Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Η Λάρισα στα 1897

Η φωτογραφία που δημοσιεύεται σήμερα είναι από τις παλαιότερες που υπάρχουν με απεικονίσεις της Λάρισας. Είναι δημοσιευμένη στο αγγλικό εβδομαδιαίο πε- ριοδικό “The Illustrated London News”, στο τεύχος της 24ης Απριλίου 1897, σελ. 567, όταν δηλαδή η περιοχή μας ζούσε τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η φω- τογραφία φέρει τον υπότιτλο: “Bridge over the Peneios at Larissa” (Γέφυρα επί του Πηνειού στη Λάρισα). Είναι γνωστό ότι η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσε τις φάσεις του «πολέμου των 33 ημερών», όπως έμεινε στην ιστορία για την ταχύτατη έκβασή του, με μεγάλο ενδιαφέρον. Εφημερίδες και περιοδικά από την Ευρώπη κυρίως, αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν στείλει πολεμικούς ανταποκριτές, για να καλύψουν ειδικά τις διάφορες φάσεις του πολέμου. Μαζί τους είχαν φθάσει καλλιτέχνες σχεδιαστές και φωτογράφοι, οι οποίοι κατέγραφαν εκτός από πολεμικά στιγμιότυπα και τοπία των περιοχών όπου γίνονταν οι μάχες. Οι εικόνες αυτές εμπλούτιζαν τα κείμενα των ξένων εφημερίδων και έτσι οι αναγνώστες είχαν αμεσότερη επαφή με τα γεγονότα. Βάση όλων αυτών των απεσταλμένων, οι οποίοι κάλυπταν τις πολεμικές επιχειρήσεις από την ελληνική πλευρά, ήταν η Λάρισα, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλές απει- κονίσεις της πόλεώς μας από την περίοδο εκείνη. Βέβαια μαζί με τις εικόνες θα βρει κανείς στον ξένο Τύπο της εποχής και περιγραφές της Λάρισας πολύ ενδιαφέρουσες από κάθε άποψη και νομίζω ότι αξίζει τον κόπο κάποια στιγμή να τις αναφέρουμε. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από την αριστερή όχθη του ποταμού, περίπου στο ύψος της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας του Πηνειού, στην περιοχή της λαϊκής της Τετάρτης. Στην κάτω ζώνη της εικόνας διακρίνουμε μέσα στην κοίτη του ποταμού δύο τροχοφόρα (σούστες) με τα άλογά τους και τους οδηγούς όρθιους στο κέντρο της καρότσας. Η πρώτη αίσθηση είναι μήπως είναι βαρελάδες, δηλαδή να συλλέγουν νερό από το κέντρο της ροής του ποταμού, για την μεταφορά τους στην πόλη. Όμως η στάση των οδηγών (μάλιστα ο ένας φοράει και καπέλο)[1]και η έλλειψη βαρελιών από την καρότσα, μας οδηγεί σε απορίες για την εκεί παρουσία τους. Στην επάνω ζώνη απλώνεται όλη η δυτική πλευρά της Λάρισας. Η αριστερή όχθη είναι κατάφυτη. Ανάμεσα στα δένδρα, ιδίως κοντά στη γέφυρα, διακρίνονται διάφορα κτίσματα, σε ένα από τα οποία στεγαζόταν το θέατρο Γκουλιάμα και Νωλέσσα[2]. Επίσης πίσω από τα δένδρα, ψηλά στον λόφο του Φρουρίου μόλις εντοπίζεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου[3]. Στη συνέχεια απεικονίζεται η μεγάλη λίθινη γέφυρα, ένα από τα χαρακτηριστικότερα σημεία της Λάρισας την περίοδο εκείνη. Εδώ η γωνία λήψεως είναι τέτοια ώστε αποτυπώθηκαν μόνον οι τρεις από τις εννέα μεγάλες καμάρες της γέφυρας. Σε άλλα κείμενα την έχουμε περιγράψει με λεπτομέρειες. Εκείνο που μπορούμε να προ- σθέσουμε εδώ είναι ότι το κατάστρωμα της γέφυρας φαίνεται καθαρά ότι έχει διαπλατυνθεί, κατασκευή η οποία είναι γνωστό ότι έγινε από Τάγμα Μηχανικού του Στρατού το 1886. Πάνω καιπίσω από τη γέφυρα απεικονίζεται η δυτική πλευρά του λόφου του Φρουρίου. Έχουν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται βαθμηδόν οι παλιές κατοικίες του Τρανού Μαχαλά και να αντικαθίστανται με νέα μεγάλα κτίρια. Πολύ αχνά διακρίνεται στο βάθος το τριώροφο αρχοντικό του Γιάννη Βελλίδη και δεξιότερα το χάνι των αδελφών Σαχίνη ή Χάνι των Ηπειρομακεδόνων, το οποίο εκείνη την εποχή εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες οι οποίοι μετακινούνταν από την Ήπειρο προς την Μακεδονία και αντιθέτως. Δεξιότερα φαίνεται επίσης με δυσκολία ο πύργος του ρολογιού της πόλεως και αμέσως μετά σε πρώτο πλάνο, επάνω σε μια υπερυψωμένη περιοχή, το τζαμί του Χασάν μπέη. Το τέμενος αυτό ήταν επί τουρκοκρατίας το επίσημο, το μητροπολιτικό θα λέγαμε, της Γενή-σεχήρ(Λάρισας) και ένα από σπουδαιότερα του ελληνικού χώρου[4]. Σε αντιπαράθεση με παλαιότερη φωτογραφία του 1884 φαίνεται ότι έχει αναμορφωθεί το πρόπυλο του τζαμιού. Μετά το 1881, όταν πολλές τουρκικές οικογένειες εγκατέλειψαν τη Λάρισα, το τέμενος αυτό είχε σταματήσει να λειτουργεί και τις θρησκευτικές ανάγκες όσων μουσουλμάνων είχαν απομείνει στην πόλη εξυπηρετούσε το νέο τέμενος (Γενή τζαμί) που βρισκόταν στην πλατεία Ανακτόρων. Είναι αυτό που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Το τζαμί του Χασάν μπέη κατεδαφίσθηκε το 1908 από την Μουσουλμανική Κοινότητα της Λάρισας και στη θέση του προπολεμικά λειτούργησε το εξοχικό κέντρο «Πευκάκια». Πριν μερικές δεκαετίες ο λοφίσκος αυτός ισοπεδώθηκε και στην θέση του υψώθηκαν, τι άλλο; πολυκατοικίες.
