Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η παλαιότερη απεικόνιση της Λάρισας

 
LARISSA. Η παλαιότερη άποψη της Λάρισας που έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα,  έτσι όπως την φαντάστηκε ο χαράκτης. Nicolaus Gerbelius , 1545.LARISSA. Η παλαιότερη άποψη της Λάρισας που έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα, έτσι όπως την φαντάστηκε ο χαράκτης. Nicolaus Gerbelius , 1545.

Η Λάρισα, από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια μέχρι και σήμερα, συνεχίζει τη διαχρονική της πορεία στην ίδια πάντοτε θέση, στη δυτική όχθη του Πηνειού, φωλιασμένη βαθιά στην αγκαλιά μιας καμπύλης πορείας του ρου του ποταμού της, ο οποίος είναι το σύμβολο και ο ζωοδότης της πόλης. Πολλοί ιστορικοί μελετητές τη θεωρούν σαν μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Επόμενο ήταν να προσελκύσει την προσοχή πολλών ξένων ταξιδιωτών και περιηγητών. Όλοι αυτοί, ο καθένας με τα ενδιαφέροντα που είχε, περιέγραφε τα ιστορικά μνημεία, τα κτίρια που τη διακοσμούσαν, σκηνές του καθημερινού βίου, ιδιαιτερότητες των φυλών που την συγκροτούσαν, προτερήματα και ελαττώματα των κατοίκων. Πολλοί συνόδευαν τα έντυπα και τα χειρόγραφα οδοιπορικά τους με χαρακτικά κάθε λογής, στα οποία απεικόνιζαν όμορφα τοπία, αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, φιλοτεχνούσαν εντυπωσιακά κτίρια και κατέγραφαν με την πέννα ή τον χρωστήρα καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων. Το πολύτιμο και ανεκτίμητο αυτό εικαστικό υλικό, έρχεται όχι μόνον να συμπληρώσει τις περιγραφές, αλλά και να τις εμπλουτίσει με ζωντάνια.


Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε την παλαιότερη εικόνα της Λάρισας που έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα. Βρέθηκε έπειτα από μακροχρόνια αναζήτηση[1] σε βιβλίο του Nicolaus Gerbelius (1485-1560), το οποίο εκδόθηκε στη Βασιλεία της σημερινής Ελβετίας το 1545, δηλαδή πριν 478 χρόνια. Ο Gerbelius υπήρξε επιφανής ουμανιστής και νομικός. Διετέλεσε καθηγητής του Δικαίου στα πανεπιστήμια Βιέννης και Στρασβούργου. Το βιβλίο έχει τον τίτλο Descriptio Graeciae (Περιγραφή της Ελλάδος), είναι γραμμένο στη λατινική γλώσσα και αποτελεί επανέκδοση, με διάφορες συμπληρώσεις και σχόλια, του ομότιτλου βιβλίου του Κερκυραίου ουμανιστή του 16ου αιώνα Νικολάου Σοφιανού που είχε τυπωθεί το 1538. Εκείνο όμως που κυρίως διαφοροποιεί την έκδοση αυτή του Gerbelius είναι ότι συνόδευσε και εμπλούτισε το κείμενο με 21 ξυλογραφίες οι οποίες αποτελούν αναπαράσταση διαφόρων πόλεων και τοποθεσιών του ελληνικού χώρου. Είναι φιλοτεχνημένες με τεχνοτροπία γοτθική, ένα εικαστικό ρεύμα πολύ δημοφιλές κατά τον 16ο αιώνα. Από τις ξυλογραφίες αυτές δύο έχουν σχέση με τον θεσσαλικό χώρο. Η μία αφορά τη Λάρισα και ή άλλη τα Τέμπη.
