Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

140 χρόνια από τη “μεγάλη μέρα” της Λάρισας – Όταν ο Σκαρλάτος Σούτσος την απελευθέρωσε από τους Τούρκους

Όπως είναι γνωστό, η απελευθέρωση της Θεσσαλίας έγινε το 1881 και ειδικότερα της Λάρισας την 31η Αυγούστου, ημέραν Κυριακήν, ύστερα βέβαια από μακροχρόνιες διπλωματικές ενέργειες και διαβουλεύσεις του τότε πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου και των Θεοδώρου Δεληγιάννη και Αλεξάνδρου Ραγκαβή, που διετέλεσαν υπουργοί Εξωτερικών, μάλιστα ο πρώτος διετέλεσε και πρωθυπουργός.

Οι Θεσσαλοί βέβαια τίμησαν τον Κουμουνδούρο, στήνοντας προτομές του, όπως και η Λάρισα με την προτομή του στην πλατεία, όμως στις πρώτες εκλογές που έγιναν το 1884, οι Θεσσαλοί δεν προτίμησαν το κόμμα του, αφού δεν ψήφισαν κανέναν βουλευτή του. Φάνηκαν έτσι αχάριστοι και όπως αναφέρει ο μακαρίτης δημοσιογράφος και πρύτανης της Ιστορίας της Λάρισας Θρασύβουλος Μακρής, όταν ο Κουμουνδούρος έμαθε το αποτέλεσμα των εκλογών στη Θεσσαλία, μούντζωσε και καταράστηκε τους Θεσσαλούς.

Επίσης οι Θεσσαλοί δεν τίμησαν τον μεγάλο εκείνο φιλέλληνα, τον Γλάστωνα, ο οποίος παρά τις αντιρρήσεις της Τουρκίας, κατόρθωσε να περιέλθη η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Λησμονήσαμε εκείνο που είπε: «Ουδέποτε εν τω βίω μου ησθάνθην χαράν μείζονα της επί τη αναιμάκτω ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Ελλάδος». Και εδώ για την ιστορία πρέπει να σας πω ότι παλαιότερα είχε παρθεί απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να ονομαστεί ο χώρος όπου σήμερα το 4ο Δημοτικό Σχολείο (που τότε ήταν ανοιχτός χώρος που άδειαζαν τα μονόκαρα μπάζα από θεμέλια διαφόρων οικοδομών) να ονομασθή πλατεία Γλάστωνος, αλλά τότε είχαμε ανάγκη από σχολεία και έτσι ματαιώθηκε η ονομασία.

Ο απελευθερωτικός στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, κατέβηκε το βουνό «Όρθρη» (όπου τότε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα) και μέσω Τρικάλων μπήκε στη Λάρισα από την Πύλη Τρικάλων (λέμε πύλη γιατί εκεί τερμάτιζε η πόλη και υπήρχε φυλάκιο Δημοτικού φόρου, που ο Δήμος εισέπραττε φόρο για τα πάσης φύσεως προϊόντα που εισήγαντο στην πόλη, διαπύλια τέλη, όπως τα ονόμαζαν τότε) και που βρισκόταν όπου σήμερα το 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, η είσοδος δε του στρατού έγινε με ενθουσιώδη και θερμή υποδοχή, όπως τέτοια είχε γίνει το μεσημέρι του Σαββάτου 30 Αυγούστου, όταν η επιτροπή αξιωματικών ήλθε από τα Τρίκαλα για να κανονίσει τα της παραδόσεως της πόλης και τα της υποδοχής και για τον πανηγυρισμό γενικά δούλεψαν το χριστιανικό στοιχείο της Λάρισας και η Επιτροπή των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) που φιλοξενούντο στην πόλη.

Μετά την πατριωτική και ενθουσιώδη υποδοχή και βέβαια μετά την αποχώρηση του τουρκικού πληθυσμού για τον οποίον, όπως αναφέρεται η τουρκική κυβέρνηση, διέθεσε διά την μεταφοράν των γυναικοπαίδων και αποσκευών 300 φορτηγές άμαξες και 2.000 ζώα, ο στρατηγός Σούτσος παρέλαβε και τυπικά τη Διοίκηση της πόλης από τον Τούρκο στρατιωτικό Διοικητή Χιντέτ- Πασά και στο Διοικητήριο, που ήταν στην Κεντρική Πλατεία (τότε Θέμιδος-κάηκε το 1905) υψώθηκε μεγάλη Ελληνική σημαία, όπως και από τους κατοίκους σε σπίτια και μαγαζιά. Μάλιστα όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος-ιστορικός Μακρής, όταν ο παραπάνω Χιντέτε-Πασάς περνούσε τη γωνία Κύπρου και Παπαναστασίου, που τότε ήταν ζαχαροπλαστείο, σκεπάστηκε στο πεζοδρόμιο από μια μεγάλη σημαία που την ώρα εκείνη κρεμούσε ο ζαχαροπλάστης ονόματι Σαρανταένας, οπότε θυμωμένος ο Τούρκος του είπε «Ιστέκα μπρε τζάνουμ να περάσω πρώτα και ύστερα βάλε ντέκα (δέκα) παντιέρες (σημαίες)».

Ο στρατός στρατοπαίδευσε πρόχειρα. Το ορειβατικό πυροβολικό μέσα στον περιφραγμένο τότε χώρο του Φρουρίου. Το πεδινό πυροβολικό στο χώρο του Αλκαζάρ. Το Ιππικό στην συνοικία «Σάλια», δίπλα στον Πηνειό, εκεί όπου σήμερα το κτίριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου και το πεζικό έκανε καταυλισμό στον προ του Φρουρίου και του Μύλου του Παππά ανοιχτό τότε χώρου, πλην του 5ου Συντάγματος Πεζικού που στρατονίστηκε σε ένα μεγάλο διώροφο οίκημα του Τούρκου Ζαφούρ-μπέη, που ήταν προ της κατάληψης Πολιτικός Διοικητής της Λάρισας.

Οι αξιωματικοί διέμεναν στο μοναδικό της εποχής ξενοδοχείο, που ήταν πίσω από την Εθνική Τράπεζα, όπου όπως αναφέρει πάλι ο ιστορικός Θρ. Μακρής, οι Λαρισαίοι τους φιλοξένησαν και παρέθεσαν γεύμα και δείπνον «Καθ’ ο (όπως ακριβώς γράφει) οι φιλοξενούμενοι εγεύθησαν των περίφημων πεπονίων της Μπάκραινας (Γυρτώνης), των τιμπί-μπαντίκ σταφυλών (ποικιλία σταφυλιών) του Καζακλάρ (Αμπελώνος) και του ονομαστού της Ραψάνης μέλανος οίνου. Να σημειωθεί ότι στο 3ήμερο του πανηγυρισμού πάρα πολλοί στρατιώτες φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Λαρισαίων, γιατί τους θεωρούσαν σαν αδέλφια τους και ότι η Επιτροπή της πόλης διέθεσε στους στρατιώτες πολλά αρνιά, 2000 οκάδες κρασιού και μεγάλη ποσότητα τσιγάρων και καπνού.
Να πως περιγράφει τη μεγάλη ημέρα της απελευθερώσεως ο Θρ. Μακρής το 1947.

«H ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ»

«Εξημέρωσε τέλος η μεγάλη της απελευθερώσεως ημέρα, η Κυριακή, 31η Αυγούστου 1881, και η Λάρισσα με την Ελληνικήν και εορτάσιμον όψιν της ευρίσκεται από βαθείας νυκτός επί ποδός. Προ του Μητροπολιτικού, πενιχροτάτου τότε, ναού του Αγίου Αχιλλίου, εστήθη υπερύψηλος και πλατύτοξος αψίς, διακεκοσμημένη με κλάδους ημέρου δάφνης μετά ροδόχρωα άνθη της, και με ελληνικάς σημαίας και τοιαύτας των προστατίδων Δυνάμεων, ετέρα δε ομοία εις την Πύλην Τρικκάλων (όπου νυν το μέγα Στρατιωτικόν Νοσοκομείον), δι’ης θα εισήρχετο ο Στρατός.

Ο μακαρίτης νεαρός τότε φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης (αδελφός του ιατρού και επί σειράν ετών δημάρχου Αχιλλέως Αστεριάδου, πατήρ δε του νυν φαρμακοποιού Αγαμ. Αστεριάδου), φορών ωραίαν φουστανέλλαν εξήλθε μετ’άλλων νέων μέχρι της παρά το Βαϊσλάρ θέσεως «Νταούλια» ή «Τσατάλη» και υπεδέχθη Λόχον, εισελθόντα και παραλαβόντα την πόλιν παρά του Διοικητού αυτή όστις μετά των λοιπών Τούρκων ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων διηυθύνθη διά της όπισθεν του ερειπωμένου ήδη ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος οδού (προ της νυν Γενικής Ασφαλείας) προς την γέφυραν, όπου ιππεύσας ώδευσεν εκείθεν προς τον Τύρναβον.

Εις δεξιά της αψίδος στηθείσαν εξέδραν ανέρχονται αι μαθήτριαι (υπό την διδασκάλισσαν τότε μακαρίτιδα Αμαλίαν Κ. Παπασταύρου) λευκά ενδεδυμέναι κρατούσαι μικράς σημαίας και άνθη, εις την αριστερά δε της αψίδος άλλην εξέδραν τοποθετούνται, φέροντες επί του στήθους χιαστί κυανολεύκους ταινίας και σημαίας εις τας χείρας, υπό την διδασκάλισσάν των Ζωήν Σπαούλαν καλούμενην, οι μαθηταί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και ο χαράσσων τας γραμμάς ταύτας.

Εις την πύλην καταφθάνει μετ’ ολίγον ο αοίδιμος Μητροπολίτης Νεόφυτος Πετρίδης (αποβιώσας τον Σεπτέμβριο του 1896), συνοδευόμενος του εν Τυρνάβω εξάρχου του Παναγίου Τάφου αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δροσινά, και σύμπαντος του ιερού της πόλεως κλήρου, όλοι φέρουν πολυτελείς στολάς.
Μετά την όπισθεν του Μητροπολίτου τοποθέτησιν του ιερού Κλήρου, προσήλθον και κατέλαβον δεξιά τούτου θέσιν πάντες οι προύχοντες Λαρισσαίοι, η στιγμή είναι ιερά, και το εθνικόν αίσθημα εκσπά εις ταχείς και ζωηρούς της καρδιάς παλμούς. Και όταν μετ’ ολίγον ο Στρατός επλησίασεν, όλοι δακρύουσιν, ενώ συγχρόνως εκσπώσιν εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς, εν συνεχεία των οποίων διέρχεται κατά πρώτον τμήμα ευσταλών ευζώνων, το οποίον διευθύνεται προς την μακαρίτιδα γέφυραν, προς χαιρετισμόν των τελευταίων αναχωρούντων Τούρκων.

Προηγούνται επί λευκών ίππων και με τας επισήμους στρατιωτικάς στολάς των οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων, ακουλουθεί η Μουσική του Στρατού, έπονται οι σαλπισταί και είτα ελαφρώς κυματίζουσα η Σημαία και ο αρχηγός της καταλήψεως Σούτσος, επί λευκού μεγαλοσώμου ίππου. Απερίγραπτος ο επικρατήσας την στιγμήν εκείνην πανζουρλισμός, φέσια κατέρυθρα ξεσκίζονται και πετώνται εις τον αέρα, οι μαθηταί και οι μαθήτριαι ζητωκραυγάζοντας υψώνουσι και κινούσι δαιμονιωδώς τας σημαίας, ρίπτοσιν άνθη, και μετ’ολίγον άδουσιν ωραίον εμβατήριον, εις την απελευθερωθείσαν Θεσσαλίαν αφιερωμένον.

Ο Στρατηγός Σούτσος κατελθών του ίππου, ασπάζεται το Ευαγγέλιον και την δεξιάν του Μητροπολίτου, η δε διδασκάλισσα Αγγελική Σκόρδα με ηχηράν φωνήν προσφωνεί τον Στρατηγόν τον οποίον και στεφανώνει δι’ εκ δάφνης στεφάνου.

Το πλήθος έξαλλον δεν παύει διατόρως ζητωκραυγάζον, οι δε κατά σειράν ιστάμενοι υδροφόροι (σακατζήδες) προσφέρουσι νερό εις τους κουρασμένους και καθίδρους στρατιώτας. Ενώ δε ο κόσμος προχωρεί συνοδεύων τον στρατόν, ακούεται διαλαλουμένη η πρώτη εκδοθείσα την ημέραν εκείνην εν τη πόλει μας εφημερίς «Αστήρ της Θεσσαλίας» γενομένη ανάρπαστος υπό του πλήθους.
Πάντες κατευθύνονται εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, όπου μετά την δοξολογίαν ψάλλεται υπό του καλλιφώνου πρωτοψάλτου Μιχαλάκη Γαλανίδου (πατρός του πρότινος θανόντος δικηγόρου Δημητρίου Γαλανίδου) διά πρώτην φοράν ο Πολυχρονισμός του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου του 1ου. Ο Στρατός παρουσιάζει όπλα, η Μουσική ανακρούει ειδικόν εμβατήριον και ο Μητροπολίτης μετά σύντομον ενθουσιωδέστατον λόγον ζητωκραυγάζει υπέρ του Έθνους, του Στρατού του Στρατηγού Σούτσου, όστις κατόπιν διευθύνεται μετά του Επιτελείου του εις το Διοικητήριον, εις τον εξώστην του οποίου είχεν υψωθή από της προτεραίας υπερμεγέθης Σημαία».

