Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η πλατεία Θέμιδος


Η πλατεία Θέμιδος και τα κτίρια της νότιας πλευράς της. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο των Α. Γκινάκου και Γ. Μαργαρίτη. 1935 περίπου.Η πλατεία Θέμιδος και τα κτίρια της νότιας πλευράς της. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο των Α. Γκινάκου και Γ. Μαργαρίτη. 1935 περίπου.
Η Κεντρική πλατεία της Λάρισας και το μεγάλο πολύτοξο πέτρινο γεφύρι της, ανέκαθεν αποτελούσαν τα δύο πιο φωτογραφημένα σημεία της πόλης.
Η σημερινή μας φωτογραφία είναι μία από τις πολλές της απεικονίσεις. Προέρχεται από επιστολικό δελτάριο των Φωτοτυπείων Α. Γκινάκου και Γ. Μαργαρίτη. Αν και έχουν κυκλοφορήσει πολλές κάρτες από το φωτοτυπείο τους όχι μόνον τοπικά αλλά και πανελλήνια, ελάχιστα γνωρίζουμε γι' αυτούς. Είχαν το εργαστήριό τους στην Αθήνα, δεν ξέρουμε αν φωτογράφοι ήταν οι ίδιοι ή άλλοι, η τεχνική των λήψεων και η εκτύπωσή τους μπορεί να χαρακτηρισθεί καλή, δεν είναι αριθμημένες και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων των καρτών τους είναι ότι ο υπομνηματισμός (λεζάντα) της φωτογραφίας γίνεται με το χέρι στο κάτω μέρος της στα ελληνικά και τα γαλλικά.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει μια ασυνήθιστη γωνία λήψης που δεν συναντάμε στις υπόλοιπες απόψεις της Κεντρικής Πλατείας. Ο φωτογράφος στάθηκε στον εξώστη του άνω ορόφου του διώροφου κτιρίου που βρισκόταν προπολεμικά στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Πανός, δίπλα από το Φαρμακείο του Αγαμ. Αστεριάδη, έστρεψε τον φακό του νοτιοδυτικά και συμπεριέλαβε το σύνολο σχεδόν της πλατείας και τα κτίρια της νότιας και μέρους της δυτικής πλευράς της. Κατά καιρούς είχαν δώσει στην πλατεία αυτή διάφορες ονομασίες[1]. Κατά την προπολεμική περίοδο είχε επικρατήσει για πολλά χρόνια η ονομασία Πλατεία Θέμιδος, από το 1933-34 όμως μετονομάσθηκε σε Β΄ Σώματος Στρατού και από το 1956 μέχρι σήμερα ονομάζεται πλέον πλατεία Μιχαήλ Σάπκα, προς τιμήν του παλιού δημάρχου και αναμορφωτή της Λάρισας.
Μπροστά στην εικόνα απεικονίζεται η βορειοανατολική γωνία της πλατείας. Από αριστερά παρατηρούμε ένα κάρο με το άλογό του σταθμευμένο. Η πλατεία έχει αραιή κίνηση, αποκλειστικά από ανδρικό πληθυσμό. Κάτω από τη σκιά των δένδρων έχουν εγκατασταθεί οι υπαίθριοι λούστροι, οι οποίοι καθαρίζουν τα παπούτσια των Λαρισαίων. Πράγματι την περίοδο εκείνη τους βρίσκουμε όλους συγκεντρωμένους στη βόρεια πλευρά της πλατείας. Οι δρόμοι της πόλης την περίοδο εκείνη ήταν τον μεν χειμώνα γεμάτοι λάσπες, ενώ το καλοκαίρι φιλοξενούσαν ένα παχύ στρώμα χώματος, η σκόνη του οποίου με το βάδισμα επικάθονταν στα παπούτσια. Μ' αυτό τον τρόπο οι καθαριστές παπουτσιών (λούστροι) έκαναν χρυσές δουλειές. Σήμερα βέβαια η συμπαθητική αυτή τάξη των επαγγελματιών, η οποία στην πλειονότητά της ήταν νέα αγόρια, έχει από χρόνια εκλείψει[2]. Η άσφαλτος μόλις είχε αρχίσει να στρώνεται στους κεντρικούς δρόμους της Λάρισας όταν έγινε η λήψη της φωτογραφίας, η οποία τοποθετείται περίπου στα 1935. Το περίπτερο στη γωνία είναι κομψό και γραφικό, και όχι σαν τα σημερινά που απλώνουν ανεξέλεγκτα την πραμάτεια τους. Δεξιά διακρίνονται δύο μόνιππα. Η στάθμευσή τους προπολεμικά ήταν δίπλα στο βόρειο[3] πεζοδρόμιο της πλατείας και φυσικά αποτελούσαν τα αγοραία της εποχής.
Η πλατεία είναι πλούσια διακοσμημένη με πράσινο, όπως την είχε διαμορφώσει στις αρχές της δεκαετίας του '30 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, ο γεωπόνος Ιωάννης Κατσίγρας, πατέρας του ιατρού και μεγάλου ευεργέτη της Λάρισας Γεωργίου Κατσίγρα. Η διακόσμηση αυτή διατηρήθηκε μέχρι την δημαρχιακή θητεία του Χριστόδουλου Καφφέ, όταν πλέον η Νέλλα Γκόλαντα δημιούργησε το υπέροχο "Σύμπλεγμα του Γλυπτού Ποταμού", το οποίο ξεκινάει από την Πλατεία Ταχυδρομείου.
Στο βάθος της φωτογραφίας, ξεκινώντας από αριστερά, διακρίνονται κατά σειράν τα εξής κτίρια, τα οποία παλαιότερα έχουν περιγραφεί λεπτομερέστερα[4].
-Οι τρεις πτέρυγες των παλιών Δικαστηρίων, οι οποίες δεν είναι ορατές γιατί καλύπτονται από τα δένδρα της πλατείας.
-Το μέγαρο Κατσαούνη. Στον όροφο στεγάζονταν επί χρόνια τα γραφεία της Μεραρχίας Ιππικού, ενώ το ισόγειο φιλοξενούσε κατά διαστήματα διάφορα καταστήματα.
-Το κτίριο του τοπικού υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας.
-Το τριώροφο κτίριο του Μποσινιώτη. Οι δύο όροφοι στέγαζαν το ξενοδοχείο ύπνου "Πανελλήνιον", ενώ στο ισόγειο υπήρχε το διάσημο καφενείο "Πανελλήνιον" και για ένα διάστημα, επί εποχής Πάλτσου, το επίσης καφενείο "Ντορέ".
-Το ισόγειο ζαχαροπλαστείο "Ελληνικόν", στη γωνία Κούμα και Βασ. Σοφίας (σήμερα Παπαναστασίου). Κατά διαστήματα, ανάλογα με τον ιδιοκτήτη, το ζαχαροπλαστείο αυτό άλλαζε ονόματα.
-Το μέγαρο Νικόδημου, στην απέναντι γωνία, το οποίο στέγαζε για πολλά χρόνια και μέχρι τον σεισμό του 1941 τις υπηρεσίες της Νομαρχίας Λαρίσης.
-Το μέγαρο Νικολάου Καρανίκα, στη γωνία Ίωνος Δραγούμη και Παπαναστασίου. Το ισόγειο χρησιμοποιήθηκε ως καφενείο "Βασιλικόν", για κάποιο διάστημα ως ζαχαροπλαστείο "Αίγλη" του Πασχονίδη, καθώς και άλλα καταστήματα.
-Ο συνεχόμενος ανοικτός χώρος είναι η περιοχή του θερινού κινηματογράφου "Τιτάνια" του Μιχαήλ Τζεζαϊρλίδη.
Αντικρίζοντας αυτή την φωτογραφία δεν συμφωνείτε ότι προπολεμικά ήταν πιο όμορφη η κεντρική μας πλατεία "Θέμιδος";
------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Πλατεία Μιχαήλ Σάπκα. Ιστορική αναδρομή, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 8ης Ιουνίου 2016.
[2]. Κατά την ξενάγηση μαθητών στην έκθεση "Η Μνήμη της Πόλης", η οποία είναι ανεπτυγμένη στο αίθριο της Δημοτικής Πινακοθήκης Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα από τον περασμένο Οκτώβριο και παρουσιάζει κατοχικές φωτογραφίες, υπάρχει μία που τράβηξε κάποιος Γερμανός στρατιώτης, γιατί προφανώς του έκανε εντύπωση, και η οποία απεικονίζει μια σειρά λούστρων να είναι παρατεταγμένοι στο πεζοδρόμιο της βόρειας πλευράς της Κεντρικής Πλατείας. Τα μέλη της Φωτοθήκης που κάνουν την ξενάγηση έμειναν έκπληκτοι όταν κάποια στιγμή οι μαθητές ενός Σχολείου ρώτησαν, και με το δίκαιό τους, τι είναι οι λούστροι;
[3]. Μεταπολεμικά η στάθμευση των μόνιππων μετατοπίσθηκε στην δυτική πλευρά της πλατείας, επί της οδού Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου σήμερα), ενώ απέναντι επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου ήταν τα αγοραία αυτοκίνητα (ταξί) τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
[4]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Τα Κτίρια της Κεντρικής Πλατείας. Νότια πλευρά, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 6ης Μαΐου 2015.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Το κτίριο του Μύλου του Παππά - η αρχική μορφή του


