Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Τα μυθικά Τέμπη

Το πέρασμα των Ευρωπαίων περιηγητών


Τα Τέμπη. Σχηματική αναπαράσταση. Χαρακτικό του Φλαμανδού χαρτογράφου Abraham Ortelius. 1590Τα Τέμπη. Σχηματική αναπαράσταση. Χαρακτικό του Φλαμανδού χαρτογράφου Abraham Ortelius. 1590
Η Κοιλάδα των Τεμπών είναι γνωστή από τους αρχαίους χρόνους και η γειτνίασή της με τον μυθικό Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα Θεών, την ανέδειξε σαν επιθυμητό τόπο προσκυνήματος από αρχαιοτάτων χρόνων. Το 1895 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ένας βαθιά μορφωμένος ιεράρχης, αναφέρει πως: «Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον».
Η Κοιλάδα αυτή συνδυάζει αρμονικά το γεωγραφικό κάλλος, με τη μυθολογία και την ιστορία σε μια διαδρομή αιώνων. Το γεγονός αυτό την καθιστούσε αυτόματα πόλο έλξης κάθε ευαίσθητου ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Από αρκετούς επισκέπτες εκείνης της εποχής έχουν διασωθεί καταγραφές με ενθουσιαστικές εντυπώσεις από τη γραφική αυτή περιοχή. Θα αναφέρουμε επιλεκτικά ορισμένους απ’ όσους κατά καιρούς προσκύνησαν την ιερότητά του. Οι συγγραφείς Κλαύδιος Αιλιανός, Στράβων, Οράτιος, Βιργίλιος, Οβίδιος, Θεόκριτος, Λουκανός, επαναλαμβάνουν, είτε σε πεζό είτε σε ποιητικό λόγο, την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της περιοχής. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ο λόγιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος τον 12ο αιώνα, καταγράφει ως εξής την επικρατούσα εκδοχή για τον τρόπο δημιουργίας της Κοιλάδας των Τεμπών: «Ο Πηνειός, ο νυν Σαλαμβρίας καλούμενος, την Όσσαν του Ολύμπου απέρρηξε. Διό … Αράξης εκλήθη ποτέ και ο Πηνειός, ως και αυτός απορρήξας της Όσσης τον Όλυμπον, ότε σεισμώ τα Τέμπη τα Θετταλικά ραγέντα, διέστησαν».
Ακολούθησαν τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το κύμα των περιηγητών προς τα Τέμπη αυξήθηκε, γιατί η αναγέννηση στη Δύση είχε φέρει σημαντική πολιτιστική αφύπνιση και είχε προαγάγει την πνευματική ανάπτυξη στα γράμματα και τις επιστήμες. Μέσα απ’ αυτή την ανάπτυξη οι κάτοικοί της ανακάλυψαν τους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολής. Επόμενο ήταν ο δρόμος προς την Ελλάδα, τη σπουδαιότερη χώρα του αρχαίου μνημειακού πλούτου, να γίνει το όνειρο πολλών μορφωμένων και πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα εκείνων που τους οδηγούσε στη χώρα μας η φλογερή τους ελληνολατρία. Η παρουσία τους στην περιοχή ουσιαστικά ήταν ένα προσκύνημα και πάνω απ’ όλα ένα ταξίδι στη μνήμη, την ιστορία της Κοιλάδας και τους μύθους που την περιέβαλαν. Ήθελαν να περιηγηθούν στο μαγευτικό περιβάλλον των Τεμπών, να θαυμάσουν τον απρόσιτο Όλυμπο και να αντικρίσουν από μακριά την κατοικία των δώδεκα θεών. Το ταξίδι αυτό το επιχειρούσαν κυρίως νέοι ευγενείς και ονειροπόλοι περιηγητές, εμποτισμένοι από τη φαντασία του αρχαίου κάλλους. Πολλοί απ’ αυτούς όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλημμυρισμένοι από εντυπώσεις, καταγίνονταν στα οδοιπορικά τους με τη λογοτεχνική καταγραφή των συναισθηματικών και αισθητικών εμπειριών από την ονειρική πεζοπορία στις όχθες του Σαλαμπριά, μέσα στην Κοιλάδα. Και μάλιστα από τις αρχές του 16ου αιώνα τα κείμενά τους συνοδεύονταν και από σχέδια τα οποία απεικόνιζαν την ομορφιά της, πραγματική ή φανταστική άσχετο, και προσέφεραν στον αναγνώστη κάποια εικόνα διαφορετικής κάθε φορά αισθητικής πληρότητας. Οι απεικονίσεις των Τεμπών της περιόδου της τουρκοκρατίας είναι πολυάριθμες. Έχουν εντοπισθεί πάνω από εκατό χαρακτικά Ευρωπαίων οδοιπόρων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, θεωρούσαν ως ιερό καθήκον τους όχι μόνο να επισκεφθούν την Κοιλάδα των Τεμπών, αλλά και να αποτυπώσουν τα κάλλη της.