Συνέπεια της απελευθερώσεως, η Λάρισα κατέστη ορμητήριο του Ελληνικού Στρατού και απετέλεσε το προπύργιο εξορμήσεως για την απελευθέρωση της Ηπείρου.

Πηγή: Εφημερίδα Ελεθερία

 

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο φωτογράφος Ιωάννης Παντοστόπουλος


Το Γενί τζαμί. Φωτογραφία του Ιωάννη Παντοστόπουλου.  Περίπου 1910. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη. Το Γενί τζαμί. Φωτογραφία του Ιωάννη Παντοστόπουλου. Περίπου 1910. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη.

Η φωτογραφία που δημοσιεύεται σήμερα απεικονίζει το Γενί τζαμί, το μοναδικό από τα πολλά μουσουλμανικά τεμένη τα οποία υπήρχαν στη Λάρισα, σύμφωνα με τις περιγραφές των ταξιδιωτών της εποχής, το οποίο διασώθηκε μέχρι σήμερα.

Επί πλέον είναι και το μοναδικό το οποίο κατασκευάσθηκε όταν η Λάρισα είχε ήδη απελευθερωθεί, αφού είναι κτίσμα του 1891. Η αξία της φωτογραφίας έγκειται στο γεγονός ότι απεικονίζει το Γενί τζαμί και την περιοχή του λίγα χρόνια μετά την ανέγερσή του. Φωτογράφος είναι ο Ιωάννης Παντοστόπουλος, ο γενάρχης μιας δυναστείας φωτογράφων η οποία διέπρεψε στην πόλη μας πάνω από 80 χρόνια. Από τα τέλη του 19ου αιώνα που άρχισε να κυκλοφορεί τις πρώτες φωτογραφίες του ο Ιω. Παντοστόπουλος, μέχρι το 1976 όταν σταμάτησε να εργάζεται ο Γεώργιος Βαλσάμης.
Η λήψη της σημερινής φωτογραφίας έγινε από την τότε Πλατεία Ανακτόρων, τη σημερινή δημάρχου Αγαμέμνονα Μπλάνα, πιθανότατα γύρω στα 1910. Εμφανίζει την βορειοδυτική πλευρά του Γενί τζαμί (=Νέο τέμενος), με τον πανύψηλο μιναρέ και την κωνική απόληξή του. Ο παλιός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας αναφέρει στις ανέκδοτες «Αναμνήσεις» του ότι κατά τη διαμονή του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο κονάκι του Χουσνή μπέη όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881, εξεδήλωσε την επιθυμία να το αγοράσει. Ο Τούρκος ιδιοκτήτης του όμως δεν δεχόταν χρήματα και ήθελε να το χαρίσει στον άνακτα, υπακούοντας σε μια παλιά οθωμανική παράδοση η οποία έλεγε ότι χώρος που κατοικήθηκε από βασιλική οικογένεια, δικαιωματικά του ανήκει. Επειδή ο Γεώργιος αρνήθηκε κατηγορηματικά δωρεά εκ μέρους αλλοεθνούς και μάλιστα τούρκου, μεσολάβησε η βασίλισσα Όλγα, η οποία πρότεινε τα χρήματα της αγοράς να διατεθούν για την ανέγερση νέου τεμένους, ώστε να εξυπηρετούνται οι λατρευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων που είχαν παραμείνει στη Λάρισα, μια που τα υπάρχοντα τότε παλιά τζαμιά είχαν ερειπωθεί[1]. Η κατασκευή του Γενί τζαμί άρχισε μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και το 1897, σε χαρακτικά ξένων περιοδικών από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καταγράφεται ολοκληρωμένο. Η άποψη ότι η κατασκευή του έγινε κατά το τέλος του 19ου αιώνα ενισχύεται και από την αρχιτεκτονική του, η οποία συμβαδίζει με τα ρεύματα του νεοκλασικισμού τα οποία επικρατούσαν την περίοδο εκείνη[2].
Το τζαμί χρησιμοποιήθηκε από τους μουσουλμάνους της Λάρισας μέχρι το 1924 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και η πόλη απαλλάχθηκε εντελώς από τον μουσουλμανικό πληθυσμό που είχε παραμείνει μετά το 1881. Το 1939 στεγάσθηκε στους χώρους του η νεοσύστατη τότε Δημοτική Βιβλιοθήκη, με διευθυντή τον δημοσιογράφο Θρασύβουλο Μακρή. Το 1941 από τον ισχυρό σεισμό της 1ης Μαρτίου κατέρρευσε το οξυκόρυφο τμήμα του μιναρέ και μέχρι σήμερα παραμένει κολοβός από το ύψος του εξώστη και πάνω. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τις δυνάμεις κατοχής για τη διαμονή στρατιωτικών μονάδων. Μεταπολεμικά είχε διάφορες χρήσεις. Φιλοξένησε για μικρά διαστήματα προσκόπους, τη στρατιωτική μπάντα του Β΄ Σώματος Στρατού, εκ νέου τη Βιβλιοθήκη και ίσως είχε και άλλες χρήσεις, μέχρι τους σεισμούς του 1955 και 1957, οπότε το κύριο κτίσμα υπέστη μικρές ρηγματώσεις. Μετά την επισκευή και τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου, στεγάσθηκαν στο κτίριο τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου που βρίσκονταν σε ακατάλληλους χώρους (μπεζεστένι και αλλού). Από τότε λειτουργούσε πλέον σαν Αρχαιολογικό Μουσείο, μέχρι ότου μετακόμισε στο περίλαμπρο Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε και ορισμένα στοιχεία για τον φωτογράφο της σημερινής εικόνας. Ο Ιωάννης Μιχαήλ Παντοστόπουλος γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1863. Όταν η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, ο ίδιος βρισκόταν σε μικρή ηλικία. Ήταν έφηβος όταν έφυγε για το Άγιον Όρος, για να μαθητεύσει στην εκκλησιαστική ζωγραφική, ακολουθώντας μια μακρά Σαμαρινιώτικη παράδοση. Εκεί, κοντά σε αγιογράφους μοναχούς ανάπτυξε το ζωγραφικό του ταλέντο. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, η φωτογραφική τέχνη είχε αρχίσει να εδραιώνεται πανελλήνια και μάλιστα βρήκε φωτογράφους να λειτουργούν οργανωμένα φωτογραφεία. Γοητεύθηκε από τη νέα τέχνη την οποία έμαθε εύκολα, αγόρασε φωτογραφικές μηχανές και παράλληλα με το εργαστήριο εκκλησιαστικής ζωγραφικής, δημιούργησε φωτογραφικό στούντιο και μαζί με την αγιογραφία[3] άρχισε να εξασκεί και το επάγγελμα του φωτογράφου. Το εργαστήριό του το στέγασε σε ένα ισόγειο νεοκλασικό οίκημα, ιδιοκτησίας της οικογένειας Μητάκου, στη γωνία των σημερινών οδών Παναγούλη και Κούμα[4]. Εκεί εγκατέστησε τις μηχανές του, τον σκοτεινό θάλαμο, το γραφείο και τα συμπαρομαρτούντα.
Οι φωτογραφίες του είναι σχεδόν όλες πορτρέτα ατόμων της εποχής του. Ήταν η περίοδος που ο κόσμος είχε γοητευθεί από την αίγλη της αυθεντικής απεικόνισης των χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου που πρόσφερε η φωτογραφία, και κατέφευγε σ’ αυτήν για να απαθανατίσει τη μορφή του. Οι φωτογραφικές μηχανές του Παντοστόπουλου ήταν αγορασμένες από το Παρίσι και τη Βιέννη και σήμερα υπάρχουν στις συλλογές του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, δωρεά των απογόνων του[5].
Ο Ιωάννης Παντοστόπουλος νυμφεύθηκε τη Φανή Μητάκου, κόρη του ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου στέγαζε το φωτογραφείο του. Από τον γάμο τους απέκτησαν έξι τέκνα. Τον Χρήστο, ο οποίος σπούδασε οδοντιατρική και ήταν μανιώδης φιλόμουσος και λυρικός τραγουδιστής, τον Γιώργο, τον Κώστα, τον Μιχάλη, την Αριάδνη και τη δασκάλα Αθηνά. Οι δύο τελευταίες ζούσαν μαζί με τον Χρήστο στο πατρικό τους σπίτι απέναντι από το κινηματοθέατρο «Πάλλας». Τα τρία αυτά αδέλφια που έμειναν στη Λάρισα δεν παντρεύτηκαν.
Ο Ιωάννης Παντοστόπουλος πέθανε στη Λάρισα το 1928 και άφησε αγαθή μνήμη στους κατοίκους της πόλης μας.

 

[1]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας αναφέρει ότι στη θέση τού Γενί τζαμί προϋπήρχε παλαιότερα άλλο μικρότερο, το οποίο είχε καταστραφεί και με την πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας κατασκευάσθηκε το σημερινό τέμενος.
[2]. Ο Θανάσης Μπετχαβές εντόπισε στην εφημερίδα της Λάρισας «Ομόνοια» (φύλλο της 4ης Οκτωβρίου 1891) την εξής είδηση: «Την εσπέραν της χθες απαίσιον δυστύχημα έλαβε χώραν εις το απέναντι των Ανακτόρων ανεγειρόμενον τουρκικόν τέμενος. Ο αυτόθι εργαζόμενος νέος Χρήστος Χαρταλάμης ολισθήσας κατέπεσεν από αρκετού ύψους επί μαρμάρου, μείνας επί τινα λεπτά αναίσθητος. Κατόπιν μετεφέρθη εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον, ένθα τω εδόθησαν αι πρώται ιατρικαί βοήθειαι και εκείθεν εις το Κουτλιμπάνειον Νοσοκομείον ένθα νοσηλεύηται». Επομένως ως έτος ιδρύσεως του Γενί τζαμί πρέπει να θεωρήσουμε το 1891.
[3]. Στην εκκλησία του οικισμού των Τεμπών υπάρχουν εικόνες οι οποίες φέρουν την υπογραφή του. Επίσης μία εικόνα του, αγιογραφημένη το 1887, υπάρχει στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στη συνοικία Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα). Και σε άλλους ναούς έχουν εντοπισθεί μερικές εικόνες του.
[4]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Οικία οικογένειας Παντοστόπουλου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου2017.
[5]. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά Μελετήματα. Λαρισαίοι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα έως το 1940, Αθήνα (2000) σελ. 132.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η περιφερειακή τάφρος - Το ρέμα Κουρουλντού


Το πέτρινο λιοντάρι το οποίο βρέθηκε το 1828 κατά τις εργασίες διάνοιξης  της περιφερειακής τάφρου. Από το βιβλίο του Θεόδωρου Παλιούγκα  "Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)", τόμ Β΄, πίνακας Ι΄. Το πέτρινο λιοντάρι το οποίο βρέθηκε το 1828 κατά τις εργασίες διάνοιξης της περιφερειακής τάφρου. Από το βιβλίο του Θεόδωρου Παλιούγκα "Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)", τόμ Β΄, πίνακας Ι΄.

Το μεγαλύτερο μέρος της Λάρισας είναι κτισμένο από τα πολύ παλιά χρόνια κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πηνειού, του μεγαλύτερου ποταμού της Θεσσαλίας. Το ποτάμι αυτό δέχεται τα νερά απ' όλους τους παραπόταμους και τα ρέματα της ευρύτερης περιοχής του θεσσαλικού κάμπου.

