Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο Ναός του Αγ. Αχιλλίου κατά την ύστερη Τουρκοκρατία


Η Βασιλική του Αγ. Αχιλλίου και το Επισκοπείο στον λόφο της αρχαίας Ακρόπολης της Λάρισας. Λεπτομέρεια χαρακτικού. Έκδοση του τυπογράφου του Βόλου Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου. Αρχείο Θανάση ΜπετχαβέΗ Βασιλική του Αγ. Αχιλλίου και το Επισκοπείο στον λόφο της αρχαίας Ακρόπολης της Λάρισας. Λεπτομέρεια χαρακτικού. Έκδοση του τυπογράφου του Βόλου Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ
Η εβδομάδα που αρχίζει από αύριο είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον πολιούχο Αγιο της πόλης μας, τον Άγιο Αχίλλιο.
Τιμώντας τη μνήμη του η σημερινή μας εικόνα αναφέρεται σε ένα σπάνιο χαρακτικό το οποίο απεικονίζει τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου όπως ήταν κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (19ο αι.). Για καλύτερη απόδοση απομονώθηκε λεπτομέρεια του χαρακτικού, η οποία επικεντρώθηκε στη δυτική πλευρά του λόφου της αρχαίας Ακρόπολης της Λάρισας, όπου ανάμεσα στις κατοικίες των χριστιανών του Τρανού Μαχαλά βρισκόταν ο Ναός σε επαφή με το Επισκοπείο. Το χαρακτικό είναι πιστή αντιγραφή φωτογραφίας από επιστολικό δελτάριο του φωτογράφου-ζωγράφου Στέφανου Στουρνάρα από τον Βόλο, το οποίο κυκλοφόρησε περί το 1900 περίπου και εκτυπώθηκε στo τυπογραφείo του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου στον Βόλο το 1905[1].
Στο κάτω μέρος της εικόνας φαίνεται να κυλούν ήρεμα τα νερά του Πηνειού, η δεξιά του όχθη είναι αδιαμόρφωτη και μόνο μια σειρά δένδρων στο ψηλότερο σημείο της την απομονώνει από τα πρώτα σπίτια της συνοικίας Ταμπάκικα.
Στο επάνω μέρος της εικόνας, πάνω σε χαμηλό ύψωμα και σε πρώτο επίπεδο διακρίνεται διώροφο κτίσμα με αψίδες στο ισόγειο, το οποίο στέγαζε το Επισκοπείο, τους χώρους διαμονής του εκάστοτε Μητροπολίτη και της συνοδείας του καθώς και τους χώρους υποδοχής και φιλοξενίας. Σ' αυτό το κτίριο διέμειναν και οι περισσότεροι ξένοι επιφανείς περιηγητές οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Λάρισα κατά τον 19ο αιώνα και μας άφησαν λιτές περιγραφές του. Σε ημέρες με καθαρή ατμόσφαιρα, μπορούσε κανείς από το σημείο αυτό να έχει μια καταπληκτική θέα του μυθικού Ολύμπου και της εύφορης θεσσαλικής πεδιάδος μέχρι και πέρα από τον Τύρναβο. Πίσω από το κτίριο του Επισκοπείου διακρίνεται ο Ναός του Αγ. Αχιλλίου, ένα κτίριο επίμηκες σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με το κεντρικό κλίτος υπερυψωμένο σε σύγκριση με τα πλάγια. Κτίστηκε το 1794, είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την πυρπόληση του προηγούμενου ναού (1769) στην ίδια ακριβώς θέση. Για να επιτευχθεί αυτό προηγήθηκαν επίμονες προσπάθειες και οδυνηρές δοσοληψίες του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχη με υψηλόβαθμους αξιωματούχους στην Κωνσταντινούπολη. Πίσω από τον Ναό μόλις διακρίνεται μέρος από τον τρίτο όροφο και το υπερώο του αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη[2].
Η φωτογραφία πάνω στην οποία βασίσθηκε η φιλοτέχνιση του χαρακτικού αυτού χρονολογείται στις αρχές της δεκαετίας του 1890, και αυτό βασίζεται κυρίως στην αξιολόγηση των κτισμάτων της περιοχής.
Για τη βασιλική του Καλλιάρχη έχουμε πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από πολλές γραπτές μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων περιηγητών. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές:
--Το 1805, επισκέφθηκε τη Λάρισα ο Αγγλος Edward Dodwell, όμως ο Ναός του Αγίου Αχιλλίου δεν του προξένησε καμία εντύπωση: «Οι Έλληνες έχουν εδώ μόνον έναν ναό, τον καθεδρικό ναό και ο μητροπολίτης τους έχει για φύλακες δύο Τούρκους τους οποίους παραχωρεί η κυβέρνηση». Αντιθέτως για τα τζαμιά της έχει να πει τα καλύτερα λόγια: «Δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα τόσο μεγαλοπρεπή τζαμιά, όσο στη Λάρισα».
--Την ίδια χρονιά (1805) ο W. M. Leake σημειώνει: «Το Επισκοπείο και δίπλα του ο μητροπολιτικός ναός δεν είναι αξιόλογα ούτε για το μέγεθος, ούτε και για τον στολισμό τους. Περικλείονται δε από κάποιον μαντρότοιχο, ο οποίος αποτελεί προστατευτικό μέσον κατά των τουρκικών προσβολών».
--Ο Αγγλος ιατρός Henry Holland, το 1812 γράφει: «…παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία στον ελληνικό μητροπολιτικό ναό, ο οποίος είναι και ο μόνος τόπος χριστιανικής λατρείας στη Λάρισα. Είναι ενωμένος με την κατοικία του αρχιεπισκόπου και βρίσκεται στην ίδια απομονωμένη μ’ αυτήν θέση. Το εσωτερικό του ναού είναι σκοτεινό και καταθλιπτικό, η διακόσμηση στην ουσία επιφανειακή, σε μικρή κλίμακα και χωρίς σπουδαίο αισθητικό αποτέλεσμα».
