηθεί επιγραφή με οθωμανική γραφή, η οποία ανέφερε ότι: «Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ επιθυμών να ευεργετήσει την Λάρισαν διέταξε τον διοικητήν αυτής Τζαβήτ Πασάν να προβή εις την ανέγερσιν του ευπρεπούς τούτου νέου μεγάρου προς στολισμόν της πόλεως, με τας ευχάς εις τον Θεόν όπως διαφυλάττη τούτο από παντός κακού…έτος 1291»[2]. Το έτος 1291 είναι το μουσουλμανικό έτος Εγίρας και αντιστοιχεί στο χριστιανικό 1874.
Τη μορφή του την βλέπουμε σε μια σχεδιαστική αναπαράσταση η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο. Η αναπαράσταση αυτή βασίζεται στη φωτογραφία που είναι αποτυπωμένη στο επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, το οποίο κυκλοφόρησε το 1902. Πιο πριν, κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897, το κτίριο αυτό είχε αποτυπωθεί σε ορισμένα χαρακτικά και σε στερεοσκοπικές φωτογραφίες που απεικόνιζαν τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού στην πλατεία της Λάρισας, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Τούρκου στρατιωτικού Διοικητή της Θεσσαλίας. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, η τουρκική κυβέρνηση επέμενε να κρατήσει στη δικαιοδοσία της το Διοικητήριο για να στεγάσει το Προξενείο της Τουρκίας ή το τουρκικό Σχολείο[3]. Φυσικά η απαίτηση αυτή δεν έγινε δεκτή. Ήταν το μοναδικό ευπρεπές και ευρύχωρο κτίσμα στη Λάρισα και το προόριζαν να στεγάσει ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για στρατωνισμό και για άλλες στρατιωτικές υπηρεσίες (λ.χ. στρατιωτικό ταχυδρομείο). Το 1892, αφού διαμορφώθηκε κατάλληλα εσωτερικά, παραδόθηκε για χρήση στη Δικαιοσύνη. Ο χώρος του ήταν επαρκής και το κυρίως κτίσμα στέγασε όλες τις δικαστικές αρχές της πόλης, ενώ στο υπόγειο λειτούργησε το Δημόσιο Ταμείο. Η οθωμανική επιγραφή στο υπέρθυρο του κάτω ορόφου άλλαξε πλέον και τώρα ανέγραφε «Θέμιδος Μέλαθρον». Από την παρουσία του Δικαστικού Μεγάρου στους χώρους της πλατείας, αυτή ονομάστηκε Πλατεία Δικαστηρίων ή Πλατεία Θέμιδος. Κατά τη σύντομη κατοχή της Λάρισας από τους Τούρκους μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 (Απρίλιος 1897-Ιούνιος 1898) χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως Διοικητήριο από τους Τούρκους.Κατασκευαστικά το Διοικητήριο ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο με υπόγειο, οικοδομημένο με πέτρα και στην εξωτερική μορφή του κυριαρχούσαν άφθονα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η πρόσοψη παρουσίαζε μια αξιόλογη συμμετρία. Ήταν διηρημένη σε τρία τμήματα, εκ των οποίων το κεντρικό προείχε ελαφρώς. Στον κάτω όροφο του κεντρικού τμήματος της πρόσοψης είχε διαμορφωθεί η κυρία είσοδος, η οποία οδηγούσε σε ευρύ προστώο με τέσσερες τετράγωνους κίονες (πεσσούς), οι οποίοι συγκρατούσαν τον εξώστη του πρώτου ορόφου. Οι τοίχοι και στους δύο ορόφους περιμετρικά ήταν διάτρητοι από παράθυρα, η στέγη ήταν απλή, με ξύλινο σκελετό, επικαλυμμένη με κεραμίδια, ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν περίτεχνα ακροκέραμα. Στο κέντρο της πρόσοψης ψηλά, στο ύψος της στέγης, υπήρχε ευρύ τριγωνικό αέτωμα, το οποίο προσέδιδε στο κτίριο ομορφιά και ύψος. Το εσωτερικό αποτελούνταν από δεκαπέντε ισομεγέθη δωμάτια σε κάθε όροφο, κατανεμημένα και από τις δύο πλευρές κατά σειρά στους μακρόστενους διαδρόμους[4].
Το επιβλητικό αυτό κτίριο το περιέγραψαν με θαυμασμό όλοι σχεδόν οι επισκέπτες της Λάρισας, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν το 1881 στα εδάφη της Θεσσαλίας αμέσως μετά την ενσωμάτωση με την Ελλάδα, με σκοπό να γνωρίσουν από κοντά τη νέα ελληνική επαρχία, με το τεράστιο οικονομικό δυναμικό που προοιώνιζε ο εύφορος κάμπος της[5].