Με την πρώτη ματιά γίνεται κατανοητό ότι αυτό που βλέπουμε δεν έχει καμία σχέση με τη Λάρισα των μέσων του 16ου αιώνα. Ο χαράκτης έχει σχεδιάσει μια πόλη περιτειχισμένη. Κατά διαστήματα τα τείχη αυτά προστατεύονται από ψηλούς πύργους. Στις βάσεις των πύργων ανοίγονται μεγάλες πύλες που οδηγούν στο εσωτερικό της πόλης, στο οποίο υπάρχει ένας συνωστισμός κτιρίων με διαφορετική αρχιτεκτονική. Τα περισσότερα κτίρια έχουν μεσαιωνική μορφή, με πυργοειδείς απολήξεις σε σχήμα κώνου. Στην κορυφή των πύργων προβάλλει σε ορισμένα η ημισέληνος. Προφανώς ο χαράκτης αποτυπώνει με τον δικό του τρόπο τους μιναρέδες των οθωμανικών τζαμιών της Λάρισας. Ανάμεσα στον οικοδομικό αυτό συνωστισμό διακρίνουμε και τρία κτίρια με κίονες, αετώματα, περιστύλια και άλλα στοιχεία κλασικής αρχιτεκτονικής, τα οποία ενδεχομένως να υποδηλώνουν χριστιανικούς ναούς, χωρίς όμως να υπάρχει το σημείο του σταυρού. Μέσα στον περιτειχισμένο χώρο και προς τα δεξιά υπάρχει μικρός ακάλυπτος χώρος, στον οποίο διακρίνονται δύο ανθρώπινες φιγούρες.
Δεξιά τα κτίρια της πόλης και τα τείχη ακουμπούν σε χαμηλό λόφο, ο οποίος εμφανίζει στην κορυφή αραιή βλάστηση, χωρίς κτίρια. Ίσως εδώ ο χαράκτης θέλει να αποτυπώσει τον λόφο της Ακρόπολης. Ο Πηνειός δεν εμφανίζεται πουθενά. Οι ορεινοί όγκοι στο βάθος πιθανόν να καταγράφουν τις κορυφές του μυθικού Όλυμπου. Βέβαιο είναι ότι αν δεν υπήρχε από τον χαράκτη γραμμένο πάνω από την εικόνα το όνομα LARISSA, θα νόμιζε κανείς ότι αντικρίζει κάποια πολιτεία του μεσαίωνα στην Κεντρική Ευρώπη.
Σ’ αυτή την ξυλογραφία δεν μπορεί να διακρίνει κανείς κάτι που να υποδηλώνει ότι απεικονίζει την τουρκοκρατούμενη Λάρισα. Τίποτα δεν είναι αληθινό. Πρόκειται για μια αυθαίρετη αναπαράσταση της πόλης, συχνό φαινόμενο στα περιηγητικά βιβλία του 16ου και 17ου αιώνα. Ειδικά για το βιβλίο αυτό είναι γνωστό ότι ούτε ο συγγραφέας, ούτε και ο χαράκτης είχαν επισκεφθεί τη Λάρισα. Έτσι ο χαράκτης, παίρνοντας ερεθίσματα από το κείμενο του συγγραφέα, αυτοσχεδίαζε, με πρότυπο τις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Πάντως η εικόνα στο σύνολό της αποπνέει κάποια μεγαλοπρέπεια και επιτυγχάνει να μεταδώσει την αίσθηση ότι παριστάνει μια μεγαλούπολη της εποχής, η οποία όμως προσιδιάζει περισσότερο στον ευρωπαϊκό χώρο, παρά στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια.
Από αισθητικής απόψεως φαίνεται ότι υπάρχει μια δυσαρμονία μεταξύ των διαφόρων κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου. Η πρωτόγονη προοπτική του σχεδίου μάλλον ενοχλεί, ενώ οι αδρές γραμμές του χαράκτη προσπαθούν να δώσουν μια αίσθηση φωτοσκιάσεων, χωρίς ικανοποιητικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Όμως παρ’ όλες τις φανταστικές εμπνεύσεις του χαράκτη και τις αισθητικές ατέλειες του σχεδίου, η ξυλογραφία αυτή δεν παύει να είναι χρονολογικά και σημειολογικά η πρώτη γνωστή απεικόνιση της Λάρισας και από την άποψη αυτή έχει τη δική της ιστορική σημασία[2].