--Το 1823, ο Ιωάννης Λεονάρδος πέρασε από τη Λάρισα, ανέβηκε στον Τρανό Μαχαλά και μας περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση του Ναού: «Εις την εν Λαρίσση διατριβήν μου κατά το έτος 1823, φιλοτιμούμενος δια να ίδω τούτον τον άγιον Ναόν και να προσκυνήσω, εμβήκα εις αυτόν: πλην κατά δυστυχίαν εύρον παρ’ ευχήν μου τούτον τον ιερόν Ναόν μεταμορφωμένον υπό των Οθωμανών εις οπλοφυλάκειον και πυριτοφυλάκειον δια τον μεσολαβούντα τότε πόλεμον. Όθεν φοβούμενος από την αγκαρίαν των Τούρκων, εξήλθον αμέσως χωρίς να δυνηθώ να απολαύσω την ευχήν μου προς ακριβή θεωρίαν του αγίου οίκου τούτου. Αύτη η του ναού μεταμόρφωσις εις οπλοφυλάκειον διήρκεσε περίπου 6 χρόνους, καθ’ όν καιρόν οι εγκάτοικοι της Λαρίσσης στερούμενοι εκκλησίας, ηναγκάζοντο να εκκλησιάζωνται έξω της πόλεως κατά τον ποταμόν εις μίαν με δενδράκια περιφραγμένην εκκλησίαν της αγίας Μαρίνης».
--Το 1839 ο Γάλλος Adolphe Napoleon Didron γράφει τα εξής: «…Η Λάρισα αποτελεί έδρα μητροπολίτου. Ο καθεδρικός ναός, ο οποίος είναι ο μοναδικός ναός που υπάρχει στην πόλη, δεν παρουσιάζει κάτι το αξιοσημείωτο. Κτίσθηκε το 1795[3] και έχει μεγάλο μήκος, χωρίς όμως θόλους και παράθυρα, ενώ τα τρία κλίτη της χωρίζονται με ξύλινους κίονες».
--Ο Γάλλος ιερωμένος Raoul de Malherbe αναφέρει το 1843 τα εξής σχετικά: «…το πρωί της επόμενης ημέρας, καθώς επισκεπτόμασταν την Μητρόπολη, η οποία δεν είχε τίποτε το αξιοσημείωτο εκτός από τη φτώχεια της, παρευρεθήκαμε στη Θεία Λειτουργία, την οποία τελούσε κάποιος ιερέας με ξέπλεκα τα μαλλιά, ριγμένα στους ώμους, μέσα στην πιο βαθειά μοναξιά».
--Τέλος και ο J. L. Ussing το 1846, είναι και αυτός το ίδιο απαξιωτικός: «…η Μητρόπολη βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πόλεως, πάνω σε έναν μικρό λόφο δίπλα στον Πηνειό. Ο ναός δεν έχει κάτι το αξιοθαύμαστο και η μητροπολιτική κατοικία δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα τουρκικά σπίτια».
---------------------------------------------------------
[1]. Το χαρακτικό προέρχεται από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ, τον οποίο και ευχαριστώ.
[2]. Ο ιδιοκτήτης του δεν έζησε σ’ αυτό για πολύ. Λίγο μετά την ολοκλήρωση της οικοδομής, τον Απρίλιο του 1890 έπεσε στα νερά του Πηνειού και αυτοκτόνησε. Εφημερίδα "Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 11ης Απριλίου 1890.
[3]. Αντί του σωστού 1794.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1897


Gruss aus Jenisher in Thesalien (Χαιρετισμούς από τη Λάρισα της Θεσσαλίας). Η γέφυρα του Πηνειού σε επιστολικό δελτάριο του 1897. Διακρίνονται οι δύο πρόσθετες τουρκικές σημαίες τοποθετημένες στα στηθαία της. Συλλογή Αντώνη ΓαλερίδηGruss aus Jenisher in Thesalien (Χαιρετισμούς από τη Λάρισα της Θεσσαλίας). Η γέφυρα του Πηνειού σε επιστολικό δελτάριο του 1897. Διακρίνονται οι δύο πρόσθετες τουρκικές σημαίες τοποθετημένες στα στηθαία της. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη
Στους αγαπητούς μου φίλους Νίκο και Φάνη
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από επιστολικό δελτάριο της περιόδου 1897-98, η οποία αντιστοιχεί στην προσωρινή κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς μετά τον "ατυχή" ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρόκειται για σπανιότατο, αλλά συγχρόνως και περίεργο δελτάριο.
Η απεικόνιση είναι γνωστή από παλιές κάρτες του Στέφανου Στουρνάρα, αλλά ο φωτογράφος μάς είναι άγνωστος, όχι πάντως ο Στουρνάρας, γιατί η φωτογραφία είναι παλαιότερη. Ίσως να είναι του Δημητρίου Μιχαηλίδη από την Αδριανούπολη, ο οποίος είχε έλθει στη Λάρισα γύρω στα 1883-84, ή κάποιου παλιού Λαρισαίου φωτογράφου (Γεώργιος Φεχτζής, Γεώργιος Αποστολίδης[1], Ιωάννης Λεονταρίδης). Πάντως η λήψη της φωτογραφίας χρονολογείται πριν από το 1895. Προέρχεται από τη Συλλογή του Αντώνη Γαλερίδη και για όσους θέλουν να την μελετήσουν ενδελεχώς, τους συνιστούμε να επισκεφθούν την έκθεση "Αντώνης Γαλερίδης. Δώρημα καρδιάς" η οποία υπάρχει το διάστημα αυτό στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, με κάρτες από το αρχείο του.
Τρία στοιχεία διαφοροποιούν αυτό το επιστολικό δελτάριο εν σχέσει με τις αντίστοιχες του Στ. Στουρνάρα τόσο στην ασπρόμαυρη όσο και στη χρωμολιθόγραφη μορφή της:
--Το πρώτο είναι ότι στο επάνω μέρος της φέρει την επιγραφή στα γερμανικά "Gruss aus Jenisher in Thesalien" (=Χαιρετίσματα από τη Λάρισα της Θεσσαλίας). Η επιγραφή είναι έντυπη, εκτός από τη λέξη Jenisher[2], η οποία είναι γραμμένη χειρόγραφα.