Όμως παρά την ευχή για την αποφυγή παντός κακού που εξέφραζε η επιγραφή του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου 1905, το επιβλητικό αυτό μέγαρο των Δικαστηρίων καταστράφηκε από πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία. Το γεγονός αυτό είχε συγκλονίσει τη Λάρισα για την ταχύτητα της εξάπλωσης και τον αφανισμό όχι μόνον του εξοπλισμού του κτιρίου αλλά και των αρχείων που περιείχε. Και ενώ οι φλόγες δεν είχαν ακόμα σβήσει, πολλοί κάτοικοι, κυρίως παιδιά, ανασκάλευαν τα ερείπια του υπογείου για να μαζέψουν τα μαυρισμένα από τη φωτιά νικέλινα κέρματα που βρίσκονταν στο Δημόσιο Ταμείο.
Όταν κόπασε η συγκίνηση από την καταστροφή αυτή, άρχισαν οι έρευνες για να εντοπιστεί η αιτία της πυρκαγιάς και να ανευρεθούν οι δράστες. Οι ανακρίσεις όμως δεν οδήγησαν πουθενά, γι’ αυτό και ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης χαρακτήρισε την πυρκαγιά αυτή σαν ένα «ανεξιχνίαστον έγκλημα».
Εν τω μεταξύ στην πόλη κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που η αξιοπιστία τους δεν έπειθε.
—Το πιο διαδεδομένο ήταν ο εμπρησμός. Πολλοί πίστευαν ότι το κτίριο των Δικαστηρίων έγινε παρανάλωμα του πυρός από υπόδικους που είχαν συμφέρον να εξαφανίσουν στοιχεία που θα απέβαιναν εις βάρος τους. Στην πόλη είχε εδραιωθεί η άποψη ότι κάποιος υπόδικος από τα Τρίκαλα ή κατ’ άλλους από τα Φάρσαλα, πυρπόλησε το ευάλωτο, έτσι κι αλλιώς, «Μέλαθρον». Όμως οι ανακρίσεις που έγιναν δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η πυρκαγιά ήταν πράξη εμπρησμού.
—Άλλη αιτία ήταν η αμέλεια. Κάποιος απρόσεκτος επισκέπτης ή υπάλληλος των Δικαστηρίων, άφησε αργά το βράδυ αναμμένο τσιγάρο κοντά σε εύφλεκτα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να προκληθεί εν αγνοία του η πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτίριο.
—Υπήρχε επίσης και μία άλλη, πολύ «προχωρημένη» φήμη ότι τη φωτιά έβαλαν κάποιοι νεαροί Λαρισαίοι με σκοπό να ελευθερώσουν τον χώρο από το τουρκικό κτίριο και να προσφέρουν στην πόλη μια μεγάλη έκταση που να χρησιμεύσει για πλατεία.
Τρία χρόνια μετά την πυρκαγιά, το 1908, οι αποτεφρωμένοι τοίχοι του Δικαστικού Μεγάρου ισοπεδώθηκαν[6] και ένας μεγάλος χώρος ελευθερώθηκε και αποδόθηκε στο Δήμο για να διευρύνει την πλατεία και να επιτρέψει την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως το οποίο είχε συνταχθεί από το 1882-83. Με τον καιρό γύρω από την πλατεία άρχισαν να κτίζονται μεγάλα και αισθητικά όμορφα κτίσματα, τα οποία στόλισαν το κέντρο της πόλης μέχρι το φοβερό για τη Λάρισα έτος του σεισμού του 1941.

 

[1]. Επί τουρκοκρατίας η Κεντρική πλατεία ονομαζόταν «Πλατεία Πετρεδίν Βέη». Βλέπε: Καλογιάννης Βάσος, Τα Δικαστήρια της Λαρίσης και η μακρά ιστορία τους. Από το «Σεράγι» της τουρκοκρατίας, στο σύγχρονο «Θέμιδος Μέλαθρον», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 30ής Ιουνίου 1972.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 21.
[3]. Ρούσκας Ιωάννης, Η απελευθέρωση της Λάρισας από τον ελληνικό στρατό στις 31. 8. 1881 μέσα από τις στήλες των εφημερίδων. Πρακτικά 7ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών «Η Λάρισα από την απελευθέρωσή της (1881) μέχρι το 1940», Λάρισα (2013) σ. 18.
[4]. Καραμανώλης Εμμ., Αναδρομή στην ιστορία των δικαστηρίων Λαρίσης, Λάρισα (1997) σ. 10.
[5]. Αναφέρουμε μερικούς όπως ο Βολιώτης γιατρός Νικόλαος Γεωργιάδης (1880), ο στρατιωτικός Ι. Κοκκίδης (1880), ο Σπυρίδων Παγανέλης, (1881), ο γερμανός Bernard Ornstein (1881), ο Μιχ. Γρηγορόπουλος (1882), ο μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1892), και πολλοί άλλοι.
