Κυριακή 27 Απριλίου 2014




Θεσσαλία: Υστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η αλβανική εισβολή στη Θεσσαλία (14ος αι.) και οι τοπάρχες

Ηπιο δυσοίωνη εξέλιξη για το μέλλον της μεσαιωνκής Θεσσαλίας ήταν η διείσδυση, ιδίως μετά το 1309, ομάδων Αλβανών, εκτοπισμένων από τις κοιτίδες τους λόγω εμφυλίων ταραχών, οι οποίοι λεηλατούσαν τα πάντα. Γράφει ο Παπαρρηγόπουλος: “επήλθον εις Θεσσαλίαν και νέοι τινές άποικοι, οι Αλβανοί,οίτινες ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις Θεσσαλίαν κατ’ αρχάς μεν επί σκο-
πώ λεηλασίας, μετ’ ου πολύ δε και ίνα οριστικώς κατασταθώσιν εις τας πλουσίας αυτής πεδιάδας (...) μετ΄ ολίγον εισέρευσαν άλλοι και πάλι άλλοι, ώστε πάσα σχεδόν η ύπαιθρος χώρα, παρεκτός των υπό Καταλανών και των Ελλήνων κατεχομένων φρουρίων, κατελήφθη
μονίμως υπ’ αυτών. Μετά τριάντα δε περίπου έτη (...), η Θεσσαλία τοσούτον υπερπληρώθη Αλβανών,ώστε ούτοι μη δυνάμενοι πλέον να ζήσωσι αυτόθι ετράπησαν εις νέας πάλιν μεταναστεύσεις κατά δε τη λοιπήν χέρσον Ελλάδα και εις τινάς των νήσων».
Εν τω μεταξύ ο τελευταίος Σεβαστοκράτορας, Ιωάννης Β΄ Δούκας,πέθανε χωρίς ν΄ αφήσει διαδόχους το 1318. Η Θεσσαλία παρασύρθηκε στην αναρχία ή καλύτερα στην πολυαρχία ξεχωριστών κρατιδίων που κυβερνούνταν από ντόπιους Έλληνες,και λίγο αργότερα Καταλανούς, Φράγκους και Αλβανούς φεουδάρχες, τους λεγόμενους τοπάρχες. Ο σημαντικό-
τερος απ’ αυτούς ήταν ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος είχε συγγενική σχέση με την άλλη μεγάλη οικογένεια «ευγενών», των Μαλιασηνών (Μελισσηνών) του Βόλου. Ο Γαβριηλόπουλος ήλεγχε τη Δυτική Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Την ίδια χρονική περίοδο της ακμής του
οίκου του Γαβριηλόπουλου, οι Καταλανοί εισέβαλαν από νότια στη Θεσσαλία, όπου αργότερα κάποιοι απ’ αυτούς θα συνάψουν επιγαμίες με τη γενιά των Μαλιασηνών. Ο αυτοκράτορας, από την άλλη, απαιτούσε τη Θεσσαλία ως επαρχία του Βυζαντίου,διεκδικώντας την ως περιουσία της
χήρας κόρης του.
ΤΟΠΙΚEΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ:Οι Καταλανοί, έχοντας ιδρύσει μια ηγεμονία στην Ανατολική Στερεά (1311), παρενοχλούσαν τις νότιες παρυφές της Ανατολικής Θεσσαλίας (Αλμυρό).
Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επικρατούσαν, διάφοροι Έλληνες (αρχικά) μεγαλοκτηματίες. Αυτοί αποτελούσαν τη λεγόμενη «Βουλή των προεχόντων κατά γένος».
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τους αποκαλεί με τον όρο «οι Θετταλοί»ή «οι των Θετταλών άρχοντες». Κατά διαστήματα κάποιος απ’ αυτούς τους γαιοκτήμονες αποκτούσε μεγαλύτερη
δύναμη και προσπαθούσε να επιβληθεί στους άλλους. Αυτό έγινε με τον Στέφανο Γαβριηλόπουλο από τα Τρίκαλα που, έχοντας εξασφαλίσει κατά χάριν, και όχι λόγω συγγένειας, τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα, δημιούργησε μια ισχυρή μεν, αλλά βραχύβια ηγεμονία, που περιελάμβανε περιοχές από το Σμόκοβο ως την Καστοριά. Η ηγεμονία του διαλύθηκε με τον θάνατό του το 1333. Τότε ο Ιωάννης Orsini της Ηπείρου προσπάθησε ανεπιτυχώς να επεκτείνει την κυριαρχία του εισβάλλοντας στη Θεσσαλία.
