Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το εξοχικό κέντρο «ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ»


Προπολεμική φωτογραφία η οποία απεικονίζει εκπροσώπους Αρχών και τοπικών Σωματείων με τα λάβαρα και τις σημαίες τους να διαπεραιώνονται μέσω περαταριάς (πορθμείου) στο Λούνα Παρκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς.Προπολεμική φωτογραφία η οποία απεικονίζει εκπροσώπους Αρχών και τοπικών Σωματείων με τα λάβαρα και τις σημαίες τους να διαπεραιώνονται μέσω περαταριάς (πορθμείου) στο Λούνα Παρκ την ημέρα της Πρωτομαγιάς.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε το εξοχικό κέντρο «Αλκαζάρ», μαζί με όλα τα υπάρχοντά του. Ο επιχειρηματίας του Ρωμύλος Αυδής, ένας ευφυής και προοδευτικός επαγγελματίας, ο οποίος προπολεμικά άφησε εποχή στη Λάρισα στον τομέα της ψυχαγωγίας [1], βρέθηκε ξαφνικά μετέωρος. Το κτίριο και όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα καταστράφηκαν εντελώς. Ο Αυδής δεν θέλησε να το επισκευάσει και έστρεψε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε κάποια άλλα σημεία της πόλης.
Έπειτα από αναζητήσεις προτίμησε μια περιοχή πρασίνου στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία.
Την περίοδο εκείνη η περιοχή αυτή αποτελούσε το τελευταίο υπόλειμμα πυκνού δάσους που υπήρχε τα παλαιότερα χρόνια και το οποίο άρχιζε από το Δασοχώρι (Ορμάν τσιφλίκ) και έφθανε μέχρι την αριστερή όχθη του Πηνειού. Το δένδρο που κυριαρχούσε στο δάσος αυτό, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν το καραγάτσι (η φτελιά). Όμως η συνεχής υλοτόμηση εξαφάνισε βαθμηδόν το δάσος και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου είχε απομείνει μόνον η μικρή αυτή όαση απέναντι από τα Σφαγεία. Ο Αυδής βρήκε την τοποθεσία ειδυλλιακή και πολύ δροσερή για τους καλοκαιρινούς μήνες. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει από τον Δήμο να του παραχωρηθεί για μια πενταετία ένα τμήμα της, με σκοπό να δημιουργήσει θερινό κέντρο αναψυχής για τους Λαρισαίους.
Ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου, έδωσε την έγκρισή του. Ο Ρωμύλος Αυδής, έμπειρος επιχειρηματίας, δημιούργησε στο σημείο αυτό ένα πολιτισμένο οικογενειακό ψυχαγωγικό κέντρο με το ιταλικό όνομα «Λούνα παρκ» (θα το μεταφράζαμε «άλσος του φεγγαριού»). Το πρόβλημα που είχε με τη διακίνηση των ατόμων ανάμεσα στις δύο όχθες του Πηνειού το έλυσε με την εγκατάσταση ειδικής σχεδίας, το «καραβάκι» όπως το έλεγαν τότε, η πορεία του οποίου καθοδηγείτο με ένα χοντρό συρματόσχοινο, προσαρμοσμένο στερεά στις δύο όχθες. Πολλοί ονόμαζαν τη σχεδία και «περαταριά».
Ο κόσμος έφθανε με τα πόδια ή με τις άμαξες στη σημερινή οδό Αεροδρομίου, κατέβαινε το μονοπάτι της όχθης μέχρι τη «Σκάλα» όπου προσάραζε η περαταριά. Επιβιβάζονταν σ’ αυτή και σε λίγα λεπτά πατούσαν στην αριστερή όχθη. Εκεί με τη βοήθεια λίγων σκαλιών ανέβαιναν σ’ ένα ξέφωτο. Υπήρχαν και μερικοί που με τις άμαξες που διέθεταν, ξεκινούσαν από το Αλκαζάρ, ακολουθούσαν τον χωματόδρομο που είχε χαραχθεί στην αριστερή όχθη παράλληλα με την πορεία του ποταμού και έφθαναν, κάπως δύσκολα ειν’ αλήθεια, στο «Λούνα παρκ».