[6]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η κατεδάφιση του πυρποληθέντος Δικαστικού Μεγάρου (1908), εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2017.




Κυριακή 7 Μαΐου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

1669: Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ στη Λάρισα


Λάρισα. Η πομπώδης έξοδος του Σουλτάνου από το προσωρινό  παλάτι του προς το τζαμί για να προσευχηθεί. Χαρακτικό του 1669.Λάρισα. Η πομπώδης έξοδος του Σουλτάνου από το προσωρινό παλάτι του προς το τζαμί για να προσευχηθεί. Χαρακτικό του 1669.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Λίγοι γνωρίζουν ότι το 1668 η Λάρισα βρέθηκε να φιλοξενεί τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Δ’ με την οικογένειά του και όλη την αυλή, για δύο περίπου χρόνια.

Η πόλη γι’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα είχε καταστεί προσωρινή πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη μετακίνηση αυτήν του Σουλτάνου ακολούθησαν στη Λάρισα και εκπρόσωποι όλων των Πρεσβειών στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη αφορμή αυτής της μετακίνησης ήταν ο τουρκοβενετικός πόλεμος στην Κρήτη, ο οποίος βρισκόταν στην τελευταία του φάση και ο Μωάμεθ Δ΄, ο επονομαζόμενος Γαζής (=νικητής) και Αβτζής (=κυνηγός), ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά στο μέτωπο της σύρραξης, ώστε να πληροφορείται ταχύτερα τις εξελίξεις της. Αρχική του σκέψη ήταν να εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά φοβήθηκε ότι μπορεί ο βενετικός στόλος να τον αιχμαλωτίσει, ενώ στη Λάρισα ήξερε ότι θα τον προστάτευε ο πολυπληθής τουρκικός στρατός. Σύμφωνα, όμως, με τους ξένους περιηγητές που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στην περιοχή μας, υπήρχε και μία άλλη αιτία εγκατάστασής του στη Γενί σεχίρ. Ήταν δεινός κυνηγός, γνώριζε ότι η περιοχή της Θεσσαλίας ήταν πλούσια σε θηράματα και έτσι θα μπορούσε να επιδοθεί πιο άνετα στην προσφιλή του διασκέδαση.
Τον Σεπτέμβριο του 1669 έφθασε στη Λάρισα ο Άγγλος περιηγητής Edward Brown (1642–1708) και όπως γράφει στο οδοιπορικό του [1]: «…μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την οθωμανική αυλή, που τότε και από πολύ καιρό πριν βρισκόταν στη Λάρισα, φημισμένη παλαιά πόλη της Θεσσαλίας».
Επειδή η παραμονή του Σουλτάνου στη Λάρισα προβλεπόταν να είναι μεγάλη, κτίσθηκε προσωρινό ανάκτορο με ξύλινη κατασκευή «στο υψηλότερο σημείο της πόλεως», προφανώς στον λόφο της Ακρόπολης, το οποίο ήταν μεγαλόπρεπο και είχε εξώστες και μεγάλα παράθυρα σε όλες τις πλευρές του. Μπροστά στα παράθυρα αυτά ο Σουλτάνος γευμάτιζε ή διασκέδαζε, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και απολάμβανε τη θέα του Ολύμπου και της Όσσας [2]. Η πόλη εμφάνιζε τεράστια κίνηση, είχε αποκτήσει μια κοσμοπολίτικη όψη και είχε μετατραπεί σε σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Ιδιαίτερα ο Brown εντυπωσιάσθηκε από την εμπορική κίνηση της πόλης, την οποία βρήκε ζωηρή, τα καταστήματα κατάμεστα από εμπορεύματα και πελάτες, τα φρούτα, τα οπωροκηπευτικά και ειδικά τις μελιτζάνες νόστιμα και συμπέρανε ότι η Λάρισα ήταν μία από τις μεγαλύτερες πολιτείες της ευρωπαϊκής Τουρκίας της εποχής εκείνης.
