Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Το αρχοντικό Δημ. Πουλιάδη



Το αρχοντικό Δημ. Πουλιάδη, στη βόρεια πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. Δεκαετία 1970Το αρχοντικό Δημ. Πουλιάδη, στη βόρεια πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. Δεκαετία 1970
Στο σημερινό σημείωμα θα ασχοληθούμε με ένα σπουδαίο κτίσμα, κόσμημα της προπολεμικής Λάρισας, το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη. Βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου, στη γωνία των σημερινών οδών Παπακυριαζή και Ασκληπιού.
Ο Δημήτριος Πουλιάδης ήταν εργολάβος, ο οποίος εκτός από την κατασκευή ιδιωτικών κτιρίων αναλάμβανε και διάφορα δημόσια και δημοτικά έργα. Ανήκε στην μεγάλη ομάδα εργολάβων οι οποίοι είχαν αναλάβει να μεταμορφώσουν την Λάρισα της τουρκοκρατίας σε μια σύγχρονη πολιτεία[1]. Διετέλεσε κατά διαστήματα δημοτικός σύμβουλος και υπήρξε από τους πλέον δραστήριους επιχειρηματίες της Λάρισας. Ήταν εμπειροτεχνίτης και πολλά από τα παλαιά κτίσματα της Λάρισας έγιναν με δικά του σχέδια, κατασκευή και επίβλεψη. Ένα από τα λίγα που σώζονται είναι το τριώροφο μέγαρο Αλεξάνδρου που βρίσκεται επί της οδού Βενιζέλου, απέναντι από το αρχαίο θέατρο, καθώς και το αρχοντικό Αλεξάνδρου[2] επί της Παπακυριαζή. Στην πλατεία Ταχυδρομείου είχε κατασκευάσει και άλλα τρία κτίρια τα οποία όμως δεν υπάρχουν σήμερα. Το αρχοντικό του Νικολάου Καραστεργίου που βρισκόταν στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Παναγούλη, το αρχοντικό του Γεωργίου Αντωνιάδη[3], το οποίο αργότερα διαμορφώθηκε στο Ξενοδοχείο "Τα Τέμπη", και την οικογενειακή του κατοικία, την οποία παρουσιάζουμε σήμερα.
Αρχιτεκτονικά το σπίτι του Πουλιάδη διέθετε πολλά νεοκλασικά στοιχεία, ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο και σαν γωνιακό που ήταν είχε δύο όψεις, η μία προς την οδό Παπακυριαζή, όπου βρισκόταν η κύρια είσοδος της κατοικίας, έβλεπε προς την πλατεία και η άλλη προς την οδό Ασκληπιού. Πάνω από την είσοδο βρισκόταν ένας περίτεχνος εξώστης με μαρμάρινα λεπτοδουλεμένα φουρούσια και μεταλλικό κιγκλίδωμα. Όμως εκείνο που χαρακτήριζε το αρχοντικό του Πουλιάδη ήταν μια κατακόρυφη τρίπλευρη προεξοχή του σπιτιού στο μέσον της ανατολικής όψης, σε ολόκληρο το ύψος της, η οποία ψηλά κατέληγε σε μια πυργοειδή κατασκευή. Ήταν ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που το προσδιόριζε και δεν το έχουμε συναντήσει σε κανένα άλλο αρχοντικό της Λάρισας. Στην όψη που έβλεπε προς την πλατεία υπήρχε και μια σιδερένια εξώπορτα η οποία μετά από ένα μικρό άνοιγμα οδηγούσε σε μια δεύτερη, βοηθητική είσοδο, η οποία βρισκόταν στην πυργοειδή προεξοχή, όπως διακρίνεται και στην φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο. Το σπίτι του ο Πουλιάδης το επιμελήθηκε ιδιαίτερα και το προσάρμοσε ανάλογα με τις ανάγκες της οικογενείας του. Ως χρονολογία κατασκευής αναφέρεται το έτος 1910.
Μετά τον θάνατο του Δημητρίου Πουλιάδη το αρχοντικό περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού του Αθανασίου Γουνιτσιώτη, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ψιλικών επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα). Λόγω της στερεάς και επιμελημένης κατασκευής του ο σεισμός του 1941 δεν επέφερε στο κτίσμα σοβαρές ζημιές. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αγοράς, ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας έγινε κάτοχος του αρχοντικού αυτού στις 17 Σεπτεμβρίου 1952, με την προοπτική να το χρησιμοποιήσει σαν οικογενειακή του κατοικία και μάλιστα αφού το συντήρησε, προχώρησε εσωτερικά σε πολλές βελτιώσεις. Την περίοδο εκείνη (1952) η χειρουργική κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα στεγαζόταν στο Μέγαρο Αλεξάνδρου επί της οδού Βενιζέλου. Το 1955 απέναντι από το σπίτι που είχε αγοράσει ο Κατσίγρας έκτισε την περίφημη ιδιωτική του κλινική. Το αρχοντικό του οποίου είχε αποκτήσει την ιδιοκτησία το χρησιμοποιούσε ως αναρρωτήριο, όταν η κλινική ήταν κορεσμένη από ασθενείς. Μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις μετέφερε τους ασθενείς για ανάρρωση στο κτίριο του Πουλιάδη, ενώ στο ημιυπόγειο στέγαζε τα πλυντήρια και στεγνωτήρια. Όμως το κτίριο αυτό έπειτα από την σεισμική δόνηση του 1953, κτυπημένο προφανώς και από τους προηγούμενους σεισμούς, παρουσίασε μεγάλες ρωγμές και θεωρήθηκε επικίνδυνο. Έμεινε για πολλά χρόνια ακατοίκητο και το 1978 ο ιδιοκτήτης το κατεδάφισε και οικοδομήθηκε, σε επαφή με την προηγούμενη πολυκατοικία, ένα νέο πολυώροφο κτίριο με κατασκευαστή τον Απόστολο Σταθακόπουλο.
Η φωτογραφία που δημοσιεύεται απεικονίζει το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη όπως φαινόταν από την πλατεία Ταχυδρομείου. Είναι του Τάκη Τλούπα, η λήψη του τοποθετείται περί το 1970 και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο που εκδόθηκε από τον Δήμο Λαρισαίων με τίτλο "Λάρισα. Εικόνες του χθες", σε κείμενα του Νίκου Νάκου και φωτογραφίες του μεγάλου Λαρισαίου φωτογράφου.
 [1]. Οι εργολάβοι της εποχής εκείνης ήταν οι Αναστάσιος Οικονόμου, Βασίλειος Μπεκιάρης, Βασίλειος Παπαδέδες, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Δημήτριος Πουλιάδης, Πάτροκλος Σαβούρης και Νικόλαος Οικονόμου. Οι Αναστάσιος, Κωνσταντίνος και Νικόλαος Οικονόμου ήταν αδέλφια, παιδιά του Αθανασίου Οικονόμου. Η οικογένειά τους αρχικά διέμενε στο Καζακλάρ (Αμπελώνα), εν συνεχεία όμως μετακόμισαν στη Λάρισα, όπου διέμεναν στο αρχοντικό τους, το οποίο διασώζεται μέχρι και σήμερα στην οδό Μανωλάκη 11, και το οποίο στεγάζει τις υπηρεσίες του ΟΚΑΝΑ. Και οι επτά αναφερόμενοι εργολάβοι είναι γνωστοί από την οικοδομική δραστηριότητα που ανέπτυξαν στη Λάρισα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1940. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η κατεδάδιση του πυρποληθέντος Δικαστικού Μεγάρου (1888), εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2017.
[2].Ο επάνω όροφος έπαθε σοβαρές καταστροφές από τον σεισμό. Μεταπολεμικά αποκαταστάθηκε, όχι όμως στην αρχική νεοκλασική του μορφή.
[3]. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αδελφοί Αντωνιάδη διατηρούσαν στην οδό Ερμού ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα γυναικείων ειδών και υφασμάτων στη Λάρισα. Το 1910 ο εργολάβος Δημ. Πουλιάδης κατασκεύασε δύο κατοικίες για να στεγάσουν οι αδελφοί Αντωνιάδη τις οικογένειές τους. Την μία στην οδό Παπακυριαζή, την οποία αγόρασε το 1920 ο Ιωάννης Αλεξάνδρου και την δεύτερη στην Πλατεία Ταχυδρομείου, η οποία αργότερα στέγασε το ξενοδοχείο "Τα Τέμπη".
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Το σπίτι του Στρατιώτου


Το Σπίτι του Στρατιώτου. Φωτογραφία του Δημ. Γκουσγκούνη. 1960Το Σπίτι του Στρατιώτου. Φωτογραφία του Δημ. Γκουσγκούνη. 1960
Η σημερινή εικόνα αποτελεί για τους νεότερους Λαρισαίους έναν γρίφο, αν και δεν είναι πολύ παλιά.
Θυμίζω ότι πρόκειται για ένα κτίριο με διαστάσεις μιας μέσης χωρητικότητας αίθουσας, θα έλεγα λίγο μικρότερο από την αίθουσα του σημερινού Δημοτικού Ωδείου, χωρίς τον εξώστη. Είχε πρόσοψη στην οδό Κουμουνδούρου και στη θέση του σήμερα βρίσκεται το κεντρικό κτίριο της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Η λήψη της εικόνας έγινε από τον φωτογράφο Δημήτριο (Μίμη) Γκουσγκούνη, του οποίου το φωτογραφικό εργαστήριο, βρισκόταν και βρίσκεται και σήμερα επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 29[1]. Η χρονολογία λήψεως τοποθετείται στα 1960, όπως αναγράφεται στο βιβλίο απ’ όπου αντλήθηκε η φωτογραφία [2].
Όπως συμπεραίνεται και από την ονομασία του, ήταν ένας χώρος ο οποίος ουσιαστικά ανήκε στους στρατιώτες, οι οποίοι όταν είχαν έξοδο και ήθελαν να περάσουν κάποιες ώρες ευχάριστα με φίλους, αν δεν είχαν να κάνουν κάτι συγκεκριμένο, συγκεντρώνονταν στους χώρους του, διασκέδαζαν και παρακολουθούσαν διάφορα θεάματα. Ουσιαστικά όμως ο χώρος αυτός είχε αποτελέσει την περίοδο εκείνη το πολιτιστικό και ψυχαγωγικό κέντρο της Λάρισας, γιατί είχε και πολλές άλλες χρήσεις. Μπορούσε να μετατραπεί σε κινηματογράφο, θέατρο, αίθουσα διαλέξεων και χώρο συναυλιών (κυρίως της μπάντας του Β΄ Σώματος Στρατού με μαέστρο τον αρχιμουσικό Γεώργιο Μίγκο). Επίσης στην τεράστια αίθουσά του πραγματοποιούνταν χοροεσπερίδες που διοργάνωναν διάφορα σωματεία της πόλεως, κυρίως για φιλανθρωπικούς σκοπούς και διάφορες άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, μια που την περίοδο εκείνη ήταν η μοναδική ευρύχωρη αίθουσα που υπήρχε στην πόλη. Στη φωτογραφία μπορεί να διακρίνει κανείς με λίγη προσοχή δεξιά και αριστερά της εισόδου σε ειδικά τελάρα, φωτογραφίες από κάποιο κινηματογραφικό έργο που προβαλλόταν.
