Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΑΛΚΑΖΑΡ. Το Αλσος των Νυμφών



Η ευρύτερη περιοχή του Μεριά (αργότερα Αλκαζάρ) κατά τη διάρκεια στρατιωτικών γυμνασίων και παρελάσεων επί τουρκοκρατίας. Υδατογραφία του Βαυαρού αξιωματικού Ludwig Koellnberger. 1834. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ΑθήναΗ ευρύτερη περιοχή του Μεριά (αργότερα Αλκαζάρ) κατά τη διάρκεια στρατιωτικών γυμνασίων και παρελάσεων επί τουρκοκρατίας. Υδατογραφία του Βαυαρού αξιωματικού Ludwig Koellnberger. 1834. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Οι όροι Μπελεντιέ Μπαχτσέ, Μεριάς, πλατεία του Άρεως, Αλκαζάρ, Άλσος των Νυμφών, προσδιορίζουν μια γνωστή και αγαπητή περιοχή της Λάρισας, η οποία από την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς.
Μπελεντιέ Μπαχτσές σημαίνει στα τουρκικά Δημοτικός Κήπος και κατά τον Γιώργο Ζιαζιά τον όρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι της Λάρισας για να χαρακτηρίσουν τη συγκεκριμένη περιοχή. Μεριάς[1] συνήθως ονομαζόταν μέχρι και πρόσφατα μια εκτεταμένη, επίπεδη και άγονη έκταση. Χώροι με την ονομασία Πλατεία ή Πεδίον του Άρεως[2] συναντώνται και σε άλλες ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Βόλος, Τρίπολις, και αλλού). Η ονομασία Αλκαζάρ, αντίθετα με τα όσα κατά καιρούς έχουν γραφεί, υπήρχε ήδη στη Λάρισα κατά την περίοδο της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος[3]. Άλσος των Νυμφών ονομάσθηκε το 1903 με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας[4], η οποία ερχόταν τακτικά στη Λάρισα συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α’. Ο συγκεκριμένος χώρος τοπογραφικά αρχίζει από τη γέφυρα, ορίζεται μεταξύ της αριστερής όχθης του Πηνειού και του οδικού δρόμου προς Τύρναβο και εκτείνεται περίπου μέχρι το σημερινό Αισθητικό Άλσος.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο χώρος αυτός, επίπεδος και γυμνός όπως ήταν, χρησίμευε για ασκήσεις του τουρκικού στρατού και παρελάσεις. Μια εικόνα του χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει αν διαβάσει προσεκτικά την εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο. Προέρχεται από υδατογραφία την οποία σχεδίασε ο Βαυαρός αξιωματικός Ludwig Koellnberger, όταν την άνοιξη του 1834 μικρό τμήμα του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος του Ελληνικού Βασιλείου επισκέφθηκε την τουρκοκρατούμενη Λάρισα για συνομιλίες με τον Τούρκο πασά της πόλης Μουσταφά Νουρή. Παρατηρούμε δεξιά έναν τεράστιο επίπεδο χώρο με συντεταγμένα στρατιωτικά τμήματα να παρελαύνουν προ των επισήμων, οι οποίοι βρίσκονται καθισμένοι μέσα και έξω από μια πολυτελή σκηνή. Στο βάθος προβάλλει ο ορεινός κώνος του Κισσάβου. Αριστερά διακρίνεται μια επιμήκης περιοχή πυκνής βλάστησης, η οποία αντιστοιχεί στην κοίτη του Πηνειού και πίσω διαγράφονται τζαμιά, μιναρέδες και τα παραπήνεια κτίσματα της Λάρισας. Το σχέδιο του Βαυαρού αξιωματικού είναι φανερό ότι δεν αποτυπώνει επακριβώς την τοπογραφία της περιοχής.