Η EΔΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠOΛΕΩΣ ΛΑΡΙΣΗΣ: Ο Μητροπολίτης της Λάρισας Αντώνιος (1333-1350 περίπου) στο εγκώμιο που έγραψε για τον προκάτοχό του στον αρχιερατικό θρόνο,Κυπριανό, νοσταλγεί την εποχή που στη Λάρισα επικρατούσε τάξη («ρωμαϊκή δεξιά») και όλα κυβερνιόνταν από δίκαιους νόμους. Αλλού, στο ίδιο εγκώμιο, αναφέρει ότι στην εποχή
του («σήμερον») μια επαναστατική ομάδα πολιτών επικράτησε στη Λάρισα, σκορπώντας ανησυχία στην παραδοσιακή βυζαντινή κοινωνία. Μας είναι γνωστά και άλλα αντίστοιχα κινήματα σε άλλες βυζαντινές πόλεις,όπως το κίνημα των «Ζηλωτών» της Θεσσαλονίκης.
Ο Αντώνιος προσθέτει κι άλλους χαρακτηρισμούς για τη Λάρισα του 14ου αιώνα, «φωλεά θηρίων και πετεινών» την αποκαλεί, ενώ το Ναό του Αγίου Αχιλλίου τον ονομάζει
«ορμητήριο ληστών»! Δεν χρειάζεται, λοιπόν, και μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε γιατί οι μητροπολίτες Κυπριανός, Αντώνιος και οι μετέπειτα ιεράρχες δεν κατοικοέδρευαν στη Λάρισα. Έτσι τα Τρίκαλα, από την εποχή του Κυπριανού (1371), έγιναν η έδρα της Μητροπόλεως Λαρίσης.
Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ:
Η νότια Θεσσαλία,κατά το μεγαλύτερο τμήμα της συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Υπάτης, είχε περιέλθει στα χέρια των Καταλανών. Στη βόρεια και τη δυτική Θεσσαλία, εκτός του
Γαβριηλόπουλου, μεγάλες εκτάσεις νέμονταν και ο καταλανικός οίκος των Ραούλ, που συγχωνεύθηκε με την οικογένεια των Μελισσηνών, καθώς και η οικογένεια του γασμούλου
Σιγκουρίνου.
Μετά τον θάνατο του Γαβριηλόπουλου (1333), η βόρεια και δυτική Θεσσαλία ήταν ανοικτή για οποιονδήποτε εισβολέα.Ο τότε Βυζαντινός διοικητής της Θεσσαλονίκης Συριάννης είχε κατη-
γορηθεί για συνωμοσία και βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη περιμένοντας τη δίκη του. Τη θέση του είχε πάρει ένας ικανότατος και έμπειρος στρατηγός, ο Μιχαήλ Μονομάχος. Ο
Μονομάχος είδε την ευκαιρία, που για χρόνια οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες περίμεναν, για επέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Θεσσαλία.
Πράγματι, αφού οργάνωσε το στρατό του, κατέβηκε νότια και, το 1334,κατέλαβε μερικές πόλεις και κάστρα,όπως του Λυκοστομίου στα Τέμπη και του Καστρίου στη σημερινή επαρχία Αγιάς, στην Ανατολική Θεσσαλία.
Την προηγούμενη χρονιά ο Ιωάννης Ορσίνι της Ηπείρου κατάφερε να εισχωρήσει από διαβάσεις της Πίνδου στα Δυτικά και να καταλάβει τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα,το Φανάρι, το Δαμάσι και την Ελασσόνα, τοποθετώντας σ’ αυτά δικές του φρουρές.