Η αίθουσα που στέγαζε το «Σπίτι του Στρατιώτου» κτίσθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ύστερα από πρωτοβουλία του διοικητού του Β΄ Σ. Σ., σε μια θέση κοντά στο κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας (ΟΥΗΛ). Για καλύτερο προσανατολισμό των νεώτερων Λαρισαίων θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε εν συντομία το οικοδομικό τετράγωνο μέσα στο οποίο στεγαζόταν. Το τετράγωνο αυτό περικλειόταν ανατολικά από την οδό Παπαναστασίου (Βασιλίσσης Σοφίας τότε), βόρεια από την οδό Κουμουνδούρου, δυτικά από την οδό Ανθίμου Γαζή (Βασιλίσσης Φρειδερίκης τότε) και νότια από την οδό Βελή. Από την πλευρά της Παπαναστασίου υπήρχε μια σειρά από καταστήματα και κατοικίες σε όλο το μήκος της. Απ’ αυτά αξίζει να αναφέρουμε την κατοικία που βρισκόταν στη γωνία Παπαναστασίου και Κουμουνδούρου και η οποία μέχρι το 1912 στέγαζε το Τουρκικό Προξενείο. Πίσω ακριβώς από τη σειρά αυτή των κτισμάτων βρισκόταν ένας μικρός και ανώνυμος δρόμος, σαν μονοπάτι. Σήμερα όλος αυτός ο χώρος έχει μετατραπεί στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, στην οποία ως γνωστόν βρίσκεται το άγαλμα του βάρδου της Ελευθερίας. Στη συνέχεια βρισκόταν το κτίριο που στέγαζε το «Σπίτι του Στρατιώτου» με την αυλή του και ακολουθούσε ένας άλλος μικρότερος χώρος που τα καλοκαίρια λειτουργούσε από ειδική υ* πηρεσία του στρατού θερινός κινηματογράφος. Στη θέση αυτών ανεγέρθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το κτίριο της Νομαρχίας Λαρίσης και σήμερα, όπως αναφέρθηκε, στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Την υπόλοιπη περιοχή μέχρι την οδό Ανθίμου Γαζή καταλάμβανε το μεγάλο κτίριο του Ηλεκτροφωτισμού, που από το 1930 είχε αναλάβει να προσφέρει ηλεκτρική ενέργεια σε κατοικίες, καταστήματα, εργοστάσια και σε κοινόχρηστους χώρους μέσω του ΟΥΗΛ. Μάλιστα στη βορειοδυτική γωνία της αυλής του εργοστασίου είχαν κατασκευασθεί και λουτρά από τον ίδιο οργανισμό[3]. Σήμερα στη θέση αυτή βρίσκεται από καιρό το ημιτελές εσωτερικά κτίριο που θα στεγάσει όταν ολοκληρωθεί το Δημοτικό Θέατρο της πόλεως, στο δε υπόγειο υπάρχει άνετος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
Κατασκευαστικά, το κτίριο που στέγαζε το «Σπίτι του Στρατιώτου» ήταν διώροφο με μεγάλα παράθυρα, για καλύτερο φωτισμό. Βόρεια υπήρχε μια ισόγεια προέκταση, η οποία αποτελούσε την κύρια είσοδο. Μπροστά του, μέχρι τον οδό Κουμουνδούρου υπήρχε μεγάλη ανθοστόλιστη αυλή με σιντριβάνι. Περιφερειακά όλος ο χώρος περικλειόταν με περίφραξη από χαμηλό τοιχίο με κάγκελα. Πολλοί από μας τους παλαιότερους, ιδιαίτερα όσοι κατοικούσαμε εκεί κοντά, διατηρούμε θαυμάσιες εντυπώσεις από τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν. Εκεί παρακολούθησα την πρώτη διάλεξη της ζωής μου. Ήμουν στην ογδόη Γυμνασίου τότε, δηλ. στην τελευταία τάξη του Λυκείου όπως θα λέγαμε σήμερα, όταν με τον πατέρα μου παρακολούθησα τη διάλεξη του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Λούβαρι. Θυμάμαι πολύ έντονα το θέμα της: «Άθως. Η Πύλη του Ουρανού». Δεν νομίζω ότι κατάλαβα τίποτα απ’ αυτήν, όμως εντυπωσιάσθηκα από την παρουσία του σεβάσμιου ομιλητή, από το θέμα και κυρίως από την προσήλωση των ακροατών, οι οποίοι μετά το τέλος της συζητούσαν μεταξύ τους για τα βαθυστόχαστα νοήματα της σκέψης του. Πολύ προσφιλής επίσης ήταν και ο θερινός κινηματογράφος. Πηγαίναμε και παρακολουθούσαμε τα έργα συνήθως λαθραία, σκαρφαλώνοντας επικίνδυνα σε ψηλούς τοίχους.
Σήμερα, έπειτα από εξήντα περίπου χρόνια, όλα έχουν αλλάξει σ’ αυτό το οικοδομικό τετράγωνο…
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου, nikapap@hotmail.com
[1]. Ο Δημήτριος (Μίμης) Γκουσγκούνης (1931-2014) υπήρξε μαθητής του γνωστού φωτογράφου Γεωργίου Βαλσάμη, το φωτογραφείο του οποίου στεγαζόταν στην οδό Μ. Αλεξάνδρου 8, σχεδόν απέναντι από το εργαστήριο του Γκουσγκούνη,. Το κατάστημα του τελευταίου άρχισε να λειτουργεί το 1955 και το 1977 παρέλαβε τη σκυτάλη ο γιος του Χάρης, τον οποίο διαδέχθηκε το 1997 ο γιος του προηγούμενου, Δημήτρης Γκουσγκούνης, ο οποίος εξακολουθεί να το διαχειρίζεται μέχρι σήμερα με επιτυχία. Όπως βλέπουμε, το φωτογραφείο επί τρεις γενεές μεταβιβάζεται στα άρρενα τέκνα της οικογένειας Γκουσγκούνη.
[2]. Βλέπε: Καλογιάννης Βάσος, Λεύκωμα φωτο-ιστορικό του Δήμου Λάρισας, με τους Δημάρχους και τους Δημοτικούς Συμβούλου 110 χρόνων ελεύθερης ζωής του τόπου, έκδοση του Δήμου Λάρισας, Λάρισα (1990) σελ. 108.
[3]. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι ιδιωτικές κατοικίες της Λάρισας, εκτός ελαχίστων, δεν διέθεταν λουτρό (ντουζ ή μπανιέρα) και για την ατομική καθαριότητα οι κάτοικοί της κατέφευγαν στα λουτρά αυτά έναντι ελαχίστου τιμήματος.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΚΗΠΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ


Μια ειδυλλιακή ποιμενική άποψη στην περιοχή του Αλκαζάρ. Η περιοχή με την άφθονη βλάστηση αριστερά αποτυπώνει ένα μέρος από τον Κήπο Παπασταύρου. Επιστολικό δελτάριο των Γκηνάκου και Μαργαρίτη. Αρχές δεκαετίας του 1930.Μια ειδυλλιακή ποιμενική άποψη στην περιοχή του Αλκαζάρ. Η περιοχή με την άφθονη βλάστηση αριστερά αποτυπώνει ένα μέρος από τον Κήπο Παπασταύρου. Επιστολικό δελτάριο των Γκηνάκου και Μαργαρίτη. Αρχές δεκαετίας του 1930.
Στο κείμενο της προηγούμενης Τετάρτης αναφερθήκαμε στην τοποθεσία Φάληρο, μια εξοχική περιοχή της Λάρισας, ιδιαίτερα προσφιλή στους κατοίκους της κατά τους θερινούς μήνες.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια άλλη εξοχική τοποθεσία της Λάρισας, εξίσου αγαπητή στους λάτρεις της φύσης και των περιπάτων, την οποία προτιμούσαν οι παλιοί Λαρισαίοι. Τις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες Κυριακές, μετά τον εκκλησιασμό, και τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, πολλοί κάτοικοι της πόλης κατά ομάδες, ολόκληρες οικογένειες και πολλοί γλεντζέδες επισκέπτονταν τον Κήπο του Παπασταύρου. Ο κήπος αυτός βρισκόταν πέρα από την περιοχή του Αλκαζάρ, σε επαφή με την αριστερή κοίτη του Πηνειού και καταλάμβανε τον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται η συνοικία Αλκαζάρ και ένα μέρος του γειτονικού Σταδίου.
Είναι γεγονός ότι στη Λάρισα των αρχών του 20ου αιώνα υπήρχαν διάφορες τοποθεσίες τις οποίες σήμερα αγνοούμε, καθώς όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν έχουν μεταβάλλει αισθητά την πολεοδομική μορφή της πόλης. Την εποχή εκείνη η Λάρισα είχε πληθυσμό 20 και αργότερα 25 χιλιάδες κατοίκους και η έκτασή της καταλάμβανε μόνον την περιοχή που ονομάζουν κάποιοι ιστορικό κέντρο. Σήμερα, καθώς η πόλη ξεπερνάει τις 200 χιλιάδες κατοίκους, ξαπλώθηκε ανοργάνωτα και χωρίς σχέδιο προς όλες τις κατευθύνσεις, έχει καταλάβει ακόμη και αγροτικούς χώρους τους οποίους οι κάτοικοί της καλλιεργούσαν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Και καθώς συνεχίζει να εξαπλώνεται, προβλέπεται στο μέλλον να ενσωματωθούν στη Λάρισα και οι γειτονικοί οικισμοί, όπως η Γιάννουλη, η Νίκαια, τα Καλύβια Αγίας Μαρίνας, κλπ.