Μετά την απελευθέρωση ο Μεριάς χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινός χώρος στρατοπέδευσης μονάδων πυροβολικού του ελληνικού στρατού σε σκηνές. Διασώθηκε μάλιστα και μια φωτογραφία του 1881, η οποία αποτυπώνει την παρουσία μεγάλου αριθμού σκηνών στην περιοχή. Από τις πρώτες ενέργειες των δημοτικών αρχόντων και άλλων φιλοπρόοδων κατοίκων της Λάρισας ήταν και η αξιοποίηση του χώρου αυτού. Στα 137 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1881 μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή, με τις διάφορες ονομασίες που αναφέραμε, άλλαξε πολλές φορές μορφή και φιλοξένησε διάφορα κτίσματα και μνημειακούς χώρους.
Αρχίζοντας από τα σκαλάκια που οδηγούν στον κεντρικό δρόμο του άλσους, δεξιά βρίσκεται και σήμερα η αναθηματική στήλη για του πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Για πολλά χρόνια αποτέλεσε το Ηρώο της πόλης. Δίπλα του ο ακάματος αρχίατρος Δημήτριος Παλιούρας με φροντίδα του έστησε τις χάλκινες προτομές του ήρωα του 1821 Αθανασίου Διάκου, του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, του ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη και του ανθρώπου που νίκησε τη μάστιγα της ελονοσίας στρατιωτικού ιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου είναι στημένη η προτομή του Κώστα Κρυστάλλη, της οποίας τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 21 Ιανουαρίου 1940, με τη φροντίδα του Ομίλου Εκδρομέων Λαρίσης (Ο.Ε.Λ.).
Μετά τις τέσσερες προτομές που αναφέραμε, το 1883 επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα (1882-1883), κατασκευάστηκε μαρμάρινη στρόγγυλη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία εκτελούσε διάφορα προγράμματα η φιλαρμονική ορχήστρα (μπάντα) του στρατού σε ειδικές περιπτώσεις. Μετά από λίγα χρόνια μεταφέρθηκε στο μέσον της Κεντρικής πλατείας. Στη συνέχεια λειτούργησε το εξοχικό κέντρο "Αλκαζάρ" το οποίο βρισκόταν ακριβώς στη θέση όπου σήμερα υπάρχει το Κηποθέατρο. Στο σημείο αυτό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας υπήρχε το τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο.
Απέναντι του κέντρου Αλκαζάρ, ο γεωπόνος της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Ιωάννης Κατσίγρας, πατέρας του μεγάλου ευεργέτη της Λάρισας ιατρού Γ. Ι. Κατσίγρα, στόλισε το 1911 την περιοχή με έναν θαυμάσιο κήπο, ενώ το 1903 η "Φιλοδασική Ένωσις" δενδροφύτευσε ολόκληρη την περιοχή.
Στο τέλος του κεντρικού δρόμου του άλσους, εκεί που σήμερα έχει στηθεί το επιβλητικό Μουσείο της Εθνικής Αντίστασης, ξεκινούσε ο χώρος όπου για πολλά χρόνια, τον μήνα Σεπτέμβριο γινόταν η περίφημη εμποροζωοπανήγυρη της Λάρισας. Το πρώτο παζάρι πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1889, έπειτα από πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891). Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, η εμποροπανήγυρη, δηλ. οι παράγκες που στέγαζαν τα πρόχειρα καταστήματα, ξεκινούσε από τα σκαλάκια του κεντρικού δρόμου και έφθανε περίπου μέχρι το ύψος του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το κολυμβητήριο και τα διπλανά γήπεδα τένις και μπάσκετ, γινόταν η ζωοπανήγυρη.
Το 1931, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή το Δημοτικό Γυμναστήριο[5], το οποίο προοριζόταν για τα αθλητικά σωματεία της Λάρισας. Ο αθλητικός αυτός χώρος με τον καιρό εξελίχθηκε στο Στάδιο Αλκαζάρ.