-Το δεύτερο είναι μια άλλη επιγραφή πάλι στα γερμανικά, τοποθετημένη κάθετα στο δεξιό άκρο της εικόνας, έντυπη, η οποία αναφέρει επί λέξει: «V. Ph. Capit. Bar. Sessler, Larissa, Hauptqu.». Η επιγραφή αυτή είναι συντετμημένη, δυσνόητη, αναφέρει τη λέξη Λάρισα και προφανώς πρέπει να υπονοεί τον αντιπρόσωπο του εκδότη στην πόλη μας. Οι δύο γερμανικές επιγραφές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η κάρτα θα πρέπει να εκτυπώθηκε στη Γερμανία.
-Το τρίτο και συγχρόνως περίεργο στοιχείο είναι ότι διακρίνονται χειρόγραφες εικονογραφικές προσθήκες στο αποτύπωμα της φωτογραφίας, τις οποίες μάλιστα μπορεί εύκολα κανείς να τις επισημάνει. Συγκεκριμένα πρόκειται για δύο τουρκικές σημαίες, τα κοντάρια των οποίων είναι τοποθετημένα στα δύο ξύλινα στηθαία της γέφυρας. Το μέγεθος και των δύο σημαιών είναι μεγάλο και δυσανάλογο εν σχέσει με τα υπόλοιπα στοιχεία της γέφυρας και το κυριότερο, είναι ομαλά αναπεπταμένες. Το φωτομοντάζ αυτό πιστεύεται ότι υποδηλώνει την προχειρότητα μιας προσπάθειας να χαρακτηρισθούν τα επιστολικά αυτά δελτάρια σαν τουρκικά.
Όπως αναφέρθηκε, το επιστολικό αυτό δελτάριο κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης παραμονής των Οθωμανών στη Λάρισα μετά τον πόλεμο του 1897. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνονται δύο άτομα να κάθονται στη δεξιά όχθη του ποταμού και να ατενίζουν τη γέφυρα. Στο μέσον της κάρτας έχουν αποτυπωθεί τα πέντε πρώτα από τα εννέα τόξα της γέφυρας. Έχουμε περιγράψει πολλές φορές τη μεγάλη γέφυρα του Αλκαζάρ με την ευκαιρία δημοσιεύσεως φωτογραφιών της. Το επιχειρούμε και σήμερα για τρεις λόγους. Ο ένας οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της πόλης μας και από τα περισσότερο φωτογραφημένα. Ο δεύτερος λόγω της σπανιότητας της κάρτας και ο τρίτος επειδή γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλοί Λαρισαίοι οι οποίοι ελκύονται από την ομορφιά της τόσο ως σύνολο, όσο και στις λεπτομέρειές της και αρέσκονται να την θαυμάζουν.
Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας αριστερά διακρίνεται πάνω σε υπερυψωμένο χώρο, τμήμα από το τζαμί του Χασάν μπέη. Ο τελευταίος ήταν εγγονός του κατακτητή της Λάρισας (1423) Τουρχάν μπέη και το τζαμί του σύμφωνα με την παράδοση είχε ανεγερθεί πάνω στο χώρο βυζαντινής εκκλησίας, αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, στη θέση της οποίας κατά την κλασική περίοδο υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμήν της θεάς Δήμητρας[3]. Ήταν το μεγαλύτερο και επισημότερο τέμενος της Λάρισας και ένα από τα σπουδαιότερα του ελληνικού χώρου. Επί τετρακόσια περίπου χρόνια διατηρήθηκε εν λειτουργία σ' αυτή τη θέση. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και την αποχώρηση μεγάλου μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου από τη Λάρισα (1881), λαβωμένο από τις φθορές του χρόνου, εγκαταλείφθηκε εντελώς. Έτσι το 1908 το τζαμί του Χασάν Μπέη, το οποίο σχεδίασαν όλοι σχεδόν οι περιηγητές-ζωγράφοι που επισκέφθηκαν τη πόλη και πρόλαβαν να το φωτογραφίσουν οι πρώτοι επισκέπτες της ελεύθερης Λάρισας, κατεδαφίσθηκε.
Στο βάθος της εικόνας και πίσω από το τζαμί και τη γέφυρα αποτυπώνεται η συνοικία Σάλια. Η ονομασία Σάλια ήταν γνωστή από την περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε σχέση με την μεταφορά ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας μέσω της ροής των υδάτων του Πηνειού ποταμού. Οι σχεδίες που μετέφεραν τους κορμούς των δένδρων σε σωρούς σφιχτά στερεωμένους ονομάζονταν "σάλια", ενώ οι ξυλοκόποι που τα συνόδευαν ήταν γνωστοί σαν "σαλτζήδες"[4]. Οι τελευταίοι οδηγούσαν τις τεράστιες ποσότητες των τεμαχισμένων κορμών σε μια απλή αποβάθρα που βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού λίγο πριν από τη γέφυρα, σ' αυτήν που ονομάσθηκε Σάλια. Εδώ υπήρχαν εργαστήρια ξυλουργίας, όπου κατεργαζόταν η ξυλεία και διανεμόταν στην πόλη και σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία. Στη φωτογραφία διακρίνεται μπροστά-μπροστά κάποιο μεγάλο ξυλουργείο με περιτοιχισμένη αυλή.
----------------------------------------------------------------------
[1]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, Γεώργιος Αποστολίδης (+1900). Ο αρχαιότερος φωτογράφος και αγιογράφος της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 24ης Δεκεμβρίου 2017.
[2]. O αποστολέας αναγράφει λανθασμένα την τουρκική ονομασία της Λάρισας. Αντί Jenisehir (Νεάπολις), την αναφέρει Jenisher.
[3].Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σ. 340 - 341.
[4]. Ρούσκας Γιάννης, Ο αργυροδίνης Πηνειός, Αθήνα, σελ. 67-69


Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η περιοχή του Αλκαζάρ μετά την Κατοχή


Τμήμα της περιοχής του Αλκαζάρ κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δεξιά το Ηρώο και στο μέσον το κέντρο "Αλκαζάρ". Φωτογραφία του Νικολάου Μούσιου. Περίπου 1948. Προσφορά της Χάιδως ΒαλσάμηΤμήμα της περιοχής του Αλκαζάρ κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δεξιά το Ηρώο και στο μέσον το κέντρο "Αλκαζάρ". Φωτογραφία του Νικολάου Μούσιου. Περίπου 1948. Προσφορά της Χάιδως Βαλσάμη
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από μια σειρά φωτογραφιών του Νικολάου Μούσιου[1] (1911-1951), μέλους της μεγάλης δυναστείας φωτογράφων της παλιάς Λάρισας Ιωάννη Παντοστόπουλου και Γεράσιμου Δαφνόπουλου.