Πριν περιγράψουμε τον κήπο του Παπασταύρου, ας πούμε αρχικά λίγα λόγια για τον ιδιοκτήτη του, για τον οποίο έχουμε αναφερθεί και σε άλλα σημειώματά μας. Ο Κωνσταντίνος Παπασταύρου[1] γεννήθηκε το 1855 στη Ζίτσα, το γνωστό ζαγοροχώρι της Ηπείρου. Σπούδασε φαρμακοποιός στην Αθήνα και στην αρχή εγκαταστάθηκε επαγγελματικά στα Ιωάννινα, όπου έκανε οικογένεια νεότατος. Είχε όμως την ατυχία να χάσει νωρίς τη γυναίκα του. Μετά το 1881, για να αποφύγει τις διώξεις των Τούρκων ήλθε στην πρόσφατα απελευθερωθείσα Λάρισα και το 1882 άνοιξε Φαρμακείο στην κεντρική συνοικία Ντάρκουλη[2]. Εδώ νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την Αμαλία Χρυσοχόου, που είχε και αυτή καταγωγή από την Ζίτσα. Η Αμαλία βρισκόταν στη Λάρισα από την περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε διατελέσει δασκάλα στο Σχολείο Θηλέων της Λάρισας. Αργότερα εξελίχθηκε σε συγγραφέα και υπήρξε από τις πρωτοπόρες που υπερασπίσθηκες τα δικαιώματα της γυναίκας.
Ο Παπασταύρου ήταν σοβαρός επιστήμονας, έντιμος επαγγελματίας και από την εργασία του και από κάποια κληρονομιά, απέκτησε ικανή περιουσία[3], χάρη στην οποία αγόρασε μια μεγάλη έκταση πέρα από το Αλκαζάρ, την οποία φρόντισε να την αξιοποιήσει. Με την φροντίδα του επιστάτη του Μπαχτσεβάνου, καλλιέργησε την χέρσα περιοχή και την μετέτρεψε σε λαχανόκηπο, γι’ αυτό και έμεινε στους Λαρισαίους γνωστός ο χώρος αυτός σαν κήπος Παπασταύρου. Οι εργάτες του περιβολιού αυτού καλλιεργούσαν με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια όλα τα είδη των εποχιακών λαχανικών, με τα οποία τροφοδοτούσαν όχι μόνον την αγορά της Λάρισας, αλλά προμήθευαν και μεμονωμένα άτομα. Ονομαστά κυρίως ήταν τα αγγουράκια από το περιβόλι του Παπασταύρου. Η ποικιλία που καλλιεργούσε ο Μπαχτσεβάνος διέφερε σημαντικά από τα σημερινά αγγούρια. Ήταν μικρά, τρυφερά, νόστιμα, δροσερά και προσφέρονταν μια ορισμένη εποχή του χρόνου. Μάλιστα η ζήτηση ήταν τέτοια ώστε η παραγωγή δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την αγορά της Λάρισας. Τα σημερινά αγγούρια καλλιεργούνται όλο τον χρόνο, είναι μεγαλύτερα, πιο σκληρά και υστερούν έναντι των παλαιών στην γεύση. Η παλιά αυτή ποικιλία δεν καλλιεργείται πλέον.
Οι Λαρισαίοι τα γεύονταν συνήθως στο διπλανό με τον κήπο του Παπασταύρου ταβερνάκι, το οποίο ονομαζόταν «Κιβωτός». Είναι ενδιαφέρον νομίζω να μάθουμε γιατί το συγκεκριμένο εξοχικό κέντρο ονομάσθηκε «Κιβωτός». Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πλημμύρας στη Λάρισα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Τσιρόπουλος, που ήταν τότε διευθυντής στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», περιέγραψε ως εξής την κατάσταση που επικρατούσε στην πέραν του Αλκαζάρ περιοχή, η οποία σημειωτέον ότι τότε ήταν επίπεδη, άδενδρη και χωρίς οικήματα, εκτός από το μικρό κεντράκι: «Ολόκληρον το πεδίον του “Αλκαζάρ” εκαλύφθη υπό υγράν σινδόνην, ήτις εξετείνετο μέχρι του αγροκτήματος Χαροκόπου[4]. Τα πάντα είχον καλυφθεί από τα πλημμυρίσαντα ύδατα και εν τω μέσω της σχηματισθείσης απεράντου λίμνης επρόβαλεν, ως η Κιβωτός του Νώε, το εξοχικόν κέντρον παρά τον κήπον Παπασταύρου». Η επιτυχημένη παρομοίωση του δημοσιογράφου στάθηκε αφορμή να ονομασθεί το κέντρο «Κιβωτός». Ήταν ένα μικρό, τετράγωνο, χαμηλό κτίσμα που μόλις χωρούσε μέσα τρία με τέσσερα τραπεζάκια. Κυρίως όμως ήταν θερινό κέντρο και το καλοκαίρι απλωνόταν μέσα σε καταπράσινους χώρος. Την εκμετάλλευση την είχε ο Γεώργιος Ζαρκαδούλας, ένας αγαθός και ήσυχος άνθρωπος που έμενε μόνος στην ταβέρνα.
Αργότερα ο χώρος στην περιοχή αυτή άρχισε να αλλάζει. Διαβάζουμε στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εκ του πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρου του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου και ακριβώς αριστερά τω εισερχομένω εις αυτόν, καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως…». Η παρουσία του σταδίου, όπως ήταν φυσικό, αναβάθμισε την περιοχή και έδωσε την ευκαιρία για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Μεταπολεμικά στη θέση της «Κιβωτού» λειτούργησε το εξοχικό κέντρο «Ο Τζίμης». Από τον κήπο του Παπασταύρου έμεινε μόνον το όνομα, ενώ ο χώρος κατατμήθηκε σε οικόπεδα. Ανοίχτηκαν δρόμοι, άρχισαν να κατασκευάζονται μονώροφες ή διώροφες οικοδομές, οικοδομήθηκε σχολικό συγκρότημα και η περιοχή έγινε γνωστή σαν οικισμός ή συνοικία Παπασταύρου. Πριν από μερικά χρόνια οι κάτοικοί της ζήτησαν την αλλαγή της ονομασίας της συνοικίας και σήμερα η περιοχή που αντιστοιχούσε προπολεμικά στον κήπο του Παπασταύρου ονομάζεται συνοικία Αλκαζάρ.
-------------------------------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου και ο πόλεμος του 1897, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2014. του ιδίου, Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Μαρτίου 2014.
[2]. "Ο κ. Κ. Παπασταύρος επιστήμων φαρμακοποιός ηνέωξεν φαρμακείον και φαρμακεμπορείον εν τη συνοικία Δάρκουλη, εφωδιασμένον με άπαντα τα είδη εκλεκτών φαρμάκων εκ Παρισίων. Εις τους επιθυμούντας να προμηθευθώσιν εξ αυτών γίνεται σπουδαία συγκατάβασις", εφ. "Ανεξαρτησία", Λάρισα, φύλλο της 5ης Δεκεμβρίου 1882. Το φαρμακείο βρισκόταν στη σημερινή οδό Ρούζβελτ (τότε Φαρσάλων), στη γωνία όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Παπασταύρου. Αργότερα στο σημείο αυτό έκτισε την οικογενειακή κατοικία του, στο ισόγειο της οποίας στέγασε το φαρμακείο του. Το σπίτι του ήταν ένα μεγάλο διώροφο, επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό με μεγάλη αυλή και πλούσιο ανθόκηπο. Άντεξε κάπως από τις συμφορές της κατοχής και των σεισμών και μεταπολεμικά σ' αυτό στεγάσθηκε για κάποιο διάστημα το Εφετείο. Στη συνεχεία κατεδαφίσθηκε και στη θέση του οικοδομήθηκαν το κινηματοθέατρο «Διονύσια» και άλλα συνωδά κτίσματα.
[3]. Στις 22 Αυγούστου 1897 απεβίωσε στο Γκουμέστι της Ρουμανίας ο ιατρός Δημήτριος Ζιτσαίος, ο οποίος είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία στη Ρουμανία όπου βρέθηκε από μικρός, χωρίς να αποκτήσει οικογένεια. Λίγες ημέρες πριν πεθάνει, συνέταξε χειρόγραφα τη διαθήκη του με την οποία ο Κων. Παπασταύρου κληρονομούσε το ποσό των 20.000 γαλλικών χρυσών φράγκων. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φαρμακοποιός Κωνστ. Παπασταύρου. Μια σοβαρή παρατυπία του, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 12ης Απριλίου 2017.
[4]. Το αγρόκτημα Χαροκόπου την περίοδο εκείνη ήταν τεράστιο και εκτεινόταν από την νέα οδική αρτηρία που κατασκευάσθηκε πίσω από το Στάδιο, μέχρι και την Γιάννουλη.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η Λάρισα στα 1833


Bridge over the Peneus at Larissa (Γέφυρα πάνω από τον Πηνειό στη Λάρισα). Ξυλογραφία του Christopher Wordsworth. 1833.Bridge over the Peneus at Larissa (Γέφυρα πάνω από τον Πηνειό στη Λάρισα). Ξυλογραφία του Christopher Wordsworth. 1833.
Πριν λίγους μήνες είχαμε αναλύσει ένα χαρακτικό του άγγλου ιερωμένου Wordsworth. Η σημερινή εικόνα είναι μια άλλη που υπάρχει δημοσιευμένη στο βιβλίο Greece. Pictorial, Descriptive & Historical του άγγλου ταξιδιώτη Christopher Wordsworth (1807-1885), το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το έτος, M.DCCC.XXXIX (=1839) και αποτυπώνει την περιοχή της μεγάλης γέφυρας της Λάρισας.
Ο καλλιτέχνης στάθηκε στην αριστερή όχθη του Πηνειού, λίγα μέτρα βορειότερα από το σημερινό Κηποθέατρο. Με την πρώτη ματιά η εικόνα αποτυπώνει την ομορφιά και την χάρη της λίθινης γέφυρας, η οποία συνδέει τις όχθες του Πηνειού και αναδεικνύει την κατασκευαστική ικανότητα του τεχνίτη της[1]. Καθώς στα ήρεμα νερά του ποταμού αντανακλούν τα άνισα τόξα της, νοιώθεις ότι η ομορφιά διπλασιάζεται. Αριστερά πάνω σε ύψωμα, προέχει η αυστηρή σιλουέτα του τεμένους του Χασάν μπέη, το οποίο στέκει σαν ακοίμητος φρουρός ο οποίος παρακολουθεί και ελέγχει κάθε εισερχόμενο στην πόλη. Ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Λάρισας Τουρχάν μπέη, θεωρείται ο εμπνευστής της κατασκευής της γέφυρας στον Πηνειό. Δεξιά διακρίνονται κτίρια από την μονή των Μεβλεβήδων και ο μιναρές του τζαμιού του σε μια απλουστευμένη απεικόνιση της βόρειας πλευράς της. Η μονή αυτή φαντάζει λιγότερο επιβλητική απ’ ότι στα άλλα χαρακτικά, ίσως γιατί είχε αρχίσει σιγά-σιγά η παρακμή της. Πίσω από τη γέφυρα, αριστερά μόλις φαίνονται ορισμένα κτίρια του Αρναούτ μαχαλά και στο βάθος, διακρίνεται η περιοχή και το τζαμί του Acsaray (Λευκό ανάκτορο), στη θέση της σημερινής συνοικίας Νεάπολη. Μπροστά μερικοί ψαράδες μέσα σε τρεις ποταμίσιες ψαρόβαρκες, φαίνεται να αλιεύουν στην πλούσια από ψάρια κοίτη του ποταμού.