Στο βοηθητικό γήπεδο ποδοσφαίρου που βρίσκεται μετά τη νέα περιφερειακή οδό που κατασκευάσθηκε πρόσφατα και κοντά στην ανακουφιστική κοίτη του Πηνειού, βρισκόταν το Ιπποδρόμιο, όπου από το 1900 μέχρι το 1935, παράλληλα με το παζάρι, τελούνταν Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες με μεγάλη επιτυχία.
Κάπου εδώ τελείωνε το Πεδίον του Άρεως και υπό ευρεία έννοια ο Μεριάς ή το Άλσος των Νυμφών.
----------------------------------------------------------------
[1]. "Ως θέσις της εμποροπανήγυρεως επιλέχθηκε η περιοχή «Μεριάς», μεγάλης εκτάσεως χώρος ο οποίος εκτείνεται πέραν της μεγάλης γεφύρας του Πηνειού, παραλλήλως προς την οδόν την άγουσαν εις Τύρναβον", γράφει εφημερίδα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1888.
[2]. Ευρύς και ανοικτός χώρος στην αρχαία Ρώμη αφιερωμένος στον θεό του πολέμου Άρη, όπου συνέρχονταν οι Ρωμαίοι για την εκλογή αρχόντων της πόλης και ήταν πεδίο ασκήσεων και παρελάσεων. Στο πρόγραμμα της Γεωργοκτηνοτροφικής έκθεσης του 1900 αναφέρεται: «Η έκθεσις γενήσεται εν ειδικώ Εκθετηρίω ανεγειρομένω επί της παρά τον Πηνειόν πλατείας του Άρεως».
[3]. Στις 11 Αυγούστου 1882 η εφημερίδα της Λάρισας «Ανεξαρτησία» έγραφε: «Χθες εν πλήρει μεσημβρία εγένετο παρανάλωμα του πυρός το πέραν της γεφύρας κείμενον Αλκαζάρ…». Βλέπε και: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το κέντρο Αλκαζάρ-Α’, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 2014 .
[4]. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας ιδρύθηκε και στην πόλη μας, «Φιλοδασική Ένωσις». Σκοπός της ήταν να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Με τη συμβολή μονάδων μηχανικού υπό τον λοχαγό Σαπουντζάκη και μαθητών του Γυμνασίου, δενδροφυτεύτηκε η περιοχή του Αλκαζάρ κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού, μέχρι το κτήμα Παπασταύρου, περίπου μέχρι εκεί που αρχίζει σήμερα το Στάδιο Αλκαζάρ. Αυτός ο τεράστιος χώρος πρασίνου ονομάσθηκε από τον Δήμο «Άλσος των Νυμφών», όρος που είχε ατονήσει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να χρησιμοποιείται.
[5]. Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930 διαβάζουμε: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εις τον πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρον του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου…καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως…».

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ


Η οδός Ερμού όπως φαίνεται από τη διασταύρωσή της με την οδό Κύπρου. Φωτογραφία του 1980 περίπουΗ οδός Ερμού όπως φαίνεται από τη διασταύρωσή της με την οδό Κύπρου. Φωτογραφία του 1980 περίπου
Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε έναν μικρό σε μήκος δρόμο της Λάρισας, αλλά από τους γνωστότερους και παλαιότερους, την οδό Ερμού. Πήρε το όνομά της από τον αρχαίο θεό Ερμή, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων ήταν και ο προστάτης του εμπορίου.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις η κεντρικότερη εμπορική οδός ονομάζεται Ερμού (παράβαλε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού). Είναι από τους λίγους δρόμους της πόλης μας ο οποίος δεν μετονομάσθηκε ούτε μία φορά στη νεότερη ιστορία της, από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881.
