Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Το τζαμί του Ομέρ μπέη


Το τζαμί του Ομέρ μπέη. Φωτογραφία του 1901. Από το αρχείο της Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο τζαμί του Ομέρ μπέη. Φωτογραφία του 1901. Από το αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας
Η σημερινή εικόνα έχει μια μικρή ιστορία.
Πριν από είκοσι περίπου ημέρες από τα μέλη τη Φωτοθήκης Θωμά Κυριάκο και Αχιλλέα Καλτσά, οι οποίοι παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον τις ηλεκτρονικές δημοπρασίες φωτογραφιών από οίκους του εξωτερικού, εντοπίσθηκε στην Ιταλία φωτογραφία της Λάρισας του 1901, η οποία απεικόνιζε κάποιο τζαμί. Αντίγραφό του κοινοποιήθηκε στα υπόλοιπα μέλη και άμεσα έγινε η ταυτοποίησή της. Παριστάνει το τζαμί του Ομέρ μπέη, το παλαιότερο της Λάρισας, το οποίο είχε κατεδαφισθεί το 1907 και η μόνη απεικόνιση που είχαμε μέχρι τώρα ήταν από χαρακτικά ξένων περιηγητών του 19ου αιώνα (Stackelberg, Pouqueville, Wordsworth)[1]. Θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για μια πολύ σπάνια φωτογραφία και φυσικά ακολούθησαν οι διαδικασίες απόκτησής της.
Το τζαμί του Ομέρ μπέη[2] είχε κτισθεί το 1474. Στη διαθήκη του η οποία διασώθηκε διαβάζουμε χαρακτηριστικά: "…ο ηγεμονικώτατος, ο ισχυρός Χατζή Ομέρ Βέης, υιός του μακαρίτου Χατζή Τουρχάν Βέη, ακολουθών τούτους προς εκτέλεσιν των πέντε ωρών της προσευχής και προς εκπλήρωσιν του καθήκοντος της Παρασκευής, ιδρύσατο εν τη πόλει Λαρίσσης έν Τέμενος (τζιαμείον) και επέτρεψε την εκτέλεσιν των προσευχών. Το Τέμενος τούτο καθό πασίγνωστον, ού χρήζει προσδιορισμού ορίων"[3].
Ο Θεόδωρος Παλιούγκας, μελετητής της ιστορίας της Λάρισας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, το τοποθετεί στην περιοχή η οποία περικλείεται μεταξύ των σημερινών οδών Όγλ, Ολύμπου, Νίκης, Μαβίλη και Νιρβάνα. Ο χώρος αυτός βρίσκεται ένα τετράγωνο βόρεια από τις εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου, γύρω από την οδό Γαριβάλδη.
Έχουν εντοπισθεί ορισμένες αναφορές για το τζαμί του Ομέρ μπέη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Το 1668 ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί το χαρακτηρίζει σαν ένα ωραίο, μολυβδοσκέπαστο τζαμί, με πλούσια διακόσμηση και με υποδειγματικό, όσο και αξιοθαύμαστο μιναρέ[4]. Το 1817 ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισαίος αναφέρει ότι το τζαμί αυτό βρισκόταν κοντά στο ποτάμι, στο βόρειο τμήμα της Λάρισας και ότι κατείχε τα πρωτεία ανάμεσα στα οθωμανικά κτίσματα της πόλης.
Καθώς το τζαμί αυτό είχε υποστεί σημαντικές φθορές από τον χρόνο και οι Οθωμανοί που είχαν μείνει στη Λάρισα χρησιμοποιούσαν για τις προσευχές τους αποκλειστικά το Γενί τζαμί που τους είχε κτίσει η βασίλισσα Όλγα, το 1907, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατεδαφίσθηκε. Την ίδια περίπου εποχή (1908) κατεδαφίσθηκε και το άλλο μεγάλο τζαμί του Χασάν μπέη που βρισκόταν κοντά στη γέφυρα. Από τα πολλά τζαμιά που υπήρχαν στην πόλη κατά την περίοδο της απελευθέρωσης του 1881 (γύρω στα 25), αυτά τα δύο ήταν τα σπουδαιότερα της Λάρισας και τα μοναδικά τα οποία διέθεταν τρούλο.
Νότια του τεμένους του Ομέρ μπέη βρίσκονταν και δύο τουρμπέδες, ταφικά μνημεία επιφανών Οθωμανών, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε ήλθε η σειρά τους να κατεδαφισθούν και αυτά για να οικοδομηθεί η γύρω περιοχή.
Αρχιτεκτονικά το τζαμί είχε την μορφή μιας τετράγωνης αίθουσας, η οποία ήταν καλυμμένη με ημισφαιρικό τυφλό (δηλ. χωρίς παράθυρα) τρούλο. Μέσα στην αίθουσα αυτή υπήρχε εντοιχισμένη η κτητορική επιγραφή του τεμένους, η οποία μεταξύ των άλλων ανέγραφε ότι η κατασκευή του έγινε το έτος από Εγίρας 878 (τουρκική χρονολογία, η οποία αντιστοιχεί με το δικό μας έτος 1474 μ. Χ.). Εξωτερικά, στην βορειοδυτική γωνία της αίθουσας υψωνόταν κομψός μιναρές με διακοσμημένο εξώστη, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία, ο οποίος κατέληγε στη γνωστή οξεία κωνική απόληξη που έφεραν συνήθως οι μιναρέδες[5].
Η φωτογραφία αποτυπώνει τη νότια πλευρά όλου του κτιριακού συγκροτήματος και σύμφωνα με τα στοιχεία της, η λήψη έγινε το 1901. Στο πίσω μέρος διακρίνεται η αίθουσα προσευχής με τον τρούλο, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε ψηλό οκταγωνικό τύμπανο. Ο τρούλος ήταν καλυμμένος με μεγάλα φύλλα μολύβδου, όπως είναι σήμερα και οι τρούλοι των Καθολικών στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Σε μια γωνία, σε επαφή με την αίθουσα βρίσκεται ο μιναρές, του οποίου όμως απουσιάζει μεγάλο τμήμα από την κωνική απόληξή του. Η απώλεια αυτή έχει επισημανθεί και σε χαρακτικό του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Στη νότια πλευρά της αυλής του τεμένους διακρίνονται καθαρά οι δύο τουρμπέδες, διαφορετικού σχήματος ο καθένας και ολόκληρος ο χώρος του τεμένους απομονώνεται από τα γύρω κτίσματα με ψηλό τοίχο.
Μπροστά από το τζαμί αποτυπώνεται μια ισόγεια επιμήκης οικοδομή, η οποία αν και φαίνεται ότι κατοικείται, μοιάζει περισσότερο με μια σειρά μοναστικών κελιών. Ένα επιπλέον ενδιαφέρον της φωτογραφίας αποτελεί και η παρουσία στη φωτογραφία δύο φρακοφορεμένων ατόμων, οι οποίοι μάλιστα ποζάρουν στον φακό. Φαίνεται ότι είναι συνοδοί του ταξιδιώτη ο οποίος τράβηξε τη φωτογραφία. Έφθασαν στη Λάρισα και κατά την περιήγησή τους φωτογραφήθηκαν μπροστά από το τζαμί του Ομέρ μπέη.