Ο Wordsworth στο βιβλίο που αναφέρθηκε περιλαμβάνει τρία χαρακτικά με θέματα παρμένα από τη Λάρισα. Η απεικόνιση που δημοσιεύεται σήμερα φαίνεται να είναι πιο αντικειμενική από τις άλλες δύο. Τα οικοδομήματα είναι ως επί το πλείστον στη φυσική τους αποτύπωση, οι αναλογίες της γέφυρας πραγματικές, η κορύφωση του οδοστρώματος ήπια και η απόδοση της καθημερινής ζωής των κατοίκων στις όχθες του Πηνειού ρεαλιστική. Όλα αυτά τα στοιχεία την έχουν κατατάξει σαν μία από τις πλέον δημοφιλείς αποτυπώσεις της Λάρισας από την περίοδο της τουρκοκρατίας, επειδή συνδυάζει την ομορφιά και τη γαλήνη του τοπίου, με τη ζωντάνια τη καθημερινής ενασχόλησης των κατοίκων της.
O άγγλος περιηγητής Christopher Wordsworth (1807-1886), σπουδαγμένος στα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας του, ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο και έφθασε μέχρι τον βαθμό του επισκόπου. Μεταξύ 1832-33 περιηγήθηκε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, ελεύθερο και τουρκοκρατούμενο, για να θαυμάσει τις αρχαιότητες. Καρπός των περιηγήσεών του ήταν μεταξύ των άλλων και η συγγραφή του σπουδαίου οδοιπορικού του. Στη Θεσσαλία ο Wordsworth βρέθηκε περί το τέλος της άνοιξης του 1833 και της αφιέρωσε ένα εκτεταμένο κεφάλαιο όπου εκτός από τις εντυπώσεις του, είναι εμπλουτισμένο και με άφθονες ξυλογραφίες.
Για τη Λάρισα γράφει σχετικά: "Τα τείχη αυτού του τόπου είναι ένας συνδυασμός αρχαιοτήτων και κακόγουστης τουρκικής αρχιτεκτονικής. Απαρτίζονται από κομμάτια παλαιών κιόνων και αρχιτεκτονικών μελών, τα οποία συνενώθηκαν με πρόχειρο τρόπο. Αξίζει να αναφερθούν τα τζαμιά της για τον μεγάλο αριθμό και την επιβλητικότητά τους. Λέγεται ότι υπάρχουν 24, ενώ δεν υπάρχει παρά μόνον ένας χριστιανικός ναός στη Λάρισα.
Ο χαρακτήρας του πληθυσμού ταιριάζει μ’ αυτή την εμφάνιση. Ο ταξιδιώτης που έχει έλθει από άλλα μέρη της Ελλάδος βλέπει για πρώτη φορά πολλές ήρεμες μορφές, ντυμένες με πλούσια ρούχα, να κάθονται ήσυχα μπροστά στις πόρτες τους[2]. Πουθενά αλλού δεν θα συναντήσει κανείς τόσες πολλές μορφές, κάτι σαν φαντάσματα, οι οποίες κινούνται κλεφτά στους δρόμους, μέσα στις μακριές άσπρες φορεσιές τους, που η μοναδική επαφή που έχουν με τον κόσμο γίνεται με την βοήθεια δύο ανοιγμάτων στα λινά τους καλύμματα, στο ύψος των ματιών. Αυτή την εμφάνιση είχαν οι Τουρκάλες στη Λάρισα [...]
Τα μεταφορικά μέσα τα οποία φαίνονται να πηγαινοέρχονται στις πύλες της πόλης αποτελούν μια ιδιομορφία της Λάρισας. Τα βαριά κάρα κινούνται αργά πάνω στους συμπαγείς τροχούς τους και είναι η πιο ευχάριστη ανάμνηση του παρελθόντος… όπως ήταν στην πραγματικότητα κατά την αρχαιότητα […] Τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης της Λάρισας είναι εντελώς ασήμαντα. Μερικά τμήματα των τειχών της ελληνιστικής ακρόπολης έχουν ενσωματωθεί στα κτίρια του τουρκικού παζαριού. Το όνομα της πόλης είναι ακριβώς το ίδιο με το αρχαίο. Στους τοίχους της ελληνικής αρχιεπισκοπής είναι εντοιχισμένες πολλές αρχαίες επιγραφές που αναφέρονται στην απελευθέρωση σκλάβων"[3].
 [1]. Σήμερα όσοι αντικρίζουν τα παλιά γεφύρια, όπως λ.χ. το γεφύρι του Αγίου Βησσαρίωνα δίπλα από την Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων, το γεφύρι της Άρτας, κ.ά., εντυπωσιάζονται από τις κατασκευαστικές ικανότητες που διέθεταν οι παλιοί πρακτικοί μάστορες, οι οποίοι δημιουργούσαν τέτοια θαυμάσια έργα.
[2]. Η συνήθεια αυτή επικρατούσε στη Λάρισα μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κατά τις καλοκαιρινές βραδιές, όταν τα περισσότερα σπίτια ήταν μονοκατοικίες, είχαν αυλές και οι γείτονες είχαν στενές ανθρώπινες σχέσεις. Η συνήθεια αυτή εξαφανίσθηκε με την κατασκευή των πολυώροφων οικοδομών..
[3]. Christopher Wordsworth. Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833. μετ. Σωτήρης Κύρκος, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Πάνος, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 30, Λάρισα (1966) σ. 20.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΦΑΛΗΡΟ: Μια περιοχή της παλιάς Λάρισας


Η οικία Σταματάκη - Μπέρτολη επί της οδού Ηπείρου, στη παλιά συνοικία Φάληρο. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1960Η οικία Σταματάκη - Μπέρτολη επί της οδού Ηπείρου, στη παλιά συνοικία Φάληρο. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1960
Η ονομασία "Φάληρο" σήμερα παραπέμπει σε περιοχή της Αττικής και μάλιστα διηρημένη σε Παλαιό και Νέο Φάληρο. Όμως από το 1881 και μετά η Λάρισα είχε και αυτή το δικό της "Φάληρο".
Πολλοί από τους νεότερους Λαρισαίους πιθανόν να μην έχουν ακούσει τίποτε για την περιοχή Φάληρο της Λάρισας και στη σημερινή τοπογραφία της πόλης ο όρος αυτός δεν αναφέρεται καθόλου. Όμως κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας νοτιοδυτικά της πόλης υπήρχαν εκτάσεις με περιβόλια, στα οποία χριστιανικές οικογένειες καλλιεργούσαν λαχανικά και φρούτα σε μικρές ποσότητες, τα οποία προωθούσαν στην αγορά της Λάρισας. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας οι μπαχτσέδες αυτοί διατηρήθηκαν και μάλιστα λέγεται ότι ένας Αθηναίος που ήρθε στη Λάρισα το 1881 άνοιξε στο τέλος της οδού Ηπείρου κοντά στους λαχανόκηπους κάποιο εξοχικό κέντρο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Φάληρο». Από την ονομασία αυτή του εξοχικού κέντρου πιστεύεται ότι πήρε το όνομά της και η συνοικία.
Τον χώρο της συνοικίας του Φαλήρου μπορούμε να τον οριοθετήσουμε περίπου μεταξύ των σημερινών οδών Κουμουνδούρου, Καραθάνου, Ηρώων Πολυτεχνείου και Ανθίμου Γαζή. Αρχικά κατοικίες στην συνοικία αυτή δεν υπήρχαν παρά αραιές και μόνον όταν το 1884 κατασκευάσθηκαν οι στρατώνες της Λάρισας, χωρητικότητας 10.000 ατόμων περίπου, άρχισαν σιγά-σιγά να κτίζονται κατοικίες, τις οποίες ενοικίαζαν συνήθως οικογένειες στρατιωτικών. Σε χειρόγραφο στρατιωτικού που έζησε εδώ πριν και μετά τον "ατυχή" ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 διαβάζουμε: «Είχαμε νοικιασμένο σπίτι στη συνοικία Φάληρο, γιατί ο πατέρας μου ήταν υπαξιωματικός του Ιππικού και ήθελε να βρίσκεται κοντά στους στρατώνες»[1].
Κάποιος ιδιοκτήτης του κέντρου "Φάληρο" σε μια καταχώρησή του στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας, καλούσε τους Λαρισαίους να «εκδράμουν» στο κέντρο του, όπου θα έχουν την ευχαρίστηση να γευθούν φρέσκα αγγουράκια κατ’ ευθείαν από το περιβόλι και γνήσιο τσίπουρο Τυρνάβου. Ο όρος «εκδράμω» στην προκειμένη περίπτωση δεν απέχει από την πραγματικότητα, καθώς την περίοδο εκείνη η Λάρισα έφθανε νότια μέχρι την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και δυτικά μέχρι το σημερινό κεντρικό κτίριο της Περιφέρειας Θεσσαλίας επί της Παπαναστασίου και η προσέγγιση στο κέντρο Φάληρο αποτελούσε μια μικρή εκδρομική περιπέτεια. Ανάμεσα στη συνοικία Φάληρο και την πόλη μεσολαβούσε ένας αδιαμόρφωτος και ανώμαλος τόπος, που σήμερα τον καλύπτουν το Δημοτικό Θέατρο του ΟΥΗΛ, το Δ’ Δημοτικό Σχολείο, τα Γυμνάσια και η συνοικία του Αγ. Νικολάου. Όλος αυτός ο απέραντος χώρος ήταν τότε γεμάτος με άγρια χόρτα και ανάμεσά τους υπήρχαν μικρά μονοπάτια, τα οποία τις νύκτες μόνο με λάμπες μπορούσε κανείς να διασχίσει.
