Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Στη Λάρισα του 1897 - Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου


Παραμονές πολέμου. Ο Διάδοχος της Ελλάδος παρακολουθεί θρησκευτική τελετή στον Καθεδρικό ναό της Λάρισας. Χαρακτικό στην εφημερίδα San Francisco Call της Αμερικής, στο φύλλο της 29ης Απριλίου 1897. Από το αρχείο του Γιάννη Μανίκα.Παραμονές πολέμου. Ο Διάδοχος της Ελλάδος παρακολουθεί θρησκευτική τελετή στον Καθεδρικό ναό της Λάρισας. Χαρακτικό στην εφημερίδα San Francisco Call της Αμερικής, στο φύλλο της 29ης Απριλίου 1897. Από το αρχείο του Γιάννη Μανίκα.
Ήταν Μάρτιος του 1897 και οι οιωνοί έδειχναν ότι η ελληνοτουρκική σύρραξη στα σύνορα της Μελούνας θα ήταν αναπόφευκτη. Ο τότε διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, που είχε αναλάβει την αρχηγία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, έφθασε με τον αδελφό του πρίγκιπα Νικόλαο και το επιτελείο τους στη Λάρισα στις 17 Μαρτίου για να κατευθύνει τις προβλεπόμενες πολεμικές επιχειρήσεις.
Διέμεναν στα βασιλικά ανάκτορα, τα οποία βρίσκονταν εκεί όπου σήμερα υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου. Μαζί τους είχαν καταφθάσει από τα μέσα Μαρτίου στην πόλη μας και πολλοί δημοσιογράφοι απ' ολόκληρο τον κόσμο για να καλύψουν ειδησεογραφικά τα γεγονότα. Με την παρουσία επιπλέον και σημαντικού αριθμού στρατιωτικών μονάδων και αξιωματούχων, η Λάρισα των 20.000 κατοίκων εμφάνιζε μια ασυνήθιστα μεγάλη κίνηση. Στις 25 Μαρτίου όλοι αυτοί, μαζί με την τοπική κοινωνία συμμετείχαν με ενθουσιασμό στον εορτασμό της εθνικής επετείου, οι εκδηλώσεις της οποίας απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη με την παρουσία των πριγκίπων. Η Αμαλία Παπασταύρου (1842-1935)[1] σε επιστολή την οποία απέστειλε την ίδια ημέρα της εορτής στον αδελφό της στην Αθήνα Μιχαήλ Χρυσοχόου (1834-1921)[2] περιγράφει ως εξής το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη: «Η ημέρα αυτή επανηγυρίσθη ως συνήθως και μάλιστα επιδεικτικώτερον χάρις εις την παρουσίαν των βασιλικών Πριγκίπων. Δεν έλειψαν ούτε κανονιοβολισμοί, ούτε η πρωινή μουσική ανά τας οδούς της πόλεως ανακρούουσα το εωθινόν, ούτε αι παρατάξεις και δοξολογίαι, και επί πλέον [εδόθη] επίσημον εν τοις ανακτόροις γεύμα, εις ό παρεκάθησαν και Οθωμανοί![3] Και η πλατεία των Δικαστηρίων εφωταγωγήθη και πυροτεχνήματα εκάησαν και μουσική επαιάνισε μέχρι βαθείας νυκτός …»[4].
Η σημερινή εικόνα η οποία συνοδεύει το κείμενο αναπαριστάνει τη δοξολογία η οποία τελέσθηκε την 25η Μαρτίου 1897 στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα San Francisco Call των Ηνωμένων Πολιτειών στις 29 Απριλίου του 1897 και έχει τον υπότιτλο: «The eve of war. The Crown Prince of Greece attending Divine Service in the Cathedral at Larissa». (Παραμονές του πολέμου. Ο διάδοχος της Ελλάδος παρακολουθώντας θρησκευτική τελετή στον καθεδρικό ναό της Λάρισας). Πρόκειται για ένα χαρακτικό το οποίο απεικονίζει το εσωτερικό του ναού και «τα τελούμενα εν αυτώ». Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει το γεγονός με απλό τρόπο, χωρίς λεπτομέρειες και με ελλιπέστατη πιστότητα. Όρθιος στην Ωραία Πύλη σε στάση ευλογίας εικονίζεται ο τοπικός επίσκοπος[4].. Μπροστά του παριστάνεται κάποιος ρασοφόρος γονυπετής. Δεξιά μια ομάδα έξι ατόμων φορώντας επίσημη στρατιωτική στολή παρακολουθεί τη θρησκευτική τελετή. Επί κεφαλής βρίσκεται ο διάδοχος Κωνσταντίνος, πίσω του ο πρίγκιπας Νικόλαος και ακολουθούν οι επιτελείς τους. Στο δεξιό άκρο της εικόνας ο καλλιτέχνης ζωγράφισε τον υπερυψωμένο ξυλόγλυπτο δεσποτικό θρόνο με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ο υπόλοιπος χώρος της εκκλησίας είναι κενός και το εκκλησίασμα απουσιάζει από την καταγραφή, εκτός από δύο πολυελαίους, ένα κομψό μανουάλι και το αναλόγιο του δεξιού ψάλτη, χωρίς τον ίδιο.
Όλη η καταγραφή από τον καλλιτέχνη είναι φανταστική. Όπως γινόταν σε πολλές περιπτώσεις κατά την περίοδο του πολέμου του 1897, ο ζωγράφος δεν ήταν συνήθως παρών στα πολεμικά γεγονότα. Βρισκόταν στο γραφείο του στην εφημερίδα και φιλοτεχνούσε στο χαρτί διάφορα στιγμιότυπα, όπως του τα περιέγραφε από τον τηλέγραφο ο απεσταλμένος στον πόλεμο δημοσιογράφος. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερα χαρακτικά του πολέμου αυτού υπολείπονταν σε αξιοπιστία. Παρ' όλα αυτά όμως, μέσα από την πληθώρα των χαρακτικών και φωτογραφιών της Λάρισας στον παγκόσμιο Τύπο της περιόδου εκείνης, η δημοσιευόμενη εικόνα είναι η μοναδική, απ' όσο γνωρίζω, η οποία απεικονίζει το εσωτερικό του μητροπολιτικού ναού έστω και κατά προσέγγιση. Και αυτό έχει την ιστορική του σημασία.
 [1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου και ο πόλεμος του 1897, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2014. Του ιδίου: Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Μαρτίου 2014.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Χρυσοχόου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 2015.
[3]. Πραγματικά φαίνεται περίεργη η πρόσκληση στα ανάκτορα μουσουλμάνων κατοίκων της Λάρισας, από αυτούς οι οποίοι είχαν επιλέξει να παραμείνουν στην πόλη μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η παρουσία τους σε μια επέτειο νίκης των Ελλήνων επί των Τούρκων και με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο «επί θύραις», η χειρονομία του διαδόχου φαντάζει εξόχως …ευγενική.
[4]. Βλέπε: Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση από 1-14 Απριλίου 1897, εν Αλεξανδρεία (1897) σελ. 1.
[5]. Ο θρόνος της μητροπόλεως Λαρίσης τη χρονική αυτή περίοδο ήταν κενός. Πριν από έξι (6) μήνες, στις 17 Σεπτεμβρίου 1896, είχε αποβιώσει ο μητροπολίτης Νεόφυτος Πετρίδης (1875-1896) και στις επίσημες τελετές και πανηγύρεις τον αντικαθιστούσε ως τοποτηρητής ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος Κασσάρας. Ο τελευταίος τον Ιανουάριο του 1900 τοποθετήθηκε επίσημα μητροπολίτης Λαρίσης.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η ΣΤΟΑ ΚΟΥΤΣΙΝΑ - Γ΄


Λογότυπος του καταστήματος των αδελφών Νικολάου και Ανδρέου Κουτσίνα σε μπλοκ αλληλογραφίας. Λάρισα 1927. Από το αρχείο του Θανάση ΜπετχαβέΛογότυπος του καταστήματος των αδελφών Νικολάου και Ανδρέου Κουτσίνα σε μπλοκ αλληλογραφίας. Λάρισα 1927. Από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ
Συνεχίζουμε σήμερα την περιγραφή των καταστημάτων της Στοάς Κουτσίνα, όπως μας την κατέγραψε ο Βαγγέλης Βοζαλής και αποδελτίωσε η ιστορική έρευνα. Το σχεδιάγραμμά της δημοσιεύθηκε στο φύλλο της προηγούμενης εβδομάδος.