Τις φωτογραφίες του από διάφορα τοπία τις επικολλούσε συνήθως σε μικρές δίπτυχες κάρτες, τις οποίες κυκλοφορούσε στο εμπόριο. Η συγκεκριμένη απεικόνιση αποτυπώνει ένα μέρος της περιοχής του Αλκαζάρ όπως ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ένας αδιαμόρφωτος χώρος πρασίνου γεμίζει την εικόνα, με δένδρα φυτεμένα πρόσφατα[2] και χορτάρι απεριποίητο.
Στο βάθος διακρίνονται οι εγκαταστάσεις του κέντρου "Αλκαζάρ". Την άνοιξη του 1947 έπειτα από σχετική δημοπρασία, ο Δήμος παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο για 15 χρόνια την εκμετάλλευση του χώρου που καταλάμβανε το ομώνυμο προπολεμικό κέντρο. Η προοπτική ήταν να κατασκευασθεί ένα νέο εξοχικό κέντρο και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να αξιοποιηθεί η όμορφη αυτή περιοχή της Λάρισας. Συγχρόνως αναλάμβανε και την υποχρέωση, με δικά του έξοδα, να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο. Σε λίγους μήνες ο Βρεττόπουλος μετέβαλλε τον χέρσο τόπο που είχε διαμορφώσει η κατοχική εγκατάλειψη, σε μια πραγματική όαση ομορφιάς. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, τις ημέρες της ετήσιας εμποροζωοπανήγυρης, το νέο κέντρο «Αλκαζάρ» υπό τη διεύθυνση του έμπειρου Μήτσου Βρεττόπουλου υποδέχθηκε τους πρώτους θαμώνες.
Όπως μπορεί να φανεί και από τη δημοσιευόμενη φωτογραφία, το νέο κέντρο "Αλκαζάρ" αρχιτεκτονικά ήταν μια ευρύχωρη και υπερυψωμένη κατασκευή από ενισχυμένο ξύλο, με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία από τη μια διέχεαν το φως της ημέρας στο εσωτερικό του κτιρίου και από την άλλη έδιναν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει τη εξωτερική φυσική ομορφιά του κήπου και των δένδρων. Η σκεπή ήταν τετράριχτη, επικαλυμμένη με κεραμίδια. Συνεχόμενα με το κυρίως κτίριο και προς τα ανατολικά είχαν κατασκευασθεί οι βοηθητικοί χώροι του κέντρου (μαγειρεία, αποθήκες, χώροι υγιεινής, κλπ.). Στον περιβάλλοντα χώρο είχε προστεθεί για τους θερινούς μήνες πίστα χορού με σιντριβάνι και υπερυψωμένη σκηνή για την ορχήστρα και αναπτύσσονταν τραπεζοκαθίσματα.
Δεξιά διακρίνεται το παλιό Ηρώο της Λάρισας. Στην ουσία είναι μια μαρμάρινη ανάγλυφη αναθηματική στήλη, η οποία είχε ανεγερθεί με πρωτοβουλία του Υπουργείου Στρατιωτικών για να τιμηθούν οι αξιωματικοί και στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το σχέδιο του μνημείου ήταν του ταγματάρχη Σπυρ. Κλαυδιανού[3] και τα αποκαλυπτήρια έγιναν με κάθε επισημότητα έπειτα από ενάμιση χρόνο, την άνοιξη του 1909. Η μαρμάρινη στήλη με τη βάση της φέρουν στην πρόσθια όψη δύο ανάγλυφα. Το σπουδαιότερο ανάγλυφο βρίσκεται στη βάση της στήλης και αναπαριστάνει πολεμικά όπλα, σημαίες και διάφορα άλλα στρατιωτικά σύμβολα. Στο επάνω τμήμα της στήλης και κάτω από ανάγλυφο σταυρό υπάρχει η μεγαλογράμματη επιγραφή: ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΠΛΙΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΤΟΥ 1897 ΑΦΙΕΡΟΥΣΙΝ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ[4]. Η στήλη έφερε στην κορυφή της αρχαιοπρεπή περικεφαλαία, η οποία στη φωτογραφία απουσιάζει. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού της 1ης Μαρτίου 1941 η περικεφαλαία αποκολλήθηκε, κατέπεσε και συνετρίβη. Όμως μετά το 1950, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, τοποθετήθηκε νέα περικεφαλαία, καθώς το μνημείο αυτό αποτελούσε την περίοδο εκείνη το Ηρώο της Λάρισας, μέχρι την εποχή που κατασκευάσθηκε στο λόφο της ακρόπολης το σημερινό μεγαλοπρεπές Ηρώο. Στο κάτω μέρος της αναθηματικής στήλης ο γλύπτης ανέγραψε το όνομά του: Γ. ΞΕΝΑΚΗΣ ΕΠΟΙΕΙ[5].
Η μαρμάρινη στήλη είναι τοποθετημένη σε υπερυψωμένο τετράγωνο βάθρο, στις τέσσερες γωνίες του οποίου υπάρχουν μαρμάρινα κολονάκια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με χαμηλό μεταλλικό κιγκλίδωμα σε όμορφο σύμπλεγμα. Η σημερινή κατάσταση του μνημείου φέρει εμφανέστατα σημεία φθοράς από τον χρόνο. Φαίνεται καθαρά ότι από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το νέο ηρώο στο Φρούριο, διακόπηκε το ενδιαφέρον για τη συντήρησή του.
---------------------------------------------------
[1]. Ο Νικόλαος Μούσιος γεννήθηκε το 1911. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Μούσιος από τον Βόλο και η Ευαγγελία Δαφνόπουλου, αδελφή του Γεράσιμου Δαφνόπουλου Λόγω του πρόωρου θανάτου του πατέρα του (1915), η οικογένεια μετακόμισε στη Λάρισα κοντά στην οικογένεια Δαφνόπουλου. Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας όπου ζούσε η θεία του Ελένη Δαφνοπούλου με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, φωτογράφοι και οι δύο. Έμεινε κοντά τους εργαζόμενος στο φωτογραφείο τους για 2,5 χρόνια περίπου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο το φωτογραφείο του Γεράσιμου Δαφνόπουλου μετά τον θάνατό του το 1935. Ο Νικόλαος Μούσιος ήταν ως επί το πλείστον φωτογράφος τοπίου. Πέθανε όπως και ο πατέρας του σε μικρή ηλικία το 1951.