Επίσης ο Γιώργος Ζιαζιάς διέσωσε την παρακάτω ενδιαφέρουσα διαφήμιση του κέντρου "Φάληρο", δημοσιευμένη στις 11 Ιουνίου 1911: "Ο μικροσκοπικός Αναστάσιος Πράσας, επί έτη εργασθείς εις διάφορα της πόλεώς μας καφενεία, ίδρυσεν από χθες νέον Καφενείον το "Φάληρον", κείμενον κατά την ομώνυμον συνοικίαν και εις το τέλος της οδού Ηπείρου (στρατώνος)[2]".
Αρχικά το κέντρο "Φάληρο" ήταν θερινό. Λειτουργούσε 6-7 μήνες τον χρόνο και φαίνεται ότι ο κόσμος το προτιμούσε ειδικά τις Κυριακές και τα βραδάκια, επειδή είχε και ωραία δροσιά[3]. Αργότερα, επειδή βρισκόταν κοντά στο στρατόπεδο, εξυπηρετούσε τους αξιωματικούς και τους οπλίτες όλο τον χρόνο. Το κέντρο διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Ο χώρος της συνοικίας Φάληρο περιχαρακωνόταν δυτικά από την τάφρο του Κουρουλντού[4]. Πέρα από την τάφρο υπήρχε δυτικά ο Αρναούτ μαχαλάς και αργότερα, μετά το ξερίζωμα του Ελληνισμού από την Ανατολική Ρωμυλία, δημιουργήθηκε νοτιοδυτικά η συνοικία της Φιλιππουπόλεως.
Στον πρόλογο του βιβλίου «Επιστολαί διαφόρων», τις οποίες συγκέντρωσε το 1823 ο δικός μας Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος αναφέρεται ότι στη συνοικία του Φαλήρου κατοικούσαν από τον καιρό της τουρκοκρατίας ακόμα αρκετοί Τσερκέζοι (Κιρκάσιοι)[5]. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 οι περισσότεροι απ' αυτούς εγκατέλειψαν τη Λάρισα
Η γειτνίαση της συνοικίας με τους στρατώνες αρχικά του Ιππικού και εν συνεχεία και του Πεζικού, ευνόησε την ανάπτυξή της και η Λάρισα γρήγορα επεκτάθηκε μέχρι τα στρατόπεδα. Ο κενός χώρος καλύφθηκε σταδιακά με διάφορα κτήρια και κατοικίες. Πρώτα δημιουργήθηκαν οι εγκαταστάσεις της γαλλικής εταιρείας «Όμνιουμ Λυοναί», η οποία ηλεκτροδοτούσε την πόλη. Στη θέση αυτή από το 1927-28 άρχισε να οικοδομείται το κτήριο του ΟΥΗΛ και δίπλα τα δημοτικά λουτρά. Περί το 1930, επί υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, κατασκευάσθηκαν νοτιότερα το Δ΄ Δημοτικό Σχολείο και το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1905 ο Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος δημιούργησε Γυμναστήριο, το οποίο όταν κατασκευάσθηκε το κτήριο του Α΄ Γυμνασίου μετατράπηκε σε σχολικό. Σήμερα στη θέση του Γυμναστηρίου στεγάζονται διάφορα δημόσια εκπαιδευτήρια. Στη συνέχεια μια έκτασή της συνοικίας περιτοίχισε ο Δήμος για να εγκαταστήσει το αμαξοστάσιο και δίπλα οικοδομήθηκε το αρχοντικό του Σταματάκη, ένα επιβλητικό κτίριο με ιδιόρρυθμο αρχιτεκτονικό ρυθμό εν είδει πύργου, το οποίο οι περισσότεροι παλαιοί συμπολίτες μας το γνωρίζουν από τον κατοπινό κάτοχό του τον Λεωνίδα Μπέρτολη, ο οποίος διατηρούσε ατμοκαθαριστήριο και βαφείο στη γωνία των σημερινών οδών Κούμα και Ασκληπιού. Τα νέα σπίτια που χτίζονταν τότε τα ενοικίαζαν στρατιωτικοί, γι' αυτό και στην περιοχή αυτή άνοιξαν συγχρόνως και πολλά στρατιωτικά ραφεία, τα οποία εξασφάλιζαν την πελατεία τους από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες των γειτονικών στρατώνων.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει το αρχοντικό του Λεωνίδα Μπέρτολη. Βρισκόταν επί της οδού Ηπείρου, αμέσως μετά το Γυμναστήριο και το δημοτικό αμαξοστάσιο και περιβαλλόταν από τεράστια και πλούσια δενδροφυτευμένη αυλή. Εντυπωσίαζε όλους η μορφή του, αλλά για τον αρχιτέκτονα και τον πρώτο ιδιοκτήτη του ελάχιστα γνωρίζουμε[6]. Το αρχοντικό αυτό επέζησε από τις κακουχίες της κατοχής ίσως λόγω της καλής κατασκευής του, αλλά μεταπολεμικά είχε και αυτό την τύχη όλων των παλαιών σπιτιών της Λάρισας, την αντιπαροχή, για να κτισθεί πολυώροφη οικοδομή.
-----------------------------------------------------
[1]. Μαρτυρία του ιατρού Γιάννη Αντωνιάδη, του οποίου ο πατέρας Αντώνιος Αντωνιάδης ήταν επιλοχίας τότε του Ιππικού. Η μαρτυρία αυτή είναι δημοσιευμένη στην εισαγωγή του βιβλίου «Επιστολαί διαφόρων, αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου, 1823, Ιουλίου 25, Λάρισσα». Ο χειρόγραφος αυτός κώδικας, σύμφωνα με τον Γιάννη Αντωνιάδη, ήταν παραπεταμένος και διασώθηκε από τον πατέρα του.
[2]. Βλέπε: Ζιαζιάς Γεώργιος, Φάληρον. Η συνοικία που χάθηκε, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 16ης Μαΐου 2009. Από την διαφήμιση αυτή αφήνεται να εννοηθεί ότι το εξοχικό κέντρο "Φάληρο" μετατράπηκε το 1911 σε καφενείο.
[3]. Επειδή η περιοχή αυτή εμφανίζει ακόμα και σήμερα μια μικρή εδαφική έξαρση και επιπλέον ήταν πλημμυρισμένη από πράσινο, τις βραδινές ώρες του καλοκαιριού, όταν η Λάρισα «φλεγόταν», είχε δροσιά και πολλοί προτιμούσαν την επίσκεψή τους στο κέντρο. Ο Μιχαήλ Σάπκας το καλοκαίρι του 1906, γράφει στην μνηστή του Ιουλία Λογιωτάτου η οποία παραθέριζε στο Τσάγεζι (Στόμιο): «…επήγα εις το Φάληρον με τον κ. Αρ. Μπέμπον και Σ. Ματρώζον και εκαθήσαμεν μέχρι της 2ας μετά το μεσονύκτιον».
[4]. Το ρέμα Κουρουλντού (Ξερόλακκος, Ξεριάς) βρισκόταν στη θέση που καταλαμβάνει σήμερα η οδός Καραθάνου και διατηρήθηκε μέχρι το 1937. Την περίοδο εκείνη μετατράπηκε σε κλειστό αγωγό ομβρίων υδάτων, μια ανακουφιστική κατασκευή για να διοχετεύονται τα νερά της βροχής στον Πηνειό και την αποφυγή μεγάλων πλημμυρών. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τομ. Α΄, Κατερίνη, (2002)2 σ. 113.
[5]. Οι Τσερκέζοι, ή κατά την ελληνική εκδοχή Κιρκάσιοι, ήταν λαός με μακρά ιστορική παρουσία στην ανατολική ενδοχώρα κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Το 1864 διάφορες πολιτικές καταστάσεις τους οδήγησαν σε μαζική φυγή. Το μεγαλύτερο μέρος του τσερκέζικου πληθυσμού, περίπου 500.000 άτομα, εγκαταστάθηκε στην οθωμανική επικράτεια, κυρίως στην Ανατολία αλλά και στα Βαλκάνια που ήταν τότε τουρκοκρατούμενα.
[6]. Το πυργόσπιτο κτίσθηκε από κάποιον πλούσιο Λαρισαίο ονόματι Σταματάκη, την κόρη του οποίου Έλενα νυμφεύθηκε ο Λεωνίδας Μπέρτολης, και έτσι κληρονόμησε την κατοικία που πήρε τελικά το όνομά του.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Το κτίριο του ΟΥΗΛ 

Το κτίριο των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του ΟΥΗΛ, στη θέση όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το ημιτελές Θέατρο του ΟΥΗΛ. Φωτογραφία του 1990. Από το αρχείο του Βαγγέλη Ρηγόπουλου μέλους της Φωτοθήκης Λάρισας.Το κτίριο των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του ΟΥΗΛ, στη θέση όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το ημιτελές Θέατρο του ΟΥΗΛ. Φωτογραφία του 1990. Από το αρχείο του Βαγγέλη Ρηγόπουλου μέλους της Φωτοθήκης Λάρισας.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει ένα μέρος των εγκαταστάσεων οι οποίες είχαν κατασκευασθεί λίγο πριν το 1930 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα για να στεγάσουν τις μηχανές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ηλεκτρογεννήτριες) στη Λάρισα.
Οι εγκαταστάσεις αυτές καταλάμβαναν το τετράγωνο που περικλείεται σήμερα από τους δρόμους Κουμουνδούρου - Ανθίμου Γαζή - Βελή και ανατολικά από το κτίριο της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Οι ηλεκτρικές αυτές εγκαταστάσεις, μαζί με τον Μύλο του Παππά ήταν τα μόνα μεγάλα βιομηχανικά κτίσματα που είχε η Λάρισα. Και ενώ ο Μύλος του Παππά αξιοποιήθηκε θαυμάσια και σήμερα αποτελεί μια κυψέλη πολιτισμού για την πόλη, οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις του ΟΥΗΛ κατεδαφίσθηκαν για να ανεγερθεί το Δημοτικό Θέατρο[!].