Επειδή το κέντρο ήταν θερινό, ο καταστηματάρχης απέφυγε να κτίσει μόνιμη κατασκευή. Είχε μόνον εγκαταστήσει έναν μπουφέ σκεπαστό και κάτω από τα βαθύσκια καραγάτσια είχε απλώσει τραπεζοκαθίσματα. Φρόντισε ακόμα να ομορφύνει το περιβάλλον και με κάθε είδος λουλούδια. Το «Λούνα παρκ» άρχισε να λειτουργεί από το καλοκαίρι του 1926 και αμέσως χάρη στη γοητεία του τοπίου προσείλκυσε αρκετή πελατεία. Τις βραδινές ώρες κατέφθανε στο κέντρο η καλή κοινωνία της Λάρισας και με τη συνοδεία κάποιου γραμμόφωνου χόρευαν και διασκέδαζαν μέχρι αργά. Σερβίριζε κάθε είδους ποτά και εδέσματα. Βανίλιες ή «υποβρύχια» όπως τα ονόμαζαν μικροί και μεγάλοι, λεμονάδες από τα τοπικά εργοστάσια του Χαμαϊδή και του Δικόπουλου, γλυκά του κουταλιού και φυσικά τσίπουρο με γαργαλιστικούς μεζέδες.
Η λειτουργία του ξεκινούσε κάθε χρόνο την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Πολλοί Λαρισαίοι πήγαιναν και γιόρταζαν τον ερχομό του καλοκαιριού ανάμεσα στο πράσινο και την οργιώδη βλάστηση. Μάλιστα την ημέρα εκείνη ο Σύλλογος των Παντοπωλών Λαρίσης είχε καθιερώσει να κάνει την ετήσια συγκέντρωσή του και τα μέλη του κατέφθαναν οικογενειακώς, καταλάμβαναν όλο το κέντρο και ξεφάντωναν [2].
Ο χώρος του «Λούνα παρκ» αγαπήθηκε πολύ από τους παλιούς Λαρισαίους. Όμως η λειτουργία του δεν κράτησε πολλά χρόνια. Περί το 1930 ο Ρωμύλος Αυδής αρρώστησε σοβαρά. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αιτία να σταματήσει να εργάζεται. Όταν μετά από λίγο καιρό απεβίωσε, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει τη λειτουργία του.
Κατά την περίοδο της κατοχής η περιοχή του εξοχικού κέντρου είχε την ίδια τραγική μοίρα με το άλσος του Αλκαζάρ.
Ο παγερός χειμώνας του 1941-1942 ανάγκασε τους κατοίκους για να ζεσταθούν, να προβούν στη λαθραία υλοτόμηση των δένδρων, ακόμα και της γειτονικής περιοχής της Αγίας Μαρίνας. Σήμερα στην περιοχή αυτή περιφέρονται μόνον οι μνήμες των παλιών λαρισινών καλοκαιριών, με τις φεγγαρόλουστες βραδιές, τα γλέντια και τους ήχους ενός ξεκούρδιστου γραμμόφωνου. Το άλσος χάθηκε, όμως το όνομά του παραμένει.
————————————————
[1]. Το 1915 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παραχωρήθηκε στον Ρωμύλο Αυδή μέρος του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ), εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Κηποθέατρο και έκτισε μια ελαφρά πολυγωνική κατασκευή ανάμεσα στα δένδρα και δίπλα από το ποτάμι. Τοποθέτησε τραπεζάκια με καρέκλες κάτω από την παχιά σκιά των δένδρων και προμηθεύτηκε γραμμόφωνο με το οποίο πρόσφερε μουσική απόλαυση στους επισκέπτες οι οποίοι απολάμβαναν τον καφέ ή το τσίπουρο.
[2]. Πολλοί σύλλογοι της Λάρισας, διοργάνωναν τις ετήσιες συγκεντρώσεις των μελών τους το καλοκαίρι. Παλαιότερα τόπος συγκέντρωσης ήταν η περιοχή της Αγίας Μαρίνας, αλλά όταν άνοιξε το «Λούνα παρκ», το προτιμούσαν, γιατί ήταν πιο οργανωμένο και βρισκόταν πιο κοντά.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