Η εικόνα που δημοσιεύεται απεικονίζει ένα στιγμιότυπο από την παρουσία του Σουλτάνου στη Λάρισα. Παριστάνει την εντυπωσιακή και πομπώδη έξοδο του Σουλτάνου από το ανάκτορό του στη Λάρισα. Ο συγγραφέας περιγράφει ως εξής το περιστατικό αυτό, που το παρακολούθησε αυτοπροσώπως: «Μερικές φορές ο Σουλτάνος πήγαινε στο μεγάλο τζαμί και τότε τον έβλεπα να βγαίνει από το παλάτι του, για να πάει να προσευχηθεί. Μόλις πρόβαλλε στην πύλη ξεσπούσαν ζωηρές επευφημίες και από εκείνη τη στιγμή δεν άκουγες τίποτα άλλο παρά χαρούμενες φωνές από παντού. Από νωρίς καθάριζαν τους δρόμους και σε κάθε γωνιά ήταν τοποθετημένος ένας γενίτσαρος, για να φροντίζει την ομαλή διέλευση της πομπής. Προπορεύονταν έφιπποι τσαούσηδες και ακολουθούσαν πεζοί 24 αυλικοί. Πλάι στον Σουλτάνο βάδιζαν δύο από τους σπουδαιότερους γενίτσαρους, ένας από κάθε πλευρά. Φορούσαν έναν μεγάλο σκούφο, στο μπροστινό μέρος του οποίου ξεφύτρωνε μια φούντα από λευκά φτερά. Τα φτερά αυτά ήταν πυκνά και ψηλά όσο μια οργιά περίπου. Καθώς περπατούσαν φρόντιζαν να τα ανακινούν με τέχνη, ώστε να δημιουργούν σκιά στο πρόσωπο του Σουλτάνου και συγχρόνως να του κάνουν αέρα σαν ήταν βεντάλιες. Την πομπή ακολουθούσαν αρκετά ωραία άλογα, καθώς και μια συνοδεία ατόμων, τα οποία κρατούσαν διαφόρων ειδών προσκέφαλα, για τη χρήση τους στο τζαμί».
Η σκηνή της πομπής, την οποία αφηγείται ο συγγραφέας, παριστάνεται με όλες τις λεπτομέρειες στο χαρακτικό. Το τελευταίο τμήμα της πομπής βρίσκεται στη μεγάλη πύλη του παλατιού. Πίσω από την πύλη προβάλλει ένα τριώροφο εντυπωσιακό κτίριο, προφανώς το ανάκτορο του Σουλτάνου. Περιβάλλεται από ψηλό τοίχο με επάλξεις και φρουριακή κατασκευή. Πλήθος κόσμου παρακολουθεί την πορεία του ηγεμόνα στους δρόμους της Λάρισας και προσκυνά με σεβασμό στο πέρασμά του. Στο κέντρο της εικόνας υψώνεται μεγαλόπρεπο τζαμί με το μιναρέ δίπλα του.
Η εικόνα είναι σύνθετη, πολυπρόσωπη, ζωντανή και καλής τέχνης. Τη χαρακτηρίζει μια ζωηρή κίνηση ανθρώπων και ζώων, εμφανής σε ολόκληρη την έκταση του χαρακτικού, η οποία ζωντανεύει την περιγραφή του Brown. Παρ’ όλες, όμως, τις καλλιτεχνικές του αρετές, το σχέδιο στην απεικόνιση του χώρου είναι φανταστικό. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων προσιδιάζει περισσότερο με ευρωπαϊκή πόλη της ίδιας περιόδου, αν εξαιρέσει κανείς την εμφάνιση του τεμένους με τον μιναρέ. Τελικά, όμως, εκείνο που οπωσδήποτε έχει κατορθώσει ο καλλιτέχνης είναι να δώσει την πρόσκαιρη λάμψη που είχε αποκτήσει η πόλη με την παρουσία του Σουλτάνου, της αυλής του και όλων όσων τον ακολούθησαν μακριά από τα σαράγια του Βοσπόρου.


[1]. Browne Edward. A brief Account of some Travels in Hungaria, Serbia, Bulgaria, Macedonia, Thessaly, as also some Observations on the gold, silver, copper, quick-silver Mines, Baths and mineral Waters in those parts. With the figures of some habits and remarkable places, London (1673).
[2]. Voyage en Turquie et en Grèce du R. P. Robert de Dreux, aumônier de l’ambassadeur de France (1665-1669). Paris (1925).

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Το Αλσος των Νυμφών


Άνοιξη στο ανάχωμα του Αλκαζάρ. Έργο του ζωγράφου Ζήση Τσαπράζη.  Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ. Κατσίγρα.Άνοιξη στο ανάχωμα του Αλκαζάρ. Έργο του ζωγράφου Ζήση Τσαπράζη. Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ. Κατσίγρα.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Μπήκαμε για τα καλά στην άνοιξη, για πολλούς την ωραιότερη εποχή του χρόνου. Ήδη προ δύο ημερών γιορτάσαμε την Πρωτομαγιά, που αποτελεί την κορύφωση της άνοιξης. Αυτήν την περίοδο αναζωογονείται η φύση, οργιάζει η βλάστηση και οι περιπατητές επισκέπτονται τους χώρους πρασίνου της πόλης, για να απολαύσουν το άρωμα των ανθισμένων λουλουδιών και τη ζωογόνο δύναμη του ήλιου. Ένας από τους πιο προσφιλείς χώρους των περιπατητών είναι και το ολοπράσινο αυτήν την εποχή Αλκαζάρ. Ο χώρος αυτός από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα έχει αλλάξει πολλές ονομασίες, ανάλογα και με τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε. Οι όροι Μπελεντιέ Μπαχτσέ, Μεριάς, Πλατεία του Άρεως, Αλκαζάρ, Άλσος των Νυμφών, είναι οι πιο γνωστοί.