Απ' όσο γνωρίζουμε από παλαιότερες πηγές, κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας η εμπορική κίνηση της Γενί Σεχίρ ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τον Τρανό μαχαλά, τη μόνη αμιγή χριστιανική συνοικία της Λάρισας, η οποία καταλάμβανε ολόκληρο τον Λόφο της Ακρόπολης, αυτόν που σήμερα ονομάζουμε Φρούριο, και τη σημερινή οδό Βενιζέλου από τη γέφυρα μέχρι και την πλατεία Μπλάνα (Λαού) και τις παρόδους της. Μαζί με την εβραϊκή κοινότητα, η οποία καταλάμβανε την περιοχή που οριζόταν από τη σημερινή Συναγωγή μέχρι τους Έξι Δρόμους, οι δύο αυτές κοινότητες διακινούσαν όλο το εμπόριο της θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Η οδός Ερμού άρχισε να γίνεται εμπορική κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ου. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στον δρόμο αυτόν υπήρχαν μερικά παπλωματάδικα που ανήκαν σε Ισραηλίτες, και οι λίγοι μαύροι που υπήρχαν στην πόλη είχαν καταστήματα με ξηρούς καρπούς, κυρίως στραγάλια. Το ενδιαφέρον είναι ότι επί της Ερμού, λίγα μέτρα από τη συμβολή της με την Κύπρου και στην αριστερή της πλευρά, υπήρχε μια μεγάλη είσοδος η οποία οδηγούσε σε χαμάμ (δημόσια λουτρά). Η είσοδος του χαμάμ ήταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο Σάπκα. Λέγεται ότι το χαμάμ αυτό ήταν για αποκλειστική χρήση των Οθωμανίδων γυναικών (χανούμισσες), εν αντιθέσει με το γειτονικό χαμάμ που διασώθηκε μέχρι σήμερα και βρίσκεται στη γωνία Φιλελλήνων και Βενιζέλου[1], το οποίο εξυπηρετούσε αποκλειστικά μόνον Οθωμανούς άνδρες. Το γυναικείο χαμάμ εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός, την οποία διαπερνούσε μέχρι την απέναντι πλευρά και την έφρασσε. Όπως διαπιστώνουμε, στον καιρό της τουρκοκρατίας η οδός Πανός δεν υπήρχε και διανοίχθηκε μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως περί το 1883. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά στην περιοχή του Ξυλοπάζαρου[2], η οποία επεκτάθηκε μέχρι και την Ερμού και αποτέφρωσε πολλά κτίσματα της περιοχής. Με τη διάνοιξή της αναπτύχθηκε κατόπιν στη γνωστή αγορά με τα κρεοπωλεία, οπωροπωλεία, ιχθυοπωλεία και καταστήματα αποικιακών ειδών, καταστήματα τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο.
Θα αρχίσουμε την καταγραφή των καταστημάτων της αριστεράς πλευράς της Ερμού, έχοντας ως βασικό οδηγό τον Βαγγέλη Βοζαλή, ο οποίος θυμάται λεπτομέρειες και διάφορα χωρατά που δεν μπορούν να γραφούν από τη μεταπολεμική χρήση των καταστημάτων, ενώ για την παλαιότερη περίοδο συμβουλευτήκαμε τα γραπτά του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού, του δικηγόρου και ιστορικού της Λάρισας Γιώργο Ζιαζιά και τις τοπικές εφημερίδες, όσες έχουν διασωθεί. Η εκκίνηση γίνεται από την οδό Κύπρου:
