Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗ


Μέρος της πρόσοψης του αρχοντικού του Αχιλλέα Αστεριάδη επί της οδού Ασκληπιού, όταν λειτουργούσε ως κατάστημα ΤΤΤ (Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο). Στον εξώστη υπάλληλοι. Περί το 1935. Από το οικογενειακό αρχείο του Τέλη Παπουτσή.Μέρος της πρόσοψης του αρχοντικού του Αχιλλέα Αστεριάδη επί της οδού Ασκληπιού, όταν λειτουργούσε ως κατάστημα ΤΤΤ (Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο). Στον εξώστη υπάλληλοι. Περί το 1935. Από το οικογενειακό αρχείο του Τέλη Παπουτσή.
Η Λάρισα είχε προπολεμικά πολλά αρχοντόσπιτα, τα οποία ο μεγάλος σεισμός του 1941 τα κατέστρεψε και η επελθούσα αξονική κατοχή τα εξαφάνισε.
Ένα από τα πιο εμβληματικά και ιστορικά αυτά κτίσματα υπήρξε και η κατοικία του παλιού δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Αστεριάδη (1855-1920), το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Κούμα και Ασκληπιού. Όμως κατά περίεργο τρόπο, η Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής ιστορίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει και ταυτοποιήσει χιλιάδες φωτογραφίες της Λάρισας από πολλά κτίρια και έχει εντοπίσει γραπτές[1] και προφορικές περιγραφές της εν λόγω κεντρικής κατοικίας της πόλης μας, δεν μπόρεσε να βρει μια απεικόνιση, η οποία να επιβεβαιώνει όλη τη μεγαλοπρέπειά της. Σε επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο τον Οκτώβριο του 1932 με πανοραμική άποψη της οδού Κούμα, απεικονίζεται η νότια πλευρά του χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες[2]. Πιστεύουμε όμως όλοι μας στη Φωτοθήκη ότι ένα τέτοιο κτίριο σε κεντρική θέση της πόλης θα έχει οπωσδήποτε αποτυπωθεί φωτογραφικά. Την πρώτη επιβεβαίωση της σκέψης μας είχαμε πριν λίγες ημέρες. Ο παιδικός φίλος, γείτονας στην οδό Ροΐδου και συμπαίκτης, ο καθηγητής Αριστοτέλης (Τέλης) Παπουτσής[3] μας προσκόμισε τρεις φωτογραφίες από το οικογενειακό του αρχείο. Η μία απ' αυτές είναι η δημοσιευόμενη σήμερα και η οποία απεικονίζει μέρος από το αρχοντικό του Αχιλ. Αστεριάδη. Συγκεκριμένα αποτυπώνεται το μεγαλύτερο τμήμα της κύριας εισόδου του, η οποία είχε πρόσοψη προς την οδό Ασκληπιού. Τέσσερις τετράγωνοι κίονες (διακρίνονται στη φωτογραφία τρεις) υποβαστάζουν έναν μεγάλο εξώστη, πάνω στον οποίο βρίσκονται υπάλληλοι του κρατικού οργανισμού ΤΤΤ (Ταχυδρομείο - Τηλεγραφείο - Τηλεφωνείο). Είναι η περίοδος, κατά την οποία τα τέκνα του Αχιλλέα Αστεριάδη έχουν εγκαταλείψει τη Λάρισα και στο αρχοντικό στεγάστηκε δημόσια υπηρεσία. Η είσοδος στο ισόγειο είναι εντυπωσιακή, όπως και το εύρος του εξώστη.
Όπως αναφέρθηκε, η κατοικία του Αχιλ. Αστεριάδη βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία της διασταυρώσεως των σημερινών οδών Κούμα και Ασκληπιού. Στο σημείο αυτό υψωνόταν από τα τέλη του 19ου αιώνα ένα μεγαλόπρεπο διώροφο αρχοντικό, το οποίο βορειοανατολικά διέθετε τεράστια αυλή. Αρχιτεκτονικά είχε έντονα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ένα μέρος της αυλής καταλάμβανε μεγάλος ανθοστόλιστος κήπος, ο οποίος βρισκόταν επί της οδού Κούμα. Ένας άλλος χώρος, ο οποίος κάλυπτε έκταση ενός και πλέον στρέμματος, διέθετε στέγαστρα όπου στάθμευαν τα ιδιωτικά αμάξια της οικογενείας και οι χώροι όπου σταβλίζονταν τα άλογά τους. Όλος αυτός ο χώρος αποτελούσε προέκταση της αυλής, είχε πρόσοψη επί της οδού Ασκληπιού, συνεχιζόταν στην οδό Αχιλλέως (σήμερα Παναγούλη) και σε κάποιο σημείο εφαπτόταν με τον περίβολο του Οθωμανικού Σχολείου[4].
Ο Αχιλλέας Αστεριάδης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δημάρχους της Λάρισας και ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των «Αστεριάδηδων». Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αστεριάδη (1856-1908). Και τους δύο ανέλαβε να τους σπουδάσει ο θείος τους Αναστάσιος Αστεριάδης, που ήταν εμπειρικός ιατρός και είχε μείνει άτεκνος. Η οικογένεια καταγόταν από την Ήπειρο, αλλά γύρω στα 1850 μετακόμισε στα Αμπελάκια, και σύντομα βρέθηκε στη Λάρισα. Ο Αχιλλέας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1855 και με τη φροντίδα του θείου του σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Μόλις επέστρεψε από τις σπουδές του, πήρε μέρος στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1878 κατά των Τούρκων. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, παράλληλα με την εξάσκηση του επαγγέλματος, αναμείχθηκε από νωρίς και στην τοπική πολιτική σκηνή, και αναδείχθηκε επανειλημμένως δήμαρχος. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αιχμαλωτίσθηκε, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στη Μ. Ασία. Εκεί καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέσθηκε. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία τον Ιούνιο του 1898 η ποινή του χαρίσθηκε και επέστρεψε στη Λάρισα.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης δημαρχιακής του θητείας (1891-1895 και 1903-1912) σπουδαιότερα έργα του ήταν η δημιουργία του προσφυγικού οικισμού της Νέας Φιλιππούπολης για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Λάρισα είδε για πρώτη φορά ηλεκτρικό φωτισμό έστω και με δυσκολίες, λειτούργησε η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή, ιδρύθηκε το 1910 το Εργατικό Κέντρο Λαρίσης, και άλλα πολλά που είναι δύσκολο να απαριθμηθούν.
Λόγω της δημαρχιακής του ιδιότητας και του άνετου και πολυτελούς αρχοντικού του, φιλοξένησε κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, των επιστημών και των γραμμάτων. Σ’ αυτό κατέλυαν και διάφορα μέλη της βασιλικής οικογένειας όταν έρχονταν στη Λάρισα, γιατί είχε αναπτύξει μαζί της στενούς δεσμούς φιλίας. Αυτή όμως η φιλία αργότερα, όταν ξέσπασε ο εθνοκτόνος διχασμός, τού στοίχισε τη δοκιμασία της εξορίας που αναφέραμε.