-13. Δίπλα από τον σφραγιδοποιό Ιάκωβο Πεταλά υπήρχε ένα κατάστημα το οποίο κατασκεύαζε γυναικεία καπέλα. Προπολεμικά ήταν πολλά τα καταστήματα στη Λάρισα που κατασκεύαζαν γυναικεία καπέλα και μάλιστα ορισμένες από τις ιδιοκτήτριες αυτές έφθαναν μέχρι το Παρίσι για να προμηθευθούν φιγουρίνια και να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μόδας. Το όνομα της γυναίκας που διατηρούσε το κατάστημα δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Όταν η ιδιοκτήτρια του καταστήματος αποσύρθηκε, στέγασε σ' αυτό το ραφείο του ο Ηλίας Δράκος, πατέρας δύο αγοριών, του οφθαλμίατρου Ιωάννη Δράκου και του μαθηματικού Αντώνη Δράκου.
-14. Στη συνέχεια ήταν το Ραφείο του Αθανασίου Βοζαλή. Ήταν ο πατέρας του πληροφοριοδότη μας στον περίπατο στην Στοά, Βαγγέλη Βοζαλή. Ο Βαγγέλης από μικρή ηλικία βρισκόταν τις ελεύθερες ώρες στο ραφείο του πατέρα του. Σύμφωνα με το συμβόλαιο ενοικίασης, το κατάστημα άρχισε να λειτουργεί το 1922, δηλαδή από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της Στοάς. Κάποια στιγμή όταν ο Βαγγέλης , ο μεγαλύτερος γιος του Θανάση Βοζαλή ενηλικιώθηκε, δούλεψε στο κατάστημα αυτό ως αντιπρόσωπος υφασμάτων και νεωτερισμών, ενώ ο μικρότερος αδελφός του Ελευθέριος συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του μέχρι το 1970 και έτσι τα δύο αδέλφια Βαγγέλης και Λευτέρης συστεγάζονταν. Τη χρονιά αυτή (1970) ο τελευταίος μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δημιούργησε βιοτεχνία υποκαμίσων, ενώ ο πρώτος έμεινε στο κατάστημα αυτό μέχρι το κλείσιμο της Στοάς.
-15. Ακολουθούσε το Καλλιτεχνικόν Υποδηματοποιείον του Γρηγορίου Μελίδη, το οποίο κάποια στιγμή το συνέχισε ως υποδηματοποιείο και ο Απόστολος Πλασταράς. Μεταπολεμικά στο κατάστημα αυτό στεγάσθηκαν οι αδελφοί Φώτης και Αντώνης Σιμιτζής, οι οποίοι ήταν φοντιατζήδες. Όταν ο Αντώνης αποχώρησε, ο Φώτης εμπλούτισε επιπλέον το μαγαζί με τσάντες και διάφορα ψιλικά.
-16. Προπολεμικά στη θέση αυτή βρισκόταν το Ραφείο του Ισραηλίτη Σαούλ Καλαμάρα. Μεταπολεμικά στο κατάστημα αυτό βρέθηκε να στεγάζει το υποδηματοποιείο του ο Δημήτριος Γκαραγκουνόπουλος από τα Σουφλάρια (συνοικία 40 Μαρτύρων).
-17. Στη θέση αυτή προπολεμικά υπήρχε το "Υφασματεμπορείον των αδελφών Παπαπαναγιώτου". Ήταν ένα από τα πολλά καταστήματα υφασμάτων που λειτουργούσαν στη Στοά και όλα είχαν μεγάλη εμπορική κίνηση. Μετά την σύνταξή τους μεταπολεμικά το δούλεψαν δυο άλλοι αδελφοί οι αδελφοί Φιλίππου, οι οποίοι το έκαναν κατάστημα ψιλικών (κλωστές, είδη ραπτικής, κουμπιά, φερμουάρ, κλπ.). Καθ' ομολογίαν όλων ήταν το αγαπημένο κατάστημα των γυναικών της Λάρισας και της περιοχής.
-18. Το τελευταίο κατάστημα της Στοάς προς την οδό Ερμού προπολεμικά το είχαν δύο συνεταίροι, ο Παρμενίων και ο Δημήτριος Γιαννιός και πωλούσαν υφάσματα. Μεταπολεμικά στεγάσθηκε το υποδηματοπωλείο του Δημητρίου Μπαντικούδη.
-19. Απέναντι από το προηγούμενο κατάστημα και στη γωνία με την Ερμού βρισκόταν από το 1922 το μεγάλο κατάστημα υφασμάτων των αδελφών Νικολάου και Ανδρέα Κουτσίνα. Αν και ο Νικόλαος είχε ήδη ανοίξει κατάστημα στον Βόλο, εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι οι διαφημίσεις, ο λογότυπος των επιστολών και η πινακίδα του καταστήματος της Λάρισας ανέφερε "Αδελφοί Νικ. και Ανδρ. Κουτσίνα. Διάδοχοι Φιλ. Νικολάου ή Κουτσίνα", όπως φαίνεται και από το δημοσιευόμενο λογότυπο. Το ίδιο συνέβαινε και με το κατάστημα του Βόλου μέχρι τον πόλεμο, γιατί μεταπολεμικά ονομαζόταν απλά "Κουτσίνας" και έτσι ήταν γνωστό στην αγορά του Βόλου. Από τον σεισμό του 1941 το κατάστημα της Λάρισας έπαθε ορισμένες καταστροφές οι οποίες όμως επιδιορθώθηκαν και αμέσως μετά τον πόλεμο το χρησιμοποίησε η UNRRA, μια οργάνωση η οποία έστελνε από τις Ηνωμένες Πολιτείες ρουχισμό για να διανεμηθεί στους Έλληνες πολεμοπαθείς. Αργότερα το τμήμα του καταστήματος προς την οδό Ερμού που ήταν και το μεγαλύτερο, στέγασε το γραφείο πόλεως της ΤΑΕ (Τακτικές Αεροπορικές Εκμεταλλεύσεις, αεροπορική εταιρεία πρόδρομος της Ολυμπιακής) και αργότερα την Εμπορική Ένωση των Δημητρίου Χατζή και Παναγιώτη Στωϊκίδη. Το άλλο τμήμα προς το εσωτερικό της Στοάς το χρησιμοποίησαν οι αδελφοί Μισούρα ως κατάστημα υφασμάτων.
-20. Ακολουθούσε ο "Εμπορορραπτικός Οίκος Π. Μπουρούση και Δ. Σταματοπούλου". Σε διαφήμιση του καταστήματος στην εφημερίδα "Ελευθερία" στις 10 Οκτωβρίου 1923 διαβάζουμε: "Ράπτετε τα κουστούμια σας με τα πιο νεώτερα φιγουρίνια στους ράπτας κ. κ. Παν. Μπουρούσην και Δ. Σταματόπουλον (στοά Κουτσίνα)". Ο γιός του Παναγιώτη Μπουρούση, Ευάγγελος υπήρξε διαιτητής ποδοσφαίρου. Μεταπολεμικά βρίσκουμε στο κατάστημα αυτό τον Αλέκο Αλεξάνδρου, τον επονομαζόμενο "βαρώνο", ο οποίος στέγασε το Γραφείο Αντιπροσωπειών που είχε.
-21. Το επόμενο κατάστημα ήταν το Κουρείο του Κυριάκου Βοζαλή, πατέρα του Νίκου Βοζαλή που τον γνωρίζουμε σαν έμπορο χαλιών, σχεδιαστή των χαλιών της "Βιοκαρπέτ" και ερασιτέχνη ζωγράφο. Τα κατάστημα διέθετε πατάρι, στο οποίο ο Κυριάκος Βοζαλής δημιούργησε Κομμωτήριο. Αυτό, μαζί με του Ξυραδάκη ήταν από τα πρώτα κομμωτήρια της Λάρισας. Ήταν μια εποχή όπου χρειαζόταν μεγάλη τόλμη μια γυναίκα να πηγαίνει σε ανδρικό κομμωτήριο να χτενιστεί, αφού δεν είχαν ακόμη εμφανισθεί οι κομμώτριες. Μεταπολεμικά ο χώρος μετατράπηκε από τον Θεόδωρο Γρίβα σε καφενείο το οποίο ήταν τόπος συνάντησης των κυνηγών.
-22. Στη συνέχεια προπολεμικά ήταν το "Νέον Εμπορικόν Κατάστημα και Μεταξουργείον Η ΜΟΔΑ, των αδελφών Τουφεξή". Η διαφήμιση σημειώνει ότι "Εις αυτό θα ευρίσκητε όλων των ειδών μέταξαν και όλα τα γυναικεία και ανδρικά είδη εις πλουσιωτάτην συλλογήν". Μεταπολεμικά στον χώρο αυτό στεγάσθηκε για ένα διάστημα το κατάστημα νυφικών της Νίτσας Ιωαννίδου, πριν μετακομίσει στην Ασκληπιού.