--Αρχικά στη γωνία υπήρχε το κατάστημα αποικιακών των αδελφών Λέγγα. Οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην οδό Πανός και εδώ μετακόμισαν το κατάστημα νεωτερισμών οι Ηλίας και Γεώργιος Βαΐτσης που βρισκόταν στο ισόγειο του μεγάρου Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη). Ήταν μια τυχαία πυρκαγιά η οποία κατέστρεψε το μαγαζί τους και μερικά άλλα, χωρίς το μέγαρο να πάθει ζημιές και έτσι βρέθηκαν στην αρχή της Ερμού. Ο Ηλίας ήταν κουνιάδος του Γεωργίου Βαΐτση. Το μαγαζί αυτό το αγόρασε ο Γεώργιος Βαϊτσης και αποτέλεσε ιδιοκτησία του κληρονόμου του Χρήστου Βαΐτση. Με τον σεισμό του 1941 το κατάστημα έπαθε σοβαρές ζημιές και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να μετακομίσει προσωρινά στην οδό Ρούσβελτ μαζί με τον Νίσκα, δίπλα από το κατάστημα του Δημητρακόπουλου. Το 1945 σε μια φωτογραφία του Τλούπα, βλέπουμε να υπάρχει στο σημείο αυτό το καθημαγμένο από τον σεισμό κατάστημα Γάτσου Αγραφιώτη, στην πινακίδα του οποίου αναγράφονται τα εξής: "Υδραυλικά - Φανοποιΐα. Επισκευαί ρολών". Λίγο αργότερα ο Χρήστος Βαΐτσης, το κατεδάφισε και στη θέση του έκτισε το νέο κατάστημα που διακρίνεται στη φωτογραφία, όπου εγκατέστησε την επιχείρησή του. Υπήρξε κάποια εποχή που τα ψαθάκια Borsalino ήταν της μόδας και ο Βαΐτσης έκανε χρυσές δουλειές. Όταν πήρε τη σύνταξη, στο κατάστημα αυτό εγκατέστησαν το χρυσοχοείο τους οι αδελφοί Νίκος και Νάκης Κωνσταντινίδης. Η οικογένεια Βαΐτση ως γνωστόν έκανε μια σπουδαία δωρεά στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Το κατάστημα εν συνεχεία αγόρασε ο Ιωάννης Μότσιος, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος των Εμπόρων του Ιστορικού Κέντρου Λάρισας και ο οποίος το λειτουργεί μέχρι σήμερα με γυναικεία ενδύματα.
-- Σε τμήμα του καταστήματος Βαΐτση λειτούργησε παλαιότερα ένα ραφείο με τον τίτλο «Το Χρυσό Ψαλλίδι» που ανήκε στον Αθανάσιο Μαραγκόπουλο. Ο Μαραγκόπουλος δεν ήταν μόνον καλός φραγκοράφτης, αλλά και άριστος τραγουδιστής.
--Επίσης σε μια βιτρίνα του καταστήματος Βαΐτση είχε εγκαταστήσει το καπνοπωλείο του ο Γεώργιος Λάκκας και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το ραφείο του ο Δημήτριος Σαρίμβεης, εγκαταλείποντας το κατάστημα που είχε μέχρι τότε στη Στοά Κουτσίνα. Ο Σαρίμβεης ήταν σπουδαίος κυνηγός και διετέλεσε για μεγάλο διάστημα και πρόεδρος του Κυνηγητικού Συλλόγου Λαρίσης.
--Στη συνέχεια βρισκόταν παλιά το πρώτο κομμωτήριο της Λάρισας. Ήταν του Γιάννη Ξυραδάκη. Πριν ανοίξει το κατάστημα αυτό, ο Ξυραδάκης που είχε μάθει την κομμωτική τέχνη από καλούς δασκάλους, όταν ήθελε να χτενίσει κυρίες της καλής κοινωνίας της Λάρισας, αναγκαζόταν να πηγαίνει στα σπίτια τους, γιατί τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν την παρουσία γυναίκας σε κατάστημα κομμωτικής, ιδιαίτερα άρρενα κομμωτή. Τις χτένιζε σύμφωνα με τη μόδα της εποχής εκείνης, όταν οι γυναίκες δεν έκοβαν εύκολα τα μαλλιά τους, τα άφηναν μακριά και το συνηθέστερο χτένισμα ήταν ο κότσος με διάφορες παραλλαγές. Ο Ξυραδάκης άνοιξε το κομμωτήριο στην οδό Ερμού μετά το 1920, όταν άρχισε να γενικεύεται η μόδα των κοντών μαλλιών, η οποία απαιτούσε τακτικά χτενίσματα. Ήταν σπουδαίος κομμωτής και σταδιακά είχε αποκτήσει αρκετή πελατεία, γιατί οι χειραφετημένες Λαρισαίες που θυσίαζαν τα μακριά τους μαλλιά ακολουθώντας τη μόδα, δεν δίσταζαν να μπαίνουν στο κατάστημά του και να περιποιούνται την εμφάνισή τους. Ο Κώστας Περραιβός[3]αναφέρει πως όταν στον καιρό του μεσοπολέμου ο Ξυραδάκης μετέφερε το κομμωτήριό του στην αρχή της οδού Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη, το κατάστημα αυτό το αγόρασε ο Πάνος Σάπκας και μετέφερε σ' αυτό το κοσμηματοπωλείο του από την απέναντι πλευρά.
