Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Η Λάρισα κατά το 1897



Σήμερα θα αναλύσουμε ένα χαρακτικό το οποίο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία αγγλική εφημερίδα The Illustrated London Newsτην 1η Μαΐου 1897,απλωμένο σε δύο μεγάλεςσελίδες, στις 602-603, με τον τίτλο «Ο Διάδοχος της Ελλάδος και ο αδελφός του πρίγκιπας Νικόλαος διασχίζουν τους δρόμους της Λαρίσης» Χαράκτης της εικόνας είναι ο
Seppings Wright, ειδικός καλλιτέχνης όπως αυτοαποκαλείται, απεσταλμένος της εφημερίδας του Λονδίνου στο μέτωπο του πολέμου.
Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, εφημερίδες και περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, κατακλύστηκαν από ανταποκρίσεις για την πορεία
της πολεμικής σύρραξης. Οι ανταποκρίσεις αυτές συνοδεύονταν από χαρακτικά και φωτογραφίες, τα οποία κατέγραφαν στιγμιότυπα από τις πολεμικές επιχειρήσεις και μερικές φορές απεικόνιζαν σκηνές από τη ζωή στη Λάρισα, η οποία την περίοδο εκείνη έσφυζε από κίνηση, λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατευμάτων και της παρουσίας εδώ του πολεμικού στρατηγείου, υπό τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Οι εντυπώσεις τους όμως για τη Λάρισα είναι αντιφατικές.
Π. χ.Ο Γάλλος Henri Turot, απεσταλμένος της εβδομαδιαίας παρισινής εφημερίδας Le Monde Illustre, γράφει στο βιβλίο του[1]: «...Η μικρή πολιτεία της Λάρισας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχει κρατήσει την τουρκική όψη της και λαμποκοπά στον ήλιο, υψώνοντας προς τον φωτεινό ουρανό τις μυτερές κορυφές των μιναρέδων της. Αποθαυμάζω τις όχθες του Πηνειού, όπου είναι κτισμένα χαριτωμένα σπίτια με όμορφους κήπους,όπως και τη γραφικότατη γέφυρα, με το κομψό τζαμί στη μια άκρη της»
Ο Άγγλος Clive Bigham, ανταποκριτής των Times του Λονδίνου στο τουρκικό μέτωπο του πολέμου γράφει[2]:«...Τα ίχνη της κλασικής περιόδου της πόλεως έχουν σχεδόν καταστραφεί ολοκληρωτικά και η πυκνή και δεσπόζουσα παρουσία των μιναρέδων επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι ο ισλαμισμός παραμένει ακόμα για τα καλά στη Θεσσαλία.
Το πράσινο τέμενος[3] κοντά στη δυτική πύλη, υπερέχει σε αρχιτεκτονική ομορφιά από οτιδήποτε άλλο στην πόλη και αυτό οφείλεται στα ενδιαφέροντα μουσουλμανικά στοιχεία που εμφανίζει».
Ο Άγγλος Kinnaird Rose απεσταλμένος του πρακτορείου Reuter[4], έχει διαφορετική άποψη για τη Λάρισα: «...Εκ πρώτης όψεως η πόλη έχει ανατολίτικη εμφάνιση, με τριάντα μιναρέδες οι οποίοι προβάλλουν τα μυτερά και κυλινδρικά σχήματά τους πάνω από τα πυκνοκατοικημένα σπίτια. Έξω από τα τείχη,στο δυτικό άκρο της πόλεως βρίσκονται οι στρατώνες, οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν μέχρι και 8.000 στρατιώτες.
Το πλέον χαρακτηριστικό όμως στοιχείο της Λάρισας είναι η ακρόπολή της, πάνω στην οποία βρισκόταν ένα αμφιθέατρο, όταν η πόλη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσσαλίας. Μερικά ίχνη
του αμφιθεάτρου είναι εμφανή ακόμα και σήμερα[5]... Ένα τραχύ μονοπάτι στη νοτιοδυτική πλευρά της ακροπόλεως, οδηγεί κατ’ ευθείαν κάτω στις όχθες του Πηνειού, ο οποίος εδώ περνά κάτω από μια παλιά όμορφη γέφυρα με εννέα οξύαιχμες αψίδες».
