Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...



Ο λόφος του Φρουρίου

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει μια γνω-
στή περιοχή της προπολεμικής Λάρισας. Προέρχεται από επιστολικό δελτάριο (κάρτα), όπως συμβαίνει και με τις περισσότερες φωτογραφίες της εριόδου εκείνης. Οι εικονογραφημένες ταχυδρομικές κάρτες εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στα
ευρωπαϊκά ταχυδρομεία στα τέλη του 1869. Είχαν για θέμα τους κυρίως τοπία. Λόγω της ελκυστικής εικονογράφησης και του φθηνού κόστους αγοράς και ταχυδρόμησης έγιναν η μόδα της εποχής σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα οι πρώτες κάρτες εμφανίσθηκαν στα 1895.Παράλληλα με την ταχυδρομική χρήση τους, κάποιοι ξεκίνησαν να τις μαζεύουν θεματικά και να δημιουργούν τις πρώτες συλλογές. Χρυσή εποχή των δελταρίων αυτών ειδικά για τη χώρα μας θεωρείται η περίοδος 1910-1940.
Η συγκεκριμένη κάρτα με το σημερινό μας θέμα είναι του Νικόλαου Κουρτίδη, αθηναίου φωτογράφου, ο οποίος υπέγραφε στο κάτω δεξιό άκρο της φωτογραφίας ως «Nicourt-ATHENES» και στο πίσω μέρος “Edition Ν. Kourtides, AthensReproductionInterdite”.
Οι εκτυπώσεις του είναι πολύ καθαρές, επιμελημένες και προέρχονται από ωραίες
φωτογραφικές απόψεις της ελληνικής περιφέρειας. Η αρίθμηση των καρτών του ξεκινά από το No 1 και φτάνει μέχρι περίπου το No 1100.Η δημοσιευόμενη κάρτα έχει αριθμό 341. Οι λήψεις του έγιναν στην περίοδο 1935-1940.
Όπως παρατηρούμε, το θέμα της φωτογραφίας ξετυλίγεται σε τρία οριζόντια επίπεδα. Χαμηλά διακρίνεται μια προεκβολή της αριστερής όχθης του Πηνειού μέσα στην κοίτη του ποταμού,εύκολα προσβάσιμη. Η περιοχή αυτή ήταν πολύ δημοφιλής προπολεμικά για τους υπαίθριους επαγγελματίες φωτογράφους. Λόγω του εξαιρετικού τοπίου πολλοί επισκέπτες και περιπατητές απαθανάτιζαν την βόλτα τους προς το Αλκαζάρ στην περιοχή αυτή. Στο στιγμιότυπο αυτό του Κουρτίδη βλέπουμε μόνον ορισμένα ζώα να δροσίζονται στα ρηχά νερά του Πηνειού.
Το μεσαίο επίπεδο της φωτογραφίας καλύπτεται από τη γέφυρα με τα εννέα τόξα της, ένα αρ-
χιτεκτονικό κομψοτέχνημα των αρχών της τουρκοκρατίας. Διακρίνονται καθαρά τα οκτώ οξυκό-
ρυφα τόξα, ενώ από το ένατο μόλις φαίνεται αριστερά η κορυφή του.Η γέφυρα είχε μήκος 120 μέτρα και ανατινάχθηκε κατά την Κατοχή από συμμάχους και κατακτητές. Μέχρι πριν λίγα χρόνια
ήταν η μοναδική οδική γέφυρα που ένωνε την πόλη με τον Πέρα Μαχαλά, το Αλκαζάρ και το Τύρναβο.
Στο επάνω επίπεδο απλώνεται όλη η δυτική πλευρά του λόφου του Φρουρίου. Δεσπόζει ο
προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου, με τα δύο ψηλά καμπαναριά και τον επιβλητικό τρούλο. Είχε κτισθεί στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά η ζωή του υπήρξε σύντομη. Το 1941 ο μεγάλος σεισμός τον τραυμάτισε βαθιά και οι βομβαρδισμοί που ακολούθησαν τον αποτελείωσαν. Σήμερα στη θέση του έχει δημιουργηθεί πάρκο.Δεξιότερα καθώς βλέπουμε τη φωτογραφία, προβάλλουν οι κατοικίες Λαρισαίων αστών. Εξέχουν το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννου Βελλίδη, μπρός του το σπίτι που κατοικούσε η οικογένεια Αλέκου και πολλά άλλα. Πιο πέρα είναι το κτίριο των φυλακών. Κατασκευάσθηκε στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και αρχικά το συναντούμε σαν πανδοχείο των αδελφών Σαχίνη. Ήταν τόπος καταυλισμού
ταξιδιωτών και ζώων καθώς κατευθύνονταν προς την Μακεδονία. Το 1905, λόγω της ισχυρής κατασκευής του και αφού προηγουμένως έγιναν ορισμένες κατασκευαστικές μετατροπές στο κτίριο για περισσότερη ασφάλεια, μετατράπηκε σε φυλακή. Τη χρήση αυτή διατήρησε μέχρι την καταστροφή του από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς του 1941.
Τελευταίος στο τρίτο επίπεδο της φωτογραφίας υψώνεται ο πύργοςτου ρολογιού της πόλεως. Η
φωτογραφία είναι της περιόδου 1935-1940 και το ρολόϊ που απεικονίζεται είναι εκείνο το οποίο διασκευάσθηκε το 1923 επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου, με δαπάνες του Ηλία Κολέσκα και έφερε για πρώτη φορά ωροδείκτες. 
Θέλω ακόμη να επισημάνω στη φωτογραφία αυτή ένα μικρό τετράγωνο, χαμηλό, λευκό κτίσμα,
το οποίο βρίσκεται στα αριστερά από την έξοδο της γέφυρας προς την πόλη. Θυμάμαι από μικρός ότι τέτοια κτίσματα υπήρχαν διάσπαρτα στη Λάρισα. Ένα ήταν έξω από το κτίριο του Ωδείου, στη γωνία της συμβολής των οδών Ολύμπου και Βενιζέλου. Ένα άλλο επίσης ήταν στη νοτιοδυτική γωνία της Πλατείας Ταχυδρομείου και αλλού. Δεν θυμάμαι ακριβώς σε τι χρησίμευαν. Ρώτησα κάποιους. Δεν πήρα πειστική απάντηση. Μήπως στέγαζαν μετασχηματιστές της Εταιρείας Ηλεκτροφωτισμού; Όποιος το ξέρει ας υποβληθεί στον κόπο να μας το γνωστοποιήσει. Η επικοινωνία μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά ή στο τηλέφωνο 2410287450.