--Το χρυσοχοείο Σάπκα στη Λάρισα έχει μια μεγάλη και ιστορική διαδρομή, η οποία ξεκινάει πριν από το 1882. Ο Στέργιος Σάπκας, πατέρας του Μιχαήλ και του Πάνου Σάπκα, κάτοικος Λαρίσης, στις 7 Δεκεμβρίου 1882 ανανέωσε την ενοικίαση του καταστήματός του το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Ντάρκολι[4] με την ιδιοκτήτρια Σεριφή Ρουκουγιέ χανούμ, χήρα του Αρίφ Χασήμ, για έναν ακόμη χρόνο[5]. Ο δευτερότοκος γιος του Στέργιου Σάπκα, Παναγιώτης (Πάνος) (1880-1969), από μικρός βρέθηκε στο κατάστημα του πατέρα του και κληρονόμησε το οικογενειακό επάγγελμα του αργυροχρυσοχόου. Ο πρωτότοκος γιος του Πάνου Σάπκα, Δημήτριος (Μίμης) Σάπκας (1912-1994) τον διαδέχθηκε στην επιχείρηση. Ο Πάνος Σάπκας ο νεότερος συνέχισε τη λειτουργία του χρυσοχοείου και σήμερα την επιχείρηση διευθύνει ο Δημήτριος Σάπκας ο νεότερος. Πέντε γενεές Σαπκαίων. Εντυπωσιακό!

(Συνεχίζεται)
 [1]. Σήμερα το λουτρό αυτό έχει συντηρηθεί θαυμάσια από την αρχαιολογική υπηρεσία, έχει δοθεί σε κοινή χρήση και στεγάζει το μπαρ "Χαμάμ".
[2]. Ξυλοπάζαρο λεγόταν η περιοχή η οποία περιλαμβανόταν περίπου μεταξύ των σημερινών οδών Απόλλωνος - Κύπρου - Φιλελλήνων - Βενιζέλου, και σ' αυτό γινόταν η αγορά και η επεξεργασία του ξύλου.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.
[4]. Ντάρκολι. Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται η κεντρική περιοχή της Λάρισας κατά μήκος της σημερινής οδού Κύπρου, από την Κεντρική πλατεία μέχρι περίπου την Ασκληπιού και την Κούμα.
[5]. Αρ. συμβολαίου 1059 του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1882.


Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

ΤΟ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΡΟΛΟΪ


Ο πυργίσκος από το προπολεμικό ρολόι της Λάρισας. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. 1928. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟ πυργίσκος από το προπολεμικό ρολόι της Λάρισας. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. 1928. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Εδώ και 26 χρόνια η Λάρισα στερήθηκε του δημοτικού ρολογιού της, το οποίο όπως περιγράψαμε και σε άλλο σημείωμά μας, βρισκόταν συνεχώς και με διαφορετικές μορφές πριν από το 1668[1] στο Λόφο της Ακρόπολης, πάνω από τις κερκίδες του Αρχαίου Θεάτρου.