[1]. Η εντόπισή του ήταν δύσκολη λόγω της παλαιότητας και της σπανιότητας του βιβλίου. Για την απόκτηση αντιγράφου της ξυλογραφίας της Λάρισας και των Τεμπών απαιτήθηκε πολύς χρόνος και παρατεταμένη αλληλογραφία με βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Στην προσπάθεια αυτή βοήθησε σημαντικά ο γνωστός ιστορικός ερευνητής και φίλος της Λάρισας Γιάννης Ρούσκας.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των Ευρωπαίων περιηγητών (16ος -19ος αιώνας), εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα (2006) σελ. 21-26.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Οικία Γερολυμάτου: Ενα διατηρητέο κτίσμα της Τουρκοκρατίας

 
Η οικία Γερολυμάτου, κτίσμα της περιόδου της Τουρκοκρατίας,  στην παλιά συνοικία Σουφλάρια, επί της οδού Σεφέρη, αρ. 39.  Φωτογραφία του 1946.Η οικία Γερολυμάτου, κτίσμα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, στην παλιά συνοικία Σουφλάρια, επί της οδού Σεφέρη, αρ. 39. Φωτογραφία του 1946.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Με την ευκαιρία της αρνητικής απόφασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την ανακήρυξη διατηρητέας της κατοικίας Καπετάνου στην περιοχή του Αγ. Νικολάου στην πόλη μας, κρίθηκε ενδιαφέρον να γράψουμε λίγες λέξεις για ένα κτίσμα της Λάρισας, το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης, χωρίς να μπορέσει να το αξιοποιήσει η Δημοτική Αρχή όλα αυτά τα χρόνια από τότε που περιήλθε στην κατοχή της. Πρόκειται για την οικία Γερολυμάτου, για την οποία γράψαμε και παλαιότερα [1].
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν πολύ δύσκολο μια χριστιανική οικογένεια να μπορέσει να κατασκευάσει μια άνετη κατοικία, όσο και σε καλή οικονομική κατάσταση να βρισκόταν [2]. Οι μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) του 1839 και κυρίως του 1856, που κλήθηκε να εφαρμόσει η Οθωμανική αυτοκρατορία έπειτα από πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, επέτρεψαν στους χριστιανούς μεταξύ των άλλων να κτίσουν και αυτοί ευπρεπείς ιδιόκτητες κατοικίες. Οι περισσότερες ήταν απλές, ισόγειες, στο κέντρο μιας αυλής με λουλούδια, δέντρα και πηγάδι, οι οποίες περιτριγυρίζονταν από παντού με ψηλό μαντρότοιχο που τους απομόνωνε από τον δρόμο ή από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Υπήρχαν, όμως, και μερικές διώροφες κατοικίες, όπου στο ισόγειο αναπτύσσονταν διάφοροι βοηθητικοί χώροι, ενώ ο όροφος φιλοξενούσε τους χώρους κατοικίας και υποδοχής. Είχαν συνήθως κάτοψη ορθογώνια ή παραλληλόγραμμη. Η τοιχοποιία των σπιτιών ήταν απλή. Χρησιμοποιούσαν πλίνθους και ξυλοδεσιές με την τεχνική του τσατμά. Τα δωμάτια στον όροφο καταλάμβαναν όλη την επιμήκη πλευρά στο πίσω μέρος του κτίσματος, ενώ στην μπροστινή τοποθετούσαν τον οντά, δηλαδή το δωμάτιο υποδοχής και φιλοξενίας, το οποίο διέθετε ευρύχωρους ανοιχτούς και φωτεινούς χώρους. Κύριο χαρακτηριστικό του επάνω ορόφου ήταν τα ημιυπαίθρια χαγιάτια και οι ποικίλες αρχιτεκτονικές προεξοχές (τα σαχνισιά), κατασκευές με ελαφρά υλικά, αρθρωμένες πάνω σε κάθετους όγκους. Λίγα χρόνια πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε από μέρους των χριστιανών κατοίκων της Λάρισας μια οικοδομική έξαρση, με κατασκευές περιποιημένες και ευρύχωρες. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη [3] στη συνοικία Παράσχου, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Γρηγορίου Ε’ και Ροΐδου και σπίτια Λαρισαίων αστών της τουρκοκρατίας στον Αρναούτ Μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου), τα οποία κατεδαφίσθηκαν σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες, με πιο πρόσφατο το κτίσμα της οδού Ζαρμάνη 22.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε μία από τις ελάχιστες κατοικίες, αν όχι τη μοναδική, που έχει παραμείνει στη Λάρισα από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βρίσκεται στον Σουφλάρ Μαχαλά (συνοικία Αγίων Σαράντα Μαρτύρων), επί της οδού Σεφέρη 39, στο ύψος της οδού Άρεως, περιτριγυρισμένη, στριμωγμένη θα έλεγα, από πολυώροφες οικοδομές. Για ορισμένους αποτελεί μια «ανορθογραφία» μέσα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική των πανύψηλων κτιρίων, για άλλους ένα απομεινάρι της παλιάς πόλης που ευτυχείς συγκυρίες το διατήρησαν έστω και εύθραυστο. Πρόκειται για μια απλή διώροφη κατοικία, συντηρημένη προ ετών από τον Δήμο Λαρισαίων, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το 1990. Πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη κατοικία της πόλης.
Πότε ακριβώς κτίσθηκε δεν είναι γνωστό, ίσως γιατί δεν έχουν διασωθεί οι τίτλοι ιδιοκτησίας της. Τα αρχιτεκτονικά και δομικά στοιχεία παραπέμπουν την οικοδόμησή της γύρω στα 1870 και πρέπει να έχει ζωή περίπου 150 χρόνων. Ως πρώτος ιδιοκτήτης της φέρεται ο Θεόδωρος Κυρλής. Μετά απ’ αυτόν η κυριότητα πέρασε κληρονομικά στην κόρη του Χρυσή. Μετά τον θάνατο της τελευταίας το κτίσμα περιήλθε στα τρία ξαδέλφια της Αριστέα, Βασιλική και Γεράσιμο Γερολυμάτο. Τελικά ο Γεράσιμος, συμβολαιογράφος το επάγγελμα, μετά τον θάνατο των αδελφών του έγινε ο μοναδικός κληρονόμος. Στο σπίτι αυτό κατοικούσε για χρόνια η οικογένειά του. Τελευταίος ιδιοκτήτης ήταν η Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου μέχρι το 1990.