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015


Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα


Είναι γνωστό ότι το 1881, με τη συνθήκη
του Βερολίνου, η Θεσσαλία (εκτός της
περιοχής Ελασσόνος) και ένα μέρος της
Ηπείρου ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος.Ο ελληνικός στρατός καταλάμβανε ειρηνικά όλες τις περιοχές που είχαν προσαρτηθεί και σταδιακά μέσα σε τέσσερες μήνες είχε ολοκληρώσει την κατάληψη τους. Προηγήθηκε η περιοχή της Άρτας και τελευταία ελευθερώθηκε η περιοχή του Βόλου. Στη Λάρισα τα ελληνικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο εισήλθαν στις 31 Αυγούστου 1881. Η κυβέρνηση προετοιμασμένη από καιρό,
διόρισε αμέσως τα επικεφαλής δημόσια πρόσωπα και ανέπτυξε τις διοικητικές υπηρεσίες,ώστε να γίνει σύντομα η προσαρμογή της νέας περιοχής στην ελληνική νομοθεσία. Νομάρχης
τοποθετήθηκε ο Θεοχ. Θεοχάρης, ενώ δήμαρχος διορίσθηκε ο Χασάν Εφέντης Ετέμ Αγάς[1].
Ο Ετέμ Εφέντης, όπως υπέγραφε, ήταν ένας πλούσιος, φιλάνθρωπος και ευγενής στην ψυχή
Οθωμανός Λαρισαίος,ο οποίος ήταν επικεφαλής στις δημοτικές υπηρεσίες της πόλης και κατά
τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, μαζί με μια μικρή ομάδα ατόμων που αντιπροσώπευαν και τις τρεις κοινότητες της Λάρισας, μουσουλμανική, χριστιανική και εβραϊκή. Με εισήγηση του Νομάρχη, η ελληνική κυβέρνηση μαζί με τον δήμαρχο Ετέμ Εφέντη διόρισε και δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι αποτέλεσαν το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο. Ήταν οι: χριστιανοί
Αναστάσιος Πατσουρίδης[2] και Δημήτριος Αλέκος[3], οι μουσουλμάνοι Χαλήλ αγά Μπακουρ-
τζής, Ραϊφ Εφέντης και Νουρή Χατζηαχμέτ και ο ισραηλίτης Ισουά Μ. Κουέν.
Η προτίμηση του ελληνικού κράτους να διορίσει τον ΕτέμΕφέντη ως πρώτο Δήμαρχο της
θεσσαλικής πρωτεύουσας αμέσως μετά την απελευθέρωση δεν πρέπει να προβληματίζει.
Στον ένα χρόνο που έμεινε στη θέση αυτή ανέδειξε εμπράκτως τα φιλελληνικά αισθήματα από
τα οποία κατέχονταν, ενώ συγχρόνως η παρουσία του βοήθησε να προληφθεί η άτακτη φυγή
πολλών Τούρκων μπέηδων, η πλούσια ζωή των οποίων ενίσχυε την οικονομία της τοπικής κοι-
νωνίας. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ετέμ Εφέντης «κρατούσε από τη γενιά του κατακτητή της
Θεσσαλίας Τουρχάν και τα αξιώματά του κατά την τουρκοκρατία ήταν κατά κάποιο τρόπο κλη-
ρονομικά»[4].
 Όμως το γεγονός της ευγενούς καταγωγής του δεν είναι από καμιά ιστορική πηγή τεκμηριωμένο. Ένα μήνα αργότερα, αρχές Οκτωβρίου 1881,υποδέχθηκε στη Λάρισα τον βασιλιά Γεώργιο και σαν δήμαρχος πρωτοστάτησε στην υποδοχή του. Τη δραστηριότητά του την παρακολουθούμε όχι μόνον από τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λαρίσσης, τα οποία έχουν διασωθεί και υπάρχουν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στον νομό μας[5], αλλά και από τις εφημερίδες «Αστήρ της Θεσσαλίας» και «Ανεξαρτησία» της Λάρισας και των Αθηνών.
Ο Χασάν Εφέντης Ετέμ Αγάς ήταν μεγαλοκτηματίας, όπως οι περισσότεροι Οθωμανοί της
Λάρισας, είχε όμως πολλά ακίνητα και μέσα στην πόλη. Αγαπούσε, εξυπηρετούσε και βοη-
θούσε τους χριστιανούς από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα. Το κονάκι του βρισκόταν στον
Καραγάτς μαχαλά, δηλαδή στη σημερινή συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν τεράστιο, πο-
λυτελέστατο, γι’ αυτό και σε ορισμένες αναφορές βλέπουμε να το αποκαλούν σεράι, δηλ. πα-
λάτι. Μαζί με το Νομάρχη και το ολιγομελές Δημοτικό Συμβούλιο εργάσθηκε σκληρά για την
ανεύρεση κατάλληλων κτιρίων ώστε να στεγασθούν τα πρώτα ελληνικά δημόσια καταστήματα και τα εκπαιδευτήρια[6].
 Επειδή φυσικά δεν υπήρχαν έτοιμοι ειδικοί χώροι, ενοικιάσθηκαν μεγάλα παλιά σπίτια Οθωμανών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει οριστικά τη Θεσσαλία και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Τουρκία και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι είναι γνωστό ότι τον Οκτώβριο του 1881άρχισε τη λειτουργία του το Πρωτοδικείο Λαρίσσης, πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκε το πρώτο υποκατάστημα Τράπεζας, το οποίο ήταν της Εθνικής. Βοήθησε και υποστήριξε την κυκλοφορία της πρώτης εφημερίδας «Αστήρ της Θεσσαλίας» που κυκλοφόρησε στη Λάρισα την 31η Αυγούστου(;)1881 και ενίσχυσε τον διευθυντή της Ανδρέα Πεταλά[7].
Η κορυφαία όμως πράξη του, η οποία επιβεβαιώνει τα φιλελληνικά αισθήματα που έτρεφε, έγινε το 1887 όταν δεν ήταν πλέον δήμαρχος και ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Λάρισα.