Είναι, ας πούμε, το απομεινάρι της μεγάλης θεσσαλικής λίμνης που υπήρχε στους προϊστορικούς χρόνους, όταν ένας μεγάλος σεισμός στην έξοδο της Κοιλάδας των Τεμπών έδωσε διέξοδο στα νερά της μεγάλης λίμνης προς τη θάλασσα του Αιγαίου και έτσι δημιουργήθηκε η εύφορη θεσσαλική πεδιάδα.
Μοιραία η θέση της πόλης δίπλα στο ποτάμι είχε σαν αποτέλεσμα να πλήττεται πολύ συχνά όλα αυτά τα χρόνια από καταστροφικές πλημμύρες. Σε περιπτώσεις μεγάλων καταιγίδων ή πολυήμερης πολυομβρίας, δύο μεγάλοι χείμαρροι που προέρχονταν από τα υψώματα του Κοτζμπασάν (Κοτζαμπασιώτης) και του Νεμπεγλέρ [Νίκαια) (Νεμπεγλεριώτης), κατέβαζαν μεγάλο όγκο όμβριων υδάτων τα οποία κατέληγαν στη Λάρισα και στη συνέχεια χύνονταν στον Πηνειό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχείλιση της κοίτης και τα νερά να διαχέονται στις χαμηλότερες περιοχές της πόλης, όπως ήταν τα Ταμπάκικα, ο Πέρα Μαχαλάς και πιο κάτω ο οικισμός Κουλούρι. Όταν οι δύο μεγάλοι χείμαρροι που αναφέραμε κατέβαζαν πολύ μεγάλες ποσότητες νερού, οι συνοικίες Σουφλάρ (40 Μαρτύρων), Καραγάτς (Αγ. Κωνσταντίνου), Παράσχου (Αγ. Νικολάου) και Αρναούτ (Αγ. Αθανασίου) πλημμύριζαν και οι ζημιές δεν περιορίζονταν μόνο σε υλικές καταστροφές, αλλά και σε ανθρώπινες ζωές[1].
Το 1931 σε μια άλλη πλημμύρα, τα νερά των ίδιων χειμάρρων έφθασαν μέχρι το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο του Ταχυδρομείου. Για να μετακινηθούν οι κάτοικοι της συνοικίας Παράσχου κινητοποιήθηκε το Τάγμα Γεφυροποιών, το οποίο μετέφερε στην περιοχή ειδικές βάρκες (πάκτωνες), με τις οποίες μετέφεραν εκείνους εκ των κατοίκων οι οποίοι είχαν αποκλεισθεί στα ισόγεια σπίτια τους. Στους δύο τόμους των βιβλίων με ενθυμίσεις του Ιστορικού Κώστα Σπανού υπάρχουν πολλά σημειώματα ολιγογράμματων ανθρώπων σε παράφυλλα παλιών βιβλίων, τα οποία αναφέρονται στις πλημμύρες που εμφανίζονταν συχνά στη Λάρισα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Μετά την επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί της Λάρισας είχαν εκφράσει επανειλημμένως τον φόβο μήπως και η πόλη δεχθεί επίθεση από επαναστατικά σώματα τα οποία δρούσαν στην περιοχή του Ολύμπου και τα άλλα γειτονικά βουνά που οριοθετούσαν κυκλικά τη Θεσσαλία. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης είχε μειωθεί αισθητά, ενώ μεγάλο μέρος του τουρκικού στρατού είχε μετακινηθεί προς την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα για ενίσχυση των εκεί στρατευμάτων τους. Ο φόβος αυτός φαίνεται ότι ήταν τόσο έντονος ώστε αποφάσισαν το 1828 να οχυρώσουν τη Λάρισα. Ο οχυρωματικός περίβολος αποτελείτο από ένα χαμηλό πρόχωμα και κατά διαστήματα είχαν κατασκευασθεί δώδεκα προμαχώνες.
Με την ευκαιρία αυτή κατασκεύασαν κατά μήκος των οχυρώσεων εξωτερικά και μια μεγάλη τάφρο σε προϋπάρχοντα χάνδακα για άμυνα αλλά και αποστράγγιση, ώστε τα νερά που κατέκλυζαν την πόλη από τα υψώματα του Κοτζ μπασάν και του Νεμπεγλέρ κατά τη διάρκεια πολυομβρίας να αποχετεύονται στον Πηνειό και έτσι να αποφεύγονται οι πλημμύρες στις νοτιοανατολικές συνοικίες της πόλης. Πρόχωμα και τάφρος είχαν σχήμα κυκλικό και περιέκλειαν την πόλη από ανατολικά και νότια, ενώ από τις άλλες πλευρές η Λάρισα προστατευόταν από την ευρεία κοίτη του Πηνειού. Για την κατασκευή της μεγάλης αυτής τάφρου, η οποία ξεκινούσε από την περιοχή της σημερινής Νέας Σμύρνης και ακολουθούσε τη διαδρομή της οδού Πολυτεχνείου και Αθ. Λαγού, μέχρι το κτίριο της ΔΕΥΑΛ, δαπανήθηκαν πάνω από 16.000 γρόσια, ποσό τεράστιο για την εποχή, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου επιβάρυνε τους χριστιανούς της πόλης.
Η χάραξη του σχεδίου οχύρωσης ανατέθηκε στον Οθωμανό μηχανικό Χαλίλ μπέη. Η τάφρος ανοίχθηκε στη θέση του χάνδακα που είχε κατασκευασθεί μετά την καταστρεπτική πλημμύρα του 1811. Το χαντάκι αυτό διευρύνθηκε και επιδιορθώθηκε για να βοηθήσει και στην αντιπλημμυρική προστασία της Λάρισας. Για την υλοποίηση του έργου αυτού χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες εργάτες, προερχόμενοι από κάθε γωνιά της Θεσσαλίας[2]. Κατά τις εργασίες κατασκευής της τάφρου στο νοτιοανατολικό τμήμα της, αποκαλύφθηκε ένα λίθινο άγαλμα λέοντος[3]. Το χαντάκι αυτό ήταν γνωστό σαν ρέμα Κουρουλντού[4] και εκτείνονταν και κατά μήκος της οδού Αθηνάς.
Με την κατασκευή της τάφρου συνδέεται και ένα χαριτωμένο γεγονός, το οποίο αναφέρει ο λόγιος μοναχός του Βόλου Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, που τον αναφέραμε και άλλες φορές και του οποίου ο πατέρας Ιωάννης Καμπυλάκης από τον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου ήταν ένας από τους 300 Πηλιορείτες που επιστρατεύθηκαν για την κατασκευή της τάφρου. Ενώ οι εργασίες έβαιναν προς το τέλος και οι εργάτες περίμεναν την επιστροφή στις εστίες τους, κάποιος από τους εργάτες, ο Κώστας Πιστούλας από το Λιβάδι Ολύμπου θέλησε να αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του έργου. Βγήκε μπροστά σε όλους τους άλλους εργαζόμενους και είπε ότι όποιος του δώσει δέκα γρόσια θα πηδήσει το χαντάκι από τη μια πλευρά στην άλλη. Στην πρόταση αυτή απάντησε κάποιος από την ομήγυρη καταφατικά και μάλιστα του είπε ότι θα του δώσει δεκαπέντε γρόσια, αλλά όμως αν δεν το επιτύχει, να του δώσει αυτός τα δεκαπέντε γρόσια. Ο Λιβαδιώτης εργάτης συμφώνησε, πήρε φόρα και πήδησε την τάφρο με ευκολία. Οι μουσουλμάνοι που παρακολουθούσαν το γεγονός θορυβήθηκαν και αποφάσισαν να κρατήσουν τους εργάτες άλλες σαράντα ημέρες για να διευρύνουν την τάφρο για δύο ακόμα πήχεις, ώστε να μη βρεθεί άτομο να το υπερπηδήσει[5].
Με τα χρόνια, και πριν ακόμη από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, η περιφερειακή τάφρος είχε αρχίσει βαθμιαία να επιχωματώνεται από τις προσχώσεις των πλημμυρών. Παρόλα αυτά όμως η διατήρησή της κρίθηκε αναγκαία ως έργο αντιπλημμυρικής προστασίας, γι' αυτό και το 1898 έγινε καθαρισμός της. Αλλά και πάλι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα είχε αρχίσει να επιχωματώνεται και με την προσθήκη σκουπιδιών και άχρηστων υλικών και την παρουσία λιμνάζοντος νερού κατέστη επικίνδυνη. Στη θέση της ο ΟΥΗΛ κατασκεύασε κλειστό αγωγό υδάτων και αργότερα δημιουργήθηκε η σημερινή ευρεία Λεωφόρος Πολυτεχνείου[6].
Το ίδιο συνέβη και στην τάφρο που ήταν γνωστή και αυτή ως ρέμα Κουρουλντού και εκτεινόταν από την είσοδο των στρατώνων Ιππικού κατά μήκος της σημερινής οδού Καραθάνου και κατέληγε στον Πηνειό[7]. Κατά τη διάρκεια της δημαρχίας του Δημητρίου Καραθάνου (1952) κατασκευάσθηκε ευρύς κλειστός αγωγός όμβριων υδάτων. Το ρέμα επιχωματώθηκε και δημιουργήθηκε η οδό Αθηνάς. Στις 31 Οκτωβρίου 1954, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του δημάρχου Καραθάνου, σε ειδική τελετή έγιναν από την επόμενο δήμαρχο Σωτήριο Ζιαζιά τα αποκαλυπτήρια ειδικής εντοιχισμένης πλάκας με τη νέα ονομασία της οδού Αθηνάς σε Λεωφόρο Δημητρίου Καραθάνου, προς τιμήν του δημάρχου που εκτέλεσε το έργο[8].

[1]. Σε μια φοβερή πλημμύρα που έγινε το 1908 οι κατοικίες της συνοικίας του Αγ. Νικολάου πλημμύρισαν, πολλές κατέρρευσαν και άλλες έγιναν ετοιμόρροπες. Η κατοικία του δημοσιογράφου Θρασύβουλου Μακρή που βρισκόταν νοτιοανατολικά της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, στην αρχή της οδού Γρηγορίου Ε΄, γέμισε από νερό και λάσπες και η σπουδαία συλλογή γραμματοσήμων, καθώς και το αρχείο εφημερίδων της Λάρισας που διέθετε έγιναν τελικά μια άμορφη πολτοποιημένη μάζα. Ανυπολόγιστη ζημιά.
[2]. Σε επιστολή του αρματολού Γιάννη Μπασδέκη από τη Ζαγορά του Πηλίου προς τον Γρηγόριο Κωνσταντά την 1η Μαΐου 1828 αναφέρονται και τα εξής: "το χαντάκι της Λαρίσσης γίνεται με πριμούραν [βιαστικά]. 300 εργάτες έδωκεν η επαρχία μας εις αυτό το έργον και θα αποθάνουν οι πτωχοί από την καύσιν [το καύσωνα]. Η επιστολή αυτή βρίσκεται στα λυτά έγγραφα της Βιβλιοθήκης Μηλεών "Ψυχής Άκος".
[3]. Ο Ιωάννης Λεονάρδος το 1936 στο βιβλίο του "Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία" αναφέρει σχετικά: "Των οχυρωμάτων τούτων γενομένων ευρέθη εν πέτρινον λεοντάρι ...το οποίον εκτίσθη εις τον τοίχον των οχυρωμάτων". Αποτελούσε αρχικά τμήμα κρήνης ή αναβρυτηρίου και εντοιχίσθηκε στο οχύρωμα. Το γλυπτό, δυτικής τεχνοτροπίας, διασώθηκε και σήμερα βρίσκεται στο Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας.
[4]. Τουρκικά Kuru Dere, που σημαίνει ξερόλακκος, ρέμα. Πολλοί το ονομάζουν Κουλουρντού (δηλ. μεταθέτουν στη θέση του γράμματος ρ το γράμμα λ, ίσως επειδή η όλη πορεία του ρέματος είναι ημικυκλική, σαν κουλούρι.
[5]. Θωμάς Γεώργιος. Το χαντάκι της Λάρισας. 300 Πηλιορείτες δοκιμάστηκαν σκάβοντας. περ. "Δάοχος" σελ. 9-11.
[6]. Θεόδωρος Παλιούγκας. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (14233-1881), τόμ. Β΄, Κατερίνη, (2007) σελ. 563.
[7]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός]. Πως κατασκευάσθηκε το "Κουλουρ-Ντου", εφ. "Λάρισα", φύλλο της 4ης Σεπτεμβρίου 1978.
[8]. "Μετωνομάσθη η οδός Αθηνάς εις οδόν Δημητρ. Καραθάνου", εφ. "Ελευθερία, φύλλο της 2ας Νοεμβρίου 1954.

 

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

H γέφυρα του Πηνειού τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια


Η προσωρινή ξύλινη γέφυρα του Πηνειού κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.  Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Μούσιου. 1948 Η προσωρινή ξύλινη γέφυρα του Πηνειού κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Μούσιου. 1948

Η σημερινή εικόνα προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου φωτογράφου Νικολάου Μούσιου (1911-1951)[1].