Ο Μύλος του Παππά όπως ήταν τη δεκαετία του 1910. Δεξιά διακρίνεται ο μιναρές του Ταμπακχανέ μαχαλεσίΟ Μύλος του Παππά όπως ήταν τη δεκαετία του 1910. Δεξιά διακρίνεται ο μιναρές του Ταμπακχανέ μαχαλεσί
Στο σημερινό μας κείμενο θα αναλύσουμε την παλιά και σπάνια φωτογραφία η οποία απεικονίζει το κτήριο του Μύλου του Παππά όπως ήταν στην αρχική του μορφή.
Έχουμε και άλλες απεικονίσεις του κτηρίου αυτού της ίδιας περίπου περιόδου, π.χ. δύο επιστολικά δελτάρια του Βολιώτη φωτογράφου Στ. Στουρνάρα, 2 του Λαρισαίου εκδότη Γεωργίου Βελώνη, μία φωτογραφία και μερικές άλλες, όλες όμως είναι παρμένες από μακρινή απόσταση (περιοχή παλαιών Σφαγείων) και αποτυπώνουν την ανατολική πλευρά του Μύλου, ενώ η δημοσιευόμενη σήμερα αποτυπώνει την δυτική πλευρά του βιομηχανικού συγκροτήματος, είναι από πιο κοντινή απόσταση και μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετές λεπτομέρειες. Ο φωτογράφος στάθηκε στη βόρεια πλευρά της λαϊκής αγοράς της Τετάρτης και στόχευσε με τον φακό του την ανατολική πλευρά της Λάρισας.
Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση της φωτογραφίας, θα αναφέρουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία από την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του Μύλου Παππά, η οποία οριοθετείται μεταξύ των ετών 1883-1920. Ο Κωνσταντίνος Παππάς που είχε εγκατασταθεί στη Λάρισα προερχόμενος από το Αργυρόκαστρο, αγόρασε το 1892 στις παρυφές της συνοικίας Ταμπάκικα και κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, μια σειρά από οικόπεδα που ανήκαν στον κτηματία Ιωάννη Ρουσσόπουλο και τον μουσουλμάνο μεγαλοκτηματία Χασάν Εφέντη Χατζημέτου, ο οποίος ήταν Μουφτής και πρόεδρος της Οθωμανικής Κοινότητας της Λάρισας. Μαζί με άλλους δύο επιφανείς Λαρισαίους, τον Χρήστο Δημητριάδη και τον Κωνσταντίνο Σκαλιώρα, ίδρυσαν ομόρρυθμο Εμπορική Εταιρεία, η οποία κατασκεύασε στην αγορασθείσα οικοπεδική έκταση εργοστάσιο ατμόμυλου, με τα απαραίτητα για την λειτουργία του μηχανήματα[1]. Ο μύλος άρχισε να λειτουργεί τον Ιούλιο του 1893 και σταδιακά ο κύκλος εργασιών του, λόγω των σύγχρονων για την εποχή εκείνη μηχανημάτων, αυξανόταν συνεχώς. Το 1899 λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, ο Χρήστος Δημητριάδης αποχώρησε από την εταιρεία και εκχώρησε έναντι αμοιβής τα δικαιώματά του στους δύο άλλους συνεταίρους του.
Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος Παππάς, βλέποντας ότι οι τρεις γιοι του δεν έδειχναν καμία διάθεση να ασχοληθούν με την μεγάλη επιχείρηση που έστησε, στράφηκε στους δύο ανεψιούς του, τους Φώτη και Μιχαήλ Παππά. Οι δύο αυτοί, μαζί με τον Αλκιβιάδη Μακρή[2] συνέπηξαν το 1918 την ομόρρυθμη Εταιρεία "Φ. και Μ. Παππάς και Α. Μακρής", η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την επιχείρηση "Παππάς-Σκαλιώρας".
Όμως την ανοδική πορεία του μύλου διέκοψε μια καταστροφική πυρκαγιά, η οποία έλαβε χώρα το 1920 και οφειλόταν σε επέμβαση των Γαλλικών στρατευμάτων (Σενεγάλοι, Μαροκινοί) τα οποία είχαν εισβάλει στη Λάρισα κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού. Η πυρκαγιά αποτέφρωσε τον ατμόμυλο και τα διάφορα παραρτήματα του κεντρικού κτιρίου. Εξ αυτού του γεγονότος οι δύο εταιρείες συγχωνεύθηκαν και κατασκευάστηκε ένα μεγαλύτερο σε έκταση και ψηλότερο κτιριακό συγκρότημα, αυτό που διατηρείται μέχρι σήμερα, με σύγχρονο μηχανικό εξοπλισμό και ονομάσθηκε Μύλος '24 από την χρονολογία κατασκευής του.
Έτσι αρχίζει η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του μύλου, όπου τον κυρίαρχο ρόλο είχε ο Φώτης Παππάς, μια σημαντική προσωπικότητα της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Εκτός της εποπτείας του μύλου, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Εταιρείας Υδρεύσεως Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (Ε.Υ.Η.Λ.), του μετέπειτα Ο.Υ.Η.Λ., διετέλεσε Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και του Εμπορικού Συλλόγου Λαρίσης, ίδρυσε την Νυκτερινή Εμπορική Σχολή και είχε αξιόλογη αφανή φιλανθρωπική δράση.
Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία χαμηλά διακρίνονται τα βορειοανατολικά πρανή του Λόφου της Ακρόπολης, ένας δρόμος που αντιστοιχεί στην οδό Γεωργιάδου και ένα μέρος από τα σπίτια του συνοικισμού Ταμπάκικα. Οικήματα ισόγεια και ορισμένα διώροφα, είναι στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, λαϊκής κατασκευής και χωρίς ρυμοτομία. Αριστερά, ανάμεσα στα σπίτια ανιχνεύεται μια εξάγωνη κατασκευή σαν περίπτερο, με αντίστοιχη εξάγωνη στέγη, βαθμιαία ανερχόμενη προς το κέντρο. Στα πλάγια το περίπτερο αυτό είναι ανοιχτό και πρέπει να αποτελεί κάποιο ξηραντήριο δερμάτων του συνοικισμού. Στο κέντρο της φωτογραφίας διακρίνεται η αρχική μορφή του Μύλου του Παππά. Το κεντρικό κτίριο είναι τριώροφο με δίρριχτη στέγη. Χαμηλά υπάρχουν παραρτήματα, μικρά ισόγεια κτίσματα τα οποία χρησιμεύουν για γραφεία, αποθήκες, αρτοποιεία, κ.λ.π. και σαν συμπλήρωμα στο πίσω μέρος υψώνεται η ψηλόλιγνη καμινάδα, η οποία είναι ορατή από μεγάλη απόσταση. Δεξιά διακρίνεται ένας μιναρές, ο οποίος συναγωνίζεται σε ύψος την καμινάδα του μύλου. Είναι προσαρτημένος στο πίσω μέρος ενός κτηρίου που είναι το τέμενος της συνοικίας Ταμπάκικα στο οποίο ανήκει. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας το ονομάζει τζαμί Ταμπακχανέ μαχαλεσί και το τοποθετεί "με ασφάλεια στη βορειοανατολική γωνία της συμβολής των οδών Γεωργιάδου και Διονύσου, μέσα στον χώρο του Μύλου του Παππά. Ο ιδρυτής του καθώς και η χρονολογία ανέγερσής του είναι άγνωστα"[3]. Πίσω από τον μύλο τελειώνει η πόλη και προέχουν τα παρόχθια δένδρα τα οποία παρακολουθούν την πορεία του Πηνειού προς ανατολάς. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα υψώματα της Χασάμπαλης και ψηλά προβάλλει ο χαρακτηριστικός κώνος της Όσσας.
 [1]. Δημήτρης Λαγός, Αχιλλέας Τραγούδας, Μύλος του Παππά. Μια ιστορία που ενώνει τρεις αιώνες, εφ. "Ελευθερία", ένθετο "Reporter", φύλλο της 21ης Νοεμβρίου 2004.
[2].Ο Μιλτιάδης Μακρής ήταν πατέρας του λαογράφου Κίτσου Μακρή και του δημοσιογράφου Φαίδωνα Μακρή. Το 1926 μετακόμισαν οικογενειακά στον Βόλο.
[3]. Βλέπε Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ. 301.

* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Μία Τετάρτη στην «ΤΕΤΑΡΤΗ»


Μία Τετάρτη στην «ΤΕΤΑΡΤΗ»
Σε προηγούμενο σημείωμά μας, γράφαμε για τα σημεία – «αντίδωρα» των διαδρομών τα οποία συναντούμε στον καθημερινό μας περίπατο, μέσα στην πόλη αλλά και λίγο έξω από αυτή.
Σήμερα, θα αναφερθούμε στα σημεία μιας αγαπημένης διαδρομής, ίσως της πλέον ενδιαφέρουσας, αφού στην ευρεία περιοχή του λόφου του Φρουρίου, βρίσκονται τα μεγάλης σπουδαιότητας ιστορικά μνημεία Α’ Αρχαίο θέατρο, Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου), καθώς και οι «πυρήνες» της σύγχρονης διασκέδασης και του λιανικού εμπορίου.
Μια Τετάρτη, έχοντας σκοπό να ακολουθήσουμε αυτή τη διαδρομή, ξεκινούμε και συναντούμε το πρώτο σημείο στην πλατεία του Δημάρχου Μπλάνα, με τα υπολείμματα του τείχους της πόλης, τα οποία «ανέβηκαν» στην επιφάνεια, όταν κατασκευαζόταν το υπόγειο Garage αυτοκινήτων. Στη θέση αυτή, υπήρχε και λειτουργούσε για δεκαετίες, η λεγόμενη Νέα Αγορά, με καταστήματα όπως κρεοπωλεία, ψαράδικα, μανάβικα, ουζερί… Εκεί, που ο πατέρας μου, ως λογιστής κάποιων κρεοπωλών, περνούσε και ενημέρωνε τα λογιστικά βιβλία τους, εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Στρίβοντας στην οδό Ελ. Βενιζέλου, όπου μέχρι σχεδόν το τέλος της, δραστηριοποιούνταν επαγγελματίες, διαθέτοντας προϊόντα, κυρίως, για χαμηλών εισοδημάτων αγοραστές. Δεξιά του δρόμου, στο πρώτο στενό, στην οδό Λαπιθών, κυριαρχούσαν τα καροποιεία της πόλης, όπως του Γερογιώκα, ενώ παράλληλα, ήταν και ο τερματικός σταθμός των Καραγωγέων, όταν μετέφεραν με τα κάρα τους τα προϊόντα τους από τα γύρω χωριά, προς πώληση.
Εδώ κατέβηκε και η μητέρα μου, κοριτσάκι τότε δέκα χρονών, για να… βρει το νήπιο αδελφάκι της, τον Νικολάκη, που το έδωσε ο πατέρας της σε κάποια φιλική οικογένεια να το μεγαλώσει, ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του…
Μπαίνοντας στην οδό Παπαφλέσσα, στα πόδια του λόφου κι αφήνοντας πίσω μας τα υπολείμματα του Τούρκικου τζαμιού (Μπαϊρακλή), φτάνουμε στην «κοιλιά» του λόφου του Φρουρίου, εκεί, που η σχετικά πρόσφατη αλλαγή της χρήσης γης και της μετατροπής των παλιών καταστημάτων του εμπορίου σε ταβέρνες και σουβλατζίδικα, όπως και οι πεζοδρομήσεις, αφήνουν απρόσκοπτα… τις οσμές του σύγχρονου τρόπου γαστριμαργικής διασκέδασης να αιωρούνται στους δρόμους… Τα παλιά καταστήματα του χονδρεμπορίου φρούτων-λαχανικών-σιδηρικών, όπως και των ειδών οικιακής χρήσης από λευκοσίδηρο και κάποια σπίτια με το κόκκινο φωτάκι πάνω από την εξώπορτα, αφού απομακρύνθηκε η βρώμα και φωτίστηκαν οι δρόμοι, έγιναν όμορφα και καλαίσθητα εστιατόρια, ταβέρνες και ήσυχα μπαρ. Στα ανήσυχα εφηβικά μας χρόνια, την περιοχή αυτή, όπως και άλλες, που την επισκεπτόμασταν συχνά σε ομάδες, ήταν μέρος της φτωχής νυχτερινής διασκέδασης, η… τσάρκα.
Κάνοντας λίγα βήματα προς τα πάνω, φτάνουμε στην απλωσιά της πλατείας Δημάρχου Λαμπρούλη σήμερα, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε η εβδομαδιαία λαϊκή αγορά της «Τετάρτης», η μοναδική λαϊκή αγορά της πόλης. Ακόμα ηχούν στ’ αφτιά μας οι φωνές των παραγωγών-πωλητών-εμπόρων που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ενώ οι πολύχρωμες εικόνες του πλήθους και των λογής-λογής προϊόντων, παρέπεμπαν σε ζωγραφικό πίνακα λαϊκού ζωγράφου. Προϊόντα, άλλα ριγμένα σε σωρούς κάτω, άλλα σε τελάρα κι άλλα σε κοφίνια, περίμεναν τον πρόθυμο κι αποφασισμένο πελάτη, ενώ οι ζωηρές κότες, ατίθασες, δεμένες δυο-δυο ή τρεις-τρεις με σπάγγο στα πόδια τους, κακάριζαν ασταμάτητα και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία τους… Κι ο υπάλληλος του Δήμου, αρμόδιος για την απολύμανση των τουαλετών που ακουμπούσαν στον ανατολικό τοίχο του Μπεζεστενιού (αγοράς υφασμάτων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας), φορτωμένος στον ώμο το χάλκινο δοχείο με το φάρμακο, ψέκαζε, και το σύννεφο, έφτανε ως τα μάτια και τη μύτη μας… Στον σημερινό χώρο του υπαίθριου Parking των αυτοκινήτων, στη βόρεια πλευρά της πλατείας, καμιά δεκαριά φορτηγά, το ένα δίπλα στο άλλο, με κατεβασμένα τα πίσω παραπέτα τους, γεμάτα πορτοκάλια και μανταρίνια, έκλεβαν τη θέα προς τα Ταμπάκικα (Αμπελοκήπους) και τον αγέρωχο Όλυμπο, χιονισμένο.
Ανεβαίνοντας προς το Κέντρο του Φρουρίου και έχοντας δεξιά το κούφωμα από το Μπεζεστένι, θυμήθηκα τα χρόνια εκείνα, που η περιοχή αυτή, ως πλησιέστερη όαση χαράς από την κεντρική πλατεία, φιλοξενούσε τραγουδιστές (Μητσάρας, Πατέτσος), θέατρο Σκιών (Καραγκιόζης), θερινό κινηματογράφο κι αργότερα το δημοτικό αναψυκτήριο για οικογένειες. Επίσης θυμηθήκαμε, πως, στα πρώτα φοιτητικά μας χρόνια, θέλοντας να φωτογραφίσουμε την πόλη από ψηλά, ανεβήκαμε από μια χωμάτινη ράμπα, πίσω, στη χορταριασμένη οροφή, αφού τότε, το εσωτερικό του, ήταν μπαζωμένο μέχρι πάνω. Πριν οι ψηλές πολυκατοικίες, που κτίστηκαν λίγο αργότερα, κλέψουν τη θέα στο άπλωμα της πόλης, η Λάρισα, προς τα νότια, έφτανε μέχρι το κτήμα του Αβέρωφ, δυτικά μέχρι τον Πέρα Μαχαλά (Ιπποκράτης), ανατολικά μέχρι το Αεροδρόμιο και βόρεια, στους Αμπελόκηπους… Λίγο μετά το Μνημείο, σταματούμε μπροστά στις προτομές, εκεί που βρισκόταν το διώροφο κτίριο του Β` Δημοτικού Σχολείου. Εκεί θυμηθήκαμε, πως την ίδια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παρακολουθήσαμε, στην ευρύχωρη αυλή του τις «Όρνιθες», του Αριστοφάνη, από το θίασο του Θεάτρου Τέχνης, του Καρόλου Κουν. Μια παράσταση που έμεινε ιστορική κι ανεπανάληπτη. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του Αγ. Αχιλλίου, κατευθυνθήκαμε προς το Άλσος του Αλκαζάρ.
Εκεί, στον χώρο του σημερινού Κηποθέατρου και του… διπλανού σουβλατζίδικου, λειτουργούσε το περίφημο αναψυκτήριο «Αλκαζάρ», το οποίο έπεσε και αυτό, θύμα, στον βωμό της «ανάπλασης» που «εκπόνησε» τότε, η… αριστερών πεποιθήσεων δημοτική Αρχή. Ο γράφων, θυμάται, 10χρονο παιδί, παρακολουθούσε συχνά, σχεδόν κάθε βράδυ το πρόγραμμα του κέντρου, όπου εμφανίζονταν οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της εποχής (Γούναρης, Μαρούδας, Βέμπο, Δανάη…). Στα χρόνια της αποστασίας, το 1965, επίσης, στον ίδιο χώρο, παρακολούθησε και τη Συναυλία που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης με τραγούδια του Αγώνα για τη Δημοκρατία, ενώ γύρω, ακροβολισμένοι, κάτι περίεργοι τύποι, έβλεπαν και… κατέγραφαν.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω και τα εξής σχετικά:
1ον Την περασμένη Κυριακή, στην ξενάγηση που έγινε από Αρχαιολόγο για τους φίλους του Διαχρονικού Μουσείου στο κέντρο της πόλης, διαπιστώθηκε και κάτι ανεπίτρεπτο…, τουλάχιστον... Το ψηφιδωτό του νάρθηκα στη Βασιλική του Αγ. Αχιλλίου, του 6ου μ.Χ., είναι απροστάτευτο και οι ψηφίδες σιγά-σιγά εξαφανίζονται.
2ο Στην οδό Νίκης, στο Ιουστινιάνειο τείχος που βρέθηκε, είναι και αυτό απροστάτευτο. Ένα τζάμι για το ψηφιδωτό και λίγος μπετονίτης για το τείχος θα τα έσωζε. Ας το έχει υπόψη της η Αρχαιολογική Υπηρεσία, γιατί ειπώθηκε από την Αρχαιολόγο που ξεναγούσε, πως δεν υπάρχουν χρήματα…
Του Τάσου Πουλτσάκη

