Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017


Φιλόξενη και πανέμορφη, η Σκύρος ανήκει στις Σποράδες αν και η απόσταση που τη χωρίζει από τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος είναι μεγαλύτερη από αυτή που τη χωρίζει από την Εύβοια.
Το νησί χαρακτηρίζεται από τις φυσικές του αντιθέσεις και μοιάζει να έχει δύο εντελώς διαφορετικά «πρόσωπα» στο βόρειο και το νότιο τμήμα του: τον πευκόφυτο βορρά, τη Μερόη, και τον βραχώδη και τραχύ νότο, το Βουνό, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Στον βορρά δεσπόζει η κορυφή Όλυμπος και οι περιοχές γύρω του είναι κατάφυτες ενώ στον νότο κυριαρχεί ο ορεινός όγκος του Κόχυλα και τα χέρσα βραχώδη τοπία γύρω του. Μοιάζει σαν το μισό κομμάτι του νησιού να παραπέμπει στις υπόλοιπες Σποράδες και τη βόρειο Εύβοια και το άλλο μισό να θυμίζει τη νότια Εύβοια ή και τις Κυκλάδες.
Η Χώρα της Σκύρου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού, κάτω από το βουνό Όλυμπος, χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε έναν ψηλό βράχο. Το επίνειό της είναι η Λιναριά, σε απόσταση περίπου δέκα χιλιομέτρων, όπου βρίσκεται και το βασικό λιμάνι του νησιού- το οποίο διαθέτει και αεροδρόμιο.
Στην πόλη βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, με σημαντικά εκθέματα από τις ανασκαφές στο Παλαμάρι που χρονολογούνται από τα 2500-3000 π.Χ. Στα βόρεια του οικισμού, στην πλατεία Ελευθερίας ή Μπρουκ, δεσπόζει το άγαλμα που έχει στη βάση του τη μορφή του Βρετανού ποιητή Ρόμπερτ Μπρουκ, ο οποίος πέθανε στη Σκύρο κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η θέα από την πλατεία είναι απολαυστική, τόσο προς το νησί, με τα χαρακτηριστικά σπίτια του όσο και προς το απέραντο Αιγαίο. Στενά φιδογυριστά δρομάκια και σκαλιά προσκαλούν τον επισκέπτη να τα εξερευνήσει.
Το νησί αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία σε διαφορετικές εκδοχές. Εκεί λέγεται πως πέθανε ο βασιλιάς Θησέας ενώ ένας μύθος θέλει τη Θέτιδα να έκρυψε εκεί τον γιο της τον Αχιλλέα για να μην πάει εκείνος να πολεμήσει στην Τροία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχιλλέας ισοπέδωσε τη Σκύρο για να εκδικηθεί τη δολοφονία του Θησέα.
Η Σκύρος είναι πολύ γνωστή για τα περίφημα σκυριανά αλογάκια, τη σπάνια ράτσα μικρόσωμων αλόγων μοναδικής φυλής στον κόσμο, αλλά και για την τέχνη κατασκευής επίπλων όπως το σκυριανό σκαμνάκι που μοιάζει με μικρογραφία.
Οι πανέμορφες παραλίες της Σκύρου την αναδεικνύουν σε ιδανικό καλοκαιρινό προορισμό αλλά πολλοί επιλέγουν το νησί και για εκδρομή τις Απόκριες. Το έθιμο του «Γέρου και της Κορέλας» μαζί με την Τράτα προσκαλούν τους επισκέπτες σε εκδηλώσεις διονυσιακής έκστασης.






Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Διαδήλωση νεροβαρελάδων στη Λάρισα


Οι βαρελάδες στις όχθες του Πηνειού γεμίζουν με νερό τα δοχεία τους. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. Περίπου 1910.Οι βαρελάδες στις όχθες του Πηνειού γεμίζουν με νερό τα δοχεία τους. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. Περίπου 1910.
 Η Λάρισα προσέγγιζε να κλείσει μισόν αιώνα ελεύθερου βίου και δεν είχε ακόμα λύσει το πρόβλημα μιας σύγχρονης και υγιεινής ύδρευσης.
Στην αρχή ζώα με δύο δερμάτινους ασκούς στην πλάτη, τους λεγόμενους σακάδες, οδηγούνταν στην κοίτη του ποταμού από υδροφόρους, άτομα τα οποία ο κόσμος τα ονόμαζε σακατζήδες[1]. Εκεί με μεγάλα μεταλλικά δοχεία γέμιζαν τους ασκούς, οι οποίοι είχαν χωρητικότητα περίπου πενήντα λίτρων νερού, γυρνούσαν στις γειτονιές της πόλεως και το πωλούσαν στις νοικοκυρές. Προσπαθούσαν όσο γίνεται το νερό να το αντλούν από το κεντρικό ρεύμα του ποταμού, το οποίο λόγω της ταχύτερης ροής ήταν πιο καθαρό. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντικαταστάθηκαν από βαρέλια τα οποία τα τοποθετούσαν σε δίτροχα οχήματα (σούστες) που τα έσερναν άλογα. Αργότερα η άντληση του νερού άρχισε να γίνεται μηχανικά. Χρησιμοποιούσαν πετρελαιοκίνητες αντλίες οι οποίες ήταν τοποθετημένες και στις δύο όχθες του Πηνειού. Οι αντλίες το μετέφεραν σε σιδερένιες δεξαμενές μεγάλης χωρητικότητας που βρίσκονταν και αυτές στις όχθες του ποταμού και από τις δεξαμενές, με ειδικούς κρουνούς (βρύσες) γέμιζαν τα βαρέλια και μετέφεραν το νερό στην πόλη.
