Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Η πλημμύρα του Πηνειού το 1903


Η πλημμύρα του 1901. Επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου ΒελώνηΗ πλημμύρα του 1901. Επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου Βελώνη
Το φετινό Μάρτιο είδαμε όλοι μας τις πλημμύρες του Πηνειού, λόγω της παρατεταμένης βροχόπτωσης, και τις ζημίες τις οποίες προκάλεσε. Με την ευκαιρία αυτή, η Φωτοθήκη του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορία και ο Δήμος Λαρισαίων διοργάνωσαν, την Πέμπτη 29 Μαρτίου, μία έκθεση φωτογραφιών με τις πλημμύρες του Πηνειού του έτους 1883.
Αναδιφώντας στην εφημερίδα «Όλυμπος» της Λάρισας, σε φύλλα των αρχών του 1904, είδα κάποιες αναφορές για πλημμύρες του τέλους του 1903, τις οποίες θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω εδώ για μια πληρέστερη εικόνα των πλημμυρών του Πηνειού.
Στο τέλος του 1903, οι διαρκείς και ασταμάτητες βροχές μετέβαλλαν τις Θεσσαλικές πεδιάδες σε μια τεράστια λιμνοθάλασσα, με αρνητικά αποτελέσματα για τους κατοίκους των παραπήνειων περιοχών.
Τα θολά νερά των πολλών χειμάρρων της Πίνδου ενώθηκαν με τα νερά του Πηνειού, έτσι ώστε ο Πηνειός ποταμός να παραλληλίζεται με τον Δούναβη όλης της Θεσσαλίας. Οι πλημμύρες προξένησαν αρκετές ζημιές. Συγκεκριμένα, σε ολόκληρη την πεδιάδα των Τρικάλων και της Καρδίτσας διακόπηκε η επικοινωνία και η πρόσβαση με τα τριγύρω χωριά, τα οποία υπέστησαν πολλές και ολέθριες καταστροφές: κατεδαφίστηκαν πολλά σπίτια, καλύβες και ποιμνιοστάσια και υπέστη βλάβη η γραμμή του θεσσαλικού σιδηροδρόμου. Στις πεδιάδες της Λάρισας είχαν δημιουργηθεί εξίσου σοβαρές ζημιές, καθώς καταστράφηκαν πολλές καλλιέργειες, πνίγηκαν πολλά ζώα που δεν κατάφεραν να σωθούν από την πλημμύρα. Σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Λάρισας οι καταστροφές ήταν σημαντικές.
Μερικοί λένε ότι δεν θα είχαν συμβεί τόσο μεγάλες καταστροφές αν ο Πηνειός δεν είχε φουσκώσει ξαφνικά, αμέσως σε 12 ώρες και με γρήγορο ρυθμό, οπότε κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει και να φροντίσει να αποφύγει αυτό το συμβάν.
Τις μεγαλύτερες και πιο οδυνηρές καταστροφές υπέστησαν οι συνοικίες οι οποίες
βρίσκονται κοντά στο ποτάμι, δηλαδή τα Ταμπάκικα, οι σημερινοί Αμπελόκηποι, και ο Πέρα Μαχαλάς, δηλαδή η συνοικία Ιπποκράτης. Εξαιτίας, αυτών των ζημιών οι Τσιγγάνοι της ευρύτερης περιοχής αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Στην πόλη επικρατούσε αναστάτωση και πανικός. Η αστυνομία παρενέβη και βοηθούσε τους πλημμυροπαθείς να μετακινήσουν τα έπιπλα των σπιτιών τους, όσα δεν είχαν παρασύρει τα ορμητικά νερά του Πηνειού.
Επίσης καταστράφηκαν ολοσχερώς, λόγω της πλημμύρας, πολλά δένδρα και ζώα τα οποία βρίσκονταν δίπλα ακριβώς από τον ποταμό. Επιπλέον, πνίγηκαν αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι δυστυχώς δεν κατάφεραν να φύγουν και να σωθούν. Οι Αρχές της πόλης δεν προσδιόρισαν τον ακριβή αριθμό των θυμάτων. Ο τότε νομάρχης ανέφερε λεπτομερώς στο Υπουργείο των Εσωτερικών τα γεγονότα, εκφράζοντας τη λύπη του για την απώλεια πολλών Λαρισαίων και για τις πολλές ζημίες
Ο συντάκτης της εφημερίδας «Όλυμπος» μας πληροφορεί ότι εξαιτίας της πλημμύρας γκρεμίστηκαν οι μικρές γέφυρες που υπήρχαν στην επαρχιακή οδό Λάρισας – Τυρνάβου και τα ξύλινα κάγκελά τους μεταφέρθηκαν στον Θερμαϊκό Κόλπο, στις εκβολές δηλαδή του Πηνειού. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η συγκοινωνία της Λάρισας με τον Τύρναβο. Οι γέφυρες αυτές, σχολιάζει δεικτικά ο συντάκτης της εφημερίδας, δεν θα γκρεμίζονταν εάν οι αρμόδιοι ενδιαφέρονταν νωρίτερα για για την επισκευή τους. Η ζημία ήταν μεγάλη και τα έξοδα του κράτους πολύ περισσότερα από τα έξοδα της επισκευής των γεφυρών.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι πλημμύρες του Πηνειού, ο οποίος τον περισσότερο καιρό κυλάει ήρεμος στη θεσσαλική πεδιάδα, είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο. Για την ιστορία και μόνο, αναφέρω τη μεγάλη πλημμύρα στις 3 Αυγούστου 1811. Τότε η βροχή έπεφτε «με το δερμάτι και κατέβασαν τα ποτάμια και τόσον πολύ νερό έφεραν όπου έπνιξαν την Λάρισα και έπεσαν έως χίλια σπίτια και παράνω και πνίγηκαν και πολύς κόσμος».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Εφημεδίδα «Όλυμπος», αρ. φύλλου 321, Λάρισα 10 Iανουαρίου 1904 (εκδότης: Βασίλειος Χ. Ρουσόπουλος).
2) Κώστας Σπανός, Θεσσαλικές Ενθυμήσεις. Τόμος Β΄, 1800-1881, Λάρισα 2014.