[2]. Όλα τα δένδρα του άλσους Αλκαζάρ είχαν υλοτομηθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής και ιδίως τον βαρύ χειμώνα του 1942, από Ιταλούς και Έλληνες, για θέρμανση. Από το 1945, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, είχε αρχίσει στο Αλκαζάρ εκτεταμένη δενδροφύτευση.
[3]. «Μετά χαράς επληροφορήθημεν ότι το Υπουργείον των Στρατιωτικών ενέκρινε το προ καιρού υπό του ταγματάρχου του μηχανικού κ. Σπυρ. Κλαυδιανού υποβληθέν εις αυτό σχεδιάγραμμα περί ανεγέρσεως μεγαλοπρεπούς μνημείου εις το Αλκαζάρ υπέρ των κατά το 1897 πεσόντων. Τα πρώτα υλικά εκομίσθησαν ήδη ενταύθα και ήρχισαν και αι προκαταρκτικαί τούτου εργασίαι», εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 1907.
[4]. Βλέπε: Τσιάρα Συραγώ, Η δημόσια γλυπτική στη Λάρισα και το Βόλο. Από το νεοκλασικισμό στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα "Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα - 1920", Λάρισα (2005) σελ. 157.
[5]. Ο γλύπτης Γεώργιος Ξενάκης (1865-1911) γεννήθηκε στην Αθήνα και υπήρξε μαθητής του σπουδαίου γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, ο οποίος φιλοτέχνησε τα γλυπτά της Ακαδημίας Αθηνών. Μετά τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών δούλεψε μέχρι τον θάνατό του σε δικό του εργαστήριο.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η Λάρισα ήταν από παλιά η πόλη του καφέ


Το Καφενείον "Νέος Κόσμος" στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Λεπτομέρεια φωτογραφίας από επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα, ταχυδρομημένο τον Μάιο του 1909Το Καφενείον "Νέος Κόσμος" στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Λεπτομέρεια φωτογραφίας από επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα, ταχυδρομημένο τον Μάιο του 1909
Πριν λίγες ημέρες, καθώς ο καιρός ήταν καλός, έκανα μια βόλτα γύρω από την πλατεία Ταχυδρομείου. Ήταν πρώτες μεσημβρινές ώρες και διαπίστωσα ότι οι τρεις πεζόδρομοι από τους οποίους περιβάλλεται ήταν πλημμυρισμένοι από κόσμο, ο οποίος απολάμβανε το καφεδάκι του στις διάφορες καφετέριες, κάτω από έναν ηλιόλουστο ουρανό.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι σήμερα όλη η Ελλάδα θεωρεί πως η Λάρισα είναι η πόλη του καφέ. Δεν θα μου έκαμε όμως και ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός αυτό της συσσώρευσης των καφενείων, αν την ίδια ημέρα δεν τύχαινε να ξεφυλλίσω το αρχείο μου και να διαπιστώσω ότι κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στην Κεντρική πλατεία της πόλης μας. Και στις τέσσερες πλευρές της η πλατεία αυτή είχε πολλά καφενεία, τα οποία στεγάζονταν στο ισόγειο ωραίων νεοκλασικών κτιρίων που την περιτριγύριζαν. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνον από τις διάφορες περιγραφές που διαβάζουμε, αλλά και από παλιές φωτογραφίες. Τότε ονομάζονταν συνήθως καφεζαχαροπλαστεία, στους πελάτες όμως πρόσφεραν και άλλες υπηρεσίες (χαρτιά, τάβλι, μπιλιάρδο, ορισμένα δε διέθεταν θεατρική και κινηματογραφική σκηνή). Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί καφενέδες, όπως ονομάζονταν λαϊκότερα τα καφενεία, διέθεταν και ναργιλέδες[1].
Θα περιγράψουμε στη συνέχεια τα καφενεία της πλατείας Θέμιδος, τα οποία λειτουργούσαν μέχρι το 1940, πολλά εκ των οποίων τους καλοκαιρινούς μήνες γέμιζαν με τραπεζοκαθίσματα και μέρος της πλατείας που τους ανήκε.
--Στη βόρεια πλευρά της και κάτω από το "Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα" υπήρχε το Καφενείο του Μαλάκη, το οποίο συνδέεται άμεσα με την ιστορία της προπολεμικής Λάρισας. Ήταν λαϊκό και όταν οι θαμώνες του ήθελαν να γλεντήσουν, διέθετε και οργανοπαίκτες οι οποίοι το είχαν ως εντευκτήριό τους. Σ' αυτό σύχναζαν επίσης και πολλοί εμπορευόμενοι οι οποίο διαπραγματεύονταν αγορές και πωλήσεις. Στο ίδιο καφενείο εύρισκαν καταφύγιο και οι αμαξάδες οι οποίοι στάθμευαν τα αμάξια τους κατά μήκος της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρου) προς την πλευρά της πλατείας. Το καφενείο διανυκτέρευε και εξυπηρετούσε όλους τους νυκτόβιους. Στο βάθος της αίθουσας ήταν εγκατεστημένα και δύο μπιλιάρδα, τα οποία συγκέντρωναν τους νέους της εποχής.
--Στο μέγαρο Χατζημέτου[2], το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Αλεξάνδρας και Φιλελλήνων, υπήρχε ένα άλλο καφενείο, το οποίο είχε πρόσοψη στην πλατεία. Δεξιά της εισόδου προς τον άνω όροφο λειτουργούσε το ιστορικό καφενείο του Μήτσου Μπόκοτα. Στο καφενείο αυτό σύχναζαν διάφοροι εργαζόμενοι και επειδή διανυκτέρευε συγκέντρωνε πολλούς αρτεργάτες, οι οποίοι έπιναν τον πρωινό τους καφέ πριν αρχίσουν τη δουλειά τους, αλλά και ταξιδιώτες οι οποίοι έφθαναν στην πόλη νύχτα.