----------------------------------------
[1]. Δύο παλιές φωτογραφίες της Λάρισας του 1900 περίπου, τραβηγμένες από τον Λόφο, έδειχναν το τζαμί του Ομέρ μπέη από πολύ μακριά και όχι ολόκληρο.
[2]. Ο Ομέρ μπέης ήταν γιος του Τούρκου κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, τον οποίο και διαδέχθηκε στη διοίκηση της Θεσσαλίας. Πέθανε το 1504 και διάδοχός του ορίσθηκε ο γιός του Χασάν μπέης, γνωστός από το ομώνυμο τζαμί που έκτισε στη δεξιά όχθη της γέφυρας.
[3]. Βλέπε την έκδοση των Γενικών Αρχείων του Κράτους - Αρχεία Νομού Λάρισας: Τα Αφιερωτήρια των Τουραχανιδών (Η ελληνική μετάφραση), έκδοση κειμένου-σχόλια Σταύρου Γουλούλη, Λάρισα (2003) σελ. 72-73.
[4]. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ.289-295.
[5]. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος, .ο. π., σελ. 293

* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η πλατεία Ανακτόρων

Μέρος της πλατείας Ανακτόρων και του κεντρικού τομέα της Λάρισας, όπως φαινόταν από τον μιναρέ του Γενί τζαμί. Επιστολικό δελτάριο αρ. 279 του Στέφανου Στουρνάρα. Πριν το 1910Μέρος της πλατείας Ανακτόρων και του κεντρικού τομέα της Λάρισας, όπως φαινόταν από τον μιναρέ του Γενί τζαμί. Επιστολικό δελτάριο αρ. 279 του Στέφανου Στουρνάρα. Πριν το 1910
Έχουμε αναφέρει σε πολλά σημειώματα ιστορικές πληροφορίες για τα βασιλικά ανάκτορα της Λάρισας και την γύρω περιοχή τους[1].
Τον Οκτώβριο του 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ήλθε στη Λάρισα για να γνωρίσει από κοντά την νεοπροσαρτηθείσα περιοχή της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο και διέμεινε στο κονάκι του Χουσνή μπέη, το οποίο και αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Αντιγράφω από το αυθεντικό πωλητήριο:
"…πωλεί την ενταύθα κειμένην οικίαν του αδελφού του Χουσνή Βέη μεθ' όλων των προαυλίων αυτής όσης εκτάσεως και αν είναι … συνωρευομένην δε Ανατολικώς με δημοσίαν οδόν, Μεσημβρινώς με μαγαζία του Χουσνή Βέη, Αρκτικώς με οικίας Δημητρίου Μισιρλή, βακούφικο και Αλεξίου Γεωργίου και χαβάς Ντουντού και λοιπών συνιδιοκτητών της και Δυτικώς με βακούφικον σπητότοπον…". Με την αγορά αυτή περιήλθε στην ιδιοκτησία του βασιλιά όχι μόνο το κονάκι, αλλά και ο χώρος που σήμερα περιλαμβάνεται περίπου μεταξύ των οδών Όγλ, Κύπρου, Ολύμπου και Νιρβάνα. Το κονάκι μετατράπηκε σε βασιλικό ανάκτορο, το οποίο βρισκόταν στο σημείο όπου τώρα στεγάζεται το κτίριο του Δημοτικού Ωδείου, ενώ η υπόλοιπη περιοχή ρυμοτομικά ήταν τελείως διαφορετική απ' ότι είναι σήμερα. Περιτριγυριζόταν από στενά σοκάκια και αδιαμόρφωτους χώρους, μέσα στους οποίους ξεχώριζε το παλάτι. Η βασίλισσα Όλγα μετακάλεσε κηπουρούς από την Αθήνα και σταδιακά δημιούργησε κήπους. Όπως διακρίνουμε σε ξένα χαρακτικά του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 [2], νότια του ανακτόρου απλωνόταν ένας μεγάλος αδιαμόρφωτος χώρος 3,5 στρεμμάτων περίπου.
Με την σταδιακή εφαρμογή του νέου σχεδίου πόλεως του 1883 κάποια στιγμή ο χώρος αυτός διχοτομήθηκε από την οδό Μακεδονίας (τη σημερινή Βενιζέλου) και το νότιο τμήμα του ονομάσθηκε "Πλατεία Ανακτόρων" από τη γειτνίασή της με το ανάκτορο του βασιλέα Γεωργίου Α΄, ενώ το μικρό αλσύλλιο που το περιέβαλλε ονομάσθηκε «Κήπος Ανακτόρων». Είναι ο χώρος που σήμερα έχει καθιερωθεί να ονομάζεται Πλατεία Αγίου Βησσαρίωνος, από τον ναΐσκο, που υπήρξε το παρεκκλήσιο των ανακτόρων και διατηρείται υπό άλλη αρχιτεκτονική μορφή μέχρι και σήμερα.
Περί το 1900 η πλατεία αυτή[3] ισοπεδώθηκε, τετραγωνίσθηκε, πεζοδρομήθηκε και όπως παρατηρούμε στη δημοσιευόμενη φωτογραφία η οποία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του βολιώτη φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα, διαμορφώθηκε σε πλατεία. Τα δένδρα της φυτεύθηκαν περιφερειακά σε διπλή σειρά και δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί, σημείο ότι είναι πρόσφατη η δενδροφύτευση, ενώ ο υπόλοιπος χώρος είναι ακάλυπτος. Στο κέντρο της πλατείας διακρίνεται ένας φανοστάτης. Το κατάστρωμα της πλατείας, όπως άλλωστε και όλοι οι δρόμοι της Λάρισας, δεν είχαν γνωρίσει ακόμη την πολυτέλεια της ασφάλτου. Σκέτο πατημένο χώμα, που με την ελαφρότερη πνοή του ανέμου η σκόνη διαχεόταν ενοχλητική στην ατμόσφαιρα. Οι καταστηματάρχες μάταια προσπαθούσαν να μετριάσουν το κακό, καταβρέχοντας το έδαφος με ποτιστήρια. Η λήψη της φωτογραφίας τοποθετείται χρονικά πριν το 1910[4] και έγινε από τον μιναρέ του Γενί τζαμί. Είναι μια ηλιόλουστη ημέρα και ορισμένα καταστήματα της οδού Αλεξάνδρας (Κύπρου σήμερα) έχουν βγάλει στην πλατεία τραπεζάκια και καρέκλες, η κίνηση όμως είναι αραιή, γιατί είναι μεσημεράκι. Η πλατεία Ανακτόρων δεν ήταν σαν την Κεντρική Πλατεία Θέμιδος (Μιχαήλ Σάπκα σήμερα), η οποία είχε κίνηση όλη την ημέρα και συγκέντρωνε τους κοσμικούς της παλιάς Λάρισας. Εδώ ήταν η πλατεία όπου συναντιόνταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έπειτα από τον ολοήμερο κάματο πήγαιναν εκεί για να ξεκουραστούν, πίνοντας το αναψυκτικό ή το τσιπουράκι τους και να κουβεντιάσουν επαγγελματικά ζητήματα ή επίκαιρα θέματα. Αν περνούσε κανείς τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, θα έβλεπε την πλατεία να σφύζει από ζωή.