Ο Νικόλαος Μούσιος ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των φωτογράφων η οποία είχε ως γενάρχη της τον Ιωάννη Παντοστόπουλο (1863-1928). Η μητέρα του Ευαγγελία Δαφνοπούλου από τον πρώτο της γάμο απέκτησε τον Δημήτριο Αρετόπουλο (1902-1968) φωτογράφο και από τον δεύτερο γάμο της με τον Γεώργιο Μούσιο που έμενε στον Βόλο απέκτησε το 1911 τον άλλο γιο της Νικόλαο (1911-1951). Όμως το 1915 έμεινε χήρα, καθώς ο σύζυγός της πέθανε σε νεαρή ηλικία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Βόλο και να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Λάρισα, κοντά στον αδελφό της Γεράσιμο Δαφνόπουλο. Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας όπου ζούσε η αδελφή της μητέρας του φωτογράφος Ελένη Δαφνοπούλου με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί σύγχρονο φωτογραφείο. Έμεινε στην Κωνστάντζα 2,5 περίπου χρόνια και τελειοποίησε τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφία που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου. Το 1935, μετά τον θάνατο του τελευταίου ανέλαβε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο το φωτογραφείο. Το 1951 ο Νικόλαος Μούσιος πέθανε όπως και ο πατέρας του σε νεαρή ηλικία.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από το ύψωμα δίπλα στη δεξιά όχθη του Πηνειού, τα “Πευκάκια”, το οποίο στέγαζε το καφενείο “Καλλιθέα”[2]. Στο ύψωμα αυτό βρισκόταν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας το τζαμί του Χασάν μπέη. Το 1908 κατεδαφίστηκε και δημιουργήθηκε μια επίπεδη επιφάνεια, η οποία κοσμήθηκε με άφθονα πεύκα. Στο σημείο αυτό λειτουργούσε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξοχικό κέντρο με την ονομασία “Καλλιθέα”, οι περισσότεροι όμως το γνώριζαν σαν “Πευκάκια”. Το κέντρο αυτό, εκτός από τη δροσιά που πρόσφερε στους πελάτες τους παρουσίαζε και ένα σπουδαίο πλεονέκτημα. Είχε μια απέραντη θέα στη γέφυρα με το ποτάμι, στο Αλκαζάρ και σ΄ όλη τη θεσσαλική πεδιάδα μέχρι τον Όλυμπο. Κάτω χαμηλά στη φωτογραφία διακρίνονται οι πεζούλες που οριοθετούσαν την άκρη του υψώματος και δίπλα τα τραπεζάκια του κέντρου.
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει από τη φωτογραφία είναι η ξύλινη γέφυρα του Πηνειού στη θέση της παλιάς λίθινης. Φωτογραφία με την ξύλινη γέφυρα του Πηνειού δημοσιεύσαμε και παλαιότερα[3], αλλά αυτή ήταν μετά την πρώτη ανατίναξη της γέφυρας το 1941 και η λήψη της είχε γίνει από τους Ιταλούς κατακτητές. Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει την πρόχειρη ξύλινη γέφυρα η οποία κατασκευάστηκε μετά τη δεύτερη ανατίναξή της το 1944 και διατηρήθηκε μέχρι το 1952, όταν επί δημαρχίας Καραθάνου δημιουργήθηκε η πρώτη γέφυρα με οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν) τσιμέντο και συγχρόνως έγιναν και διάφορες βελτιώσεις στην κοίτη του ποταμού και στις όχθες.
Όσοι διασχίζουν σήμερα την άνετη γέφυρα του Πηνειού με προορισμό το άλσος Αλκαζάρ ή τον Πέρα Μαχαλά (συνοικία Ιπποκράτης), δεν μπορούν να φανταστούν τις μετατροπές που έχει υποστεί αυτή σε μια διάρκεια εξήντα περίπου χρόνων (1941-2001). Μέχρι το 1941 υπήρχε για πολλά χρόνια η παλιά λίθινη γέφυρα. Τον Απρίλιο αυτού του έτους φίλια στρατεύματα (Άγγλοι-Νεοζηλανδοί) ανατίναξαν ένα μέρος της για να καθυστερήσουν την προώθηση προς την Αθήνα του γερμανικού στρατού. 3,5 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1944, κατά την οπισθοχώρησή τους οι Γερμανοί με μια ισχυρότατη έκρηξη κατέστρεψαν και πάλι ένα μεγάλο τμήμα της γέφυρας.
Η γέφυρα αυτή ήταν η μοναδική η οποία συνέδεε τη Λάρισα με την απέναντι συνοικία, τη Γιάννουλη και όλες τις πόλεις του προς βορράν οδικού άξονα της χώρας. Μέχρι την κατασκευή μόνιμης, επιλέχθηκε η λύση της πρόχειρης με ξύλινους δοκούς, εις τρόπον ώστε άνθρωποι και οχήματα να διαπεραιώνονται με ευκολία. Βέβαια σε δύσκολες στιγμές επιστρατεύονταν και ποταμόβαρκες, οι οποίες μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα από την μιαν όχθη στην άλλη. Μετά την απελευθέρωση κατασκευάστηκε η ξύλινη γέφυρα της φωτογραφίας. Πολλαπλοί επιμήκεις ξύλινοι δοκοί στερεώθηκαν επάνω στα βάθρα της παλαιάς γέφυρας[4] και επάνω τους επιστρώθηκε ανθεκτικό ξύλινο οδόστρωμα, ικανό να επιτρέπει τη διέλευση και βαρέων οχημάτων και μάλιστα σε διπλή σειρά. Στα πλάγια δημιουργήθηκαν στενά πεζοδρόμια. Ξύλινα στηθαία τοποθετήθηκαν στις άκρες για την προφύλαξη των πεζών. Η κοίτη του ποταμού είναι γεμάτη θάμνους, ενώ ο Πηνειός, έστω και ίχνη του, δεν διακρίνεται στη φωτογραφία. Είναι η εποχή που η μεγαλύτερη ποσότητα του νερού του Πηνειού διοχετευόταν στην ανακουφιστική κοίτη που είχε δημιουργηθεί προπολεμικά από την Boot. Η εικόνα αυτή δικαιολογεί και την προσπάθεια πολλών Λαρισαίων, “οι τα πρώτα φέροντες”, να καταβάλλουν την περίοδο εκείνη σοβαρές προσπάθειες ώστε να επανέλθει το νερό του Πηνειού στην παλιά κοίτη.
Στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας μόλις διακρίνεται στρατιωτικό φυλάκιο στην άκρη της γέφυρας προς τον Πέρα Μαχαλά[5]. Στη συνέχεια εντοπίζουμε το μνημείο των πεσόντων αξιωματικών και στρατιωτών κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το οποίο αποτελούσε και το Ηρώο της πόλης κατά την περίοδο εκείνη. Ακολουθεί το νεότευκτο τότε κέντρο Αλκαζάρ του Μήτσου Βρεττόπουλου, το οποίο είχε αρχίσει να λειτουργεί τον Σεπτέμβριο του 1947. Είναι αισθητή η έντονη βλάστηση στο άλσος του Αλκαζάρ σε όλη την έκτασή του και στο βάθος διακρίνεται η περιοχή Κιόσκι. Χρονολογικά η φωτογραφία τοποθετείται στο 1948.

 

[1]. Ο Νικ. Μούσιος ήταν ο μοναδικός από τους επιγόνους των οικογενειών Παντοστόπουλου - Δαφνόπουλου ο οποίος ήταν και φωτογράφος τοπίου. Οι φωτογραφίες του, μικρές σε μέγεθος, ήταν επικολλημένες σε δίπτυχη κάρτα η οποία συνοδευόταν από επίσης δίπτυχο χαρτί, τα οποία ενώνονταν στη ράχη με μια κορδελίτσα. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φωτογράφοι της Λάρισας. Με την ευκαιρία μιας φωτογραφίας, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 9ης Νοεμβρίου 2012.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το κέντρο “Καλλιθέα” στην περιοχή “Πευκάκια”, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 3ης Μαΐου 2017. Το λειτουργούσε ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Κόικος.
[3]. Του ιδίου. Η καταστροφή της μεγάλης γέφυρας του Πηνειού, εφ. “Ελευθερία”, Λάρισα, φύλλο της 14ης Νοεμβρίου 2015.
[4]. Ήταν τόσο καλά στερεωμένη στον βυθό της κοίτης του ποταμού η παλαιά γέφυρα, ώστε και η νέα με μπετόν που την αντικατέστησε το 1950 στηρίχθηκε πάνω στα βάθρα της. Όλα τα υπολείμματα της παλαιάς γέφυρας είχαν κατεδαφιστεί, εκτός από τα βάθρα. Οι τεχνίτες που εργάστηκαν στην κατεδάφισή της διηγούνται ότι ήταν τόσο στερεή η συνδεσμολογία των λίθων με αρμούς ώστε ήταν ευκολότερη η σχάση της πέτρας, από τη διάνοιξη των αρμών.
[5]. Την περίοδο εκείνη, εποχή του εμφυλίου, η γέφυρα φυλασσόταν με στρατιωτικά φυλάκια, τοποθετημένα και στις δύο εισόδους της.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

ΘΈΜΙΣ: Η ΠΑΝΔΕΡΚΉΣ ΠΡΟΣΤΆΤΙΔΑ ΘΕΆ ΤΟΥ ΔΙΚΑΊΟΥ
 
Η Θ έ μ ι ς ανήκει στους Τιτάνες, τους πρώτους θεούς της ελληνικής μυθολογίας, που ήταν τέκνα του πρώτου θεϊκού ζεύγους της Γαίας και του Ουρανού.
Ο ποιητής Πίνδαρος τη θεωρεί πρώτη γυναίκα του Δία και ο Ησίοδος, δεύτερη μετά τη Μήτιδα, με την οποία ο πατέρας των Θεών διατήρησε σχέσεις σεβασμού και εμπιστοσύνης.
Η Θέμις στη μυθολογία είναι εκείνη που θεσμοθετεί.
Είναι η θεά που προστατεύει κάθε θεσμό και ιδιαίτερα της φιλοξενίας και της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη των ανθρώπων έχει ουράνια προέλευση και συνδέεται με την παγκόσμια τάξη, της οποίας ανώτατος ρυθμιστής είναι ο Δίας, που βοηθείται στο έργο του από αυτήν.
Με αυτές τις αντιλήψεις ο Ησίοδος έπλασε στη Θεογονία του την Θέμιδα, ως σύζυγο του Δία, αφού η ιδέα της τάξης είναι συνυπάρχουσα ιδιότητα του υπέρτατου θεού. Έτσι παρουσιάζεται η Θέμις προστάτιδα του δικαίου και της φιλοξενίας και τιμωρός κάθε παράβασης επ΄ αυτών, ιδιαίτερα κατά του Πάριδος που καταπάτησε τις αρχές, με τον Τρωικό Πόλεμο που συναποφάσισε με τον Δία.
Ο γάμος του μαζί της σηματοδότησε, μετά την κατάποση της πρώτης του συζύγου Μήτιδος, τη σταθεροποίηση της βασιλείας ως του ισχυρότερου από όλους τους θεούς αλλά και ως εγγυητή σταθερών κανόνων που ίσχυαν τόσο για τους θεούς, όσο και για τους θνητούς.
Το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό και ισχύει και για τους θεούς και είναι ανώτερο ακόμη και από τη βούλησή τους.
Ήταν η πρώτη κάτοχος του Μαντείου των Δελφών, το οποίο και έπειτα χάρισε στην αδελφή της Φοίβη, γιαγιά του Απόλλωνα. Όταν όμως γεννήθηκε ο Απόλλωνας επέδειξε προς αυτόν ιδιαίτερη αγάπη και στοργή και σύμφωνα με τη μυθολογία αυτή πρώτη του πρόσφερε τροφή, θεωρούμενη έτσι και τροφός του Απόλλωνα παραδίδοντάς του αργότερα το εν λόγω Μαντείο.
Ήταν εκπρόσωπος της θείας δικαιοσύνης σε κάθε ανθρώπινη περίσταση και κυρίως σε ότι σχετιζόταν με τους νόμους της φιλοξενίας. Άλλη ιδιότητα της Θέμιδας, που την κληρονόμησε από τη μητέρα της τη Γη, ήταν και η προφητική της ικανότητα.
Ήταν η σοφή και ειλικρινής υπεύθυνη θεά για την τήρηση των δικαιωμάτων στις ανθρώπινες σχέσεις. Ρύθμιζε τη δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων.
Σε συμβολικό επίπεδο αντιπροσωπεύει τον νόμο και την ηθική τάξη, το θείο δίκαιο. Ο ζυγός στο αριστερό της χέρι αντιπροσώπευε την Δικαιοσύνη και η αλυσίδα και το ξίφος συμβόλιζαν την αυστηρή εφαρμογής αυτής.
Το όνομα Θέμις προέρχεται από το ρήμα τίθημι που σημαίνει θέτω, τοποθετώ, φέρω τι εις τίνα θέσιν, και συνεπώς εμπεριέχει αρχικά την έννοια του τεθειμένου και κατ' επέκταση του δικαίου και της ηθικής τάξης ως κάτι που έχει τεθεί θεϊκά.
Κατά τον Όμηρο εκτελεί καθήκοντα κήρυκα του Δία και των θεών, αργότερα όμως τη θεωρούσαν προστάτρια της νομιμότητας και θεά της δικαιοσύνης.
Στο όνομα του Δία συγκαλούσε το συμβούλιο των θεών και ότι επόπτευε την τάξη κατά τις τελετές των συμποσίων τους.
Ήταν η τελετάρχης του Ολύμπου.
Εκτελούσε τις αποφάσεις του Δία. Καθόταν κοντά του και συνομιλούσε μαζί του. Επίσης είναι αυτή που κάθε φορά εξαγγέλλει τις αποφάσεις του Δία εξ ου και αποκαλούνταν "Διός θέμιστες" όπως έτσι λέγονταν οι νόμοι και οι αποφάσεις που δημιουργούσαν οι άνθρωποι κατ΄ εικόνα της δικαιοσύνης του Ολύμπου.
Ως θεά είχε τρισυπόστατη εκπροσώπηση ως θεά φυσικής τάξης, θεά της ηθικής τάξης και προφήτις θεά, ιδιότητα που την κληρονόμησε από την μητέρα της Γαία.
Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω, θυγατέρες της Θέμιδος και του Διός εκπροσωπούν τη φυσική τάξη, φέρονταν οι Ώρες, οι οποίες ανάλαβαν να κανονίσουν όσα πρέπει να γίνονται στη φύση στις διάφορες εποχές του χρόνου ( η ακριβής εναλλαγή των εποχών) .
Οι Ώρες επίσης εκπροσωπούν την ηθική τάξη αφού η Ευνομία, η Δίκη, και η Ειρήνη, που αποτελούν τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας,
Άλλες θυγατέρες της Θέμιδος και του Διός είναι οι οι Μοίρες, (η Κλωθώ, η Λάχεση και η Άτροπος,) που προσωποποιούσαν το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου, και στις οποίες ο πατέρας τους Δίας τις είχε αναθέσει να διανέμουν στους ανθρώπους τα αγαθά.
Επίσης η παρθένα Αστραία, προσωποποίηση της δικαιοσύνης. Η Δίκη (Αστραία) ήταν η μόνη που είχε το θρόνο της δίπλα στον πατέρα της, Δία, όταν εκείνος δίκαζε.
Και τέλος ως εκπροσωπούσες την προφητεία φέρονταν οι Νύμφες.
Η Θέμις προσαγορεύονταν άλλοτε "Ιχναία θεά", δηλαδή θεά που αναζητεί ίχνη αδικοπραξιών, καθώς και "Πανδερκής θεά", εκ του γεγονότος ότι τίποτε δεν της διέφευγε. (πάν + δέρκομαι) -> αυτός που παρατηρεί τα πάντα, δηλαδή αυτός που έχει πανεποπτεία.
Επί του τελευταίου κάποιοι μυθογράφοι θεώρησαν την Θέμιδα κόρη του Ήλιου υπό το φως του οποίου ουδέν αποκρύπτεται. Μάλιστα λεγόταν ότι η Θέμις έβλεπε τα πάντα πριν ακόμα τα δουν οι άνθρωποι.
Επ΄ αυτού ο Αισχύλος αναγνωρίζει την Θέμιδα μητέρα του προορατικού Προμηθέα.
Ιερά της Θέμιδος υπήρχαν στη Θεσσαλία, Αττική, Βοιωτία και Ολυμπία.
Η λατρεία της είχε διαδοθεί σ' όλη την Ελλάδα.
Στο εθνικό μουσείο στην Αθήνα σώζεται ωραιότατο άγαλμά της που κατασκευάστηκε τον 3ο π.χ. αι. από το Χαιρεστράτη.
 