Το 1912 και πριν ακόμα λήξει η θητεία του, έπειτα από δικαστική διαμάχη με τον Όμιλο Ανεμογιάννη από την Κέρκυρα για τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας, εξέπεσε του δημαρχιακού αξιώματος, επειδή οι ανακρίσεις έφεραν στο φως «πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας» μεταξύ των δύο πλευρών[1]. Μετά την περιπέτειά του αυτή ιδιώτευσε και περιφρονημένος πέθανε στις 2 Απριλίου 1920, σε ηλικία 65 ετών. Ενταφιάστηκε κατόπιν επιθυμίας του στο δημοτικό Κοιμητήριο της Λάρισας χωρίς επισημότητες.
Με τη γυναίκα του απέκτησε τρία τέκνα. Τον Αναστάσιο (Τάσο), ο οποίος σπούδασε ιατρική. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Νοσοκομείου της πόλης και εκλέχθηκε βουλευτής με τον "Ελληνικό Συναγερμό" του Αλέξανδρου Παπάγου. Πέθανε το 1972. Δεύτερο παιδί του ήταν η Γιοχάνα, η πολυαγαπημένη κόρη του, ένα από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Παντρεύτηκε έπειτα από ένα επεισοδιακό και μακροχρόνιο ειδύλλιο με τον διακεκριμένο δικηγόρο της Λάρισας Ξενοφώντα Ριζόπουλο, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε για πολύ. Τρίτο παιδί του ήταν ο Πίπης, ο οποίος έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του και το διαζύγιο της αδελφής του, εγκαταστάθηκε με τη Γιοχάνα στην Αθήνα.
Πάνω από δέκα χρόνια στεγάσθηκαν οι υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών στο σπίτι του Αστεριάδη. Ο μεγάλος σεισμός που έπληξε τη Λάρισα τον Μάρτιο του 1941 το κατέστησε ετοιμόρροπο. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του σήμερα υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές.
------------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Ένα αρχοντικό που δεν υπάρχει πια, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 1973.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οδός Κούμα το 1932, εφ. "Ελευθερία", Λάρισας, φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 2017.
[3]. Εκφράζω προσωπικές ευχαριστίες στον Τέλη Παπουτσή για την ευγενική του χειρονομία.
[4]. Το Οθωμανικό Σχολείο βρισκόταν επί της οδού Αχιλλέως, μεταξύ του "Ξενοδοχείου της Γαλλίας" του Νικ. Μουστάκα και της μεγάλης αυλής της κατοικίας του Αχιλλέα Αστεριάδη.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Κασσάρας όπως τον σκιαγραφεί ο Θρασύβουλος Μακρής -Β’


Η επίστεψη του ταφικού μνημείου του επισκόπου Αμβροσίου στον προαύλειο χώρο του ναού των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο. Φωτογραφία Παναγιώτη ΔομούζηΗ επίστεψη του ταφικού μνημείου του επισκόπου Αμβροσίου στον προαύλειο χώρο του ναού των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη
Στο σημείωμα της προηγούμενης εβδομάδος παρουσιάσθηκε το πρώτο μέρος της βιογραφίας του μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου όπως την περιέγραψε ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής το έτος 1938.
Σήμερα συνεχίζουμε με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της:
«Ο Αμβρόσιος, εκ των διαπρεπεστέρων επί μορφώσει και παιδεία ιεραρχών, έχων συνεργάτην του πεπειραμένον Πρωτοσύγκελον, τον γηραιόν Προκόπιον Βρυάντιον εκ Ταταούλων της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ηλικίαν 56 περίπου ετών, υψηλού μάλλον αναστήματος, μεγαλοπρεπής το ανάστημα και με γενειάδα μιξοπόλιον[1]. Η δράσις του εν τη νέα ευρεία επισκοπική περιφερεία του υπήρξε μοναδική, πρότυπον δε χριστιανικής όντως αυταπαρνήσεως και μεγαλοψυχίας, αρκούντως εζωγραφισμένης επί της συμπαθητικής μορφής του. Ευσεβής και αρχαϊκός κατά βάθος, εδέχετο τους υγιεινούς νεωτερισμούς, αγαπών την ψυχρολουσίαν, τους περιπάτους και τας σωματικάς ασκήσεις, φιλοφρονέστατος εξ άλλου και αβρότατος όχι μόνον προς τους φίλους και γνωρίμους του, αλλά και προς πάντας γενικώς.
Ο αοίδημος Αμβρόσιος, ανελθών εις τον από τετραετίας χηρεύοντα Μητροπολιτικόν θρόνον Λαρίσης, καθώρισεν εν πρώτοις τας ιερατικάς περιφερείας, εγκαταστήσας εις αυτάς μορφωμένους αντιπροσώπους του και επελήφθη της διαπαιδαγωγήσεως και μορφώσεως του υπ’ αυτόν Ιερού Κλήρου, όστις τότε απηρτίζετο ως επί το πλείστον εκ παρηλίκων και αγραμμάτων ιερέων. Συνέστησε τον «Ιερατικόν Σύνδεσμον Λαρίσσης και Περιχώρων», ούτινος ο κυριώτερος σκοπός ήτο η μορφωτική και οικονομική ανάπτυξις των μελών αυτού δια διαλέξεων και διδασκαλιών, τας οποίας συχνότατα και μεθοδικώτατα έκαμνεν ο διαπρεπής ιεράρχης. Η εποικοδόμησις και διασκευή του Μητροπολιτικού της Λαρίσσης Ναού του πολιούχου αυτής Αγίου Αχιλλίου, η εις πολλά χωρία ανέγερσις ναών, ο πλουτισμός τούτων δια των απαραιτήτων ιερών βιβλίων, κωδώνων, αμφίων και άλλων σκευών και επίπλων, επετεύχθη δια χρημάτων του ανωτέρω Ιερατικού Συνδέσμου και εν πολλοίς δαπάναις αυτού τούτου του Αμβροσίου, όστις συνεχίζων την δράσιν και εξωτερικεύων τας φιλανθρωπικάς του αρχάς, διέθετε το μεγαλείτερον μέρος του μισθού του και των άλλων προσόδων του εις την εκπαίδευσιν φτωχών μαθητριών και μαθητών, αριστευόντων εις τα μαθήματά των. Δεκάδες όλαι διδασκαλισσών, διδασκάλων, ιατρών και δικηγόρων, σπουδασάντων δαπάναις του Αμβροσίου, εξασκούσιν ακόμη και σήμερον πολλαχού της Θεσσαλίας το επάγγελμά των, αρκετοί δε ιερείς, των οποίων τα άμφια ιδίαις δαπάναις του κατεσκεύασεν, ιερουργούσιν εισέτι εις διάφορα της Θεσσαλίας χωρία, ευγνωμόνως μνημονεύοντες του αγαθού των εκείνου Πατρός και ακαμάτου ηγέτου των.