Ο Γάλλος εθελοντής στον πόλεμο του 1897 Lois Fuster, στο βιβλίο του[6] όπου κατέγραψε τις εμπειρίες του πολέμου στον οποίον έλαβε ενεργό μέρος, γράφει για την πόλη μας: « Η Λάρισα είναι μια άσχημη πόλη, η οποία έχει διατηρήσει την τούρκικη μορφή της. Είναι βρώμικη, με στενούς και ανασκαμμένους δρόμους και χαμηλά σπίτια»(12).
Το σημερινό χαρακτικό παρουσιάζει την πορεία της άμαξας, η οποία φέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον αδερφό του πρίγκιπα Νικόλαο μαζί με τους υπασπιστές τους, καθώς διασχίζει τους δρόμους της Λάρισας. Πρόκειται για μια μεγαλοπρεπή πομπή στην οποία συμ-
μετέχει πλήθος κόσμου. Γυναίκες με τα καλά τους ρούχα, μεγάλοι άνδρες με φέσια, νεαρές κοπέλες με μακριές πλεξούδες, στρατιωτικοί κάθε βαθμού και ένας ιερέας δεξιά, στριμώχνονται πίσω από την πυκνά παρατεταγμένη στρατιωτική φρουρά, για να αντικρίσουν από κοντά το θέαμα. Η πομπή βρίσκεται στη στροφή προς έναν κεντρικό δρόμο. Προηγείται άγημα έφιππων στρατιωτικών και ακολουθεί η πριγκιπική άμαξα. Ο δρόμος τον οποίο διασχίζουν δε μπορεί να
ταυτοποιηθεί εύκολα. Αν μελετήσει όμως κανείς προσεκτικά το χαρακτικό θα βρει ορισμένα καθοδηγητικά σημεία.
Ένα ψηλό και εντυπωσιακό σε αρχιτεκτονική κτίριο αριστερά, με εξώστη και αναρτημένες πολλές ελληνικές σημαίες,στο βάθος ο θόλος κάποιου τεμένους με τον μιναρέ του, βαθιά στον ορίζοντα η κωνική απόληξη ενός βουνού και δεξιά ο ελεύθερος χώρος μιας πλατείας με δένδρα, μέσα στην οποία υψώνεται κάποιο μεγάλο κτίριο.
Πιστεύεται ότι η πομπή κινείται στο δρόμο της σημερινής οδού Κύπρου, στη συμβολή της με την Παπαναστασίου.Αριστερά είναι το ξενοδοχείο «Το Στέμμα»και πιο πίσω το τζαμί του Ομέρ μπέη. Στο βάθος διακρίνεται η κορυφή της Όσσας. Δεξιά είναι η κεντρική πλατεία με το μέγαρο των Δικαστηρίων. Η καταγραφή όλων αυτών δεν συμβαδίζει βέβαια με την πραγματική τους μορφή,
όμως η χωροταξική τοποθέτηση είναι ακριβής. Πιστεύεται επομένως ότι ο καλλιτέχνης κατέγραψε επί τόπου με το μολύβι τα κύρια σημεία του γεγονότος και εκ των υστέρων με οδηγό τη μνήμη του, η οποία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αλάνθαστη, συμπλήρωσε το υπόλοιπο σκηνικό.
􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀􀀀
[1].TurotHenri. L’InsurrectionCrétoiseetlaGuerreGreco-Turque. Paris (1898) και η ελληνική του μετάφραση: Η Κρητική Επανάσταση και ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, μετ.Αβαγιανού Λόϊσκα, Αθήνα (1991).
[2]. Bigham Clive. With the Turkish Army in Thessaly. London (1897) σ. 61 [3]. Εννοεί το τζαμί του Χασάν μπέη. Φαίνεται ότι εντυπωσίαζε το πράσινο χρώμα των κιόνων από τον ατρακινό λίθο της Χασάμπαλης, σε αντίθεση με το μπλέ τζαμί της Κωνσταντινούπολης, όπου επικρατούσε το γαλάζιο.
[4]. Rose Kinnaird. With the Greeks in Thessaly.London (1897) και η ελληνική του μετάφραση: Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία, μετ.Αναστάσιος Δαρβέρης, έκδ. Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Λάρισα (1997).
[5]. Ο δημοσιογράφος προφανώς εξέλαβε τα υπολείμματα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου σαν αμφιθέατρο.