Ο Καντακουζηνός ισχυρίζεται ότι ο Ορσίνι τα κατέλαβε χωρίς να εμπλακεί σε συγκρούσεις αλλά βάσει συμφωνίας που έκλεισε με τους άρχοντες των πόλεων. Συνεπώς, ένα τμήμα της Δυτικής Θεσσαλίας είχε ενωθεί με το ηπειρωτικό Δεσποτάτο,άγνωστο όμως παραμένει πόσο κράτησε αυτή η ένωση. Στο τέλος του 1334 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄Παλαιολόγος έσπευσε με στρατό για δυο λόγους: ο πρώτος λόγος ήταν ότι ο δραπέτης Συργιάννης, που είχε καταφύγει στη Βόρεια Εύβοια, συνεννοούνταν με Ενετούς και Λατίνους άρχοντες προετοιμάζοντας κάποια
πράξη αντεκδίκησης στη Θεσσαλία κατά του βυζαντινού θρόνου και ο δεύτερος λόγος ήταν η εκδίωξη των φρουρών του Ορσίνι από τη Δυτική Θεσσαλία.
Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός στο στρατό του αυτοκράτορα, που αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, να καταλάβει όλα τα κατεχόμενα απ’ τους στρατιώτες του Ορσίνι κάστρα.
Ο αυτοκράτορας, φερόμενος διπλωματικά και αποφεύγοντας άσκοπες αιματοχυσίες, αφού συνέλαβε τους εισβολείς στρατιώτες, τους έστειλε άθικτους και ασφαλείς πίσω στην Ήπειρο, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την καλή του θέληση. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας,
πλην Μαγνησίας και περιοχών νοτίως του όρους Όθρυς, ενσωματώθηκε πάλι στην Αυτοκρατορία.
Ο Ανδρόνικος, ο οποίος αναγκάστηκε σύντομα να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία, διόρισε τον Μονομάχο κυβερνήτη της Θεσσαλίας. Ο Ανδρόνικος, λίγο πριν αποχωρήσει, δέχτηκε μία αντιπροσωπεία Αλβανών εποίκων. Αυτοί εκπροσωπούσαν δώδεκα χιλιάδες ομόφυλούς τους που ζούσαν στα γύρω ορεινά «αβασίλευτοι» και κατέβαιναν περιστασιακά (τον χειμώνα) στις πεδιάδες.
Οι Αλβανοί ζήτησαν την προστασία του αυτοκράτορα από πιθανή καταπίεσή τους, εκ μέρους των ντόπιων,λόγω των κακών σχέσεων που είχαν τα προηγούμενα χρόνια με τους Έλληνες γαιοκτήμονες, και ως ένδειξη ικανοποίησης, από την υποστήριξη που έλαβαν από τον Ανδρόνικο, υποσχέθηκαν ότι θα του ήταν πάντα πιστοί του υπήκοοι. Μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα οι φρουρές του Μονομάχου παραχώρησαν περιοχές της Μαγνησίας στον ελληνο-
καταλανικό οίκο των φεουδαρχών Μελισσηνών-Novelles οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στην περιοχή του κάστρου του Γόλου (Βόλου) και το Πήλιο μέχρι το 1392, χρονιά κατά την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν για πρώτη φορά τη Θεσσαλία. 
Εν τω μεταξύ ο Συργιάννης πέρασε κρυφά στη Θεσσαλία όπου τον υποδέχτηκαν οι Αλβανοί σαν έναν καλό παλιό τους φίλο, μιας και ο Συργιάννης υπήρξε, πριν από τη Θεσσαλονίκη, κυβερνήτης του Βερατίου. Οι Αλβανοί, δίνοντάς του φρουρά, τον οδήγησαν στη Σερβία, όπου συναντήθηκε με τον Κράλη Στέφανο Δουσάν. Ο Σέρβος ηγεμόνας του έδωσε στρατό κι εκείνος κατέλαβε την Καστοριά, στο όνομα του Σέρβου μονάρχη. Εκεί τελείωσε και η δράση του διπρόσωπου Συργιάννη. Ο Ανδρόνικος έστειλε στρατεύματα εναντίον του και ένας βυζαντινός αξιωματούχος τον δολοφόνησε. Το 1337 βρήκε βίαιο θάνατο, δηλητηριασμένος από τη σύζυγό του Άννα, ο Ιωάννης Ορσίνι. Μόνη κυρίαρχος του Δεσποτάτου της Ηπείρου έμεινε η Άννα, έχοντας δυο ανήλικα παιδιά, το Νικηφόρο και τη Θωμαΐδα. Εύκολα,μετά απ’ αυτά, το 1340 το Δεσποτάτο καταλήφθηκε από βυζαντινές δυνάμεις και ενώθηκε, όπως λίγο νωρίτερα η Θεσσαλία, με την Αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ.