Ενώπιον του συμβολαιογράφου Παναγιώτου Σκαμβούγερα υπέγραψε δωρεά προς τον Διο-
νύσιο Γαλάτη[8] οικοπεδικής εκτάσεως 2.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων, η οποία βρισκόταν στη συνοικία Καραγάτς, με σκοπό να ανεγερθεί στο σημείο αυτό χριστιανικός ναός,
υπό τον όρο να αποπερατωθεί μέσα σε έξη μήνες. Είχε διαπιστώσει ότι οι πολυάριθμοι χρι-
στιανοί κάτοικοι της συνοικίας αυτής στερούνταν ευκτήριου οίκου και ήταν αναγκασμένοι να
καταφεύγουν σε ναούς γειτονικών συνοικιών (Αγ. Σαράντα, Αγ. Νικόλαος)για τα εκτελούν τα
θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αυτό και μαζί με τη δωρεά απαίτησε και τη σύντομη ανέγερσή
του. Εκτός αυτού και ο Παναγιώτης Καθεκλάς,δικαστικός κλητήρας, του οποίου η κατοικία βρι-
σκόταν απέναντι από τον σημερινό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, λέγεται ότι ευαισθητοποίησε
τον Ετέμ Εφέντη για να προβεί στη δωρεά αυτή.
Εξ άλλου είχε προηγηθεί περί το 1880 και η ανέγερση του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, για την
κατασκευή του οποίου ο Λαρισαίος Οθωμανός είχε προσφέρει σημαντικό ποσό.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Ιουλίου 1889,συντάσσεται ενώπιον του συμβολαιογράφου
Αγαθάγγελου Ιωαννίδη δωρητήριο του οικοπέδου που είχε στην κατοχή του ο Διονύσιος Γαλάτης από την δωρεά του Χασάν Εφέντη Ετέμ Αγά που αναφέραμε. Τώρα το οικόπεδο αυτό
δωριζόταν στον Δήμο, τον οποίο εκπροσωπούσε ο Κωνσταντίνος Σκαλιώρας[9], ο οποίος ήταν
δημαρχιακός πάρεδρος, πάντοτε όμως με τον όρο να ανεγερθεί ιερός ναός.
Τελικά ο ναός θεμελιώθηκε στο χώρο του δωρηθέντος οικοπέδου τον Αύγουστο του 1899.
Ήταν πρόχειρος, λιτός και αφιερώθηκε στους «Αγίους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη».
[1]. Το εν λόγω άτομο φέρεται με πολλές ονομασίες από τους ιστορικούς και τους δημοσιογρά-
φους της εποχής: Χασάν Εφέντη Ετέμ αγάς, Χασάν Ετέμ Καντήρ αγάς, Χασάν Εφέντης, κλπ. Πάντως στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου υπέγραφε σαν Ετέμ Εφέντης.
[2]. Το όνομά του το συναντάμε κατά τα χρόνια 1872-1877 στον Κώδικα του Αγίου Αχιλλίου, στον οποίο υπάρχουν στοιχεία της περιόδου 1810-1881.
[3]. Το όνομά του σαν Αλέκου-Αλεξίου Δημήτριος του Ιωάννου το συναντάμε στο Κώδικα του Αγίου Αχιλλίου, καθώς και σαν εκκλησιαστικό επίτροπο του ίδιου ναού κατά το 1858.
[4]. Καλογιάννης Βάσος, Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της
θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ. 113-114.
[5]. Δυστυχώς η καταγραφή των Πρακτικών αρχίζει έπειτα από δέκα περίπου μήνες από τον
διορισμό του Δημοτικού Συμβουλίου, δηλ. από τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 1882, γι’ αυτό και τις πρώτες πράξεις μέχρι και την ΛΓ’ (32η) δεν τις γνωρίζουμε. Επί πλέον, μέχρι την παραίτηση του Ετέμ Εφέντη τον Σεπτέμβριο του 1882 τα πρακτικά είναι πολύ λιτά και ολιγόλογα. Η τελευταία πράξη που υπογράφει σαν Δήμαρχος έχει ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1882.
[6].Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου διαβάζουμε ότι κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νο-
εμβρίου 1882 συζητήθηκε το θέμα του κτιρίου του Γυμνασίου Λαρίσσης, το οποίο είχε αρχίσει να κτίζεται το 1873, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί και ανήκε στη χριστιανική κοινότητα της πόλεως: «Ο Δήμαρχος υπέβαλε υπ’ όψιν του Δημοτικού Συμβουλίου τα εξής ζητήματα…. Β’ Περί παραχωρήσεως εις το Δημόσιον του ημιτελούς Διδακτηρίου της ενταύθα κοινότητος, όπερ είχε προορισθή ως Γυμνάσιον. Το Συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν και την υπ’ αριθμ. 1135 διαταγήν της Β. Νομαρχίας και ως αντιπροσωπεύον την κοινότητα Λαρίσσης, ψηφίζει: Να παραχωρηθή το ανωτέρω οίκημα εις το Δημόσιον, όπως δι’ αυτού του μέσου χρησιμοποιηθή προς ωφέλειαν των κατοίκων». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ετέμ Εφέντης είχε παραιτηθεί μόλις πριν δύο μήνες και δημαρχεύων ήταν ο Δημήτριος Γεωργιάδης.
[7]. περ. Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, Αθήναι (1935) σελ. 198.
[8]. Ο Διονύσιος Γαλάτης ήταν Ιθακήσιος την καταγωγή. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε από πολύ
νωρίς και ασχολήθηκε κυρίως με την εμπορία του σίτου. Το1877 τον βρίσκουμε να είναι προξενικός πράκτορας της Γαλλίας. Το σπίτι του βρισκόταν στον Αρναούτ Μαχαλά (Αγίου Αθανασίου). Ένα μήνα μετά το δωρητήριο συμβόλαιο, στις εκλογές της 5ης Ιουλίου 1887, εκλέχθηκε Δήμαρχος Λαρίσης.