Ο Αμβρόσιος εξ άλλου εγκυκλοπαιδικώτατος ών, διέθετο τας ώρας της σχόλης του εις συγγραφήν περισπουδάστων πραγματειών και βιβλίων, ως και μελετών επί διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αυτός δε ήτο ο το πρώτον εις την Ιεράν Σύνοδον εισηγηθείς κατά το 1902 την μισθοδοσίαν του Κλήρου, την οποίαν όμως οι ιθύνοντες τότε τα του Υπουργείου της Παιδείας απέρριψαν, θεωρήσαντες ταύτην ως «πολυτέλειαν δια τους αρκετά αποκομίζοντας παπάδες». Εκ των διασωθέντων συγγραμμάτων του Αμβροσίου, φυλασσομένων μετά των βιογραφικών του και ιστορικών άλλων σημειώσεών του υπό του φίλου, στενού του συγγενούς κ. Μιχ. Χαδέλη[2], διαχειριστού της συναδέλφου «Κήρυξ», αναφέρομεν: Την «Εισαγωγήν εις την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Ηθικήν», τας «Σχέσεις της Εκκλησίας προς το Κράτος», «Περί Ομιλητικής και Εκκλησιαστικών ειδικώς λόγων», «Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον και αι πηγαί αυτού», «Ο Κλήρος και τα προνόμια αυτού», την «Μελέτην επί του Σχίσματος», «Περί Αρχιεπισκόπων, Εξάρχων και Πατριαρχών», «Περί των εν Χριστώ δύο φύσεων» και το ολίγον προ του θανάτου του εκτυπωθέν και διανεμηθέν «Εγκόλπιον των Ιερέων».
Το θέρος του 1909 τίθεται εις το πλευρόν της υπό τον Ζορμπάν στρατιωτικής επαναστάσεως και ετοιμάζεται δια την εφαρμογήν των απαραιτήτων κατ’ αυτόν μέτρων προς ανόρθωσιν της Εκκλησίας και του Κλήρου, πλην όμως δεν επραγματοποίησε ταύτην, της επαναστάσεως αποτυχούσης και αδόξως διαλυθείσης. Μόνος, ούτω, ο Αμβρόσιος εναπομείνας, εγένετο έκτοτε ο στόχος επιθέσεων όχι μόνον αντιφρονούντων πολιτικών, αλλά και συναδέλφων του, οίτινες παρεξηγήσαντες, ως μη ώφειλε, τας διαθέσεις του, εξύφαναν αρκετάς κατ’ αυτού σκευωρίας και πολλάς πικρίας τω επότισαν, τας οποίας όμως ο μεγαλόψυχος ιεράρχης καρτερικώτατα και μίαν προς μίαν εδοκίμασε.
Τοιουτοτρόπως την αθόρυβον δράσιν του αδαμάστου αυτού του εθνισμού κήρυκος, του μέχρις αυτοθυσίας απαρνηθέντος το εγώ του, του αγαθού λευϊτου και εξόχου της ειρήνης και της αγάπης διδασκάλου, βάσκανος μοίρα και δαίμων κακός ανέκοψαν έκτοτε, ιδία δε από του Δεκεμβρίου του 1903, όταν ο Αμβρόσιος ιερουργών εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου της πόλεώς μας, εμνημόνευσε με την στεντορείαν εκείνην φωνήν του και εν αρχή της προσκομίσεως των Τιμίων Δώρων, των εν Αθήναις πεσόντων φοιτητών κατά τας διαδραματισθείσας τότε σκηνάς επί τη απειληθείση μεταφράσει εις την σαχλήν μαλλιαρήν γλώσσαν του ιερού μας Ευαγγελίου[3].
Τον Ιανουάριον του 1910 μηνυθείς[4] υπό πεπορωμένων πολιτικών και αχαρίστων άλλων, πολλαχώς υπ’ αυτού ευεργετηθέντων εις την Ιεράν Σύνοδον, καθηρέθη υπ’ αυτής προφανώς παραπεισθείσης, από του Επισκοπικού αξιώματος. Η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις το ποίμνιόν του και ιδία εις τον Λαρισσαϊκόν λαόν, η απόφασις αύτη της Ιεράς Συνόδου υπήρξεν αλγεινοτάτη, εξεγείρασα την χριστιανικήν συνείδησιν και ογκώσασα την λαϊκήν αγανάκτησιν. Εν τούτοις όταν η Λάρισσα σύσσωμος περιεκύκλωσε το Μητροπολιτικόν οίκημα και δακρύουσα διεμαρτύρετο δια το προς τον έξοχον ιεράρχην της προσγενόμενον αδίκημα, ο Αμβρόσιος εξελθών εις το παράθυρον συνέστησε εις το μαινόμενον πλήθος ησυχίαν και σεβασμόν προς το δεδικασμένον, αρκεσθείς να είπη: «Η απόφασις αύτη είναι είς επί πλέον στέφανος δια τους υπέρ της Εκκλησίας υπερτεσσαρακονταετείς αγώνας μου! Η πατρίς, δυστυχώς, ούτως ανταμείβει απότινος τους υπέρ αυτής μοχθούντας».
Από του 1910 ο Αμβρόσιος ιδιώτευεν εν Κεσερλί (Συκουρίω), διάγων βίον αθόρυβον και ομαλώτατον […] . Ευτυχώς τον πλήρη πικριών βίον του Αμβροσίου εγλύκανε κατά το 1911 η υπό της Κυβερνήσεως, ενεργείαις των τότε βουλευτών μας Γεωργίου Βλάχου και Δημητρίου Οικονόμου, χορηγηθείσα αυτώ σύνταξις και η τη εισηγήσει και επιμονή του αειμνήστου διαδόχου του και συνοδικού τότε Αρσενίου Αφεντούλη[5], δοθείσα υπό της Ιεράς Συνόδου συγχώρησις.
Την δευτέραν ημέραν του Πάσχα του 1918, ο Αμβρόσιος Κασσάρας υπό το βάρος εβδομήκοντα έξ όλων ετών, με πάλευκον την πλουσίαν κώμην του και βαρέως τραυματισμένος υπό των τόσων της μοίρας κτυπημάτων εξεμέτρησε το ζήν…[6]».
[1]. Μιξοπόλιος = γκρίζος. Η φυσιογνωμική περιγραφή του μητροπολίτου Αμβροσίου αντιστοιχεί στην εποχή της μεταθέσεώς του στη Λάρισα το 1900.
[2]. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος έφερε στο Συκούριο και τους άμεσους συγγενείς του από την Κάλυμνο, μεταξύ των οποίων και τον αδελφό του Μιχαήλ Κασσάρα, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε τον Ηλία Χαδέλλη, πατέρα του δημοσιογράφου Μιχαήλ Χαδέλλη, διευθυντή της τοπικής εφημερίδος «Ημερήσιος Κήρυξ».
[3].Τα «Ευαγγελικά» επεισόδια έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 1901, όπου φονεύθηκαν μεταξύ των άλλων και τρεις φοιτητές. Όμως ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει και η μετάφραση της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινούμενοι από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, προέβησαν σε διαδηλώσεις οι οποίες κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν ή δύο νεκρούς. Τα επεισόδια αυτά έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά». Προφανώς ο Αμβρόσιος μνημόνευσε στις 6 Δεκεμβρίου 1903 τα ονόματα των φοιτητών οι οποίοι φονεύθηκαν στα πρόσφατα τότε «Ορεστειακά».
[4]. Η μήνυση κατ’ αυτού έγινε τον Δεκέμβριο του 1909, απλώς η απόφαση περί καθαιρέσεως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 1910.
[5]. Ο Αρσένιος Αφεντούλης μετατέθηκε στη μητρόπολη Λαρίσης το 1914.