Από τη Μαρία Βουβούση
* Η Μαρία Βουβούση είναι Φιλόλογος, Msc.: Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Τουρισμού και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Μsc.: Επιστήμες της Εκπαίδευσης και της Διά Βίου Μάθησης, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο σταθμός του "Διεθνούς" σιδηροδρόμου


Ο σταθμός του "Διεθνούς" σιδηροδρόμου
Λόγω γεωγραφικής θέσεως η Λάρισα από την περίοδο της απελευθέρωσης και μετά είχε αρχίσει βαθμιαία να εξελίσσεται στο σπουδαιότερο χερσαίο συγκοινωνιακό κέντρο της Θεσσαλίας και να αντικαθιστά το Βόλο, ο οποίος κατείχε για χρόνια την πρώτη θέση στις συγκοινωνίες, λόγω του λιμανιού του. Σ' αυτό βοήθησαν αρχικά οι εγκαταστάσεις σιδηροδρομικών γραμμών[1] και μεταπολεμικά οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι.
Η πόλη μας ήταν η μοναδική επαρχιακή πόλη της χώρας η οποία διέθετε μέχρι το 1957 δύο μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Οι σταθμοί αυτοί διακρίνονταν από τα διαφορετικά ονόματά τους. Ο ένας λεγόταν "Θεσσαλικός" και ο άλλος "Διεθνής" ή "Λαρισαϊκός". Ο πρώτος συνέδεε τη Λάρισα με τον Βόλο και μέσω Βελεστίνου με τη Δυτική Θεσσαλία και λειτούργησε πολύ νωρίς, το 1884[2]. Ο δεύτερος εξακολουθεί να είναι και σήμερα ο σημαντικότερος ενδιάμεσος σταθμός στη διαδρομή Αθηνών-Θεσσαλονίκης- Συνόρων.
Με αφορμή τη δημοσίευση με το σημερινό κείμενο και μιας φωτογραφίας του 1935, η οποία απεικονίζει τον παλαιό σταθμό του διεθνούς σιδηροδρόμου, θα αναφερθούμε συνοπτικά στην ιστορία του κτιρίου αυτού και τις μεταβολές του από τις πρώτες στιγμές της κατασκευής του, μέχρι τις ημέρες μας.
Μια μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία από την Αθήνα προς τα σύνορα ήταν ένα από τα μεγάλα σχέδια του Χαρίλαου Τρικούπη που οραματίσθηκε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Υπήρξαν βέβαια οι τοπικές σιδηροδρομικές διαδρομές (προς Πειραιά, Χαλκίδα, Πελοπόννησο και άλλες), ο σχεδιασμός όμως μέχρι τα σύνορα δεν είχε προχωρήσει παρά μόνο μέχρι τη Λαμία και το 1906 μέχρι τον Παλαιοφάρσαλο (Δεμερλί), όπου συναντούσε τη θεσσαλική γραμμή Βελεστίνου -Καλαμπάκας. Tον Ιούνιο του 1906 υπογράφτηκε η σύμβαση για την κατασκευή της επέκτασης της γραμμής από Δεμερλί προς Λάρισα, μέχρι τα τότε σύνορα στο Παπαπούλι, λίγο πιο βόρεια από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ραψάνης. Το 1908 είχε ήδη λειτουργήσει η γραμμή ως τη Λάρισα και το 1909 ως το Παπαπούλι, όπου βρισκόταν μέχρι το 1912 ο συνοριακός σιδηροδρομικός σταθμός με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 η συνδρομή του σιδηροδρομικού δικτύου υπήρξε καθοριστική για την μεταφορά ανθρώπων και προμηθειών. Το δίκτυο της Βορείου Ελλάδος που είχε ήδη κατασκευασθεί από τους Τούρκους, ενσωματώθηκε με το δίκτυο της υπόλοιπης χώρας το 1916 και από το 1918 άρχισε η τακτική συγκοινωνία Αθηνών - Λαρίσης - Θεσσαλονίκης - Συνόρων.
Η σημερινή φωτογραφία, όπως αναφέρεται και στη λεζάντα, απεικονίζει το κτίριο του Διεθνούς Σιδηροδρομικού Σταθμού της πόλης μας. Ονομάσθηκε Διεθνής επειδή οι γραμμές του έφθαναν μέχρι την Ειδομένη, τον συνοριακό σταθμό με τον οποίο συνδεόταν η Ελλάδα με τα σιδηροδρομικά δίκτυα της Ευρώπης. Η φωτογραφία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου Ιωάννη Κουμουνδούρου. Ο τελευταίος λειτουργούσε κατάστημα με βιβλία, χαρτικά και τυπογραφείο. Βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Φιλελλήνων, με πρόσοψη προς τη Φιλελλήνων. Στο ίδιο ισόγειο κτίριο στεγαζόταν και το τοπικό υποκατάστημα της Λαϊκής Τραπέζης, αλλά η πρόσοψή του ήταν επί της οδού Αλεξάνδρας. Ο Ιω. Κουμουνδούρος κατά το διάστημα 1932-35 κυκλοφόρησε μια σειρά επιστολικών δελταρίων (καρτών) με απόψεις από διάφορα σημεία της Λάρισας. Δεν γνωρίζουμε τον φωτογράφο που τις τράβηξε (ίσως να ήταν ο ίδιος), οι φωτογραφίες δεν είναι τεχνικά και εκδοτικά άρτιες, όμως σήμερα αποτελούν σπουδαία ιστορικά τεκμήρια καταγραφής της Λάρισας μιας άλλης εποχής.
Το κυρίως κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Λάρισας είναι διώροφο. Σε δύο πλευρές του, την ανατολική και τη δυτική, υπάρχουν δύο εφαπτόμενα ισόγεια μικρότερα κτίσματα. Το όλο συγκρότημα κτίσθηκε το 1908. ΟΙ τοίχοι του στο ισόγειο αποτελούνταν από πελεκημένη πέτρα εντοιχισμένη εν είδει μωσαϊκού, όπως είχαν κατασκευασθεί και οι υπόλοιποι σταθμοί του δικτύου αυτού, μικροί και μεγάλοι, Η πρόσοψή του προς την πλατεία του σταθμού στολιζόταν στη στέγη του ορόφου με ένα μεγάλο ρολόι, επικαλυπτόμενο από τριγωνική αψίδα. Από την πλευρά των γραμμών υπήρχε ένα τεράστιο μεταλλικό στέγαστρο, το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την πλατφόρμα του σταθμού. Ήταν ένα όμορφο σε εμφάνιση κτίριο, συμμετρικό, με αρκετά νεοκλασικά στοιχεία ειδικά στον όροφο. Μπροστά από την πρόσοψη ανοιγόταν ένας τεράστιος ακάλυπτος χώρος για την στάθμευση αμαξών και αυτοκινήτων. Αργότερα στη θέση αυτή δημιουργήθηκε μικρή πλατεία.