Το Υπουργείο Πολιτισμού με απόφασή του κατά την 26η Μαρτίου 1982 χαρακτήρισε το κτίσμα διατηρητέο και μάλιστα με την υπογραφή της υπουργού Πολιτισμού, Μελίνας Μερκούρη. Το σκεπτικό της απόφασης περιείχε τα εξής: «Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο που παρουσιάζει αξιόλογο μορφολογικό ενδιαφέρον, με τη συμμετρική του πρόσοψη, τα δύο σαχνισιά στα άκρα του ορόφου, τα οποία στηρίζονται σε χαρακτηριστικά φουρούσια και είναι ένα από τα τελευταία δείγματα της αρχιτεκτονικής των ελληνικών σπιτιών που διατηρούσαν στη Λάρισα οι ευκατάστατοι έμποροι πριν από την προσάρτηση του 1881» [4]. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρισας με την απόφαση 5/1990 ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση να περιέλθει το κτίριο στην κυριότητα του Δήμου λόγω της παλαιότητας και της ιδιάζουσας αρχιτεκτονικής. Ως αντάλλαγμα αποφασίσθηκε να δοθεί στην τελευταία ιδιοκτήτρια Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου οικόπεδο στη συνοικία της Νεάπολης. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να διατηρηθεί το κτίσμα, το οποίο στη συνέχεια συντηρήθηκε επιστημονικά από τη Δημοτική Αρχή, χωρίς, όμως, να δοθεί σε κάποια χρήση, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εγκαταλειφθεί. Σήμερα έχει υποστεί σημαντικές φθορές, οι οποίες επιβάλλουν νέα συντήρηση, ώστε να δοθεί σε χρήση σε κάποιο πολιτιστικό σωματείο ή σε κάτι παρεμφερές.
Η κατασκευή της κατοικίας αυτής έγινε με παραδοσιακά υλικά. Κάποια στιγμή από την παντελή εγκατάλειψη η κατασκευαστική αυτή δομή είχε γίνει ορατή, γιατί είχαν απολεπισθεί σε μερικά σημεία τα εξωτερικά επιχρίσματα και φάνηκε το υλικό κατασκευής των τοίχων. Στο ισόγειο η τοιχοποιία είναι με πλιθιά (λάσπη με άχυρα, σχηματοποιημένα σε τούβλα). Στον όροφο η κατασκευή ήταν πιο ελαφριά από απόψεως πάχους, αλλά ήταν ενισχυμένη και με ξύλινο σκελετό, ο οποίος συμπληρωνόταν από πλιθιά και επίχρισμα.
Αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσοψη προς την οδό Σεφέρη. Προέχουν στον όροφο δύο σαχνισιά, υποστηριζόμενα με τρία ξύλινα φουρούσια το καθένα, συμμετρικά τοποθετημένα σε σχέση με το κεντρικό τμήμα της κατοικίας. Το μεσαίο τμήμα της πρόσοψης στον όροφο βρίσκεται σε εσοχή και εκτός από το κεντρικό παράθυρο, υπάρχουν στις πλάγιες πλευρές και δύο μικρά. Τα ανοίγματα (παράθυρα), όπως πάντα, υπερέχουν αριθμητικά στον όροφο, είναι με ξύλινη κατασκευή και καλύπτονται με συμπαγή πατζούρια, τα οποία είναι τοποθετημένα εξωτερικά στην τοιχοποιία. Η στέγη είναι δίριχτη καλυμμένη με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Στο κέντρο του ισόγειου βρίσκεται η παραδοσιακή ισχυρή ξύλινη πόρτα. Πάνω της αντί για υπέρθυρο ανοίχτηκε φωταγωγός, δηλαδή ένα τετράγωνο παράθυρο προστατευμένο από σιδερένιο κιγκλίδωμα και δεξιά και αριστερά υπάρχει από ένα παράθυρο για τις ανάγκες φυσικού φωτισμού και εξαερισμού των δωματίων της πρόσοψης. Οι βοηθητικοί χώροι της κατοικίας βρίσκονται σε κάποιο βοηθητικό κτίσμα στο πίσω μέρος της αυλής.
Αυτό το σπίτι το τυλίγει σήμερα ένα πέπλο σιωπής και όταν το προσεγγίζεις καθώς είναι ακατοίκητο, αναζητάς κάποια ξεχασμένα ανοίγματα μέσα από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, για να απλώσεις λαθραία τη ματιά σου στο εσωτερικό του, να παρατηρήσεις το ξύλινο κλιμακοστάσιο, τα σαθρά πατώματα, τα αποκολλημένα επιχρίσματα, τα σβηστά φώτα και να αναπλάσεις την οικογενειακή ζωή που ξετυλίχθηκε για χρόνια στους χώρους του.
Το αρχοντικό Γερολυμάτου αποτελεί σήμερα ένα θαυμάσιο και μοναδικό δείγμα οικογενειακής κατοικίας απλών ανθρώπων του χριστιανικού πληθυσμού της Λάρισας κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας και όπως φαίνεται οι μαστόροι δούλεψαν για την κατασκευή της με έμπνευση και καλή διάθεση [5].
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η ευκολία με την οποία η πόλη κατέστρεψε μεταπολεμικά τα κτίσματά της και ουσιαστικά την ίδια την ιστορία της. Η καταστροφή αυτή ξεπερνάει ακόμα και τις συμφορές που της προξένησαν τα φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες) και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί. Τα οικοδομήματα που είχαν παραμείνει μετά τις συμφορές αυτές ήταν ελάχιστα και όσο περνούσε ο καιρός με διάφορα τεχνάσματα κατεδαφίζονταν και ελαττώνονταν. Έτσι, καθώς κανείς περιδιαβαίνει την πόλη μας σήμερα, δεν έχει να θαυμάσει παρά μόνο τις πολυώροφες κατασκευές, κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, στριμωγμένες σε έναν εναγκαλισμό αισθητικά αδιάφορο, χωρίς ομορφιά και αρχιτεκτονική έμπνευση, ώστε να χρειασθεί να κοντοσταθείς να τις περιεργασθείς και να τις θαυμάσεις.
---------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ένα διατηρητέο κτίσμα της Τουρκοκρατίας. Εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 7ης Νοεμβρίου 2018.
[2]. Οι μουσουλμάνοι μόλις αντιλαμβάνονταν ότι κάποια χριστιανική οικογένεια ήταν ευκατάστατη, έβρισκαν διάφορους τρόπους να σκυλεύουν τον βίο τους.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Παλιά σπίτια της Λάρισας που χάθηκαν. Το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη, εφ. «Ελευθερία», ένθετο «Πολιτισμός», φύλλο της 26ης Μαΐου 2006.
[4]. Χατζηευθυμίου Δημήτρης, Πώς σώθηκε ένα κτίσμα του 1881, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 30ής Μαΐου 1994.
[5]. Αντωνούλη Α., Γιοβρή Ε., Ιωαννίδης Γ., Παπαδόπουλος Α., Αξιόλογα κτίσματα Λάρισας, ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, Λάρισα, (Ιούνιος 1994).