[6]. FusterLois. Guerre Gréco-Turque. Journal d’un volontaire. Montpellier (1897).
nikapap@hotmail.com
ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Ο προπολεμικός ναός
του Αγ. Βησσαρίωνος



Η εικόνα που δημοσιεύεται είναι έκδοση ενός δικού μας, του Γεωργίου Βελώνη, ο οποίος διατηρούσε βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο στη Λάρισα,στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Δημητρίου Κυλικά. Ο Γεώργιος Βελώνης (1881-1946) ήταν Πελοποννήσιος. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε τη δεκαετία του 1920 και περί το 1925 άνοιξε το βιβλιοχαρτοπωλείο, το οποίο κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κα-
τοχής[1]. Η παρουσία του Βελώνη στη
Λάρισα θα μείνει παντοτινή χάρη κυρίως σε μια σειρά 25 χρωμολιθόγραφων επιστολικών δελταρίων (καρτών) άριστης ποιότητας, οι οποίες σήμερα συγκεντρώνουν ψηλές τιμές στο χρηματιστήριο των δημοπρασιών. Οι φωτογραφίες (τα κλισέ) δεν είναι δικά του, γιατί ο Βελώνης δεν ήταν φωτογράφος. Εξ’άλλου υπάρχουν απόψεις από χρονικές περιόδους που δεν είχε ακόμα εγκατασταθεί στη Λάρισα (1897, 1900, 1905,κλπ). Ο φωτογράφος των καρτών είναι
άγνωστος. Η θεματολογία των δελταρίων περιλαμβάνει απόψεις από Λάρισα, Μπαμπά (σημερινά Τέμπη), Αγιά,Τρίκαλα, Μετέωρα.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει ένα μικρό εκκλησάκι με τρούλο και επιγράφεται «Εκκλησία Ανακτόρων Λαρίσσης», φέρει δε στη σειρά τον αριθμό 12.
Πρόκειται για το παρεκκλήσι των βασιλικών ανακτόρων, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή όπου σήμερα έχει ανεγερθεί το Δημοτικό Ωδείο. Ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Βησσαρίωνα, μητροπολίτη Λαρίσσης. Σύμφωνα με προφορική παράδοση, την οποία καταγράφει ο δη-
μοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλος Μακρής[2],στο χώρο αυτό υπήρχε πολύ πριν από την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους (1881) μεγάλη οικία, αληθινό ανάκτορο, του οποίου οικοδέσποινα ήταν η Νουριέχανούμ, στενή συγγενής του Αλή Πασά και κρυπτοχριστιανή.
Επέτρεψε λοιπόν στο υπηρετικό προσωπικό του αρχοντικού, το οποίο προέρχονταν από τη χριστιανική κοινότητα της πόλης, να χρησιμοποιήσουν ένα από τα δωμάτια όπου στεγάζονταν τα
«οτζάκια», δηλαδή οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού (μαγειρεία, πλυσταριά, καταλύματα του προσωπικού, κλπ.) και να το μετατρέψουν σε πρόχειρη εκκλησία. Ήταν η περίοδος κατά την οποία είχε επικρατήσει κάποια σχετική θρησκευτική ελευθερία εκ μέρους των Οθωμανών. Στο μέσον του δωματίου είχαν τοποθετήσει μια παλιά εικόνα του Αγίου Βησσαρίωνος, μπροστά από την οποία έκαιγε μέρα-νύχτα κανδήλα. Οι χριστιανοί του αρχοντικού και αρκετοί γείτονες,
προσέρχονταν τις Κυριακές και τις εορτές για να ανάψουν λαμπάδα και να προσκυνήσουν την εικόνα του αγίου.
Κάποια νύχτα όμως του Νοεμβρίου του1872 μια πυρκαγιά αποτέφρωσε όλους τους βοηθητικούς χώρους του αρχοντικού. Η οικοδέσποινα απέδωσε το καταστρεπτικό γεγονός σε ολιγωρία του υπηρετικού προσωπικού. Εκείνο το βράδυ είχαν ξεχάσει να ανάψουν την κανδήλα
του αγίου, ο οποίος θέλησε να τους το υπενθυμίσει μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο. Όμως οι ζημιές αποκαταστάθηκαν γρήγορα και η λειτουργία του παρεκκλησίου συνεχίσθηκε.