Το κτίσμα αυτό για πενήντα περίπου χρόνια εξυπηρέτησε κατά τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες του επιβατικού κοινού της περιοχήςμας. Όμως ο σεισμός του Μαρτίου του 1957 επέφερε σοβαρές καταστροφές και ο σταθμός υπολειτούργησε για κάποιο διάστημα και εν συνεχεία κατεδαφίσθηκε για να ανεγερθεί νέος σύγχρονος. Ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός της Λάρισας εγκαινιάστηκε στις 26 Αυγούστου 1961 από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο και έκτοτε εξυπηρετεί το επιβατικό κοινό επί 57 συνεχή χρόνια, χωρίς καμιά ουσιαστική κτιριακή μεταβολή του κεντρικού του κτηρίου.
 [1]. Οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι οι οποίοι λειτούργησαν από το 1884 ευνόησαν ουσιαστικά τον Βόλο, καθώς οι θαλάσσιες συγκοινωνίες και μεταφορές που έφθαναν στη γειτονική πόλη, διαχέονταν μέσω του Θεσσαλικού δικτύου Σιδηροδρόμων σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο Θεσσαλικός Σιδηρόδρομος, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 16ης Οκτωβρίου 2016,

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις...


Ο τάφος του Χουρσίτ πασά στον Πέρα Μαχαλά της Λάρισας. Αναπαράσταση σε σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Θεσσαλικά Γράμματα" το 1935. Από το αρχείο του Θανάση ΜπετχαβέΟ τάφος του Χουρσίτ πασά στον Πέρα Μαχαλά της Λάρισας. Αναπαράσταση σε σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Θεσσαλικά Γράμματα" το 1935. Από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ
Η σημερινή εικόνα είναι ένα από τα πολλά χαρακτικά του ζωγράφου της πόλης μας Αγήνορα Αστεριάδη, το οποίο σχεδίασε το 1935 ειδικά για να κοσμήσει άρθρο στο μηνιαίο περιοδικό της Λάρισας "Θεσσαλικά Γράμματα", αναφερόμενο στον τάφο του Χουρσίτ πασά.
Δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του περιοδικού, το οποίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1935. Ήταν ένα σπουδαίο για την εποχή του περιοδικό, το οποίο εξέδιδε ο "Όμιλος Φιλοτέχνων και Διανοουμένων Λαρίσης". Τα μέλη του Ομίλου προέρχονταν από την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού δυναμικού της πόλης κατά την δεκαετία του 1930 και η εκτύπωσή του γινόταν στο καλλιτεχνικό τυπογραφείο του Κωνσταντίνου Τουφεξή, που είχε τις εγκαταστάσεις του επί της οδού των Έξ (Κύπρου), στο ύψος της σημερινής πλατείας Αγαμ. Μπλάνα. Για τον Όμιλο αυτό και την ολιγόχρονη δυστυχώς δράση του θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε κάποια άλλη φορά.
Ο Αγην. Αστεριάδης προσπάθησε να αναπαραστήσει τον τάφο του Χουρσίτ πασά βασιζόμενος σε αρκετά στοιχεία που είχαν απομείνει στη θέση τους μέχρι το 1935.
Στον 2ο τόμο του βιβλίου του Θεόδωρου Παλιούγκα "Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία. (1423-1881)", στη σελ. 584, υπάρχει μια παρόμοια με του Αστεριάδη, αλλά πιο λεπτομερής αναπαράσταση του ταφικού μνημείου του πασά, φιλοτεχνημένη από τον Αθανάσιο Τσουκνίδα.
Στο βιβλίο "Λάρισα" των Μιχ. Αβραμόπουλου και Βασ. Βουτσιλά, στη σελ. 53, δημοσιεύεται φωτογραφία μέρους του περιβόλου του μαυσωλείου του Χουρσίτ πασά όπως ήταν το 1962. Σήμερα έχουν όλα εξαφανισθεί και αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες οικοδομές.
Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι, ειδικά οι Περαμαχαλιώτες, θυμούνται ότι μέχρι το 1990 περίπου διατηρούνταν στη συνοικία τους υπολείμματα του τάφου του Χουρσίτ πασά. Το μνημείο αυτό βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, επί της οδού αρχιεπισκόπου Δωροθέου, λίγα μέτρα μετά την έξοδο από τη γέφυρα. Επειδή ένα μεγάλο μέρος της δράσης του Οθωμανού αυτού, καθώς και το μυστηριώδες τέλος του είχαν άμεση σχέση με την πόλη μας, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε ορισμένα σημαντικά γεγονότα που έχουν σχέση με τον Χουρσίτ πασά, τα οποία συνέβησαν στην πόλη μας κατά το 1822 και είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Ο Χουρσίτ Μεχμέτ πασάς (; - 1822) γεννήθηκε στον Καύκασο από γονείς χριστιανούς Κιρκάσιους (Τσερκέζους), λέγεται μάλιστα ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας. Σε νεαρή ηλικία εξισλαμίστηκε, κατατάχθηκε στο σώμα των Γενιτσάρων, αποδείχθηκε ικανός στρατιωτικός, με τον καιρό απέκτησε την εύνοια του σουλτάνου Μαχμούτ Β' και έφθασε σε ανώτατα αξιώματα.
Το 1820 διορίσθηκε από τον σουλτάνο σερασκέρης, δηλαδή αρχηγός της εκστρατείας κατά του αποστάτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον Ιανουάριο του 1822 κατόρθωσε να συλλάβει τον Αλή Πασά και να στείλει το κεφάλι του ως δώρο στον σουλτάνο. Όμως οι εχθροί και αντίζηλοί του τον διέβαλαν στους αξιωματούχους του παλατιού ότι οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος της αμύθητης περιουσίας του Αλή Πασά και η Υψηλή Πύλη του ζήτησε λεπτομερή λογοδοσία. Ο υπερήφανος στρατάρχης φαίνεται ότι θίχτηκε από τη σουλτανική εντολή και δεν απάντησε στον σουλτάνο, με αποτέλεσμα να περιπέσει σε δυσμένεια. Παρέμεινε στη Λάρισα και φρόντιζε την τροφοδοσία του στρατού του Δράμαλη, ο οποίος κατά την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο υπέστη στα Δερβενάκια τη γνωστή πανωλεθρία από τα ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα.