Μπελεντιέ Μπαχτσές σημαίνει στα τουρκικά Δημοτικός Κήπος και κατά τον Γιώργο Ζιαζιά τον όρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι της Λάρισας για να χαρακτηρίσουν την ευρεία περιοχή που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, από τη γέφυρα μέχρι περίπου το σημερινό στάδιο Αλκαζάρ. Μεριάς [1] συνήθως ονομαζόταν μέχρι και πρόσφατα μια εκτεταμένη, επίπεδη και άγονη έκταση που εκτεινόταν από το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, έργο του Φιλόλαου Τλούπα, μέχρι το Αισθητικό Άλσος περίπου. Χώροι με την ονομασία Πλατεία ή Πεδίον του Άρεως [2] συναντάμε και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Έχω γνωστές τέτοιες ονομασίες στην Αθήνα, τον Βόλο, την Τρίπολη, ασφαλώς θα υπάρχουν και σε άλλες πόλεις. Η ονομασία Αλκαζάρ, αντίθετα με τα όσα κατά καιρούς έχουν γραφεί, ανιχνεύεται ήδη στη Λάρισα από τα πρώτα χρόνια της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος και προήλθε από την παρουσία ομώνυμου καφενείου στην περιοχή [3]. Άλσος των Νυμφών ονομάσθηκε το 1903 με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας [4], η οποία ερχόταν τακτικά στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση, συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α’. Τοπογραφικά ο συγκεκριμένος χώρος αρχίζει από τη γέφυρα, ορίζεται μεταξύ της αριστερής όχθης του Πηνειού και του οδικού δρόμου προς Τύρναβο και εκτείνεται περίπου μέχρι το σημερινό Αισθητικό Άλσος. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο χώρος αυτός, επίπεδος και γυμνός όπως ήταν, χρησίμευε για ασκήσεις του τουρκικού στρατού και παρελάσεις. Μια εικόνα του χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει αν μελετήσει προσεκτικά τις υδατογραφίες που σχεδίασε ο Βαυαρός αξιωματικός Ludwig Koellnberger, όταν την άνοιξη του 1834 επισκέφθηκε την τουρκοκρατούμενη Λάρισα με μικρό τμήμα του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος του Ελληνικού Βασιλείου [5].
Με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση του 1881, ο Μεριάς χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινός χώρος στρατοπέδευσης μονάδων πυροβολικού του ελληνικού στρατού σε σκηνές. Διασώθηκε μάλιστα και φωτογραφία του 1881 η οποία αποτυπώνει την παρουσία μεγάλου αριθμού σκηνών στην περιοχή. Από το 1889 στη θέση αυτή αναπτύσσονταν οι προσωρινές πρόχειρες εγκαταστάσεις της ετήσιας εμποροζωοπανήγυρης της Λάρισας, η οποία ξεκινούσε στις 24 Σεπτεμβρίου και διαρκούσε άλλοτε μία και άλλοτε δύο εβδομάδες.
Από τις πρώτες ενέργειες μετά την απελευθέρωση των δημοτικών αρχόντων και φιλοπρόοδων σωματείων της Λάρισας υπήρξε η αξιοποίηση του χώρου αυτού. Στα 142 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1881 μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή, άλλαξε πολλές φορές μορφή και φιλοξένησε διάφορα κτίσματα και μνημειακούς χώρους.
Σήμερα ξεκινώντας από τα σκαλάκια που οδηγούν στον κεντρικό δρόμο του άλσους, δεξιά βρίσκεται ακόμη η αναθηματική στήλη για του πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Για πολλά χρόνια η στήλη αυτή αποτέλεσε το Ηρώο της πόλης. Δίπλα του, με φροντίδα του ακάματου αρχιάτρου Δημητρίου Παλιούρα στήθηκαν τέσσερις χάλκινες προτομές, έργα του Τυρναβίτη γλύπτη και καθηγητή του Μετσοβίου Πολυτεχνείου Γεωργίου Καλακαλλά. Του ήρωα του 1821 Αθανασίου Διάκου, του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, του ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη και του ανθρώπου που νίκησε τη μάστιγα της ελονοσίας στρατιωτικού ιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη. Στην αριστερή πλευρά του άλσους είναι στημένη η προτομή του Κώστα Κρυστάλλη, της οποίας τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 21 Ιανουαρίου 1940, με τη φροντίδα του Ομίλου Εκδρομέων Λαρίσης (Ο.Ε.Λ.).
Μετά τις τέσσερις προτομές που αναφέραμε, κατασκευάστηκε το 1883 επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα (1882-1883), μαρμάρινη οκτάγωνη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία τις Κυριακές και στις διάφορες γιορτές, η φιλαρμονική ορχήστρα (μπάντα) του στρατού εκτελούσε μουσικά προγράμματα. Μετά από λίγα χρόνια η εξέδρα μεταφέρθηκε στο μέσον της Κεντρικής πλατείας.