[9]. Ο Κωνσταντίνος Σκαλιώρας ήταν εμποροκτηματίας, όπως τον προσδιορίζει στο δωρητήριο
συμβόλαιο ο συμβολαιογράφος Αγαθάγγελος Ιωάννίδης. Επί πλέον ήταν και επιχειρηματίας και
μάλιστα το 1884 ανέλαβε την ανέγερση των Στρατώνων της Λάρισας, χωρητικότητος 10.000 αν-
δρών περίπου. Λέγεται ότι με τα χρήματα που κέρδισε από την επιχείρηση αυτή κατασκεύασε το μεγαλόπρεπο αρχοντικό του με την σπουδαία νεοκλασική αρχιτεκτονική, το οποίο βρισκόταν εκεί
που μέχρι πρότινος στεγαζόταν το Στρατολογικό Γραφείο, γωνία Πατρόκλου και Ρούσβελτ.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Μια ιστορική φωτογραφία του 1897

Νομίζω ότι ελάχιστοι είναι οι συμπολίτες μας
που μπορούν να αναγνωρίσουν ποια είναι αυτή η κεντρική περιοχή της Λάρισας, έτσι όπως αποτυπώνεται στη σημερινή εικόνα, η οποία χρονολογείται με ακρίβεια τον Απρίλιο του 1897, δηλαδή πριν από 118 χρόνια.
Εκδότης της φωτογραφίας είναι ο J. F. Jarvis
από την Ουάσιγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών,
κυκλοφόρησε το 1897 από τους αδελφούς Underwood και έχει τον υπότιτλο: «Public Square at Larissa, two days before its Captures by the Turks», δηλαδή «Δημόσια πλατεία στη Λάρισα, δύο ημέρες πριν την κατάληψή της από τους Τούρκους».Πρόκειται πράγματι για ιστορική φωτογραφία της εποχής του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Βλέπουμε μια μεγάλη στρατιωτική μονάδα του πεζικού, συντεταγμένη, με τους αξιωματι-
κούς επικεφαλής, τα όπλα ανά τρία όρθια ή ακουμπισμένα στους κορμούς των δέντρων και τους γυλιούς στο έδαφος, συγκεντρωμένη σε έναν τεράστιο ακάλυπτο χώρο, να βρίσκεται σε αναμονή. Το ενδιαφέρον της φωτογραφίας όμως εστιάζεται στα κτίρια που εμφανίζονται στο πίσω μέρος της εικόνας. Η τεράστια αυτή συνάθροιση εκτυλίσσεται στην Πλατεία Δικαστηρίων, τη σημερινή Κεντρική πλατεία Μιχαήλ Σάπκα.
 Ο φωτογράφος στάθηκε στο πεζοδρόμιο της ανατολικής πλευράς της πλατείας, απέναντι περίπου από τη στοά του Stefani’s και έστρεψε τον φακό του βορειοδυτικά.
Το πρώτο κτίριο αριστερά είναι το «Θέμιδος Μέλαθρον», δηλ. το κτίριο των Δικαστηρίων, από το οποίο πήρε την ονομασία της η πλατεία. Ήταν τουρκικό κτίσμα του 1876, καταλάμβανε τη βορειοδυτική γωνία της, αλλά τον Ιανουάριο του 1905 καταστράφηκε από πυρκαϊά, κατεδαφίσθηκε και ολόκληρος ο χώρος του συνενώθηκε με την ήδη υπάρχουσα τότε πλατεία, για να δημιουργηθεί τελικά η σημερινή, διάσημη για τη χωρητικότητά της. Ακριβώς πίσω από το κτίριο αυτό,έτσι όπως βλέπουμε τη φωτογραφία, οικοδομήθηκε το 1907 το προπολεμικό μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας[1].
Αμέσως μετά τα Δικαστήρια, μόλις διακρίνεται πίσω από μια συστάδα δέντρων ισόγειο κτίσμα.
Σ’ αυτό στέγασε το φαρμακείο του αρχικά ο Ισραηλίτης Ματαλών και αργότερα ο φαρμακοποιός
Νικόλαος Ζησιάδης από τη Ραψάνη, αδελφός του δικηγόρου και βουλευτή Τυρνάβου Βασίλειου Ζησιάδη, ο οποίος και το διατήρησε με την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία» μέχρι το 1941.
Ήταν το γνωστό με την επιγραφή «Σαντράλ»,.Ακολουθεί στη σειρά το «Μέγα Ξενοδοχείον το
Στέμμα», το οποίο έκτισε το 1887 ο δήμαρχος Διονύσιος Γαλάτης (1887-1894) με δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, για να θέσει σε εφαρμογή το νέο σχέδιο της πόλεως. Το ξενοδοχείο αυτό οικοδομήθηκε αφού κατεδαφίσθηκαν παλιά και ερειπωμένα καφενεία και ψυχαγωγικά κέντρα από την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα οποία είχαν περιέλθει στη δικαιοδοσία του Δήμου[2].
Το επόμενο κτίριο προπολεμικά στέγασε κατά καιρούς το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας
και διάφορα άλλα καταστήματα. Το ενδιαφέρον όμως στη φωτογραφία είναι ότι σε επαφή με το
κτίριο αυτό υπάρχουν μικρά χαμηλά κτίσματα, χωρίς να διακρίνεται η παρουσία δρόμου, της ση-
μερινής Φιλελλήνων.Τα κτίσματα αυτά ήταν ιδιοκτησία του μουσουλμάνου μεγαλοκτηματία Χα-
τζημέτου και σε ορισμένα εξ’ αυτών στεγάζονταν τότε οι ποινικές φυλακές της Λάρισας. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Οθωμανός ιδιοκτήτης των τα κατεδάφισε όλα και το 1905 έκτισε την επιβλητική Λέσχη Ασλάνη, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Ενδεχομένως λοιπόν κατά τις εργασίες αυτές να έγινε και η διάνοιξη της οδού Φιλελλήνων.
Όσον αφορά τον χρόνο λήψεως της φωτογραφίας, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση αν έγινε δύο
μέρες πριν την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους το 1897, όπως διαβάζουμε στον υπότιτλο της φωτογραφίας. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι μπήκαν στη Λάρισα την ημέρα του Πάσχα,που συνέπεσε να είναι η 13η Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο. Δύο μέρες πριν ήταν Μ. Παρασκευή και ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτος.