 

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Νικόλαος Ι. Ριζόπουλος

Εμπορος, κτηματίας και βουλευτής της Λάρισας (Α’ μέρος)


Νικόλαος Ι. ΡιζόπουλοςΝικόλαος Ι. Ριζόπουλος

Από τους πρωτεργάτες της Θεσσαλικής επανάστασης του 1878, ο Λαρισαίος έμπορος και κτηματίας Νικόλαος Ριζόπουλος διατηρεί δικαιολογημένα μία αξιοζήλευτη θέση στον κατάλογο των αγωνιστών της.

Μαζί με τους Φαρμακίδη, Ζαρμάνη, Λογιωτάτου, Γαλάτη, Γεωργιάδη, Χρυσοχόου και άλλους επώνυμους και ανώνυμους Λαρισαίους, μυήθηκε και διετέλεσε μέλος της μυστικής οργάνωσης «Αδελφική Ένωσις» (Παράρτημα Λαρίσης), που ιδρύθηκε στην Αθήνα υπό την προεδρία του τότε λοχαγού του πυροβολικού Κωνσταντίνου Ισχόμαχου.
Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο δημητριακών, ενώ διετέλεσε διαχειριστής και πληρεξούσιος της κτηματικής περιουσίας εύπορων Οθωμανών κτηματιών που άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά προς τη Μικρά Ασία. Πολλοί από αυτούς του μεταβίβασαν την ακίνητη περιουσία τους αντί μικρού σχετικά τιμήματος, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να κατέχει μεγάλες εκτάσεις τόσο στη Λάρισα, όσο και στην ευρύτερη περιφέρειά της. Παράλληλα την πρώτη δεκαετία μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881-1891), συνήψε συμβάσεις με το Υπουργείο των Στρατιωτικών για την προμήθεια σίτου και κριθής για τις ανάγκες του στρατού της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστική και ιδιαίτερη ενδιαφέρουσα (ως προς τους όρους της) είναι η σύμβαση που υπέγραψε το 1886 για την προμήθεια 100.000 οκάδων κριθής για τις ανάγκες του Α΄ Αρχηγείου Στρατού Λαρίσης [1].
Τον Φεβρουάριο του 1890 νυμφεύθηκε τη Φωτεινή, θυγατέρα της Αικατερίνης (†1911) και του Χρ. Καραστεργίου και αδελφής του γνωστού δικηγόρου της Λάρισας Νικολάου Καραστεργίου [2]. Ο τελευταίος του παραχώρησε ως προίκα το ποσό των 710 χρυσών τουρκικών λιρών (16,073,20 δρχ.) σε μετρητά, καθώς και είδη ένδυσης, επίπλωσης και τιμαλφή αξίας 5.948 δρχ. [3]. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (1890) έθεσε υποψηφιότητα ως βουλευτής Λαρίσης. Οι συμπολίτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους και εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου. Η θητεία του διήρκεσε δύο χρόνια (μέχρι τις 12 Μαρτίου 1892) [4].
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898) έπληξαν σε μεγάλο βαθμό τις εμπορικές δραστηριότητες του Νικολάου Ριζόπουλου. Οι μεγάλες ιδιόκτητες αποθήκες σιτηρών που διατηρούσε στον Πέρα Μαχαλά (συνοικία Αγίου Χαραλάμπους), καθώς και το μεγάλο λιθόκτιστο διώροφο κτίσμα (για χρήση καφενείου στο ισόγειο και κατοικίας στον όροφο) στη συνοικία Καζγανή Ατίκ (νοτιοδυτικά της Κεντρικής πλατείας), πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Μετά από το τέλος της Κατοχής (1898), επιδιόρθωσε το διώροφο καφενείο και το ενοικίασε στους καφεπώλες Γεώργιο Γκουλιάμα και Νικόλαο Χρηστίδη [5]. Την ίδια περίοδο ορίστηκε και ως πληρεξούσιος επίτροπος της περιουσίας της Χαρίκλειας, χήρας του Ιωάννη Σαπουντζή από τον Βόλο [6]. Τον Δεκέμβριο του 1898 διορίσθηκε ως προσωρινός διευθυντής του υποκαταστήματος Λαρίσης της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας [7] και παρέμεινε στη θέση του μέχρι την συγχώνευσή της με την Εθνική Τράπεζα (1899).
Τον Απρίλιο του 1899 ενοικίασε τα 2/6 του τσιφλικιού Ματαράγκα (στην Καρδίτσα) με όλα τα παραρτήματα και τα παρακολουθήματά του (αγροκτήματα, οικίες, αποθήκες, κονάκια, πανδοχεία και υδρόμυλους) αντί ετησίου μισθώματος 300 χρυσών λιρών (11.175 δρχ.). Το χωριό Ματαράγκα ανήκε τότε στην κυριότητα της Σενιφέ Χανούμ, χήρας του κτηματία Ιμπραήμ Ισμαήλ, η οποία είχε διορίσει ως πληρεξούσιό της τον τότε Οθωμανό βουλευτή Λαρίσης Χασήπ Σερέφβέη [8].
Η εμπορική δραστηριότητα του Νικολάου Ριζόπουλου συνδυάστηκε και με την αντίστοιχη κοινωνική. Πρωτοστάτησε ως μέλος της επιτροπής Λαρίσης (1899), στα συλλαλητήρια που διενεργήθηκαν στη Λάρισα και στην Αθήνα, ώστε η γραμμή του υπό κατασκευή σιδηροδρόμου να μη σταματήσει στο Δεμερλί (Παλαιοφάρσαλος), αλλά να επεκταθεί μέχρι τη Λάρισα [9]. Διετέλεσε επίσης ιδρυτικό μέλος της «Φιλοδασικής Ενώσεως» (Παράρτημα Λαρίσης) που ιδρύθηκε το 1900 υπό την προεδρία της πριγκίπισσας Σοφίας [10].
Στις αρχές του 1900, ο Νικόλαος Ριζόπουλος, από κοινού με τον υπομοίραρχο Λαρίσης Δημήτριο Καρούσο, τους κτηματίες Ρίζο Χαδούλη και Τριαντάφυλλο Σουλιώτη καθώς και με τους αδελφούς Γεώργιο και Αντώνιο Γουλέμτσα (οι τέσσερις τελευταίοι από το Τσάγεζι), επένδυσαν χρήματα για την εκμετάλλευση ενός μεταλλείου σιδήρου και μαγγανίου στην περιοχή του χωριού Καρύτσα (του τότε Δήμου Ευρυμενών) [11]. Μετά από εργασίες λίγων μηνών, η επένδυση εγκαταλείφθηκε ως οικονομικά ασύμφορη.
(συνεχίζεται)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 015, αρ. 4298 (2 Φεβρουαρίου 1886).
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 19 (6 Φεβρουαρίου 1890). Ανάδοχος (κουμπάρος) ήταν ο Δημοσθένης Ριζόπουλος.
[3]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 034, αρ. 9947 (4 Φεβρουαρίου 1890).
[4]. Βουλή των Ελλήνων, Μητρώο πληρεξουσίων, γερουσιαστών και βουλευτών 1822-1935. Αθήνα 1986, α/α 1129, σ. 156-157.
[5]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 059, αρ. 21760 και 21761 (12 Σεπτεμβρίου 1898).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 061, αρ. 22275 (1 Δεκεμβρίου 1898).
[7]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 061, αρ. 22364 (22 Δεκεμβρίου 1898).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 063, αρ. 22809 (16 Απριλίου 1899).
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 64 (10 Ιουλίου 1899).
[10]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 136 (16 Οκτωβρίου 1900).
[11]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 101 (25 Μαρτίου 1900).