Η ιστορία του ηλεκτροφωτισμού της Λάρισας πέρασε από πολλές περιπέτειες. Μετά την απελευθέρωση η δημοτική αρχή προσπαθούσε να φωτίσει τα κεντρικά σημεία της πόλης τοποθετώντας φανάρια πετρελαίου. Σε παλιές φωτογραφίες των αρχών του 20ου αιώνα που απεικονίζουν την Κεντρική Πλατεία, μπορεί κανείς να διακρίνει ψηλούς σιδερένιους φανοστάτες με ωραία σχέδια, στην κορυφή των οποίων τοποθετούσαν τις λεγόμενες γκαζόλαμπες. Ένα μικρό δοχείο που το εφοδίαζαν με πετρέλαιο και φιτίλι, περιβαλλόταν κυκλικά από γυαλί και κάθε βράδυ συγκεκριμένη ώρα περνούσε ειδικός υπάλληλος, καθάριζε το γυαλί, άλλαζε το φυτίλι και εφοδίαζε με πετρέλαιο τη συσκευή. Συνήθως την εργασία αυτή την ανέθετε ο Δήμος σε ειδικά συνεργεία έπειτα από διαγωνισμό. Αλλά οι αντιδράσεις για την σωστή λειτουργία τους ήταν συχνές και έντονες, καθώς ο φωτισμός δεν διαρκούσε μέχρι το πρωί, δεν λειτουργούσαν όλοι οι φανοστάτες και κυρίως δεν εξυπηρετούσαν τις συνοικίες. Έτσι κάποιος που ήταν αναγκασμένος να βγει το βράδυ έξω, έπαιρνε μαζί του και ένα φανάρι. Το 1899 η Γαλλοελληνική Εταιρεία Ασετιλίνης ανέλαβε τον φωτισμό της Λάρισας. Όμως ηλεκτρικό φωτισμό είδε η πόλη το 1909, έπειτα από ιδιωτική πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα το 1906 τον επάνω όροφο του μεγάρου του Μεχμέτ Χατζημέτου[2] ενοικίασε ο Ιωάννης Ασλάνης και τον διαμόρφωσε σε πολυτελή λέσχη, γι' αυτό και το κτίριο αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία της Λάρισας σαν Λέσχη Ασλάνη. Τα καλοκαίρια η Λέσχη άπλωνε τραπεζάκια απέναντι, στον χώρο της Κεντρικής πλατείας. Το 1909 ο Ασλάνης είχε την φαεινή ιδέα να εγκαταστήσει στα υπόγεια του κτιρίου της Λέσχης μια μικρή μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και να φωτίσει τα τραπεζάκια της Πλατείας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έκπληξη για τους κατοίκους, οι οποίοι έτρεξαν απ' όλα τα μέρη της πόλης για να θαυμάσουν το γεγονός.
Την ίδια χρονιά το Δημοτικό Συμβούλιο επί δημαρχίας Αχιλλέα Αστεριάδη ήλθε σε συνεννόηση με τον όμιλο "Πηνειός" από την Κέρκυρα και υπέγραψε σύμβαση, με την οποία παραχωρούσε στην εταιρεία το προνόμιο ηλεκτροδότησης και ύδρευσης της Λάρισας για πενήντα χρόνια. Όμως ο "Πηνειός" δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε σοβαρές εργασίες και τo 1913 αναγκάσθηκε να εκχωρήσει τα δικαιώματά της στην Γαλλική "Omnium", η οποία κατάφερε μέσα σε ένα χρόνο να ηλεκτροδοτήσει τα κεντρικά σημεία της πόλης, τα καταστήματα και πολλές κατοικίες. Όμως η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανέστειλε τη δράση της και όταν το 1918 επανέλαβε τις εργασίες της, αυτές ήταν υποτονικές, ο φωτισμός ανεπαρκής και διακεκομμένος, με αποτέλεσμα να επισύρει την κατακραυγή του κόσμου. Την κατάλληλη στιγμή διακεκριμένοι πολίτες της Λάρισας έκριναν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την "Omnium" και έπειτα από διαβουλεύσεις συνέστησαν το 1924 επιτροπή με πρόεδρο τον μετέπειτα δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα και μέλη γνωστά πρόσωπα της Λαρισαϊκής κοινωνίας και κήρυξαν την "Omnium" έκπτωτη. Και προκειμένου να αντιμετωπίσουν το οικονομικό πρόβλημα που απαιτούσε το θέμα του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης της πόλης σύστησαν συνεταιρισμό καταναλωτών, στον οποίο συμμετείχε και ο Δήμος, την οποία ονόμασαν ΕΥΗΛ, δηλ. Εταιρεία Υδρεύσεως Ηλεκτρισμού Λαρίσης. Η Εταιρεία προχώρησε με γρήγορα και σταθερά βήματα. Η πόλη το 1925 απέκτησε επιτέλους φωτισμό χωρίς εμπόδια και διακοπές και στις 6 Δεκεμβρίου 1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίασε τον Υδατόπυργο, άνοιξε την στρόφιγγα και το νερό, καθαρό και υγιεινό, έφθασε σε όλα τα σπίτια της Λάρισας.
Τον Αύγουστο του 1940 η ΕΥΗΛ μετονομάσθηκε σε ΟΥΗΛ, δηλ. Οργανισμό Υδρεύσεως και Ηλεκτρισμού Λαρίσης, ο οποίος παρείχε φθηνό ρεύμα και νερό ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Λάρισας. Το 1960 το τμήμα του ηλεκτροφωτισμού του ΟΥΗΛ εξαγοράσθηκε από την ΔΕΗ και έμεινε στον οργανισμό μόνον η ύδρευση, η οποία το 1974
περιήλθε στον Δήμο και μετονομάσθηκε σε ΔΕΥΛ, δηλ. Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης.
Το 2002 τα κτίρια της Ηλεκτρικής Εταιρείας, όπως ονόμαζαν οι Λαρισαίοι το κτηριακό συγκρότημα όπου στεγάζονταν οι ηλεκτρογεννήτριες, κατεδαφίσθηκαν και οικοδομήθηκε το Δημοτικό Θέατρο, το οποίο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
----------------------------------------------------------
[1]. Αν ανατρέξει κανείς στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας από το 1881, έτος απελευθέρωσης, μέχρι σήμερα, θα βρει ότι κατά καιρούς είχε προταθεί σχεδόν από όλους τους δημάρχους της πόλης η κατασκευή Δημοτικού Θεάτρου, όμως οι προτάσεις αυτές έμεναν προσδοκίες ανεκπλήρωτες. Πέρασαν από τότε 136 χρόνια και η Λάρισα, μία από τις μεγαλύτερες και ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις της χώρας, δεν έχει ακόμη ένα ολοκληρωμένο Δημοτικό Θέατρο.
[2]. Ο Μεχμέτ Χατζημέτου ήταν ένας πλούσιος μουσουλμάνος της Λάρισας, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το 1881 τη Λάρισα όπως πολλοί άλλοι Οθωμανοί. Ήταν γαιοκτήμονας και κάτοχος πολλών ακινήτων μέσα στην πόλη. Διετέλεσε πρόεδρος της Μουσουλμανικής Κοινότητας της Λάρισας και για ένα διάστημα ήταν και Μουφτής. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιωάννης Ασλάνης, ο λεσχάρχης, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 1ης Ιουλίου 2016.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η οδός Κούμα το 1932


Η οδός Κούμα από το ύψος του κινηματοθεάτρου "Πάλλας" με κατεύθυνση προς την Κεντρική Πλατεία. Επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο από τη Λάρισα με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1932.Η οδός Κούμα από το ύψος του κινηματοθεάτρου "Πάλλας" με κατεύθυνση προς την Κεντρική Πλατεία. Επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο από τη Λάρισα με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1932.
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από εικονογραφημένο επιστολικό δελτάριο, το οποίο ταχυδρομήθηκε από τη Λάρισα στις 27 Οκτωβρίου 1932.
Όπως αναφέρει σφραγίδα στην πίσω πλευρά της κάρτας, αποστολέας ήταν ο Dr. Byron Asteriadis (Βύρων Αστεριάδης) με ειδικότητα πνευμονολόγου και παραλήπτης ο Oberarzt Dr. Kranzfelder στη Γερμανία, προφανώς ο διευθυντής της κλινικής όπου απέκτησε την ειδικότητά του[1].
Η φωτογραφία ταυτοποιήθηκε από την ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας και αποτυπώνει την οδό Κούμα, όπως ήταν πριν από το 1932. Ο φωτογράφος στάθηκε κοντά στη διασταύρωση της Κούμα με την Βασ. Σοφίας (Παναγούλη σήμερα), έστρεψε τον φακό του δυτικά και απεικόνισε ολόκληρη την οδό Κούμα μέχρι την Κεντρική Πλατεία.
Και στις δύο πλευρές στη διασταύρωση των οδών Κούμα και Ασκληπιού, δεσπόζουν δύο ισοϋψείς διώροφες κατοικίες με όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, η αρχιτεκτονική μορφή των οποίων παραπέμπει σε νεοκλασικό ρυθμό.
Αριστερά, κρυμμένο μέσα σε μια συστάδα δένδρων του πεζοδρομίου βρίσκεται η κατοικία της οικογένειας Αρσενίδη. Ως γενάρχης της θεωρείται ο Νικόλαος Αρσενίδης (1840-1883), ο οποίος διατηρούσε από την περίοδο της τουρκοκρατίας κοσμηματοπωλείο και το 1870 έγινε κύριος μιας μεγάλης αγροτικής έκτασης στο χωριό Αλήφακα (σήμερα Κάστρο) της Λάρισας. Επί τουρκοκρατίας η κατοικία του βρισκόταν στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου) και διατηρούνταν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην οδό Ζαρμάνη, οπότε και κατεδαφίσθηκε για να κατασκευασθεί πολυώροφη οικοδομή.
Ο γιος του Βασίλειος Αρσενίδης έκτισε στις αρχές του 20ου αιώνα το νεοκλασικό της φωτογραφίας, στη γωνία των οδών Κούμα και Ασκληπιού. Η πρόσοψη βρισκόταν επί της Ασκληπιού και από το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη που βρισκόταν στη γωνία Ασκληπιού και Παπακυριαζή, το χώριζε μια μεγάλη αυλή η οποία επεκτεινόταν και ανατολικά του σπιτιού του. Ήταν πλημμυρισμένη από λουλούδια τα οποία φρόντιζε με πολύ αγάπη η σύζυγος του Αγγελική (Κική) Οράτη (1893-1955). Η οικογένεια Αρσενίδη ήταν μία από τις αρχοντικές και πιο παλιές οικογένειες της Λάρισας. Ο Βασίλειος Αρσενίδης, ήταν ο μοναδικός γιος της οικογένειας και εκτός από τις επιτυχίες του στον επαγγελματικό τομέα υπήρξε και δραστήριο μέλος της κοινωνίας της Λάρισας. Από το 1914 διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος στο πλευρό του Μιχαήλ Σάπκα, ενώ το 1924 διορίσθηκε δήμαρχος Λαρίσης. Στην ολιγόμηνη θητεία του πρόσφερε πολλαπλές υπηρεσίες στους δημότες της πόλης. Ήταν ο άνθρωπος που κατόρθωσε να εκδιώξει το "καρκίνωμα" της Ηλεκτρικής Εταιρείας "Omnium" του Κερκυραίου επιχειρηματία Αθανασίου Ανεμογιάννη και να βάλει τα θεμέλια για να λειτουργήσει ο ηλεκτροφωτισμός και η ύδρευση της Λάρισας πάνω σε υγιείς βάσεις. Νυμφεύθηκε την Αγγελική Οράτη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας από την Αίγυπτο και από τον γάμο του απέκτησε δύο τέκνα, το 1922 τον Νίκο ο οποίος σπούδασε γεωπόνος και το 1924 την Φανή, η οποία παντρεύτηκε τον αξιωματικό Επαμεινώνδα Χριστοδουλόπουλο, εγγονό του συμβολαιογράφου και ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη[2].