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Αρναούτ Μαχαλάς (Συνοικία Αγίου Αθανασίου)


Η συνοικία του Αγίου Αθανασίου φωτογραφημένη από το ύψος του Υδατόπυργου. Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Κουρτίδη. Περίπου 1935.Η συνοικία του Αγίου Αθανασίου φωτογραφημένη από το ύψος του Υδατόπυργου. Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Κουρτίδη. Περίπου 1935.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Οι απεικονίσεις της Λάρισας στα διάφορα επιστολικά δελτάρια συνήθως περιορίζονταν προπολεμικά σε απόψεις της μεγάλης πέτρινης γέφυρας του Πηνειού με τον λόφο της Ακρόπολης ή από τα διάφορα κτίρια της Κεντρικής πλατείας.

Φωτογραφίες από τις συνοικίες της πόλης είναι σπανιότατες ή δεν υπάρχουν καθόλου. Η σημερινή είναι η εξαίρεση, γι’ αυτό και θεωρείται σπάνια. Ανήκει στον Νικόλαο Κουρτίδη, φωτογράφο από την Αθήνα, ο οποίος υπέγραφε σαν «Nicourt» στο κάτω δεξιό τμήμα της φωτογραφίας και απεικονίζει τη νοτιοδυτική πλευρά της Λάρισας. Η φωτογραφία πρέπει να είναι παρμένη από τον Υδατόπυργο του Ο.Υ.Η.Λ. (σήμερα Δ.Ε.Υ.Α.Λ.), γιατί δεν μπορώ να φαντασθώ άλλο ψηλότερο σημείο στην περιοχή αυτή, από το οποίο να απεικονίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο ένα τμήμα της πόλης μας. Λόγω της αποστάσεως τα απεικονιζόμενα κτίσματα με δυσκολία γίνονται διακριτά, αλλά όποιος γνωρίζει τη χωρογραφία της περιοχής μπορεί εύκολα να προσανατολισθεί και να αναγνωρίζει ακόμα και κτίρια που δεν υπάρχουν σήμερα.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνουμε την πορεία του Πηνειού ποταμού, ο οποίος στο σημείο αυτό εμφανίζει μια καμπύλη διαδρομή. Είναι μια ηλιόλουστη ημέρα και τα νερά του κινούνται ήρεμα. Στη δεξιά όχθη παρατηρούμε μια μικρή πρόχειρη σκάλα να εισχωρεί μέσα στην κοίτη του. Σ’ αυτήν οι γυναίκες της περιοχής έπλεναν τα μεγάλα και βαριά αντικείμενα της οικοσκευής τους. Η πρόσβαση της όχθης στο σημείο αυτό φαίνεται ομαλή. Πιο πάνω σε μια επίπεδη περιοχή της όχθης είναι στημένες δύο σκηνές. Πρέπει να είναι καλοκαίρι γιατί τα παραπετάσματα των σκηνών είναι ανασηκωμένα.
Όλη η περιοχή της Λάρισας πίσω από τη δεξιά όχθη είναι ο Αρναούτ Μαχαλάς, δηλαδή η συνοικία του Αγίου Αθανασίου. Το βορειότερο τμήμα της συνοικίας είχε τότε την ονομασία Σάλια, γιατί εδώ στις πρωτόγονες σκάλες του Πηνειού ειδικοί εργάτες, οι σαλτζήδες, σταματούσαν την πορεία μεγάλων κορμών ξύλων συσκευασμένων σε ντάνες, τα οποία έρχονταν από τις υπώρειες της Πίνδου ακολουθώντας τη φυσική ροή των νερών του ποταμού. Τα ανέβαζαν στην όχθη, τα μετακινούσαν σε υπαίθρια ξυλουργεία όπου τα έδιναν μορφή και από εκεί τα διοχέτευαν σε ολόκληρη την ανατολική Θεσσαλία.
Τα σπουδαιότερα κτίσματα που μπορούμε να διακρίνουμε ξεκινώντας από αριστερά είναι η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Ως γνωστόν [1] ο πρώτος ναός είχε κτισθεί το 1869 με δυσκολία λόγω της Τουρκοκρατίας, αλλά με τη μορφή που τον βλέπουμε στη φωτογραφία έγινε το 1925. Αυτήν τη χρονολογία είχε ξανακτισθεί από την αρχή, επειδή προφανώς ο παλαιότερος ναός ήταν απλός, μικρός και δεν επαρκούσε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ενορίας. Ο νέος ναός αρχιτεκτονικά ακολουθούσε τον ρυθμό σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο και είχε μόνο ένα κωδωνοστάσιο στη βορειοδυτική γωνία. Η διάρκεια ζωής του ήταν σύντομη, γιατί καταστράφηκε σοβαρά από τον μεγάλο σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και θεωρήθηκε κατεδαφιστέος. Η εκκλησία αναγκάσθηκε να στεγασθεί προσωρινά σε αίθουσες του διπλανού παλαιού μικρού σχολείου, οι οποίες διαρρυθμίστηκαν κατάλληλα. Το 1987 στη θέση του παλαιού κατεστραμμένου ναού ανεγέρθηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Αθανασίου.
Δεξιότερα του ναού εξέχει το διώροφο κτίριο του 7ου Δημοτικού Σχολείου. Είχε κτισθεί μαζί με άλλα έξι σχολικά συγκροτήματα κατά την τρίτη δημαρχιακή θητεία του δραστήριου δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα (1929-1934), όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και υπουργός Παιδείας ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Στη συνέχεια, κοντά στην όχθη, επί της σημερινής οδού Κραννώνος, υπάρχει ένα ερειπωμένο μονώροφο κτίριο. Ήταν ο ξενώνας που είχε κτίσει το 1889 ο μεγάλος ευεργέτης της Λάρισας Ιωάννης Κουτλιμπανάς [2], για τους πατριώτες του Ζαρκινούς, με σκοπό να χρησιμοποιείται ως χώρος προσωρινής διαμονής από τους συντοπίτες του όταν επισκέπτονταν τη Λάρισα για διάφορες εργασίες τους. Τελικά χρησιμοποιήθηκε για καιρό σαν υφαντουργείο του Πατσάλη, ώσπου το 1925 ένας εμπρησμός το κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Στη φωτογραφία διακρίνεται ερειπωμένο.
Τέλος στο βάθος δεξιά αναγνωρίζεται η φιγούρα του 404 Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Το κτίριο αυτό άργησε πολύ να αποπερατωθεί. Ενώ οι μελέτες κατασκευής είχαν ολοκληρωθεί το 1910 [3], οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο διχασμός, η μεσολαβήσασα άστατη πολιτική κατάσταση και η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 διέκοψαν για πολλά χρόνια την ανοικοδόμησή του. Από το 1930 όμως οι εργασίες κατασκευής συνεχίσθηκαν και το 1934 τελείωσαν οι βασικές εργασίες. Εγκαινιάσθηκε επίσημα το 1936 και αρχικά ονομάστηκε «Β’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον», επειδή εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις υγειονομικές ανάγκες του Β’ Σώματος Στρατού. Μεταπολεμικά πήρε τη σημερινή ονομασία του «404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λάρισας». Στην πίσω πλευρά του ο ακάλυπτος χώρος αντιστοιχεί με το σημερινό πάρκο του Αγίου Αντωνίου, ενώ στο βάθος μόλις διακρίνεται το κτίριο όπου στεγαζόταν η ταξιαρχία Ιππικού. Η υπόλοιπη περιοχή της συνοικίας είναι διάσπαρτη από μικρά ισόγεια κτίσματα, τα οποία αντιστοιχούν σε κατοικίες των ανθρώπων της συνοικίας.
Η χρονολόγηση της φωτογραφίας είναι δύσκολη, καθώς δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία. Είναι σαφώς προπολεμική και βασίζεται στην παρουσία ορισμένων κτιρίων. Πιστεύεται ότι πρέπει να τοποθετηθεί περίπου στα 1935.