[6]. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στο ναό των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο και ενταφιάσθηκε στο προαύλιο του ναού.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΧΑΛΗΜΑΓΑ


Το κονάκι του Χαλήμαγα. Προπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο κονάκι του Χαλήμαγα. Προπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Πριν μερικά χρόνια, αναδιφώντας το προσωπικό μου αρχείο έπεσα σε ένα απόκομμα της εφημερίδας "Ελευθερία", αλλά δεν είχα την πρόνοια να σημειώσω την ημερομηνία της. Ήταν κάποιο δημοσίευμα του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Βάσου
Καλογιάννη[1], το οποίο περιείχε τις φωτογραφίες δύο πολύ παλαιών οικιών της Λάρισας από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Η μία απεικονίζει το αρχοντικό του στρατηγού Ιωάννη Άρτη, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Αγ. Νικολάου, απέναντι από τη νότια πλευρά του προαύλειου χώρου της ομώνυμης εκκλησίας και το οποίο περιγράψαμε σε παλαιότερο σημείωμά μας[2]. Η δεύτερη φωτογραφία έχει τον υπότιτλο "Το τούρκικο κονάκι του Χαλήμαγα[3], πίσω από την οδό Παλαιστίνης" και κανένα άλλο στοιχείο. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο σημερινό κείμενο και δείχνει ότι ήταν ένα μεγάλο σε έκταση διώροφο κτίσμα σε σχήμα Π κεφαλαίο. Τέτοιο κτίριο όμως σήμερα στην περιοχή πίσω από την οδό Παλαιστίνης δεν υπάρχει. Μετά το εύρημα αυτό, για την ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να ταυτοποιηθεί το κτίριο και να εντοπισθεί η ακριβής περιοχή όπου βρισκόταν, ώστε η όλη προσπάθεια να έχει αίσιο τέλος. Επειδή η όλη πορεία είναι ενδιαφέρουσα, κρίνουμε σκόπιμο να περιγράψουμε τα κύρια σημεία της, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους αναγνώστες να κατανοήσουν πώς λειτουργούν τα μέλη της Φωτοθήκης. Η πρώτη βοήθεια ήλθε από τη Θεσσαλονίκη. Η Μάρθα Παπαργύρη[4], η οποία διαμένει χρόνια στη μακεδονική πρωτεύουσα, στις επισκέψεις της στη Λάρισα τα τελευταία χρόνια αναζητούσε το σπίτι των μαθητικών της χρόνων, χωρίς να το βρίσκει. Ήλθε σε επαφή με άτομα της Φωτοθήκης, τα οποία της επέδειξαν τη φωτογραφία με το κονάκι του Χαλήμαγα, το αναγνώρισε και συγκινήθηκε. Το περιέγραψε και έφερε στη μνήμη της τους συγκατοίκους της όταν διέμενε σ' αυτό κατά το 1962-1963. Η επόμενη αναζήτηση στράφηκε στο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου. Ο προϊστάμενος του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου και μέλος της Φωτοθήκης Γιώργος Χατζούλης μας υπέδειξε τοπογραφικούς χάρτες της περιοχής του 1944, οι οποίοι φώτισαν τον δρόμο μας και με βάση τα αρχιτεκτονικά στοιχεία τα οποία απορρέουν από τη φωτογραφία, η οποία απεικονίζει το κονάκι, εντοπίστηκε η θέση του. Κάποια στιγμή, με τους χάρτες και τη φωτογραφία στα χέρια, αποφασίστηκε να γίνει επιτόπια αυτοψία. Μια μεγάλη ομάδα αποτελούμενη από μέλη της Φωτοθήκης, τις αδελφές Παπαργύρη, οι οποίες ταξίδεψαν από τη Θεσσαλονίκη ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό, τη Ρίτα Μωυσή-Κοέν, σύζυγο του αείμνηστου Εσδρά Μωυσή και μητέρα της Αλίνας Μωυσή και την Αλέγρα Λεβή-Φρανσέ μέλη της Εβραϊκής Κοινότητας, βρεθήκαμε στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, αφού η περιοχή αυτή από την περίοδο της Τουρκοκρατίας ακόμη ήταν μέσα στην Εβραϊκή συνοικία. Η αυτοψία απέδειξε ότι το κονάκι του Χαλήμαγα κατεδαφίσθηκε για να επεκταθεί η οδός Κύπρου δυτικότερα της πλατείας. Μάλιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος το κτίσμα σήμερα αντιστοιχεί στην οδό Κύπρου και μόνον ένα μικρό τμήμα βρίσκεται μέσα από την πολεοδομική γραμμή, στο ύψος της πολυώροφης οικοδομής στον αρ. 106 τη οδού, κοντά στη διασταύρωσή της με την Ταγματάρχου Βελισσαρίου. Το 1963 το κονάκι του Χαλήμαγα, μαζί με πολλά άλλα κτίσματα της περιοχής, τα περισσότερα από τα οποία ανήκαν στην Εβραϊκή Κοινότητα και δωρίθηκαν στον Δήμο, κατεδαφίστηκαν για να επεκταθεί η οδός Κύπρου και να δημιουργηθεί η κυκλική πλατεία, η οποία το 1987 εγκαινιάστηκε και αφιερώθηκε στους Εβραίους μάρτυρες της γερμανικής Κατοχής. Όπως αναφέρθηκε, το κονάκι ήταν διώροφο και σε κάτοψη είχε τη μορφή Π κεφαλαίου. Κάθε όροφος είχε τέσσερα μεγάλα δωμάτια, με κοινόχρηστο μπάνιο και κουζίνα. Κάθε δωμάτιο μπορούσε να χωρέσει τέσσερα κρεβάτια και φιλοξενούσε από ένα έως τέσσερα άτομα. Ήταν ιδιοκτησία της αδελφής του φαρμακοποιού Ζυγόπουλου, η οποία είχε συγγένεια με τον Χαλήμαγα. Το 1962-63 οι αδελφές Μάρθα και Σοφία Παπαργύρη, μαθήτριες στο Γυμνάσιο Θηλέων, έμεναν σε ένα δωμάτιο μαζί με τη Σουλτάνα Τάχα. Η τελευταία είχε μέσα στο δωμάτιο αργαλειό, στον οποίο δούλευε νυχθημερόν. Στον κάτω όροφο ένα δωμάτιο ήταν νοικιασμένο από τη Μαρία Λυροπούλου και στην απέναντι πλευρά κατοικούσε η οικογένεια Γιαννακά, άνθρωποι θρησκευόμενοι, οι οποίοι είχαν διασυνδέσεις με κύκλους της Εκκλησίας. Σε άλλα δωμάτια έμεναν η πολυμελής οικογένεια Χριπάτσιου και στον επάνω όροφο ο Τζανέτος. Ο τελευταίος ήταν ένας κομψευόμενος τύπος της Λάρισας, ο οποίος φορούσε καθημερινά κουστούμι και παπιγιόν και εργαζόταν ως σερβιτόρος σε κάποιο εστιατόριο της Λάρισας. Στο δωμάτιό του είχε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη, βιβλία της οποίας δάνειζε σε πολλούς συγκατοίκους του. Η συμβίωση όλων αυτών των ατόμων πολλές φορές ήταν δύσκολη, αφού οι κοινόχρηστοι χώροι ήταν ελλιπείς και οι φιλονικίες φυσιολογικά θα πρέπει να ήταν συχνές. Αρχιτεκτονικά το κτίριο αποτελείτο από μια ευρεία εγκάρσια πτέρυγα και δύο πλάγιες, οι οποίες ήταν κάθετες στην κεντρική. Η κύρια είσοδος ήταν στο κέντρο της εγκάρσιας πτέρυγας. Στο σημείο αυτό στον επάνω όροφο εξείχε απλός εξώστης με ξύλινα κιγκλιδώματα και προς τη στέγη ανυψωνόταν ένα μεγάλο τριγωνικό αέτωμα. Η πρόσοψη της εγκάρσιας πτέρυγας φαίνεται να έχει μια ομοιότητα με τη "Βίλλα Λαχτάρα" (Αρχοντικό Αναγνωστόπουλου) στη γωνία των οδών Αδριανού και Καλλιάρχου, στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου. Το κονάκι του Χαλήμαγα ανήκει στα κτίσματα τα οποία ο Γιώργος Γουργιώτης τα ονομάζει "λαϊκά νεοκλασικά", τα οποία εμφανίζονται μόνον στη Λάρισα και χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα λαϊκών και νεοκλασικών στοιχείων. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να έχουν οικοδομηθεί αυτά τα λαϊκά νεοκλασικά σπίτια, από τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία συμπεραίνεται ότι πρέπει να είναι από το τέλος της Τουρκοκρατίας μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την προσάρτηση[5]. Επομένως για το κονάκι του Χαλήμαγα μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση ότι ο χρόνος κατασκευής του τοποθετείται στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η πρόσοψη της κατοικίας του Χαλήμαγα έβλεπε ελαφρώς λοξά προς την οδό Πελασγών, έναν δρόμο που δεν υπάρχει σήμερα, μετά τις απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις που έγιναν για να κατασκευασθεί η επέκταση της οδού Κύπρου και η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων. Η οδός Πελασγών βρισκόταν νότια της σημερινής επέκτασης της Κύπρου και είχε μια λοξή διαδρομή σε σχέση με αυτήν. Ξεκινούσε από την Ταγματάρχου Βελισσαρίου και κατέληγε στη συμβολή των οδών Πηνειού και Κενταύρων. Τελειώνουμε με την παράκληση: Όσοι γνωρίζουν έστω και κάτι περισσότερο για το κονάκι αυτό ας επικοινωνήσουν με τον γράφοντα (2410-287.450). [1]. Ο Βάσος Καλογιάννης πέραν όλων αυτών έχει ενδιατρίψει και στην ιστορία της Λάρισας και πρέπει να έχει αφήσει ένα πλουσιότατο αρχείο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιώργο Ζιαζιά. Πολυγραφότατοι και οι δύο, πλην όμως τα αρχεία τους είναι απρόσιτα, ακαταλογράφητα και άγνωστα σε όλους. Δεν θα έπρεπε για το καλό της ιστορίας της Λάρισας να δημοσιοποιηθούν κατά κάποιον τρόπο; [2]. Βλέπε: Η κατοικία του στρατηγού Άρτη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 23ης Αυγούστου 2015 [3]. Ο αγάς ήταν τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που δήλωνε άρχοντα, διοικητή. Κατά την έρευνα, Οθωμανός κάτοικος της Λάρισας με το όνομα Χαλήμ αγάς δεν εντοπίσθηκε στην προσιτή σε μας βιβλιογραφία. Είναι γνωστός μόνον ο Πέτρος Χαλήμαγας, ο οποίος άφησε ζωηρό το στίγμα του στη Λάρισα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Όταν το 1916 μετά την κατεδάφιση των Ανακτόρων της Λάρισας, ενοικίασε από τον Δήμο τον Κήπο των Ανακτόρων, έκτισε μια μεγάλη αίθουσα και το καλοκαίρι χρησιμοποιούσε τον κήπο σαν ψυχαγωγικό κέντρο και υπαίθριο κινηματογράφο, με το όνομα "Κήπος του Χαλήμαγα". Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το καφενείο "Ντορέ" ως κέντρο ψυχαγωγίας, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 16ης Οκτωβρίου 2019. [4]. Η οικογένεια της Μάρθας Παπαργύρη κατοίκησε κατά το διάστημα 1960-1963 στο χωριό Άγιος Γεώργιος (Μπουχλάρ) της Λάρισας, όπου ο πατέρας της ήταν εφημέριος του οικισμού, η ίδια δε με την αδελφή της Σοφία, οι οποίες φοιτούσαν στο Γυμνάσιο Θηλέων, κατά το σχολικό έτος 1962-1963, διέμεναν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού του Χαλήμαγα. [5]. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά Μελετήματα, Αθήνα (2000), έκδοση Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, σελ.114-115.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

ΛΑΡΙΣΑ. Μία εικόνα, χίλιες λέξεις

Ο μητροπολίτης Αμβρόσιος Κασσάρας όπως τον σκιαγραφεί ο Θρασύβουλος Μακρής–Α’

Ο μητροπολίτης Λαρίσσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918)Ο μητροπολίτης Λαρίσσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918)
Στις 23 Απριλίου 1918, δεύτερη ημέρα του Πάσχα, απεβίωσε στην ιδιωτική του κατοικία στο Συκούριο[1], όπου ιδιώτευε, ο καθαιρεθείς πρώην μητροπολίτης Λαρίσης, Φαναριοφερσάλων και Πλαταμώνος Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918).
Η εξόδιος ακολουθία έγινε χωρίς επισημότητες στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Συκουρίου και ενταφιάσθηκε, όπως συνηθίζεται σε ιερωμένους, στην ανατολική πλευρά της αυλής του ναού, πίσω από το Ιερό. Στις 29 Μαΐου 1938, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, με πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ναού και με την οικονομική συνδρομή της Κοινότητος Συκουρίου, έγινε η μετακομιδή των οστών του Αμβροσίου από την ανατολική στη δυτική πλευρά του προαύλειου χώρου του ναού. Εκεί είχε στηθεί καλαίσθητο μαρμάρινο μνημείο, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα, με την προτομή του. Στην τελετή χοροστάτησε ο μητροπολίτης Λαρίσης Δωρόθεος Κοτταράς (1935-1956), ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, με όλους τους ιερείς της περιοχής, παρουσία των αρχών της κωμόπολης. Με την ευκαιρία του γεγονότος αυτού ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής[2] δημοσίευσε την ημέρα εκείνη στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας εκτεταμένη βιογραφία του σπουδαίου ιεράρχη. Ο Μακρής συνδεόταν με τον ιεράρχη προσωπικά, γι' αυτό και το κείμενό του φωτίζει και κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής του Αμβροσίου που δεν περιέχονται στις δύο αυτοβιογραφίες του[3] και κυρίως εκτείνονται μέχρι τον θάνατό του. Επειδή η εντόπιση του κειμένου αυτού ήταν δύσκολη, καθώς έχουν καταστραφεί όλα τα προπολεμικά αρχεία της συγκεκριμένης εφημερίδας, κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί η βιογραφία του ιεράρχη αυτούσια, με τον απαραίτητο βέβαια σχολιασμό. Γράφει λοιπόν ο Θρασ. Μακρής:
«Ο Αμβρόσιος Κασσάρας εγεννήθη εις την Κάλυμνον της Δωδεκανήσου την 6ην Δεκεμβρίου 1844, ημέραν της μνήμης του Αγίου Νικολάου, διό και κατά την βάπτισιν τω εδόθη το όνομα Νικόλαος[4]. Εκμαθών τα πρώτα γράμματα εν τη γενετείρα του και οργών προς παιδείαν, εστάλη υπό των γονέων του και άλλων ευπόρων συγγενών του εις Αθήνας, ένθα από του 1857 μέχρι του 1860 διήκουσε τα εγκύκλια μαθήματα, αριστεύων πάντοτε καθ’ όλα τα σχολικά έτη. Το 1863 συστάσει και δαπάναις ενός εκ πατρός θείου του εστάλη εις Κωνσταντινούπολιν, εισαχθείς εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, εξ ής απεφοίτησεν αριστεύσας και εν τη οποία συνεδέθη αδελφικώτατα μετά των συσπουδαστών του Γρηγορίου Δρακοπούλου (μετέπειτα μητροπολίτου Εφέσου ) και Φιλοθέου Κωνσταντινίδου (αργότερον μητροπολίτου Κυδωνιών).