Για τον τρόπο του θανάτου του κυκλοφόρησαν πολλές εκδοχές. Αυτοκτόνησε στις 30 Νοεμβρίου 1822 για να προλάβει το έργο θανάτωσής του από απεσταλμένους του σουλτάνου; Αποκεφαλίσθηκε στους στρατώνες της Λάρισας όπως αναφέρει ο Φαρμακίδης;[1] ή όπως κυκλοφορούσε ευρύτατα στη Λάρισα η φήμη ότι κατά την τελετή της κηδείας του ήταν ακόμα ζωντανός, την παρακολούθησε και μετά αυτοκτόνησε; Πάντως οι ιστορικές πηγές της Τουρκίας αναφέρουν ότι ο θάνατος του Χουρσίτ πασά οφειλόταν σε παθολογικά αίτια. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, την κηδεία και τον ενταφιασμό, απεσταλμένοι του σουλτάνου κατέφθασαν στη Λάρισα, ξέθαψαν το πτώμα, απέκοψαν το κεφάλι του, το τοποθέτησαν σε αργυρή λεκάνη και το μετέφεραν στα ανάκτορα του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη[2].
Για ένα διάστημα καθώς τα χρόνια περνούσαν ο τάφος του είχε τελείως ξεχασθεί, ιδίως μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, καθώς ο χώρος είχε περιέλθει σε Έλληνα ιδιώτη. Το 1891 ανακαλύφθηκε τυχαία στον Πέρα μαχαλά, από τον Κων. Λιβανό, επίσημο διερμηνέα της τουρκικής γλώσσας στα ελληνικά δικαστήρια. Σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα περιέγραψε το ιστορικό της ανεύρεσής του[3]. Έκτοτε στους περίοικους ήταν γνωστός ως «τάφος του πασά» και μέχρι το 1940 διατηρείτο σε σχετικά καλή κατάσταση. Μεταπολεμικά από αδιαφορία και σύληση του οικοδομικού του υλικού, άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφεται. Πάντως μέχρι το 1962 μπορούσε κανείς να διακρίνει καθαρά ορισμένα τμήματα του τάφου του.
 [1]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής με τη Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 225-226.
[2]. Αβραμόπουλος Μιχαήλ – Βουτσιλάς Βασίλειος, Λάρισα, Αύγουστος 1962, σελ.53.
[3] «Τον τάφον του Χουρσίδ, ένθα το ακέφαλον σώμα του αναπαύεται, και τον οποίον τυχέως εύρον ημέραν τινα περιπατών επί των οχθών του Πηνειού, κείται επί της αριστεράς όχθης του ποταμού τούτου, ολίγα βήματα αριστερά της γεφύρας, εντός επίτηδες περιτοιχισμένου ασφαλώς περιβόλου με παράθυρα, δια σιδηρών κιγκλίδων… Τελευταίον ήρχισε να καταστρέφηται ο τάφος, όστις κατ’ εμέ έχει πολλήν την αξίαν δια τον περιηγητήν και εν γένει τον φιλίστορα, θα καταστή δε μεγαλειτέρα η αξία του δια της παρελεύσεως του χρόνου», εφ. «Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 14ης Φεβρουαρίου 1891

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Μια ακόμα διαδρομή


Μια ακόμα διαδρομή
Τα σημαντικά στη ζωή δεν είναι αυτά που συμβαίνουν,
αλλά εκείνα που θυμάσαι-και πώς τα θυμάσαι.
(Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες)

Τώρα που τελειώνει αυτή η μικρή σειρά των άρθρων με τις θύμησες των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων από μια στρατοκρατούμενη Λάρισα (έδρα του Β’ Σώματος Στρατού), η οποία ακόμα μετρούσε τις βαθιές πληγές ενός καταστροφικού πολέμου, του ισχυρού σεισμού του 1941 και ενός αιματηρότατου εμφυλίου, θα γυρίσουμε λίγο πίσω, στο πρώτο απ’ αυτά (Τα αντίδωρα της διαδρομής, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 23-1-2018), όπου, εκεί, λέγαμε για τα «σημεία», που συναντούμε στις διαδρομές μας.
Με το συμμάζεμα λοιπόν, αυτών των σημείων-αντίδωρων, ως «φορέων» επενδυμένων συναισθημάτων, φαίνεται τώρα καθαρότερα, πως οι μικρές αυτές ψηφίδες του πολύχρωμου ψηφιδωτού μας, τα σκόρπια αυτά σημεία και τόσα άλλα που δεν αναφέρθηκαν εδώ, «χτίζουν», όντως, την περιπετειώδη ιστορία της ύπαρξής μας και καθορίζουν την πορεία και την ποιότητα της συναισθηματικής ζωής μας.
Μιας κι αναφερθήκαμε όμως στον εμφύλιο, πιστεύουμε, πως θα ήταν χρήσιμο να πούμε, ότι την περίοδο 1946-1949, στο λόφο του Μεζούρλου (σήμερα αύλειος χώρος με τα πεύκα του Διαχρονικού Μουσείου της πόλης), έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος του ελληνικού στρατού, εκατοντάδες νέοι ανθρωποι-συμπολίτες μας, επειδή πίστεψαν σ’ έναν άλλο κόσμο, καλύτερο, κατά τη γνώμη τους. Ας μην τα σκαλίζουμε τώρα αυτά, δεν είναι της στιγμής… Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Μίνως, μου’ λεγε, πως ο πατέρας μας, όταν ακούγονταν αυτοί οι πυροβολισμοί, στο Μεζούρλο, τον έβγαζε έξω απ’ το σπίτι μας, στην οδό Καραθάνου, για ν’ ακούσει κι αυτός, ενώ εγώ, νήπιο τότε, δεν καταλάβαινα τίποτα.
Θα πάρουμε πάλι την οδό Ελευθ. Βενιζέλου (πρώην Μακεδονίας), ή αλλιώς, την οδό των Παντοπωλείων, όπως εμείς την ονομάσαμε, λόγω της συγκέντρωσης πολλών τέτοιων καταστημάτων «αποικιακών ειδών» ή εδωδίμων (φαγώσιμων), θα φτάσουμε μπροστά στο Α’ Αρχαίο Θέατρο, θα στρίψουμε αριστερά, στην οδό Αλεξ. Παπαναστασίου ή όπως την ονομάζουμε εμείς, ΑρχαίουΘεάτρου, (το τμήμα μέχρι την οδό Κύπρου), θα συναντήσουμε την οδό Κ. Κούμα, την οδό των μπουτίκ και κάπου στο μέσο της, θα τερματίσουμε, τη σύντομη, αυτή τη φορά, διαδρομή μας.