Μετά τον θάνατο της Νουριέχανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος αρχές Οκτωβρίου του 1881, ένα μήνα περίπου μετά την απε-
λευθέρωση της Λάρισας, πρόσφερε το αρχοντικό του για να καταλύσει ο βασιλέας Γεώργιος ο Α’ όταν επισκέφθηκε επίσημα τη Λάρισα. Ικανοποιημένος από την ευρυχωρία του κτιρίου και την
απέραντη αυλή, ο Γεώργιος το αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου 1881.Η βασίλισσα Όλγα, προσωπικότητα έντονα θρησκευόμενη, γοητευμένη από την παράδοση του υποτυπώδους ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος σε ένα απόμερο μέρος του κονακιού, αποφάσισε το 1898
να ανεγείρει νέο ναό προς τιμήν του αγίου. Γράφει σχετικά η εφημερίδα «Ελλάς»: «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναΐσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις
τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται[3]». 
Ο ναός διακοσμήθηκε με αγιογραφίες Ρώσων ζωγράφων, εμπλουτίσθηκε με αφιερώματα
φιλόθρησκων Λαρισαίων και φιλοξένησε τις εικόνες και τα ιερά σκεύη του κατεδαφισθέντος το 1898 παρεκκλησίου του Αγίου Βησσαρίωνος στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου. Αρχιτεκτονικά ήταν μονόχωρη σταυροειδής κατασκευή, αρκετά ψηλή για τις διαστάσεις της, με τρούλο ο οποίος ήταν μολυβδοσκέπαστος, δηλ. καλύπτονταν με παχιά φύλλα μολύβδου. Η τοιχοποιία, όπως δια-
κρίνεται και στη φωτογραφία, ήταν από πελεκημένη πέτρα, με κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις στα ανοίγματα.
Όταν το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο, ο ναός του Αγίου Βησσαρίωνος διατηρήθηκε. Την ίδια χρονιά μάλιστα ο εστιάτορας Κωνσταντίνος Γεωργ.Νατάκιας, με δαπάνες του ανακαίνισε
το εκκλησάκι. Κάλυψε με επίχρισμα τους εξωτερικούς τοίχους, ολοκλήρωσε την αγιογράφησή του και έτσι ο ναός του αγίου αποδόθηκε στη χρήση των πιστών της περιοχής.
Όμως ο καταστρεπτικός σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 ισοπέδωσε μεταξύ άλλων και το εκκλησάκι. Αναγκαστικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του στήθηκε προσωρινά ξύλινο παράπηγ-
μα, για να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των περιοίκων. Το 1955,χάρη στην οικονομική υποστήριξη του ΟΥΗΛ, προδρόμου της σημερινής ΔΕΥΑΛ άρχισε η ανέγερση του σημερινού ναού και τα εγκαίνια έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1957. Το 1961 αγιογραφήθηκε, πάλι με δαπάνη του ΟΥΗΛ, από τον δικό μας ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη και τους μαθητές του με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Σήμερα ο ναός αυτός στολίζει την πλατεία του Δημοτικού Ωδείου και είναι σημείο αναφοράς για πολλούς συμπολίτες μας.
[1]. Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Επιστολικά δελτάρια (1900-1960),Συλλογή Γεωργίου και Λένας Γουργιώτη,Λάρισα (2007) σελ. 19.
[2].Μακρής Θρασύβουλος. Ο Άγιος Βησσαρίων, εφ. Λαρισαϊκός Τύπος, Λάρισα,φύλλο της 15ηςΣεπτεμβρίου 1943. Η εφημερίδα αυτή ήταν κοινή έκδοση της «Ελευθερίας» και του «Ημερήσιου Κήρυκα» της Λάρισας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου.
[3]. εφ. Ελλάς, φύλλο της 29ηςΙουνίου 1898.