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ωγύγος


Ωγύγος
Οικογένεια
ΤέκναΑὐλίς
Ἀλαλκομενία
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς των Αθηνών
βασιλιάς της Θήβας
Ο Ωγύγος ή Ωγύγης, ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία, ένας από τους αρχέγονους ηγέτες στην Αρχαία Ελλάδα. ιδιαίτερα στην Βοιωτία. Κατά μία άλλη εκδοχή ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η ετυμολογία και η έννοια του ονόματος (από το επίθετο Ωγύγιος) πιθανόν να σημαίνει, αρχέγονος, πρωταρχικός, πολύ αρχαίος.

Ως βασιλιάς της Βοιωτίας

Είναι ιδιαίτερα γνωστός ως βασιλιάς των Εκτενών, των αυτοχθόνων (προκατακλυσμιαίων) και πρώτων κατοίκων της Βοιωτίας. Ίδρυσε την πόλη Ωγυγία (η μετέπειτα Θήβα) και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές αναφέρονται στους Θηβαίους ως «Ὠγυγίδαι».
Ο Παυσανίας ο περιηγητής, αναφερόμενος στην Βοιωτία, τον 5ο αιώνα π.Χ. αναφέρει: «Οι πρώτοι οικιστές των Θηβών υπήρξαν οι Εκτένες και ο βασιλιάς τους Ωγύγης, ένας αυτόχθων. Από το όνομα αυτό προήλθε ο Ωγύγιος, επίθετο το οποίο χρησιμοποιούν πολύ ποιητές για αναφερόμενοι στους Θηβαίους.»
Υπάρχουν και άλλες εκδοχές και ιστορίες σχετικά με τον Ωγύγο. Σύμφωνα με τον Λυκόφρωνα τον Χαλκιδέα, ο Ωγύγης βασίλευσε στις Θήβες της Αιγύπτου. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος, τον 6ο αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι ήταν ο βασιλιάς της Λυκίας της Μικράς Ασίας. Κατά μία άλλη εκδοχή, Ωγύγης και οι Εκτένες, οι πρώτοι οικιστές της Βοιωτίας, μετά από ένα χρονικό διάστημα, μετανάστευσαν σε μία άλλα περιοχή που ονομαζόταν Ακτή. Ο Ρωμαίος ιστορικός Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός (Sextus Julius Africanus) αναφέρει ότι υπήρξε και ο ιδρυτής της Ελευσίνας.

Ως βασιλιάς της Αττικής

Ο πρώτος από τους τρεις κατακλυσμούς της ελληνικής μυθολογίας, ονομάστηκε Ωγύγιος κατακλυσμός. Συνέβη όταν βασίλευε ο Ωγύγης στην Βοιωτία. Ερευνητές πιστεύουν ότι οφείλεται σε απότομη υπερχείλιση της λίμνης Κωπαΐδας στην περιοχή. Άλλες πηγές σχετίζουν αυτό τον κατακλυσμό με την Αττική. Αυτή την άποψη υιοθετεί και ο Αφρικάνος, ο οποίος αναφέρει ότι η κατακλυσμός συνέβη όταν βασιλιάς του Άργους ήταν ο Φορωνεύς (κατά τον ιστορικό Ακουσίλαο).
Διαφορετικές χρονολογίες έχουν προταθεί για τον κατακλυσμό, μερικές είναι: 9.500 π.Χ.(Πλάτων), 2.136 π.Χ. (Βάρρων) και 1.796 π.Χ (Αφρικανός)[1].
Ο Ωγύγης επέζησε του κατακλυσμού, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν. Μετά τον θάνατο του ίδιου και λόγω των καταστροφών που προκλήθηκαν, η Αττική έμεινε χωρίς βασιλείς για 189 έτη μέχρι την εποχή του Κέκροπα (ή Κέκροψ ο διφυής).[2]
Από το όνομα του Ωγύγη προέρχεται και το τοπωνύμιο Ωγυγία, ένα φανταστικό νησί που αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια.