Παλιό άρθρο του μπλογκ μου Μυθική Αναζήτηση. Η συλλογή αυτούσιων αποσπασμάτων, παραγράφων, και πληροφοριών για να πραγματοποιηθεί το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από διάφορα άρθρα σχετικά με την Θέμιδα.

 

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

ΓΑΜΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΈΛΜΑΤΑ: Η ΧΟΛΗ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ
 
Τα Γαμικά Παραγγέλματα αποτελούνται από πλήθος συμβουλών, οι οποίες απευθύνονται ως γαμήλιο δώρο στον Πολλιανό και την Ευρυδίκη, μαθητές του Πλουτάρχου, οι οποίοι ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι.
(.....) Οι παλιοί έβαλαν τον Ε ρ μ ή δίπλα στην Α φ ρ ο δ ί τ η, πιστεύοντας ότι οι χαρές του έρωτα έχουν κυρίως ανάγκη τον λ ό γ ο, αλλά επίσης την Π ε ι θ ώ και τις Χ ά ρ ι τ ε ς, ώστε με την πειθώ να παίρνουν ο ένας από τον άλλον ό,τι θέλουν, χ ω ρ ί ς τσακωμούς και καβγάδες.
Ο Σ ό λ ω ν συμβούλευε τη νύφη να μασουλήσει κ υ δ ώ ν ι προτού πλαγιάσει με τον γαμπρό, θέλοντας έτσι να πει, καθώς φαίνεται, ότι η χ ά ρ η από τα χείλη και το στόμα της πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα αρμονική και γλυκιά.
Στην αρχή κυρίως πρέπει οι παντρεμένοι να φυλάγονται από δ ι α φ ω ν ί ε ς και σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ι ς, βλέποντας ότι και τα φτιαγμένα από διάφορα κομμάτια αντικείμενα διαλύονται εύ κολα με το πρώτο τυχαίο γεγονός, αλλά μετά από καιρό, όταν οι αρμοί τους στεριώσουν, δύ σκολα διαλύονται από τη φωτιά ή το σίδερο.
Όπως η φ ω τ ι ά ανάβει εύκολα σε άχυρα, σε φιτίλι και στην τρίχα του λαγού, αλλά σβήνει γρήγορα αν δεν πιάσει σε κάτι άλλο που μπορεί να τη διατηρήσει και να τη θρέψει, έτσι και ο δ υ ν α τ ό ς έρωτας των νεονύμφων που λαμπαδιάζει με τη σωματική έλξη και την ορμή της ηλικίας, δεν πρέπει να θεωρηθεί διαρκής ο ύ τ ε σίγουρος, αν δεν οικοδομηθεί πάνω στον χαρακτήρα, δεν αγγίξει τη φ ρ ό ν η σ η και δεν γίνει διάθεση της ψυχής.
Ο Ρωμαίος, όταν τον επέπλητταν οι φίλοι του που έδιωξε ενάρετη, πλούσια και όμορφη γυναίκα, έδειξε την μπότα του και είπε:
“Μα και τούτη είναι ωραία να την βλέπεις και καινούργια, κανείς όμως δεν ξέρει πού με χτυπά”.
Και στη γυναίκα, λοιπόν, δεν πρέπει να βασίζεσαι στην προίκα, τη γενιά ή την ομορφιά της, αλλά σε πράγματα, με τα οποία αγγίζει περισσότερο τον άντρα της, δηλαδή τη σ υ ν τ ρ ο φ ι ά, τον χ α ρ α κ τ ή ρ α και τον τρόπο που επικοινωνεί, να μην παρουσιάζεται σε αυτά σ κ λ η ρ ή και δ υ σ ά ρ ε σ τ η καθημερινά, αλλά β ο λ ι κ ή, χ α ρ ο ύ μ ε ν η και α γ α π ητή.
Όπως οι γιατροί φοβούνται περισσότερο τους π υ ρ ε τ ο ύ ς που ξεκινούν από κρυφές αιτίες και δυναμώνουν σταδιακά, παρά εκείνους που ξεκινούν από φανερά και σοβαρά προβλήματα, έτσι και οι μ ι κ ρ έ ς, σ υ ν ε χ ε ί ς κ α θ η μ ε ρ ι ν έ ς συγκρούσεις ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, που περνούν απαρατήρητες από τους πολλούς, φέρνουν διαφορές και κ α τ α σ τ ρ έ φ ο υ ν τη συμβίωση.
Εκείνοι που προσφέρουν θυσία στην Ή ρ α, την προστάτιδα του γάμου, δεν καθαγιάζουν και τη χ ο λ ή μαζί με τα άλλα μέρη του θυσιασμένου ζώου, αλλά τη βγάζουν και την πετούν δίπλα στο βωμό, θέλοντας με αυτό να πει όποιος καθιέρωσε το έθιμο πως η χ ο λ ή και η ο ρ γ ή δεν πρέπει π ο τ έ να έχουν θέση στο γάμο".
ΠΛΟΎΤΑΡΧΟΣ

 

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

ΛΑΡΙΣΑ, ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο παλιός ναός της Παναγίας στα Ταμπάκικα


Ο προπολεμικός ναός της Ζωοδόχου Πηγής  (Παναγίας) στα Ταμπάκικα μια χιονισμένη μέρα Ο προπολεμικός ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας) στα Ταμπάκικα μια χιονισμένη μέρα

Η σημερινή μεγάλη εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου μάς προσκαλεί να εντρυφήσουμε στα ιστορικά δεδομένα της πρώτης εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, που κτίσθηκε στον παλιό μαχαλά Ταμπάκικα της Λάρισας, τη γνωστή σήμερα ως συνοικία Αμπελοκήπων. Για τους περισσότερους Λαρισαίους η εκκλησία αυτή είναι γνωστή και ως Παναγία και ο ναός της χαρακτηρίζει ολόκληρη την παραπήνεια περιοχή.


Η παλαιότερη ονομασία της συνοικίας αυτής επί τουρκοκρατίας ήταν Tabagli, και για τους χριστιανούς όπως αναφέρθηκε, Ταμπάκικα, ονομασίες που υποδηλώνουν συνοικία των βυρσοδεψείων. Η περιοχή οριοθετείται κατά το πλείστον από μια μεγάλη καμπύλη της μαιανδρικής πορείας του Πηνειού ποταμού, η οποία νότια συμπληρώνεται από την οδό Γεωργιάδου. Η συνοικία αυτή φαίνεται να υπάρχει από τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως μουσουλμανική κοινότητα (στοιχεία των ετών 1454 και 1506), ενώ αναφορά για την παρουσία Χριστιανών υπάρχει από τα μέσα του 18ου αιώνα (1750 περίπου) σε κατάστιχα των Μετεωρίτικων μονών, χωρίς να υπάρχει στην περιοχή ναός. Οι κάτοικοί της εκκλησιάζονταν στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου, ο οποίος βρισκόταν στον γειτονικό Λόφο της Ακρόπολης και όταν αυτός δεν λειτουργούσε, βάδιζαν μέχρι τον οικισμό Καλύβια στην εκκλησία της Αγ. Μαρίνας, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα τελείως ανακαινισμένη.
Ο πρώτες ενέργειες για την κατασκευή ναού στη συνοικία αυτήν τοποθετούνται κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Στη Λάρισα την περίοδο εκείνη εκτός του ναού του Αγ. Αχιλλίου, η παρουσία του οποίου ανιχνεύεται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, είχαν ήδη ανεγερθεί κατά σειράν οι Άγ. Νικόλαος (1857), 40 Μάρτυρες (1863) και Άγ. Αθανάσιος (ολοκληρώθηκε 1869). Η ανέγερση ναού στη συνοικία Ταμπάκικα περιβάλλεται από νεφελώδεις πληροφορίες που υπάρχουν γύρω από την ανεύρεση της θαυματουργού εικόνας του ναού. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση που είναι διάχυτη από πολλά χρόνια, όχι μόνο στη συνοικία αλλά και σε ολόκληρη την πόλη, το 1876 ο ιδιοκτήτης του χώρου όπου σήμερα υπάρχει ο ναός της Παναγίας θέλησε να κτίσει έναν ταμπαχανέ, δηλ. βυρσοδεψείο. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η περιοχή αυτή διέθετε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και πολλά άλλα βυρσοδεψεία, λόγω της θέσεώς της ακριβώς δίπλα από το ποτάμι της πόλης, τον Πηνειό, καθώς η επεξεργασία των δερμάτων απαιτούσε μεγάλες ποσότητες ύδατος. Κατά την εκσκαφή για την κατασκευή των θεμελίων του ταμπαχανέ, οι εργάτες κάποια στιγμή έφθασαν σε σημείο όπου το έδαφος ήταν υγρό και όσο η εκσκαφή προχωρούσε άρχιζε να αναβλύζει νερό, μέσα από το οποίο φανερώθηκε ξαφνικά ένα εικόνισμα της Παναγίας. Μετά τον καθαρισμό της φάνηκε ότι παρίστανε τη Θεοτόκο με τον μικρό Ιησού στην αγκάλη της και μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Αχιλλίου για προσκύνηση από τους πιστούς.
Μια δεύτερη ιστορική πηγή βασίζεται στη μαρτυρία της υπέργηρης κόρης του πρώτου νεωκόρου του ναού, η οποία αναφέρει ότι κατά την περίοδο εκείνη (1875-76), δίπλα από ένα μικρό εικονοστάσι που υπήρχε κοντά σε πηγάδι, στο κέντρο περίπου της περιοχής Ταμπάκικα, ζούσε η μοναχή Θεοφανία. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε σε όνειρο η Θεοτόκος, η οποία της υπέδειξε ότι στον πυθμένα του γειτονικού πηγαδιού βρισκόταν επί χρόνια θαμμένη η εικόνα της. Έπειτα από πολλές προσπάθειες έγινε πιστευτή η διήγηση της μοναχής και τελικά με εντατικές εργασίες κατορθώθηκε να ανευρεθεί η εικόνα. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως θαύμα και οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν ακριβώς στη θέση αυτήν ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή.
Είναι όμως γεγονός ότι στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν το 1877 ένα ταπεινό εκκλησάκι το οποίο αναφέρεται και στον κώδικα του ναού του Αγίου Αχιλλίου (1810-1881) με το όνομα «Παρεκκλήσιον Φανερωμένης» ή «ΠαρεκκλήσιονΤαμβάκικα». Έπειτα από τρία χρόνια (1880), στη θέση του παρεκκλησίου άρχισε η ανοικοδόμηση του γνωστού προπολεμικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Μάλιστα ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης απηύθυνε στο ποίμνιο της Μητροπόλεως παραινετική επιστολή, με την οποία τους προέτρεπε να συμβάλλουν οικονομικά στην ταχύτερη αποπεράτωση του ναού. Όλοι οι πιστοί και κυρίως οι κάτοικοι της συνοικίας ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα για την ανέγερση, όχι μόνον οικονομικά, αλλά και με την προσφορά εθελοντικής εργασίας. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτήν ήλθαν και οι συντεχνίες των βυρσοδεψών, των σαμαράδων, των τσαρουχάδων και σανδαλοποιών που είχαν τα εργαστήριά τους στη συνοικία.
Εν τω μεταξύ ήλθε η στιγμή της απελευθέρωσης της Λάρισας από τους Τούρκους και επειδή αργούσε η ολοκλήρωση του ναού λόγω οικονομικών δυσχερειών, έγινε περιφορά της εικόνας και στις όμορες επισκοπές της μητροπόλεως Λαρίσης. Στην παραινετική επιστολή του Λαρίσης Νεοφύτου, προστέθηκαν και αντίστοιχες του μητροπολίτου Δημητριάδος και των επισκόπων Γαρδικίου και Πλαταμώνος. Πρώτη περιοδεία της εικόνας έγινε στη Μητρόπολη Δημητριάδος με άδεια του οικείου μητροπολίτου Γρηγορίου, στις 22 Ιανουαρίου 1881. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1882 στην επισκοπή Γαρδικίου, που είχε έδρα το Ζάρκο, έπειτα από παραίνεση του επισκόπου Γρηγορίου και τέλος έπειτα από επτά χρόνια (29 Νοεμβρίου 1889) η εικόνα ταξίδεψε μέχρι τα Αμπελάκια έπειτα από έγκριση του επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα. Τα εκπληκτικό στην όλη προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων απετέλεσε και η περίπτωση του διορισμένου πρώτου δημάρχου της Λάρισας μουσουλμάνου Χασάν Ετέμ, ο οποίος δώρισε ένα σημαντικό ποσό για την ανέγερση του ναού.
Ο ναός ολοκληρώθηκε σταδιακά, ενώ η λειτουργία του άρχισε το 1881. Η τελική μορφή του ναού αποτυπώνεται στη φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο. Ήταν μια κομψή τρίκλιτη βασιλική με συμμετρικές αναλογίες. Όμως η ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης επικεντρωνόταν στη μορφή της δυτικής πρόσοψης του ναού. Στο κατώτερο τμήμα υπήρχαν τρία τοξωτά ανοίγματα, τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό του ναού, ενώ πάνω από την αετωματική απόληξη της δυτικής πλευράς, υψωνόταν το κωδωνοστάσιο σε μια ασυνήθιστη θέση, η οποία συναντάται κυρίως σε απλούς ναούς της νησιωτικής Ελλάδας.
Σε υπόγειο χώρο στη βορειοδυτική γωνία του ναού και στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα, υπήρχε το αγίασμα, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα και έχει επιτελέσει στα 144 χρόνια παρουσίας του πλείστα όσα θαύματα. Είναι μια μικρή τετράγωνη αίθουσα η οποία στην ανατολική πλευρά της έχει εντοιχισμένη μεγάλη λεκάνη και τον μηχανισμό άντλησης του αγιάσματος από τον βυθό του πηγαδιού. Η αρχιτεκτονική δομή του νέου σημερινού ναού σχεδιάσθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να μη θιγεί ο χώρος του αγιάσματος.
Με τον σεισμό του 1941, ο ναός υπέστη σοβαρές καταστροφές, οι οποίες επιδιορθώθηκαν ώστε να γίνει λειτουργικός. Κατεδαφίσθηκε το 1990 και στη θέση του ανεγέρθηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν τον Απρίλιο του 2004.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