Λάρισας– συγγραφέας
www.scribd.com/oikonomoukon

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Θεσσαλία: Υστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Το θεσσαλικό κράτος μέχρι το 1310 και η Καταλανική Εταιρεία

ΕΝΩΤΙΚΟΙ-ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ: Ένας από τους πολυτιμότερους συμμάχους των Θεσσαλών Σεβαστοκρατόρων ήταν ο βασιλιάς της Σικελίας Κάρολος ντ’ Ανζού (1267-1282) που ήταν ορκισμένος εχθρός του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Κάρολος βέβαια δεν τόλμησε να επιχειρήσει κάτι εναντίον του Βυζαντίου λόγω της φιλοενωτικής πολιτικής των Παλαιολόγων. Μάλιστα το 1274 υπογράφηκε στη Λυών η λεγόμενη (ψευδο)ένωση των εκκλησιών με όρους απαράδεκτους για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως για παράδειγμα το «πρωτείο» του πάπα. Έτσι ο Κάρολος της Σικελίας «αφοπλίστηκε» από επιχειρήματα που θα του επέτρεπαν να
συνεργήσει με τον Ιωάννη της Θεσσαλίας εναντίον του Παλαιολόγου. Την ίδια περίοδο ο Μιχαήλ Η’ καθαίρεσε το νόμιμο (κανονικό) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ,τοποθετώντας αντ’ αυτού τον περιβόητο διώκτη της Ορθοδοξίας Ιωάννη Βέκκο, που έγινε γνωστός ως αυτουργός
των μαρτυρίων εκατοντάδων πιστών, λαϊκών ή μοναχών,στο Άγιο Όρος και αλλού1. Αυτή η φιλοπαπική πολιτική των Παλαιολόγων δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ενότητα του βυζαντινού κράτους, μιας και οι αντιδράσεις στην «ένωση» έφταναν από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης Α’ της Θεσσαλίας κι ο Νικηφόρος, δεσπότης της Ηπείρου, εμφανίστηκαν ως υπερασπιστές της Ορθοδόξου πίστεως. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε, μάταια, στέλνοντας απεσταλμένους και στο Σεβαστοκράτορα και στον Νικηφόρο, επιδιώκοντας άμβλυνση των διαφορών. Βλέποντας ο Μιχαήλ ότι δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τους Θεσσαλούς και τους Ηπειρώτες στην πολιτική του, συγκάλεσε στις 16 Ιουλίου του 1277 «σύνοδο» υπό τον Ιωάννη
Βέκκο για να ληφθούν τα πρέποντα μέτρα κατά των αντιδρώντων στην «ένωση» των εκκλησιών. Οι αποφάσεις αυτής της «ληστρικής», όπως επονομάσθηκε αργότερα, συνόδου,ήταν πρακτικά ανεφάρμοστες, γι’ αυτό κι ο αυτοκράτορας διοργάνωσε τις εκστρατείες που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο κατά της Θεσσαλίας. Ο Μιχαήλ εξασφάλισε και τις «ευλογίες» του πάπα Ιννοκέντιου Ε’, ο οποίος αναγνώρισε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ως αδιαίρετα τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
 Αυτό όπως καταλαβαίνουμε δε σήμαινε απολύτως τίποτα, μιας και μόνο με τη δύναμη των όπλων θα μπορούσε να επιβληθεί η υποταγή της Κεντρικής Ελλάδας στον θρόνο του Μιχαήλ. Ο Ιωάννης, ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε το 12782 κι αυτός με τη σειρά του Σύνοδο στις Νέες Πάτρες, ή ίσως στη Λάρισα, στην οποία συμμετείχαν οκτώ μητροπολίτες και επίσκοποι του κράτους του, ηγούμενοι Ιερών Μονών και πλήθος μοναχών. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε την ένωση και τους υποστηρικτές της, άρα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα,
κηρύττοντας ως αιρετικούς τους «ενωτικούς». Με την απόφαση της τοπικής αυτής συνόδου διαφώνησαν οι τότε επίσκοποι Τρίκκης και Πέτρας Πιερίας.
ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Α’: Ο Ιωάννης Α’ πέθανε το 1295. Η σύζυγος του Ιωάννη, μετά τον θάνατό του,έγινε μοναχή, με το όνομα Υπομονή. Νωρίτερα η ίδια είχε ιδρύσει την Ι. Μονή της Παναγίας Λυκουσάδας κοντά στο Φανάρι 3 (Ιθώμη). Εκεί λοιπόν τελείωσε την επίγεια ζωή της. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1283 ίδρυσε επίσης,μαζί με τον Ιωάννη, την Ι. Μονή Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιά). Μετά τον θάνατο του σεβαστοκράτορα, οι τύχες του κράτους της Θεσσαλίας έπεσαν στα χέρια των γιων του. Μεγαλύτερος γιος του ήταν ο Μιχαήλ-Δημήτριος, αλλά βρισκόταν, τη χρονιά του θανάτου του πατέρα του, φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη, όμηρος των Παλαιολόγων, οπότε δεν μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Οι άλλοι δυο γιοι του, ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος, φαίνεται ότι μοιράστηκαν τη νομή της εξουσίας στη Θεσσαλία, με την πρωτοκαθεδρία ίσως του Κωνσταντίνου. Η μητέρα τους μεσολάβησε στον αυτοκράτορα με σκοπό την άμβλυνση των αντιθέσεων Θεσσαλίας και κεντρικής βυζαντινής εξουσίας. Και ο καλύτερος τρόπος, όπως πάντα εκείνη την εποχή, να κλείνει κανείς συμφωνίες ήταν ένας γάμος (συνοικέσιο). Έτσι και έγινε. Ο Γ. Παχυμέρης περιγράφει τις προετοιμασίες του γάμου του Θεόδωρου της Θεσσαλίας με την εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, Θεοδώρα. Αποτέλεσμα της «συγγένειας», που απέκτησε ο Θεόδωρος με τον αυτοκράτορα, ήταν ο τιμητικός τίτλος του Σεβαστοκράτορα που του αποδόθηκε. Μετά από αυτό το συνοικέσιο η πολιτική του θεσσαλικού κράτους άλλαξε. Επιχειρήθηκε με επιτυχία προσέγγιση με την Κων-
σταντινούπολη και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, ο οποίος αναγνώρισε την τοπική εξουσία των δύο αδελφών με μικρότερες όμως αρμοδιότητες απ’ ό,τι πριν,ενώ οι Σεβαστοκράτορες υποτάχθηκαν στην ανωτερότητα της εξουσίας του αυτοκράτορα, παραχωρώντας, σε ένδειξη καλής θέλησης, την περιοχή της Δημητριάδας στην απευθείας επικυριαρχία του (1299). Λίγο νωρίτερα (1295-6) το κράτος της Θεσσαλίας είχε επεκτείνει τα σύνορά του προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας εδάφη του κράτους της Ηπείρου που κυβερνιόταν τότε από το Λατίνο Φίλιππο του Τάραντα.
Ανάμεσα στα κέρδη του θεσσαλικού κράτους ήταν το κάστρο της Ναυπάκτου και το Αγγελόκαστρο (Αιτωλοακαρνανία). Όταν στην Ήπειρο ανέλαβε την εξουσία η χήρα του
προηγουμένου δεσπότη Νικηφόρου, Θεσσαλοί και Ηπειρώτες υπέγραψαν συνθήκη (3-9-1296), σύμφωνα με την οποία οι θεσσαλικές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από τις περισσότερες κατακτημένες περιοχές. Ο Θεόδωρος σκοτώθηκε, πιθανώς σε κάποια πολεμική σύγκρουση, το 1299. Η ιστορία  του ανεξάρτητου θεσσαλικού κράτους τελειώνει το 1303 με τον θάνατο του τελευταίου Σεβαστοκράτορα, του Κωνσταντίνου. Βέβαια θεωρητικά η ύπαρξη του κράτους της
Θεσσαλίας θα υφίσταται για 15 ακόμα έτη, υπό την ηγεσία του γιου του Κων/νου, Ιωάννη Β’, ο οποίος την εποχή του θανάτου του πατέρα του ήταν ακόμη ανήλικος.
ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ο νεαρός Ιωάννης Β’ Δούκας ασκούσε την εξουσία στη Θεσσαλία υπό την κηδεμονία του δούκα των Αθηνών Γκυ. Όταν ο δούκας της Αθήνας πέθανε, ο Ιωάννης είχε πια ενηλικιωθεί. Νέος ηγεμόνας στην Αθήνα ανέλαβε το 1309 ο Βάλτερ ντε Μπριέν. Την
εποχή εκείνη εμφανίστηκε μια πραγματική μάστιγα για τον ελλαδικό χώρο: η Καταλανική Εταιρεία. Αυτή απαρτιζόταν από τυχοδιώκτες εμπειροπόλεμους Καταλανούς μισθοφόρους, υπό την ηγεσία του Σεπούν, που είχαν προσληφθεί από τον αυτοκράτορα λίγο νωρίτερα, το 1303, για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Οι Καταλανοί, όταν τελείωσε η αποστολή που τους ανατέθηκε, στράφηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης, για να διωχθούν εν συνεχεία πολύ δύσκολα από τη Θράκη. Έπειτα κατηφόρισαν προς τη Μακεδονία, ερημώνοντας τα πάντα στο διάβα τους (μεταξύ των θυμάτων τους ήταν και Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, 1307). Από εκεί μετακινήθηκαν στη Θεσσαλία (1309), συνεχίζοντας ανεμπόδιστα το καταστροφικό έργο τους. Ως από μηχανής θεός, ο Βάλτερ των Αθηνών κάλεσε τους Καταλανούς να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι υπό την εξουσία του, δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο βαθιές ανάσες στην πολύπαθη Θεσσαλία. Όμως στις αρχές του 1311 οι Καταλανοί, βλέποντας ότι ο Βάλτερ δεν είχε οικονομικούς πόρους για να ικανοποιήσει τις συμφωνίες που είχε κάνει,στράφηκαν εναντίον του. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στον Αλμυρό στις 15 Μαρτίου του 1311. Η Εταιρεία έχοντας και τη βοήθεια ισχυρής τουρκικής δύναμης, νίκησε τους Φράγκους, ενώ φονεύτηκε ο δούκας των Αθηνών (Βάλτερ). Στο μεταξύ, λίγο νωρίτερα, ο δεσπότης των Νέων Πατρών (Θεσσαλίας) Ιωάννης Β’ έσπασε την πολιτική των προγόνων του και, επειδή προέβλεπε ότι δεν θα είχε πλέον την προστασία του αθηναϊκού Δουκάτου, στράφηκε προς τον βυζαντινό θρόνο. Νυμφεύτηκε μάλιστα τη νόθο κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, Ειρήνη το 1310. Τα αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν η επανένωση της Θεσσαλίας με την παρηκμασμένη, πλέον, Βυζαντινή Αυτοκρα-
τορία. Ο Ανδρόνικος, από την άλλη μεριά, ένιωθε, μετά τον γάμο που προαναφέραμε καθώς και με τον γάμο μιας εγγονής του με τον ηγέτη της Ηπείρου, ότι το Βυζάντιο επανενώθηκε (πλην των νήσων του Αιγαίου και του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας).
Στο επόμενο άρθρο μας θα ασχοληθούμε με τις αλβανικές εισβολές-επιδρομές του 14ου αιώνα στη Θεσσαλία
Του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου 
στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέα
www.scribd.com/oikonomoukon konstantinosa.
oikonomougmail.com
1 Για τις διώξεις των Λατινόφρονων κατά της Ορθοδοξίας μπορούμε να διαβάσουμε, ενδεικτικά, το μαρτυρολόγιο της 22ας Σεπτεμβρίου, όπου ιστορείται το μαρτύριο των 26 Ζωγραφιτών μο-
ναχών (Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδοξίας, 5η έκδοση, τόμος Θ, μην Σεπτέμβριος, σελίδες 485-487).
2 G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, 3ος τόμος, 1981,σελ.148
3 Λίγο νωρίτερα ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε εκδώσει χρυσόβουλο (αναγνώρισης) για τις Ιερές Μονές της Παναγίας Μακρινίτισσας (Μακρινίτσας) που είχε ιδρύσει ο Νικ. Μαλιασηνός και του Αγίου Δημητρίου, ως προσάρτημα, και της Νέας Πέτρας με ιδρυτή τον ιερομόναχο Κυπριανό