Γενεαλογικό δέντρο

Σχετικά με την καταγωγή του ποικίλουν, ορισμένες πηγές τον θεωρούν αυτόχθονα της Βοιωτίας, αναφέρεται ως γιος του Ποσειδώνα, του Βοιωτού ή ακόμη και του Κάδμου. Ο ιστορικός Θεόφιλος αναφέρει ότι ήταν ένας από τους Τιτάνες.
Ήταν ο σύζυγος της Θήβης, από την οποία η Θήβα πήρε το όνομά της. Παιδιά του ήταν:
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Δάρδανος ήταν γιος του Δία και της Ηλέκτρας, θυγατέρας του Άτλαντος, και ιδρυτής της πόλεως Δαρδάνου στο Όρος Ίδα της Τρωάδος.
Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ισχυρίζεται ότι η πατρίδα του Δαρδάνου ήταν η Αρκαδία όπου ο Δάρδανος και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιασός (ή Ιασίων) κυβέρνησαν ως βασιλείς μετά τον Άτλαντα. Ο Δάρδανος παντρεύτηκε τη Χρυσή, θυγατέρα του Πάλλαντα (γιου του Λυκάωνα), από την οποία απέκτησε δύο γιους: τον Ιδαίο και το Δείμα. Μετά από μία μεγάλη όμως πλημμύρα, οι επιζώντες, που ζούσαν στα βουνά που είχαν μετατραπεί σε νησιά, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η πρώτη παρέμεινε με το Δείμα βασιλιά, ενώ η άλλη έφυγε μακρυά, καταλήγοντας τελικά στο νησί Σαμοθράκη. Εκεί ο Ιασός (Ιασίων) κεραυνοβολήθηκε από τον Δία, όταν ερωτεύθηκε την θεά Δήμητρα στην προσπάθειά του να συνευρεθεί μαζί της. Ο Δάρδανος και ο λαός του βρήκαν τη γη φτωχή και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Ασία.
Ωστόσο μια άλλη καταγραφή αναφέρεται από τον Βιργίλιο στην Αινειάδα, ότι ο Αινείας σε ένα όνειρό του μαθαίνει από τους προγονικούς Πενάτες ότι ο "Δάρδανος και ο Πατέρας Ιάσιος" και οι Πενάτες οι ίδιοι προήλθαν από την Εσπερία που αργότερα ονομάστηκε Ιταλία.
Άλλες καταγραφές δεν αναφέρουν ούτε την Αρκαδία ούτε την Εσπερία, αν και αναφέρονται σε πλημμύρα και μιλούν για τον απόπλου του Δαρδάνου από τη Σαμοθράκη στην Τρωάδα.
Όλες οι καταγραφές συμφωνούν ότι ο Δάρδανος ήλθε στην Τρωάδα από τη Σαμοθράκη και εκεί τον καλωσόρισε ο βασιλιάς Τεύκρος, γιος του ποταμού Σκαμάνδρου και της νύμφης Ιδαίας, από τον οποίο η μεν Χώρα ονομάζονταν Τευκρίς, οι δε κάτοικοι Τεύκροι. Ο Τεύκρος υποδέχθηκε τον Δάρδανο φιλόφρονα και έδωσε σ΄ αυτόν σύζυγο, την κόρη του Βάττεια ή Βατέα από την οποία και απέκτησε δυo γιους τον Ίλον, (κατ΄ άλλο μύθο τον Τρώα), και τον Εριχθόνιο. (Ο Διονύσιος αναφέρει ότι η Χρύση, πρώτη γυναίκα του Δαρδάνου, είχε πεθάνει.) Ο Δάρδανος, μετά τον θάνατο του πεθερού του, γενόμενος βασιλιάς ονόμασε τη χώρα Δαρδανία κτίζοντας και νέα ομώνυμη πόλη.
Ο Δάρδανος θεωρείται ο εισηγητής στη χώρα του της λατρείας της θεάς Αθηνάς, της οποίας και κατασκεύασε δύο αγάλματα εκ των οποίων το ένα ήταν το Παλλάδιο, καθώς επίσης, και υπό του ανεψιού του Κορύβα, που τον είχε ακολουθήσει από την Σαμοθράκη, τα μυστήρια των Καβείρων. Εκ του Δαρδάνου όλοι οι απόγονοί του βασιλείς της περιοχής ονομάστηκαν Δαρδανίδες. Πρώτος κληρονόμος της βασιλείας του ήταν ο γιος του ο Εριχθόνιος της Δαρδανίας.
Κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, ο Δάρδανος επίσης είχε ένα γιο που λεγόταν Ζάκυνθος από τη Βατέα και αυτός απετέλεσε τον πρώτο οικιστή του νησιού, που αργότερα ονομάστηκε Ζάκυνθος.Το αρχαίο κάστρο της νήσου φέρει το όνομα Ψωφίς, ισχυρής πόλης της Αρκαδίας, με πρώτο οικιστή τον Ερύμανθο, που επίσης είναι πρόγονός του.
Ο Διονύσιος επίσης λέει ότι ο γιος του Δαρδάνου Ιδαίος έδωσε το όνομά του στα Ιδαία όρη, δηλαδή στο Όρος Ίδα, όπου ο Ιδαίος έκτισε ναό στη Μητέρα των Θεών (την Κυβέλη) και ίδρυσε μυστήρια και τελετές, που τηρούνταν ακόμη στη Φρυγία τα χρόνια του Διονύσου.
Κατ΄ άλλο επίσης μύθο ο Δάρδανος μετέβη στην Τροία από την Κρήτη και σε παραλλαγή αυτού ότι ο Τεύκρος μετέβη από την Κρήτη στη Τροία, όπου διαδέχθηκε εκείνος τον Δάρδανο στη βασιλεία της Τροίας.
Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα..
Εκεί όταν οι βροχές σταμάτησαν και τα νερά υποχώρησαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα κατέβηκαν στην ξηρά και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν θυσία στον Φύξιο Δία (προστάτης των φυγάδων). Ο θεός που επικαλέστηκε ο θεοσεβής Δευκαλίωνας έστειλε τον Ερμή για να τους μεταφέρει την υπόσχεση ότι ο Δίας θα πραγματοποιούσε την πρώτη ευχή τους. Και η πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας δεν ήταν άλλη από το να δώσει και πάλι ζωή ο Δίας στο ανθρώπινο γένος.
Οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας μεταμορφώνονταν σε άνδρες και αυτές που πετούσε η Πύρρα μεταμορφώνονταν σε γυναίκες. Από την πρώτη δε πέτρα που πέταξε ο Δευκαλίωνας προήλθε ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων.
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν εκτός από τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, τη Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τη Θυία (ή Αιθυία) και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων. Ο Αμφικτύων, κυβέρνησε την Αθήνα μετά τον Κραναό. Ο ίδιος ο Δευκαλίων, έγινε ο βασιλιάς της Φθίας και της Θεσσαλίας.
Ο γενάρχης των Ελλήνων, ο Έλλην, γέννησε με την Ορσηίδα τρεις γιους, τον Δώρο τον Ξούθο και τον Αίολο τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο και έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς απ' αυτόν. Ο Δώρος και οι άνθρωποι του που ονομάστηκαν Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού. Ένα γένος των Δωριέων, οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες που κατοικούσαν, κατά τον Ηρόδοτο, αρχικά στη Φθιώτιδα μετακινήθηκε προς τον βορρά, στην «Πινδική χώρα». Από το ελληνικό αυτό γένος πήρε και την ονομασία η γύρω από τον «Άνω» Αλιάκμονα και τον Αξιό περιοχή, που από τότε λέγεται Μακεδονία.
Έτσι έχει ο μύθος του Δευκαλίωνος . Ο Δευκαλίων δε, ευσεβής και συνετός, μόνος των ανθρώπων απέμεινε για (να γεννήσει) την γενιά την δεύτερη. Η δε σωτηρία έτσι έγινε. Μεγάλη λάρνακα (κιβωτό) αυτός είχε και σ' αυτήν επιβίβασε παιδιά και γυναίκες. Κατέφθασαν δε και επιβιβάσθηκαν (στην κιβωτό επίσης) και χοίροι και ίπποι και λέοντες κατά γένη και όφεις και ακόμα όλα όσα την γη μοιράζονται, πάντα κατά ζεύγη. Ο δε (Δευκαλίων) τα δέχθηκε όλα, γιατί μεταξύ τους δεν εβλάπτοντο, διότι εκ Διός φιλία έγινε μεταξύ τους και σε μια λάρνακα πάντες έπλευσαν όσο το ύδωρ επικρατούσε.
Αυτά ιστορούν οι Έλληνες περί Δευκαλίωνος.......
Πίνακας του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, 1636

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Οδός Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου)