Στο διάστημα αυτό η πόλη άκουγε τους χτύπους του, οποιαδήποτε μορφή και αν είχε. Όμως το 1992 το τελευταίο ρολόι κρημνίσθηκε για να αποκαλυφθεί ο θησαυρός της πόλης μας, το μεγάλο Αρχαίο Θέατρο και έκτοτε δεν αντικαταστάθηκε.
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από λεπτομέρεια φωτογραφίας του προπολεμικού ρολογιού και απεικονίζει τον πυργίσκο του, δηλαδή το υψηλότερο τμήμα του ρολογιού, στο οποίο υπάρχουν τέσσερες δίσκοι ρολογιών που βλέπουν προς τις τέσσερες πλευρές του ορίζοντα. Φωτογράφος είναι ο Γεράσιμος Δαφνόπουλος (1877-1935), ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ο οποίος άφησε εποχή με τις φωτογραφίες του, του απονεμήθηκε ο τίτλος του "Φωτογράφου της Βασιλικής Αυλής" και έμεινε στην ιστορία γιατί απαθανάτισε τον Παύλο Μελά δύο μήνες πριν τον θάνατό του το 1904, φορώντας τον Μακεδονικό ντουλαμά.
Το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου (1922-1924), το Δημοτικό Συμβούλιο έκρινε ότι το παλιό τούρκικο ρολόι, το οποίο δεν είχε ωροδείκτες και ανήγγειλε τις ώρες με καμπάνα, έπρεπε να αντικατασταθεί με σύγχρονο. Για τον σκοπό αυτό ενέκρινε πίστωση 45.000 δραχμών «…δια την κατασκευήν και ανύψωσιν του παλαιού κτιρίου του πρώην Ωρολογίου της πόλεως»[2]. Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Φαρμακίδη, στην κατασκευή αυτού του ρολογιού συνέβαλε οικονομικά εκτός του Δήμου και ο Λαρισαίος έμπορος Ηλίας Κολέσκας[3]. Σ’ αυτή την κατασκευή διατηρήθηκε ο εξαγωνικός κορμός του ρολογιού όπως ήταν. Από τις υπάρχουσες φωτογραφίες διαπιστώνουμε ότι η εξαγωνική περίμετρός του εκ κατασκευής εμφανιζόταν ελαφρά μειωμένη όσο ο κορμός έφθανε στο ψηλότερο σημείο Ουσιαστικά λοιπόν η μεταβολή στο νέο ρολόι περιοριζόταν στην αλλαγή του πυργίσκου, ο οποίος εδραζόταν πάνω στον κορμό. Στη θέση του παλαιού κατασκευάσθηκε λιθόκτιστος, τετράπλευρος πυργίσκος, διακοσμημένος αρχιτεκτονικά με πολλά νεοκλασικά στοιχεία, όπως ήταν η μόδα της εποχής. Τοποθετήθηκαν τέσσερα μεγάλα κυκλικά ρολόγια, ένα σε κάθε πλευρά, με ωροδείκτη, λεπτοδείκτη και αριθμούς με λατινικά στοιχεία. Ο πυργίσκος στο κάτω μέρος προστατευόταν περιμετρικά από μεταλλικό κιγκλίδωμα, το οποίο έδινε τη δυνατότητα προσπέλασης και παραμονής εργατών ή και επισκεπτών μέχρι το ύψος αυτό. Ο πυργίσκος ήταν στεγασμένος με έναν ιδιότυπο τρούλο, στη μέση του οποίου υπήρχε τετράπλευρη κατασκευή με ανοίγματα και τρούλο, στην κορυφή του οποίου ήταν πακτωμένο ένα αλεξικέραυνο. Η παρατιθέμενη φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου δείχνει όλες τις λεπτομέρειές του. Η κατασκευή του νέου πυργίσκου οδήγησε τελικά σε «ανύψωση», δηλαδή στην καθ’ ύψος αύξηση του ρολογιού, το οποίο δέσποζε λόγω και της θέσεώς του, απ’ όλες τις πλευρές της πόλης και εκτός από την ηχητική αναγγελία της ώρας, υπήρχε και η απ' ευθείας οπτική προσέγγιση. Η ηχητική αναγγελία γινόταν ανά ώρα και οι κρούσεις ήταν τόσες όσες και η αναγγελλόμενη ώρα. Ενδιάμεσα με μία μόνον κρούση γινόταν η αναγγελία της μισής ώρας. Το κομψό αυτό ρολόι έχει αποτυπωθεί σε όλα σχεδόν τα επιστολικά δελτάρια και τις φωτογραφίες της περιόδου, όσα αποτυπώνουν τον Λόφο από το 1923 μέχρι την κατοχή.