[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο ναός του Αγίου Αθανασίου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 2014.
[2]. Είναι το ίδιο πρόσωπο, το οποίο με οικονομική χορηγία του κτίσθηκε το Κουτλιμπάνειο Πολιτικό Νοσοκομείο της Λάρισας.
[3]. Εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1910.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η εβδομαδιαία αγορά της «Τετάρτης»


Η ανατολική πλευρά του λόφου του Φρουρίου. Έκδοση του Γ. Δημητρακόπουλου.  Επιστολικό δελτάριο αρ. 17. Περίπου 1939-40. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.Η ανατολική πλευρά του λόφου του Φρουρίου. Έκδοση του Γ. Δημητρακόπουλου. Επιστολικό δελτάριο αρ. 17. Περίπου 1939-40. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Με την πρώτη ματιά, η άποψη αυτή της Λάρισας φαίνεται να είναι άγνωστη για τον σημερινό κάτοικό της. Πρόκειται για ασυνήθιστη λήψη. Ο φωτογράφος έστησε τον τρίποδα της μηχανής του στο ύψος του πυργίσκου του προπολεμικού ρολογιού της πόλης.
Έστρεψε τον φακό του βορειοανατολικά και κατέγραψε την ανατολική πλευρά του λόφου της Ακρόπολης και την κάτω από τον λόφο περιοχή της Λάρισας, μακριά μέχρι τον Κίσσαβο. Η φωτογραφία κυκλοφόρησε σε επιστολικό δελτάριο (καρτ-ποστάλ) με τον αριθμό 17, από το τοπικό βιβλιοχαρτοπωλείο του Γεωργίου Δημητρακοπούλου και είναι προπολεμική.