 [1]. Ορισμένες λεπτομέρειες της φωτογραφίας στο δημοσιευόμενο κείμενο δεν μπορεί να διακριθούν. Είναι όμως προσιτές με μεγεθυντικό φακό ή κατά την επεξεργασία της εικόνας στον υπολογιστή.
 [2]. Κυλικάς Βάσος, Η Μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι σήμερα, Αύγουστος 1935. Ανέκδοτο χειρόγραφο του μουσικόφιλου φαρμακοποιού στο οποίο καταγράφει τη μουσική ζωή της πόλεως κατά τη διάρκεια των πενήντα χρόνων από την απελευθέρωσή της.
 [3].Πρόκειται για την Βασιλική του Καλλιάρχη όπως έμεινε γνωστή, επειδή το 1974, έπειτα από πολλές προσπάθειες, ο μητροπολίτης Διονύσιος ο Καλλιάρχης φρόν- τισε για την ανοικοδόμησή της.
 [4].Το ονόμαζαν πράσινο τζαμί, προφανώς από την παρουσία πράσινων κιόνων ατρακηνού λίθου, οι οποίοι προέρχονταν από τα λατομεία της γειτονικής Χασάμ- παλης. nikapap@hotmail.com

ελευθερία λάρισας


     

Σύμφωνα με μια παράδοση που υπάρχει στο Άγιο Όρος η εικόνα αυτή δεν πρέπει να βγεί ποτέ εκτός Αγίου Όρους. Αν θα γίνει κάποια στιγμή αυτό, θα σημάνει και το τέλος του Αγίου Όρους. Θεωρείται μια από τις πιο θαυματουργές εικόνες.Τα τάματα που γίνονται για την χάρη της σε καθημερινή βάση από την Ελλάδα, αλλά και όλο τον κόσμο είναι πάρα πολλά..»Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Στην Ιερά Μονή των Ιβήρων βρίσκεται η θαυματουργή Εικόνα Πορταΐτισσα, η οποία κατά την παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Έχει διαστάσεις 137 εκατοστά ύψος και 94 πλάτος, το δε βάρος 96 κιλά, μαζί με τα αναθήματα και τα λοιπά. Η αυστηρή έκφραση του ιερού προσώπου Της, τονιζόμενη από την επιβλητική, καθηλωτική ματιά Της, προξενεί το δέος.
Δόθηκε το προσωνύμιο τούτο στην Παναγία, επειδή είναι τοποθετημένη η ιερά εικόνα στο παρεκκλήσιο της μονής Ιβήρων που ευρίσκεται αριστερά της κεντρικής Πύλης.
Αυτή η εικόνα ήταν κτήμα μιας ευλαβούς χήρας στη Νίκαια, όταν εικονομάχοι στρατιώτες την ανακάλυψαν στο σπίτι της, μπροστά απ’ την οποία έκαιγε ακοίμητη καντήλα. Με την υπόσχεση χρημάτων η σώφρων χήρα πήρε μια μέρα παράταση και τη νύχτα έριξε, με το γιό της μαζί, την Εικόνα στη θάλασσα, η οποία ξαφνικά στάθηκε όρθια και έπλεε προς την Ελλάδα. Εκείνος ο γιος, για να μη τον συλλάβουν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Άγιο Όρος. Κανείς δεν ξέρει που βρισκόταν 170 χρόνια η Εικόνα, απ’ το 829 που έπεσε στη θάλασσα ως το 1004 που βγήκε στην Ιβήρων.
Iviron3
Κάθονταν οι παλαιοί άγιοι Γέροντες της Ιβήρων και μιλούσαν περί σωτηρίας ψυχής, όταν ξαφνικά βλέπουν μέσα στη θάλασσα μια λάμψη. Μαζεύτηκαν όλοι οι Μοναχοί του Όρους, και με βάρκες θέλησαν να πάνε στο περίεργο και θαυμαστό σημείο. Μπόρεσαν μόνο να διακρίνουν ότι ήταν μία εικόνα της Θεοτόκου, διότι όσο πλησίαζαν τόσο η εικόνα απομακρυνόταν. Όποτε οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία και ικέτευαν θερμώς τον Πανάγαθο να τους επιτρέψει να πάρουν την αγία Εικόνα. Πράγματι ο Θεός άκουσε τη δέηση τους και απάντησε ως έξης.