-23. Ακολουθούσε το σημείο όπου διευρυνόταν η Στοά και στην εσοχή υπήρχε μαρμάρινη σκάλα με ωραία χυτά μεταλλικά κάγκελα, η οποία οδηγούσε στον όροφο, στο βάθος του οποίου ήταν το καφενείο του Βασίλη Δικόπουλου. Ο Βασίλης είχε έναν αδελφό τον Δημήτριο, ο οποίος είχε το εργοστάσιο αναψυκτικών στην οδό Τζαβέλα, κοντά στην Ηπείρου. Ήταν η εποχή που η παραγωγή αναψυκτικών ήταν τοπική υπόθεση, καθώς υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα τέτοια εργοστάσια. Ο Βασίλης τροφοδοτούσε με καφέδες ολόκληρη τη Στοά, αλλά και τα καταστήματα της οδού Πανός που βρίσκονταν κοντά στην Στοά. Μετά την αποχώρηση του Δικόπουλου το καφενείο το δούλεψε ο Νίκος Γάκος
-24. Στο επόμενο κατάστημα συναντάμε το ραφείο του Στέφανου Δήμτσα, ο οποίος εργάστηκε για πολλά χρόνια σ' αυτόν τον χώρο. Συνεργάσθηκε με τον Βασίλειο Χρυσοχόου που εμπορευόταν ανδρικά υφάσματα για παλτά και κουστούμια και ίδρυσαν, όπως διαπιστώνεται και από την διαφήμιση του 1927 το "Εμποροραφείον Βασιλ. Χρυσοχόου … υπό την προσωπικήν ευθύνην του Διευθύνοντος Στεφάνου Δήμτσα, ειδικώς εκπαιδευθέντος εν Παρισίοις εις την σχολήν του Ι. Ναπολιτάνο".
-25. Τέλος στη γωνία με την Πανός και απέναντι από το Κουρείο του Ματσέ, βρισκόταν η Ταβέρνα του Βασίλη Μήλιου. Μεταπολεμικά στο κατάστημα αυτό στεγάσθηκε το Ψητοπωλείο τού Βασίλη Τσαγκάλη, που ήταν γνωστό και σαν στέκι κυνηγών.
Με αυτό το κατάστημα κλείσαμε τον κύκλο της περιγραφής των καταστημάτων της Στοάς Κουτσίνα. Ήταν μία πρώτη καταγραφή. Γνωρίζουμε ότι έχουμε παραλείψει και άλλους ενοικιαστές των 26 αυτών καταστημάτων. Ελπίζουμε όμως στη συνεργασία των αναγνωστών μας οι οποίοι διατηρούν και αυτοί, όπως και ο φίλος Βαγγέλης Βοζαλής, αναμνήσεις από την ζωή 65 περίπου χρόνων της Στοάς, για να εντοπισθούν αν είναι δυνατόν όλοι όσοι πέρασαν απ' αυτή την …μυθική αγορά.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η ΣΤΟΑ ΚΟΥΤΣΙΝΑ - Α'


Το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης και πίσω του η οδός Πανός. Το βέλος υποδεικνύει την δυτική είσοδο της Στοάς Κουτσίνα και πίσω διακρίνεται μέρος από τις στέγες των καταστημάτων της. Αεροφωτογραφία του 1960 περίπουΤο κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης και πίσω του η οδός Πανός. Το βέλος υποδεικνύει την δυτική είσοδο της Στοάς Κουτσίνα και πίσω διακρίνεται μέρος από τις στέγες των καταστημάτων της. Αεροφωτογραφία του 1960 περίπου
Την "Στοά Κουτσίνα" οι νεώτεροι Λαρισαίοι δεν την έχουν γνωρίσει, ίσως όμως την έχουν ακούσει από συζητήσεις παλαιοτέρων. Προσωπικά δεν θυμάμαι να την είχα επισκεφθεί, απλώς αμυδρά γνώριζα που περίπου βρισκόταν.
Κατά την αναζήτηση όμως στοιχείων από παλιούς Λαρισαίους, όλοι τους κάτι είχαν να πουν γι' αυτήν, χωρίς όμως ολοκληρωμένη άποψη και για περισσότερες πληροφορίες με παρέπεμπαν στον γνωστό συμπολίτη μας Βαγγέλη Βοζαλή. Και απεδείχθη ότι είχαν δίκαιο. Μ' αυτόν οδηγό η στήλη σκοπεύει να σας ξεναγήσει σήμερα και την επόμενη Τετάρτη στην περίφημη "Στοά Κουτσίνα" όπως ήταν κατά την μεταπολεμική περίοδο. Πρώτα όμως θα πρέπει να προσδιορίσουμε την ακριβή θέση της και να γνωρίσουμε την ιστορική της διαδρομή. Βρισκόταν στο κέντρο της Λάρισας, μεταξύ των οδών Πανός και Ερμού, τις οποίες συνέδεε[1].
Πολύ πριν κατασκευασθεί η "Στοά Κουτσίνα" στον χώρο αυτό υπήρχε ένα μεγάλο πανδοχείο, το οποίο ήταν γνωστό σαν "Το χάνι του Χρυσοχόου", ο οποίος καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας. Η είσοδός του ήταν από την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα). Το πανδοχείο διέθετε μια τεράστια αυλή στην οποία βρισκόταν διάφορα κτίσματα. Από την πλευρά της οδού Πανός υπήρχε μια άλλη μεγάλη καγκελωτή πόρτα, από την οποία έβγαιναν τα κάρα όταν άδειαζαν τους στάβλους από τα απορρίμματα και τα περιττώματα των ζώων. Η ύπαρξη των στάβλων στην περιοχή αυτή ήταν μια πηγή δυσοσμίας, κοντά στις τόσες άλλες που αναδύονταν σ' αυτόν τον δρόμο από τα ψαράδικα, τα μανάβικα, τα χασάπικα, και τα άλλα καταστήματα που υπήρχαν. Το 1914 τα αδέλφια Φίλιππος και Κωνσταντίνος Κουτσίνας αγόρασαν τον χώρο του πανδοχείου, το οποίο αμέσως σταμάτησε να λειτουργεί και η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε[2].
Η Στοά δημιουργήθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συγκεκριμένα κατά το 1923, από τους αδελφούς Νικόλαο και Ανδρέα Κουτσίνα, όταν ο πρώτος είχε εν τω μεταξύ μετακομίσει στον Βόλο, όπου είχε δημιουργήσει εμπορική επιχείρηση, η οποία με τα χρόνια κυριάρχησε καταλυτικά στην εμπορική ζωή της γειτονικής πόλης. Εκτός από το χάνι του Χρυσοχόου, αγοράστηκαν από τους δύο αδελφούς και κάποια παλαιά κτήρια που υπήρχαν εκεί κοντά και τα οποία επίσης κατεδαφίσθηκαν το 1923 για να δημιουργηθούν τα καταστήματα που αποτέλεσαν την Στοά Κουτσίνα. Ποια ήταν όμως αυτά τα παλαιά κτίσματα που γκρεμίστηκαν για να δημιουργηθεί η Στοά, η οποία στην τελική της μορφή δυτικά επικοινωνούσε με την οδό Πανός και ανατολικά με την οδό Ερμού;
Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός (1907-1983), γνώστης πολλών ιστορικών στοιχείων της Λάρισας αυτής της περιόδου, αναφέρει ότι τα παλαιότερα χρόνια από την οδό Ερμού υπήρχε πόρτα η οποία οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή. Στο βάθος της αυλής αυτής βρισκόταν ένα παλιό ισόγειο σπίτι, το οποίο ανήκε σε κάποιον του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε. Η καταγωγή του ήταν από την Καστοριά, το επάγγελμά του ήταν γουναράς και το σπίτι αυτό εκτός από κατοικία, το χρησιμοποιούσε και για εργαστήριο για την δουλειά του. Έξω από το σπίτι υπήρχε ένα πηγάδι, το νερό του οποίου εμφάνιζε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Από τη μια ήταν πολύ ελαφρό και η πόση του συντελούσε στην καλή πέψη και από την άλλη το καλοκαίρι ήταν πολύ κρύο. Αυτές οι δύο ιδιότητες του νερού του πηγαδιού, το έκαναν πολύ δημοφιλές στα καταστήματα της αγοράς. Υπήρχε συνεχής άντληση για τη χρήση του σαν πόσιμο, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το χρησιμοποιούσαν σαν ψυγείο. Έδεναν διάφορα κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, τα γέμιζαν με νερό και τα άφηναν κάποιες ώρες ώστε να δροσισθεί. Επίσης αγόραζαν καρπούζια τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια, τα κατέβαζαν βαθειά στο πηγάδι και το μεσημέρι μόλις έκλειναν τα καταστήματα τα ανέβαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι δροσερά. Το περίεργο είναι, συμπληρώνει ο Περραιβός, ότι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος εργαζόταν στην αυλή κάτω από τον ίσκιο, παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα γύρω από το πηγάδι του και δεν επενέβαινε ποτέ σε τυχόν διαμάχες μεταξύ εκείνων που το χρησιμοποιούσαν[3].