Για να μελετήσουμε τη φωτογραφία θα τη διαιρέσουμε νοερά σε τρεις εγκάρσιες ζώνες. Στην κάτω ζώνη αριστερά υπάρχει μικρό αλσύλλιο. Είναι η περιοχή στην οποία μετά τον μεγάλο σεισμό του 1941 ανοικοδομήθηκε η προσωρινή ξύλινη εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου (η γνωστή ως παράγκα), που λειτούργησε, με ορισμένες βελτιώσεις, μέχρι το 1956, όταν εγκαινιάσθηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός. Σήμερα στη θέση αυτή, μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του βυζαντινού ναού του πολιούχου της Λάρισας και πιθανολογείται και ο τάφος του.
Δεξιά διαγράφονται οι στέγες δύο διώροφων κτισμάτων νεοκλασικής γραμμής. Στο δεύτερο, που βρισκόταν επί της σημερινής οδού μητροπολίτου Αρσενίου και στο οποίο τα νεοκλασικά στοιχεία είναι εμφανή στο μικρό τμήμα που διακρίνεται, στεγάζονταν μέχρι το 1935 τα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης και Πλαταμώνος, καθώς και η μητροπολιτική κατοικία [1]. Σήμερα τα κτίρια αυτά έχουν κατεδαφισθεί και στη θέση τους υπάρχουν οι πρόχειρες εγκαταστάσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Στη μεσαία ζώνη αριστερά, πίσω από τα φυλλώματα των δένδρων, μόλις ξεχωρίζει το επάνω τμήμα από το μπεζεστένι. Δεξιότερα διακρίνονται τα πρόχειρα εφήμερα παραπήγματα της υπαίθριας λαϊκής αγοράς που γινόταν στη θέση αυτή κάθε Τετάρτη, γι’ αυτό και είχε επικρατήσει να ονομάζεται από τους Λαρισαίους ο χώρος αυτός «Τετάρτη» και παλαιότερα «Τετράδη». Η αγορά αυτή καθιερώθηκε να γίνεται το 1854, από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμη, όταν τα εσνάφια (συντεχνίες), δηλαδή οι διοικήσεις των επαγγελματικών σωματείων της Λάρισας, αποφάσισαν να επιλέξουν μία ημέρα της εβδομάδας για τη λειτουργία υπαίθριας λαϊκής αγοράς, η οποία θα εξυπηρετούσε και τους παραγωγούς των οικισμών της περιοχής.
Αρχικά επιλέχθηκε από τους χριστιανούς ως ημέρα λειτουργίας το Σάββατο. Στην πρόταση όμως αυτή αντέδρασαν οι Ισραηλίτες της πόλης, γιατί το Σάββατο ήταν γι’ αυτούς ημέρα προσευχής. Γι’ αυτό συμφώνησαν από κοινού Χριστιανοί και Εβραίοι να γίνεται κάθε Παρασκευή. Αλλά τώρα ήταν η σειρά των Οθωμανών κατακτητών να αντιδράσουν και μάλιστα έντονα, γιατί δεν μπορούσαν να βεβηλώσουν την Παρασκευή, που ήταν γι’ αυτούς η ημέρα αυτή ιερή. Έτσι κατέληξαν τελικά να επιλέξουν την Τετάρτη ως ημέρα λειτουργίας της εβδομαδιαίας λαϊκής αγοράς και έτσι λειτουργούσε επί έναν αιώνα περίπου. Επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954), για να νοικοκυρευτεί ο κεντρικός αυτός χώρος από την αναρχία των πρόχειρων παραπηγμάτων, κατασκευάσθηκαν από την Δημοτική αρχή τρεις σειρές από μόνιμα τσιμεντένια υπόστεγα.
Το 1978 τα υπόστεγα αυτά κρημνίστηκαν και σήμερα στη θέση τους έχει δημιουργηθεί η πλατεία δημάρχου Λαμπρούλη, μέσα στον χώρο της οποίας έχουν ενσωματωθεί και τα ανευρεθέντα κατά τις ανασκαφές βυζαντινά μνημεία (ένα μικρός ναός και λουτρά).
Πίσω από την αγορά της Τετάρτης εκτείνεται μια σειρά καταστημάτων τα οποία έχουν πρόσοψη επί της σημερινής οδού Ξάνθου. Είναι όλα ισόγεια, εκτός από ένα τριώροφο κτίσμα στο κέντρο, το οποίο υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον σεισμό του 1941 και οι δύο ετοιμόρροποι όροφοι κρημνίστηκαν.
Στην επάνω ζώνη της φωτογραφίας από αριστερά διακρίνεται ο Μύλος του Παππά, αμέσως μετά ένα μέρος της κοίτης του Πηνειού και στη συνέχεια ο Μύλος του Ιωάννου Τσιμπούκη που δεν υπάρχει σήμερα. Ακολουθεί στο βάθος το Δημοτικό Νοσοκομείο το οποίο είναι διώροφο [2] και έχει πλέον πάρει την οριστική του μορφή.
Στο βάθος πίσω από το Νοσοκομείο διακρίνεται αμυδρά ο οικισμός Καλύβια που υπαγόταν στον Δήμο Λαρίσης και αντιστοιχεί σήμερα στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας. Η εικόνα ολοκληρώνεται πιο πίσω με τα υψώματα της Χασάμπαλης και στο βάθος-βάθος δεσπόζει η κωνική κορυφή της Όσσας.
Από τα εκτεθέντα στοιχεία δεν φαίνεται να είναι δύσκολη η χρονολόγηση της φωτογραφίας. Οδηγός είναι η μορφή του Δημοτικού τότε Νοσοκομείου. Γνωστού όντος ότι ο επάνω όροφος ολοκληρώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1939, η φωτογραφία αυτή πρέπει να είναι της περιόδου 1939-1940.

———————————————
[1]. Μετά τον ερχομό του μητροπολίτου Δωροθέου (1935-1956) στη Λάρισα, αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη ένα ημιτριώροφο οίκημα ιδιοκτησίας Γεωργίου Τσάπανου, το οποίο βρισκόταν δεξιά στον ανηφορικό δρόμο προς τον Λόφο. Σ’ αυτό μεταφέρθηκαν τα γραφεία της Μητροπόλεως και η μητροπολιτική κατοικία. Με τον σεισμό του 1941 ο επάνω όροφος κατέστη ακατοίκητος και το 1957 κρημνίστηκε. Όταν άρχισαν οι εργασίες αποκαλύψεως του Αρχαίου Θεάτρου το κτίριο αυτό ισοπεδώθηκε.
[2]. Μέχρι το 1937 το κτίριο του Δημοτικού Νοσοκομείου ήταν ισόγειο, όπως είχε κτισθεί με δαπάνες του Ιωάννη Κουτλιμπανά το 1889. Τη χρονιά εκείνη ο Λαρισαίος έμπορος Ηλίας Τριανταφύλλου διέθεσε 1.000.000 δραχμές, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη, για την ανέγερση του άνω ορόφου. Η κατασκευή έγινε με σχέδια και επίβλεψη από τον συμπολίτη αρχιτέκτονα Ελευθέριο Κολονέλο. Στα εγκαίνια του ορόφου που έγιναν με κάθε επισημότητα το 1939 παρέστη και ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Γέφυρα του Πηνειού επί Τουρκοκρατίας


Η γέφυρα του Πηνειού όπως ήταν περίπου το 1883. Φωτογραφία του Δημητρίου Μιχαηλίδη από το φωτογραφικό λεύκωμα «Souvenir de Thessalie».Η γέφυρα του Πηνειού όπως ήταν περίπου το 1883. Φωτογραφία του Δημητρίου Μιχαηλίδη από το φωτογραφικό λεύκωμα «Souvenir de Thessalie».