--Αμέσως δίπλα βρισκόταν το καφενείο "Εμπορικόν". Το δούλεψαν κατά σειράν οι αδελφοί Κυπαρίσση, ο Τεκελιώτης και οι αδελφοί Πολύζου. Ήταν ένα από τα τρία καφενεία που λειτούργησαν κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή. Συνέχισε ως καφενείο και μεταπολεμικά για λίγα χρόνια, καθώς συγκέντρωνε πολλούς εργαζόμενους, αλλά ο ιδιοκτήτης τη δεκαετία του 1960 το ενοικίασε στο υποδηματοπωλείο "Στανταρντ Αλιμπέρτη".
--Στην ανατολική πλευρά της πλατείας, δίπλα από το γωνιακό κατάστημα του Καραπέτσα επί της Μ. Αλεξάνδρου, πριν ακόμα κτισθεί το ξενοδοχείο "Ολύμπιον" (1938) υπήρχε το καφεζαχαροπλαστείο του Παλάκα. Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας θαυμάσιος πνευματώδης τύπος από τη Ραψάνη και στις καρέκλες του καταστήματός του περνούσαν ατέλειωτες ώρες διάφοροι επαγγελματίες. Παράλληλα όμως ήταν ξακουστός και για τις περίφημες πάστες του.
--Κοντά του βρισκόταν το καφενείο "Νέος Κόσμος". Ήταν το τελευταίο από τα κτίρια της Κεντρικής πλατείας το οποίο αντιστάθηκε στις "σειρήνες" της αντιπαροχής. Υπήρξε από τα παλαιότερα καφενεία της Λάρισας και ιδιοκτήτης του ήταν ο εμποροράφτης Αγγελίδης. Αρχικά το καφενείο λειτούργησε από τον επιχειρηματία Αθανάσιο Μπουσινιώτη μέχρι το 1908. Τη χρονιά αυτή την επιχείρηση ανέλαβε ο Νικόλαος Καρανίκας, ο οποίος αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Δημήτριο Αντωνιάδη, ο οποίος υπήρξε κληρονόμος του Αγγελίδη. Από τα πρώτα χρόνια το καφενείο αυτό υπήρξε εντευκτήριο εμπόρων, επαγγελματιών και κυρίως συνταξιούχων. Κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Συνέχισε τη λειτουργία του και μεταπολεμικά με την ίδια πελατεία, ώσπου "μίαν ωραίαν πρωίαν" μπουλντόζες κατεδάφισαν το καφενείο με τα όμορφα τοξωτά ανοίγματα και το δαντελωτό σιδερένιο σκέπαστρο, για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
--Στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα ήταν για πολλά χρόνια το καφενείο "Παράδεισος". Το κτίριο, μια επιμήκης ισόγεια κατασκευή με οκτώ ψηλές τοξωτές πόρτες, ήταν ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Κωνστ. Μανεσιώτη και αρχικά στέγασε διάφορα καταστήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 μετατράπηκε σε καφενείο, το οποίο διέθετε και σκηνή από την οποία έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Όλες οι μεγάλες δόξες της ελληνικής θεατρικής σκηνής τίμησαν το θέατρο του "Παραδείσου" μέχρι το 1940. Στο καφενείο του σύχναζαν κυρίως στρατιωτικοί και πολιτικοί συνταξιούχοι. Αποτελούσε επιχείρηση των Ζήση Τσουρέλη και Γιάννη Μπέκα και ο συνεταιρισμός τους κράτησε ως την ώρα που ο μεγάλος σεισμός του 1941 το μετέτρεψε σε μια άμορφη μάζα. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίστηκε το κινηματοθέατρο "Ορφεύς".
--Στη νότια πλευρά της πλατείας, στο ισόγειο του κτιρίου Κατσαούνη, υπήρχε κατά τη δεκαετία του 1910 το καφεζαχαροπλαστείο "Doree" του Δημητρίου Πάλτσου. Μεταπολεμικά το κτίριο λόγω των καταστροφών που υπέστη από τον σεισμό, μετατράπηκε σε ισόγειο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Λαρισαίοι θα το θυμούνται ως καφεζαχαροπλαστείο "Παλλάδιον" και σε μία πόρτα λειτούργησε και το "Μικρό Ολύμπιον", ένα ζαχαροπλαστείο-στέκι της νεολαίας. Ονομάσθηκε έτσι σε αντιδιαστολή με το περίφημο ζαχαροπλαστείο "Ολύμπιον" του Γκονταρούλη επί της οδού Κύπρου, κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο. Τα καταστήματα στο κτίριο αυτό του Κατσαούνη άλλαζαν συχνά επιχειρηματίες και χρήση. Εκτός από καφενεία στεγάστηκαν τράπεζες, κουρεία, συμβολαιογράφοι, μέχρι και κομμώτριες.
--Στο ισόγειο του ψηλότερου και επιβλητικότερου κτίσματος της πλατείας στεγάστηκε το πιο ξακουστό καφενείο της παλιάς Λάρισας, το «Πανελλήνιον». Το κτίριο ήταν τριώροφο και κτίστηκε από τους αδελφούς Αθανάσιο και Δημήτριο Μποσινιώτη το 1908. Τα τέσσερα από τα πέντε ανοίγματα του ισογείου αντιστοιχούσαν στο καφενείο. Αρχικά λειτούργησε ως ζυθοπωλείο και το 1919 ανέλαβε τη διαχείριση του ο επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Πάλτσος, ο οποίος το λειτούργησε ως καφεζαχαροπλαστείο με το όνομα "Ντορέ". Χάρη στην πολυτελή του εμφάνιση συγκέντρωνε όλη την καλή κοινωνία της Λάρισας. Αξιοποίησε μέρος της μεγάλης αυλής και κατασκεύασε αίθουσα θεάτρου, από την οποία πέρασαν μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών. Γύρω στα 1930 αποχώρησε ο Κων. Πάλτσος και τη διεύθυνση ανέλαβε ο Μήτσος Βρεττόπουλος αλλάζοντας την ονομασία του σε «Πανελλήνιον». Το 1937 αποχώρησε ο Βρεττόπουλος και το ανέλαβε ο Μήτσος Γάβρος. Μετά την κατοχή το κτίριο λειτούργησε ως διώροφο, με το καφενείο "Πανελλήνιον" να γνωρίζει μεγάλες δόξες, καθώς είχε καταστεί εντευκτήριο πολιτικών και δικηγόρων πολύ γνωστών στην κοινωνία της πόλης. Τους καλοκαιρινούς μήνες που έβγαιναν και τραπεζάκια στην οδό Κούμα και την πλατεία, γινόταν κοσμοσυρροή και πολλές φορές καυγάδες για την διεκδίκηση ενός τραπεζιού. Τον Απρίλιο του 1976 το "Πανελλήνιον" κατεδαφίσθηκε για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
--Στη δυτική πλευρά της πλατείας, στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Γεωργάκη Ολυμπίου (Ίωνος Δραγούμη) ο γαιοκτήμονας Νικόλαος Καρανίκας έκτισε γύρω στα 1910 το αρχοντικό του. Το ισόγειο νοικιάσθηκε στους αδελφούς Ρεμπάπη, οι οποίοι άνοιξαν καφεζαχαροπλαστείον με το όνομα «Βασιλικόν». Το περίεργο είναι ότι το καφενείο αυτό ήταν εντευκτήριο αντιβασιλικών παρά τον τίτλο του. Μετά τον πόλεμο και για πολλά χρόνια στέγαζε το καφενείο "Βιεννέζικον".