Η ζωή του ρολογιού αυτού υπήρξε δυστυχώς σύντομη. Διήρκησε λιγότερο από μια εικοσαετία. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 κατέπεσε εντελώς ο πυργίσκος και μέρος του επάνω τμήματος του κορμού. Έχουν διασωθεί φωτογραφίες από αθηναϊκά φωτογραφικά γραφεία που κάλυψαν ειδησεογραφικά για τις εφημερίδες της πρωτεύουσας τους σεισμούς, τα οποία δείχνουν την παντελή καταστροφή του πυργίσκου και τους δίσκους των ρολογιών πεσμένους στο έδαφος, να έχουν σταματήσει στην ώρα του σεισμού (5 και 54΄ πρωινή ώρα). Μεταπολεμικά ο κορμός του ρολογιού, όσος απόμεινε από τον σεισμό, κατεδαφίσθηκε και η πόλη έμεινε χωρίς ρολόι. Όμως τα υπολείμματα της θεμελίωσής του παρέμειναν ενταφιασμένα και εντοπίσθηκαν το 1992, όταν καθαρίσθηκαν όλες οι επιχωματώσεις οι οποίες βρίσκονταν στην περιοχή και κάλυπταν το αρχαίο θέατρο.
Ο καταστροφικός σεισμός στάθηκε η αιτία να μείνει επί μία δεκαετία και πλέον η Λάρισα χωρίς ρολόι. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου[4] (1951-1954) τέθηκε το ζήτημα ανέγερσης νέου. Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1951, συζητήθηκε μεταξύ άλλων θεμάτων και το ζήτημα της «…κατασκευής Ωρολογίου της πόλεως, το οποίον είχε κρημνισθεί από τον σεισμόν». Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο. Έτσι το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του πύργου του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι.
--------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το ρολόι της Λάρισας. Ιστορική διαδρομή, εφ. ¨Ελευθερία¨, Λάρισα, φύλλο της 17ης Σεπτεμβρίου 2014.
[2]. Καλογιάννης Βάσος, Η χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ.221. Από τα Πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1923.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ηλίας Κολέσκας, εφ. Larissanet, φύλλο της 24ης Ιουλίου 2015.
[4]. Ο Δημήτριος Καραθάνος γεννήθηκε το 1899 στην Καρδίτσα, αλλά σε νεαρή ηλικία μετακόμισε στη Λάρισα οικογενειακώς. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και ο ίδιος ακολούθησε τα επαγγελματικά βήματά του, διατηρώντας φαρμακείο στην πόλη μας. Συγχρόνως όμως αναμίχθηκε έντονα στην κοινωνική και αθλητική ζωή της, αλλά και σε κάθε φιλοπρόοδη κίνηση της Λάρισας. Στις δημοτικές εκλογές του 1951 πλειοψήφησε ο συνδυασμός του και εξελέγη δήμαρχος. Πέθανε στις 17 Μαρτίου 1954, σε ηλικία 55 ετών ως δήμαρχος, από καρδιακό νόσημα.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com