Στο βάθος της φωτογραφίας αποτυπώνεται η κεντρική περιοχή της Λάρισας. Λόγω αποστάσεως διακρίνονται μόνον τα ψηλά και μεγάλα κτίρια. Από αριστερά τα αρχοντικά του Σκαλιώρα και του Παπασταύρου, το Ξενοδοχείο "Πανελλήνιον", το μέγαρο του Νικόδημου και η Εθνική Τράπεζα. Πιο μπροστά αριστερά διακρίνεται καθαρά το κονάκι του Κερμελί μπέη, ενώ η σειρά των ισόγειων συνεχόμενων καταστημάτων επί των οδών Κύπρου και Ολύμπου διατηρείται μέχρι και σήμερα, φυσικά με διαφορετική εξωτερική διακόσμηση.
Η πλατεία Ανακτόρων χρησίμευε αυτά τα χρόνια και ως τόπος λαϊκών συγκεντρώσεων κατά τις παραμονές βουλευτικών ή δημοτικών εκλογών. Συνήθως συγκεντρωνόταν σ' αυτήν οι οπαδοί του ενός κόμματος, ενώ στην κεντρική πλατεία του αντιπάλου κόμματος. Τις περισσότερες φορές οι οπαδοί των κομμάτων συμπλέκονταν μεταξύ τους, γιατί όπως γνωρίζουμε την εποχή εκείνη τα πνεύματα κατά την προεκλογική περίοδο ήταν εξημμένα. Γι' αυτό και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια απαγορευόταν η χρήση αλκοολούχων ποτών τις ημέρες των εκλογών.
Σε αυτή τη μορφή διατηρήθηκε η πλατεία Ανακτόρων μέχρι το 1922. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την μικρασιατική καταστροφή, άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα οι πρόσφυγες, οι οποίοι στεγάσθηκαν πρόχειρα σε τουρκόσπιτα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους τους ή και σε άλλα κτίσματα, δημόσια ή ιδιωτικά, που ήταν διαθέσιμα. Στη Λάρισα σχεδόν αμέσως προέκυψε και θέμα επαγγελματικής στέγης για τους πρόσφυγες. Ο Δήμος για να διευκολύνει την κατάσταση, παραχώρησε την πλατεία Ανακτόρων, όπου με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στήθηκαν παράγκες στις οποίες οι πρόσφυγες εγκατέστησαν τα πρόχειρα καταστήματά τους. Μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, καφενεία και άλλες μικροεπιχειρήσεις κάθε είδους ξεπρόβαλλαν ξαφνικά από ανθρώπους που προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Όμως η συσσώρευση των παραγκών είχε δημιουργήσει το αδιαχώρητο, η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη και οι χώροι υγιεινής απουσίαζαν. Τον χειμώνα οι λάσπες και η υγρασία επιβάρυναν την υγεία των επαγγελματιών και δυσχέραιναν την επίσκεψη των αγοραστών.
Η κατάσταση αυτή[5] κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, ως το 1932, οπότε ο τότε δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας αποφάσισε να εξαλείψει το άθλιο θέαμα των παραγκών και να κτίσει στον χώρο της πλατείας Δημοτική Αγορά. Στην απόφαση αυτή του δημάρχου αντέδρασαν οι περισσότεροι από τους καταστηματάρχες της πλατείας Ανακτόρων, αλλά και οι άλλοι της οδού Πανός (κρεοπωλεία, ψαράδικα), οι οποίοι έπρεπε υποχρεωτικά να μετακομίσουν στη Νέα Αγορά. Έπειτα από σκληρό αγώνα και με την βοήθεια του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ο Σάπκας κατόρθωσε να κτίσει τελικά την Δημοτική Αγορά και να τη θέσει σε λειτουργία το 1933.
Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία της Πλατείας Ανακτόρων, την οποία ούτε κατ' όνομα πιστεύω ότι έχουν ακούσει οι νεότεροι Λαρισαίοι.
------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Βασιλικό Ανάκτορο της Λάρισας. Από τις «Αναμνήσεις» του Μιχαήλ Σάπκα, εφ. "Ελευθερία" Λάρισας, φύλλο της 5ης Νοεμβρίου 2014.
[2]. Βλέπε χαρακτικό στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde Illustrée» των Παρισίων, στο φύλλο της 17ης Απριλίου 1897. Το χαρακτικό αυτό προέρχεται από αντιγραφή φωτογραφίας του Γάλλου δημοσιογράφου Henri Turot και η αξιοπιστία του δεν αμφισβητείται.
[3]. Στην πλατεία αυτή έχουν δοθεί μέχρι σήμερα διάφορες ονομασίες. Επί τουρκοκρατίας είχε το όνομα πλατεία Ντερβίς μπέη. Το 1881, έπειτα από την μετατροπή σε ανάκτορα της οικίας του Χουσνή μπέη, μετονομάσθηκε σε πλατεία Ανακτόρων, ονομασία την οποία διατήρησε μέχρι το 1933, όταν έγιναν τα εγκαίνια της Δημοτικής αγοράς. Μετά την κατεδάφισή της το 1978 ονομάσθηκε πλατεία Λαού και σήμερα πήρε το όνομα του δημάρχου Αγαμέμνονα Μπλάνα.
[4]. Η χρονολογία αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Από τα κτίρια της Κεντρικής πλατείας τα οποία διακρίνονται στο βάθος της φωτογραφίας, το τριώροφο ξενοδοχείο "Πανελλήνιον" που κτίσθηκε το 1908 υπάρχει, ενώ το μέγαρο του Νικολάου Καρανίκα που είχε κτισθεί το 1910 δεν αποτυπώνεται. Άρα η λήψη της φωτογραφίας έγινε μεταξύ των ετών 1908 και 1910. Αυτός συνήθως είναι ο τρόπος που γίνεται η χρονολογική ταυτοποίηση των φωτογραφιών από την ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας.
[5]. Φωτογραφία της επαγγελματικής παραγκούπολης που στήθηκε στην πλατεία Ανακτόρων αυτά τα χρόνια δεν κατόρθωσα μέχρι σήμερα να εντοπίσω. Αν κάποιος από τους αναγνώστες της στήλης έχει κάποια υπόψη του, ας επικοινωνήσει μαζί μου (2410-287450 και 6951-004232).

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Επαμεινώνδας Φαρμακίδης

Ο ιστορικός της Λάρισας


Επαμεινώνδας Φαρμακίδης (1861-1928)Επαμεινώνδας Φαρμακίδης (1861-1928)
Τα τελευταία διακόσια χρόνια, από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμα, η Λάρισα είχε την τύχη να αναδείξει σπουδαίες προσωπικότητες σε πολλούς τομείς. Δεν υστέρησε λοιπόν και σε σπουδαίους ιστορικούς.