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014



Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το κουτούκι του Ζαχαριάδη



Πριν από μερικούς μήνες βρισκόμουν στην Αθήνα και συνάντησα κάποιον καλό μου φίλο απ’ τα παλιά. Τη δεκαετία του 1970 επισκεπτόταν τακτικά τη Λάρισα για
επαγγελματικούς λόγους και κατά την ολιγοή-
μερη διαμονή του στην πόλη δεν παραλείπαμε
κάθε φορά να συναντιόμαστε, να τα λέμε, και
το βράδυ να καταλήγουμε στο «κουτούκι του
Ζαχαριάδη». Ήταν ένας χώρος που του άρεσε
ιδιαίτερα από την πρώτη στιγμή που τον επι-
σκέφθηκε και θυμάμαι ότι δεν δεχόταν συζήτη-
ση να αλλάξουμε «στέκι». Έλεγε ότι δεν μπορούσε να φύγει από την Λάρισα χωρίς να απολαύσει την γευστική ευδαιμονία της «στάμνας» και της «μοσχαροκεφαλής». Είναι αλήθεια ότι είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Η οικογενειακή
μέριμνα, οι δουλειές, τα χρόνια που περνούσαν, δυσκόλευαν τις μετακινήσεις. Στη συνάντησή μας δυσκολευτήκαμε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Ο χρόνος είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά μας. Έπειτα από λίγα λεπτά συζήτησης όμως, με αιφνιδίασε η ερώτησή του:
«Τρως καμιά μοσχαροκεφαλή στο κουτούκι του Ζαχαριάδη;». «Τι μου θύμισες τώρα» του απάντησα και του εξήγησα πως έχουν σήμερα τα πράγματα.Γνώριζα τον Δημήτριο (Μίμη) Ζαχαριάδη και τώρα τελευταία πίναμε από καμιά φορά καφέ με τους στενούς φίλους του. Το κέν-
τρισμα όμως που δέχθηκα από τον αθηναίο φίλο μου με οδήγησε στο σημερινό σημείωμα. Όταν
καθίσαμε να μιλήσουμε ο Μίμης Ζαχαριάδης ήταν καταδεκτικός και με τη νοσταλγία έντονα
ζωγραφισμένη στα λόγια του έβαλε εύκολα τις αναμνήσεις του σε τάξη.
Η οικογένεια Ζαχαριάδη έχει τις ρίζες της στα Αμπελάκια[1].Ο Μίμης Ζαχαριάδης γεννήθηκε
στη Λάρισα το 1933. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Μάρθα. Το πατρικό τους σπίτι βρι-
σκόταν στην γωνία των οδών Ιουστινιανού και Ιάσονος, απέναντι από το κτίριο του Γ’ Δημοτι-
κού Σχολείου.
Το 1927 ο πατέρας του Κωνσταντίνος Ζαχαριάδης άνοιξε ταβέρνα στην αρχή της οδού βασιλέως Κωνσταντίνου (Παναγούλη) εκεί όπου βρίσκεται το κτίριο του εγκαταλειμμένου σήμε-
ρα ξενοδοχείου «Atlantic».Απέναντι βρισκόταν το σπίτι του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα,στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το καφενείο «Αβέρωφ», το οποίο στους περισσότερους Λαρισαίους ήταν γνωστό σαν «Τούρκικο», γιατί μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 η πελατεία του ήταν ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι οι οποίοι το προτιμούσαν καθώς βρισκόταν κοντά στο Γενή τζαμί και τους έδινε την ευκαιρία να προσεύχονται, αλλά και γιατί διέθετε ναργιλέδες. Μετά το 1922 οι πελάτες του καφενείου αυτού ήταν συνήθως εργάτες. Το ίδιο και η ταβέρνα του Κώστα Ζαχαριάδη απέναντι,που την είχε τώρα με τον αδελφό του Θανάση,είχε ως πελάτες απλούς ανθρώπους, εργάτες του καθημερινού μόχθου, οι οποίοι με λίγα ποτηράκια τσίπουρου ή κρασιού προσπαθούσαν να ξεκουραστούν από τον ολοήμερο κάματο, να αλλάξουν κάποιες κουβέντες με τους γνωστούς τους και να μιλήσουν για τα καθημερινά τους
προβλήματά. Ο Μίμης Ζαχαριάδης βρέθηκε από μικρός μέσα στον χώρο της ταβέρνας, βοηθώντας, παράλληλα με τα μαθήματά του, στις απλές δουλειές του καταστήματος.