Στην κάτοψή της η Στοά Κουτσίνα δεν ήταν ευθεία, αλλά στα 2/3 περίπου του μήκους της εμφάνιζε κάποια γωνία. Στο σημείο αυτό ο χώρος του ήταν ευρύτερος από τα άλλα μέρη της και η Στοά επεκτεινόταν και νότια. Όλη η κατασκευή της ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση κατασκευής έγινε το 1923, ξεκινούσε από την οδό Ερμού και έφθανε μέχρι το ευρύτερο σημείο της, ενώ η δεύτερη έγινε κατά το 1927-28, όταν η Στοά ανοίχτηκε μέχρι την οδό Πανός και κατασκευάσθηκε η νότια προέκτασή της. Το πλάτος της ήταν περίπου 3 μέτρα και επομένως μπορούσε να χωρέσει μια άμαξα ή ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά ο Βαγγέλης Βοζαλής θυμάται ζωηρά ότι ο Ιπποκράτης Κουτσίνας, ο μικρότερος αδελφός του Νίκου και του Ανδρέα, απαγόρευε την είσοδο στη Στοά όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά και ποδηλάτων. Η Στοά Κουτσίνα ήταν ανοικτή από πάνω και μόνο προς την πλευρά της οδού Πανός ήταν σκεπαστή και από πάνω στεγάζονταν τα καταστήματα-Ραφεία του Ψυχούλη και του Τσιτώτα. Ένα ακόμη μικρό σκέπασμα υπήρχε ανάμεσα στο Κουρείο του Κυριάκου Βοζαλή και το Ραφείο του Βασίλη Λευκαδίτη, τα οποία βρίσκονταν αντικριστά, δίπλα στο άνοιγμα που εμφάνιζε στο σημείο αυτό η Στοά.
Η ζωή της Στοάς Κουτσίνα κράτησε μέχρι το 1990 περίπου. Πιο μπροστά, κατά το 1969-70 οι κληρονόμοι έλαβαν την άδεια και έκλεισαν την είσοδο της Στοάς από την οδό Πανός και η πρόσβαση γινόταν μόνον από την οδό Ερμού, η οποία φυσικά κατέληγε σε αδιέξοδο. Η μετατροπή αυτή οδήγησε σε μείωση της επισκεψιμότητας των καταστημάτων, τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπονται. Κατά το 1990 έκλεισε και η είσοδος από την Ερμού και έτσι η ζωή της Στοάς Κουτσίνα έφθασε στο τέλος της.
Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο μας δίνει μια αμυδρή εικόνα της θέσεως που βρισκόταν η Στοά Κουτσίνα. Η φωτογραφία χρονολογείται στα 1960 περίπου. Μπροστά διακρίνεται η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Φαίνεται επιβλητική, καθώς είχε κτισθεί πριν από λίγα χρόνια. Χαμηλά δεξιά βλέπουμε τη στέγη και την επιγραφή του Καφενείου "Εμπορικόν" του Πολύζου. Ήταν ένα καφενείο που συγκέντρωνε κυρίως τους εργάτες. Πίσω ακριβώς από την Λέσχη διαγράφεται η διαγώνια πορεία της οδού Πανός. Τα κτήρια της δυτικής πλευράς είναι χαμηλά (ισόγεια) σ' όλο το μήκος της, ενώ στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του δρόμου προβάλλει ένα ψηλό διώροφο κτίσμα. Στην κεντρική πόρτα του ισογείου του οδηγεί η αιχμή του βέλους που έχει προστεθεί για να υποδείξει την είσοδο της Στοάς Κουτσίνα από την πλευρά της οδού Πανός. Πίσω από το διώροφο οίκημα μπορεί κανείς να διακρίνει τις κεραμοσκεπείς στέγες από ορισμένα καταστήματα της Στοάς.
Στο επόμενο σημείωμά μας θα περιγραφούν αναλυτικά τα 25 περίπου καταστήματα που υπήρχαν μέσα στη Στοά και θα δημοσιευθεί και μια κάτοψη της Στοάς, έτσι όπως μας τα διηγήθηκε ο Βαγγέλης Βοζαλής, ο οποίος μεγάλωσε, ανδρώθηκε και εργάστηκε επί χρόνια σ' αυτή την περιοχή.
 [1]. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γεώργιο Χατζούλη, υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων στο Τμήμα Τοπογραφικών και Πολεοδομικών Εφαρμογών, ο οποίος με πολύ προθυμία χορήγησε αντίγραφο ενός χάρτη του 1945 της συγκεκριμένης περιοχής, βάσει του οποίου αναπαραστάθηκε τοπογραφικά η εν λόγω Στοά.
[2]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 19ης Ιουνίου 1978.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 13ης Αυγούστου 1974.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Το Μπεζεστένι. Η κλειστή τουρκική αγορά


Ελεύθερη σχεδιαστική αποκατάσταση της κλειστής τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι), βασισμένη σε μελέτη του Gert SchneiderΕλεύθερη σχεδιαστική αποκατάσταση της κλειστής τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι), βασισμένη σε μελέτη του Gert Schneider
Τα τελευταία χρόνια ακούμε από επίσημα χείλη αρχόντων της πόλης μας ότι δρομολογείται η αποκατάσταση της μεγάλης κλειστής τουρκικής αγοράς της Λάρισας, το γνωστό Μπεζεστένι ή όπως είναι γνωστό στον περισσότερο κόσμο το Φρούριο.
Ό,τι απέμεινε απ' αυτό, το αντικρίζουμε σήμερα στο ψηλότερο σημείο ενός πανάρχαιου τεχνητού λόφου, στον οποίο κατά τους αρχαίους χρόνους βρίσκονταν η Ακρόπολη της Λάρισας, σημαντικά μνημεία και ναοί καθώς και το αρχαίο Θέατρο στις νότιες παρυφές του. Το 1990 σε άρθρο των αρχαιολόγων Machiel Kiel και Λάζαρου Δεριζιώτη[1] δημοσιεύθηκε σχεδιαστική αποκατάσταση του κτιρίου, έπειτα από σχολαστική έρευνα του αρχιτέκτονα Gert Schneider. Από ελεύθερη απόδοση του σχεδίου αυτού προέρχεται η δημοσιευόμενη εικόνα.
Το Μπεζεστένι ήταν μια σκεπαστή αγορά, η οποία είχε κτισθεί από του Οθωμανούς κατά την πρώιμη περίοδο της τουρκοκρατίας. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν μας είναι γνωστή. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν σήμερα ότι κτίστηκε στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα (μεταξύ των ετών 1484-1506). Έχει εξωτερικές διαστάσεις 30 χ 20 μέτρα και είναι κτισμένο με οικοδομικό υλικό παλαιοτέρων κτιρίων, με μεγάλους ορθογώνιους λίθους και τμήματα κιόνων, όπως εξ άλλου συμβαίνει με όλα τα μεγάλα οθωμανικά κτίρια της εποχής[2].