Επομένως δεν είναι δυνατόν σε στιγμές πανικού και υποχώρησης να συγκεντρώνεται συντεταγμένος ο στρατός στην κεντρική πλατεία και οι κάτοικοι της πόλης να συνωστίζονται στα πεζοδρόμια, σαν να είναι μέρα γιορτής. Προφανώς η λήψη της φωτογραφίας έγινε πριν ακόμα αρχίσουν οι εχθροπραξίες, όταν τα ελληνικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Λάρισα για να προωθηθούν προς τα σύνορα.
[1]. «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν». εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 17ης Ιουνίου 1907.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Ξενοδοχείον Στέμμα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 19ης
Μαρτίου 2014.
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Της φιλολόγου Ελένης Γαραντούδη
To όρος Παγγαίο είναι πολύ γνωστό από τα μυθολογικά χρόνια. Το χρυσάφι του έκανε τον Ευριπίδη στην τραγωδία του “Ρήσος” να το ονομάσει “όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο”. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του παρείχαν σε μεγάλη αφθονία το χρυσό και τον άργυρο και αποτελούσαν πόλο έλξης για πλήθος λαών και φυλών στην γύρω από τοΠαγγαίο περιοχή.
Εκτός όμως από το χρυσάφι του, το Παγγαίο συνδέεται με έναν “θησαυρό”
μύθων που αφορούν δύο σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό. 
Η Θράκη, κατά τη μυθική αντίληψη ήταν μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. (Οι θράκες, άλλωστε ήταν ο λαός που ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Παγγαίου και γενικά της μεταξύ του Στρυμόνα και Νέστου χώρας). Για τους Έλληνες του Νότου ήταν ο τόπος απ’ όπου ξεκινούσε ο ορμητικός Βορέας με τα παιδιά του, τους Βορεάδες και τη Χιόνη, και ο άγριος πολεμικός θεός Άρης. Ήταν όμως και ο τόπος του Ορφέα, του Μουσαίου, του θάμυρη και του Εύμολπου, που είχαν διδάξει στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια και τη μουσική.
Η Θράκη ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τους Δώδεκα θεούς, ο Άρης. Άγριος και αιμοβόρος, όπως ήταν αυτός ο θεός, άφησε απογόνους σαν τον Τηρέα, τον Λυκούργο και τον Διομήδη, που έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων σαν βασιλιάδες της Θράκης γεμάτοι σκληρότητα και βαρβαρότητα. Κατά τη μυθολογία το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τον Παγγαίο, το γιο του Άρη και της Κριτοβούλης, ο οποίος επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει τις τύψεις της συνείδησης του για την αιμομιξία που εν αγνοία του διέπραξε με την κόρη του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος αυτό, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου.
Ο Πλίνιος αναφέρει την παράδοση ότι πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου ο φοινικικής καταγωγής Κάδμος που κάποτε έφτασε με τους δικούς του στη Θράκη, όπου οι κάτοικοι τους δέχθηκαν φιλικά και τους πρόσφεραν φιλοξενία. Μαζί με τον Κάδμο είχε ξεκινήσει από τη Φοινίκη και κάποιος Θάσος, γιος του Ποσειδώνα που όταν έφτασαν στη Θράκη, πέρασε σ’ ένα κοντινό νησί απέναντι και έχτισε πόλη. Από τότε το νησί πήρε το όνομα του και λέγεται Θάσος. Στη Θράκη ο Κάδμος έμαθε τους ανθρώπους να βγάζουν χρυσάφι μέσα από το βουνό Παγγαίο και να φτιάχνουν με αυτό διάφορα κομψοτεχνήματα. Τους έμαθε και άλλες τέχνες που ήξερε από την πατρίδα του. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή το όνομα του το Παγγαίο το πήρε από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση.
Πάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή τον μεγάλο θεό των θρακών, τον Διόνυσο ή Βάκχο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του θράκα βασιλέα Λυκούργου. Ο Λυκούργος, που βασίλευε στους Ηδωνούς, κοντά στον Στρυμόνα, εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου, επιτέθηκε στις Βάκχες της ακολουθίας του και απείλησε τη ζωή και του ίδιου του θεού. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από το φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχτηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίο από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο ίδιος ο Διόνυσος του τάραξε τα φρένα και τον έβαλε να κατακρεουργήσει το ίδιο το παιδί του, νομίζοντας πως κλαδεύει ένα αμπέλι, και πως ύστερα από αυτό οι Ηδωνοί, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον έδεσαν πάνω στο βουνό τους το Παγγαίο, όπου άγρια άλογα τον κατασπάραξαν. Πάνω στο Παγγαίο έλεγαν ακόμα πως ένας ντόπιος, ο Χάροπας, βοήθησε τον Διόνυσο να νικήσει και να θανατώσει το Λυκούργο, πως αυτός, παίρνοντας την εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του νικητή θεού, διέδωσε τη λατρεία του και πως δίδαξε στο γιο του Οίαγρο τις διονυσιακές τελετουργίες, που αργότερα ο γιος του Οίαγρου, ο Ορφέας τις διαμόρφωσε και τις συστηματοποίησε, έτσι ώστε έγιναν ευρύτερα γνωστές σαν Ορφικά Μυστήρια.
Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως “γόης από μουσικής άμα και μαντικής”, αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.
Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ’ όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.
Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον Άδη, απ’ όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες” να τον “διασπάσουν” πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν.
Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.
Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον “ιερό λόγο” των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά. Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό “τιτανική φύση” (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες).
Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα – σκιά στον μουχλιασμένο Άδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.
Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού “έφερνε μέσα του το θεό”, και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.
Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ’ αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ’ ένα κουκουνάρι στην άκρη – και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.
Η “μανία” που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα – πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε “ένθεος”, δηλαδή ο θεός “μπήκε” σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ’ αυτό. Η “μανία” έχει σχέση με τη λέξη “μένος” που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, “να χάνει κανείς τα λογικά του”, αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το “θίασο” του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό
Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την “αστική” του ύπαρξη και να γίνει “μαινόμενος”, να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.
Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι’ αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.
Ο J.P. VERNANT στο βιβλίο του “ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ” γράφει σχετικά με το θέμα: “Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν – ισότιμα με τους άντρες – στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού (…). Το θρησκευτικό, λοιπόν ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν το περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς – και όταν ακόμη ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή -είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, όπου πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από αυτήν την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς, και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωϊκό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ”.