Τελικά μετρήσαμε αισίως εννέα καφενεία γύρω από την Κεντρική πλατεία, τα οποία γέμιζαν από κόσμο σε μια περίοδο που η πόλη είχε γύρω στους 20-25.000 κατοίκους. Επομένως δεν είναι πρωτοφανές το σημερινό φαινόμενο της πλατείας Ταχυδρομείου.
 [1]. Σημειώνεται ότι το καφενείο "Εμπορικόν" ήταν το μοναδικό το οποίο διέθετε μεταπολεμικά ναργιλέ, ειδικά για αρειμάνιους πελάτες και ταξιδιώτες καπνιστές.
[2]. Ο όροφος στέγασε διαδοχικά τη Λέσχη Ασλάνη, το Ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία" των αδελφών Μίχου και τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Την κατοχή καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και τον σεισμό.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

1878: Η επανάσταση του Ολύμπου και η πυρπόληση της Ραψάνης

1878: Η επανάσταση του Ολύμπου και η πυρπόληση της Ραψάνης
Μετά την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος, της Πελοποννήσου και των νησιών το 1821 η Θεσσαλία παρέμεινε στον τρομακτικό ζυγό των Τούρκων ακόμη 57 χρόνια, μέχρι την επανάσταση που άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1878.
Τότε η Ραψάνη ανέδειξε έναν ονομαστό αρματολό, τον Θεμιστοκλή Δομούζα, που μαζί με τα παλικάρια του Ευθύμιο Κατσιούρα, Γεώργιο Γιαννούκα, Γεώργιο Κλάψα, Χελιδωνά και άλλους τρομοκρατούσαν τους Τούρκους της γύρω περιοχής και κρατούσαν τα ορεινά χωριά ελεύθερα. Ακόμη, από την Καρυά Ολύμπου ξεφύτρωσε ένας άλλος λεβεντόκαρδος τουρκοφάγος, ο Γεώργιος Ζαχείλας. Μάλιστα, τα ονόματα αυτών των αρματολών ηλέκτρισαν και άρπαξαν τις ψυχές των Ραψανιωτών και των γύρω χωριών και αφού εγκατέλειψαν ό,τι είχαν πολύτιμο, δηλαδή γυναίκες, παιδιά, γονείς και γενικά τα πάντα, τάχτηκαν στο πλευρό τους. Έτσι, από όπου περνούσαν σκορπούσαν παντού τη φρίκη και τον τρόμο στους Τούρκους της περιοχής. Στους πατριώτες τους όμως μετέδιδαν το πυρ του ενθουσιασμού της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας. Έφθανε μόνο μία επίσκεψή τους σε κάθε χωριό του Ολύμπου για να ξεσηκώσει τους κατοίκους, δηλαδή της Κρανιάς, του Πυργετού, της Αιγάνης, της Πούρλιας, της Καρυάς κ.λπ. και από την ηλικία των 15 μέχρι 50 ετών.
Στα βουνά αυτά του Ολύμπου, οι δύο αυτοί καπεταναίοι έχοντας στο πλευρό τους και τον ανδρείο και μεγαλεπήβολο Μιλτιάδη Αποστολίδη (που ήταν εισαγγελέας Εφετών στην Αθήνα) οδηγούσαν τους επαναστάτες να διώξουν τους Τούρκους από τα μέρη της γύρω περιοχής.
Μόνο στον Πλαταμώνα υπήρχε ένα φρούριο και σ' αυτό ήταν κλεισμένοι κάποιοι Τούρκοι με τα γυναικόπαιδά τους και με αρχηγό έναν Τούρκο αξιωματικό που ονομαζόταν Ιμπραήμ και πίστευαν ότι ήταν απόρθητο.
Κατόπιν στις 18 Φεβρουαρίου ο Αποστολίδης με έναν μόνο επαναστάτη παρουσιάστηκε στον Ιμπραήμ και του ζήτησε την παράδοση του φρουρίου. Τότε φόβος και τρόμος κυρίευσε τους Τούρκους που βρίσκονταν εκεί. Οι δε γυναίκες έκλαιγαν και θρηνούσαν και θέλησαν να πυροβολήσουν και λίγο έλειψε να φονευθεί ο Αποστολίδης. Όμως ο Ιμπραήμ τους εμπόδισε και μάλιστα τους έβρισε στα Τούρκικα, γιατί εκείνος σκεφτόταν πώς να σώσει το χαρέμι του και για το φρούριο δεν τον έμελε καθόλου! Επειτα έγινε συμφωνία, οι πύλες του φρουρίου άνοιξαν και οι Τούρκοι, αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, έφυγαν με σκυμμένα τα κεφάλια τους. Κατόπιν ο Αποστολίδης έκαψε τους στρατιώτες τους. Είναι αλήθεια ότι χαρά και αγαλλίαση βασίλευσε στα περίχωρα για το μεγάλο κατόρθωμα του Αποστολίδη, χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα.