-Ο Κωνσταντίνος Κούμας στη δωδεκάτομη «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων», τοποθέτησε τη μακραίωνη ιστορία της Λάρισας σε σωστές βάσεις, ανασύροντάς την από την πολύχρονη αφάνεια.
-Ο Ιωάννης Οικονόμος ο Λογιώτατος στην «Ιστορική τοπογραφία ενός μέρους της Θεσσαλίας, 1817», προσπάθησε επιγραμματικά, μέσα από την τοπογραφική περιγραφή της Λάρισας, να δώσει ορισμένες πτυχές της ιστορικής διαδρομής της.
-Ο Δημήτριος Χατζηγιάννης, εκτός από επιφανής δικηγόρος και πολιτικός υπήρξε και ευρυμαθής ιστοριοδίφης. Σε αρκετές διαλέξεις και δημοσιεύματα, φώτισε πολλές σκοτεινές περιόδους της ιστορίας της Λάρισας.
-Ο Θεόδωρος Αξενίδης στο δίτομο έργο του «Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Θεσσαλία», επικέντρωσε την έρευνά του σε μια ιστορική περίοδο ακμής για την πόλη. Ήταν ένας χαρισματικός ιστορικός ερευνητής, ο οποίος όμως δεν ολοκλήρωσε το ιστορικό του έργο γιατί πέθανε μόλις άρχιζε την ακαδημαϊκή του καριέρα.
-Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν στην πόλη μας αρκετοί ιστορικοί μελετητές, με επιφανέστερο τον Κώστα Σπανό, ο οποίος με την έκδοση του "Θεσσαλικού Ημερολογίου" προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά της θεσσαλικής ιστορίας.
-Όμως ο τίτλος του κατ’ εξοχήν ιστορικού της Λάρισας αρμόζει μόνον στον Επαμεινώνδα Φαρμακίδη. Το έργο που τον ανέδειξε φέρει τον τίτλο «Η ΛΑΡΙΣΑ. Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881). Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη». Η πρώτη έκδοση είχε πραγματοποιηθεί το 1926 στο Βόλο, από τα καλλιτεχνικά τυπογραφεία του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου. Το 2001, και επειδή από χρόνια είχε εξαντληθεί, οι υπεύθυνοι του βιβλιοπωλείου ΓΝΩΣΗ προέβησαν στην επανέκδοσή του, συνεργαζόμενοι με τον Κώστα Σπανό. Στο έργο του αυτό ο Φαρμακίδης αναφέρεται σε όλες τις ιστορικές περιόδους, από τους μυθολογικούς χρόνους μέχρι την προσάρτησή της το 1881 στην Ελλάδα. Η αξία του, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις, παραμένει διαχρονική[1].. Αν σε κάποια γεγονότα είναι πιο λεπτομερής, το κάνει επειδή τα θεωρεί σημαντικά και επειδή οι πηγές του είναι πλούσιες. Από το περιεχόμενο του βιβλίου του φαίνεται ότι ο Φαρμακίδης ασχολήθηκε επί χρόνια, αναδιφώντας το ιστορικό παρελθόν της Λάρισας με επιστημονική συνέπεια και σχολαστικότητα. Είχε την τύχη να είναι κάτοχος ενός σημαντικού αρχείου χειρογράφων και να μελετήσει πλούσιο πρωτογενές ιστορικό υλικό που διέθεταν στην εποχή του πολλές ιστορικές οικογένειες της Λάρισας (Χαριλάου Λογιωτάτου, Αχιλλέως Αστεριάδη, Γεωργίου Σακελλαρίδη, και άλλων). Ανέτρεξε επίσης σε παλιούς κώδικες και συγγράμματα, μελέτησε επιγραφές, χειρόγραφα, ενθυμίσεις, επιστολές, χάρτες, χαρακτικά, σχέδια και φωτογραφίες, κατέγραψε προφορικές παραδόσεις και στάθμισε αντικρουόμενες απόψεις, με κριτήρια έμπειρου ιστορικού. Κωδικοποίησε όλες τις υπάρχουσες γνώσεις γύρω από την ιστορία της Λάρισας μέχρι το 1881 με τέτοια ικανότητα, ώστε ακόμα και σήμερα, 91 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, όλοι οι ιστορικοί ερευνητές να προστρέχουν σ’ αυτό για να αντλήσουν πληροφορίες. Παράλληλα με την επαγγελματική καθημερινότητα ως συμβολαιογράφου, εύρισκε τον χρόνο να αντιγράφει κώδικες, χωρίς να έχει γνώσεις παλαιογραφίας, να συνθέτει γεγονότα αντιπαραβάλλοντας ιστορικές πραγματείες και να ερευνά σε βάθος[2].
Ήταν ταπεινός. Είχε επίγνωση της ερασιτεχνικής του προσπάθειας, γι’ αυτό και γράφει σχετικά στον πρόλογο του βιβλίου του: «…συναρμολογήσας τα διάφορα στοιχεία, άτινα εκ των διαφόρων μελετών μου απεκόμισα, προβαίνω εις την δημοσίευσιν της μελέτης ταύτης, με την ελπίδα ότι άλλοι, ειδικώτεροι εμού, θα συμπληρώσωσι και θα βελτιώσωσι ταύτην, αντλούντες νέα στοιχεία εκ πηγών, τας οποίας εγώ δι’ οιονδήποτε λόγον δεν ηδυνήθην να έχω υπ’ όψει»[3].
Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1861. Ο πατέρας του Γεώργιος Φαρμακίδης ήταν εμποροτραπεζίτης, και το 1883 είχε διατελέσει για λίγο αστυνόμος της Λάρισας. Υποστήριξε ενεργά στην αποτυχημένη επανάσταση της Θεσσαλίας του 1878. Μητέρα του ήταν η Μαριγώ Λεονάρδου, μοναχοκόρη του Ιωάννη Λεονάρδου, ιατρού από τα Αμπελάκια και συγγραφέα του βιβλίου «Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία», η επανέκδοση του οποίου έγινε το 1992 από τις εκδόσεις "Θετταλός".
Mαθήτευσε στα ελληνικά σχολεία της τουρκοκρατούμενης Λάρισας και εν συνεχεία σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών, παρ' όλο που η γενέτειρά του είχε πλέον ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια, προτίμησε να διορισθεί γραμματέας στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου, όπου και παρέμεινε επί μία και πλέον δεκαετία. Εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε τη σύντροφο της ζωής του Βασιλική, γεννημένη στο Ναύπλιο το 1866. Στις αρχές του 1897 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου όμως σε λίγους μήνες τον πρόλαβαν τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να την εγκαταλείψει και πάλι και να καταφύγει προσωρινά στην Αθήνα, όπου έπειτα από εξετάσεις απέκτησε την άδεια του συμβολαιογράφου. Μετά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων το 1898 επανέκαμψε οριστικά στη Λάρισα, όπου άρχισε να εργάζεται ως συμβολαιογράφος. Στις 20 Οκτωβρίου του 1927 απεβίωσε η σύζυγός του Βασιλική και τρεις μήνες αργότερα την ακολούθησε και ο ίδιος, έπειτα από αιφνίδια καρδιακή ανακοπή που υπέστη στις 3 Ιανουαρίου 1928, σε ηλικία 67 ετών. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου του, απέκτησε εννέα τέκνα, αλλά μόνον μία κόρη του η Μαρίκα (1896-1975) κατόρθωσε να ενηλικιωθεί, ενώ τα υπόλοιπα χάνονταν από διάφορες αιτίες σε νεαρή ηλικία. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο της Λάρισας και παντρεύτηκε τον Νικόλαο Αυγουστίνο. Μετά τον θάνατο του τελευταίου στις 16 Μαρτίου 1926, παντρεύτηκε τον Κώστα Χριστοδουλόπουλο[4].