Η οδός Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) από την Κεντρική πλατεία μέχρι τη συνοικία του Αγ. Νικολάου. Από το βιβλίο των Αβραμόπουλου-Βουτσιλά "Λάρισα", 1962.Η οδός Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) από την Κεντρική πλατεία μέχρι τη συνοικία του Αγ. Νικολάου. Από το βιβλίο των Αβραμόπουλου-Βουτσιλά "Λάρισα", 1962.
Η σημερινή εικόνα αποτυπώνει έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της Λάρισας, την οδό Βασ. Σοφίας[1]. Η φωτογραφία περιέχεται στο βιβλίο των Μιχαήλ Π. Αβραμόπουλου και Βασιλείου Χρ. Βουτσιλά που έχει τίτλο "Λάρισα" και εκδόθηκε το 1962 στην πόλη μας.
Τα κείμενα του βιβλίου έγραψε ο δημοσιογράφος Βασίλης Βουτσιλάς και τις λήψεις των φωτογραφιών έκανε ο Μιχαήλ Αβραμόπουλος. Χρονολογικά λοιπόν η φωτογραφία τοποθετείται λίγο πριν το 1962.
Ο φωτογράφος στάθηκε στον εξώστη του πρώτου ορόφου του παλιού κτιρίου που στέγαζε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, έστρεψε τον φακό του προς το Νότο και αποτύπωσε το τμήμα της οδού Βασ. Σοφίας (όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου) από την περιοχή της Κεντρικής πλατείας μέχρι την περιοχή του ναού του Αγίου Νικολάου.
Χαμηλά αριστερά στη φωτογραφία διακρίνεται ένα μικρό τμήμα της Κεντρικής πλατείας και η οροφή του γωνιακού περιπτέρου του Σάββα Χατζησάββα, μαζί με την αρχή της οδού Κούμα. Από τα κτίρια, φαίνεται στην άκρη αριστερά ένα μικρό τμήμα από το κτίριο των αδελφών Μποσινιώτη, το οποίο θεμελιώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1908. Ήταν τριώροφο, και στο μεν ισόγειο λειτουργούσε καφεζαχαροπλαστείο, ενώ οι άλλοι όροφοι στέγαζαν το ξενοδοχείο "Πανελλήνον". Από τον σεισμό του Μαρτίου του 1941 ο επάνω όροφος υπέστη σοβαρές ζημιές και κρημνίσθηκε, ενώ οι υπόλοιποι δύο όροφοι ελάχιστα επηρεάσθηκαν. Μεταπολεμικά το κτίριο έμεινε διώροφο. Το ισόγειο διατήρησε το περίφημο καφενείο του, ενώ στον όροφο στεγάσθηκαν διάφορα γραφεία. Τον Απρίλιο του 1976 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Σε επαφή με το "Πανελλήνιον" παρατηρούμε ότι βρίσκεται ένα ισόγειο κτίσμα το οποίο συνήθως φιλοξενούσε ζαχαροπλαστείο με διάφορα κατά καιρούς ονόματα, ανάλογα με τον επιχειρηματία που το λειτουργούσε. Την περίοδο που τραβήχτηκε η φωτογραφία στέγαζε το ζαχαροπλαστείο "Ελληνικόν", όπως μας δηλώνει η επιγραφή του. Το ευρύ πεζοδρόμιο εμπρός από το "Πανελλήνιον" και το "Ελληνικόν" είναι γεμάτο από τραπεζοκαθίσματα.
Δεξιότερα παρεμβάλλεται η οδός Βασιλίσσης Σοφίας. Στο κέντρο του οδοστρώματος, στη διασταύρωση με την Κούμα, φαίνεται ότι γίνονται κάποιες εργασίες. Ο δρόμος είναι άδειος από οχήματα, ενώ η κίνηση των ανθρώπων είναι μειωμένη.
Δεξιά προβάλλει ο όγκος ενός "λαβωμένου" νεοκλασικού αρχοντικού. Είναι το μέγαρο Νικολάου Καρανίκα, όπως ονομαζόταν, ένα από τα ομορφότερα κτίσματα της Λάρισας. Αποτελούσε ένα στολίδι της Κεντρικής πλατείας και ο ανατολικός προσανατολισμός του πρόσφερε σπουδαία θέα στον ανοικτό χώρο της πλατείας. Είχε κτισθεί το 1910 από τον γαιοκτήμονα Νικόλαο Καρανίκα με θαυμάσια νεοκλασική αρχιτεκτονική και κατελάμβανε τη γωνία των οδών Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη. Στον επάνω όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης με την οικογένειά του, ενώ η κατασκευή του ισογείου ήταν καταμερισμένη σε καταστήματα[2].
Όμως όπως συνέβη με τα περισσότερα κτίρια της πόλης, οι ιταλικοί και γερμανικοί βομβαρδισμοί και κυρίως ο δυνατός σεισμός του Μαρτίου του 1941 τραυμάτισαν σοβαρά το οικοδόμημα αυτό. Ο όροφος έπαθε μεγαλύτερες ζημιές, με αποτέλεσμα να καταστεί ακατοίκητος. Έτσι οι ένοικοι αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν. Στο ισόγειο, έπειτα από ορισμένες επιδιορθώσεις, λειτούργησε για πολλά χρόνια το ζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Βασίλη Πασχονίδη και δίπλα κάποια άλλα καταστήματα.
Στη φωτογραφία διακρίνεται η βόρεια πλευρά του άνω ορόφου του αρχοντικού, στον οποίο φαίνονται οι ζημιές που υπέστη από τις συμφορές της κατοχής, ιδιαίτερα η μετακίνηση της στέγης. Μπροστά του ανοίγεται ευρύς τετράγωνος εξώστης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η κόρη του ιδιοκτήτη και κληρονόμος όλου του οικοδομήματος Θάλεια Καρανίκα-Δημητράτου απέφυγε να συντηρήσει το υπέροχο αυτό κτίσμα, το κατεδάφισε και στη θέση του υψώθηκε το πολυώροφο κτίριο που υπάρχει μέχρι σήμερα, το οποίο κατέλαβε τον προνομιακό αυτό χώρο χωρίς ο κατασκευαστής να του προσδώσει καμία εμπνευσμένη αρχιτεκτονική εμφάνιση. Οι όροφοι αρχικά στέγασαν επί επταετίας την Περιφερειακή Διοίκηση Θεσσαλίας, μετά την μεταπολίτευση και μέχρι πρόσφατα λειτουργούσαν το Ταμείο και η Α΄ Οικονομική Εφορία, ενώ σήμερα έχουν μετακομίσει ορισμένες δημοτικές υπηρεσίες.
Πιο πίσω στη φωτογραφία, στη γωνία Βασ. Σοφίας και Παπακυριαζή διακρίνεται η οικοδομή του Παναγιωτακόπουλου. Όλα τα κτίσματα κατά μήκος του δρόμου, μέχρι εκεί που μπορεί να φθάσει η ευκρίνεια του φωτογραφικού φακού, είναι ισόγεια και μερικά διώροφα. Βλέπετε δεν είχε ακόμα ψηφισθεί ο νόμος περί "αντιπαροχής". Ο δρόμος φθάνει μέχρι πίσω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και χάνεται. Στο βάθος προβάλλουν εκτάσεις με πολλά δένδρα. Αριστερά ανήκουν στο μεγάλο αγρόκτημα του Αβέρωφ που βρισκόταν γύρω από τον μικρό Προφήτη Ηλία, στην αρχή της δρόμου προς την Καρδίτσα. Δεξιά αντιστοιχούν στα πολλά πεύκα που υπήρχαν στον μεγάλο προαύλιο χώρο που περιέβαλλε τον Άγιο Νικόλαο.
Η σημερινή εικόνα είναι οπωσδήποτε οικεία σε μεγαλύτερους ηλικιακά Λαρισαίους, καθώς απεικονίζει ένα κεντρικό τμήμα της πόλης όπως ήταν πριν από 55-60 χρόνια. Ποιος από τους μεγάλους δεν θυμάται τον πεζόδρομο της οδού Κούμα μπροστά από τα τραπεζοκαθίσματα των ζαχαροπλαστείων, ο οποίος τις βραδινές ώρες γέμιζε από νέους και κοπέλες της Λάρισας να κάνουν επί ώρες βόλτες πάνω κάτω τη διαδρομή μέχρι την οδό Μ. Αλεξάνδρου;
 [1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οδός Ακροπόλεως. Μια ιστορική οδός, εφ. "Ελευθερία", Λάρισας, φύλλο της 6ης Ιουλίου 2016.
[2]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Πώς ήταν ο χώρος γύρω από την πλατεία, εφ. Λάρισα, φύλλο της 3ης Ιουλίου 1972.

* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Ο Ξενώνας των Ζαρκινών και το πρώτο υφαντουργείο Γ. Πατσάλη