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

 

ΠΛΑΤΩΝ: «Η χαμένη Ατλαντίς» (2ο μέρος)

 
ΠΛΑΤΩΝ: «Η χαμένη Ατλαντίς» (2ο μέρος)

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη, φιλόλογο

* ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ ή ΠΛΑΣΤΟΣ; Ο μύθος τής Ατλαντίδος που χάθηκε κάτω από τη θάλασσα, αποτελεί έναν προαιώνιο άλυτο γρίφο. Οι έρευνες που έχουν γίνει σε διάφορες ιστορικές περιόδους, συγκλίνουν στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια απλή αφήγηση. Ο μύθος αυτός, διαδεδομένος

ήδη από την αρχαιότητα, προβληματίζει ιστορικούς και εξερευνητές. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν πρόκειται για αληθινό γεγονός, ή αν είναι μία αλληγορία που έχει αντέξει στον χρόνο. Το ανδραγάθημα της αρχαίας Αθήνας (απέκρουσε τους εισβολείς από την Ατλαντίδα) είχε ξεχαστεί γιατί, κατά τον αιγύπτιο ιερέα, οι Έλληνες δεν κρατούν γραπτά αρχεία, με αποτέλεσμα να χάνουν τη συνέχεια με το παρελθόν τους. «Ω Σόλων, Σόλων, εσείς οι Έλληνες είστε πάντοτε παιδιά», είναι η περίφημη αποστροφή τού ιερέα προς τον Σόλωνα.
* ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ: 1) Η εξελιγμένη τεχνολογία και η αλαζονική τους στάση, προκάλεσε το μένος των θεών. Εμφάνισαν φιλοδοξία, απληστία, κακία, τόσο οι πολίτες όσο και οι κυβερνήτες της. Βλέποντας τον ξεπεσμό τους ο Δίας, κάλεσε τους θεούς για να αποφασίσουν ποια ποινή θα επέβαλαν για να τους τιμωρήσουν... 2) Έπεσε θύμα τού εξελιγμένου πολιτισμού της. Μία από τις κολοσσιαίες μορφές ενέργειας που είχαν τιθασεύσει, ξέφυγε από τα όρια ελέγχου προκαλώντας σαρωτική καταστροφή μέσα σε ένα μερόνυχτο.
* ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ: 1) Η αιτία τής καταστροφής ήρθε από τον ουρανό, με τη μορφή γιγαντιαίου μετεωρίτη που έπεσε στη γη. Προκάλεσε μετατόπιση του άξονά της, τεράστιους σεισμούς, κατακλυσμούς, καταβυθίσεις τμημάτων ξηράς και αναδύσεις άλλων... 2) Αν τοποθετηθεί η Ατλαντίδα στη Μεσόγειο, στην Κρήτη: α) Συγκρούστηκαν οι δύο τεκτονικές πλάκες Ευρώπης - Ασίας. Προκλήθηκε μεγάλος σεισμός ο οποίος και την κατέστρεψε... β) Το 10.000 π.Χ. σηματοδοτεί το τέλος τής εποχής των παγετώνων. Έλιωσαν απότομα οι πάγοι, τα νερά που χύθηκαν στη θάλασσα επέφεραν μία ξαφνική και μοιραία άνοδο τής στάθμης τού ωκεανού που προκάλεσε την εξαφάνιση... γ) Ηφαιστιογενής έκρηξη δημιούργησε τεράστιο τσουνάμι που ισοπέδωσε τις Μινωικές παράκτιες πόλεις.
* ΚΟΙΝΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΕΡΜΗΝΕΙΩΝ: Είναι αποδεκτή η ύπαρξη ενός νησιού. Συμφωνούν στο γεγονός ότι οι Άτλαντες υπήρξαν ένας προηγμένος πολιτισμός σε σχέση με την εποχή τους. Για τον καταποντισμό, οι διαφορές εντοπίζονται στον λόγο τής καταστροφής: οι μυθικές εκδοχές την αποδίδουν στο μένος των θεών ή σε λάθος χειρισμό των υπερόπλων. Οι επιστημονικές σε καθαρά φυσικά φαινόμενα. Πάντως όλοι ασπάζονται ότι ένας μύθος έχει έναν ιστορικό πυρήνα, μία βαθιά στον χρόνο ιστορική ανάμνηση κάποιου γεγονότος ή ενός φυσικού φαινομένου. Διαβάζοντας την περιγραφή του Πλάτωνος, δύσκολα πιστεύεις πως είναι ένα «ευγενές ψέμα». Ο Κριτίας διαβεβαίωνε τον Σωκράτη ότι η ιστορία του «αν και φαίνεται παράξενη, είναι όμως αληθινή». «Την εγγυήθηκε ο Σόλων που την αφηγήθηκε στον παππού μου».
* ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ: Οι αρνητές τής ύπαρξης τής Ατλαντίδος λένε ότι όλα αυτά είναι ένα λογοτεχνικό τέχνασμα τού Πλάτωνα για να αιχμαλωτίσει την προσοχή τού αναγνώστη. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τίποτα για τη βυθισμένη πολιτεία. Ο Αριστοτέλης μιλάει με ειρωνεία και λέει πως: «Ο Πλάτων μόνος του έβγαλε την Ατλαντίδα από τα κύματα και μόνος του τη βύθισε»... Στον Μεσαίωνα το θέμα ήταν ξεχασμένο. Η ανακάλυψη όμως τής Αμερικής, την έφερε πάλι στην επιφάνεια. Μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού, διαδόθηκε πάλι ο μύθος λόγω των ομοιοτήτων τής διήγησης με τις αναφορές τής Βίβλου στον κατακλυσμό.
* ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ: Ο Πλάτων μας απεικονίζει μία τοποθεσία με πλούτο, γνώση, προηγμένη τεχνολογία και μηχανική τελειότητα. Οι νεότερες έρευνες με τις σύγχρονες δυνατότητες τής επιστήμης, δεν την απορρίπτουν. Θεωρούν την ιστορία του, ως το αχνό, σκοτεινό περίγραμμα ενός από τα σπουδαιότερα συμβάντα τής ιστορίας. Είναι σήμερα διαδομένη η πίστη πως στο απώτερο παρελθόν, πολύ πιθανόν να άνθισαν μεγάλοι πολιτισμοί στη γη, την ύπαρξη των οποίων αγνοούμε ή απλώς υποπτευόμαστε. Πάντως το περιστατικό τής Ατλαντίδος έχει εξαιρετικές πιθανότητες να είναι αληθινό. Καθώς οι έρευνες για τον εντοπισμό της συνεχίζονται σε όλα τα μήκη και πλάτη τής γης, ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα βρεθεί ένα ατράνταχτο στοιχείο που να μας διαβεβαιώνει πως ναι, η Ατλαντίς, η μυστηριώδης χαμένη ήπειρος, υπήρξε κάποτε!