Το 1952 πέθανε ο Θανάσης Ζαχαριάδης και ο Κώστας μετακόμισε την ταβέρνα στο ισόγειο
διώροφης οικοδομής στη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Παναγούλη, ιδιοκτησίας του
Φίλιππου Μάρκα. Εν τω μεταξύ ο Μίμης είχε ενηλικιωθεί και βοηθούσε στην ταβέρνα. Το 1962
πέθανε ο πατέρας του και ο Μίμης ανέλαβε την διαχείρισή της, βοηθούμενος από τον μικρότερο
αδελφό του Παύλο, με τον οποίο συνεταιρίσθηκε από το 1965 και μετά. Την περίοδο αυτή η
ταβέρνα άνοιξε τις πόρτες της σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έγινε οικογενειακή και αναβάθμισε την κουζίνα της. Στα προσφερόμενα φαγητά προστέθηκε τώρα η μοσχαροκεφαλή στο  λαδόχαρτο και η στάμνα μοσχάρι. Ήταν δύο φαγητά τα οποία θεωρούνταν η σπεσιαλιτέ του
καταστήματος και οι περισσότεροι κατέφευγαν ομαδικά στον Ζαχαριάδη για να τα γευτούν[2].
Το 1968 ο Φίλιππος Μάρκας, ιδιοκτήτης του οικήματος στο οποίο στεγαζόταν η ταβέρνα, το
κατεδάφισε και στη θέση του κατασκευάσθηκε μια πολυώροφη πολυκατοικία. Ο Μίμης Ζαχα-
ριάδης αναγκάσθηκε να μεταφέρει το μαγαζί στο διπλανό επί της οδού Ηπείρου ισόγειο οί-
κημα του ίδιου ιδιοκτήτη, το οποίο διέθετε και αυλή. Η μετακόμιση αυτή όχι μόνο δεν επηρέασε
την πορεία του καταστήματος, αλλά την απογείωσε. Στον χώρο αυτό η ταβέρνα γνώρισε τις
μεγαλύτερες δόξες της. Τον χειμώνα τρία μικρά δωμάτια ήταν κάθε βράδυ γεμάτα με πελάτες,
ενώ το καλοκαίρι η δροσερή αυλή με τη μουριά, γέμιζε με τραπεζάκια και καρέκλες. Οι καλοκαι-
ρινές αυτές βραδιές έχουν μείνει αξέχαστες στην πόλη. Περιβάλλον απλό, λαϊκό, με τις ψάθινες
καρέκλες και τα μικρά ξύλινα τραπεζάκια στρωμένα με τραπεζομάντηλα, φιλική περιποίηση
και ποιότητα φαγητού, αυτά ήταν που πρόσφερε η ταβέρνα του Ζαχαριάδη. Οι περισσότεροι
δοκίμαζαν τη μοσχαροκεφαλή και τη στάμνα,τα οποία συνόδευαν με κόκκινο κρασί Ραψάνης ή με ρετσίνα από τον Συνεταιρισμό Μαρκόπουλου. Όσοι προτιμούσαν τους μεζέδες, το τσίπουρο Τυρνάβου ήταν συντροφιά τους. 
Δεν υπάρχει οικογένεια στη Λάρισα που να μην γεύτηκε τις λιχουδιές της ταβέρνας. Ο Μίμης όρθιος γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι, έπαιρνε παραγγελίες, τσούγκριζε το ποτήρι του με τους πελάτες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εύθυμη και ειδυλλιακή.
Το 1981 ο Μίμης Ζαχαριάδης συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε, το κουτούκι[3]όμως δεν σταμάτησε τη λειτουργία του. Την διαχείριση της ταβέρνας τώρα ανέλαβαν τα αδέλφια Ζαννή, οι
οποίοι την ονόμασαν «Μουριά», από την παρουσία του δέντρου που στόλιζε την αυλή του καταστήματος. Η «Μουριά» είχε την πρόνοια να ακολουθήσει την τακτική των προκατόχων του και δούλευε καλά. Οι Λαρισαίοι όμως όταν ήθελαν να πάνε στη «Μουριά» από συνήθεια εξακολουθούσαν να λένε «Πάμε απόψε στου Ζαχαριάδη», ειδικά τα πρώτα χρόνια. Η ταβέρνα αυτή σταμάτησε τη λειτουργία της το 2005. Σήμερα στη θέση της έχει δημιουργηθεί υπαίθριος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
Σημειώσεις
[1]. Από τα Αμπελάκια είχαν καταγωγή ο Νίκος Ταμπάκης που είχε τη δική του ταβέρνα στην οδό Κύπρου και αργότερα την μετέφερε στη Καποδιστρίου, εκεί όπου είναι σήμερα η ταβέρνα «Πιθάρι», καθώς και ο Τάκης Τσιλίκης, ο οποίος διατηρούσε ουζερί επί της οδού Βόλου (23ης Οκτωβρίου), απέναντι από την πλατεία Πατέρα. Φαίνεται ότι η ξακουστή αυτή κωμόπολη του Κισσάβου εκτός από σπουδαίους επιστήμονες (ιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, κ.ά.) διέθετε και ευσυνείδητους και επιτυχημένους επαγγελματίες σε πολλούς τομείς.