Θα προσπεράσουμε τα δέκα παντοπωλεία (Χατζηευθυμίου, Ζαφειρόπουλου, Θεμελή, Σούκου, Αρσενίδη-Παπουλιάκου, Αφών Αγραφιώτη, Καραμήτσου, Τσακαβίτη, Αφών Μητσιού), που ήταν σκορπισμένα σε όλο σχεδόν το μήκος του δρόμου και απ’ τις δυο πλευρές, τα εμπορικά καταστήματα κι εκείνα του χονδρικού εμπορίου (Φάϊς, Λεβή, Ιωαννίδη, Κούβαρου, Αλεξάνδρου, Παπαγιάννη (υπόγειο), κ.α), θα σταθούμε μπροστά στο Α’ Αρχαίο Θέατρο και θα κοιτάξουμε γύρω μας. Από τη γωνία των παιδικών , «η Μέλισσα», τότε κατάστημα υποδημάτων του Κουτσοχερίτη, αρχίζει η οδός Ηφαίστου, με όλα τα είδη του… εμπορίου σε όλο το μήκος της-αφού αργά, τις νύχτες, όταν έκλεινε η αγορά και έσβηναν τα φώτα, ο ανδρικός πληθυσμός, επισκέπτονταν, ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια, τα «σπίτια» της εφήμερης και… επείγουσας διασκέδασης.
Ο πλανόδιος έμπορος-αργυροχρυσοχόος, ο Πάρδος, στημένος πίσω απ’ το αυτοσχέδιο βιτρινάκι, με μια ζυγαριά ακριβείας πάνω του, πουλούσε και αγόραζε χρυσό κι ασήμι ή τα αντάλλαζε, ενώ εμείς, που περνούσαμε από’ κει, κοιτάζαμε με απορία.
Μπαίνοντας στην Αλεξ. Παπαναστασίου, θυμηθήκαμε, ότι στη θέση του σημερινού ξενοδοχείου, Divani Pallace, στον πρώτο όροφο του διώροφου κτηρίου, εκείνη την δύσκολη περίοδο της Αποστασίας και των Ιουλιανών του 1965, ανεβαίναμε στα γραφεία της «Ένωσης Κέντρου», για να πληροφορηθούμε, από πρώτο χέρι, τα καθέκαστα.
Απέναντι ακριβώς, στο ζαχαροπλαστείο του Βρετόπουλου, βλέπαμε, ενώ πηγαίναμε βόλτα στο «Αλκαζάρ» ή στο φρούριο, τα μαρμάρινα τραπέζια, να είναι γεμάτα από κόσμο της «καλής» κοινωνίας, που απολάμβανε το γλυκό ή τον καφέ του χαζεύοντας τους περαστικούς.
Στη διασταύρωση με την οδό Κύπρου, ο τροχονόμος που ρύθμιζε την κυκλοφορία, χαμένος μέσα στα κουτιά με τα δώρα, κυρίως τις ημέρες των εορτών, σήκωνε τα χέρια και το κεφάλι του για να τον βλέπουν οι οδηγοί…
Πίσω, στη θέση του σημερινού «Σπιτιού του Στρατηγού», θυμόμαστε, το γήπεδο του μπάσκετ, όπου κάπου-κάπου συναντιόμασταν οι φίλοι, για να παίξουμε και να συμμετέχουμε στις δραστηριότητες του Σώματος των Ελλήνων Προσκόπων. Δίπλα απ’ το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, ο θερινός κινηματογράφος, «Τιτάνια», με τις ποιοτικές ταινίες που πρόβαλε, ήταν γεμάτος από κόσμο, κάθε βράδυ, ενώ απέναντι, οι καλογυαλισμένες άμαξες, με τα όμορφα άλογα, περίμεναν τους πελάτες, οι οποίοι, τελευταία, προτιμούσαν τις λιμουζίνες των ταξί, που πρόσφεραν μεγαλύτερη άνεση και πολυτέλεια. Στην αρχή της οδού Κούμα, το ζαχαροπλαστείο του Μέγα, δίπλα το καφενείο «Πανελλήνιον», όπου παρακολουθούσαμε γνωστούς παίχτες του μπιλιάρδου και δεινούς σκακιστές (Καρδομωτές, Πηλέας Μακρής κ.α.), το «Μικρό Ολύμπιο», στέκι τότε της φοιτητικής νεολαίας και το Ανθοπωλείο του Πετρίδη με την παιδική χαρά και το Καρουζέλ, πίσω (Δικαστικό Μέγαρο σήμερα), κάλυπταν την νότια πλευρά της Κεντρικής Πλατείας. Θυμάμαι, στα χαμηλά κτήρια αυτού του οικοπέδου, την έκθεση σκιτσογραφίας του πολυβραβευμένου Φωκίωνα Δημητριάδη, ο οποίος μας «ξεναγούσε» στα απλωμένα σε μεγάλες επιφάνειες σκίτσα, του με θέματα από την τότε πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ακριβώς πίσω, γωνία Μ. Αλεξάνδρου-Παπακυριαζή, ήταν το φαρμακείο του Επιτρόπου, απ’ όπου αγόραζα το μουρουνέλαιο (ψαρόλαδο) για μένα και τα’ αδέλφια μου. Τι μαρτύριο κι αυτό… Όταν μας το έδινε η μητέρα μας, πάντα με το ζόρι, πιάναμε τη μύτη μας…
Στη γωνία Κούμα-Μ. Αλεξάνδρου (σήμερα κατάστημα προϊόντων ζαχαροπλαστικής-Αρτοποιίας), ήταν το κινηματοθέατρο, «Ορφεύς», που έπαιζε τις καλύτερες ταινίες και φιλοξενούσε τους καλύτερους θιάσους της Αθήνας, ενώ απέναντι, στην άλλη γωνία, στο εστιατόριο «Ερμής», έτρωγαν οι ντόπιοι λεφτάδες και οι ματσωμένοι επισκέπτες της πόλης…
«Έδωσα ένα πολύ προσωπικό, λιγάκι αυτοβιογραφικό τόνο στις γραμμές αυτές. Αν είναι ελάττωμα, παρακαλώ τους αναγνώστες, να με συγχωρήσουν. Αλλά, γιατί να είναι ελάττωμα; Η προσωπική μνήμη μπορεί κι αυτή να στήσει μνημεία. Και τα μνημεία αυτά, είναι, ίσως καμιά φορά πιο αληθινά από όσα στήνονται-προπάντων, από όσα στήνονται κατά παραγγελίαν-στις δημόσιες πλατείες (…) Ας ακούγεται πότε-πότε η καρδιά στους καιρούς μας, καιρούς που έγιναν πολύ αφηρημένοι, ίσως εξωπροσωπικοί, ίσως εξωανθρώπινοι». (Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μάρκος Αυγέρης, ο φίλος μου).
Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1977, σελ. 13
*Η φωτογραφία του κειμένου είναι από το βιβλίο, ΛΑΡΙΣΑ, των Μ. Αβραμόπουλου-Β. Βουτσιλά, 1962
* Του Τάσου Πουλτσάκη

Η Λάρισα στην «αγκαλιά» του Ράιχ


Τα «γενναία» στρατεύματα της Βέρμαχτ σε δράση. Διδάσκουν ανώτερο πολιτισμό και ουμανιστικές αξίες. «…Εκατοντάδες γερμανικά αυτοκίνητα γεμίζουν με ό,τι καλύτερο έχουν τα μαγαζιά και τα σπίτια»Τα «γενναία» στρατεύματα της Βέρμαχτ σε δράση. Διδάσκουν ανώτερο πολιτισμό και ουμανιστικές αξίες. «…Εκατοντάδες γερμανικά αυτοκίνητα γεμίζουν με ό,τι καλύτερο έχουν τα μαγαζιά και τα σπίτια»
Εβδομήντα επτά χρόνια πέρασαν από την μέρα που τα ναζιστικά κτήνη πατούσαν με το δολοφονικό, αιματοβαμμένο, μιαρό πόδι τους την Ελλάδα. Την ώρα που ο Ελληνικός λαός έδινε την γιγάντια άνιση μάχη ουσιαστικά μόνος με το άλλο φασιστικό τέρας, τους Ιταλούς και προδομένος από τη πολιτική του ηγεσία που για τέσσερα χρόνια τον βασάνιζε με τη δικτατορία, χωρίς να τον προετοιμάζει για την άμυνα ενάντια στην Λερναία Ύδρα του Άξονα.
Φυσικά, η ιδεολογική ερωτοτροπία του δικτάτορα Μεταξά με τον φασισμό και τον ναζισμό, περισσότερο θα τον ικανοποιούσε να είναι σύμμαχός τους στον άξονα, παρά να βρίσκεται στον αντίποδά τους. Αυτό δεν κατάφερε να το επιβάλει, αφού νέμονταν την εξουσία με τον άλλο πυλώνα της εξάρτησης (Άγγλους), τον Γλίξμπουργκ, που σ’ αυτόν όφειλε και την τοποθέτησή του.
Η άνανδρη και πισώπλατη επίθεση απ’ τα χιτλερικά στρατεύματα, αλλάζει όλο το σκηνικό του πολέμου στην Ελλάδα. Οι στόχοι κατάληψης περιοχών «ζωτικών συμφερόντων» (1) τους, για τη λεηλασία και την αναδιανομή του φυσικού πλούτου των χωρών αυτών, γεννάει τις ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις που άλλοτε εμφανίζονται με «ειρηνικές» διεισδύσεις και άλλες φορές με πολέμους - όπως σήμερα στην Συρία και την ευρύτερη Μ. Ανατολή - με κύριο στόχο τον έλεγχο του ενεργειακού φυσικού πλούτου των χωρών αυτών.
Όλα αυτά σε βάρος των λαών που βιώνουν την απάνθρωπη εκμεταλλευτική «φύση» του καπιταλισμού που το μόνο που δεν του νοιάζει είναι αν ξεσπιτωθείς, αν πνιγείς στα νερά του Αιγαίου ή του Έβρου, είτε αφήσεις τα κόκαλά σου σε κάποιο ορεινό πέρασμα των συνόρων ή θα αποτελέσεις αναλώσιμη βορά των κανονιών του ή πειραματόζωα στα «ερευνητικά» εργαστήρια των εταιριών τους τύπου Νταχάου.
Αυτό βίωσε και η πατρίδα μας με την εισβολή και την κατοχή των φασιστών του Μουσολίνι και των Γερμανών ναζιστών. Καμιά ανθρωπιστική, πολιτιστική ευαισθησία ή θρησκευτικό συναίσθημα (που συχνά αναφέρονται σ’ αυτό, βέβαια για «λαϊκή κατανάλωση»), δεν παίρνουν υπόψη, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους.
Η χιτλερική αεροπορία κυρίαρχη σάρωνε τα πάντα και σκορπούσε παντού την καταστροφή. Η μικρή αλλά σημαντική αντίσταση για την συντεταγμένη υποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, από τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς στα Τέμπη και στην περιοχή της Ελασσόνας έσπασε.
Η Λάρισα τη Μεγάλη Βδομάδα ζει τραγικές στιγμές και πληρώνει την προδοσία των πεμπτοφαλαγγιτών στρατηγών. Οι συναγερμοί αρχίζουν απ’ τη Κυριακή των Βαΐων και συνεχίζονται όλη τη βδομάδα. Είναι και για τους Λαρισινούς η πραγματική «βδομάδα των παθών». Την Τρίτη γίνεται μια τρομοκρατική αεροπορική επιδρομή εναντίον των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου και της πόλης μας.
Οι κάτοικοι ζουν ώρες φρίκης. Οι δρόμοι σκεπάζονται από τα χαλάσματα και τα σπίτια σωριάζονται σε ερείπια. Οι Λαρισινοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής δεν μένει ψυχή στη Λάρισα. Ο σεισμός της 1ης Μάρτη του 1941, που συμπληρώθηκε από τον θρασύδειλο ιταλικό βομβαρδισμό της επομένης του σεισμού, έρχεται να συμπληρωθεί και με τον Γερμανικό βομβαρδισμό, ολοκληρώνοντας έτσι τον πρώτο κύκλο γνωριμίας(!) με τον «ανώτερο πολιτισμό της αρίας φυλής», που γέμισε τα νεκροταφεία της Λάρισας με αθώους πολίτες.
«Στις 4:00 π.μ. της 19ης Απριλίου (Μεγάλο Σάββατο), κατελήφθη η Λάρισα. Τα τεθωρακισμένα της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας διέσχισαν την πόλη, λίγο μετά ακολούθησαν τα Τμήματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας που διέσπασαν την άμυνα των Τεμπών. Γύρω στο μεσημέρι έφτασαν στη Λάρισα τα τεθωρακισμένα των άλλων τμημάτων της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, που στις 18 Απριλίου είχαν καταλάβει την Ελασσόνα και αργότερα είχαν πολεμήσει κατά των Νεοζηλανδών στη διάβαση μεταξύ Ελασσόνας και Τυρνάβου.