Έξω απ’ το Μοναστήρι ασκήτευε κάποιος Μοναχός Γαβριήλ από  την Ιβηρία. Ήταν απλός, αναχωρητής, αδιαλείπτως έλεγε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό και ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η τροφή του ήταν τα βότανα του βουνού και ποτό του το νερό και μέρα-νύχτα μελετούσε το νόμο του Κυρίου. Ενώ προσευχόταν, νύσταξε λίγο, έκλεισε τα μάτια του και βλέπει την αγία Θεοτόκο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και του λέει «πήγαινε στο Μοναστήρι σου και πες στον ηγούμενο ότι ήρθα για να τους δώσω την εικόνα μου» μετά βάδισε στη θάλασσα, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη και πρόνοια που έχω στο Μοναστήρι σας. Μόλις είπε αυτά η Παναγία, χάθηκε απ’ τα μάτια του Γαβριήλ.
Μετά πήγε στο Μοναστήρι, είπε το νέο και οι Πατέρες με πομπή και Θεομητορικούς ύμνους πήγαν προς την παραλία. Ο Γέρων Γαβριήλ περπάτησε λίγο στη θάλασσα και αμέσως η εικόνα ήρθε στην αγκαλιά του. Οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και χαρά την υποδέχτηκαν και έκαμαν ολονύκτιες αγρυπνίες και δεήσεις και Λειτουργίες επί τρία μερόνυχτα, για να ευχαριστήσουν τον Θεό και την Παναγία. Την έβαλαν στο ναό της Μονής, αλλά εκείνη έφευγε και στεκόταν πάνω από την πύλη του Μοναστηριού. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία στον Γέροντα Γαβριήλ και του λέει:
«Πες στον ηγούμενο να παύσετε να με πειράζετε, διότι δεν ήρθα στο Μοναστήρι για να με φυλάτε σεις, αλλά ήρθα για να γίνω εγώ φύλακας και φρουρός σας και σ’ αυτήν και στην μέλλουσα ζωή και όσοι θα ζήσουν με ευλάβεια και φόβο Θεού και δεν αμελούν στην απόκτηση των αρετών, και τελειώσουν την πρόσκαιρη ζωή τους σ’ αυτόν τον τόπο, ας έχουν θάρρος και να μη φοβούνται την κόλαση διότι αυτή τη χάρη ζήτησα από τον Θεό και Υιό μου και την πήρα. Ως επιβεβαίωση των λόγων μου σας δίνω αυτό το σημείο, όσο βλέπετε την εικόνα μου στο Μοναστήρι σας, δεν θα λείψει απ’ το Όρος τούτο η χάρις και το έλεος του Υιού μου και Θεού».
Όταν τα άκουσε αυτά ο ασκητικός και θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ έρχεται βιαστικά στο Μοναστήρι και τα αναφέρει στον ηγούμενο ο όποιος χάρηκε πολύ, συνάθροισε την αδελφότητα και διατάζει να κτισθεί στην είσοδο της Μονής ειδικό παρεκκλήσιο για την φύλακα της Μονής θαυματουργή Εικόνα.
Λέγεται, μάλιστα, ότι εάν χαθεί η εικόνα από την θέση της, τότε θ’ αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την δευτέρα παρουσία του Κυρίου μας. Η Αγία αυτή εικόνα φέρει στο κάτω μέρος της σιαγόνος της Θεοτόκου μία ουλή από το μαχαίρι ενός πειρατή. Από την ουλή αυτή έρευσε αίμα, το οποίο πηγμένο διακρίνεται και σήμερα επάνω στην εικόνα.
Πηγή: Σημεία των Καιρών


ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Ο στρατιωτικός ναός της Μεταμορφώσεως Η σημερινή εικόνα είναι οικεία για τους Λαρισαίους. Απεικονίζει τον στρατιωτικό ναό της Μεταμορφώσεως, που κτίσθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στους στρατώνες Πεζικού-Ιππικού του Β’ Σώματος Στρατού. Σήμερα στον χώρο αυτόν βρίσκεται το στρατόπεδο της Ιης Στρατιάς. Η φωτογραφία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Βολιώτη φωτογράφου Νικολάου Στουρνάρα και φέρει τον αριθμό 481. Ο Νικόλαος Στουρνάρας γεννήθηκε στο Βόλο το 1918. Ήταν το δεύτερο αγόρι τού πολύ γνωστού ζωγράφου, φωτογράφου Στέφανου Κ. Στουρνάρα, ο οποίος ήταν από τους σπουδαιότερους εκδότες επιστολικών δελταρίων στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικές οι κάρτες σε απόψεις του Βόλου με την παρουσία των δύο παιδιών του να στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο και κοντά τους ο σκύλος της οικογένειας. Με τον θάνατο του Στέφανου Στουρνάρα το 1928, η επιχείρηση περιήλθε στη σύζυγό του Μαρία, μέχρις ότου τα ανήλικα παιδιά του ο Κωνσταντίνος (1914-1965) και ο Νικόλαος(1918-1993) ενηλικιωθούν και αναλάβουν από κοινού το φωτογραφείο του πατέρα τους. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής ο Νικόλαος Στουρνάρας κατέγραψε με το φωτογραφικό του φακό σκηνές και γεγονότα από την παρουσία των κατακτητών στην χώρα μας και από την αντίσταση, που παραμένουν ιστορικά ντοκουμέντα. Το 1948 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ενώ στον Βόλο συνέχισε ο μεγαλύτερος αδελφός του μέχρι το 1965 που πέθανε. Στην Αθήνα ο Νικόλαος Στουρνάρας άνοιξε φωτογραφείο και μετά από λίγο καιρό όργωσε την Θεσσαλία και πολλές περιοχές της Ελλάδας και κατέκλυσε την αγορά με δικές του κάρτες. Οι κάρτες της Λάρισας είναι πολλές, αριθμημένες, με επανειλημμένες εκδόσεις και χρονολογούνται στη δεκαετία 1950-1960. Στη Λάρισα είχε στενούς φιλικούς και πνευματικούς δεσμούς με τον φωτογράφο Γεώργιο Βαλσάμη, ο οποίος βάπτισε το ένα παιδί του. Με την σύζυγό του Αικατερίνη απέκτησε δύο παιδιά, το 1948 τον Στέφανο και τον 1953 την Μαρία. Πέθανε στην Αθήνα το 1993, αφού παρέδωσε τη σκυτάλη στα παιδιά του. Η φωτογραφία που δημοσιεύεται μαζί με το σημερινό κείμενο, αποτυπώνει τη νοτιοδυτική πλευρά του ναού της Μεταμορφώσεως λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του. Η εκκλησία προβάλλεται ανάμεσα από κλαδιά δένδρων, δεξιά μόλις διακρίνεται ένα τμήμα του τοιχίου της πισίνας που υπήρχε στη θέση αυτή και η οποία την περίοδο εκείνη γνώριζε τα καλοκαιρινά βράδια μεγάλη κοσμική κίνηση, με χορούς και ορχήστρα ελαφράς μουσικής από στρατιώτες. Το κωδωνοστάσιο δεν έχει ακόμα κατασκευασθεί. Εκείνο όμως που προ- καλεί εντύπωση είναι το κομμάτι της Λάρισας που διακρίνεται στο βάθος. Χαμηλά, φτωχικά σπίτια προβάλλουν στον ορίζοντα και η σημερινή λεωφόρος Πολυτεχνείου δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Η ιστορία του ναού είναι ενδιαφέρουσα. Η ιδέα για την ανέγερσή του μέσα στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Β’ Σώματος Στρατού ήταν του αρχιμανδρίτη Αυγουστίνου Καντιώτη[1], ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν στρατιωτικός ιεροκήρυκας στο Γραφείο Χριστιανικής Διαφωτίσεως (Β-10) του Β’ Σώματος Στρατού. Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο μεγάλο αυτό στρατόπεδο, είχε διαπιστώσει την έλλειψη ναού. Απευθύνθηκε στο στρατηγό Π. Καλογερόπουλο, διοικητή τότε του Β’ Σώματος Στρατού και αυτός ανταποκρίθηκε αμέσως στην πρότασή του. Συνέστησε επιτροπή από τους αξιωματικούς Λέκκα και Βενιέρη του μηχανικού κλάδου, Ζήση και Κωστόπουλου του οικο- νομικού κλάδου και Φαληρέα του Ιππικού, οι οποίοι μέσω εράνων μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών του Β’ Σώματος Στρατού, του λαού του θεσσαλικού χώρου και διαφόρων προσφορών από ιδρύματα και οργανισμούς, συγκέντρωσαν χρήματα για την ανέγερσή του. Τα σχέδια του ναού έγιναν από τον αρχιτέκτονα-στρατιωτικό Αλέξανδρο Παπαγεωργίου ενώ μηχανικός ανέλαβε ο Σταύρος Τσάκωνας και αφιερώθηκε στη Μεταμόρφωση του Χριστού. Αρχιτεκτονικά το σχέδιό της ακολουθούσε τα βυζαντινά πρότυ- πα, με μεγάλο τρούλο και ωραίες καμπύλες γραμμές. Η τελετή θεμελιώσεως του ναού έγινε με επισημότητα στις 4 Απριλίου του 1948 και μέσα σε 16 μήνες, χρόνο ρεκόρ για τις συνθήκες της εποχής εκείνης, αποπερατώθηκεπλήρως η κτιριακή κατασκευή εξωτερικά όπως την αντικρίζουμε σήμερα. Συγχρόνως διαρρυθμίστηκε το εσωτερικό του με την κατασκευή των απαραίτητων στοιχείων κάθε ναού(τέμπλο, εικόνες, προσκυνητάρια, στασίδια και λοιπά ιερά σκεύη). Στις 6 Αυγούστου 1949, ημέρα που η εκκλησία εορτάζει την Μεταμόρφωση του Χριστού, εγκαινιάσθηκε από τον μητροπολίτη Λαρίσης Δωρόθεο [2] (1935-1956) με μεγάλη επισημότητα. Σήμερα ο ναός αυτός αποτελεί ένα από τα σπουδαι- ότερα θρησκευτικά μνημεία της Λάρισας γιατί με πρωτοβουλία του διοικητού του Β’ Σ. Σ. στρατηγού Καλογερόπουλου διακοσμήθηκε ολόκληρος με τοιχογραφίες και εικόνες του διακεκριμένου Λαρισαίου ζωγράφου και αγιογράφου Αγήνορα Αστεριάδη, φιλοτεχνημένες σύμφωνα με ταπαλαιά βυζαντινάπρότυπα, όπως ακριβώς είναι και ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του. Στη συνέχεια κατασκευάσθηκε κομψό καμπαναριό σε μικρή απόσταση από την νοτιοδυτική γωνία του ναού, στον ίδιο ρυθμό