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

 

ΠΛΑΤΩΝ: «Η χαμένη Ατλαντίς» (1ο μέρος)

 
ΠΛΑΤΩΝ: «Η χαμένη Ατλαντίς» (1ο μέρος)

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη, φιλόλογο


* Πρόκειται για τον πιο διάσημο Πλατωνικό μύθο. Εξιστορεί την ύπαρξη τής Ατλαντίδος, τη σύγκρουση με την αρχαία Αθήνα και την καταβύθισή της στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η διήγηση τού Πλάτωνα είναι τόσο εντυπωσιακή, λεπτομερής και αληθοφανής, ώστε εξ αρχής εξελήφθη ως είδος ιστορικού ντοκουμέντου... Τον 4ο αι. πΧ ο Πλάτωνας γράφει δύο διαλόγους: «Τίμαιος» και «Κριτιας». Τότε ακούγεται για πρώτη φορά το όνομα τής Ατλαντίδος. Η ιστορία μιας βυθισμένης ηπείρου, στα εδάφη τής οποίας άνθισε ένας εκπληκτικός πολιτισμός, είναι τρομερά εντυπωσιακή και προκλητική.
* ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΛΩΝΑ : Γύρω στο 600 πΧ ο νομοθέτης Σόλων επισκέφθηκε την αιγυπτιακή πόλη Σαΐδα. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους ιερείς και ζήτησε στοιχεία μέσα από τα αρχεία τους σχετικά με την προέλευση τού ελληνικού πολιτισμού. Τόνισε πως δεν ενδιαφερόταν για μύθους, παρά μόνο για ιστορικά γεγονότα. Οι ιερείς τον πληροφόρησαν ότι τα αρχεία τής Αιγύπτου είχαν διατηρηθεί διότι ήταν χαραγμένα σε πέτρες που φυλάσσονταν στα υπόγεια των ναών. Ένα από τα χρονικά είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Αθήνα. Αναφερόταν σε γεγονότα πριν από 9.000 χρ. Τότε, αποκάλυψαν οι ιερείς στον Σόλωνα, η Αθήνα ήταν η πιο λαμπρή πόλη και υπερτερούσε απ’ όλες. Πολλά τα κατορθώματά της, με μεγαλύτερο αυτό τής απόκρουσης μιας ισχυρής δύναμης η οποία εμφανίστηκε ξαφνικά από τη Δύση και άρχισε να κατακτά Ευρώπη και Ασία.
* ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ : Οι εισβολείς είχαν έρθει από ένα νησί πέρα από τις «Ηράκλειες Στήλες». Ήταν μεγαλύτερο από Λιβύη, Μ. Ασία και αποτελούσε πέρασμα για άλλα νησιά στον Ατλαντικό Ωκεανό και για μια ήπειρο πιο πέρα. Το όνομά του: Ατλαντίς (Νησί του Άτλαντα). Ήταν μια χώρα με μεγάλες και πλούσιες πεδιάδες και με άφθονη χλωρίδα και πανίδα. Το υπέδαφος ήταν πλήρες από χρυσάφι και ασήμι. Είχε κυκλικό σχήμα, χτισμένη πάνω σ’ έναν λόφο που περιέβαλαν 3 κυκλικά κανάλια (δες το σχέδιο). Μπορούσε κάποιος να βρει όλα τα είδη ξυλείας. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από ήμερα και άγρια ζώα, καθώς και ένα κοπάδι ελέφαντες. Υπήρχαν ακόμη φυτά, χορταρικά, μυρωδικά, χλωροί και ξηροί καρποί, δημητριακά, όσπρια και ό,τι άλλο μπορεί να φυτρώνει σε μία ευλογημένη γη. Χάρη στην κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων, κατάφερναν να έχουν δύο σοδειές το χρόνο.
* ΕΠΕΚΤΑΣΗ και ΑΙΦΝΙΔΙΟΣ ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ : Είχε αναπτυχθεί ένας μεγαλειώδης πολιτισμός. Είχαν αποικίσει τα γύρω νησιά και τμήματα των δύο ηπείρων που βρίσκονταν στις δύο πλευρές τού ωκεανού. Ο στρατός της είχε εισβάλει και κυριέψει τη Β. Αφρική φθάνοντας μέχρι τα σύνορα τής Αιγύπτου. Άλλα τμήματά του, μέσω τής Ν. Ευρώπης, έφθασαν στην Ελλάδα. Όλες οι χώρες εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια αντίστασης. Μόνο η Αθήνα τους αντιμετώπισε και έπειτα από τρομακτικές, ηρωικές μάχες τους νίκησε και τους απώθησε σώζοντας τον μεσογειακό κόσμο. «Μετά παρέλευσιν αρκετού χρόνου όμως, έγιναν φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί και εντός ενός φρικιαστικού ημερονυκτίου, ολόκληρος ο στρατός σας ετάφη εις την γην και εξηφανίσθηκε επίσης βυθισμένη εις την θάλασσα η νήσος Ατλαντίς».
* ΜΥΘΟΣ ή ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; Ο θρύλος για τη χαμένη Ατλαντίδα είναι ξακουστός σ’ όλο τον κόσμο. Ο Αριστοτέλης τον θεωρεί φανταστικό και τον απορρίπτει. Άλλοι σύγχρονοί του δέχονται την αυθεντικότητά του. Η σχετική διαμάχη διαρκεί ως τις μέρες μας. Στους αιώνες που κύλισαν από τότε, χιλιάδες έχουν προσπαθήσει να βρουν κάποιο ίχνος της. Αμέτρητα και τα βιβλία που έχουν γραφεί. Το κύρος τού ονόματος τού Πλάτωνος έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην αφήγηση. Δεν αντιμετωπίστηκε ως μύθος, αλλά ως πραγματικό γεγονός. Ποιος ξέρει άραγε αν όλα αυτά είναι ένας καλοντυμένος μύθος του Πλάτωνα ή αν πράγματι υπήρξε; Σε κάθε περίπτωση, το μυστικό της χαμένης Ατλαντίδος παραμένει ένας μύθος με αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα, ο οποίος εξάπτει τη φαντασία. Πάντα θα συναρπάζει κι ας αφήσουμε περιθώριο στο χρόνο να δώσει απαντήσεις....