Η ονομασία Μπεζεστένι έχει τη ρίζα της στην περσική λέξη bez, που σημαίνει ύφασμα και ουσιαστικά ο όρος ερμηνεύεται ως αγορά υφασμάτων. Με τον καιρό όμως επειδή μέσα στο χώρο αυτό φυλάσσονταν και πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα (χρυσός, ασήμι, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες) και αποθηκεύονταν σημαντικά έγγραφα, νομίσματα, βαρύτιμες περιουσίες κλπ., μετατράπηκε σε μια αυστηρά φυλασσόμενη αγορά, με την παρουσία οπλισμένου νυκτοφύλακα[3]. Έφερε θολωτή στέγη με έξη πλινθόκτιστους θόλους, σκεπασμένους εξωτερικά με μολύβι αντί κεραμιδιών, όπως ακριβώς παρατηρούμε σήμερα στους τρούλους των καθολικών των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Εξωτερικά, όπως διακρίνεται και στο σχέδιο, υπήρχαν περιμετρικά σε όλες τις πλευρές του συνολικά 19 σκεπασμένα καταστήματα, η σειρά των οποίων διακόπτονταν μόνον από τις πύλες εισόδου με τις σιδερόφρακτες πόρτες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και για τρεις περίπου αιώνες το Μπεζεστένι αποτέλεσε το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας της αγοράς της Λάρισας. Πολλοί περιηγητές, όπως οι Τούρκοι Χατζή Κάλφα (1648) και Εβλιγιά Τσελεμπί (1668), ο Γάλλος Robert de Dreux (1669), ο Σουηδός Ιωνάς Bjiornstahl (1779) και άλλοι που το επισκέφθηκαν, το αναφέρουν σαν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εμπορίου της πόλης. Όμως τρεις αιώνες αργότερα, το 1799, μια πυρκαγιά από υπαιτιότητα του φύλακα του κτιρίου[4], είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφεί το εσωτερικό του, να καταπέσει η σκεπή με τους έξη μολυβένιους τρούλους της και ως εκ τούτου να σταματήσει η λειτουργία του. Αργότερα έγιναν κάποιες επισκευές, μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε αποθήκη πυρομαχικών και τελικά επιχωματώθηκε πολύ ψηλά, μέχρι το ύψος των τοίχων. Σε αυτή την κατάσταση βρέθηκε κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Είχε γίνει τόσο απελπιστική η εμφάνισή του από την εγκατάλειψη ώστε επικρατούσαν μεταξύ πολλών Λαρισαίων σκέψεις και προτάσεις να κατεδαφισθεί[5]. Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την εποποιία του 1912, επάνω στο μπαζωμένο ερείπιο οι ελληνικές στρατιωτικές υπηρεσίες τοποθετούσαν τηλεσκόπια με τα οποία παρακολουθούσαν από μακριά τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Μελούνας, όπου βρίσκονταν τότε τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στον περιβάλλοντα υπαίθριο χώρο του αποθηκεύτηκαν οι διάσπαρτες μέχρι τότε αρχαιότητες, τις οποίες σταδιακά συγκέντρωναν πολλοί ευαίσθητοι πολίτες και εκπαιδευτικοί της Λάρισας, ενώ η αρχαιολογική υπηρεσία με πρωτοβουλία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Αρβανιτοπούλου έκτισε έξω από τη νότια πλευρά του υπόστεγο για να στεγάσει τις επιγραφές και τα πιο πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο μεγάλος τετράγωνος όγκος της παλιάς τουρκικής αγοράς έστεκε στην άκρη του λόφου σαν διακοσμητικό στοιχείο των κέντρων διασκέδασης που υπήρχαν μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, χωρίς καμία φροντίδα ή συντήρηση. Την δεκαετία του 1980 η αρχαιολογική υπηρεσία αφαίρεσε προσεκτικά την επιχωμάτωση, συντήρησε το κτίσμα με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, και πριν μερικά χρόνια έγινε συντονισμένη μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου. Μένει πλέον η υλοποίηση της μελέτης. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, οι προϋποθέσεις για την έναρξη των εργασιών αποκατάστασής του προβλέπεται ότι θα αρχίσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και απλώς ακόμη συζητείται ποία θα είναι η χρήση του όταν θα ολοκληρωθεί.
 [1]. Machiel Kiel και Δεριζιώτης Λάζαρος, The old Bedesten of Larissa (Yenisehir) in restoration, 7th International Congress of Turkish Art, Βαρσοβία (1990) σελ. 139-145.
[2]. Σδρόλια Σταυρούλα, Το μπεζεστένι και η περιοχή του λόφου του Φρουρίου στο Βυζάντιο και την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο συλλογικό έργο: Το Μπεζεστένι και οι αγορές της Λάρισας από τα αρχαία έως τα νεότερα χρόνια, Λάρισα (2001) σελ. 11-19.
[3]. Μουσιώνη Λίνα, Μια μέρα στο Μπεζεστένι, Λάρισα (2001) σ. 9.
[4]. Για το περιστατικό αυτό ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισαίος αναφέρει: «..αλλ’ εις μίαν πυρκαϊάν εις τα 1799 εκάηκεν από την ανοησίαν του φυλακάτορος και τώρα μόνον τα τείχη σώζονται και μερικοί κουμπέδες (τρούλοι)». Βλέπε: Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817), εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα, 2005.
[5]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1821), τόμ Β΄, Κατερίνη (2007) σ. 651.

* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΣΤΟΑ ΚΟΥΤΣΙΝΑ - Β΄


Η Στοά Αδελφών Κουτσίνα, βασισμένη σε χάρτη του 1945 του Τμήματος Τοπογραφικών και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Λαρισαίων. Η κατανομή των καταστημάτων είναι του Βαγγέλη Βοζαλή και το σχέδιο της Μαρίας Κρητικού-Παπαθεοδώρου.Η Στοά Αδελφών Κουτσίνα, βασισμένη σε χάρτη του 1945 του Τμήματος Τοπογραφικών και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Λαρισαίων. Η κατανομή των καταστημάτων είναι του Βαγγέλη Βοζαλή και το σχέδιο της Μαρίας Κρητικού-Παπαθεοδώρου.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε τα καταστήματα της Στοάς Κουτσίνα, όπως τα θυμάται ο συμπολίτης μας Βαγγέλης Βοζαλής, ο οποίος όπως γράψαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, μεγάλωσε, ανδρώθηκε και εργάσθηκε επί χρόνια σ' αυτή την περιοχή, καθώς σε ένα από τα καταστήματα της Στοάς στεγαζόταν το κατάστημα του πατέρα του Αθανασίου και αργότερα σε κατάστημα της οδού Ερμού εργάσθηκε ως υπάλληλος επί χρόνια.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από το τοπογραφικό σχέδιο της Στοάς, τα αδέλφια Κουτσίνα είχαν την έμπνευση και την ευφυΐα, στον ακάλυπτο χώρο ενός οικοδομικού τετραγώνου (τριγώνου στην ουσία), μεταξύ των σημερινών οδών Πανός-Κύπρου-Ερμού-Βενιζέλου, να δημιουργήσουν μια αγορά με ποικιλία καταστημάτων. Η αγορά αυτή βρισκόταν στο κεντρικότερο και εμπορικότερο σημείο της Λάρισας, τα δε καταστήματά της υπολογίζονται ότι αριθμητικά ήταν πάνω από 25.
Επειδή η ανάγνωση των καταστημάτων στον δημοσιευόμενο χάρτη είναι δύσκολη και οι ένοικοι σε ορισμένα απ' αυτά εναλλάσσονταν συχνά, κρίθηκε σωστότερο να αριθμηθούν από 1 έως 25, για ευκολότερη εντόπιση από τους αναγνώστες. Η αρχή της καταγραφής ξεκινάει από την οδό Πανός, ακολουθώντας την δεξιά πλευρά της Στοάς, και αφού κάνει το κύκλο της, επιστρέφει πάλι στην απέναντι θέση απ' όπου ξεκίνησε, όπως διακρίνεται και από την αρίθμηση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια των 65 και πλέον χρόνων ζωής της Στοάς, οι ενοικιαστές ορισμένων καταστημάτων άλλαξαν μία ή και περισσότερες φορές. Ως εκ τούτου είναι δύσκολη η καταγραφή όλων. Εδώ θα αναφερθούν όλα όσα η ισχυρή μνήμη του Βαγγέλη Βοζαλή διατήρησε αυτά τα χρόνια και θα συμπληρωθούν με εκείνα τα οποία έχει εντοπίσει η έρευνα σε παλιές εφημερίδες, περιοδικά και αρχεία[1]. Παραλείψεις ή ατέλειες προβλέπεται ότι θα υπάρξουν πολλές. Θέλω όμως να πιστεύω ότι όσοι φίλοι της στήλης εντοπίσουν παραλείψεις ή λάθη να μη διστάσουν να επικοινωνήσουν μαζί μου τηλεφωνικά (2410 287450) ή ηλεκτρονικά (nikapap@hotmail.com), ώστε να είναι τα ιστορικά δεδομένα για την περίφημη Στοά Κουτσίνα να είναι πιο ακριβής. Θα είναι για την πόλη μας μια σπουδαία ιστορική παρακαταθήκη.
Θα γράψουμε λίγα λόγια για τον Βαγγέλη Βοζαλή. Γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1932 στη Λάρισα, είναι αδελφός του οδοντίατρου και κινηματογραφόφιλου Μπαρμπή Βοζαλή, παιδιά του ράφτη Αθανασίου Βοζαλή, που ήταν από τους πρώτους οικιστές της Στοάς Κουτσίνα. Η οικογένειά του έμενε στη συνοικία Παράσχου (Αγίου Νικολάου). Φοίτησε στο Δ΄ Δημοτικό Σχολείο, τρεις τάξεις στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων και συνέχισε στην Νυκτερινή Εμπορική Σχολή, απ' όπου και αποφοίτησε. Συγχρόνως εκτός από την βοήθεια στο ραφείο του πατέρα του, εργαζόταν μέχρι το 1954 και ως υπάλληλος στο κατάστημα ανδρικών υφασμάτων που αρχικά διατηρούσε ο Ευθύμιος Γκόλτσιος στην οδό Ερμού, και αργότερα στους διαδόχους του Βασίλειο Νούτσια και Μίνω Ντίνα. Τα επόμενα δύο χρόνια 1955-1956 έκανε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Μετά την απόλυσή του άνοιξε γραφείο αντιπροσωπειών υφασμάτων και νεωτερισμών μέσα στο κατάστημα του πατέρα του και όταν ο τελευταίος συνταξιοδοτήθηκε, ανέλαβε εξ ολοκλήρου το γραφείο. Στη Στοά έμεινε μέχρι το 1990. Τη χρονολογία αυτή μετέφερε το γραφείο του στην οδό Παπαφλέσσα όπου παρέμεινε μέχρι το 1995, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Στη συνέχεια θα περιηγηθούμε στα καταστήματα της Στοάς Κουτσίνα:
- 1. Με την είσοδο από την οδό Πανός, το πρώτο δεξιά κατάστημα στο ισόγειο, ήταν αρχικά το κρεοπωλείο του Γιαννικώστα, το οποίο στη συνέχεια ενοικίασε ο Ματσές όπου εγκατέστησε το κουρείο του, το οποίο διατήρησε και μετά τον πόλεμο. Στον επάνω όροφο βρισκόταν αρχικά το ραφείο του Ιωάννη Ψυχούλη. Ήταν από τους σπουδαιότερους ράπτες της Λάρισας και όλη η καλή κοινωνία της πόλης ήταν πελάτες του[2]. Όταν ο Ψυχούλης μετακόμισε στην Αθήνα, το ραφείο το λειτούργησε με επιτυχία ο Στέλλιος Τσιτώτας. Κάτω από το κουρείο του Ματσέ είχε κατασκευασθεί προπολεμικά αντιαεροπορικό καταφύγιο.