με τον ναό και από τότε μαζί με τους στρατιωτικούς, προσέρχονται σ’ αυτόν καιπολλοί Λαρισαίοι για ναπροσευχηθούν, καθώς εξυπηρετείται τακτικά από ιερείς που ανήκουν στο στρατιωτικό σώμα. [1]. Ο Αυγουστίνος Καντιώτης (1907-2010) είχε κάνει αισθητή την παρουσία του τότε στην πόλη μας με τα φλογερά κηρύγματά του στους ναούς της Λάρισας και οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται σαν έναν μαχητικό ιεροκήρυκα. Το 1950 βρέθηκε στην Αθήνα και διετέλεσε ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1967 εκλέχθηκε από την αριστείνδην Ιερά Σύνοδο της επτα- ετίας μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, διακρινόμενος πάντοτε από την ίδια δυναμική ιδιοσυγ- κρασία. Πέθανε το 2010 σε ηλικία 103 ετών. [2]. Ο Δωρόθεος Κοτταράς μετατέθηκε στη Λάρισα το 1935 και έπειτα από θητεία 21 ετών στο θρόνο της, εκλέχθηκε το 1956 από την Ιερά Σύνοδο αρχιεπίσκοπος Αθηνών καιπάσης Ελλάδος. Όμως την επόμενη χρονιά (26 Ιουλίου 1957) απεβίωσε σε νοσοκομείο της Στοκχόλμης από ανίατη ασθένεια



ελευθερία λάρισας
                                                                    Ο.Υ.Η.Λ.

Η ιστορία που λέγεται ΟΥΗΛ (Οργανισμός Υδρευσης Ηλεκτροφωτισμού Λάρισας) έχει βαθιές τις ρίζες της στον χρόνο. Ο ιστορικός-ερευνητής κ. Νίκος Παπαθεοδώρου παραθέτει στην «ΕτΔ» κάποια ενδιαφέροντα κομμάτια της ιστορίας του ΟΥΗΛ. Το θέμα Ύδρευση είχε τεθεί για την πόλη της Λάρισας από πολύ νωρίς. Υπάρχουν δημοσιεύματα εφημερίδων του 1892 όπου αναφέρεται πως το ζήτημα διοχέτευσης ύδατος από τον Πηνειό πρέπει να θεωρείται λυμένο. Βέβαια αυτό αποδείχθηκε τελικά ουτοπία. Τον Μάρτιο του 1909, έπειτα από ανταλλαγές απόψεων και έντονες συζητήσεις, το Δημοτικό Συμβούλιο με δήμαρχο τον Αχιλλέα Αστεριάδη, έλαβε την απόφαση να αναθέσει στην εταιρία «Πηνειός» του ομίλου Ανεμογιάννη, την εκτέλεση έργων ύδρευσης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με κύριο αντικείμενο τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης και την εκμετάλλευση τους από την εταιρία για πενήντα χρόνια. Όλοι θεωρούσαν την περίοδο εκείνη ότι ο ηλεκτροφωτισμός και η ύδρευση της Λάρισας δεν αποτελούσαν πολυτέλεια, αλλά επείγουσα ανάγκη. Όμως οι μικρές οικονομικές δυνατότητες της εταιρίας αυτής δεν της επέτρεψαν να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της και να εκτελέσει τα έργα τα οποία είχε συμφωνήσει με τον Δήμο. Αναγκάσθηκε λοιπόν το 1912 να εκχωρήσει τη σύμβαση στη γαλλική εταιρία «Omnium». Στη διαδικασία παραχώρησης ενώπιον συμβολαι- ογράφου των Αθηνών δεν παρευρέθηκε αντιπρόσωπος της Δημοτικής αρχής της Λάρισας, έγινε όμως μετά από συμφωνία με τον Δήμο Λαρίσης. Οι συζητήσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο γύρω από το θέμα της σύμβασης αυτής ήταν ατέρμονες, όπως συμπεραίνεται και από την ανάγνωση των Πρακτικών και τελικά οδήγησαν σε έκπτωση από το δημαρχιακό αξίωμα του δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη. Η «Omnium» κατόρθωσε το 1914 να ηλεκτροδοτήσει μόνο το κεντρικό τμήμα της πόλεως και έτσι οι Λαρισαίοι «είδον το φώς το αληθινόν», όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής. Παρ’ όλα αυτά όμως, τα χρόνια περνούσαν και η «Omnium» δεν προχωρούσε τα έργα. Οι προ- σπάθειες ανάπτυξης του ηλεκτροφωτισμού είχαν τελματώσει, ενώ τα έργα της ύδρευσης δεν είχαν ακόμα αρχίσει. Ο Μιχαήλ Σάπκας με την ανάληψη της δημαρχίας το 1914 διαμαρτυρή- θηκε έντονα για τη στασιμότητα της γαλλικής εταιρίας. Οι «βαρελάδες» οι οποίοι είχαν εν τω μεταξύ αντικαταστήσει του «σακατζήδες», εξακολουθούσαν να διανέμουν το νερό που αντ- λούσαν από την κοίτη του Πηνειού στους δρόμους της πόλης, χωρίς καμιά υγιεινή προφύ- λαξη. Αλλά καθώς την εποχή αυτή μαίνονταν οι μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλ- λική εταιρία διέκοψε τις κατασκευαστικές εργασίες της, οι οποίες εξ άλλου δεν είχαν προ- χωρήσει σημαντικά, επειδή τα υψηλόβαθμα στελέχη και οι μηχανικοί της, Γάλλοι υπήκοοι οι περισσότεροι, επέστρεψαν στη χώρα τους