 

Η Λάρισα του 1900 στις κάρτες της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - Ζ’


Τελειώνουμε σήμερα την παρουσίαση των αριθμημένων εικονογραφημένων επιστολικών δελταρίων της Λάρισας, τα οποία εκδόθηκαν το 1902 από την Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία. Θα παρουσιαστεί η όγδοη και τελευταία στη σειρά κάρτα αριθμ. 250 με τίτλο «Οδός εν Λαρίσση».


Οι φωτογραφίες της σειράς αυτής, όπως τονίστηκε, έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία, γιατί απεικονίζουν τοπία της πόλης όπως ήταν λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους ή αν θέλαμε να το λέγαμε και αντίστροφα, εδώ και 120 περίπου χρόνια από σήμερα. Ήταν η εποχή όπου άρχισε να εδραιώνεται στη συνείδηση του ανθρώπου η αξία της φωτογραφίας, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά πολιτισμού που εμφανίστηκε σε νηπιακή μορφή κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε ενηλικιωθεί στα 1900 και είχε κορυφωθεί τον 20ό αιώνα, όταν πλέον η επικοινωνία μέσω των εικόνων ήταν ένα παιχνίδι ενταγμένο στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Η ανάγκη για καταγραφή σημαντικών ιδιωτικών στιγμών, τοπίων, ιστορικών γεγονότων, αισθημάτων και αναζητήσεων, φαίνεται ότι δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως μόνο με τη βοήθεια του γραπτού και του προφορικού λόγου. Η εικόνα, με την αδιαμφισβήτητη δύναμή της, παρέμενε μόνιμα καταγραμμένη και χρηστική ανά πάσα στιγμή, με τη δυνατότητα επανεξέτασης, μελέτης και ανάμνησης. Με τη φωτογραφία ουσιαστικά έγινε κατορθωτό να μείνουν ανεξίτηλες στον χρόνο εικόνες κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και να αιχμαλωτισθούν στο χαρτί τοπία, τα οποία ο χρόνος, διάφορα φυσικά φαινόμενα και η ανανεωτική μανία του ανθρώπου τα έχει ολοσχερώς εξαλείψει. Από την άποψη αυτήν τα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια αποτελούν πλέον πρωτογενή ιστορική πηγή πληροφοριών.
Στη δημοσιευόμενη σήμερα φωτογραφία από κάρτα της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας απεικονίζεται η οδός Μακεδονίας [1], είναι ταχυδρομημένη και ο καλλιτέχνης που την εκτύπωσε της έδωσε το σχήμα τριφυλλιού, χωρίς να επηρεαστούν τα απεικονιζόμενα κτίσματα. Με την πρώτη ματιά δίνεται η εντύπωση ότι ο δρόμος μαζί με τα οικήματα δεν έχουν κανένα οδηγό σημείο ώστε να αποδοθεί με ακρίβεια στην οδό Μακεδονίας. Η πιθανότητα να μην απεικονίζει η εν λόγω φωτογραφία σημείο της Λάρισας είναι πολύ μικρή, καθώς στις κάρτες της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας (κυκλοφόρησαν συνολικά 384 με τοπία από διάφορες περιοχές της χώρας μας) δεν βρίσκονται λανθασμένες απεικονίσεις. Ακόμη και σήμερα τα περισσότερα από τα οικήματα της οδού Βενιζέλου εξακολουθούν να είναι χαμηλά, μικρά σε έκταση, ισόγεια και διάφοροι παράγοντες δεν επέτρεψαν να κατασκευαστούν πολυώροφες οικοδομές, όπως σε άλλα σημεία της πόλης.
Η λήψη της φωτογραφίας πρέπει να έγινε από τη συμβολή των σημερινών οδών Μακεδονίας και Παπαναστασίου. Ο δρόμος είναι ευρύς και ευθύς και έχει μεγάλο μήκος. Το έδαφός του είναι χωμάτινο και επίπεδο σε όλο το μήκος του. Υπάρχουν ευρύχωρα πεζοδρόμια με ρείθρα και με πλούσια δενδροφύτευση, ενώ η οικοδομική γραμμή των κτιρίων είναι ευθύγραμμη. Με βάση αυτήν την απεικόνιση φαίνεται καθαρά ότι μετά την πρώτη εικοσαετία από την απελευθέρωση, η Λάρισα κατόρθωσε να επιβάλλει τη νέα ρυμοτομία και να αποβάλλει την τουρκική όψη τουλάχιστον στον κεντρικό τομέα της, βάσει του σχεδίου πόλεως που είχε εκπονηθεί το 1882 και άρχισε να εφαρμόζεται μετά το 1884 [2].
Τα περισσότερα κτίρια και από τις δύο πλευρές του δρόμου φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι νεόκτιστα, μικρά, σε συνεχή σειρά, χωρίς κενά διαστήματα και όπως φαίνεται, όλα στεγάζουν καταστήματα. Οι καταστηματάρχες έχουν απλώσει μέρος από τα εμπορεύματά τους έξω από το κατάστημα, στο πεζοδρόμιο, για να δελεάσουν τους περιφερόμενους αγοραστές. Με λίγες εξαιρέσεις, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι σ’ αυτήν την περιοχή της πόλης δεν άλλαξαν και πάρα πολλά μέσα στα 120 περίπου χρόνια που μας χωρίζουν απ’ αυτήν τη φωτογράφιση. Τα ίδια χαμηλά σε ύψος καταστήματα, το αυτό εύρος των πεζοδρομίων [3] παρόμοια και η έκθεση των εμπορευμάτων έξω από τις βιτρίνες, αλλά σε μικρότερο βαθμό, η ίδια περίπου κίνηση του αγοραστικού κοινού.
Ορισμένα πράγματα όμως προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση εάν μελετηθεί προσεκτικά η εικόνα. Αρχικά είναι εμφανέστατη η παντελής έλλειψη τροχοφόρων κάθε είδους (φυσικά για αυτοκίνητα οχήματα δεν μπορούμε να μιλήσουμε) σε ολόκληρο το μήκος του δρόμου και σε μια ώρα μεγάλης εμπορικής κίνησης, όπως φαίνεται. Ούτε άμαξες, ούτε και οχήματα μεταφοράς εμπορευμάτων (σούστες, κάρα, καροτσάκια, ζώα) υπάρχουν σε ένα μήκος 200 περίπου μέτρων. Φαίνεται ότι δεν είχε φθάσει ακόμη η στιγμή που η πόλη θα γινόταν ισχυρό εμπορικό κέντρο. Σπουδαίο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ενδυματολογική ποικιλία των εικονιζόμενων ατόμων. Σε πρώτο επίπεδο παρατηρούμε κάποιο νεαρό άτομο να κυκλοφορεί με ποιμενική μάλλινη μπέρτα και σε κάποια απόσταση να στέκονται δύο μαθητές με πηλίκια. Πιο πίσω βρακοφόροι άνδρες με σκούρο γιλέκο, βαδίζουν αμέριμνοι πάνω στον δρόμο. Μερικοί έχουν την ενδυματολογική εμφάνιση χωρικών, ενώ άλλοι φορούν την αστική περιβολή της εποχής. Εκείνο όμως που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση στη φωτογραφία είναι η πλήρης απουσία γυναικείας σιλουέτας. Φαίνεται ότι η παρουσία γυναικών στο εμπορικό κέντρο της πόλης και γενικά σε εξωτερικούς χώρους εκείνη την εποχή ήταν σπάνια, αν όχι απαγορευμένη, και η αγορά καταναλωτικών αγαθών ήταν αποκλειστικά ανδρικό καθήκον. Το γεγονός αυτό νομίζουμε ότι υπογραμμίζει καθαρά τα ήθη της περιόδου αυτής και τονίζει την ανισότητα των δύο φύλων η οποία επικρατούσε στην αυγή του 20ού αιώνα.
Με την κάρτα αυτήν τελείωσε η παρουσίαση της σπάνιας αυτής σειράς των εικονογραφημένων επιστολικών δελταρίων της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, τα οποία αναφέρονται στη Λάρισα. Ήταν ένα νοσταλγικό ταξίδι σε μια πόλη που σήμερα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη απ’ όλες τις άλλες αντίστοιχες επαρχιακές.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

[1]. Το αρχικό τμήμα της οδού Μακεδονίας από τη γέφυρα του Πηνειού μέχρι την Ηφαίστου, στο σημείο όπου ο δρόμος εμφανίζει ακόμη και σήμερα μια ελαφρά καμπή, ονομαζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα οδός Ιης (πρώτης) Μεραρχίας. Σήμερα ολόκληρη η διαδρομή ονομάζεται οδός Βενιζέλου.
[2]. Μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην περιοχή αυτήν της οδού Μακεδονίας (Ξυλοπάζαρο ονομαζόταν τότε) βοήθησε να γίνει πιο εύκολα στο σημείο αυτό η εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου της Λάρισας.
[3]. Βέβαια σήμερα, με την πεζοδρόμηση ενός μεγάλου τμήματος του δρόμου όλα αυτά έχουν αλλοιωθεί, ισχύουν όμως στα τμήματα εκείνα που έχουν παραμείνει όπως ήταν πριν.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Λάρισα του 1900 στις κάρτες της ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - ΣΤ’


Γέφυρα του Πηνειού εν Λαρίσση. Περίπου 1900.  Ταχυδρομημένο επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 247. Γέφυρα του Πηνειού εν Λαρίσση. Περίπου 1900. Ταχυδρομημένο επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 247.