Ο Ξενώνας των Ζαρκινών και κατόπιν υφαντουργείο του Γεωργίου Πατσάλη, κατεστραμμένος από την πυρκαγιά του 1925. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Νικ. Κουρτίδη. 1935 περίπου.
Ο Ξενώνας των Ζαρκινών και κατόπιν υφαντουργείο του Γεωργίου Πατσάλη, κατεστραμμένος από την πυρκαγιά του 1925. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Νικ. Κουρτίδη. 1935 περίπου.
Το 1887 έφθασε στη Λάρισα ο Ιωάννης Αστερίου (ή Αστεριάδης) Κουτλιμπανάς για να επισκεφθεί τους συγγενείς του στο Ζάρκο χωρίς να τους έχει προειδοποιήσει.
Είχε γεννηθεί στο Ζάρκο το 1827 και το 1846, σε ηλικία 19 ετών, εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ιάσιο και αργότερα στο Πλοέστι της Ρουμανίας[1] όπου είχε προκόψει επαγγελματικά εμπορευόμενος οικοδομήσιμη ξυλεία. «Μετριόφρων πάντοτε … εις ουδένα ανακοινοί την επάνοδόν του, αλλά περιβεβλημένος απλούστατον ένδυμα, άγνωστος και αφανής, εισέρχεται νύκτωρ εις το χωρίον του και καταλύει λιττώς εις το πρώτον πανδοχείον. Την επομένην περιέρχεται το χωρίον … μετ’ ολίγον αναγνωρίζεται και αποβαίνει το αντίκειμενον σεβασμού…»[2].
Δήμαρχος Λαρίσης κατά τις δημοτικές εκλογές του Ιουλίου 1887 εκλέχτηκε ο Διονύσιος Γαλάτης. Μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του Κουτλιμπανά, έσπευσε να τον γνωρίσει, να τον περιποιηθεί και καθώς ήταν ενήμερος των αγαθοεργών προθέσεων για την ιδιαίτερη πατρίδα το Ζάρκο, τον έπεισε να συνδράμει οικονομικά και για την ανέγερση Νοσοκομείου στη Λάρισα. Προσέφερε πράγματι το απαιτούμενο ποσό για την κατασκευή του, επί πλέον όμως ζήτησε να του παραχωρηθεί δημοτικό οικόπεδο σε κατάλληλο σημείο της πόλης για την ανέγερση ξενώνα (χάνι) στο οποίο να παραμένουν και να διανυκτερεύουν οι συγχωριανοί του Ζαρκινοί, όταν θα έρχονταν στη Λάρισα για διάφορες εργασίες. Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου 1888 αποφάσισε την παραχώρηση οικοπέδου πέντε στρεμμάτων στην περιοχή του Αρναούτ μαχαλά, στη δεξιά όχθη του Πηνειού κοντά στο παλιό νεκροταφείο της συνοικίας, στη θέση "Μύτικας"[3].
Εν τω μεταξύ τον Μάιο του 1890 ο Ιωάννης Κουτλιμπανάς επέστρεψε στο Πλοέστι, αλλά τον Απρίλιο του 1891 επανήλθε στη Λάρισα για να επιβλέψει τις εργασίες ανέγερσης του ξενώνα. Παρέμεινε στη Λάρισα μέχρις ότου να αποπερατωθεί το έργο και να αρχίσει να λειτουργεί. Ήταν ένα μεγάλο σε έκταση οίκημα που βρισκόταν στην δυτική είσοδο της πόλης καθώς οι Ζαρκινοί έρχονταν από τον δρόμο των Τρικάλων. Προς μεγάλη του λύπη όμως ο ξενώνας "απέτυχε του ποθουμένου, διότι οι καταφεύγοντες εις αυτό ήσαν ανήθικοι και φυγόδικοι, ένεκα τούτου εκλείσθη αδεία της κυβερνήσεως και του ιδιοκτήτου", όπως έγραφε εφημερίδα της εποχής. Το 1892 ξαναγύρισε στη Ρουμανία στενοχωρημένος έπειτα από την διακοπή της λειτουργίας του ξενώνα. Πέθανε στο Πλοέστι έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα από αποπληξία (εγκεφαλική αιμορραγία)[4].
Για την τύχη του κτίσματος αυτού ο παλιός δήμαρχος της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας αναφέρει στις "Αναμνήσεις" του τα εξής: "Αλλά και ο Ξενών των Ζαρκινών είχε τας περιπετείας του. Μετά τον ατυχή πόλεμον του 1897, ότε δυστυχία ενέσκηψε εις τας απόρους τάξεις των παραμεθορίων χωρίων, άτινα ήσαν πολεμικόν πεδίον, εν οίς και το χωρίον Ζάρκον, αι οικογένειαι αθρόαι προσέφυγον εις την πόλιν μας και υπήρξε σοβαρά ανάγκη παροχής εργασίας εις τας προσφυγικάς και απόρους ταύτας οικογενείας. Τότε η ευγενεστάτη κυρία Έμερτον του πρέσβεως της Αγγλίας, η κ. Λ. Μελά, αδελφή του κ. Σλήμαν, η κ. Στ. Δραγούμη και άλλαι φιλοπάτριδες Κυρίαι των Αθηνών, ασχολούμεναι επί έτος ολόκληρον μέχρι του 1900 με την περίθαλψιν των εν Αθήναις Θεσσαλών προσφύγων, ήλθον εις Λάρισαν δια να φροντίσουν δια τον επαναπατρισμόν των παλινοστούντων προσφύγων και εξεύρεσιν εργασίας δια τας οικογενείας των. Δεδομένου ότι και ο Ξενών λόγω του πολέμου είχεν επιταχθεί και δεν ελειτούργει, αποφάσισαν και ίδρυσαν «Υφαντήριον των απόρων» δια τας οικογενείας των δυστυχούντων ανέργων, ετοποθέτησαν πολλούς αργαλειούς και προσελήφθησαν πολλαί υφάντριαι εργάτιδες εκ Ζάρκου και Λαρίσης και ούτω εδημιουργήθη μεγάλη υφαντουργική εγκατάστασις. Ταύτην εχρηματοδότει, διηύθυνε και διεχειρίζετο το εν Λαρίση Υπ/μα της Εθνικής Τραπέζης. Εδόθη εργασία εις πολλάς απόρους οικογενείας, εχούσας ανάγκην προστασίας[5].
"Το εν λόγω υφαντήριον, υπό την διεύθυνσιν της δεσπ. Βασιλικούλας Ι. Καζαντζή, αδελφής των ευφήμως γνωστών εργοστασιαρχών υφαντουργίας αδελφών Καζαντζή, εργασθέν επί τριετίαν, εξεποιήθη εις τον μακαρίτην υφαντουργόν Γεώργιον Πατσάλην, πλουτίσαντα τούτο δια νέων όλως μηχανημάτων. Πυρκαϊά δυστυχώς, άγνωστον πώς προελθούσα, μετέβαλε το τόσον τιμήσαν την πόλιν μας εργοστάσιον τούτο εις τέφραν"[6]. Μετά από το γεγονός αυτό ο Γ. Πατσάλης αναγκάσθηκε να μετακομίσει το υφαντουργείο επί της οδού Γεωργιάδου, κοντά στον μύλο του Ιωάννη Τσιμπούκη.
Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία διακρίνεται ό,τι απέμεινε από το κατεστραμμένο οίκημα του υφαντουργείου. Διατηρήθηκαν οι πλάγιοι τοίχοι μέχρι σ' ένα ορισμένο ύψος και μια δεκαετία περίπου μετά την πυρκαγιά αποτυπώθηκαν τα ίχνη που είχαν παραμείνει. Ο μεγάλος ελεύθερος χώρος που διακρίνεται πίσω από το κατεστραμμένο υφαντουργείο και τα σπίτια του συνοικισμού, αντιστοιχούν στο σημερινό πάρκο του Αγίου Αντωνίου.
Το 1892 ανατέθηκε στον γλύπτη Γεώργιο Βρούτο (1843-1909) η κατασκευή μαρμάρινης προτομής του Ιω. Κουτλιμπανά και τα αποκαλυπτήρια έγιναν με επισημότητα το 1895 στον προαύλιο χώρο του Νοσοκομείου[7].
 [1]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, Ιωάννης Αστεριάδης Κουτλιμπανάς (1827-1892). Ο ομογενής επιχειρηματίας και ευεργέτης της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία" Λάρισα, φύλλο της 25ης Ιουνίου 2017.
[2]. Εφ. Σάλπιγξ, Λάρισα, φύλλο της 29ης Νοεμβρίου 1890.
[3]. Λαρισινές Σελίδες, εφ. "Θεσσαλικά Νέα", Λάρισα, φύλλο της 13ης Μαρτίου 1947.
[4]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, ο. π. Ο Θρασ. Μακρής αναφέρει ότι ο ξενώνας των Ζαρκινών λειτούργησε μέχρι τις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.
[5]. Βλέπε: Μιχ. Σάπκας: Αναμνήσεις από την ανέγερσιν του Δημοτικού Νοσοκομείου και των παραρτημάτων αυτού. Χειρόγραφο ανέκδοτο.
[6]. Μακρής Θρασύβουλος, ό. π. Η πυρκαγιά του υφαντουργείου έγινε το 1925 και προήλθε από άγνωστη αιτία, πιθανώς από εμπρησμό.
[7]. Βλέπε: Τσιάρα Συραγώ, Η δημόσια γλυπτική στη Λάρισα και το Βόλο. Από το νεοκλασικισμό στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα-1920, Λάρισα (2005) σ. 154-156.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το κέντρο "Καλλιθέα" στην περιοχή "Πευκάκια"