- 1α. Αμέσως μετά βρισκόταν το τυπογραφείο των αδελφών Αθανασίου και Ιωάννη Παπαθανασίου, παιδιά του Κωνσταντίνου Παπαθανασίου. Αρχικά εργάζονταν στην εφημερίδα "Λαρισαϊκή" των αδελφών Ναού[3] και όταν αυτή το 1928 ανέστειλε την έκδοσή της, άνοιξαν καλλιτεχνικό τυπογραφείο στη Στοά Κουτσίνα. Ήταν και οι δύο άριστοι τυπογράφοι και πολύ εργατικοί άνθρωποι. Επί πλέον ήταν υπερήφανοι, γιατί διέδιδαν με έμφαση ότι προέρχονταν από την γενιά του Ρήγα Βελεστινλή. Όταν το τυπογραφείο τους σταμάτησε να λειτουργεί, το κατάστημα ενοικίασε ο εμπορικός αντιπρόσωπος Νικόλαος Χατζηευθυμίου.
- 2. Ακολουθούσε το Γραφείο Αντιπροσωπειών του Σπύρου Λεβαντή, το οποίο είχε πρόσοψη και στη νότια επέκταση της Στοάς. Ο Λεβαντής είχε αποκτήσει δύο τέκνα, την Βέτα και τον Θεόδωρο (Ντορή) Λεβαντή και είχε διατελέσει για πολλά χρόνια πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λάρισας.
- 3. Ακολουθώντας τη νότια επέκταση της Στοάς, αμέσως μετά συναντούσαμε ένα από τα πολλά τυπογραφεία που διέθετε η πόλη, του Μπαντάλη.
- 4. Στη συνέχεια ήταν το ραφείο του Πράπα, το οποίο υπήρχε στη θέση αυτή από τα προπολεμικά χρόνια.
- 5. Η επόμενη πόρτα οδηγούσε στο κατάστημα του Ιωάννου. Είχε ιδιαίτερη ικανότητα να ράβει πουκάμισα, τα οποία προωθούσε στα καταστήματα νεωτερισμών της πόλης..
- 6. Η δυτική πλευρά της επέκτασης της Στοάς τελείωνε με το κατάστημα του Δημητρίου Θωμά. Το επάγγελμά του ήταν φοντιατζής, δηλ. κατασκεύαζε φόντια. Τα φόντια ήταν το επάνω εύκαμπτο μέρος του δέρματος των παπουτσιών. Τα προωθούσαν στους υποδηματοποιούς, οι οποίοι πρόσθεταν τις σόλες και ολοκληρωνόταν η κατασκευή των παπουτσιών.
- 7. Ακριβώς απέναντι από το κατάστημα του Δημητρίου Θωμά βρίσκονταν οι χώροι υγιεινής (τουαλέτες) της Στοάς και πάνω απ' αυτές υπήρχε ένας μικρός χώρος, ο οποίος χρησίμευε ως κατοικία του νυκτοφύλακα των καταστημάτων της Στοάς Κουτσίνα Μιχάλη, αγνώστου επιθέτου, που ήταν ένας από τους πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών έπειτα από την Μικρασιατική καταστροφή .
- 8. Στην ίδια πλευρά ακολουθούσε το Ραφείο του Δημητρίου Σαρίμβεη.
- 9. Στο επόμενο κατάστημα στεγαζόταν το Γραφείο Αντιπροσωπειών του Δημητρίου Λοΐζου.
- 10. Αμέσως μετά ήταν το κατάστημα υφασμάτων του Ιωάννη Παπαμαργαρίτη. Όταν αυτός μετακόμισε εκτός Στοάς, στη θέση του στεγάσθηκε ο Γεώργιος Μανδραβέλης που είχε Γραφείο Αντιπροσωπειών.
- 11. Το επόμενο κατάστημα ήταν γωνιακό και βρισκόταν εκεί όπου η νότια επέκταση της Στοάς συναντούσε την κύρια διαδρομή της. Στο σημείο αυτό η στοά ήταν ευρύτερη, όπως φαίνεται και στο τοπογραφικό διάγραμμα. Στο γωνιακό αυτό κατάστημα στέγαζε ο Βασίλειος Λευκαδίτης το ραφείο του. Μετά την σύνταξη του τελευταίου το ενοικίασε ο Καρύδας που το λειτούργησε και αυτός ως ραφείο.
- 12. Ακολουθούσε το κατάστημα του Ιάκωβου Πεταλά. Ήταν σφραγιδοποιός και χαράκτης και κατασκεύαζε τους αριθμούς και τις πινακίδες των οδών της Λάρισας και άλλων πόλεων. Κυρίως όμως το κατάστημα το κρατούσε η γυναίκα του η οποία κατασκεύαζε ανδρικά και γυναικεία πουκάμισα.
(Συνεχίζεται)
 [1]. Στο σημείο αυτό θεωρώ καθήκον να ευχαριστήσω θερμά εκτός από τον Βαγγέλη Βοζαλή και τους Γεώργιο Χατζούλη, υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων, Θανάση Μπετχαβέ, συλλέκτη και μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας και την Μαρία Κρητικού-Παπαθεοδώρου, για την πολύτιμη βοήθειά τους.
[2]. Είναι γνωστό ότι μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, ο ενδιαφερόμενος αγόραζε το ύφασμα από τα πολλά καταστήματα ανδρικών υφασμάτων που υπήρχαν στην πόλη και πήγαινε στον ράφτη της προτιμήσεώς του "να του πάρει τα μέτρα" για να ράψει το κουστούμι του. Έτοιμα ανδρικά ρούχα όπως πωλούνται σήμερα εν αφθονία δεν υπήρχαν την περίοδο εκείνη.
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η εφημερίδα "Λαρισαϊκή", εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 18ης Ιανουαρίου2017.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

Η πλατεία Ταχυδρομείου το 1915


Η βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου, όπως ήταν περί το 1915. Από επιστολικό δελτάριο του Φραγκούλη Καλουτά από την Ερμούπολη της ΣύρουΗ βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου, όπως ήταν περί το 1915. Από επιστολικό δελτάριο του Φραγκούλη Καλουτά από την Ερμούπολη της Σύρου
Αναδιφώντας την ιστορία της φωτογραφίας της Λάρισας, μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμη, συναντούμε να δραστηριοποιούνται στην πόλη μας αρκετοί και ικανοί φωτογράφοι.
Πρώτος απ' όλους το 1866 ο "ειδικώς την επιστήμην εν Ευρώπη σπουδάσας κ. Γ. Φεχτζή (Georges Fehtsi)…" [1]. Από την απελευθέρωση του 1881 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους οι Γεώργιος Αποστολίδης, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Ιωάννης Παντοστόπουλος, Αντώνιος Ραφανίδης, Νικόλαος Παντζόπουλος. Στις αρχές του 20ου αιώνα εντοπίζουμε τους Κ. Παπαλουκά, Κυριάκο Μπουκλάκο, Ιωάννη Ανδρέου, Δανιήλ Παρλαπά, Γεράσιμο Δαφνόπουλο και την αδελφή του Ελένη[2], μία από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ελληνίδα φωτογράφος και αργότερα πολλούς άλλους. Οι συλλέκτες παλιών φωτογραφιών της Λάρισας έχουν στα αρχεία τους δείγματα της δουλειάς σχεδόν όλων όσοι έχουν αναφερθεί, αλλά οι φωτογραφίες τους απεικονίζουν αποκλειστικά πρόσωπα και η λήψη τους έχει γίνει στα εργαστήρια των φωτογράφων (studio), εκτός από τις νεκρώσιμες[3]. Φωτογραφίες τοπίου της εποχής εκείνης από Λαρισαίους φωτογράφους δεν υπάρχουν ή για να είμαστε ακριβείς, δεν έχουν εντοπισθεί. Όσες έχουν διασωθεί προέρχονται από ξένους που πέρασαν από την Λάρισα σαν περιηγητές ή επαγγελματίες (Δημήτριος Μιχαηλίδης από την Αδριανούπολη, Ιωάννης Λεονταρίδης από την Θεσσαλονίκη, Στέφανος Στουρνάρας από τον Βόλο, ευρωπαίοι φωτογράφοι του πολέμου του 1897, Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία, Πάλλης και Κοτζιάς, Ελευθερουδάκης από την Αθήνα, και άλλοι).