Στην απέναντι πλευρά, γωνία Κούμα και Ασκληπιού διακρίνεται το μεγαλόπρεπο αρχοντικό της οικογένειας του ιατρού Αχιλλέα Αστεριάδη. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα σε κλασικό νεοελληνικό ρυθμό, με αρκετά μεγάλη αυλή. Όπως διαπιστώνετε, και τα δύο αρχοντικά περιβάλλονταν από ανθοστόλιστες αυλές. Προπολεμικά όλες σχεδόν οι κατοικίες, ακόμα και στο κέντρο της πόλης, διέθεταν μεγάλες ή μικρές αυλές, γεμάτες από όμορφα λουλούδια και σκιερά δένδρα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ανήκε σε μία από τις επιφανέστερες οικογένειες της παλιάς Λαρίσης και για πολλά χρόνια διετέλεσε αιρετός δήμαρχος. Λόγω της τελευταίας αυτής ιδιότητάς του και της αρχοντιάς του, το σπίτι αυτό φιλοξένησε κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, της επιστήμης και των γραμμάτων. Και ο Κωνσταντίνος, αρχικά ως διάδοχος και κατόπιν ως βασιλιάς, όταν ερχόταν στη Λάρισα πριν και μετά από το 1912, στο σπίτι του Αστεριάδη φιλοξενούνταν, γιατί είχε αναπτύξει μαζί του στενούς δεσμούς φιλίας. Από τα τέκνα του Αχιλλέα Αστεριάδη ο Τάσος έγινε καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η κόρη του Γιοχάνα, υπήρξε από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας την εποχή του μεσοπολέμου και παντρεύτηκε τον δικηγόρο Ξενοφώντα Ριζόπουλο, όμως ο γάμος τους διαλύθηκε σύντομα. Ο μικρότερος Πίπης, εγκαταστάθηκε μαζί με την αδελφή του Γιοχάνα στην Αθήνα περί το 1930. Εγκαταλείποντας τη Λάρισα όλοι οι απόγονοι του Αχιλλέα Αστεριάδη, ενοικίασαν το αρχοντικό τους για να στεγασθεί το τηλεγραφείο και το ταχυδρομείο. Πάνω από δέκα χρόνια στεγάσθηκαν οι υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών στο σπίτι του Αστεριάδη και τελικά αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν όταν οι αλλεπάλληλοι σεισμοί που έπληξαν τη Λάρισα από τον Μάρτιο του 1941 το κατέστησαν ετοιμόρροπο, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές[3].
Στην άλλη γωνία, απέναντι από το νεοκλασικό του Αχιλλέα Αστεριάδη, διακρίνεται το καθαριστήριο του Λεωνίδα Μπέρτολη. Ήταν ένα ισόγειο κτίσμα, το οποίο διατηρήθηκε εν λειτουργία και μεταπολεμικά. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται αχνά ο επάνω όροφος της "Λαρισαϊκής Λέσχης", μιας ουσιαστικά χαρτοπαικτικής λέσχης, στην οποία όμως πραγματοποιούνταν κατά διαστήματα και διάφορες κοσμικές συγκεντρώσεις. Η πορεία της οδού Κούμα οδηγεί στο βάθος στην Κεντρική πλατεία, η οποία όμως δεν διακρίνεται λόγω αποστάσεως.
----------------------------------------------------
[1]. Δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής να συλλέξω στοιχεία για τον ιατρό Βύρωνα Αστεριάδη. Όποιος γνωρίζει κάτι ας επικοινωνήσει μαζί μου (τηλ. 2410 287450).
[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944). Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του Μεσοπολέμου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.
[3]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Ένα αρχοντικό που δεν υπάρχει πια, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 1973

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μία εικόνα, χίλιες λέξεις

Οικία οικογένειας Παντοστόπουλου



Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.
Το κτίριο της σημερινής εικόνας οι παλαιότεροι Λαρισαίοι το θυμούνται ζωηρά. Βρισκόταν μέχρι το 1975 στη νοτιοδυτική γωνία της διασταύρωσης των οδών Κούμα και Βασιλέως Κωνσταντίνου (Παναγούλη σήμερα), απέναντι από το κινηματοθέατρο «Παλλάς» και ήταν η κατοικία της οικογένειας Παντοστόπουλου.
Η κατοικία αυτή οικοδομήθηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Όταν ο φωτογράφος Ιωάννης Παντοστόπουλος εγκαταστάθηκε στη Λάρισα ενοικίασε την κατοικία αυτή και εγκατέστησε στους χώρους της το φωτογραφικό εργαστήριο. Αργότερα, όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Γουργιώτης, νυμφεύθηκε την ιδιοκτήτρια του κτιρίου και έτσι έγινε κάτοχός της[1]. Ήταν ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες ζωγράφους-φωτογράφους της Λάρισας μετά την απελευθέρωση, η επαγγελματική δράση του οποίου ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Θεωρείται ο γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας φωτογράφων της πόλης μας, αφού η αδελφή του Στυλιανή Παντοστοπούλου παντρεύτηκε τον φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο (1874-1935), από τους συγγενείς του οποίου προήλθαν πολλοί ονομαστοί καλλιτέχνες φωτογράφοι, όπως ο Γεώργιος Βαλσάμης, ο Νικόλαος Μούσιος και ο Δημήτριος Αρετόπουλος.
Το οίκημα αυτό κληρονόμησε ο γιος του Χρήστος Παντοστόπουλος. Ο τελευταίος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1897, αλλά δεν συγκινήθηκε από την επαγγελματική επιτυχία στη φωτογραφική τέχνη και την κοινωνική καταξίωση που είχε ο πατέρας του και ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Σπούδασε στο «Οδοντιατρικόν Σχολείον» του Πανεπιστημίου Αθηνών[2] και αποφοίτησε τον Οκτώβριο του 1923 στη Λάρισα. Το οδοντιατρείο του το εγκατέστησε στην ιδιωτική τους κατοικία, στους χώρους όπου είχε το φωτογραφικό εργαστήριο ο πατέρας του. Ήταν μια ευρύχωρη μονοκατοικία, της οποίας η κυρία είσοδος ήταν επί της οδού Παναγούλη. Τα δύο πρώτα δωμάτια εκατέρωθεν της εισόδου που έβλεπαν στον δρόμο, εξυπηρετούσαν την επαγγελματική του ιδιότητα. Το ένα το είχε μετατρέψει σε αίθουσα αναμονής και το άλλο το χρησιμοποιούσε ως οδοντιατρείο. Τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού φιλοξενούσαν την οικογένεια η οποία αποτελείτο από τον ίδιο και τις δύο αδελφές του. Και τα τρία αδέλφια δεν ευτύχησαν να κάνουν οικογένεια. Ήταν από τους πρώτους επιστήμονες οδοντιάτρους που εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, εφοδιασμένος με τα κατάλληλα εργαλεία της επιστήμης του, στο δε μητρώο του Οδοντιατρικού Συλλόγου της Λάρισας φέρει τον αριθμό 1 (ένα). Η κατοικία διέθετε μια μεγάλη κατάφυτη αυλή η οποία έβλεπε επί της Παναγούλη. Τοιχίο με κάγκελα την οριοθετούσε από το πεζοδρόμιο και μια μεγάλη σιδερένια πόρτα με περίτεχνα σχέδια οδηγούσε από τον δρόμο στην αυλή.
Αρχιτεκτονικά η κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου ήταν μια ισόγεια μονοκατοικία με ημιυπόγειο, η οποία ήταν στολισμένη εξωτερικά με ορισμένα λιτά και κομψά νεοκλασικά διακοσμητικά στοιχεία κυρίως γύρω από τα ανοίγματα και τις γωνίες. Ιδιαίτερα η κυρία είσοδος είχε στα πλάγια δύο ευρείες παραστάδες, ήταν ψηλή και επάνω τελείωνε σε ένα κομψό τριγωνικό αέτωμα. Δύο σκαλοπάτια οδηγούσαν από το πεζοδρόμιο στην δίφυλλη πόρτα με φεγγίτη. Η πόρτα ήταν ξύλινη και τα ανοίγματά της προστατεύονταν από όμορφες σιδεριές. Ήταν ένα κτίσμα σχετικά μικρό σε διαστάσεις, αλλά πολύ κομψό, με ωραίες αναλογίες, τετράριχτη στέγη με κεραμίδια, ακροκέραμα στις γωνίες και με δύο απλές καμινάδες, όπως φαίνεται και από το δημοσιευόμενο σχέδιο. Τελικά αυτοί οι παλιοί τεχνίτες, εμπειρικοί οι περισσότεροι, φαίνεται ότι είχαν πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα της καλαισθησίας, αν αναλογισθεί κανείς την αδιάφορη αισθητική παρόμοιων σε διαστάσεις σημερινών μονώροφων κτισμάτων.
Ο Χρήστος Τζεζαϊρλίδης αποτύπωσε σε ωραία σχέδια τόσο την κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου, όσο και την σιδερένια αυλόπορτα. Τα σχέδια αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Σπαρμός» που εξέδιδε στην πόλη μας την δεκαετία του 1980 ο ιατρός και λογοτέχνης Μάκης Λαχανάς.
Ο Χρήστος Παντοστόπουλος εκτός από την επιστήμη του, επιδόθηκε με ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική, την οποία μελέτησε θεωρητικά. Υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, συμμετείχε κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις με μουσικά σχήματα του Ωδείου (ο ίδιος ήταν εξαιρετικός τενόρος), δημοσίευε στις τοπικές εφημερίδες κριτική μουσικών εκδηλώσεων, ρεσιτάλ, συναυλιών, κλπ. και γενικά πρωτοστατούσε σε κάθε μουσική εκδήλωση της πόλης τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, μέχρι και τον θάνατό του. Συνταξιοδοτήθηκε το 1964 και πέθανε το 1974.