Το βιβλίο του «Η ΛΑΡΙΣΑ» είναι το μοναδικό ιστορικό έργο του Φαρμακίδη. Δεν έχει εντοπισθεί κανένα άλλο έργο ή ιστορική μελέτη του, δημοσιευμένη ή ανέκδοτη. Είναι το μοναδικό του, αλλά είναι και μοναδικό, γιατί η ιστορία της Λάρισας είναι τόσο πλούσια και τόσο μακραίωνη, ώστε κανένας συνεπής ιστορικός μέχρι σήμερα, δεν αισθάνθηκε ικανός να γράψει μια νέα ιστορία αυτής της πόλης.
Με τον θάνατό του το 1928, η μνήμη του Φαρμακίδη σταδιακά έσβηνε και η γενέθλια πόλη όλο αυτό το διάστημα τον αγνόησε. Όμως μεταπολεμικά, με την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, ο Μορφωτικός Εκδρομικός Σύνδεσμος “Αριστεύς”, με πρωτοβουλία του προέδρου του Δημητρίου Παλιούρα, είχε την έμπνευση να τελέσει την Κυριακή 22 Απριλίου 1962 στο κινηματοθέατρο «Διονύσια» το πνευματικό του μνημόσυνο, με ομιλητή τον δημοσιογράφο και ιστορικό Βάσο Καλογιάννη, ο οποίος αναφέρθηκε στο έργο και την προσωπικότητα του Φαρμακίδη. Με τις ενέργειες εξάλλου των ίδιων, λίγα χρόνια αργότερα, στήθηκε η προτομή του στο άλσος του Αλκαζάρ. Και σήμερα, όσοι εκτιμούμε το έργο του, περιμένουμε την αυτονόητη πρωτοβουλία του Δήμου Λαρισαίων, να δώσει σε κάποια οδό, το όνομα του ιστορικού της πόλης, του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη, μια που η υπάρχουσα οδός Φαρμακίδη, τιμά τη μνήμη του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη, από τη γειτονική Νίκαια. Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι ανάμεσα στον Θεόκλητο και τον Επαμεινώνδα Φαρμακίδη δεν υπήρχε καμία συγγένεια.
Αυτός ήταν ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης. Δημιούργησε ένα σπουδαίο ιστορικό έργο, το βιβλίο του «Η ΛΑΡΙΣΑ», το οποίο θα ζει διαχρονικά πέρα από τους φυσικούς νόμους και θα διατηρεί το όνομα του δημιουργού του σε μια διαρκή επικαιρότητα.
 [1]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Επαμεινώνδας Φαρμακίδης (1861-1928). Συμβολαιογράφος και ιστορικός της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία" Λάρισας, φύλλο της 18ης Ιουνίου 2017.
[2]. Βλέπε: Καλογιάννης Βάσος, Επαμεινώνδας Φαρμακίδης. Ο ιστορικός της Λάρισας και η εποχή του (1862-1928), Λάρισα (1962).
[3]. Βλέπε: Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881). Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη, Βόλος (1926) σελ. 5.
[4]. Βλέπε: Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη. Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2001) σελ. 9-10.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΟΒΙΚ

Σημερινά υπολείμματα του κατεδαφισμένου αρχοντικού

Αξιωματικοί έξω από την κύρια είσοδο του αρχοντικού του Στεφάνοβικ. Ιούλιος 1912.Αξιωματικοί έξω από την κύρια είσοδο του αρχοντικού του Στεφάνοβικ. Ιούλιος 1912.
Οι περισσότεροι Λαρισαίοι, οι οποίοι διασχίζουν σήμερα την οδό της 28ης Οκτωβρίου στο σημείο όπου συναντά την αρχή της οδού Παπακυριαζή, δεν γνωρίζουν ότι στη γωνία αυτή υπήρχε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το αρχοντικό του Στεφάνοβικ.
Απλώς σήμερα στη θέση αυτή αντικρίζουν ένα μεγάλο γωνιακό οικόπεδο, στο οποίο μέχρι πριν λίγα χρόνια στεγαζόταν το στρατιωτικό πρατήριο και το οδοντιατρείο.
Για το αρχοντικό του Στεφάνοβικ μιλήσαμε και άλλη φορά[1]. Ήταν ένα από τα ωραιότερα κτίσματα τα οποία στόλιζαν από τα τέλη του 19ου αιώνα τη Λάρισα και σήμερα δεν υπάρχει πια. Όπως αναφέραμε, βρισκόταν στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου (προπολεμικά ονομαζόταν Κοραή) και η κύρια είσοδος και η πρόσοψή του κοιτούσε προς την Παπακυριαζή. Ο ιδιοκτήτης του Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης ήταν ένας πλούσιος Έλληνας τραπεζίτης από την Κωνσταντινούπολη. Λίγους μήνες πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο αγόρασε από Οθωμανούς γαιοκτήμονες τεράστιες αγροτικές εκτάσεις (περίπου 600.000 στρέμματα) στην περιοχή του θεσσαλικού κάμπου. Ήταν η περίοδος κατά την οποία πολλοί Οθωμανοί διαισθανόμενοι την μελλοντική αβεβαιότητα των τεράστιων ακίνητων εκτάσεων που διέθεταν, παρά την βεβαιότητα μόνιμης κατοχής των που τους παρείχε η Συνθήκη του Βερολίνου, άρχισαν να τα πωλούν σε πλούσιους Έλληνες. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης (1842-1901). Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο μικρότερος από τους τρεις επιζήσαντες γιους του Ζαννή Στεφάνοβικ-Σκυλίτση (Χίος 1806-Κωνσταντινούπολη 1886)[2]. Εκπρόσωπο και διευθυντή της απέραντης κτηματικής περιουσίας του στη Θεσσαλία (τσιφλίκια) όρισε τον Κωνσταντίνο Αναστασιάδη, ο οποίος έμενε στη Λάρισα. Με την παρότρυνση του αφεντικού του Παύλου Στεφάνοβικ, ο Αναστασιάδης βοήθησε στην κατασκευή μιας πολυτελέστατης έπαυλης στη Λάρισα για τον πλούσιο τραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης . Ο Αναστασιάδης ήταν ένας καλόκαρδος, ευγενικός, ευφυής και εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για τα τοπικά ζητήματα, πολιτεύθηκε, και το 1896, έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατο του δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου, τον διαδέχθηκε στη δημαρχία. Η θητεία του όμως υπήρξε σύντομη, μέχρι τον Απρίλιο του 1897 όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν προσωρινά τη Λάρισα και εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη.