 Όλα αυτά όμως γίνονταν μέχρι το 1930, λίγο πριν ολοκληρωθεί το δίκτυο της πόλεως και υψωθεί ο Υδατόπυργος. Όταν στις 7 Δεκεμβρίου 1930 ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με το άνοιγμα της κεντρικής στρόφιγγας των εγκαταστάσεων έκανε τα εγκαίνια των έργων ύδρευσης της πόλεως, υγιεινό και καθαρό νερό από τον Πηνειό άρχισε να τρέχει από τις βρύσες των σπιτιών της Λάρισας. Οι εργασίες όμως για την κατασκευή του Υδατόπυργου όπου θα συγκεντρωνόταν το νερό του Πηνειού και θα καθαριζόταν και η κατασκευή του δικτύου μέσα στην πόλη είχε ξεκινήσει από πιο νωρίς, από το 1927 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα.
 Το γεγονός αυτό αποτελούσε μια πρόοδο, κάτι που η πόλη το είχε μεγάλη ανάγκη από χρόνια και προσδοκούσε την ημέρα που η χρήση του οικιακού νερού θα γινόταν με την απλή περιστροφή μιας στρόφιγγας. Όμως υπήρχε και μια κατηγορία επαγγελματιών που ανησυχούσε καθώς έβλεπε τον γρήγορο ρυθμό της κατασκευής των έργων ύδρευσης. Ήταν οι νεροβαρελάδες. Διαισθάνονταν ότι κάποια στιγμή, με την επέκταση των έργων σε ολόκληρη την πόλη, η δουλειά τους θα έσβηνε απότομα. Η Λάρισα είχε τότε 25-30 χιλιάδες κατοίκους και οι βαρελάδες ήταν μια δυναμική σε αριθμό επαγγελματική τάξη. Την άνοιξη του 1928, έπειτα από μια θυελλώδη σύσκεψη αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν δυναμικά στον δήμαρχο. Όλοι οι νεροβαρελάδες συγκεντρώθηκαν με τα τροχοφόρα, τα βυτία και τα ζώα τους στην περιοχή του Αλκαζάρ και από εκεί σχημάτισαν φάλαγγα με προορισμό το Δημαρχείο. Κάποιο πρωί λοιπόν οι Λαρισαίοι έκπληκτοι αντίκρισαν μια παράξενη πομπή στους δρόμους της πόλεως, η οποία αφού πέρασε τη γέφυρα, διέσχισε κατά σειρά τους δρόμους Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα), Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), Αλεξάνδρας (Κύπρου), Μ. Αλεξάνδρου και σταμάτησαν στη διασταύρωση με την Πατρόκλου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δικηγορικό Μέγαρο ήταν από τα τέλη του 19ο αιώνα η κατοικία του παλιού δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891), η οποία την περίοδο εκείνη στέγαζε το Δημαρχιακό κατάστημα. Ο ήχος τόσων δίτροχων στους χωμάτινους δρόμους της πόλεως και η φασαρία των ιδιοκτητών των δίτροχων, έβγαλε τους καταστηματάρχες και τους κατοίκους στα πεζοδρόμια.
 Όταν οι νερουλάδες έφθασαν έξω από το Δημαρχείο άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα, να φωνάζουν συνθήματα και να διαδηλώνουν. Πίστευαν, και με το δίκιο τους, ότι με τα έργα ύδρευσης που γίνονταν θα έχαναν τη δουλειά τους, γι’ αυτό και ζητούσαν από τον Δήμο να αναλάβει κάποια φροντίδα ώστε να προστατευθούν επαγγελματικά. Ο Σάπκας που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του και άκουγε τη φασαρία, ζήτησε να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Όταν ενημερώθηκε για την παρουσία των νεροβαρελάδων, ζήτησε να συναντηθεί με μια επιτροπή από τους διαδηλωτές. Όταν η αντιπροσωπεία τους ανέβηκε στο γραφείο του δημάρχου, απαιτούσε έντονα από τον Σάπκα ούτε λίγο ούτε πολύ να σταματήσουν τα έργα ύδρευσης της πόλεως, με το αιτιολογικό ότι θα καταστρέφονταν όλοι τους επαγγελματικά. Ο δήμαρχος τους τόνισε το παράλογο του αιτήματός τους και το απέρριψε χωρίς δεύτερη συζήτηση. Τους τόνισε ότι δεν ήταν δυνατόν, για να ικανοποιηθεί μια μικρή επαγγελματική ομάδα, να εναντιωθεί στην πρόοδο και στην απόφαση που είχε λάβει το Δημοτικό Συμβούλιο να προσφέρει στους Λαρισαίους όχι μόνον καθαρό και υγιεινό νερό, αλλά να φθάνει και μέσα στα σπίτια τους. Όμως κατανόησε το πρόβλημά τους και τους υποσχέθηκε ότι θα αποζημιωθούν με κάποιο ποσό από την Εταιρεία Υδρεύσεως Λαρίσης. Μάλιστα τους συνέστησε με τα χρήματα αυτά να μετατρέψουν τα τροχοφόρα τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εκτελούν εσωτερικές μεταφορές.