Κατά το 1864 προεχειρίσθη ιεροδιάκονος υπό του μητροπολίτου Βελισσών Ανθίμου και το 1869 εξελθών της Σχολής κατήλθεν εις Κρήτην, τη προσκλήσει του αρχιερατεύοντος τότε εκείσε Μελετίου Καβάσιλα, όστις τω ανάθεσε την διεύθυνσιν του Ελληνικού Σχολείου Χανίων, μετά διετίαν[5] δε μετατεθείς ανέλαβε την θέσιν ιεροκήρυκος και ελληνοδιδασκάλου εις το Ηράκλειον όπου και προεχειρίσθη (την 11ην Οκτωβρίου 1871) εις αρχιμανδρίτην, δοθέντος αυτώ του ονόματος «Αμβρόσιος». Κατά την τελετήν της προχειρίσεώς του εξεφώνησε θαυμάσιον λόγον, συνελειτούργησαν δε κατά ταύτην πάντες οι θεοφιλέστατοι επίσκοποι της Μεγαλονήσου, της οποίας οι απελευθερωτικοί αγώνες μεγάλως επέδρασαν επί των πατριωτικών του αισθημάτων.
Την 3ην Μαρτίου 1874, Κυριακήν της Σταυροπροσκυνήσεως, κληθείς υπό του μητροπολίτου τότε Θεσσαλονίκης και βραδύτερον Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ (όστις ως γνωστόν τόσον ηργάσθη δια την κατά το 1912 σύμπηξιν της Βαλκανικής Συμμαχίας, εξ ής προέκυψαν οι κατά το έτος τούτο και μετέπειτα περίλαμπροι βαλκανικοί πόλεμοι), ανέλαβε την Πρωτοσυγκελλίαν Θεσσαλονίκης, την 6ην δε Μαρτίου του 1875, Κυριακήν και πάλιν της Σταυροπροσκυνήσεως, εχειροτονήθη αρχιερεύς της Επισκοπής Ιερισσού[6], καταλαβών τον χηρεύοντα εν Χαλκιδική θρόνον. Την 1ην Μαρτίου του 1877, τη αιτήσει του μετετέθη εις την Επισκοπήν Πλαταμώνος (με έδραν τότε τα ονομαστά Αμπελάκια)[7], υπό το πρόσχημα μεν της εξασκήσεως των αρχιερατικών του καθηκόντων, πράγματι όμως δια εθνικούς σκοπούς. Προητοιμάζετο τότε η δευτέρα εν Θεσσαλία επανάστασις και όταν αύτη εξερράγη[8] και εγενικεύθη εις τον Θεσσαλικόν κάμπον, υπό την γενικήν αρχηγίαν του λοχαγού του πυροβολικού τότε και μετέπειτα βουλευτού Λαρίσης Κωνστ. Ισχομάχου, ο Αμβρόσιος καταρτίσας ανταρτικόν σώμα και τεθείς επί κεφαλής τούτου, έδρασε σπουδαίως μετά των άλλων οπλαρχηγών της βορειοανατολικής Θεσσαλίας, τραυματισθείς μάλιστα σοβαρώς κατά τινα παρά την Ραψάνην μάχην και συνδέσας τοιουτοτρόπως το όνομά του με τας εθνικάς παραδόσεις στενώτατα.
Μετά την απελευθέρωσιν της Θεσσαλίας (1881) και την αποτυχίαν του κυρίως ελευθερωτού αυτής Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου κατά τας βουλευτικάς εκλογάς του αυτού έτους, και όταν την διακυβέρνησιν της χώρας ανέλαβεν ο μεγαλόνους Χαρίλαος Τρικούπης, ο Αμβρόσιος κληθείς υπ’ αυτού εις Αθήνας, ανέλαβε την διεύθυνσιν της εκεί Ριζαρείου Ιερατικής Σχολής, εξ ής απεχώρησε παραιτηθείς μετά διετίαν[9] και επανελθών εις την εν Αμπελακίοις έδραν του.
Μετά τον θάνατον του Μητροπολίτου Λαρίσης και ΦαναριοΦαρσάλων Νεοφύτου Πετρίδου τον Σεπτέμβριον του 1896, ο Αμβρόσιος ανήλθεν εις τον θρόνον τούτου[10] ως Μητροπολίτης Λαρίσης, ΦαναριοΦαρσάλων και Πλαταμώνος, των κατοίκων της Θεσσαλικής μητροπόλεως ενθουσιοδέστατα υποδεχθέντων αυτόν περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1900».
(Συνεχίζεται)
--------------------------------  
[1]. Η κατοικία αυτή είχε κτισθεί με δαπάνες του Αμβροσίου το 1907 και διατηρείται μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στη συνοικία Καλλιθέα (παλαιότερα Τζουμά), και ήταν γνωστή στους κατοίκους του Συκουρίου ως «Δεσποτικό». Στην τριγωνική μετώπη της στέγης στην πρόσοψη της κατοικίας, υπάρχει εντοιχισμένο λιθανάγλυφο με τη χρονολογία ανεγέρσεως, 1907, και τα αρχικά Λ. Α., δηλ. Λαρίσης Αμβρόσιος.
[2]. Ο Θρασύβουλος Μακρής (1874-1952) ήταν ένας χαρισματικός δημοσιογράφος. Το όνομά του είναι ταυτισμένο με την εφημερίδα «Μικρά», της οποίας υπήρξε εκδότης και συντάκτης από το 1896 έως το 1922, με μεσοδιαστήματα διακοπών. Μετά το 1922 διατηρούσε βιβλιοχαρτοπωλείο και συγχρόνως αρθρογραφούσε σε διάφορες τοπικές εφημερίδες μέχρι λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του.
[3]. Η πρώτη αυτοβιογραφία του βρίσκεται στον ανέκδοτο χειρόγραφο "Κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος", ο οποίος βρίσκεται στο Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο και είναι γραμμένος το 1877. Η δεύτερη βρίσκεται στην εισαγωγή του βιβλίου του "Η Επισκοπή και ο επίσκοπος Πλαταμώνος υπό του αυτού ιεράρχου", εν Αθήναις (1896) σελ. ι’- ιβ’.
[4]. Εδώ ο Θρ. Μακρής δεν είναι καλά πληροφορημένος. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Κασσάρας.