Το αρχοντικό του Στεφάνοβικ ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο και αρχιτεκτονικά ακολουθούσε τα νεοκλασικά πρότυπα των επιβλητικών κτισμάτων της ελληνικής πρωτεύουσας. Εκείνο που το διαφοροποιούσε από τα άλλα αρχοντικά της Λάρισας ήταν ότι στο κέντρο της στέγης στην πρόσοψη, πρόβαλε κομψό υπερώο με περίτεχνο εξώστη. Επειδή ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού Παύλος Στεφάνοβικ έμεινε σ' αυτό μόνον για λίγες ημέρες το 1901, και μετά λίγους μήνες απεβίωσε, έγινε κατόπιν προσωρινή κατοικία του διαδόχου Κωνσταντίνου κάθε φορά που βρισκόταν στη Λάρισα. Αυτό συνέβαινε κυρίως Σεπτέμβριο με Οκτώβριο κάθε χρόνο, όταν γίνονταν τα μεγάλα γυμνάσια του ελληνικού στρατού στην περιοχή μας. Όταν το 1913, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη έγινε βασιλιάς, στο κτίριο Στεφάνοβικ στεγάσθηκαν μέχρι το 1925 τα γραφεία της Ιης Μεραρχίας. Τη χρονολογία αυτή, με την εγκατάσταση στη Λάρισα του Β΄ Σώματος Στρατού, μετακόμισαν όλες οι στρατιωτικές υπηρεσίες στο αρχοντικό Σκαλιώρα όπου είχε στεγασθεί το Β’ Σώμα Στρατού.
Τα επόμενα χρόνια το αρχοντικό Στεφάνοβικ φιλοξένησε κατά καιρούς εκτός από στρατιωτικές υπηρεσίες και διάφορα δικαστικά καταστήματα. Από τις συμφορές του 1941 που έπληξαν τη Λάρισα επιβίωσε οικοδομικά με κάποια τραύματα που επουλώθηκαν εύκολα. Μεταπολεμικά αφού στέγασε και πάλι κάποιες στρατιωτικές υπηρεσίες, μετά τον σεισμό που έγινε το 1954, κατέστη ακατοίκητο, κατεδαφίσθηκε και έμεινε ο σημερινός ανεκμετάλλευτος χώρος.
Από το παλιό αρχοντικό μπορεί να εντοπίσει κανείς σήμερα άθικτα τα κάγκελα του περιτοιχίσματος της αυλής, μέσα στην οποία υψωνόταν το κτίριο. Το σημερινό μας κείμενο συνοδεύεται από δύο φωτογραφίες παράλληλα τοποθετημένες. Η παλαιότερη είναι του 1912 και η νεότερη του 2015. Στην πρώτη διακρίνεται η εξωτερική κύρια είσοδος επί της οδού Παπακυριαζή. Η σιδερένια πόρτα είναι ανοικτή, αλλά απεικονίζεται το σιδερένιο επιστέγασμά της, καθώς και μέρος του μεταλλικού κιγκλιδώματος του περιτοιχίσματος. Στη δεύτερη σύγχρονη φωτογραφία έχει αποτυπωθεί η βοηθητική πόρτα (το παραπόρτι όπως λεγόταν), η οποία σώζεται μέχρι σήμερα με σημαντικές φθορές και βρίσκεται επί της 28ης Οκτωβρίου. Είναι πανομοιότυπη με την κύρια είσοδο σε σχέδιο, αλλά διαφέρει ως προς το μέγεθος, καθώς είναι μικρότερη σε πλάτος και ύψος. Το σχέδιο των μεταλλικών κιγκλιδωμάτων παραμένει το ίδιο μέχρι και σήμερα και στις δύο ελεύθερες πλευρές του οικοπέδου, νότια και ανατολική. Αν γινόταν κάποια στοιχειώδης συντήρησή τους και δεν υπήρχε μια ανιστόρητη εγκατάλειψη, θα έπαιρνε κανείς μια γεύση της καλαισθησίας που διέθεταν οι παλιοί κατασκευαστές και ιδιοκτήτες των κτιρίων της παλιάς Λάρισας. Προτρέπω τους αναγνώστες που μέχρι σήμερα περνούσαν αδιάφορα από την περιοχή αυτή, να σταθούν για λίγο και να προσέξουν την πόρτα και το κιγκλίδωμα, τα οποία διατηρούνται όπως κατασκευάστηκαν εδώ και 130 χρόνια περίπου. Δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε ως σπουδαία έργα τέχνης, όμως αποτελούν τα μόνα στοιχεία που διατηρήθηκαν από το θαυμάσιο αρχοντικό του Παύλου Στεφάνοβικ, το οποίο σήμερα το γνωρίζουμε μόνον από φωτογραφίες.
---------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Αρχοντικό Στεφάνοβικ, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 11ης Μαρτίου 2015.
[2]. Ο Ζαννής Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης ήταν Έλληνας τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης. Υπήρξε ο ιδρυτής του εμπορικού οίκου Στεφάνοβικ-Σκυλίτζη στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αναδείχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους, με δράση από το Λονδίνο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Ζαννής απέκτησε οκτώ παιδιά από τα οποία επιβίωσαν μόνον τρία αγόρια, τα οποία και τον διαδέχθηκαν. Ο Δημήτριος (1839-1893), ο Ιωάννης (1840-1908) και ο Παύλος (1842-1901).

* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Για τη Λάρισα


Για τη Λάρισα
Κατά τους ιστορικούς η Λάρισα ιδρύθηκε πριν από 6.000 περίπου χρόνια. Κατά τους αρχαιολόγους στον χώρο της Λάρισας κατοικούσαν άνθρωποι από την παλαιολιθική ακόμα εποχή, δηλαδή πριν από 50.000 ίσως και περισσότερα χρόνια.
Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριος Θεοχάρης, διευθυντής πριν της Εφορίας Αρχαιοτήτων Βόλου με δικαιοδοσία και στην άλλη Θεσσαλία, σε συζητήσεις μας έλεγε ότι «ο λόφος του Φρουρίου της Λάρισας δεν αποτελεί φυσική γεωλογική έξαρση, αλλά έργο ανθρωπίνων χεριών». Κατά τον ίδιο, ενδεχομένως να κατοικούσαν άνθρωποι και κοντά στον Πηνειό της Λάρισας στην Παλαιολιθική Εποχή, πριν από τουλάχιστον 50.000 χρόνια. Οι αρχαιολόγοι, κατέληξε ο Θεοχάρης, ζητούσαν να γίνουν ανασκαφές στο Φρούριο, αλλά οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έδιναν άδεια. Και μένει το ερώτημα: Το Φρούριο της Λάρισας αποτελεί φυσική γεωλογική έξαρση ή έργο ανθρωπίνων χεριών;
Στο διεθνές συνέδριο αρχαιολόγων στα Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, με εισήγηση της Εφόρου Παλαιοανθρωπολογίας Κατερίνας Κυπαρίσση, που ενήργησε επί 12 χρόνια ανασκαφές στο Σπήλαιο Θεόπετρας Καλαμπάκας, διαπιστώθηκε ότι σε αυτό το Σπήλαιο ζούσαν άνθρωποι πριν 130.000 χρόνια. Φυσικά, άνθρωποι δεν θα κατοικούσαν τότε μόνο στο Σπήλαιο αυτό, αλλά και σε άλλες θέσεις της Θεσσαλίας και της Ελλάδας φυσικά.