Ακολουθούσε στη σειρά το εξοχικό κέντρο “Αλκαζάρ” το οποίο βρισκόταν ακριβώς στη θέση όπου σήμερα υπάρχει το Κηποθέατρο. Η ονομασία του κέντρου διατηρήθηκε η ίδια όλα αυτά τα χρόνια, αλλά η μορφή του και οι ιδιοκτήτες του άλλαξαν αρκετές φορές.
Το 1903 η “Φιλοδασική Ένωσις” δενδροφύτευσε ολόκληρη την περιοχή και απέναντι από το κέντρο Αλκαζάρ ο γεωπόνος της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Ιωάννης Κατσίγρας, πατέρας του ιατρού Γ. Ι. Κατσίγρα, στόλισε το 1911 την περιοχή με ένα θαυμάσιο κήπο, ο οποίος βελτιωμένος με σύγχρονα μέσα υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στο τέλος του κεντρικού δρόμου του άλσους, εκεί που σήμερα έχει στηθεί το επιβλητικό Μουσείο της Εθνικής Αντίστασης, ξεκινούσε ο χώρος όπου γινόταν το παζάρι της Λάρισας. Το πρώτο παζάρι πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1889, έπειτα από πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891). Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, η εμποροπανήγυρη, δηλ. οι παράγκες που στέγαζαν τα πρόχειρα καταστήματα, ξεκινούσε από τα σκαλάκια του κεντρικού δρόμου και έφθανε περίπου μέχρι το ύψος του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το κολυμβητήριο και τα διπλανά γήπεδα τένις και μπάσκετ, γινόταν η ζωοπανήγυρη.
Το 1931, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή το Δημοτικό Γυμναστήριο [6], το οποίο προοριζόταν για τα αθλητικά σωματεία της Λάρισας. Ο αθλητικός αυτός χώρος με τον καιρό εξελίχθηκε στο Στάδιο Αλκαζάρ.
Στο βοηθητικό γήπεδο ποδοσφαίρου που βρίσκεται μετά τη νέα περιφερειακή οδό που κατασκευάσθηκε πρόσφατα και κοντά στην ανακουφιστική κοίτη του Πηνειού, βρισκόταν το Ιπποδρόμιο, όπου από το 1900 μέχρι το 1935, παράλληλα με το παζάρι τελούνταν Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες με μεγάλη επιτυχία.
Στην αριστερή όχθη του Πηνειού και παράλληλα με την πορεία του ποταμού αναπτύχθηκε το 1935, μετά τα αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν από την αγγλική εταιρεία Boot, ένα ανάχωμα. Αρχικά αυτό επιστρώθηκε και δημιουργήθηκε προσβάσιμος δρόμος, ο οποίος αργότερα ασφαλτοστρώθηκε, οι παρυφές του δενδροφυτεύτηκαν και έγινε η γνωστή «Λεωφόρος by pass”ή «Οδός Υγείας». Η εικόνα που δημοσιεύεται σήμερα είναι του Λαρισαίου ζωγράφου Ζήση Τσαπράζη και απεικονίζει το ανάχωμα αυτό κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τα δένδρα ανθισμένα.
-----------------------------------------------
[1]. “Ως θέσις της εμποροπανήγυρεως επιλέχθηκε η περιοχή «Μεριάς», μεγάλης εκτάσεως χώρος, ο οποίος εκτείνεται πέραν της μεγάλης γεφύρας του Πηνειού, παραλλήλως προς την οδόν την άγουσαν εις Τύρναβον”, γράφει εφημερίδα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1888.
[2]. Ως Πεδίον του Άρεως ήταν γνωστός κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ένας ευρύς και ανοικτός χώρος στην αρχαία Ρώμη, αφιερωμένος στον θεό του πολέμου Άρη, όπου συνέρχονταν οι Ρωμαίοι για την εκλογή αρχόντων της πόλης και ήταν συγχρόνως και πεδίο ασκήσεων και παρελάσεων. Στο πρόγραμμα της Γεωργοκτηνοτροφικής Εκθεσης της Λάρισας που πραγματοποιήθηκε το 1900 αναφέρεται ότι: «Η έκθεσις γενήσεται εν ειδικώ Εκθετηρίω ανεγειρομένω επί της παρά τον Πηνειόν πλατείας του Άρεως».