Το κέντρο "Καλλιθέα" στην περιοχή "Πευκάκια". Βρισκόταν σε μια κατάφυτη περιοχή δίπλα από την παλιά πέτρινη γέφυρα του Πηνειού. Λεπτομέρεια από προπολεμικό επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Στουρνάρα. Περίπου 1939-1940. Από το αρχείο του Γιάννη Μανίκα.
Το κέντρο "Καλλιθέα" στην περιοχή "Πευκάκια". Βρισκόταν σε μια κατάφυτη περιοχή δίπλα από την παλιά πέτρινη γέφυρα του Πηνειού. Λεπτομέρεια από προπολεμικό επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Στουρνάρα. Περίπου 1939-1940. Από το αρχείο του Γιάννη Μανίκα.
Τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μετακινήσεις των Λαρισαίων εκτός της πόλης για λόγους αναψυχής ήταν πολύ δύσκολες, η διασκέδαση περιοριζόταν σε περιοχές της Λάρισας όπου η πρόσβαση ήταν εύκολη βαδίζοντας.
Βέβαια υπήρχαν και τα μόνιππα, τα γνωστά σαν "παϊτόνια", τα αγοραία της εποχής, όμως η χρήση τους ήταν εφικτή μόνον από άτομα με κάποια οικονομική άνεση. Και επειδή ποτέ δεν έλειψε από τους κατοίκους της Λάρισας η διάθεση για ανάπαυση, χαλάρωση και συντροφικότητα μετά τον ημερήσιο κάματο, η πόλη είχε αποκτήσει άφθονα κέντρα διασκέδασης και μέσα στην πόλη και στις παρυφές της. Μάλιστα τα καλοκαίρια, όταν η ζέστη και ο "λίβας" μετέτρεπαν τη Λάρισα σε καμίνι, προτιμούσαν τα εξοχικά κέντρα που βρίσκονταν σε περιοχές δροσερές.
Το "Αλκαζάρ" και πιο κάτω η "Κιβωτός" του Ζαρκαδούλα, το "Φάληρο" του Μπλαδένη κοντά στους στρατώνες, η "Νεράιδα" του Παύλου Στρογγυλού απέναντι από το αγρόκτημα Αβέρωφ, στην αρχή του δρόμου προς Καρδίτσα, το "Μπαρ ΣΕΚ", η "Όασις" των αδελφών Γιαννάκου και το "Παυσίλυπο" στην περιοχή του Διεθνούς Σιδηροδρομικού Σταθμού, το κέντρο μπροστά από το κτίριο των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων[1], το "Καρύδειον" στο τέρμα της τότε οδού Βόλου κοντά στις γραμμές, το "Λούνα Πάρκ" του Ρωμύλου Αυδή στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία και άλλα.
Εκτός αυτών υπήρχαν και μέσα στην πόλη τόποι διασκέδασης και χαλάρωσης για όλο τον χρόνο και εστίες δροσιάς για το καλοκαίρι, με μεγάλη προσέλευση κόσμου. Ο Λόφος της Ακρόπολης είχε το κέντρο "Φρούριο" του Ζήση Δημητρίου και την "Καλλιθέα" του Μήτσου Μπόκοτα που βρισκόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το Ηρώον, ο "Κήπος των Ανακτόρων" του Πέτρου Χαλήμαγα" στην περιοχή της σημερινής πλατείας του Αγίου Βησσαρίωνος, κλπ.
Ένα ακόμη εξοχικό κέντρο πολύ γραφικό είχε δημιουργήσει τη δεκαετία του 1930 ο Θεόδωρος Κόϊκος. Βρισκόταν στο αριστερό μέρος κατεβαίνοντας την οδό Μακεδονίας (Ελ. Βενιζέλου), σε έναν υπερυψωμένο χώρο πριν από την είσοδο στη γέφυρα. Στην περιοχή αυτή υπήρχε μέχρι το 1908 το τζαμί του Χασάν μπέη, το ομορφότερο και επισημότερο της Λάρισας. Όλοι το είδαμε σε παλιές φωτογραφίες ότι ήταν κτισμένο σε ένα χαμηλό λόφο και σύμφωνα με τη παράδοση οικοδομήθηκε στη θέση βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας και στα κλασικά χρόνια ήταν αρχαίος ναός αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, γι' αυτό όταν κατεδαφίσθηκε βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη κλασικής και βυζαντινής περιόδου. Ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής σε ένα σημείωμά του γράφει το 1944 για το τζαμί του Χασάν μπέη: «Το τέμενος τούτο - ναός τουρκικός απέναντι του χριστιανικού τοιούτου, του Αγίου Αχιλλίου – παρά τας διαμαρτυρίας του Τύπου και του Λαρισαϊκού λαού, επώλησε η Οθωμανική Κοινότης εις τον ασβεστοποιόν Κοσμάν Πέτρου, όστις το κατεδάφισε πωλήσας τα υλικά»[2].
Ο χώρος αυτός έμεινε κενός για μεγάλο διάστημα. Σε αεροφωτογραφία του 1929 διακρίνονται μικρά σε ύψος δένδρα, που σημαίνει ότι η περιοχή αυτή είχε πρόσφατα δενδροφυτευτεί. Κάποια στιγμή κατασκευάσθηκαν και αναλλημματικοί τοίχοι (τοίχοι στήριξης) δυτικά κατά μήκος της οδού Καλλιθέας και βόρεια επί της Κενταύρων, ο χώρος ισοπεδώθηκε και από το δάσος των πεύκων η περιοχή ονομάσθηκε από τους Λαρισαίους "Πευκάκια". Διάφορα μικρά καφενεδάκια λειτουργούσαν κατά διαστήματα. Μετά το 1930 η προνομιακή του θέση με την απέραντη θέα κέντρισε το εμπορικό αισθητήριο του Θεόδωρου Ι. Κόϊκου και δημιούργησε μεγάλο εξοχικό κέντρο με το όνομα "Καλλιθέα". Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1939-40 διακρίνεται καθαρά η επιγραφή "Κέντρον Καλλιθέα Θ. Ι. Κόϊκου", η απέραντη έκτασή του και τα ψηλά σκιερά δένδρα.
Σ' αυτό το κέντρο συγκεντρώνονταν την άνοιξη και το καλοκαίρι πολλοί ρομαντικοί περιπατητές, οι οποίοι κατέληγαν στα τραπεζοκαθίσματα του κέντρου να αναπαυθούν και να απολαύσουν τον καφέ ή το ουζάκι τους. Η θέα προς τον Πηνειό που την εποχή εκείνη είχε άφθονα νερά, η απέραντη θέα του θεσσαλικού κάμπου και στο βάθος ο μυθικός Όλυμπος, γαλήνευε το βλέμμα του επισκέπτη του κέντρου. Παρ΄ όλο που η επίσημη ονομασία του ήταν "Καλλιθέα" ο κόσμος το ήξερε σαν "Πευκάκια" γιατί έτσι το διαχώριζε από το κέντρο "Καλλιθέα" του Μήτσου Μπόκοτα στον Λόφο. Τα "Πευκάκια" γνώρισαν προπολεμικά μεγάλες δόξες. Τα καλοκαίρια έφερνε ορχήστρες και τραγουδίστριες και γέμιζε από κόσμο ο οποίος απολάμβανε δροσιά, ωραία μουσική και χορό. Ξενύχτηδες από παράδοση οι Λαρισαίοι της προπολεμικής εποχής, ξενυχτούσαν πολλές φορές μέχρι την ώρα που η αυγή άρχιζε να ροδίζει.
Με την κήρυξη του πολέμου και την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941 στη Λάρισα, το κέντρο σταμάτησε τη λειτουργία του και λόγω της σπουδαίας θέσης του τα στρατεύματα κατοχής επέλεξαν τα "Πευκάκια" ως παρατηρητήριο. Από το σημείο αυτό μπορούσαν να ελέγξουν τον θεσσαλικό κάμπο και ιδιαίτερα την ανατιναγμένη γέφυρα του Πηνειού που την είχαν αναστηλώσει με ξύλινη κατασκευή.
Μετά την απελευθέρωση τα "Πευκάκια" λειτούργησαν ξανά, χωρίς όμως την παλιά αίγλη. Στη δεύτερη φωτογραφία που είναι του 1948 διακρίνεται το κέντρο "Πευκάκια" γεμάτο κόσμο. Η πρόσβασή του από τον δρόμο γινόταν από δύο σκάλες. Η μία βρισκόταν κατά μήκος της οδού Καλλιθέας και η άλλη στην αρχή της οδού Κενταύρων. Στη νότια πλευρά του χώρου βρισκόταν το κτίριο που στέγαζε τις υπηρεσίες του κέντρου και εξυπηρετούσε τους λίγους πελάτες κατά την χειμερινή περίοδο. Στην ίδια φωτογραφία αποτυπώνεται μπροστά η ξύλινη γέφυρα η οποία συνέδεε τις όχθες του ποταμού μετά τις δύο ανατινάξεις τις οποίες υπέστη κατά την διάρκεια της κατοχής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τα δένδρα κόπηκαν, τα κτίρια κατεδαφίσθηκαν, ο λοφίσκος σταδιακά ισοπεδώθηκε στο ύψος του περιβάλλοντα χώρου και στη θέση του ανεγέρθηκαν οι σύγχρονες πολυκατοικίες που αντικρίζουμε σήμερα.
-----------------------------------------------------------
[1]. Μπροστά από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Θεσσαλικού υπήρχε παλιά μια κυκλική νησίδα με ψηλά δένδρα. Κάποιος ευφυής επιχειρηματίας διαμόρφωσε τη νησίδα αυτή με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν διάφορα μικρά ξεμοναχιασμένα διαμερισματάκια, τα οποία τα ονόμαζαν "σεπαραδάκια". Τα διαμερισματάκια αυτά διαχωρίζονταν μεταξύ τους από πυκνή βλάστηση, η οποία τα καθιστούσε κατά κάποιο τρόπο αόρατα και ήταν κατάλληλα για παράνομα ζευγαράκια. Δεν μπόρεσα να μάθω το όνομα του κέντρου, ούτε και του ιδιοκτήτη.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το τζαμί του Χασάν μπέη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα φύλλο της 13ης Αυγούστου 2014. Από το σημείωμα αυτό που είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Μακρή, γίνεται αντιληπτό ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Λάρισας ήταν εναντίον της κατεδάφισής του και στο ζήτημα αυτό συμφωνούσε και ο τοπικός τύπος. Το γεγονός αυτό έρχεται να καταρρίψει την επικρατούσα άποψη ότι η καταστροφή των πολλών τουρκικών τεμενών που διέθετε κατά την απελευθέρωση του 1881 η Λάρισα οφείλεται αποκλειστικά στους Έλληνες κατοίκους της πόλης.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com