Τα τελευταία βρετανικά αποσπάσματα εγκατέλειψαν βιαστικά την πόλη, λίγο πριν από την είσοδο των πρώτων γερμανικών τεθωρακισμένων, αφήνοντας πίσω τους τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Έγιναν ακόμα μερικές συγκρούσεις με Μονάδες που δεν είχαν μπορέσει να απομακρυνθούν έγκαιρα από την περιοχή της Λάρισας, όμως ουσιαστικά οι μάχες των στενών είχαν τελειώσει» (3).
Την επομένη θα έμπαιναν οι Γερμανοί και κανένας δεν ήθελε ν’ αντικρίσει τους βαρβάρους καταχτητές. «Υπάρχουν όμως 3-4 εξαιρέσεις. Μερικοί αδιόρθωτοι χιτλερικοί, που τώρα παριστάνουν τον «εθνικόφρονα», μένουν για να προσφέρουν στον πρώτο Γερμανό μοτοσικλετιστή την ανθοδέσμη της υποταγής.
Άλλωστε δεν θα βγουν ζημιωμένοι. Το πλιάτσικο προμηνύεται πλούσιο. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου οι Ούννοι μπαίνουν στη πόλη μας. Αρχίζει μια λεηλασία δίχως προηγούμενο. Εκατοντάδες γερμανικά αυτοκίνητα γεμίζουν με ότι καλύτερο έχουν τα μαγαζιά και τα σπίτια» . (3).
Η Λάρισα από δω και μπρος είναι σκλάβα. Μια σκλάβα όμως που δεν υποτάχτηκε ποτέ της. Δέχτηκε τα πλήγματα, μα δε λύγισε. Σκορπισμένη έτσι όπως ήτανε στα χωριά, σαν ένας άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται για τη λευτεριά.
Ύστερα από ένα μήνα η Λάρισα γίνεται ο εκφραστής του πόθου του Θεσσαλικού Λαού για τη Λευτεριά. Γίνεται το κέντρο της οργανώσεως της αντιστάσεως κατά του εχθρού. Μέσα απ’ τα ερείπιά της η καινούργια ζωντανή πραγματικότητα. Η Αντίσταση, που οι δυνάμεις της μέσα κυρίως από τις γραμμές του ΕΑΜ δρουν αποφασιστικά συμβάλλοντας στον συμμαχικό αγώνα για την στρατιωτική ήττα του φασισμού. Ακόμα και σήμερα, αλλά και για πάντα θα θυμούνται οι Θεσσαλοί και οι Λαρισινοί τους ανθρώπους τους που θυσιάστηκαν άδολα στο βωμό της Λευτεριάς και υπόσχονται πως θα συνεχίσουν να παλεύουν μέχρι την τελική ιδεολογική ήττα του συστήματος που γεννά τον φασισμό και τον ναζισμό και τα παράγωγά του.
 (4) «…Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
 για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο».
Γνωρίζοντας πολύ καλά, όπως λέει στο ποίημά του παρακάτω ο Γιάννης Ρίτσος, πως:
«...έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει».
(1). Όρος που χρησιμοποιεί ο κάθε ιμπεριαλιστής προκειμένου να δικαιολογεί τις επεμβάσεις του σε άλλες χώρες.
(2). Heinz ARichter, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, εκδόσεις Γκοβόστη, 1998, σ.522.
(3). «Αλήθεια», εφημερίδα του ΕΑΜ της Λάρισας, 20.04.1946
(4). Του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, από το «Καπνισμένο τσουκάλι».
Του Δημήτρη Μπάρμπα

Η ΠΕΡΙΟΧΗ "ΣΑΛΙΑ" ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Η περιοχή "Σάλια" της Λάρισας όπως ήταν το 1883, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πλημμύρας. Διακρίνεται η αποθήκευση κορμών ξύλων, τα οποία έφθαναν μέσω του Πηνειού από τα διάφορα γειτονικά δάση. Φωτογραφία του Ιωάννου Λεονταρίδου.Η περιοχή "Σάλια" της Λάρισας όπως ήταν το 1883, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πλημμύρας. Διακρίνεται η αποθήκευση κορμών ξύλων, τα οποία έφθαναν μέσω του Πηνειού από τα διάφορα γειτονικά δάση. Φωτογραφία του Ιωάννου Λεονταρίδου.
Την περασμένη Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018, πραγματοποιήθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα εκδήλωση για τις πλημμύρες της Λάρισας, με την ευκαιρία της παρουσίασης 16 παλαιών και σπάνιων φωτογραφιών από τη μεγάλη πλημμύρα του 1883.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης προβλήθηκε και μια φωτογραφία η οποία παρουσιάζει την περιοχή της Λάρισας "Σάλια" κατά τη διάρκεια της πλημμύρας.
Με την ευκαιρία αυτή στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στην όχι και τόσο γνωστή σήμερα περιοχή της Λάρισας Σάλια, δημοσιεύοντας και δύο σπάνιες φωτογραφίες οι οποίες αποτυπώνουν την περιοχή. Η περιοχή Σάλια βρισκόταν δίπλα στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού, στα όρια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου) και Σαρασλάρ (η συνοικία ανάμεσα στον Αρναούτ μαχαλά και τη γέφυρα). Με τα σημερινά δεδομένα τα Σάλια τοποθετούνται περίπου στην περιοχή μεταξύ του κτιρίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου και του χώρου όπου γίνεται η Λαϊκή αγορά της Τετάρτης. Η περιοχή αυτή αναφέρεται και από τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη, καθώς το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η οδός η οποία φέρει το όνομα του ποιητή.
Η ονομασία Σάλια ήταν γνωστή από την περίοδο της τουρκοκρατίας και έχει σχέση με την μεταφορά ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας μέσω της ροής των υδάτων του Πηνειού ποταμού στην περιοχή της Λάρισας. Με απλό τρόπο και εκμεταλλευόμενοι την κίνηση του νερού, έμπειροι και δεξιοτέχνες υλοτόμοι οδηγούσαν τεράστιες ποσότητες τεμαχισμένων κορμών σε μια απλή αποβάθρα κοντά στη γέφυρα, απ' όπου και διανέμονταν σε όλη την περιοχή. Ο τρόπος του ταξιδιού αυτού της ξυλείας παρουσιάζει ενδιαφέρον και θα τον περιγράψουμε, γιατί γινόταν σε μια χρονική περίοδο όπου οι μεταφορές δεν ήταν εύκολες.