Συνεχίζουμε και σήμερα την παρουσίαση των αριθμημένων επιστολικών δελταρίων της Λάρισας τα οποία εκδόθηκαν το 1902 από την Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία.

Θα παρουσιαστούν δύο κάρτες, η αριθμ. 247 με τίτλο “Γέφυρα επί του Πηνειού εν Λαρίσση”, και η αριθμ. 249 με τίτλο “Άποψις της Λαρίσσης από του Φρουρίου”.

 

Αριθμ. 247.
Γέφυρα επί του Πηνειού ποταμού.
Στην απεικόνιση αυτής της κάρτας, η παλιά γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα αναδεικνύεται σε όλο το μήκος της έπειτα από τέσσερες και πλέον αιώνες ζωής κομψή, με όμορφες αναλογίες και ακέραια. Το ενδιαφέρον είναι ότι απεικονίζονται και οι εννέα καμάρες της. Από την τελευταία προς τον Πέρα Μαχαλά καμάρα διακρίνεται μόνον η γωνία του οξυκόρυφου τόξου της λόγω προσχώσεων. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από την αυλή του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου. Είναι πρωί, ο ήλιος λαμπρός, τα νερά του Πηνειού ήσυχα και η αντανάκλαση των τόξων της γέφυρας στο νερό ολοκληρώνει την ομορφιά. Η γέφυρα αυτή αποτέλεσε σημείο αναφοράς όλων σχεδόν των περιηγητών, Ελλήνων και ξένων, οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Λάρισα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, μερικοί μάλιστα την απεικόνισαν με το μολύβι και τον χρωστήρα σε όλο το μεγαλείο της. Αργότερα τη φωτογράφησαν από πολλές πλευρές σπουδαίοι φωτογράφοι. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Μιχαηλίδης από την Αδριανούπολη. Ο τελευταίος το 1882, μαζί με άλλες φωτογραφίες του από τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, τα Μετέωρα, τα Αμπελάκια, τα Τέμπη και το Πήλιο, συνολικά γύρω στις 32, τις εκτύπωσε σε ένα όμορφο λεύκωμα, με τον τίτλο “Souvenir de Thessalie”, σπάνιο σήμερα και απρόσιτο στις βιβλιοθήκες όπου υπάρχει.
Η κάρτα που δημοσιεύεται είναι μία από τις πρωιμότερες φωτογραφήσεις της γέφυρας του Πηνειού. Η λήψη της χρονολογείται περί το 1900. Χαμηλά αριστερά διακρίνεται μέρος της δεξιάς όχθης του Πηνειού, πάνω στην οποία υπάρχει πρόχειρος ανώμαλος χωμάτινος δρόμος ο οποίος βρισκόταν σε συνέχεια με τα πρανή του Λόφου. Μέσα στην κοίτη του ποταμού και σε μικρή απόσταση από τη δεξιά όχθη ένας σακατζής (δεν διακρίνεται με ευκρίνεια) γεμίζει με νερό τους ασκούς που έχει φορτωμένους στη ράχη κάποιου ζώου, για να το φέρει στην πόλη και να κάνει κατ’ οίκον διανομή.
Αριστερά πίσω από τη γέφυρα διακρίνεται η περιοχή Σάλια. Ο απλωμένος επίπεδος αυτός χώρος ήταν το σημείο όπου γινόταν η περισυλλογή της ξυλείας, η οποία ταξίδευε συσκευασμένη σε ντάνες με τη ροή του ποταμού από περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας. Δίπλα, μέσα σε έναν περιτοιχισμένο χώρο, γινόταν από ειδικούς η επεξεργασία των ξύλων σε διάφορες μορφές, τα οποία εν συνεχεία προμηθεύονταν οι ξυλουργοί. Στο βάθος διακρίνονται τα σπίτια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου). Δεξιά, δίπλα στην έξοδο της γέφυρας, υπάρχει περίφραξη εν είδει επάλξεων και άφθονο πράσινο. Στο σημείο αυτό από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας βρισκόταν ο Mevlevihane, μουσουλμανικό μοναστηριακό συγκρότημα του τάγματος των Μεβλεβήδων, των στροβιλιζόμενων δερβίσηδων και αργότερα ο τάφος του Χουρσίτ πασά.
Ως γνωστόν η γέφυρα αυτή κατά την κατοχή ανατινάχθηκε δύο φορές και καταστράφηκε ολοσχερώς.

 

Αριθμ. 249.
Άποψη της Λαρίσσης από του Φρουρίου.
Η φωτογραφία αυτή παρουσιάζει μια πολύ διαφωτιστική άποψη του ανατολικού τομέα της Λάρισας. Η λήψη έγινε από το Μπεζεστένι, την σκεπαστή τουρκική αγορά, το εσωτερικό της οποίας είχε επιχωματωθεί μέχρι το ύψος των πλάγιων τοίχων[1]. Μπροστά, σε πρώτο επίπεδο, διακρίνεται μεγάλος ακάλυπτος χώρος ο οποίος κάθε Τετάρτη κατακλυζόταν από εφήμερες παράγκες και εμπόρους με διάφορα προϊόντα. Ήταν η λεγόμενη εβδομαδιαία λαϊκή αγορά, η “Τετάρτη” όπως ονομαζόταν μονολεκτικά. Σήμερα η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει ανασκάψει την περιοχή αυτή και έφερε στο φως διάφορα κτίσματα της βυζαντινής περιόδου. Στη συνέχεια, μπροστά από την πρώτη σειρά των οικημάτων υπάρχει ένας αδιαμόρφωτος δρόμος, ο οποίος αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Ξάνθου.
Σε δεύτερο επίπεδο εξέχουν ανάμεσα από τις κατοικίες, οι μιναρέδες από έξι μουσουλμανικά τζαμιά. Αριστερά διακρίνεται μέρος από το τζαμί του Ομέρ μπέη και δίπλα κάποιος τουρμπές[2]. Αρκετά από τα σπίτια που καταγράφονται στη φωτογραφία είναι νεόκτιστα, πολλά διώροφα, ενώ τα περισσότερα διατηρούν την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική των χρόνων τη τουρκοκρατίας. Ανάμεσά τους, στο κέντρο της φωτογραφίας, αίσθηση προκαλεί το μέγεθος ενός κτηρίου. Είναι η πίσω πλευρά της κατοικίας του Χουσνή μπέη, η οποία το 1881 επελέγη ως προσωρινή κατοικία του βασιλιά Γεωργίου Α’. Όπως αναφέραμε και σε άλλα σημειώματα, το μουσουλμανικό αυτό κονάκι το αγόρασε ο βασιλιάς, το διαμόρφωσε κατάλληλα και τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως βασιλικό ανάκτορο της Λάρισας. Είναι ιστορικά ενδιαφέρουσα η φωτογραφία αυτή, καθώς παριστάνει τη μοναδική μέχρι σήμερα γνωστή απεικόνιση της βορειοδυτικής πλευράς των ανακτόρων.
Πίσω από το βασιλικό κατάλυμα διακρίνεται ο μιναρές του Γενί τζαμί. Είχε κτιστεί το 1891 και ήταν ένα από τα δύο τζαμιά τα οποία ήταν εν ενεργεία κατά το 1900 στη Λάρισα[3]. Στέγασε για ένα μεγάλο διάστημα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας και ο μιναρές του μετά τον σεισμό του 1941 έμεινε κολοβός.
Η ρυμοτομία διατηρεί ακόμα την τουρκική της αναρχία. Στενά σοκάκια, δαιδαλώδεις διαδρομές, πυκνή δόμηση, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Λάρισας στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αιώνα.

 

[1]. Ως γνωστόν το μπεζεστένι είχε καταστραφεί το 1799 από πυρκαγιά και είχε παραμείνει μόνον το κέλυφος.
[2]. Τουρμπές είναι τουρκική λέξη και σημαίνει ταφικό μνημείο, μαυσωλείο.
[3]. Το δεύτερο ήταν το Μπουρμαλί τζαμί, το οποίο βρισκόταν στο σημείο όπου κατασκευάσθηκε μεταπολεμικά ο κινηματογράφος “Βικτώρια”.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Λάρισα του 1900 στις κάρτες της ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - Ε’


Ο συνοικισμός Ταμπάκικα όπως φαίνεται από το ύψος του Λόφου της Ακρόπολης.  Περίπου 1900. Επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 245. Ο συνοικισμός Ταμπάκικα όπως φαίνεται από το ύψος του Λόφου της Ακρόπολης. Περίπου 1900. Επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 245.

Συνεχίζουμε και σήμερα την παρουσίαση των αριθμημένων επιστολικών δελταρίων, τα οποία εκδόθηκαν το 1902 από την Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία.

Θα παρουσιαστούν δύο κάρτες, η αριθμ. 245 με τίτλο «Πανόραμα της Λαρίσσης» και απεικονίζει τη συνοικία Ταμπάκικα, και η αριθμ. 246 με τίτλο «Λάρισα. Άποψις του Πηνειού».

 

Αρ. 245. Πανόραμα της Λαρίσσης
Η λήψη της φωτογραφίας της κάρτας αυτής έχει γίνει από τον Λόφο της Ακρόπολης, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το δημοτικό αναψυκτήριο. Απεικονίζει τη συνοικία των Αμπελοκήπων, τα γνωστά Ταμπάκικα, όπως ήταν γύρω στα 1900. Εκ πρώτης όψεως η εικόνα της Λάρισας στο σημείο αυτό δεν είναι καθόλου κολακευτική.
Κάτω χαμηλά η γυμνή περιοχή αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου, η οποία δεν ακολουθούσε, όπως γίνεται αντιληπτό και από τη φωτογραφία, τη σημερινή ευθεία πορεία, αλλά διακοπτόταν από διάφορα εμβόλιμα κτίσματα. Ολόκληρη η συνοικία οικοδομικά χαρακτηρίζεται από μια άναρχη και πυκνή δόμηση, με παντελή έλλειψη ρυμοτομίας και με δαιδαλώδεις και στενούς δρόμους. Τα οικήματα, εκτός ολίγων περιπτώσεων, είναι ισόγεια, φτωχικά, χωρίς καμιά εξωτερική διακόσμηση ή αρχιτεκτονική παρέμβαση, καλυμμένα με ευρύτατες στέγες από κεραμίδια. Η μορφολογία τους μας υποχρεώνει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να είναι κατάλοιπα της πρόσφατης τουρκικής παρουσίας στην πόλη. Ελάχιστες κατοικίες δείχνουν να είναι σύγχρονες κατασκευές, δηλαδή οικοδομημένες μετά την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881. Τα περισσότερα έχουν μικρές σε έκταση αυλές, με λιγοστό πράσινο, ενώ η δενδροφύτευση μέσα στο οικιστικό περιβάλλον είναι αραιή.
Στο δεξιό άκρο της εικόνας διακρίνεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, το κέντρο λατρείας των κατοίκων της συνοικίας. Ή απαρχή του ναού αυτού ανάγεται στα 1876. Τη χρονολογία αυτήν ανακαλύφθηκε θαυματουργικά κατά τη διάρκεια εκσκαφών η εικόνα της Παναγίας. Στη θέση αυτήν ανεγέρθηκε αρχικά το 1877 ταπεινό παρεκκλήσι και τρία χρόνια αργότερα, το 1880 οικοδομήθηκε ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, όπως αδρά διαφαίνεται στη φωτογραφία. Αρχιτεκτονικά ήταν κτισμένη στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, η οποία καλυπτόταν με δίρριχτη στέγη από κεραμίδια. Η ιδιαιτερότητα που παρουσίαζε στην αρχιτεκτονική σύνθεση της μορφής και της θέσης του κωδωνοστασίου, τη διέκρινε από τους άλλους ναούς της πόλης. Το κωδωνοστάσιο υψωνόταν στο κεντρικό τμήμα τη δυτικής όψης του ναού και ήταν κυκλαδίτικου τύπου. Βορειοδυτικά στο υπόγειο του ναού και στη θέση όπου αποκαλύφθηκε η εικόνα της Παναγίας, υπήρχε αγίασμα, το οποίο διατηρείται μέχρι και σήμερα στον νέο ναό. Με τον σεισμό του 1941 το κωδωνοστάσιο κατέρρευσε και ο ναός υπέστη ζημιές στην τοιχοποιία του. Ακολούθησαν διάφορες κατασκευές και προσθήκες και το 1991 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός.
Σε κάποια απόσταση απ’ εκεί που τελειώνουν τα σπίτια της συνοικίας, διαγράφεται αχνά η κυκλική πορεία της κοίτης του ποταμού στο σημείο αυτό, ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονες συστάδες υψηλόκορμων δέντρων. Πίσω από τον Πηνειό απλώνεται ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος.