για να πάρουν μέρος στις πολεμικές επιχειρή- σεις. Έτσι τα έργα του ηλεκτροφωτισμού και της ύδρευσης της πόλης λίμνασαν. Με το τέλος του πολέμου η εταιρία φάνηκε να μην δείχνει καμία διάθεση να συνεχίσει τα έργα. Ο κίνδυνος επομένως να βρεθεί η πόλη στο σκοτάδι ήταν πολύ μεγάλος. Έτσι ο Δήμος αναγκάσθηκε τον Οκτώβριο του 1924 να κηρύξει την «Omnium» έκπτωτη και εν συνεχεία να την εξαγοράσει. Στο σημείο αυτό ανέλαβαν πρωτοβουλία προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας και επαγγελματικές οργανώσεις. Όλοι αυτοί προχώρησαν στην ίδρυση συνε- ταιρισμού καταναλωτών με την επωνυμία Ε.Υ.Η.Λ., «Εταιρία Υδρεύσεως και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης». Τον Ιούνιο του 1925 εξαγόρασαν από την «Omnium» το προνόμιο και τις εγκαταστάσεις που είχε στην πόλη. Όμως η απομάκρυνσή της δεν υπήρξε ειρηνική. Η ειδησεογραφία της εποχής αναφέρει ότι ο Σάπκας, επικεφαλής ομάδος πολιτικών «μπράβων», κατέλαβε πραξικοπηματικά τα γραφεία της «Omnium», τα οποία βρίσκονταν εκεί όπου οικοδομήθηκε σήμερα το Δημοτικό Θέατρο και παλαιότερα ήταν το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Ο.Υ.Η.Λ. Δύο μήνες μετά, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, η Ε,Υ.Η.Λ. έλαβε νομική υπόσταση με τη δημοσίευση του καταστατικού της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνήλθε σε σώμα και η προεδρία του διοικητικού συμβουλίου ανατέθηκε στον Μιχαήλ Σάπκα. Πρώτη φροντίδα της εταιρίας ήταν να αγορασθούν νέες ισχυρές πετρελαιομηχανές και να τεθεί σε υγιείς βάσεις ο κανονισμός λειτουργίας της. Λίγους μήνες αργότερα, στις δημοτικές εκλογές της 25ης Οκτωβρίου 1925, ο Μιχαήλ Σάπκας εκλέχθηκε δήμαρχος, και φυσικά παραιτήθηκε από πρόεδρος της εταιρίας. Έτσι τώρα από άλλη θέση βρήκε την ευκαιρία να δραστηριοποιηθεί για την πρόοδό της. Εισηγήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο την «καθ’ υπεροχήν συμμετοχήν του Δήμου Λαρίσης» στα οικονομικά της εταιρίας και αναλώθηκε προσωπικά στη δύσκολη εξεύρεση πόρων μέσω τραπεζικών δανείων, με τη μεσολάβηση πολιτικών προσώπων. Τελικά, με κόπους και θυσίες ο Μιχ. Σάπκας κατόρθωσε να αντιπαλέψει τα εμπόδια, να ολοκληρώσει τα έργα Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού, να κατασκευάσει στον χώρο που είχε η «Omnium» το κτίριο που θα στε- γαζόταν το μεγάλο εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, να ολοκληρωθεί ο Υδατόπυργος και η πόλη να έχει στη διάθεσή της άφθονο και υγιεινό νερό και φως για τις ανάγκες των κατοίκων της. Έτσι όνειρα και προσδοκίες ετών εκπληρώθηκαν με επιτυχία μέχρι το 1930. Όταν πλέον όλα ήταν έτοιμα ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας προσκάλεσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο να εγκαινιάσει τα έργα την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου του 1930. Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες της ημέρας ο πρωθυπουργός περιηγήθηκε την περιοχή του Υδατόπυργου με ξεναγό τον διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών Αντώνιο Φασούλα, μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο, συνοδευόμενο από τον Δήμαρχο και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες. Η τελετή των εγκαινίων έγινε στην αίθουσα του Εργοστασίου Ηλεκτροφωτισμού στην οδό Κουμουνδούρου, όπου σήμερα δεσπόζει το ημιτελές κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου. Προηγήθηκε αγιασμός από τον μητροπολίτη Λαρίσης Αρσένιο, ακολούθησαν οι ομιλίες του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας Μιχαήλ Μπούρα, του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα και του Ελευθερίου Βενιζέλου και εν συνεχεία ο πρωθυπουργός έθεσε σε κίνηση τη μηχανή του ηλεκτροφωτισμού και άνοιξε τη βρύση, από το νερό της οποίας ράντισε το πλήθος των παρισταμένων. Μετά το τέλος της τελετής, ενθουσιασμένος ο Βενιζέλος από το γεγονός ότι ολόκληρο το έργο ύδρευσης της πόλης, αξίας 20 εκατομμυρίων δραχμών, εκτελέσθηκε αποκλειστικά από οικονομικούς πόρους των