Οι πρώτες φωτογραφίες με τοπία που εκδόθηκαν στη Λάρισα είναι η σειρά των 25 χρωμολιθόγραφων καρτών του τοπικού βιβλιοχαρτοπώλη και τυπογράφου Γεωργίου Βελώνη[4]. Αργότερα βέβαια και άλλοι Λαρισαίοι φωτογράφοι ή τυπογράφοι κυκλοφόρησαν κάρτες με τοπία, όπως οι Κων. Τουφεξής, Ιωάννης Κουμονδούρος, Παντελής Γκίνης και μεταπολεμικά κυρίως οι Νικόλαος Μούσιος, Τάκης Τλούπας, Μίμης Γεντέκος.
Η φωτογραφία που δημοσιεύεται προέρχεται από το επιστολικό δελτάριο αρ. 1 του φωτογράφου Francois E. Caloutas (γαλλική απόδοση του Φραγκούλη Ευαγγέλου Καλουτά [1887 – 1952]). Έχει γραμμένο τον τίτλο «Λάρισσα-Πλατεία Ταχυδρομείου» στα ελληνικά και τα γαλλικά. Ο Καλουτάς είχε φωτογραφείο στην Ερμούπολη της Σύρου και οι κάρτες του δεν ήταν ασπρόμαυρες αλλά είχαν το χρώμα της σέπιας. Είχε επισκεφθεί την πόλη μας περί το 1915 και είναι γνωστές 12 αριθμημένες κάρτες τις οποίες κυκλοφόρησε αυτή την περίοδο με απόψεις από τη Λάρισα και τη γύρω περιοχή (Τύρναβος, Τέμπη).
Ο φωτογράφος στάθηκε περίπου στο μέσον της πλατείας Ταχυδρομείου και έστρεψε τον φακό του βορειοανατολικά. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας αποτυπώνεται το έδαφος της πλατείας. Φαίνεται ένας ισοπεδωμένος χωμάτινος και αδιαμόρφωτος χώρος, ενώ περιφερειακά η πλατεία έχει μια διπλή αραιή σειρά αναιμικών δένδρων.
Το πρώτο κτίριο αριστερά, κρυμμένο πίσω από τα δένδρα, είναι το αρχοντικό του μεγαλοεργολάβου της Λάρισας Δημητρίου Πουλιάδη. Μετά τον θάνατό του περιήλθε στην κυριότητα του έμπορου Αθανασίου Γουνιτσιώτη ο οποίος ήταν ανεψιός του και απ' αυτόν το αγόρασε στις 17 Σεπτεμβρίου 1952 ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας. Σήμερα στη θέση του έχει ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
Στον κενό χώρο δίπλα του ο οδοντίατρος Νικόλαος Παρίσης έκτισε το 1931 διώροφη οικοδομή για να στεγάσει την οικογένειά του και το οδοντιατρείο. Στη συνέχεια ακολουθούσαν δύο συνεχόμενα κτίρια, το πρώτο ισόγειο και το δεύτερο διώροφο, τα οποία στέγαζαν, όπως αναγράφει η επιγραφή, η οποία όμως δεν διακρίνεται με γυμνό μάτι, το Ταχυδρομείο και Τηλεγραφείο. Αργότερα, όταν τα κτίσματα αυτά …γέρασαν, οι υπηρεσίες μεταφέρθηκαν στο αρχοντικό του Αχιλλέα Αστεριάδη, στη γωνία των οδών Κούμα και Ασκληπιού και οι χώροι τους ενοικιάσθηκαν σε διάφορους επαγγελματίες (η ταβέρνα τα "Πασαδάκια", η Μουσική Σχολή του Αχιλλέα Χατζηψαθά και άλλα καταστήματα)[5].
Μεσολαβεί η οδός Παναγούλη (Αχιλλέως τότε) και στη συνέχεια μόλις διακρίνεται η κατοικία του δικηγόρου Νικολάου Καραστεργίου, ενώ στο βάθος, πάνω από τις φυλλωσιές των δένδρων διαγράφεται το μικρό υπερώο και ο πρώτος όροφος του αρχοντικού του μεγάλου ευεργέτη Παύλου Στεφάνοβικ-Σκυλίτση (1842-1901).
Όλα τα κτίρια που αναφέρθηκαν πιο πάνω, σήμερα είναι κατεδαφισμένα και στη θέση τους έχουν υψωθεί πολυώροφες οικοδομές, εκτός από του Στεφάνοβικ, όπου σε έναν μεγάλο και ανεκμετάλλευτο χώρο υπάρχουν ακόμη δύο μικρά στρατιωτικά οικήματα τα οποία δεν πρέπει να λειοτυργούν.
Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας και απέναντι από το σπίτι του Καραστεργίου διακρίνεται μία περιτοιχισμένη μάνδρα, ενώ στη συνέχεια αποτυπώνεται ένα μέρος από το αρχοντικό του Γεωργίου Αντωνιάδη, ο οποίος διατηρούσε μαζί με τον αδελφό του μεγάλο κατάστημα γυναικείων ειδών και υφασμάτων στην οδό Ερμού. Στο κτίριο αυτό αργότερα στεγάστηκε το Ξενοδοχείο "Τα Τέμπη" του Απόστολου Γιαταγάνα.
-------------------------------------------
[1]. Διαφημιστική καταχώρηση στην εφημερίδα "Χρόνος" των Αθηνών, αρ. φύλλου 362, 10 Μαρτίου 1866.
[2]. Ξανθάκης Άλκης, Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας (1839-1970), Αθήνα (2008), σς. 97 και 177.
[3]. Ήταν φωτογραφίες τραβηγμένες στη νεκρική κλίνη προς ανάμνηση του αποθανόντος, ειδικά όταν επρόκειτο περί σημαντικής προσωπικότητας. Ήταν συνήθης τακτική η οποία είχε εμφανισθεί πανελλήνια στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
[4]. Το τυπογραφείο του Γ. Βελώνη βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Κυλικά. Τα κλισέ των τοπίων ήταν διαφόρων χρονικών περιόδων (από το 1897 και μετά), προέρχονταν από άγνωστους φωτογράφους, απεικόνιζαν απόψεις απ' όλη τη Θεσσαλία και η χρωμολιθογραφική εκτύπωση γινόταν στο εξωτερικό. Κυκλοφόρησαν περίπου την δεκαετία του 1920.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η βόρεια πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλα της 13ης και 20ης Απριλίου 2016.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Η ΣΤΟΑ ΚΟΥΤΣΙΝΑ - Α'


Το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης και πίσω του η οδός Πανός. Το βέλος υποδεικνύει την δυτική είσοδο της Στοάς Κουτσίνα και πίσω διακρίνεται μέρος από τις στέγες των καταστημάτων της. Αεροφωτογραφία του 1960 περίπουΤο κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης και πίσω του η οδός Πανός. Το βέλος υποδεικνύει την δυτική είσοδο της Στοάς Κουτσίνα και πίσω διακρίνεται μέρος από τις στέγες των καταστημάτων της. Αεροφωτογραφία του 1960 περίπου
Την "Στοά Κουτσίνα" οι νεώτεροι Λαρισαίοι δεν την έχουν γνωρίσει, ίσως όμως την έχουν ακούσει από συζητήσεις παλαιοτέρων. Προσωπικά δεν θυμάμαι να την είχα επισκεφθεί, απλώς αμυδρά γνώριζα που περίπου βρισκόταν.
Κατά την αναζήτηση όμως στοιχείων από παλιούς Λαρισαίους, όλοι τους κάτι είχαν να πουν γι' αυτήν, χωρίς όμως ολοκληρωμένη άποψη και για περισσότερες πληροφορίες με παρέπεμπαν στον γνωστό συμπολίτη μας Βαγγέλη Βοζαλή. Και απεδείχθη ότι είχαν δίκαιο. Μ' αυτόν οδηγό η στήλη σκοπεύει να σας ξεναγήσει σήμερα και την επόμενη Τετάρτη στην περίφημη "Στοά Κουτσίνα" όπως ήταν κατά την μεταπολεμική περίοδο. Πρώτα όμως θα πρέπει να προσδιορίσουμε την ακριβή θέση της και να γνωρίσουμε την ιστορική της διαδρομή. Βρισκόταν στο κέντρο της Λάρισας, μεταξύ των οδών Πανός και Ερμού, τις οποίες συνέδεε[1].