Το κτίριο άντεξε στις κακουχίες της κατοχής (σεισμός, βομβαρδισμοί), και ο ιδιοκτήτης συνέχισε και μεταπολεμικά να εργάζεται και να διαμένει σ’ αυτό. Αργότερα όμως, μετά τον θάνατό του (1974), ακολούθησε δυστυχώς την τύχη των άλλων νεοκλασικών κτισμάτων της Λάρισας. Κατά την κατεδάφισή του το 1975, στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής από την Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, βρέθηκε σε δεύτερη χρήση ενεπίγραφη πλάκα με απελευθερωτικές πράξεις. Η πλάκα αυτή είχε χρησιμοποιηθεί σε κτίσμα της ύστερης αρχαιότητας ως κατώφλι, με την επιγραφή τοποθετημένη προς τα κάτω, από την οποία όμως διασώθηκαν μόνο αποσπασματικά λείψανα[3]. Στην ίδια ανασκαφή βρέθηκαν και άλλες πλάκες με επιγραφές.
 [1]. Ο Ιωάννης Παντοστόπουλος (1863-1928) γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Αργότερα επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και μαθήτευσε κοντά στους μοναχούς την αγιογραφία. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε αργότερα. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Λαρισαίοι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα ως το 1940, στο βιβλίο Μικρά μελετήματα, Λάρισα (2000) σ. 131-132.
[2]. Μπαρμπής Βοζαλής, Πορτραίτα πρωτοπόρων οδοντιάτρων της Λάρισας, Λάρισα (2006) σ. 11. Δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ως ιδιαίτερη Σχολή η Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[3]. Ζάχου-Κοντογιάννη Μ.-Η., Μία νέα επιγραφή με απελευθερωτικές πράξεις από τη Λάρισα, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. Κ΄ (1981) σ. 155-172.

* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Τα Ταμπάκικα

 

Μία από τις φτωχότερες γειτονιές της Λάρισας, δίπλα στον Πηνειό ποταμό, ήταν τα Ταμπάκικα, που κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας έμεναν εκεί λίγοι κάτοικοι, που το επάγγελμά τους ήταν η κατεργασία δερμάτων, οι ταμπάκηδες, όπως τους αποκαλούσαν τότε (ταμπάκ τουρκιστί σημαίνει δέρμα), δηλαδή οι βυρσοδέψοι, όπως επίσης έμεναν μερικές από τις φτωχότερες οικογένειες, αυτές που υπέμεναν καρτερικά την αφόρητη μυρωδιά, την απαίσια μπόχα που έβγαινε από το πλύσιμο, ήλιασμα κ.λπ. της κατεργασίας των δερμάτων.
Είχε τόσες πολλές βιοτεχνίες τομαριών, που και από το δρόμο, σήμερα οδός Γεωργιάδου, απέφυγε κανείς να περάσει διότι η δυσοσμία ήταν αηδιαστική και εμετική, γι’ αυτό άλλωστε η συνοικία αυτή ήταν μικρή, αφού κανένας δεν ήθελε να πάει στον τόπο αυτό που βρωμοκοπούσε.
Το όνομα Ταμπάκικα διατήρησε μέχρι τον πόλεμο του 1940, αλλά και στα πρώτα χρόνια τα μεταπολεμικά, οπότε μετονομάστηκε σε Αμπελόκηπους, γιατί στο πίσω μέρος της συνοικίας και δίπλα στο ποτάμι υπήρχαν λίγα αμπέλια.
Στα στενά δρομάκια και αδιέξοδα της συνοικίας αυτής και μέσα σε χαμόσπιτα, παράγκες, χαλάσματα, σε άθλια κατάσταση, λειτουργούσαν ναοί τής Αφροδίτης, που έθυαν αξιοθρήνητα πλάσματα που είχαν κατεβεί το τελευταίο σκαλοπάτι του ανθρώπινου ξεπεσμού και στους πανάθλιους αυτούς δρόμους τους γεμάτους από μια σπιθαμή λάσπης το χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι, κυκλοφορούσαν όχι μόνο στο θεοσκόταδο που επικρατούσε τη νύχτα, αλλά και την ημέρα, άνθρωποι της κατώτατης υποστάθμης, χασικλήδες, χαμίνια, κακοποιοί, κλέφτες, στρατιώτες από κάθε καρυδιάς καρύδι, γιατί τότε υπήρχε πάντοτε στρατός και πάρα πολλούς από το 1925 που εγκαταστάθηκε στη Λάρισα το Β’ Σώμα Στρατού, και νταβατζήδες και σωματέμποροι, που γίνονταν με το ζόρι εραστές και που πολλές φορές αρματωμένοι με κουμπούρες και δίκοπα μαχαίρια, μπουκάριζαν στα δωμάτια των δύστυχων αυτών γυναικών - ιερειών και τις υποχρέωναν να δεχθούν προστασία, με αντάλλαγμα βέβαια τις εισπράξεις των. Πολλές από αυτές πλήρωσαν την ανυπακοή τους με τη ζωή τους. Και κάθε βράδυ δεν έλειπαν οι καβγάδες, σαματάδες, αιματηρά γεγονότα, ακόμα και φόνοι. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για τα Ταμπάκικα ήταν στίγμα του σύγχρονου πολιτισμού.
Για τη ζωή της συνοικίας αυτής μεταφέρω εδώ ένα κομμάτι από όσα γράφω στο βιβλίο μου «Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα»: «Πράγματι, όπως θυμούνται όλοι, οι μεγάλης σήμερα ηλικίας, η κατάσταση, στη συνοικία αυτή ήταν τέτοια που ξευτελίζονταν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έβλεπε κανείς την ημέρα τις γυναίκες των σπιτιών αυτών αγουροξυπνημένες, κακοβαμμένες και πολλές μαστουρωμένες να είναι στημένες στις πόρτες για να ψωνίσουν κανένα πρωινό πελάτη και άλλες να κάθονται έξω από κάτι μικρομάγαζα - τεκέδες και περισσότερο τις ημέρες που είχε λιακάδα, επιδεικνύοντας προκλητικά στους περαστικούς τα μισόγυμνα στήθη τους και λίγο μπούτι πάνω από τα γόνατα, μεταξύ της μαύρης κάλτσας και της κατά προτίμηση κόκκινης καλτσοδέτας και του κοντοφουστανιού.
Τη νύχτα δέχονταν τους πελάτες στα πανάθλια δωμάτιά τους, που μύριζαν μούχλα και περμαγκανάντ, ανάμικτα με φθηνό άρωμα και στα τρίζοντα σανιδένια κρεβάτια με τα βρώμικα σεντόνια. Τον χειμώνα δε ήταν που να τις αηδιάζεις, όταν σε υποδέχονταν καθισμένες, ανασκουμπωμένες με ανοιχτά τα σκέλη τους στα μαγκάλια…».
Και όμως δούλευαν τότε όλες πολύ καλά, γιατί ήταν φτηνές και οι νεολαίοι, που το χαρτζιλίκι τους τότε ήταν πενιχρό για τους περισσότερους, δεν έφθανε για τις αλλού ακριβότερες.
Η κατάσταση στην πανάθλια αυτή συνοικία συνεχίστηκε μέχρι το 1930, που ξεσηκώθηκαν πολλοί Λαρισαίοι και Ταμπακιώτες κυρίως επαγγελματίες, που με το πέρασμα του χρόνου είχαν έλθει στη συνοικία αυτή και ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, εξυπηρετώντας τον πληθυσμό της πολυάνθρωπης πλέον συνοικίας, και ζήτησαν από την Πολιτεία να απαλλάξει τη συνοικία αυτή από τα κακόφημα σπίτια και τα κακοποιά στοιχεία, όπως και έγινε.
Στη συνοικία τα παλιά εκείνα χρόνια πρόβαλαν το πρώτο παγοποιείο του Αθ. Κατσαούνη, ο πρώτος ατμόμυλος του Δερβίς - Βέη, που το 1884 μεταβιβάστηκε στον Ι. Τσιμπούκην, ο μύλος του Παππά και, βέβαια, πρόβαλε και φάνταζε η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που κτίστηκε στην αρχή σε αρκετό βάθος από την επιφάνεια της γης, πλάι στο αναβλύζον τότε εκεί αγίασμα, κατόπιν της κατά το έτος 1877 ανευρέσεως της εικόνας της Παναγίας, ύστερα από όνειρο ευσεβούς γυναίκας.
Επίσης, στη συνοικία λειτουργούσε και το εξοχικό κέντρο «Ο Πλάτανος», δίπλα στο ποτάμι, με τον περίφημο Καραγκιόζη που παρακολουθούσαν όχι μόνο Ταμπακιώτες, αλλά και από όλη την πόλη οι Καραγκιοζόφιλοι. Το κέντρο αυτό, αλλά και η συνοικία, συνδέονταν με περαταριά με την απέναντι περιοχή τότε Παπασταύρου, που υπήρχε μόνο το μικρό εξοχικό κεντράκι «Η Κιβωτός», στο σημείο δε αυτό οι Ταμπακιώτες κολυμπούσαν ή μάθαιναν κολύμπι, οι οποίοι επίσης ψάρευαν στον Πηνειό γουλιανούς και σαζάνια, ψάρια νοστιμότατα. Πολλοί, μάλιστα, Ταμπακιώτες είχαν και βάρκες ειδικές για το ποτάμι. Στα Ταμπάκικα υπήρχε και ένας πύργος της οικογένειας Ροδόπουλου, χωρίς όμως ν’ αναφέρεται πουθενά πώς κατεδαφίστηκε.
Η συνοικία αυτή, ακόμα και προ ολίγων δεκαετιών, υπέφερε πολύ από τις πλημμύρες που προξενούσε ο Πηνειός, ο οποίος συχνά πλημμύριζε και της προξενούσε ζημιές.
Σήμερα, τα Ταμπάκικα - Αμπελόκηποι, με τις όμορφες πολυκατοικίες, πήρε όψη πολιτισμένη και σε λίγα χρόνια που θα διαμορφωθούν και όσοι δαιδαλώδεις δρόμοι υπάρχουν και σήμερα, τίποτα δεν θα θυμίζει από τα κακόφημα Ταμπάκικα της παλιάς εποχής, τίποτα από την παλιά φυσιογνωμία της συνοικίας αυτής.
(Τα Ταμπάκικα οι Τούρκοι τα ονόμαζαν Ταμπάχανα ή Ταμπακχανέ Μαχάλεσι).