 Με το πέρασμα αιώνων στη Λάρισα διαμορφώθηκε καθεστώς αρχόντων που δέσποζαν στους κατοίκους του κάμπου, στους γνωστούς πενέστες. Η ονομασία τους προήλθε ασφαλώς από την φτώχεια τους, αν και καλλιεργούσαν εύφορο κάμπο. Παρόμοια περίπου καθεστώτα επικρατούσαν τότε και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας τα οποία η δημοκρατική Αθήνα τα χαρακτήριζε τυραννικά και απόφευγε σχέσεις μαζί τους.
 Οι τότε άρχοντες της Λάρισας διακινούσαν την πλούσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων που παρήγαγαν οι πενέστες, και τα διέθεταν σε περιοχές που είχαν ανάγκες, όπως κάποια νησιά του Αιγαίου, παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Τροία κ.ά. Έτσι, η Λάρισα με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων συνήψε οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με νησιά και κυρίως με την Τροία, με κατάληξη να μετάσχει στο πλευρό της Τροίας στον Ιστορικό Τρωϊκό Πόλεμο. Η μεταφορά αγροτικών προϊόντων από τη Λάρισα γινόταν κατά τον καθηγητή αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Μιλόϊτσις με πλοία που έπλεαν στον Πηνειό και την θάλασσα.
Στους λόφους
Ας περάσουμε στη σύγχρονη εποχή. Το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τη Λάρισα καταστραμμένη στο μεγαλύτερο μέρος της από τον σεισμό του 1941 και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, Ιταλίας και Γερμανίας. Μετά την απελευθέρωση το 1944, ομάδα επιστημόνων, με πρωτοστατούντα τον γιατρό και βουλευτή κατόπιν Νίκο Ράφτη, έριξε την ιδέα ανοικοδόμησης της νέας Λάρισας στους λόφους του Μεζούρλου, ώστε να ζουν οι Λαρισινοί σε υγιεινότερο περιβάλλον. Για την ανοικοδόμηση νέας πόλης απαιτούνταν σημαντικά χρηματικά ποσά. Οι τότε κυβερνήσεις ούτε είχαν ούτε ήθελαν να τα διαθέσουν. Σε συνέδριο Λαρισινών στην αίθουσα του κινηματογράφου Ολύμπια, ρίχθηκε η ιδέα να την αναλάβουν οι ίδιοι οι κάτοικοι με τη σύσταση ειδικού Οικοδομικού Συνεταιρισμού, στον οποίο θα μετείχαν οι ιδιοκτήτες ανάλογα με την ιδιοκτησία οικοπέδου καθενός, όπως είχαν κάνει κάτοικοι Μακεδονικής πόλης. Επακολούθησαν συζητήσεις, αλλά ούτε η σύσταση οικοδομικού συνεταιρισμού προχωρούσε, ούτε χρηματικά ποσά υπήρχαν. Οι στεγαστικές, όμως, ανάγκες των κατοίκων επέβαλαν να προχωρήσουν σε επισκευές και σε ανεγέρσεις νέων σπιτιών. Και η ιδέα μεταφοράς της πόλης ξεχάστηκε.
Επαναφέρθηκε, όμως, στο προσκήνιο όταν παραχωρήθηκε στον Δήμο Λάρισας η έκταση του Ακ Σαράϊ. Ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για ρυμοτομικό σχέδιο στην περιοχή του. Από τα υποβληθέντα σχέδια ξεχώρισαν δύο. Το ένα σχεδίασε σύγχρονο προάστιο με δρόμους φαρδείς, πάρκα, πλατείες κλπ, με την προοπτική να αποτελέσει και την βάση για ανάπτυξη άλλων συνοικιών της Λάρισας προς τους γειτονικούς λόφους. Το άλλο σχέδιο χάραζε δρόμους στενούς. Ατυχώς το τότε Δημοτικό Συμβούλιο προτίμησε αυτό το σχέδιο, και αυτό τελικά εφαρμόσθηκε. Ο Δήμος δικαιολόγησε την προτίμησή του για το ρυμοτομικό αυτό σχέδιο με το ότι δημιουργούσε 500 περίπου οικόπεδα, τα οποία δώρισε σε όσους πολίτες κρίθηκαν δικαιούχοι. Το άλλο ρυμοτομικό σχέδιο δημιουργούσε λιγότερα οικόπεδα και συνεπώς ο Δήμος θα ικανοποιούσε λιγότερους ψηφοφόρους. Τελικά η επέκταση της πόλης προς τους λόφους έκλεισε. Και τώρα η Λάρισα ενταφιάζει στους λόφους τους νεκρούς της και αφήνει τους ζώντες στο γούπατο αυτών των λόφων.
Μεγάλωσε
 Η Λάρισα προπολεμικά είχε 30 χιλιάδες περίπου κατοίκους, ενώ στην Κατοχή είχε 34 χιλιάδες δελτία τροφίμων. Η πόλη διέθετε αρκετούς τόπους αναψυχής. Το Αλκαζάρ. αγαπητός τόπος περιπάτου των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης, αποτελούσε διεθνές σημείο αναφοράς της Λάρισας. Με την προτομή δεξιά της εισόδου του Κρυστάλλη πάνω σε φτερά αετού, σύμβολο του ποιήματός του να τον πάρει ο αετός και να τον πάει στα βουνά «τι θα με φάει ο κάμπος». Τον μεγάλο ανθόκηπο αριστερά, με το συνεχόμενο δασύλλιο, έργα του γεωπόνου Γιάννη Κατσίγρα, πατέρα του ονομαστού χειρουργού Γιώργου Κατσίγρα. Το Φρούριο αποτελούσε επίσης αγαπητό τόπο αναψυχής. Από την κορφή του ατένιζε ο επισκέπτης τον Όλυμπο, τον Κίσαβο και το Μαυροβούνι, μπροστά του απλωνόταν ο ατέλειωτος καταπράσινος κάμπος, που ξεκούραζε τα μάτια, ενώ απέναντι διαγραφόταν η οροσειρά των Αγράφων, Τρίτος πόλος αναψυχής ήταν το δασύλλιο πεύκων της Αβερώφειου Γεωργικής Σχολής, που το δεντροφύτευσε επίσης ο Γιάννης Κατσίγρας, τότε καθηγητής της. Εκτός από τους περιπατητές στο δασύλλιο πήγαιναν φιλικές ή οικογενειακές παρέες με τρόφιμα για μικρή διασκέδαση, ενώ στις Αποκριές και σε άλλες γιορτές πλημμύριζε από κατοίκους που πήγαιναν για να γλεντήσουν με κλαρίνα και άλλα όργανα. Στις Αποκριές πολλοί κάτοικοι γλεντούσαν και στην Τούμπα, νότια της πόλης.