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

 

Λαογραφία

Ο Γανωτζής ή Καλαντζής


Ο Γανωτζής ή Καλαντζής

Από τον Γιάννη Γούδα

‘’ Ο Γανωτζής ! Μπακίρια γανώνωωωωωω! Ο Καλαντζής’’ !
Ελάτε σήμερα μαζί, να κάνουμε ένα ταξίδι στο συγκεκριμένο επάγγελμα και στο παρελθόν.....


Ετοίμαζε αποβραδίς τα εργαλεία της δουλειάς του {κασσίτερος, καλάι, σπίρτο (οξύ) και φύλλα χαλκού, σφυριά, τη σιδερένια μεγάλη μασιά, το κολλητήρι, το ψαλίδι, βαμβάκι μπόλικο και ένα ταψί}, βάζοντάς τα σ’ ένα τσουβάλι και την άλλη μέρα το πρωί, έπαιρνε το δρόμο αργά-αργά με τα πόδια βέβαια, και μέσα από μονοπάτια, βουνά και λαγκάδια, για να φτάσει στο χωριό που για δυό τουλάχιστον βδομάδες, θα τον φιλοξενούσε. Μεγάλο για την εποχή εκείνη το χωριό και πολλά τα μαγειρικά χάλκινα σκεύη που έπρεπε να γανώσει. Κατσαρόλες, γκιούμια, μαστραπάδες, (ν)ταβάδες, ταψιά, σινιά, καζάνια, ρακοκάζανα, κακκάβια, τεντζερέδες, τηγάνια, μπρίκια του καφέ και διάφορα άλλα σκεύη μικρά και μεγάλα.
Τα πιτσιρίκια που έπαιζαν εκείνη την ώρα στην πλατεία, τον είδαν και άρχισαν να φωνάζουν : ‘’Έρχεται ο καλαντζής, έρχεται ο καλαντζής’’, δίνοντας έτσι την πρώτη ενημέρωση στους μεγαλύτερους, για την άφιξή του. Προχώρησε και έφτασε σε ένα μικρό οίκημα, ακριβώς κάτω από την πλατεία, που το χρησιμοποιούσε σαν εργαστήρι, καθώς και για να κοιμάται τα βράδια, έχοντας στη διάθεσή του, ένα μικρό κρεβάτι που του φάνταζε βασιλικό, μετά από τις καθημερινές πολλές και δύσκολες ώρες δουλειάς. Υπήρχε ακριβώς δίπλα του το σιδηρουργείο (το οίκημα αυτό και για να σας ενημερώσω λεγόταν ‘’Σπίτι του παιδιού’’ και το είχε φτιάξει η Βασίλισσα Φρειδερίκη, για να μαθαίνουν τα μεν αγόρια σιδεράδες και τσαγκάρηδες, τα δε κορίτσια κέντημα και αργαλειό), οπότε εκμεταλλευόταν το αμόνι – φυσερό και τα κάρβουνα.
Ακουμπούσε σε μια άκρη το τσουβάλι με τα υλικά και τα εργαλεία του, έκανε κι ένα τσιγάρο και πήγαινε κατευθείαν στο καφενείο του χωριού. Όλοι τον καλοδέχονταν, γιατί τόσα χρόνια που δούλευε, τους γνώριζε όλους ‘’απέξω και ανακατωτά’’. Μάλιστα, οι πολύ καλοί φίλοι του σηκώνονταν από τα τραπέζια τους και πήγαιναν στο δικό του. Η βραδιά προβλεπόταν ενδιαφέρουσα (καινούργιος μουσαφίρης γαρ) με καλό μεζέ και άφθονο κρασάκι. Έτσι ωραία πέρναγε η πρώτη βραδιά, γιατί οι επόμενες θα ήταν δύσκολες.
Με το ξημέρωμα, άρχιζαν να πηγαίνουν οι συγχωριανοί μου, φέρνοντας ο καθένας κάποιο χάλκινο (μπακιρένιο) σκεύος, για ‘’γάνωμα’’. Τα χάλκινα σκεύη ήταν απαραίτητα σε ένα νοικοκυριό, γι’ αυτό και τα πήγαιναν και δώρα στους γάμους. Επειδή δεν υπήρχαν όμως χρήματα για καινούργια (ήταν φτωχός ο κόσμος τότε και εδικά στα μέρη μας), έπρεπε να ‘’γανωθούν’’ δυο φορές το χρόνο, γιατί με την καθημερινή τους χρήση και το πλύσιμο, με ‘’σταχτόνερο’’, έχαναν τη γυαλάδα που είχαν, οξειδώνονταν και πρασίνιζαν, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνα για την υγεία μας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λόγω φτώχειας, πολλές φορές (απ’ ότι μου είπε ο πατέρας μου) δεν του έδιναν χρήματα, αλλά διάφορα τρόφιμα (τυριά, κρέας, καλαμπόκι κ. ά), που τα έπαιρνε ο άνθρωπος ευχαρίστως, για να ταϊσει κι εκείνος τη δική του οικογένεια.