 

Αρ. 246. Λάρισα. Άποψις του Πηνειού.
Η φωτογραφική αυτή σύνθεση απεικονίζει τρία όμορφα αρχιτεκτονικά κτίσματα, τα οποία αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Λάρισας κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας. Πρόκειται για τη βασιλική του Αγ. Αχιλλίου, τη λίθινη γέφυρα του Πηνειού και το τζαμί του Χασάν μπέη. Ο φωτογράφος στάθηκε μέσα στην κοίτη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα βρίσκεται το στάδιο Αλκαζάρ. Μέσα στην κοίτη του ποταμού, αριστερά στην εικόνα, βρίσκεται το «νησάκι», μια στενή λωρίδα γης, η οποία δίχαζε τη ροή του νερού. Πάνω στον Λόφο προέχει ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου στη μεταβατική του μορφή. Είναι η περίοδος όπου αρχίζει σταδιακά η οικοδόμηση νέου ναού. Διατηρείται ακόμη η βασιλική του Καλλιάρχη και στη δυτική πρόσοψη διακρίνεται η πρόσφατα κτισμένη νεοκλασική κατασκευή με τα δύο ψηλά κωδωνοστάσια.
Στη συνέχεια παρατηρούμε την επιβλητική πέτρινη γέφυρα, η οποία συνέδεε τις δύο όχθες του Πηνειού. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν κτίσμα της βυζαντινής περιόδου, η οποία ανακαινίσθηκε εκ βάθρων τον 15ο αιώνα από τον Χασάν μπέη. Η καταπληκτική λίθινη κατασκευή της με τις καλά επεξεργασμένες πέτρες και το μεγάλο μήκος της, εντυπωσίαζε τους ξένους περιηγητές που έφθαναν στη Λάρισα κατά την περίοδο τη τουρκοκρατίας. Τον Απρίλιο του 1941 ένα μέρος της ανατινάχθηκε από τους Βρετανούς για να επιβραδύνουν την προέλαση των Γερμανών και ακολούθησε και νέα μεγάλη ανατίναξη τον Οκτώβριο του 1944 από τους Γερμανούς κατά την οπισθοχώρησή τους.
Πίσω από τη γέφυρα του Πηνειού και πάνω σε ένα χαμηλό ύψωμα ξεχωρίζει το τζαμί του Χασάν μπέη, με τον μιναρέ του να λογχίζει τον ουρανό της πόλης. Ήταν το ομορφότερο και το πιο φωτογραφημένο τέμενος της Λάρισας. Κτίσθηκε από τον Χασάν μπέη στα ερείπια του βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας και όπως αναφέρει η παράδοση, ο βυζαντινός ναός είχε κτισθεί στα ερείπια αρχαίου ναού της κλασικής εποχής. Το τζαμί του Χασάν μπέη ασυντήρητο και ερειπωμένο κατεδαφίσθηκε το 1908.
Ο ναός του Αγ. Αχιλλίου και το τέμενος του Χασάν μπέη, ευκτήριοι οίκοι δύο διαφορετικών θρησκευμάτων, συντρόφευαν από βορρά και νότο τη γέφυρα του Πηνειού. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά σύμβολα της Λάρισας από την περίοδο της τουρκοκρατίας «έσβησαν» κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα από ανθρώπινες καταστροφικές ενέργειες. Τελειώνοντας η Κατοχή η Λάρισα μετρούσε ερείπια, αναπολούσε τη χαμένη ομορφιά της και προσπαθούσε να επουλώσει πληγές. Μετά από 80 περίπου χρόνια, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την οικονομική της ευρωστία, η πόλη ανακτά τη χαμένη μορφή της με σύγχρονες κατασκευές. Γίνεται ομορφότερη;

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Λάρισα του 1900 στις κάρτες της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - Δ’


Η δυτική πρόσοψη του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου κατά τη διάρκεια της κατασκευής του. 1900 περίπου. Επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 244. Η δυτική πρόσοψη του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου κατά τη διάρκεια της κατασκευής του. 1900 περίπου. Επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας αρ. 244.

Συνεχίζουμε και σήμερα την παρουσίαση των αριθμημένων επιστολικών δελταρίων, τα οποία εκδόθηκαν το 1902 από την Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία. Η σημερινή κάρτα έχει τον αριθμ. 244 που είναι αποτυπωμένος στο κάτω δεξιό μέρος της.


Στη φωτογραφία της κάρτας αυτής απεικονίζεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου, σε μια περίοδο μεταβατικής φάσης όσον αφορά την αρχιτεκτονική του κατασκευή. Φωτογραφίζεται η δυτική πλευρά του ναού, στην οποία μπορεί κανείς να διακρίνει έπειτα από προσεκτική παρατήρηση ότι στο έδαφος αριστερά υπάρχει άφθονο οικοδομικό υλικό. Πράγματι από το 1895 ακόμη είχε διαπιστωθεί ότι η παλιά εκκλησία είχε υποστεί από τον χρόνο φθορές, δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες ενός μητροπολιτικού ναού και είχε τεθεί σε συζήτηση η κατασκευή στην ίδια θέση νέου, η κατασκευή του οποίου θα προχωρούσε σταδιακά, για να μην επηρεασθεί η λειτουργία του. Πρώτη κατασκευή ήταν η δυτική πρόσοψη. Αυτή οικοδομήθηκε σε επαφή με τη δυτική πλευρά της υπάρχουσας βασιλικής. Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο παλαιός ναός, ρυθμού βασιλικής, έμεινε γνωστός σαν Βασιλική του Καλλιάρχη, από το επίθετο του κτήτορά του Διονυσίου, ο οποίος υπήρξε μητροπολίτης Λαρίσης από το 1791 έως το 1806 [1]. Είχε κτισθεί το 1794 έπειτα από επίμονες, μακροχρόνιες και οδυνηρές δοσοληψίες με αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης (Top Kapi), μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, για να αντικαταστήσει παλαιότερο ναό, ο οποίος 25 χρόνια πριν, το 1769, είχε πυρποληθεί και κατεδαφισθεί από φανατισμένους μουσουλμάνους. Η απαίτηση των κατακτητών για τη σύντομη ανέγερσή του, η απέριττη και πρόχειρη κατασκευή του, η παρουσία άλλων νεόδμητων ναών στην πόλη, επιβλητικότερων του Αγ. Αχιλλίου (Άγ. Νικόλαος, Άγ. Αθανάσιος, 40 Μάρτυρες, Παναγία) και η επελθούσα εν τω μεταξύ απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, δημιούργησαν αδήριτη την ανάγκη κατασκευής νέου και μεγαλοπρεπέστερου μητροπολιτικού ναού, επάξιου της ιστορικής και διοικητικής προτεραιότητας της πόλης.
Μετά την απομάκρυνση το 1898 των Τούρκων από την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλίας το 1897, ξεκίνησε η βελτίωση της δυτικής πρόσοψης του ναού. Αρχικά κατεδαφίσθηκε το επισκοπικό κτίριο το οποίο βρισκόταν σε επαφή με τη βόρεια πλευρά της βασιλικής, που χρησίμευε και σαν κατοικία του εκάστοτε μητροπολίτη [2]. Σε επαφή με τη δυτική πλευρά της βασιλικής άρχισε να κτίζεται σταδιακά ο νέος ναός. Καθώς την περίοδο εκείνη ο νεοκλασικισμός είχε εμφυσήσει στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στην Ελλάδα νέα πνοή στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις και είχε ήδη μεσουρανήσει σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, ήταν επόμενο η κατασκευή του νέου ναού του Αγ. Αχιλλίου να ακολουθήσει πιστά τα πρότυπα των μεγάλων ναών της Αθήνας και ιδιαίτερα του Καθεδρικού της ναού. Βασικό στοιχείο του νεοκλασικισμού μεταξύ των άλλων ήταν και ο έντονος πλουτισμός των εξωτερικών επιφανειών του κτίσματος με κλασικές αρχιτεκτονικές συλλήψεις. Στην περίπτωση του ναού του Αγ. Αχιλλίου, στη δυτική πλευρά της παλαιάς βασιλικής του Καλλιάρχη προστέθηκε ένα όμορφο σύμπλεγμα τρίλοβου νεοκλασικού προστώου με αψίδες, ενώ στις άκρες του βόρεια και νότια του προστώου, υψώθηκαν δύο καλαίσθητα συμμετρικά τετραώροφα κωδωνοστάσια. Με την κατασκευή αυτήν όλη η πρόσοψη υπερείχε σε ύψος της παλαιάς βασιλικής, η οποία ήταν κτισμένη 2-3 σκαλοπάτια κάτω από το έδαφος του Λόφου. Η φωτογραφία της κάρτας απεικονίζει τη νέα δυτική πρόσοψη με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Φαίνεται καθαρά ότι ολόκληρο το σύμπλεγμα της δυτικής πλευρά του ναού ήταν δομημένο με λίθους, δουλεμένους με τέχνη και επιμέλεια, ώστε να προσδίδουν στο σύνολο ομορφιά και αίγλη.
Το 1904, επί μητροπολίτου Αμβροσίου Κασσάρα (1900-1910) κατεδαφίστηκε η βασιλική του Καλλιάρχη και στη θέση της συνεχίστηκε να οικοδομείται ο νέος ναός σε μορφή τρίκλιτης σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο, εναρμονισμένος απόλυτα με τα νεοκλασικά στοιχεία της κατασκευής του 1898. Με την αποπεράτωση του κυρίως ναού το όλο οικοδόμημα απέκτησε την εικόνα ενός ενιαίου και αρμονικού συνόλου. Την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου του 1907 έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του νέου ναού του Αγ. Αχιλλίου από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο και το ιερατείο της Λάρισας. Έναν χρόνο μετά, τον Σεπτέμβριο του 1908 αποπερατώθηκε και η αγιογράφηση του Παντοκράτορα και των τεσσάρων Ευαγγελιστών από τον Καλύμνιο καλλιτέχνη Γ. Σ. Οικονόμου, συντοπίτη του Αμβροσίου.
Μερικά χρόνια μετά την αποπεράτωση του ναού έγιναν ορισμένες διορθωτικές επεμβάσεις στο κτίσμα και κυρίως στον αύλειο χώρο μπροστά από τη δυτική πλευρά του. Αρχικά καλύφθηκε με επίχρισμα η λίθινη τοιχοποιία του ναού. Εν συνεχεία, επειδή το ύψος του αναλληματικού τοίχου στη δυτική πλευρά του λόφου προς την κοίτη του Πηνειού ήταν αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με το επίπεδο του ναού, ο προαύλειος χώρος ισοπεδώθηκε. Στο επίπεδο του αψιδωτού προστώου κατασκευάστηκε ευρύχωρο πλατύσκαλο, το οποίο προσεγγίζονταν από την αυλή με πέντε μαρμάρινα σκαλιά και η όλη κατασκευή δημιουργούσε μια ιδιαίτερη επιβλητικότητα. Στις ακάλυπτες πλευρές των αναλληματικών τοίχων τοποθετήθηκε μεταλλικό κιγκλίδωμα και ο χώρος καλύφθηκε με δέντρα. Με τον τρόπο αυτόν ναός και περιβάλλων χώρος απέκτησαν μια μεγαλοπρέπεια, η οποία ήταν ιδιαίτερα αισθητή καθώς δέσποζαν πάνω στον Λόφο και εντυπωσίαζαν τους εισερχόμενους στην πόλη από την πύλη του Τυρνάβου, ενώ διέσχιζαν την όμορφη εννιάτοξη γέφυρα του Πηνειού.
Η ζωή του ναού αυτού δυστυχώς ήταν πολύ μικρή, μόλις 34 χρόνια. Ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 δημιούργησε στους τοίχους, τη στέγη και τον τρούλο του ναού αρκετά ρήγματα. Οι επακολουθήσαντες σφοδροί ιταλικοί και γερμανικοί βομβαρδισμοί ολοκλήρωσαν την καταστροφή του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τα ερείπια κατεδαφίστηκαν και σήμερα σαν ενθύμιο της ύπαρξής του παρέμεινε ο κίονας πάνω στον οποίο στηριζόταν η Αγία Τράπεζα. Ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα της πόλης μας, ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα παραδόθηκε βορά στις οργισμένες ταλαντώσεις των φυσικών φαινομένων και στις βέβηλες πράξεις των πρόσκαιρων κραταιών της γης.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Ο Διονύσιος Ε’ ο Καλλιάρχης (1791-1806) διαδέχθηκε στη Λάρισα τον παραιτηθέντα του θρόνου Μελέτιο Γ’ Καλλιάρχη, ο οποίος ήταν θείος του. Ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας της Κωνσταντινούπολης και αρκετά μορφωμένος. Εκτός της ποιμαντικής δραστηριότητάς του και της μεγάλης συμβολής στην απόκτηση της απαραίτητης άδειας από τους Οθωμανούς για την ανέγερση του νέου ναού του Αγίου Αχιλλίου, βοήθησε σημαντικά και στην εκπαίδευση των χριστιανών αφού «…ανήγειρε και συνέδραμε το παλαιόν Ελληνικόν Σχολείον…», όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Κούμας.
[2]. Σ’ αυτό εύρισκαν φιλοξενία και οι Ευρωπαίοι περιηγητές οι οποίοι επισκέπτονταν τη Λάρισα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.