Πολύ πριν κατασκευασθεί η "Στοά Κουτσίνα" στον χώρο αυτό υπήρχε ένα μεγάλο πανδοχείο, το οποίο ήταν γνωστό σαν "Το χάνι του Χρυσοχόου", ο οποίος καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας. Η είσοδός του ήταν από την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα). Το πανδοχείο διέθετε μια τεράστια αυλή στην οποία βρισκόταν διάφορα κτίσματα. Από την πλευρά της οδού Πανός υπήρχε μια άλλη μεγάλη καγκελωτή πόρτα, από την οποία έβγαιναν τα κάρα όταν άδειαζαν τους στάβλους από τα απορρίμματα και τα περιττώματα των ζώων. Η ύπαρξη των στάβλων στην περιοχή αυτή ήταν μια πηγή δυσοσμίας, κοντά στις τόσες άλλες που αναδύονταν σ' αυτόν τον δρόμο από τα ψαράδικα, τα μανάβικα, τα χασάπικα, και τα άλλα καταστήματα που υπήρχαν. Το 1914 τα αδέλφια Φίλιππος και Κωνσταντίνος Κουτσίνας αγόρασαν τον χώρο του πανδοχείου, το οποίο αμέσως σταμάτησε να λειτουργεί και η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε[2].
Η Στοά δημιουργήθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συγκεκριμένα κατά το 1923, από τους αδελφούς Νικόλαο και Ανδρέα Κουτσίνα, όταν ο πρώτος είχε εν τω μεταξύ μετακομίσει στον Βόλο, όπου είχε δημιουργήσει εμπορική επιχείρηση, η οποία με τα χρόνια κυριάρχησε καταλυτικά στην εμπορική ζωή της γειτονικής πόλης. Εκτός από το χάνι του Χρυσοχόου, αγοράστηκαν από τους δύο αδελφούς και κάποια παλαιά κτήρια που υπήρχαν εκεί κοντά και τα οποία επίσης κατεδαφίσθηκαν το 1923 για να δημιουργηθούν τα καταστήματα που αποτέλεσαν την Στοά Κουτσίνα. Ποια ήταν όμως αυτά τα παλαιά κτίσματα που γκρεμίστηκαν για να δημιουργηθεί η Στοά, η οποία στην τελική της μορφή δυτικά επικοινωνούσε με την οδό Πανός και ανατολικά με την οδό Ερμού;
Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός (1907-1983), γνώστης πολλών ιστορικών στοιχείων της Λάρισας αυτής της περιόδου, αναφέρει ότι τα παλαιότερα χρόνια από την οδό Ερμού υπήρχε πόρτα η οποία οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή. Στο βάθος της αυλής αυτής βρισκόταν ένα παλιό ισόγειο σπίτι, το οποίο ανήκε σε κάποιον του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε. Η καταγωγή του ήταν από την Καστοριά, το επάγγελμά του ήταν γουναράς και το σπίτι αυτό εκτός από κατοικία, το χρησιμοποιούσε και για εργαστήριο για την δουλειά του. Έξω από το σπίτι υπήρχε ένα πηγάδι, το νερό του οποίου εμφάνιζε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Από τη μια ήταν πολύ ελαφρό και η πόση του συντελούσε στην καλή πέψη και από την άλλη το καλοκαίρι ήταν πολύ κρύο. Αυτές οι δύο ιδιότητες του νερού του πηγαδιού, το έκαναν πολύ δημοφιλές στα καταστήματα της αγοράς. Υπήρχε συνεχής άντληση για τη χρήση του σαν πόσιμο, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το χρησιμοποιούσαν σαν ψυγείο. Έδεναν διάφορα κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, τα γέμιζαν με νερό και τα άφηναν κάποιες ώρες ώστε να δροσισθεί. Επίσης αγόραζαν καρπούζια τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια, τα κατέβαζαν βαθειά στο πηγάδι και το μεσημέρι μόλις έκλειναν τα καταστήματα τα ανέβαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι δροσερά. Το περίεργο είναι, συμπληρώνει ο Περραιβός, ότι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος εργαζόταν στην αυλή κάτω από τον ίσκιο, παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα γύρω από το πηγάδι του και δεν επενέβαινε ποτέ σε τυχόν διαμάχες μεταξύ εκείνων που το χρησιμοποιούσαν[3].
Στην κάτοψή της η Στοά Κουτσίνα δεν ήταν ευθεία, αλλά στα 2/3 περίπου του μήκους της εμφάνιζε κάποια γωνία. Στο σημείο αυτό ο χώρος του ήταν ευρύτερος από τα άλλα μέρη της και η Στοά επεκτεινόταν και νότια. Όλη η κατασκευή της ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση κατασκευής έγινε το 1923, ξεκινούσε από την οδό Ερμού και έφθανε μέχρι το ευρύτερο σημείο της, ενώ η δεύτερη έγινε κατά το 1927-28, όταν η Στοά ανοίχτηκε μέχρι την οδό Πανός και κατασκευάσθηκε η νότια προέκτασή της. Το πλάτος της ήταν περίπου 3 μέτρα και επομένως μπορούσε να χωρέσει μια άμαξα ή ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά ο Βαγγέλης Βοζαλής θυμάται ζωηρά ότι ο Ιπποκράτης Κουτσίνας, ο μικρότερος αδελφός του Νίκου και του Ανδρέα, απαγόρευε την είσοδο στη Στοά όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά και ποδηλάτων. Η Στοά Κουτσίνα ήταν ανοικτή από πάνω και μόνο προς την πλευρά της οδού Πανός ήταν σκεπαστή και από πάνω στεγάζονταν τα καταστήματα-Ραφεία του Ψυχούλη και του Τσιτώτα. Ένα ακόμη μικρό σκέπασμα υπήρχε ανάμεσα στο Κουρείο του Κυριάκου Βοζαλή και το Ραφείο του Βασίλη Λευκαδίτη, τα οποία βρίσκονταν αντικριστά, δίπλα στο άνοιγμα που εμφάνιζε στο σημείο αυτό η Στοά.
Η ζωή της Στοάς Κουτσίνα κράτησε μέχρι το 1990 περίπου. Πιο μπροστά, κατά το 1969-70 οι κληρονόμοι έλαβαν την άδεια και έκλεισαν την είσοδο της Στοάς από την οδό Πανός και η πρόσβαση γινόταν μόνον από την οδό Ερμού, η οποία φυσικά κατέληγε σε αδιέξοδο. Η μετατροπή αυτή οδήγησε σε μείωση της επισκεψιμότητας των καταστημάτων, τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπονται. Κατά το 1990 έκλεισε και η είσοδος από την Ερμού και έτσι η ζωή της Στοάς Κουτσίνα έφθασε στο τέλος της.
Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο μας δίνει μια αμυδρή εικόνα της θέσεως που βρισκόταν η Στοά Κουτσίνα. Η φωτογραφία χρονολογείται στα 1960 περίπου. Μπροστά διακρίνεται η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Φαίνεται επιβλητική, καθώς είχε κτισθεί πριν από λίγα χρόνια. Χαμηλά δεξιά βλέπουμε τη στέγη και την επιγραφή του Καφενείου "Εμπορικόν" του Πολύζου. Ήταν ένα καφενείο που συγκέντρωνε κυρίως τους εργάτες. Πίσω ακριβώς από την Λέσχη διαγράφεται η διαγώνια πορεία της οδού Πανός. Τα κτήρια της δυτικής πλευράς είναι χαμηλά (ισόγεια) σ' όλο το μήκος της, ενώ στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του δρόμου προβάλλει ένα ψηλό διώροφο κτίσμα. Στην κεντρική πόρτα του ισογείου του οδηγεί η αιχμή του βέλους που έχει προστεθεί για να υποδείξει την είσοδο της Στοάς Κουτσίνα από την πλευρά της οδού Πανός. Πίσω από το διώροφο οίκημα μπορεί κανείς να διακρίνει τις κεραμοσκεπείς στέγες από ορισμένα καταστήματα της Στοάς.
Στο επόμενο σημείωμά μας θα περιγραφούν αναλυτικά τα 25 περίπου καταστήματα που υπήρχαν μέσα στη Στοά και θα δημοσιευθεί και μια κάτοψη της Στοάς, έτσι όπως μας τα διηγήθηκε ο Βαγγέλης Βοζαλής, ο οποίος μεγάλωσε, ανδρώθηκε και εργάστηκε επί χρόνια σ' αυτή την περιοχή.
 [1]. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γεώργιο Χατζούλη, υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων στο Τμήμα Τοπογραφικών και Πολεοδομικών Εφαρμογών, ο οποίος με πολύ προθυμία χορήγησε αντίγραφο ενός χάρτη του 1945 της συγκεκριμένης περιοχής, βάσει του οποίου αναπαραστάθηκε τοπογραφικά η εν λόγω Στοά.
[2]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 19ης Ιουνίου 1978.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 13ης Αυγούστου 1974.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com