Άναβε το φυσερό, βάζοντας μπόλικα κάρβουνα και με αυτά ανέβαζε τη θερμοκρασία, στο σημείο που ήθελε. Ζέσταινε πρώτα τα σκεύη, ώστε να καούν από τις γωνιές τα μαύρα και να φύγει το παλιό καλάι. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι. Ένα πράγμα πολύ βλαβερό για την υγεία του. Μετά κράταγε το σκεύος με την σιδερένια μεγάλη μασιά πάνω από τη φωτιά, και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Τότε έβαζε το καλάι μέσα και με κυκλικές κινήσεις, έδινε ένα ομοιόμορφο λευκό χρώμα που κόλαγε επάνω και μετά από ώρα κρύωνε. Έτριβε τότε με το βαμβάκι κάτω τον πάτο του, δημιουργώντας αστράκια ασημένια. Τότε τα σκεύη έλαμπαν...
Τελείωνε από το χωριό, αλλά δεν γύριζε στο σπίτι του. Μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Η διαδικασία ήταν η ίδια (φόρτωμα στον ώμο το σακί, ποδαρόδρομος ή μαραθώνιος, εύρεση εργαστηρίου ή σκιάς και καταλύματος) και από εκεί και πέρα να τον είχε καλά ο Θεός, να δημιουργεί σκεύη απαράμιλλης ομορφιάς, σωστά κομψοτεχνήματα για την εποχή, που κάποια από αυτά στολίζουν μέχρι και σήμερα ακόμα, κάμποσα χωριατόσπιτα, πολύ λίγα αστικόσπιτα και αρκετά λαογραφικά μουσεία, φέρνοντας στο νου άλλες εποχές, που η δουλειά και ο μόχθος ήταν και τέχνη. Και ήταν τέχνη, γιατί τα φαγητά και το τσίπουρο από τα ρακοκάζανα, όλα ήταν απίστευτα νόστιμα, όταν χρησιμοποιούνταν αυτά τα σκεύη. Όσοι και όσες τα δοκίμασαν, καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Αφού τελείωνε από όλες τις δουλειές και έφτανε το φθινόπωρο, έπαιρνε με βιασύνη τον δρόμο της επιστροφής, για τον τόπο που γεννήθηκε και που τον τραβούσε ανεξήγητα. Θα κανόνιζε το καζάντιο του να περάσει άνετα με τη φαμίλια του, μέχρι τον επόμενο χρόνο και τα νέα του ταξίδια.
Διαβάζοντας κανείς τούτο το κείμενο, ίσως να νομίζει ότι, αυτή η δουλειά ήταν απλή, κάθε άλλο όμως... Τα χέρια του ήταν μαύρα από τις καρβούνες, άσε δε που παντού είχε καψίματα και από τη φωτιά, αλλά και από τη χρήση όλων αυτών των χημικών.
Το σημερινό μου κείμενο, είναι ένα μικρό αφιέρωμα στην τέχνη του Γανωτζή – Καλαντζή, που χάθηκε (θέλω να ελπίζω όχι οριστικά ακόμα) χάρη.... της τεχνολογίας της χύτρας. Το ψήσιμο στη γάστρα της πίτας, είτε στο ταψί, είτε στο σινί και το φαγητό στη χάλκινη κατσαρόλα, που έβραζε με ξύλα στην πυροστιά, έδιναν τέτοιο γευστικό αποτέλεσμα, που ούτε οι καλύτεροι σεφ δεν το καταφέρνουν.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Τενεκετζής