 Τη Λάρισα με 35.000 περίπου κατοίκους και με λίγα τότε τροχοφόρα, φαίνεται να την εξυπηρετούσε το τότε ρυμοτομικό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό σχετιζόταν και με εκείνο που είχε συνταχθεί στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και το είχε αναρτημένο σε κάδρο στο γραφείο του ο Φίλιππος Χαύδας.
 Την υπάρχουσα τώρα αναρχία στις ελληνικές πόλεις, μαζί και της Λάρισας, την δημιούργησε η στρεβλή οικονομική κατεύθυνση που εφάρμοσαν τα κυβερνήσαντα κόμματα. Με την στρεβλή κατεύθυνση της οικονομίας και ειδικότερα με την αντιαγροτική πολιτική τους τα κυβερνώντα κόμματα ανάγκασαν τους αγρότες να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο σε βαθμό ερήμωσής της, να γίνουν μετανάστες μέσα στη πατρίδα τους, και να καταφεύγουν σε πόλεις της χώρας, κυρίως στην Αθήνα, με συνέπεια να αυξάνεται ο πληθυσμός τους με ρυθμούς ραγδαίους. Στη Λάρισα οι 35.000 κάτοικοι έγιναν 150.000 ίσως και περισσότεροι, δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς στις απογραφές πηγαίνουν και γράφονται στα χωριά τους. Έτσι, η Λάρισα απόκτησε συνοικίες με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, που ενθυμίζουν, όμως, μαχαλάδες με σοκάκια.
Το Ποτάμι
 Για να προστατεύεται η πόλη από πλημμύρες του Πηνειού σε περιπτώσεις βροχών, είχε διανοιχθεί προ αιώνων ένα περιφερειακό κανάλι, ο Κολούρ Ντου, με το οποίο παροχετευόταν νερά του ποταμού από τη συνοικία Σάλια προς νότο και περιφερειακά και έπεφταν πάλι στον Πηνειό στη περιοχή της Ν. Σμύρνης. Με την εκτέλεση των αντιπλημμυρικών έργων και τη διάνοιξη νέας κοίτης για τον Πηνειό ο Κολούρ Ντου αχρηστεύθηκε. Ο Δήμος τον μπάζωσε και έγινε η λεωφόρος Καραθάνου και σε συνέχειά της η λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου, που έδωσαν μια ανάσα στην κυκλοφορία, πεζών και οχημάτων.
Για να προστατεύεται η Λάρισα από πλημμύρες σε περιπτώσεις ραγδαίων βροχοπτώσεων διάνοιξαν νέα ευρύτερη κοίτη και ευθεία ώστε να κυλούν τα νερά γρήγορα προς τη θάλασσα. Ο Πηνειός είχε συνδεθεί από πολύ παλιά με την πόλη και αναφερόταν «το ποτάμι Πηνειός της Λάρισας, τώρα που περνούσε μέσα από τη Λάρισα με τις στροφές κλπ. έμεινε με λίγο νερό σαν ρέμα και άρχισε να μπαζώνεται. Οι μηχανικοί πρότειναν να μπαζωθεί όλη η παλιά κοίτη για να γίνει μια νέα λεωφόρος, όπως έγινε στον Κολούρ Ντου, και να αποτελέσει τον άξονα γύρω από τον οποίο να αναπτυχθεί και η πόλη. Ο Δήμος δεν το θέλησε και επιμένει να ξαναγυρίσει ο Πηνειός για να περνά από την πόλη. Αλλά το νερό πάει όπου θέλει και δεν ξαναγυρίζει. Ο Δήμος επιμένει να ξαναφέρει το ποτάμι ή ένα μέρος του με τις στροφές κλπ., που οι κάτοικοι των συνοικιών ούτε το βλέπουν ούτε και ενδιαφέρονται τι θα γίνει με το ποτάμι.
Πολιτισμός
 Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το θέατρο. Ενδεικτικό είναι ότι όλες σχεδόν οι πόλεις έφτιαξαν θέατρα. Η Λάρισα έφτιαξε δυο. Το πρώτο ήταν σε ελαφριά κλίση του εδάφους κοντά στη συνοικία Σάλια, με διαζώματα επί του εδάφους. Το δεύτερο με μάρμαρα στη νότια πλευρά του Φρουρίου ήταν από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, Είχε μαρμάρινα διαζώματα με θέσεις για 10.000 θεατές. Και έδειχνε τον πλούτο και την αρχοντιά της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου αυτού αποκαλύφθηκε. Γίνονται προσπάθειες για να αποκαλυφθεί και το εναπομείναν τμήμα. Η χρησιμοποίησή του από θιάσους θα εξαρτηθεί από την ηχητικότητά του. Αλλά ανεξαρτήτως αυτού, η αποκάλυψη ολοκλήρου του αρχαίου αυτού θεάτρου θα αποτελεί απόδειξη του πλούτου και της αρχοντιάς της αρχαίας Λάρισας.
 Η Λάρισα ως πόλη διέθετε και άλλα σπουδαία ιδρύματα. Ο Λαρισαίος καθηγητής Αξενίδης, με μεταπτυχιακό αρχαιολόγου στη Γερμανία, συμπέρανε από ευρήματα εκσκαφών θεμελίων οικοδομών ότι το Ωδείο της αρχαίας Λάρισας ήταν στη συμβολή των οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου, στη διπλανή της πρώην κλινικής Γεωργίου Κατσίγρα ήταν ναός του Κερδώου Απόλλωνα, ενώ εκεί βρέθηκαν μέτρα και σταθμά με τα οποία έλεγχε η τότε αγορανομία τα πωλούμενα είδη στην αγορά που λειτουργούσε στη πλατεία Ταχυδρομείου. Τα Δημόσια Λουτρά ήταν στη περιοχή του ΟΥΗΛ και το Ιπποδρόμιο στο οποίο γινόταν Πανελλαδικοί Ιππικοί Αγώνες στο Αλκαζάρ, Η Πελασγική Λάρισα με το μεγαλύτερο στην Ελλάδα καλλιμάρμαρο θέατρο, με τους ιππικούς αγώνες και με τον πλούτο της αναφερόταν μεταξύ των σημαντικών ελληνικών πόλεων της αρχαιότητας.
 Οι Λαρισινοί πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και άλλοι αρμόδιοι, πρέπει να καταπιαστούν με τη σύνταξη σύγχρονου σχεδίου πολεοδομίας για τη Λάρισα, με ρυμοτομία ανάλογη, με πλατείες, με χώρους αναψυχής κατά περιοχές προσιτούς στους κατοίκους των συνοικιών, με κατάλληλη τοποθέτηση των δημόσιων κτιρίων και των άλλων χώρων. Φυσικά η πραγματοποίηση τέτοιου σχεδίου δεν θα γίνει σύντομα αλλά σε εύλογο βάθος χρόνου και σταδιακά. Για να ξανακάνουν οι νεότεροι κάτοικοί της τη Λάρισα ονομαστή, όπως την έκαναν οι πρόγονοί τους στην αρχαιότητα.
Του Λάζαρου Αρσενίου