 Οι νερουλάδες βέβαια οι οποίοι, όπως διαδιδόταν στην πόλη, ήταν βαλτοί από τους ιδιοκτήτες των πετρελαιοκίνητων αντλιών που ανήκαν σε ορισμένα επίλεκτα μέλη της λαρισαϊκής κοινωνίας[2], δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από τις απαντήσεις του Σάπκα. Αλλά καθώς ο σκοπός της διαδήλωσης έγινε γρήγορα γνωστός στην πόλη, κατέφθασαν στη Δημαρχία εκπρόσωποι διαφόρων επαγγελματικών σωματείων και οργανώσεων και όλοι σχεδόν οι δημοτικοί σύμβουλοι, όχι μόνον του συνδυασμού του Μιχαήλ Σάπκα, αλλά και του αντιπολιτευόμενου Ενιαίου Μετώπου[3].Όλοι τους συμπαραστάθηκαν ενεργά στην απόφαση του Δημάρχου και έτσι οι διαδηλωτές μπροστά στην καθολική αντίσταση όλων των Λαρισαίων, επέστρεψαν με τα οχήματά τους και με σκυμμένο κεφάλι στο Αλκαζάρ, στο σημείο απ’ όπου είχαν ξεκινήσει.
 Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί μια φάλαγγα από τροχοφόρα με νεροβάρελα να κινείται ομαδικά στους δρόμους της Λάρισας, να σταματάει μπροστά στο κτίριο της Δημαρχίας, και οι νερουλάδες να φωνάζουν διάφορα συνθήματα που είχαν ως στόχο να σταματήσει η εκτέλεση του υπόγειου δικτύου σωληνώσεων διανομής του νερού. Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος να τους συμπαρασταθεί στο ξεπερασμένο αυτό αίτημά τους.
 ----------------------------------------------------------
 [1]. Οι «σακατζήδες» ήταν μια επαγγελματική τάξη η οποία διακινούσε νερό από του ποτάμι στους δρόμους της πόλεως. Χρησιμοποιούσαν μεγάλους δερμάτινους ασκούς, τους σακάδες, που είχαν χωρητικότητα 50 κιλών περίπου, τους φόρτωναν στις πλάτες ζώων και γυρνούσαν στις γειτονιές διαλαλώντας …το εμπόρευμα. Οι σακάδες είχαν στο κάτω μέρος προσαρμοσμένο έναν ευρύ σωλήνα από καλάμι, από τον οποίο διοχετεύονταν το νερό στα διάφορα οικιακά σκεύη που είχαν οι νοικοκυρές για αποθήκευση. Αργότερα εμφανίσθηκαν οι «βαρελάδες», οι οποίοι ήταν μια εξελιγμένη μορφή των σακατζήδων, οι οποίοι έκαναν την ίδια δουλειά..
[2]. Οι αντλίες με τις αντίστοιχες δεξαμενές ήταν την περίοδο εκείνη τρεις. Οι δύο ήταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και η τρίτη ήταν στην αριστερή όχθη, ανάμεσα από το μνημείο των πεσόντων στρατιωτικών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και του κέντρου Αλκαζάρ. Ανήκαν δε στους μεγαλοεπιχειρηματίες της Λάρισας αδελφούς Οικονομίδη και τον Αθανάσιο Κατσαούνη.
[3]. Ο συνδυασμός του Ενιαίου Μετώπου συγκροτήθηκε στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1925 από στελέχη του Κομμουνιστικού κόμματος και των Συνδέσμων των παλαιών πολεμιστών της Λάρισας, που είχαν αριστερές ιδέες. Επικεφαλής του συνδυασμού αυτού είχε τοποθετηθεί ο Νίκος Βαλιανάτος (1870-1938) από την Κεφαλονιά. Το 1909 σε ηλικία 40 χρονών περίπου εγκαταστάθηκε στον Αμπελώνα (Καζακλάρ τότε) και καλλιεργούσε χωράφια που νοίκιαζε. Στις δημοτικές εκλογές έχασε από τον συνδυασμό του Σάπκα με διαφορά 40 ψήφων. Το 1932 εγκατέλειψε τη Λάρισα και μετακόμισε στην Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1938 επί δικτατορίας Μεταξά, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια και το πρωί της 9ης Αυγούστου βρέθηκε το πτώμα του στον δρόμο. Η αστυνομία απέδωσε τη δολοφονία του Βαλιανάτου σε αυτοκτονία.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com