Σε άλλη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως “θίασοι, σύλλογοι και μυστήρια ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές αλήθειες – προνόμιο, άλλοτε ορισμένων κληρονομικών γενών – χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την κοινωνική τους θέση και καταγωγή. Η δημιουργία θρησκευτικών αιρέσεων, όπως οι “ορφικές”, η ίδρυση μυστηριακών θρησκειών, η συγκρότηση ενός συλλόγου “σοφών”, όπως ήταν ο Πυθαγορικός, φανερώνουν σε διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς κύκλους, το ίδιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα διεύρυνσης και διάδοσης μιας ιερής αριστοκρατικής παράδοσης”
Ο ορφισμός είναι μια θρησκευτική κίνηση που, όπως παρατηρεί ο ALBIN LESKY στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τη σημασία της την υπερτίμησαν υπερβολικά σε ορισμένες εποχές, για να την αποκηρύξουν ύστερα σχεδόν ολοκληρωτικά με ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Κατά πόσο η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε από καθαρά ελληνικά ξεκινήματα, κατά πόσο είχε σχέση με τη διδασκαλία της Ανατολής για την περιπλάνηση των ψυχών, είναι προβλήματα που η λύση τους δεν είναι εύκολη. Δεν είναι όμως ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα, αλλά συνανήκει στην εικόνα του ελληνικού κόσμου.
Το Παγγαίο λοιπόν, συνδέεται με μύθους, θρησκείες και λατρείες, που λειτούργησαν “επαναστατικά”, φέρνοντας μεγάλες καινοτομίες, αλλάζοντας τη ζωή των ανθρώπων που τις ακολουθούσαν.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015



ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...
• Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου

Η Λάρισα στα 1884

Η εικόνα της Λάρισας που δημοσιεύεται σήμερα είναι χαρακτηριστική, γιατί αποτυπώνει την πόλη όπως ήταν τρία μόλις χρόνια μετά
την ένταξή της στο ελληνικό κράτος,ενώ δηλαδή εξακολουθεί ακόμα να διατηρεί ουσιαστικά τη μορφή που είχε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Η φωτογραφία είναι του Δημήτριου Μιχαηλίδη, διάσημου την εποχή εκείνη φωτογράφου από την Ανδριανούπολη[1],χρονολογείται από τους περισσότερους ερευνητές στα 1884 και πριν από το 1910 ο Βολιώτης φωτογράφος Στέφανος Στουρνάρας συμπεριέλαβε τη φωτογραφία αυτή σε χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο με τον αρ. 341. Μάλιστα στο επάνω μέρος της κάρτας γράφει στα ελληνικά και τα γαλλικά τον τίτλο: Η ΛΑΡΙΣΑ Εν έτει 1880, και Larissa en 1880, με τη χρονολογία λανθασμένη. Ο φωτογράφος στάθηκε στο χείλος της δεξιάς όχθης του Πηνειού, περίπου στο ύψος της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας και έστρεψε τον φακό του έτσι ώστε να αποτυπώσει τη δυτική και πιο ενδιαφέρουσα πλευρά της πόλης.
Στο εμπρός μέρος της εικόνας διακρίνεται μια εκτεταμένη εδαφική προεκβολή της δεξιάς όχθης μέσα στην κοίτη του Πηνειού. Δύο ποταμίσιες βάρκες κυκλοφορούν στα νερά του, μπροστά-μπροστά δύο γυναικείες μορφές κάθονται δίπλα σε έναν μεγάλο δέμα, αναμένοντας προφανώς τη βάρκα, ενώ πιο κάτω βαρελάδες και σακάδες γεμίζουν με νερό τα δοχεία τους για να το μετα-
φέρουν για πώληση στην πόλη.
Στο πάνω μέρος της φωτογραφίας, ξεκινώντας από αριστερά, αρχικά μέσα σε μια μεγάλη συστάδα δένδρων διακρίνουμε διάφορα κτίρια, όσα απέμειναν από το μεγάλο συγκρότημα του Mevlevihane, δηλαδή του τεκέ του τάγματος των Μεβλεβήδων (των στροβιλιζόμενων
δερβίσηδων)[2].
 Το μεγαλύτερο απ’αυτά είναι ετοιμόρροπο, με ρωγμές στους τοίχους και εγκαταλειμμένο.
Στη συνέχεια ακολουθεί μέρος της μεγάλης λίθινης γέφυρας του Πηνειού. Στη φωτογραφία φαίνονται τα πέντε από εννέα οξυκόρυφα τόξα της. Πιστεύεται ότι την είχε ανακαινίσει εκ βάθρων ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάνμπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη γέφυρα στον θεσσαλικό χώρο που η κατασκευή της επέτρεπε τη δίοδο αμαξών. Με τη χρήση μεγεθυντικού φακού διακρίνεται η στερέωση των λίθινων στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα,επέμβαση η οποία έγινε αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1881. 
Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει τη χρονολόγηση της φωτογραφίας.Πάνω ακριβώς από τη γέφυρα απλώνεται η συνοικία του Τρανού μαχαλά. Αποτελείται από ένα συνονθύλευμα οθωμανικών κτισμάτων, τα οποία όχι μόνον φθάνουν χαμηλά μέχρι τη δεξιά όχθη του Πηνειού, αλλά καταλαμβάνουν και την είσοδο της γέφυρας από την πλευρά της πόλης. Μέσα σ’ αυτή τη σφιχτή και άναρχη ρυμοτομία κρύβονταν και η εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, η βασιλική του Καλλιάρχη όπως ήταν γνωστή, από το όνομα του μητροπολίτη Διονυσίου του Καλλιάρχη, ο οποίος το 1794 φρόντισε για την κατασκευή της. Πάνω προς τα αριστερά μπορεί να διακρίνει κανείς μικρό μέρος από το τριγωνικό δυτικό αέτωμα του ναού.
Ένα μεγάλο ισχυρό κτίριο δεξιότερα στον λόφο είναι γνωστό σαν χάνι των αδελφών Σαχίνη, όπου σύχναζαν ταξιδιώτες με προορισμό την
Ελασσόνα και τη Δυτική Μακεδονία.
Μετά το 1905 μεταφέρθηκαν στο κτίσμα αυτό οι ποινικές φυλακές Λαρίσης, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι το 1941, όταν ο ισχυρός σεισμός του Μαρτίου το κατέστησε ακατοίκητο. Μεταπολεμικά το κτίριο κατεδαφίσθηκε.