πολιτών και του Δήμου, χωρίς καμία κρατική ενίσχυση, κάλεσε τους Αθηναίους δημοσιογράφους οι οποίοι τον συνόδευαν και τους είπε τα εξής κολακευτικά λόγια για τον δήμαρχο και τους πολίτες της Λάρισας: «Να γράψετε παρακαλώ εις τας εφημερίδας σας, ότι τα έργα της Υδρεύσεως και του Ηλεκτροφωτισμού της Λαρίσης εξετελέσθησαν δια μόνον των οικονομικών δυνάμεων του τόπου, επί τη βάσει μόνον ενός ιδιοτύπου νόμου, την έκδοσιν του οποίου προεκάλεσεν ο Δήμος Λαρίσης και να καλέσητε τους Δημάρχους όλων των πόλεων της Ελλάδος να λάβουν ως υπόδειγμα εις την εκτέλεσιν δημοτικών έργων την Λάρισαν». Και δεν ήταν μόνον αυτό. Επιστρέφοντας ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως στην Αθήνα, απέστειλε στον Σάπκα επαινετική επιστολή: Η αγαστή συνεργασία μεταξύ των δύο συνεχίσθηκε. Ο δήμαρχος ζήτησε τον Ιούλιο του 1931, μέσω του Γενικού Διευθυντού του πολιτικού του γραφείου Π. Τσιμπιδάρου, τη βοήθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου για την ατελή εισαγωγή διαφόρων υλικών σχετικών με την ύδρευση της Λάρισας και η βοήθεια από την Κυβέρνηση ήλθε ταχύτατα. Στις 10 Φεβρουαρίου 1932 άρχισε η λειτουργία των λουτρών της Ηλεκτρικής Εταιρείας, τα οποία βρισκόταν στη Β.Δ. γωνία του οικοπέδου του ΟΥΗΛ, στη γωνία των οδών Κουμουνδούρου και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Ανθίμου Γαζή). Όπως διαβάζουμε στην ειδησεογραφία της εποχής, είχαν κατασκευασθεί με το ευ- ρωπαϊκότερον σύστημα και λειτουργούσαν καθημερινά (και Κυριακές) από τις 8 το πρωί μέχρι στις 9 το βράδυ. Τα λουτρά εξακολούθησαν τη λειτουργία τους και μεταπολεμικά, μέχρι την παραχώρηση του ηλεκτροφωτισμού της πόλεως στη ΔΕΗ.

ελευθερία λάρισας

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Τα Ταμπάκικα, η σημερινή συνοικία Αμπελοκήπων. Φωτογραφία από επιστο λικό δελτάριο του Νικολάου Μούσιου. Περίπου 1946-1950.



Τα Ταμπάκικα Στη μνήμη του φίλου Μάκη Μούσιου, για τον ένα χρόνο από τον χαμό του Ας μου το συγχωρήσουν οι φίλοι αναγνώστες επειδή το σημερινό σημείωμα έχει κάποιο προσωπικό χαρακτήρα. Στη ζωή μας γνωρίζουμε ανθρώπους απλούς, άδολους, οι οποίοι όμως ξεχειλίζουν από αγάπη και εκτίμηση προς τους φίλους και τους συνανθρώπους τους και την αγάπη αυτή πρέπει κανείς με κάποιο τρόπο να τους την ανταποδώσει. Στις 25 Μαΐου φέτος, κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα. 53 δημοσιεύματα στην καθημερινή εφημερίδα της Λάρισας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ κάθε Τετάρτη, κατά το έτος 2014», καθώς βρισκόμουν στο φουαγιέ του Δημοτικού Ωδείου με πλησίασε διστακτικά μια κυρία που δεν γνώριζα. Με ευγενικό τρόπο μου συστήθηκε ως Χάιδω Βαλσάμη- Πανέλα, κόρη του γνωστού φωτογράφου της Λάρισας Γεωργίου Βαλσάμη και εξαδέλφη του αείμνηστου φίλου μου δικηγόρου Μάκη Μούσιου. Επί πλέον μου παρέδωσε και μεγάλο φάκελο, μέσα στον οποίο υπήρχαν αυθεντικές φωτογραφίες και αντίγραφά τους, τόσο του πατέρα της Γεωργίου Βαλσάμη, όσο και του πατέρα του εκλιπόντος δικηγόρου φίλου μου, Νικολάου Μούσιου. Μπορώ να πω ότι η χειρονομία αυτή με συγκίνησε το ίδιο όσο και η παρουσίαση του βιβλίου που επακολούθησε. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα η ίδια ευγενική κυρία μού πρόσφερε μια σειρά από αντίγραφα φωτογραφιών του Νικολάου Μούσιου, αναφέροντας με συγκίνηση ότι επιτελεί μια πράξη που θα ήθελε πολύ να την είχε κάνει ο ίδιος ο Μάκης, αλλά η αιφνίδια εκδημία του πριν ένα χρόνο, είχε ματαιώσει οριστικά τα σχέδια που είχαμε κάνει για το αρχείο των φωτογραφιών που διέθετε. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την κατά διαστήματα ανιδιοτελή προσφορά των απογόνων των οικογενειών Δαφνοπούλου, Βαλσάμη και Μούσιου, σημαντικού μέρους του φωτογραφικού τους αρχείου προς εμπλουτισμό των συλλογών του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας. Μια προσφορά ουσίας για την ιστορία της φωτογραφίας και των φωτογράφων της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Και μια προσφορά-υπόδειγμα σε όσους θέλουν να διαφυλαχθούν για πάντα, να αναδειχθούν, να αξιοποιηθούν και να μην καταστραφούν τα οικογενειακά τους αρχεία. Με την ευκαιρία του σημερινού ετησίου μνημοσύνου του Γεράσιμου (Μάκη) Μούσιου θα πρέπει να αποκαλύψω ότι με τον εκλιπόντα σχεδιάζαμε να γράψουμε μαζί την ιστορία της οικογενειακής δυναστείας των φωτογράφων, η οποία ξεκινάει από τον Ιωάννη Παντοστόπουλο, συνεχίζεται στον Γεράσιμο Δαφνόπουλο και την αδελφή του Ελένη και ολοκληρώνεται με τους Γεώργιο Βαλσάμη, Δημήτριο Αρετόπουλο, Νικόλαο Μούσιο και τους διαδόχους τους. Επειδή πριν από μερικές δεκαετίες έκλεισε αυτός ο κύκλος των μεγάλων φωτογράφων της ονομαστής οικογένειας, θεωρήθηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να καταγραφεί σε μια πολυσέλιδη μελέτη και να εκδοθεί, η προσωπική και επαγγελματική διαδρομή των ατόμων που αποτύπωσαν στη φωτογραφική πλάκα τις προσωπογραφίες σημαντικών, αλλά και απλών καθημερινών ανθρώπων και διέσωσαν τοπία και απόψεις της Λάρισας μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Όμως «αι βουλαί του Κυρίου» όρισαν αλλιώς. Παρ’ όλα αυτά με τη βοήθεια του αρχείου του που άφησε, την ολόθερμη συμπαράσταση της Χάιδως Βαλσάμη-Πανέλα και των άλλων συγγενών της οικογένειας και κρατώντας την υπόσχεση που είχα δώσει στον Μάκη, υπόσχομαι ότι η επιθυμία του θα εκπληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η σημερινή φωτογραφία προέρχεται από ένα επιστολικό δελτάριο του πατέρα του Μάκη, Νικόλαο Μούσιο. Ο τελευταίος γεννήθηκε το 1911 στον Βόλο και επειδή ο πατέρας του Γεώργιος πέθανε το 1915 σε νεαρή ηλικία, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 4 ετών, μετακόμισε οικογενειακώς στη Λάρισα, κοντά στον αδελφό της μητέρας του Γεράσιμο Δαφνόπουλο. Όταν ενηλικιώθηκε ταξίδευσε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, κοντά στη θεία του Ελένη Δαφνοπούλου και τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν με επιτυχία φωτογραφείο. Κοντά τους φρόντισε στο μικρό διάστημα που έμεινε μαζί τους, να τελειοποιήσει τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφική τέχνη που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου Δαφνόπουλου στη Λάρισα. Όταν ο τελευταίος πέθανε το 1935, ο Νικόλαος Μούσιος ήταν ήδη επαγγελματικά έτοιμος να αναλάβει το φωτογραφείο του θείου του μαζί με τον Δημήτριο Αρετόπουλο. Όμως ο Νικόλαος Μούσιος, όπως και ο πατέρας του Γεώργιος, πέθανε νεότατος το 1951 σε ηλικία 40 ετών. Εν αντιθέσει με τους άλλους φωτογράφους της οικογένειας οι οποίοι καταγίνονταν αποκλειστικά με τη φωτογραφία-πορτραίτο μέσα στο φωτογραφικό εργαστήριο, ο Νικόλαος Μούσιος ήταν επιπλέον και φωτογράφος τοπίου. Έχουν διασωθεί φωτογραφίες του σε επιστολικά δελτάρια. Τα δελτάρια αυτά είναι μικρού σχήματος δίπτυχα και στο εσωτερικό τους έχουν ένα λεπτό δίπτυχο χαρτί για την αναγραφή των ευχών και άλλων ειδήσεων του αποστολέα. Και τα δύο δίπτυχα συγκρατούνται από μια λεπτή δίχρωμη κλωστή από άσπρο και μπλε χρώμα. Στο εξωτερικό τμήμα του πρώτου φύλλου είναι επικολλημένες μικρού μεγέθους φωτογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν συνήθως τοπία της Λάρισας. Σε μερικές εξ αυτών σημειώνεται από κάτω η λεζάντα με την υπογραφή του, ενώ άλλες είναι χωρίς επεξήγηση της φωτογραφίας και υπογραφή. Δεν μπορώ ακόμη να υπολογίσω με ακρίβεια τον αριθμό των καρτών του. Πάντως δεν πρέπει να είναι πολλές και μέχρι στιγμής έχω εντοπίσει περί τις δέκα. Η σημερινή εικόνα απεικονίζει τη συνοικία Ταμπάκικα από μια ασυνήθιστη γωνία. Ο φωτογράφος στάθηκε στη βόρεια πλευρά του λόφου της Ακροπόλεως (Φρουρίου), στο ύψος του σημερινού Ηρώου και αποτύπωσε με τον φακό του την ανατολική πλευρά της σημερινής συνοικίας των Αμπελοκήπων, γι’ αυτό και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής δεν διακρίνεται. Χρονολογείται ανάμεσα στα 1946 με 1950 πε- ρίπου. Αφήνω όμως στην ομάδα «Η Συνοικία μας τα Ταμπάκικα» να μελετήσει με λεπτομέρεια τη φωτογραφία, γιατί γνωρίζει περισσότερα από μένα και αν θέλει, μπορεί να με ενημερώσει σχετικά.