[5]. Στα Χανιά έμεινε ως ιεροδιάκονος και διδάσκαλος μόνον επτά μήνες. Το αναφέρει ο ίδιος ο Αμβρόσιος στις δύο αυτοβιογραφίες του.
[6]. Ο πλήρης τίτλος ήταν μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους και έδρα είχε τη Λιαρίγκοβη, τη σημερινή Αρναία της Χαλκιδικής.
[7]. Το 1877, έτος της μεταθέσεώς του, έδρα της επισκοπής Πλαταμώνος ήταν η Ραψάνη. Η έδρα της μεταφέρθηκε στα Αμπελάκια τον Σεπτέμβριο του 1879.
[8]. Η επανάσταση αυτή έγινε σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας το 1878 και ουσιαστικά υπήρξε ο προάγγελος της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας το 1881 στη μητέρα πατρίδα.
[9]. Στη Ριζάρειο Σχολή παρέμεινε ως διευθυντής για ένα έτος, τη σχολική περίοδο 1882-1883.
[10]. Στη Μητρόπολη Λαρίσης μετατέθηκε τον Ιανουάριο του 1900. Στο διάστημα Σεπτεμβρίου 1896 - Ιανουαρίου 1900, ο Αμβρόσιος πολύ συχνά χοροστατούσε προσκεκλημένος σε διάφορες εκδηλώσεις και πανηγύρεις στη Λάρισα.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η οικογένεια Παναγή Χαροκόπου στη Λάρισα

 
Ολόκληρη η οικογένεια Χαροκόπου με μέλη του οικιακού προσωπικού, στην αυλή του πύργου τους στη Γιάννουλη. Φωτογραφία προ του 1911Ολόκληρη η οικογένεια Χαροκόπου με μέλη του οικιακού προσωπικού, στην αυλή του πύργου τους στη Γιάννουλη. Φωτογραφία προ του 1911
Τελευταία ακούγονται στην πόλη μας ανησυχητικοί ψίθυροι για την τύχη του Πύργου Χαροκόπου στη Γιάννουλη.
Ένα ιστορικό και αρχιτεκτονικά πολύ ενδιαφέρον κτίσμα, φαίνεται ότι έχει αφεθεί στην τύχη του από χρόνια και ειδικά από τον τελευταίο ιδιοκτήτη του. Για το κτίριο έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο κείμενο[1]. Στο σημερινό μας σημείωμα θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα μέλη της οικογένειας Χαροκόπου, καθώς σε πολλούς συμπολίτες μας επικρατεί κάποια ασάφεια τόσο για τη σύνθεσή της, όσο και για τη σχέση καθενός εξ αυτών με τη Λάρισα.
--Η οικογένεια Χαροκόπου έχει τις ρίζες της στην Κεφαλονιά και γενάρχης της είναι ο Σπυρίδων Μαυροκέφαλος, ο οποίος έζησε τον 16ο αιώνα. Από τον γιο του Γεράσιμο, ένα άτομο χαρούμενο, ευχάριστο και επιρρεπές στα γλέντια, τον οποίο οι κάτοικοι του νησιού τού "κόλλησαν" την προσωνυμία "Χαροκόπος", μεταβλήθηκε το επίθετό τους, το οποίο διατηρήθηκε έκτοτε και στους απογόνους του. Ο Παναγής Χαροκόπος (1835-1911) φαίνεται ήταν ο πιο ξακουστός από όλους. Γεννήθηκε στο χωριό Πλαγιά της περιοχής Άσσος της Κεφαλονιάς. Γονείς του ήταν ο Απόστολος και η Αργυρή, ο ίδιος δε σαν πρωτότοκος προστάτευε από μικρός και τα άλλα τέσσερα αδέλφια του, αφού ο πατέρας τους πέθανε σε νεαρή ηλικία. Δούλευε και συγχρόνως παρακολουθούσε με επιμέλεια τα μαθήματά του στο Αργοστόλι. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Ανατολής, για να βρει την τύχη του. Τα γεγονότα όμως δεν του ήρθαν όπως τα περίμενε και σύντομα εγκατέλειψε την Πόλη για τη Ρουμανία. Εκεί με την εργασία του αναδείχθηκε σε ιδιοφυΐα στις νεωτερικές γεωργικές εφαρμογές και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Χάρη σ' αυτή αγόρασε τεράστιες εκτάσεις στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και στη Θεσσαλία και το 1899 περίπου επέστρεψε οριστικά στη χώρα μας. Το πρώτο σπίτι του στην Αθήνα ήταν το σημερινό νεοκλασικό κτίριο το οποίο στεγάζει το Μουσείο Μπενάκη επί της οδού Βασ. Σοφίας, απέναντι από τη Βουλή.
Το έτος 1902 ο Παναγής Χαροκόπος, άρχισε την ανοικοδόμηση του «Πύργου» στο κτήμα της Γιάννουλης, σε σχέδια του συμπατριώτη του Κεφαλλονίτη Αναστασίου Μεταξά, διάσημου την εποχή εκείνη αρχιτέκτονα. Τον ίδιο επέλεξε και για τα άλλα κτίρια που οικοδόμησε στην Αθήνα. Το σχέδιο του Πύργου είναι επηρεασμένο από τα αρχιτεκτονικά ρεύματα που επικρατούσαν στις αρχές του 20ού αιώνα στη χώρα, στο οποίο προστέθηκαν και άλλα διακοσμητικά στοιχεία, όπως π.χ. οι ακρογωνιαίοι λίθοι, τα οποία προσδίδουν στο επιβλητικό για την εποχή εκείνη κτίριο έναν αγροτικό χαρακτήρα. Ο Παναγής Χαροκόπος είχε επιλέξει να βρίσκεται το γραφείο του στο ψηλότερο σημείο του Πύργου, το οποίο περιβάλλεται από επάλξεις. Από τη θέση αυτή είχε προσωπική εποπτεία στις απέραντες ιδιοκτησίες του. Ήταν άνθρωπος δραστήριος και διορατικός, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Θεωρείται ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα το μηχανικό άροτρο και την αλωνιστική μηχανή. Προσπαθούσε να εκπαιδεύσει τους εργάτες του στις νέες τεχνικές καλλιέργειες και ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή στα Φάρσαλα. Λίγα χρόνια αργότερα (1908) όπως ξέρουμε, άρχισε να κτίζεται και η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή. Ήταν η περίοδος όπου η χώρα επένδυε στην αγροτική παραγωγή, καθώς είχαν αρχίσει οι παραχωρήσεις εκτάσεων από τους μεγαλοκτηματίες σε ακτήμονες καλλιεργητές.
Από την πρώτη στιγμή ο Παναγής Χαροκόπος έδωσε άμεσα δείγματα συγχρωτισμού με άτομα της λαρισαϊκής κοινωνίας. Υπήρξε μεταξύ των ιδρυτών του Μουσικού Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης και στις πρώτες αρχαιρεσίες που πραγματοποιήθηκαν στις 2 Φεβρουαρίου 1901 με την παρουσία 88 μελών, εκλέχθηκε πρόεδρος[2].