Οι υλοτόμοι από τα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν τη ροή ορισμένων ποταμών για τη μεταφορά ξυλείας. Για τον Πηνειό, η μεν αρχή της χρησιμοποίησής του για τον σκοπό αυτό χάνεται στο απροσδιόριστο παρελθόν, το τέλος της όμως εντοπίζεται στη δεκαετία του 1930, όταν η Θεσσαλία απέκτησε έστω και υποτυπώδες οδικό δίκτυο για την διακίνηση μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων.
Η ροή του νερού στην κοίτη του Πηνειού, του μεγαλύτερου ποταμού της Θεσσαλίας, χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη τη διαδρομή του μέχρι και τη Λάρισα. Οι μεγάλοι κορμοί των δένδρων από τα δάση που βρίσκονταν κατά μήκος του, τεμαχίζονταν και μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι τις όχθες του Πηνειού, σε καθορισμένα σημεία. Εκεί δένονταν με τριχιές ή σιδερένια τζινέτια (άγκιστρα) και σχηματιζόταν μια σχεδία, πάνω στην οποία όχι μόνο τοποθετούσαν τα ξύλα αγκιστρωμένα, αλλά και επέβαιναν οι άνδρες που τα συνόδευαν. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργούσαν πολλές σχεδίες και όταν αποφασιζόταν η μεταφορά, έπλεαν όλες μαζί σε κάποια απόσταση η μία με την άλλη και δημιουργούνταν μια αληθινή νηοπομπή. Προπορευόταν η σχεδία στην οποία βρισκόταν ένας έμπειρος πλοηγός που καθοδηγούσε όλες τις άλλες. Η μεταφορά γινόταν συνήθως άνοιξη και φθινόπωρο, γιατί η ροή του νερού ήταν τότε κάπως σταθερή και η στάθμη του ανεβασμένη. Βέβαια ο τρόπος αυτός ήταν αρκετά δύσκολος και επικίνδυνος. Κατά την πορεία τους μέσα στο ποτάμι η ορμητικότητα του νερού σε ορισμένα σημεία και οι πολλές και μεγάλες καμπύλες που χαρακτηρίζουν την πορεία του Πηνειού στον θεσσαλικό κάμπο, οδηγούσαν τις σχεδίες σε συγκρούσεις και σε πολλές προσαράξεις στις όχθες. Γι' αυτό οι άνθρωποι που υπήρχαν σε κάθε σχεδία ήταν νέοι και δυνατοί ξυλοκόποι, που κρατούσαν μακριά ξύλινα κοντάρια, τα οποία βύθιζαν στον πυθμένα της κοίτης του ποταμού για να δώσουν επιτάχυνση στη σχεδία ή τα ακουμπούσαν στις όχθες για να αποφεύγουν την πρόσκρουση. Οι σχεδίες που μετέφεραν τους κορμούς των δένδρων σε σωρούς σφιχτά στερεωμένους ονομάζονταν "σάλια", ενώ οι ξυλοκόποι που τα συνόδευαν ήταν γνωστοί σαν "σαλτζήδες"[1].
Οι σχεδίες που είχαν στοιβαγμένους τους κορμούς των δένδρων οδηγούνταν τελικά μετά από το μεγάλο ταξίδι, σε μια αποβάθρα η οποία ήταν πρόχειρα κατασκευασμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λίγο πριν τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας. Η μεγαλύτερη ποσότητα ξύλου έφθανε στην πόλη μας γιατί εδώ υπήρχε η εντονότερη ζήτηση, τόσο τοπικά όσο και στη γύρω περιοχή[2]. Ουσιαστικά η αποβάθρα ήταν ένα μικρό λιμανάκι, μακριά από την κεντρική ροή του νερού, για να μπορούν να λιμνάζουν οι κορμοί των δένδρων και να μην παρασύρονται. Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια παραπήνεια έκταση, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες. Έπειτα με διπλόκαρρα μεταφέρονταν είτε στο Ξυλοπάζαρο[3] της Λάρισας είτε και σε μακρινότερες αποστάσεις. Από την παρουσία της αποβάθρας στην οποία κατέληγε το ταξίδι των υλοτόμων με τις σχεδίες (τα σάλια) και από το γεγονός ότι οι περισσότεροι υλοτόμοι (σαλτζήδες ) κατοικούσαν σ' αυτό τον χώρο, η περιοχή ήταν γνωστή ως Σάλια[4] μέχρι τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στη Λάρισα οικογένειες με το όνομα Σαλτζής οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου)[5].
Τη δεκαετία του 1930 άρχισαν να διαμορφώνονται αμαξιτοί δρόμοι στο εσωτερικό του θεσσαλικού χώρου και ο γραφικός αυτός τρόπος μεταφοράς της ξυλείας σταμάτησε οριστικά.
-------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ρούσκας Γιάννης, Ο αργυροδίνης Πηνειός, Αθήνα, σελ. 67-69
[2]. "… ού μόνον καύσιμος ύλη, αλλά και προς οικοδομήν οικιών και προς ναυπηγίαν σημαντικόν ποσόν ξυλικής αποκόπεται κατ' έτος εν τε τη ανατολική πλευρά του Πίνδου, καταφερόμενον δια του Πηνειού εις Λάρισαν…". Γεωργιάδης Νικόλαος, Θεσσαλία, εν Αθήναις (1880) σελ. 10.
[3]. Το Ξυλοπάζαρο ήταν μια κεντρική περιοχή της Λάρισας η οποία μπορεί να οριοθετεί κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου- Βενιζέλου- Απόλλωνος- Κύπρου. Σ' αυτό υπήρχαν τα καταστήματα στα οποία γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία του ξύλου. Έμεινε ιστορική η μεγάλη πυρκαγιά του 1882 στο Ξυλοπάζαρο, η οποία μαζί με τις μεγάλες καταστροφές που επισώρευσε την επόμενη χρονιά (Οκτώβριος 1883) η καταστρεπτική πλημμύρα, επιτάχυναν την εφαρμογή του νέου πρώτου σχεδίου της Λάρισας μετά την απελευθέρωση.
[4]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας , Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ Β΄, Κατερίνη (2007) στη σελ. 640 αναφέρει ότι η περιοχή Σάλια βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών Θέτιδος-Καραθάνου-Αθηνάς.
[5]. Αρσενίου Λάζαρος, Η μεταφορά ξυλείας με τα νερά του Πηνειού, περ. Τρικαλινά, τόμ. 14ος, Πρακτικά του 3ου Συμποσίου Τρικαλινών Σπουδών (Τρίκαλα 5-7 Νοεμβρίου 1993), σελ. 190.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com