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή φωτογραφία ανήκει στον φωτογράφο από την Αδριανούπολη Δημήτριο Μιχαηλίδη [1]. Χρονολογείται περίπου στα 1883 και αποτυπώνει την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα. Ο φωτογράφος στάθηκε στο ύψωμα όπου βρισκόταν το τζαμί του Χασάν μπέη και έστρεψε τον φακό της μηχανής του προς τον Βορρά.
Η γέφυρα αυτή ήταν, μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1944, σημείο αναφοράς για την πόλη από ξένους και ντόπιους για την ομορφιά και τη χάρη της, στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική ικανότητα του τεχνίτη της. Το πότε κατασκευάστηκε δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο.

Πιστεύεται ότι στην κατάσταση που τη βλέπουμε την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα [2] που είναι γνωστή στον θεσσαλικό χώρο. Ο συσχετισμός του τεμένους, που ανεγέρθηκε προς τιμήν του δίπλα στη γέφυρα που θεωρείται ότι έκτισε, είναι προφανής. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, τα οποία με δυσκολία επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος προστατευόταν σε χαμηλό ύψος (περίπου μέχρι το γόνατο ενός ενήλικα) με βαριά λίθινα στηθαία, κατασκευασμένα από μεγάλες, ογκώδεις και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες κάθετα. Με την απελευθέρωση της Λάρισας, η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα, επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση, λοιπόν, που καταγράφεται στη γέφυρα μετά την απελευθέρωση του 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων.
Στη φωτογραφία που δημοσιεύεται φαίνεται καθαρά η ενίσχυση των στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα και μάλιστα σε περίοδο πλημμύρας. Εκείνο, όμως, που κάνει εντύπωση είναι ότι στο οδόστρωμά της συνωστίζονται κάθε λογής άτομα εν στάσει ή πάνω σε ζώα, με μέτωπο προς τον φωτογραφικό φακό. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στη φωτογραφία είναι η ποικιλία στην ενδυμασία τους. Στρατιωτικές στολές, φουστανελοφόροι με φέσια, αγρότες, φραγκοφορεμένοι, μικρά αγόρια, αποτελούν το ζωντανό στοιχείο της πόλης, πέρα από τα άψυχα κτίσματα και την πλημμυρίδα του νερού.
Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού [3] ανέλαβε να διαπλατύνει και να διορθώσει υψομετρικά τη γέφυρα, να δημιουργήσει πεζοδρόμια και να απομακρύνει τα ογκώδη, αντιαισθητικά και χαμηλά πέτρινα στηθαία. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν ψηλότερα ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ. Με τις βελτιώσεις αυτές κατορθώθηκε να είναι δυνατή η σύγχρονη κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρο το μήκος της και η διαδρομή της να γίνει πιο άνετη και ασφαλής.
Πίσω από τη γέφυρα λόγω της πλημμύρας διακρίνονται μόνον τα υψηλότερα σημεία από το νησάκι. Το νησάκι αυτό ήταν μικρό σε μέγεθος, βρισκόταν στο μέσον της κοίτης του ποταμού, την οποία χώριζε στα δύο και ήταν προσβάσιμο μόνο με βάρκες. Στη δεξιά όχθη παρατηρούμε ότι υπάρχει ανάμεσα σε δένδρα μικρή στεγασμένη κατασκευή, ένα μέρος της οποίας στηρίζεται με ξύλα στον πυθμένα του ποταμού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα καφενεία που υπήρχαν στην περιοχή αυτή του Πηνειού, όπως μας τα περιγράφει ο Βάσος Κυλικάς στη μελέτη του «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935». Γράφει σχετικά σε κάποιο σημείο: «Από το 1881-1885 στη δεξιά όχθη του Πηνειού και κάτω ακριβώς από τη Μητρόπολη [4] υπήρχε σειρά ολόκληρη καφωδείων, που στηριζόταν σε ξύλινους πασσάλους, όπως τα σπίτια στην Κίτρινη θάλασσα [5] και συγκέντρωναν πλείστους Λαρισαίους».
Η ζωή της γέφυρας αυτής, η οποία κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμπλήρωνε σχεδόν 4,5 αιώνες από την κατασκευή της από τον Χασάν μπέη, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά. Τη Μ. Εβδομάδα του 1941 ένα μέρος ανατινάχθηκε από τα νεοζηλανδικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους, για να επιβραδυνθεί η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρησή τους. Η ισχυρή έκρηξη έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.

———————————————
[1]. Είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (Baluk Pazar), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του «Souvenir de Thessalie» με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, μία εκ των οποίων είναι και η δημοσιευόμενη.
[2]. Δηλαδή γέφυρα από την οποία μπορεί να διέρχεται άμαξα. Όλες οι μέχρι τότε γνωστές πέτρινες γέφυρες ήταν στενές. Το ξακουστό γεφύρι της Άρτας ήταν στην Ήπειρο.
[3]. Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897), σελ. 3: «... Κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».
[4]. Εννοεί τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.
[5]. Ο συγγραφέας τα συγκρίνει με τα ξυλόπηκτα σπίτια που αφθονούν και σήμερα σε πολλές φτωχικές συνοικίες στις παράλιες πόλεις της Κίνας.