Ωστόσο όμως, η χαρά των κατοίκων δεν κράτησε πολύ. Και να! στις 20 Φεβρουαρίου ημέρα Κυριακή της Τυρινής, οι Τούρκοι που κατοικούσαν στο Δερελή, στην Μπαλαμούτη, στο Κεσελλή και επιπλέον άλλες 4.000 άτακτοι που λέγονταν Ζεϊμπέκηδες και Γκέκηδες άρχισαν να έρχονται εναντίον της Ραψάνης. Τότε 1.000 περίπου επαναστάτες από τη Ραψάνη και από τα γύρω χωριά, αφού μοιράστηκαν τα χίλια περίπου όπλα, που μεταφέρθηκαν από το Άγιο Όρος και από τη Μονή του Αγίου Διονυσίου της Πέτρας από το Λιτόχωρο, κατέλαβαν τις κορυφές των λόφων του Προφήτη Ηλία μέχρι το Σελιό. Βέβαια, επικεφαλής τους ήταν οι ήρωες και οι αρχηγοί τους, δηλαδή ο Θεμιστοκλής Δομούζας, ο Γεώργιος Ζαχείλας και ο Μιλτιάδης Αποστολίδης. Είναι αλήθεια ότι πολέμησαν γενναία επί δύο ημέρες και απομάκρυναν κατά κάποιο τρόπο τους εχθρούς. Συγχρόνως δε, ακούγονταν οι βροντερές φωνές των καπεταναίων που έλεγαν "καρδιά, α,α,α, παιδιά μας, βαράτε τα σκυλιά, α,α,α". Η μάχη κράτησε τρεις ημέρες και σκοτώθηκαν τρεις επαναστάτες, ο Δημήτριος Λάμπρου και ο Ζήσης Χελιδωνάς από τη Ραψάνη και ο Γεώργιος Τσζαμαντζάς από τα Αμπελάκια. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου διακόσιοι! Όμως την Τρίτη ημέρα έρχονταν επανειλημμένα αγγελιοφόροι και ζητούσαν επειγόντως βοήθεια. Μετά από λίγο άρχισαν να σφυρίζουν οι σφαίρες μέσα στη Ραψάνη, που έρχονταν από το απέναντι δάσος των Αγίων Θεοδώρων. Τότε επακολούθησε μεγάλη σύγχυση και αλαλαγμός, από τους κατοίκους που έμειναν στα σπίτια τους. Οι γέροντες άρχισαν να συνοδεύουν τα γυναικόπαιδα προς τα βόρεια δάση του Ολύμπου. Ο δε Αρχιερέας Αμβρόσιος χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματα, κωδωνοκρουσίες κ.λπ. δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ενισχύσεις, γιατί δεν υπήρχαν. Έπειτα, αφού ετέλεσε τη λιτήν στην εκκλησία, πήρε το άλογό του και συνοδευόμενος από έναν ιερομόναχο από τη Μονή των Κανάλων και από τρία νεαρά παιδιά 14 και 15 ετών, πήγε στον τόπο του αγώνα με κίνδυνο της ζωής του. Εκεί συνάντησε τον οπλαρχηγό Αποστολίδη, που είχε γίνει κατάμαυρος στο πρόσωπο και στα χέρια από το ακατάπαυστο πυρ της ημέρας. Παράλληλα όμως ήταν απελπισμένος, γιατί η κυβέρνηση δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Κατόπιν διέταξε τον Δεσπότη να φύγει, γιατί ο αγώνας ήταν κρίσιμος και κινδύνευε.
Την δε Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου οι Τούρκοι όρμησαν σαν άγρια και λυσσασμένα θηρία και μπήκαν στο χωριό. Στο μεταξύ όμως οι κάτοικοι είχαν φύγει και είχαν διασκορπιστεί στα γύρω χωριά. Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς το κακό που γινόταν. Οι μητέρες έκλαιγαν και θρηνούσαν, γιατί έχασαν στην πορεία τα παιδιά τους. Εκείνα πάλι έκλαιγαν γοερά, γιατί ζητούσαν τους γονείς τους. Επειτα τι να πρωτοϋποφέρουν; Το κρύο; Το χιόνι; Την πείνα; Τη γυμνότητα; Όλα τα είχαν αφήσει στη Ραψάνη. Τώρα η κατάσταση ήταν πλέον δραματική, γιατί οι Τούρκοι άρχισαν αλύπητα να σφάζουν όσους έβρισκαν μπροστά τους, δηλαδή τους γέροντες και τις γριές, γιατί δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα γυναικόπαιδα κι έμειναν εκεί. Πρέπει να πούμε ότι μαζί με τους Τουρκοαλβανούς ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι, που κατοικούσαν στα γύρω χωριά, οι λεγόμενοι Κονιάροι κι αυτοί άρχισαν τη λεηλασία των σπιτιών και δεν άφησαν πράγμα για πράγμα. Κατόπιν οι ίδιοι διέπραξαν και ένα άλλο έργο απαίσιο και φρικιαστικό: Εβαλαν φωτιά σε τέσσερα σημεία της Ραψάνης και την παρέδωσαν στις φλόγες. Οι δε καπνοί και οι φλόγες από τα σπίτια που καίγονταν έφθαναν μέχρι τον ουρανό και επιπλέον ο άγριος βοριάς, που φυσούσε εκείνη τη στιγμή, αποτελείωσε το κακό και σε μια νύχτα όλη η Ραψάνη μεταβλήθηκε σε στάχτη και ερείπια.
Ανάμεσα στα σπίτια και στα σχολεία που πυρπολήθηκαν ήταν και η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ήταν τότε Μητρόπολη, επίσης η Επισκοπή και η μεγάλη βιβλιοθήκη, που περιείχε 2.000 τόμους με θρησκευτικά, ιστορικά βιβλία και χειρόγραφα.
Ωστόσο όμως ο καλός Θεός δεν επέτρεψε να χαθεί η ωραία Ραψάνη, αλλά δημιουργήθηκε ξανά και έγινε ονομαστή, γιατί οι Ραψανιώτες χαρακτηρίζονται για τη μεγάλη πίστη και την ευσέβειά τους.
Από την Πόπη Α. Χρυσοχόου, καθηγήτρια, φιλόλογο εκ Ραψάνης