Τα τενεκετζίδικα της ΚομοτηνήςΤα τενεκετζίδικα της Κομοτηνής

Ήταν ένα από τα παλιά επαγγέλματα που χάθηκαν και πλέον αποτελεί ιστορία. Η τεχνολογία προχώρησε και πιο σύγχρονα μέσα κάλυψαν τις σημερινές μας ανάγκες. Σκοπός της αναφοράς μου αυτής στο συγκεκριμένο επάγγελμα είναι, να το μάθουν οι νέοι και να το θυμηθούν οι παλιοί....
Ο τενεκετζής έφτιαχνε και επιδιόρθωνε τα σκεύη που χρειαζόταν κάθε νοικοκυριό. Δεχόταν παραγγελίες για ειδικά σκεύη και έφτιαχνε τα αντικείμενα και σκεύη που γνώριζε ότι είχαν ζήτηση. Τα είχε όλα αραδιασμένα μπροστά στο μαγαζί του και πίσω από ένα πάγκο βρισκόταν ο ίδιος, όπου δούλευε. Και τι δεν έφτιαχνε : Κουβάδες για να βγάζουν νερό από το πηγάδι, λάντζες, γκιούμια (μεταλλικά δοχεία) για το γάλα και το νερό, σόμπες και μπουριά, ποτιστήρια, νιπτήρες, σκαφίδια, κουβάδες, χωνιά, λυχνάρια, φανάρια, λεκάνες, διάφορα δοχεία μεταφοράς νερού και γάλατος, μαγκάλια, θειαφιστήρια, καζάνια για το βράσιμο των ρούχων, κανάτες, κόσκινα διαφόρων ειδών, άλλα χρηστικά αντικείμενα όπως δοχεία αρμέγματος, διάφορα είδη μετρητών λαδιού, αλλά και πολλά είδη οικιακής χρήσης, όπως μπρίκια, μασιάδες, μαστραπάδες, σουρωτήρια, βρυσούλες, λαδοφάναρα, κλεφτοφάναρα, φανάρια ή σίτες φαγητού, γκαζοκάντηλα, φανάρια θυέλλης, μικρά ντεπόζιτα νερού με βρύση για το νίψιμο, καρδάρες και καζάνια που έβραζαν το γάλα, μαγκάλια, υδρορροές, ψεκαστήρες κ. ά. Κι όλα αυτά, γιατί δεν υπήρχε νοικοκυριό πριν από αρκετές δεκαετίες που να μην είχε τενεκεδένια αντικείμενα για την καθημερινή του χρήση. Ιδίως στην ύπαιθρο, όπου οι ασχολίες των κατοίκων ήταν δυσκολότερες.


Όλα αυτά ήταν μερικά από τα πράγματα, τα οποία δούλευε ασταμάτητα ο συγκεκριμένος μάστορας, καθότι δεν είχε ωράριο, διότι όταν τελείωνε αυτή τη δουλειά, ασχολούνταν με τις επιδιορθώσεις και αν το είχε μέσα του έφτιαχνε διάφορα σχέδια πάνω στα αντικείμενα που κατασκεύαζε. Αν βέβαια μετά από όλα αυτά είχε χρόνο, περνούσε από τις γειτονιές και τα χωριά (όποια τον καλούσαν, διότι το επάγγελμά του εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, απ’ όπου εξυπηρετούνταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών), φορτωμένος με την γκαζιέρα για να λιώνει το καλάι και τα άλλα σύνεργα και επισκεύαζε όσα μεταλλικά σκεύη είχαν τρυπήσει ή σπάσει. Ήταν ένα επάγγελμα επικερδές και με μεγάλη ζήτηση, γιατί αφενός μεν ήταν πολλά τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο κόσμος, αφετέρου δεν ήταν πολλοί αυτοί που να ασχολούνται με αυτά, διότι είχες να αντιμετωπίσεις και να αντέξεις τις πολλές ώρες εργασίας και διότι έπρεπε να γνωρίζεις καλά τη δουλειά και να δίνεις στα υλικά κατασκευής σου, το σχήμα που ήθελε ο κάθε πελάτης.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν διάφορα ψαλίδια, σφυριά, μέτρο, ματσόλα (ξύλινο σφυρί) και κολλητήρι. Εκεί μαζί με αυτά, βρισκόντουσαν και όλα τα υπόλοιπα εργαλεία του δηλ. το αμόνι, η φουφού, όπου έλιωνε το καλάι και τα μεγάλα κομμάτια της λαμαρίνας που χρησιμοποιούσε.
Ήταν ο άνθρωπος του λαού, του μεροκάματου, αυτό που σήμερα λέμε ‘’ο οικογενειάρχης’’, ο άνθρωπος της δουλειάς, του κόπου, πλημμυρισμένος με αγάπη που σε κερδίζει με την απλότητά του, την καλοσύνη του και την ανοικτοσύνη του, κι αυτό γιατί μιλούσαν και είχαν κάτι να πούνε οι πράξεις τους και οι καρδιές τους, κάτι αληθινό και εγκάρδιο.
Σήμερα το επάγγελμα αυτό αντικαταστάθηκε από τη βιομηχανία. Ήλθαν και έρχονται καθημερινά όλο και νέα προϊόντα της τεχνολογικής εποχή μας, ιδίως το νάιλον και το πλαστικό, τα οποία εκτόπισαν τη λαμαρίνα και την υπόλοιπη δουλειά.
Επειδή λοιπόν κινήθηκα σε αυτή την εποχή, την οποία και έζησα, άρα είχα προσωπικές μνήμες και εμπειρίες, για τον λόγο αυτό και έχω στραμμένο το βλέμμα μου στο παρελθόν και στο νου μου παίζουν οι εικόνες εκείνης της εποχής ασπρόμαυρες και γρατσουνισμένες, ζαχαρένιες και φαρμακωμένες αντάμα, τραχιές και τρυφερές, περήφανες και ταπεινές, αλλά ανυπόφορα νοσταλγικές!

 

Από τον Γιάννη Γούδα