Διοργάνωνε στον Πύργο του συγκεντρώσεις συγγενών και φίλων, έδινε δεξιώσεις και προσκαλούσε σημαντικές προσωπικότητες όταν επισκέπτονταν τη Λάρισα. Μεταξύ αυτών και τον Ελευθέριο Βενιζέλο[3]. Υπήρξε από την πρώτη στιγμή θαυμαστής των ιδεών του μεγάλου πολιτικού και το 1911 εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Όμως η θητεία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο υπήρξε σύντομη, αφού στα τέλη του ίδιου έτους ο Παναγής απεβίωσε σε ηλικία 76 ετών. Παρέμεινε άγαμος και με τη διαθήκη του άφησε ως κληρονόμους τα παιδιά του Σπύρου, μικρότερου αδελφού του, τους Ευανθία (Έβαν), Σπύρο και Παναγή.
--Ο κατά πολύ μικρότερος αδελφός του Παναγή Χαροκόπου, Σπύρος, ο οποίος αγαπούσε και εκείνος τη γεωργία, βρέθηκε κάποια στιγμή με τον Παναγή στη Ρουμανία και μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα παρακολουθούσε από κοντά την καλλιέργεια των κτημάτων του, ιδιαίτερα όταν ο Παναγής βρισκόταν στην Αθήνα. Μετά τον θάνατο του τελευταίου (1911), συνέχισε το έργο του. Κατά το 1930 έπειτα από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με δήμαρχο τον Μιχαήλ Σάπκα, ο Δήμος αγόρασε από τον Σπύρο Χαροκόπο μια έκταση 10 στρεμμάτων για να κτίσει το Φθισιατρείο έξω από την πόλη[4].
Ένας ακόμη αδελφός του Παναγή και του Σπύρου Χαροκόπου μας είναι γνωστός. Ήταν ο Γεράσιμος, ο οποίος σπούδασε γεωπονία στο Βέλγιο και δεν είχε σχέσεις με τη Λάρισα.
Η ζωή των κληρονόμων του Παναγή Χαροκόπου δεν ακολούθησε τους δικούς του ρυθμούς. Αυτοί ταξίδευαν τακτικά στο εξωτερικό, διατηρούσαν σχέσεις με κοσμικούς κύκλους των Αθηνών και του εξωτερικού και όταν η ανάγκη το επέβαλε έρχονταν στη Λάρισα, συνοδευόμενοι και από επώνυμους φίλους.
--Η Ευανθία (Εβάν) είχε αναπτύξει στενές φιλίες με διάσημες προσωπικότητες. Πολυταξιδεμένη και ανέμελη, είχε στενές σχέσεις και με τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδος. Παντρεύτηκε τον πολιτικό Θεοτόκη και αργότερα σε δεύτερο γάμο τον Πετρούτση. Σκοτώθηκε το 1980 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όταν με το αυτοκίνητό της επέστρεψε από το Σαιν Μόριτς όπου είχε πάει για χειμερινές διακοπές και για σκι.
--Ο Σπύρος Σπύρου Χαροκόπος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1910 και πέθανε στη Ζυρίχη το 1976. Σπούδασε Αρχιτεκτονική και Καλές Τέχνες στο Καίμπριτζ. Από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει να συλλέγει εικόνες της κρητικοεπτανησιακής σχολής. Η πολύτιμη συλλογή του μετά θάνατον δωρίθηκε από την αδελφή του Έβαν Πετρούτση στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι, όπου εκτίθεται. Έγινε περισσότερο γνωστός από την ολόσωμη προσωπογραφία του σε καθιστή πόζα, με θερινή στολή της αεροπορίας, που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Τσαρούχης.
--Η διαδρομή του Παναγή Χαροκόπου του νεότερου είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ερωτεύθηκε τη μικρή Μελίνα Μερκούρη και στεφανώθηκαν κρυφά το 1939, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειάς της, σ’ ένα χωριό κοντά στην Καλαμάτα. Ως το 1953 η Μελίνα περνούσε ορισμένα χρονικά διαστήματα στο κτήμα της Γιάννουλης, αν και ο γάμος της είχε ατονήσει. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι τη θυμούνται να κυκλοφορεί πάνω σε άλογο και να απολαμβάνει τις εξορμήσεις της στον θεσσαλικό κάμπο. Το 1953 χωρίζουν και ο Παναγής ερωτεύεται τη Σταρ Ελλάς Ντέπυ Μαρτίνη. Πεθαίνει το 1969.
Κατά τη Γερμανική κατοχή ο Πύργος Χαροκόπου είχε επιταχθεί για να εγκαταστήσει το γραφείο του ο γερμανός διοικητής της Λάρισας με το επιτελείο του. Οι παλιοί θυμούνται ότι στο κτίριο είχαν εγκατασταθεί αντιαεροπορικά πυροβόλα, τα οποία ειδοποιούσαν με τρεις βολές τα γερμανικά στρατεύματα για επικείμενη έλευση συμμαχικών αεροπορικών βομβαρδιστικών.
--Το 1964 ο Παναγής Χαροκόπος ο νεότερος υιοθέτησε τον Γιώργο Χαροκόπο, γιο του πρώτου εξαδέλφου του, αφού ο ίδιος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αποκτήσει απογόνους. Του ανέθεσε την επιμέλεια του κτήματος και με τον θάνατό του το κληρονόμησε. Το 1988 ο Πύργος κηρύχθηκε διατηρητέος. Αργότερα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γιώργου Χαροκόπου, η σύζυγός του Σοφία Χαροκόπου με τα έξι παιδιά τους, ανέλαβε να διεκπεραιώσει όλες τις δύσκολες υποθέσεις μιας αμύθητης περιουσίας η οποία κατασπαταλήθηκε από τους επίγονους της οικογένειας Χαροκόπου. Προ ετών το κτίσμα και ό,τι απέμεινε από τα κτήματα αγοράσθηκαν από συμπολίτη μας επιχειρηματία και έτσι η δυναστεία του μεγάλου Παναγή Χαροκόπου είχε ένα οδυνηρό τέλος. Όσο για τον Πύργο; αυτός οδηγείται τεχνηέντως στην αυτοκαταστροφή.

--------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ο Πύργος του Χαροκόπου στη Γιάννουλη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 22ας Μαΐου 2016.
[2]. Για την εκλογή ως προέδρου του Παναγή Χαροκόπου, η τοπική εφημερίδα «’Ολυμπος» έγραφε ότι: «…δεν υπήρξε μόνον θετικώς επωφελής, αλλά και αρνητικώς ουχί αζημία, καθ’ ό προλαβούσα τας μεταξύ των μελών αναποδράστους έριδας περί της καταλήψεως του προεδρικού θώκου, διότι η φιλαρχία είναι έμφυτος εις τον Έλληνα».
[3]. Ο Ελ. Βενιζέλος κατά την προεκλογική του εκστρατεία για τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, πέρασε και από τη Λάρισα και στις 14 Νοεμβρίου εκφώνησε έναν ιστορικό λόγο από τον εξώστη της Λέσχης Ασλάνη (σήμερα στη θέση της βρίσκεται η Στρατιωτική Λέσχη). Το 1911 ο Παναγής Χαροκόπος απεβίωσε. Φαίνεται πολύ πιθανόν ότι κατά την παραμονή του στην πόλη μας τον Νοέμβριο του 1910 φιλοξενήθηκε στον Πύργο του Χαροκόπου.
[4]. Σήμερα στον χώρο αυτό στεγάζεται η Θεραπευτική Κοινότητα "Έξοδος".

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com