[3]. Στις 11 Αυγούστου 1882 η εφημερίδα της Λάρισας «Ανεξαρτησία» έγραφε: «Χθες εν πλήρει μεσημβρία εγένετο παρανάλωμα του πυρός το πέραν της γεφύρας κείμενον Αλκαζάρ...», ένα κτίριο το οποίο ήταν διώροφο. Και στην εφημερίδα «Αστήρ της Θεσσαλίας» της 12ης Μαΐου 1884 υπάρχει δημοσιευμένη η εξής διαφήμιση: «Παγωτά διαφόρων ειδών. Πωλούνται εις το εξωχικόν καφφενείον Αλκαζάρ».
[4]. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας ιδρύθηκε και στην πόλη μας, «Φιλοδασική Ένωσις». Σκοπός της ήταν να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Με τη συμβολή μονάδων μηχανικού υπό τον λοχαγό Σαπουντζάκη και μαθητών του Γυμνασίου, δενδροφυτεύτηκε η περιοχή του Αλκαζάρ κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού, μέχρι το κτήμα Παπασταύρου, περίπου μέχρι εκεί που αρχίζει σήμερα το Στάδιο Αλκαζάρ. Αυτός ο τεράστιος χώρος πρασίνου ονομάσθηκε από τον Δήμο «Άλσος των Νυμφών», όρος που με τον χρόνο είχε ατονήσει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να χρησιμοποιείται και καλόν είναι η χρήση του να γίνεται πιο συχνά.
[5]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. 1834. Στρατιωτική αντιπροσωπεία επισκέπτεται την τουρκοκρατούμενη Λάρισα, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 19ης Ιανουαρίου 2020.
[6]. Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930 διαβάζουμε: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εις τον πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρον του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου...καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως...».

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Σκάλα Λαρίσσης


Σκάλα Λαρίσσης. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου Βελώνη, αρ. 15. Πριν το 1920Σκάλα Λαρίσσης. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου Βελώνη, αρ. 15. Πριν το 1920

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα είναι χρωμολιθόγραφη και προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου Βελώνη, που φέρει τον αριθμό 15 και την ένδειξη «Σκάλα Λαρίσσης».

Ο Γεώργιος Βελώνης [1] γεννήθηκε το 1881 στη Στεμνίτσα Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Σε μικρή ηλικία έφυγε για την Αμερική. Η γυναίκα του είχε καταγωγή από τη Σλοβακία και μαζί της απέκτησε δύο κόρες. Οι συνθήκες εκεί δεν του στάθηκαν ευνοϊκές και επέστρεψε στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του 1920 τον βρίσκουμε στη Λάρισα, όπου ανοίγει βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο στη γωνία Ασκληπιού και Αλεξάνδρας (Κύπρου), απέναντι από το φαρμακείο του Κυλικά.
Το κατάστημά του κυκλοφόρησε 25 θαυμάσια έγχρωμα επιστολικά δελτάρια αριθμημένα, με θέματα παρμένα από τη Λάρισα, την περιοχή του Μπαμπά στα Τέμπη, την Αγιά και τα Τρίκαλα, τα οποία κυκλοφόρησαν όλα μαζί συγχρόνως. Ο Βελώνης δεν ήταν φωτογράφος, γι’ αυτό και για τις κάρτες του έχει χρησιμοποιήσει κλισέ άλλων φωτογράφων, ενώ οι λήψεις των φωτογραφιών έγιναν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αναφέρω ένα παράδειγμα. Στη κάρτα αρ. 22 με την ένδειξη «Τέμενος παρά τον Πηνειόν», απεικονίζονται Τούρκοι ιππείς με τα άλογά τους και με τις χαρακτηριστικές στολές, να βρίσκονται μέσα στην κοίτη του Πηνειού κάτω από το τζαμί του Χασάν μπέη. Φυσικά η λήψη αυτή πρέπει να έγινε κατά τη διάρκεια της σύντομης κατοχής της Λάρισας (1897-98) από τους Τούρκους, μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι εκτυπώσεις όλων των καρτών είναι εξαιρετικές και τα χρώματα ζωηρά και φωτεινά. Γι’ αυτό και σήμερα τα δελτάρια του Βελώνη έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη αξία και είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες. Ερωτηματικό παραμένει εάν οι κάρτες αυτές τυπώθηκαν στο δικό του τυπογραφείο, γιατί η εξαιρετική τους ποιότητα απαιτούσε πολύ καλά μηχανήματα, τα οποία ήταν δύσκολο να κατέχει την περίοδο εκείνη. Εξάλλου η άλλη εκδοτική του παραγωγή που έχει διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας δεν περιλαμβάνει έγχρωμες εκτυπώσεις για να γίνουν συγκρίσεις. Πολλοί ιστορικοί της φωτογραφίας πιστεύουν ότι οι κάρτες αυτές δεν τυπώθηκαν στη Λάρισα. Πιθανόν στην Αθήνα, ή στην Ιταλία.