[2]. Η Λάρισα είχε την περίοδο εκείνη και άλλα καταστήματα ειδικευμένα στην παρασκευή φα-
γητών με ιδιαίτερες γεύσεις. Ποιος δεν θυμάται την μικρή ταβέρνα του Ζουρτού στην οδό Νιρβάνα
με τα περίφημα μπιφτέκια και τα άλλα ψητά.
[3]. Η λέξη κουτούκι είναι τουρκική και σημαίνει μικρή παραδοσιακή ταβέρνα, η οποία αποτελεί
τόπο συνάντησης παρεών.

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...
Ο λόφος του Φρουρίου και η γέφυρα





Η σημερινή εικόνα είναι μία από τις πιο δημοφιλείς απόψεις της παλιάς Λάρισας, η βορειοδυτική, την οποία επέλεγαν συχνά οι περιηγητές ζωγράφοι,αργότερα και οι φωτογράφοι του 19ου αιώνα, ίσως επειδή στο εσωτερικό της πόλης δεν υπήρχε κάποια
ενδιαφέρουσα ή ειδυλλιακή περιοχή να  αποτυπώσουν. Η φωτογραφία αυτή είναι του Στέφανου Στουρνάρα, έχει εντοπισθεί σε ένα από τα πρώτα ασπρόμαυρα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφόρησε ο γνωστός φωτογράφος του Βόλου και φέρει τον αριθμό 9. Είναι ταχυδρομημένη από τη Λάρισα, με
χρονολογία σήμανσης 30 Δεκεμβρίου 1903. Χρονικά η φωτογραφία μπορεί να τοποθετηθεί περί το 1900.
Ο φωτογράφος στάθηκε στην αριστερή όχθη του Πηνειού, περίπου στο ύψος όπου σήμερα βρίσκεται το στάδιο Αλκαζάρ. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται το ένα ρεύμα του ποταμού, το αριστερό, και πίσω του το «νησάκι». Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι παλαιότερα υπήρχε μέσα στην κοίτη του ποταμού, στο ύψος του χώρου απ’ όπου άρχιζε η συνοικία Ταμπάκικα (σήμερα Αμπελόκηποι), ένα μικρό σε έκταση νησάκι, το οποίο εκτείνονταν μέχρι
την περιοχή του κήπου του Παπασταύρου[1]και διαχώριζε τον ροή των νερών του ποταμού σε δύο ρεύματα.Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας απεικονίζεται η βορειοδυτική πλευρά της πόλης, δηλαδή τμήμα του λόφου του Φρουρίου και η περιοχή της μεγάλης γέφυρας.
Στην άκρη αριστερά μόλις φαίνεται αμυδρά το χαμηλό καμπαναριό του μητροπολιτικού ναού του
Αγίου Αχιλλίου και ένα ισόγειο κτίσμα που πιθανόν να στέγαζε το σχολείο του Τρανού μαχαλά, όπως ονομάζονταν η χριστιανική συνοικία του λόφου του Φρουρίου επί τουρκοκρατίας. Αμέσως μετά διακρίνεται ένα επίμηκες κτίσμα με δύο ανισόπεδες στέγες.
Είναι η εκκλησία του πολιούχου της Λάρισας Αγίου Αχιλλίου, η οποία έμεινε γνωστή σαν βασιλική του Καλλιάρχη, από το όνομα του μητροπολίτη Διονυσίου Καλλιάρχη (1791-1806) που συνέβαλε το 1794 στην ανοικοδόμησή της. Μπροστά από την εκκλησία και σε επαφή μαζί της υπάρχει ένα χαμηλότερο διώροφο κτίσμα με στοές. Σ’ αυτό στεγάζονταν μέχρι την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα εκτός από τα γραφεία της μητροπόλεως και η κατοικία του εκάστοτε
μητροπολίτη. Μάλιστα πολλοί διαπρεπείς ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Λάρισα τον 19ο αιώνα αναφέρουν ότι φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό το οίκημα. Πίσω από τη σκεπή του ναού διακρίνεται μέρος του τρίτου ορόφου και το υπερώο από το αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη, κτίριο που διακρίνεται λόγω ύψους σε όλες τις απεικονίσεις του λόφου του Φρουρίου.