Τέλος στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας φαίνεται να διατηρείται σε καλή κατάσταση το τέμενος του Χασάν μπέη. Ήταν το επίσημο τζαμί της Λάρισας, κτισμένο πάνω σε χαμηλή εδαφική έξαρση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση είχε ανεγερθεί πάνω στον χώρο βυζαντινής εκκλη-
σίας, αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, στη θέση της οποίας κατά την κλασική περίοδο υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμή της θεάς Δήμητρας.Συναντούμε επομένως και στην πόλη μας το φαινόμενο της χρονικής αλληλουχίας των επικρατούντων σε κάθε εποχή θρησκειών, το οποίο
παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου τις τελευταίες χιλιετίες. Δωδεκάθεο – Χριστιανισμός – Μωαμεθανισμός στην ίδια θέση λατρείας, αλλά με διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή. Και μάλιστα πολλές φορές με οικοδομικό υλικό ενσωματωμένο έντεχνα από το παλαιότερο κτίσμα στο νεότερο.
Η άποψη αυτή της Λάρισας ανέκαθεν ήταν η πιο δημοφιλής για σκιτσογράφους και φωτογράφους.
Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές, κυρίως του 19ου αιώνα, είχαν καταγράψει τη θέση αυτή της πόλεως σε χαρακτικά, που εκτύπωσαν και συμπεριέλαβαν στα οδοιπορικά τους βιβλία[3.

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η παλιά Γέφυρα, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της
12ης Οκτωβρίου 2014.
[2]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), Λάρισα (1996) σ. 274.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των Ευρωπαίων περιηγητών (16ος -19ος αιώνας), Λάρισα, 2006.

nikapap@hotmail.com

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015



Θεοφάνια στη Λάρισα του 1929

Τα Θεοφάνια εορτάζονται πάντοτε με μεγάλη λαμπρότητα από τον ορθόδοξο ελληνισμό σε κάθε γωνιά της γης, ιδίως σε παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες πόλεις. Η Λάρισα έχει μια παλιά και σπουδαία παράδοση αυτού του εορτασμού, γιατί η προαιώνια παρουσία του
Πηνειού που ρέει, (σήμερα βέβαια ήρεμος, στα παλιά όμως χρόνια παρορμητικός), δίπλα από τις βορειοδυτικές παρυφές της πόλεως και η θέση του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αχιλλίου ψηλά στον λόφο της ακροπόλεως, πάνω από την ιστορική γέφυρα του ποταμού,προσφέρουν έναν συνδυασμό διαχρονικά ακατάλυτο.
Αυτές οι τρεις θέσεις της Λάρισας, Πηνειός, γέφυρα και ναός του πολιούχου αγίου της, προσδιορίζουν την φυσιογνωμία της πόλεώς μας πάνω από πεντακόσια χρόνια. Γράφει ο Γιάννης Ρούσκας σε πρόσφατο βιβλίο του:
«Η γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα παίζει κυρίαρχο λόγο στην τελετή της κατάδυσης του Σταυρού τα Θεοφάνεια, και περιλαμβάνεται μαζί με τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και τον Πηνειό, στο θαυμάσιο εκείνο σκηνικό στο οποίο η τελετή της κατάδυσης του Σταυρού ξετυλίγεται στην πόλη της Λάρισας με μοναδικό για όλη την Ελλάδα τρόπο.»[1]
Δεν υπάρχουν έγκυρες γραπτές πηγές οι οποίες να αναφέρουν πως εορτάζονταν κατά την βυζαντινή περίοδο τα Θεοφάνεια στη Λάρισα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και για περισσότερο από τετρακόσια χρόνια η εορτή περιορίζονταν απλώς στην τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού μέσα στον απέριττο ναό, με την παρουσία των λίγων χριστιανικών οικογενειών που κατοικούσαν στη Γενή Σεχίρ. Πολλές φορές όχι μόνον απουσίαζε από την εορτή ο επιχώριος μητροπολίτης, αλλά υπήρχαν και περίοδοι που ο ναός είτε δεν υπήρχε, κατεστραμμένος από τη θηριώδη μανία των Οθωμανών (Ορλωφικά), είτε είχε μετατραπεί σε αποθήκη πολεμοφοδίων( όπως κατά την επανάσταση του 1821)και οι χριστιανοί της πόλεως αναγκαστικά εόρταζαν τα Θεοφάνια ταπεινά πότε στη Αγία Μαρίνα και πότε σε πλησιόχωρους οικισμούς. Μόνον μετά το 1854, όταν μέσα στα γενικά πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και ελευθεριών που αναγκάστηκαν να δώσουν οι κατακτητές στους υπόδουλους χριστιανούς, πήρε η εορτή των Θεοφανείων τη σημερινή της μορφή. Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει σχετικά:
«Εκ της γεφύρας ταύτης (εννοεί του Πηνειού) επεκράτησε συνήθεια μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον (1854) κατά την ημέραν των Θεοφανείων να γίνεται η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού εις τον Πηνειόν ποταμόν μετά μεγάλης εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής»[2].
Κατά τη μεγάλη δεσποτική εορτή των Θεοφανείων όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Λάρισας κατέκλυζαν τους χώρους μέσα στον μητροπολιτικό ναό, το Φρούριο, τη γέφυρα, τις όχθες του Πηνειού και το μικρό νησάκι μέσα στο ποτάμι, που σήμερα δεν υπάρχει, και διχοτομούσε τη ροή του νερού στο ύψος του ναού του Αγίου Αχιλλίου και της συνοικίας Ταμπάκικα. Μαζί τους και πολλά άτομα από τις γύρω περιοχές, όπως από Τύρναβο, Καζακλάρ (=Αμπελώνα), Αγιά, Φάρσαλα και τα γύρω χωριά,έφθαναν στην πόλη από νωρίς για να καταλάβουν κατάλληλη θέση και να μη στερηθούν το σπουδαίο θέαμα.
Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν ότι όταν ο καιρός ήταν καλός (Αλκυονίδες ημέρες), όλος ο γυμνός χώρος πέρα από το κέντρο του Αλκαζάρ, μέχρι και τον κήπο του Παπασταύρου, γέμιζε από σούστες και κάρα τα οποία μετέφεραν τους πιστούς από τις πόλεις και τα γειτονικά χωριά του νομού.