Η εκτύπωσή τους πρέπει να έγινε μεταξύ 1925 και 1930. Αυτό αποδεικνύεται και από τις ταχυδρομημένες κάρτες που έχουν διασωθεί, οι περισσότερες των οποίων είναι αυτής της περιόδου. Η επαγγελματική δραστηριότητα του Γεωργίου Βελώνη σταμάτησε το 1940 με τον σεισμό και την κατοχή. Πέθανε το 1946.
Στη σημερινή εικόνα ο φωτογράφος στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στην περιοχή όπου πριν λίγα χρόνια υπήρχαν τα παλιά Σφαγεία της Λάρισας στην οδό Αεροδρομίου [2] και προσανατόλισε τον φακό του προς τα βορειοδυτικά. Στο πρώτο επίπεδο διακρίνεται η λεγόμενη «Σκάλα», μια κατασκευή με μεγάλες πέτρες, η οποία βοηθούσε ανθρώπους, ζώα και διάφορα μεταφορικά μέσα να επιβιβάζονται σε μια «περαταριά» [3] και να διαπεραιώνονται στην απέναντι όχθη του Πηνειού. Το 1925 ο Ρωμύλος Αβδής, ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας, δημιούργησε στην απέναντι όχθη, η οποία σημειωτέον ήταν κατάφυτη από δένδρα, εξοχικό κέντρο με την ονομασία «Λούνα Παρκ», το οποίο συγκέντρωνε τους καλοκαιρινούς μήνες την αφρόκρεμα της λαρισαϊκής κοινωνίας. Στη φωτογραφία διακρίνονται ζώα φορτωμένα και αρκετοί άνθρωποι να περιμένουν προφανώς να διαπεραιωθούν απέναντι. Μέσα στην κοίτη του Πηνειού φαίνεται μια ποταμόβαρκα με δύο άτομα και στο βάθος διακρίνεται το γνωστό νταϊλιάνι [4] του Πηνειού.
Σε μακρινή απόσταση φαίνεται το βορειοδυτικό τμήμα της Λάρισας. Ξεκινώντας από δεξιά καθώς βλέπουμε την εικόνα, παρατηρούμε ότι προβάλλει ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγία) στα Ταμπάκικα, με το ιδιόρρυθμο καμπαναριό του. Την περίοδο εκείνη η συνοικία αυτή περιοριζόταν κατά μήκος της σημερινής οδού Γεωργιάδου και μόλις έφθανε μέχρι την εκκλησία, όπως αποδεικνύεται και από τη φωτογραφία. Στη συνέχεια διακρίνονται οι ατμόμυλοι της παραπήνειας περιοχής. Οι παλιοί Λαρισαίοι τη θέση αυτή την ονόμαζαν «Μύλια» από την παρουσία των παραδοσιακών υδρόμυλων. Στη συνέχεια αυτοί εξελίχθηκαν στους ατμόμυλους του Τσιμπούκη και των Φώτη και Μιχαήλ Παππά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μύλος του Παππά, ο οποίος είναι στην αρχική μορφή του, πριν από την πυρκαγιά του 1920. Το σημερινό πολυώροφο κτίσμα κτίστηκε αργότερα, όταν μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο.
Τέλος σε πιο απομακρυσμένη απόσταση διακρίνεται ο λόφος του Φρουρίου. Ο τρούλος και τα δύο κωδωνοστάσια του Αγίου Αχιλλίου μόλις διαγράφονται πίσω από την πλούσια βλάστηση που έχουν οι όχθες του ποταμού, ενώ αριστερότερα προβάλλει ο πύργος του πρώτου ρολογιού της πόλης, ο οποίος δεν είχε ωροδείκτες και λεπτοδείκτες και ανήγγελλε την ώρα με τους κτύπους καμπάνας.
Η χρονολόγηση της φωτογραφίας τοποθετείται στην πριν το 1920 περίοδο και βασίζεται στη μικρή έκταση της συνοικίας Ταμπάκικα, στη μορφή των μύλων της παραπήνειας περιοχής και στην παρουσία του παλιού ρολογιού.


[1]. Επιστολικά δελτάρια. Εκδόσεις ελληνικές και ευρωπαϊκές (1900-1960), Συλλογή Γ. και Λ. Γουργιώτη, έκδοση Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Αθήνα (2007) σελ. 19.
[2]. Σήμερα στη θέση του κτιρίου των παλιών Σφαγείων και έπειτα από συντήρησή του, φιλοξενείται Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών.
[3]. Η περαταριά είναι ουσιαστικά ένα πορθμείο, μια εξέδρα (σχεδία), η οποία πλέει και εκτελεί τη συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες ποταμού.
[4]. Το νταϊλιάνι ή νταλιάνι είναι η ιχθυοπαγίδα, δηλαδή ένας διάτρητος φραγμός από ξύλινες βέργες, στημένος εγκάρσια στη ροή του ποταμού, ο οποίος επιτρέπει την πορεία του νερού, αλλά παγιδεύει τα μεγαλύτερα ψάρια.