Κάτω από τον λόφο αριστερά βλέπουμε τα πρώτα σπίτια της συνοικίας Ταμπάκικα.
Δεξιότερα από την βασιλική του Αγίου Αχιλλίου διακρίνονται παλιά χαμηλά τουρκόσπιτα τα οποία είναι υπό κατάρρευση. Όσα έκρυβαν τη θέα του ναού ισοπεδώθηκαν και η περιοχή ανάσανε οικοδομικά.
Κάτω από αυτά τα ετοιμόρροπα σπίτια παρατηρούμε ότι στη δυτική πλευρά έχουν ήδη δημιουργηθεί τοιχία αντιστήριξης του λόφου και μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε παρόχθιος δρόμος που συνδέει τα Ταμπάκικα με τη γέφυρα. Στο σημείο αυτό θέλω να ανοίξω μια παρένθεση. Οι λεπτομέρειες που αναφέρονται στο κείμενο προέρχονται από προσεκτική ανάλυση της φωτογραφίας με μεγεθυντικό φακό ή μέσω του υπολογιστή, γι’ αυτό και ο αναγνώστης ίσως να δυσκολεύεται να τις διακρίνει εύκολα.
Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας φαίνονται καθαρά τρία από τα εννέα τόξα της μεγάλης πέτρινης γέφυρας, η οποία οδηγούσε από την πόλη στον Πέρα μαχαλά και στον Τύρναβο. Με λίγη προσοχή μπορούμε να διακρίνουμε στην είσοδο της γέφυρας, εκεί που αρχίζουν τα μεταλλικά κιγκλιδώματα, δύο μαρμάρινες βάσειςύψους 1,5 μέτρου περίπου. Χρησίμευαν για την ανάρτηση ειδικής στερεής αλυσίδας,την οποία τοποθετούσαν τις βραδινές ώρες ώστε να μην είναι δυνατή η διέλευση τροχοφόρων από και προς την πόλη. Πίσω από τη γέφυρα και επάνω σε φυσικό γήλοφο διακρίνεται μεγαλόπρεπο το τζαμί του Χασάν μπέη με τον υπερυψωμένο μιναρέ του.
Ήταν το πιο επίσημο, το μητροπολιτικό θα λέγαμε,τζαμί της Λάρισας, ένα από τα σπουδαιότερα
του ελληνικού χώρου κατά την τουρκοκρατία. Το τζαμί αυτό, όπως και η μεγάλη πέτρινη γέφυρα του Πηνειού, κτίστηκαν από τον Χασάν μπέη, εγγονό του Τουρχάν μπέη κατακτητή της Λάρισας στις αρχές του 16ου αιώνα.Σύμφωνα με την παράδοση είχε ανεγερθεί πάνω στο χώρο βυζαντινής εκκλησίαςαφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, στη θέση της οποίας κατά την κλασική περίοδο υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Το 1908, λόγω φθορών, το τζαμί κατεδαφίσθηκε. Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρχε ο λόφος Πευκάκια, με το ψυχαγωγικό κέντρο «Καλλιθέα». Τα Πευκάκια ισοπεδώθηκαν και στη θέση τους υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές.
Σημειώσεις
[1]. Ο κήπος του Παπασταύρου ήταν μια έκταση ορισμένων στρεμμάτων, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του σημερινού σταδίου Αλκαζάρ και εκτείνονταν μέχρι την όχθη του Πηνειού. Ουσιαστικά ήταν ένα περιβόλι στο οποίο φυτεύονταν διάφορα λαχανικά. Ονομαστά
ήταν τα αγγουράκια του. Μεταπολεμικά στον χώρο αυτό δημιουργήθηκε οικισμός με την ονομασία Παπασταύρου,ο οποίος αργότερα ονομάσθηκε συνοικία Ιπποκράτη. Ο
Κωνσταντίνος Παπασταύρου ήταν γνωστός φαρμακοποιός της Λάρισας και το φαρμακείο του ήταν στην σημερινή ομώνυμη οδό.
nikapap@hotmail.com