Η θρησκευτική πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας μέχρι και τα πρώτα χρόνια της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας, ακολουθούσε ένα δύσκολο, απότομο,λιθόστρωτο και σκολιό δρόμο, ουσιαστικά μονοπάτι, για να κατεβεί στην προ της εισόδου της γέφυρας μικρή πλατεία, και να κατευθυνθεί στο κέντρο της γέφυρας,όπου όλοι μαζί, κλήρος, επίσημοι και κολυμβητές δίπλαδίπλα, έπαιρναν θέση[3]. Πριν το 1890 άλλαξε το τυπικό της τελετής. Η πομπή περνούσε το οδόστρωμα της γέφυρας, έστριβε προς την δεξιά όχθη του ποταμού, ανέρχονταν σε μια ειδικά για την περίπτωση κατασκευασμένη παρόχθια εξέδρα, η οποία στήνονταν περίπου στο ύψος όπου σήμερα υπάρχει το Ηρώο των πεσόντων αξιωματικών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μόλις τελείωνε η τελετή του Αγιασμού, η πομπή με την ίδια τάξη επέστρεφε στο μέσον της γέφυρας όπου ήδη είχαν πάρει θέση οι κολυμβητές και από το σημείο αυτό γινόταν από τον μητροπολίτη η κατάδυση του Σταυρού[4].
Το 1900, ένας νεαρός κολυμβητής πνίγηκε πέφτοντας από το ύψος της γέφυρας στην προσπάθεια να πιάσει τον Σταυρό[5]. 
Από τον επόμενο χρόνο άλλαξε η θέση των κολυμβητών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στην δεξιά
όχθη και με την ρίψη του Σταυρού κολυμπούσαν στην κοίτη του ποταμού, συνοδευόμενοι από μια μικρή βάρκα για λόγους ασφάλειας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα κατασκευάσθηκε η μεγάλη λίθινη και απότομη σκάλα που οδηγούσε από το προαύλιο του μητροπολιτικού ναού απ’ ευθείας στη δεξιά όχθη και έτσι η θρησκευτική πομπή κατά την τελετή των Θεοφανείων μπορούσε να ακολουθήσει και αυτή τη διαδρομή. Από τότε η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού ακολουθεί τους ίδιους περίπου κανόνες μέχρι σήμερα και
αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά γεγονότα της Λάρισας.
Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι πολύ σπάνια και πρέπει να την μελετήσουμε με πολύ προσοχή,γιατί απεικονίζει τη Λάρισα μιας άλλης εποχής. Πρόκειται για αεροφωτογραφία η οποία τραβήχτηκε από στρατιωτικά πληρώματα κατά τη διάρκεια της εορτής των Θεοφανίων του 1929 και απεικονίζει τη γέφυρα και την γύρω περιοχή. Είναι μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα με ήλιο. Δεξιά προβάλλει ο προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου. Ο κόσμος έχει κατακλίσει τις όχθες του Πηνειού και το κατάστρωμα της γέφυρας. Στη φωτογραφία διακρίνεται πιο καθαρά η αριστερή όχθη, και μέσα στην κοίτη μια σειρά από βάρκες έχουν δημιουργήσει τεχνητή προβλήτα για τους κολυμβητές. Δεξιά διακρίνεται καθαρά το νησάκι που αναφέραμε, πάνω στο οποίο υπάρχουν έφθασαν μερικοί θεατές. Από τη γέφυρα ο δρόμος συνεχίζεται προς τον Πέρα μαχαλά, όπου διακρίνεται αμυδρά η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και ο δρόμος συνεχίζει όπως και σήμερα να στρίβει δεξιά για να ακολουθήσει την πορεία προς τον Πύργο του Χαροκόπου και την Γιάννουλη. Στο κάτω μέρος η οδός Μανωλάκη οδηγεί προς την γέφυρα, ενώ αριστερά το μεγάλο κτίριο με την ψηλή σφηνοειδή κατασκευή είναι αποθήκες πολεμικού υλικού και καταλαμβάνουν την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Β’ αρχαίο θέατρο και το κτίριο του Εργατικού Κέντρου. Κόσμος αρκετός επίσης διακρίνεται και στην
περιοχή «Πευκάκια», δηλαδή στον λόφο όπου υπήρχε επί τουρκοκρατίας το τζαμί του Χασάν μπέη και το 1908 κατεδαφίσθηκε. Προπολεμικά ο χώρος αυτός στέγαζε καφενείο το οποίο είχε μια φανταστική θέα στο ποτάμι,το Αλκαζάρ και όταν ο καιρός ήταν αίθριος αντίκριζε κανείς τον χιονισμένο Όλυμπο, γι’ αυτό και ονομάζονταν «Η Καλλιθέα». Από το όνομα του καφενείου αυτού προήλθε και η ονομασία της παρόχθιας οδού Καλλιθέας.
---------------------------
[1]. Ρούσκας Γιάννης, Τα Θεοφάνια στη Λάρισα, ιδιόχειρη γραφή, Αθήνα (2014) σελ. 43.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα(1881), Βόλος (1926) σελ. 16.
[3]. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία που δημοσιεύεται στη σελ. 46 του βιβλίου «Λάρισα. Εικόνες του χθες»σε κείμενα Νικ. Νάκου και φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα, η λήψη της οποίας τοποθετείται λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση του 1881.
[4]. Εφ. «Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1891: «…την ηρέμα προβαίνουσαν πομπήν, ήτις διελθούσα την γέφυραν και τελέσασα απέναντι τον αγιασμόν,επιστρέφει πάλιν προς αυτήν, αφ’ ής πρόκειται να γίνη η κατάδυσις του τιμίου Σταυρού…».
[5]. «Δυστυχώς κολυμβητής τις, παρασυρθείς υπό του ρεύματος επνίγη ενώπιον τόσου πλήθους, συγκινηθέντος εκ του σπαρακτικού θεάματος. Εντύπωσιν οικτράν ενεποίησεν η αναλγησία των κολυμβητών των μη ριφθέντων εις τον ποταμόν προς διάσωσιν του αδικοπνιγέντος παιδίου». Εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 1900.