Η αρχαιότερη απεικόνιση που έχει εντοπισθεί είναι ιστορημένη από τον Nicolai Gerbelius σε βιβλίο του που εκδόθηκε το 1545[1]. Το 1590 ο Φλαμανδός ζωγράφος και χαρτογράφος Abraham Ortelius ((1527-1598) ζωγράφισε την εικόνα, η οποία συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο και την περιγράφει ως εξής: «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα».
Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες. Στο οδοιπορικό του γράφει: «Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δύο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους».
Ο Αγγλος γιατρός, Henry Holland, το 1812 μας περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας όπου βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στη βόρεια όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας, η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα»[2].
Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά Francois Pouqueville περί το 1812 επισκέφθηκε την περιοχή και έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στον νου μας συρρέει μια πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας».
Ο γνωστός Fallmerayer είναι ποιητικότατος όταν αναφέρεται στα Τέμπη: «Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα το κομμάτι αυτό της κοιλάδας».
Ο Αγγλος δημοσιογράφος Kinnaird Rose επισημαίνει το 1897 τη διαχρονική ιστορικότητά της: «Την Κοιλάδα των Τεμπών οι ενθουσιώδεις λάτρεις της τη θεωρούν ως την ωραιότερη κοιλάδα του κόσμου. Στις υψηλές κορυφές και από τις δύο όχθες του Πηνειού βρίσκονται ερείπια αρχαίων φρουρίων. Μέσα από αυτή τη στενή κοιλάδα ο Πομπήιος διέφυγε στη θάλασσα, μετά την ήττα του από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα».
Αναφέραμε μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα από τις αναρίθμητες περιγραφές της Κοιλάδας των Τεμπών και παρουσιάσαμε μία μόνο εικόνα της, από τις εκατοντάδες που έχουν φιλοτεχνηθεί. Θα απαιτούνταν τόμοι ολόκληροι για να αναφέρουμε τι έγραψαν Ελληνες και ξένοι επισκέπτες της και πώς την απεικόνισαν καλλιτέχνες και φωτογράφοι. Αλλά για τα Τέμπη θα επανέλθουμε κάποια άλλη φορά.
------------------------------------------------------------
[1]. Ο Gerbelius αναφέρει μεταξύ άλλων: «Καθώς στον Πηνειό καταπλέουν πλοία όλη σχεδόν την ημέρα, οι άνθρωποι προστατευμένοι από τα πυκνά φυλλώματα, ταξιδεύουν σε πολύ ευχάριστη σκιά. Περνούν πολύ ώρα δίπλα στον Πηνειό ποταμό, συχνά πανηγυρίζουν και σε διάφορους τόπους διασκεδάζουν και επιτελούν τα ιερά τους καθήκοντα».
[2]. Βλέπε: Ρούσκας Γιάννης, Ο Πηνειός της Τέχνης, Αθήνα (2007). Στη σελ. 49 δημοσιεύεται το χαρακτικό του Holland που απεικονίζει την Κοιλάδα των Τεμπών.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις..

Φαρμακείο Αστεριάδη

 
Το εσωτερικό του Φαρμακείου του Αγαμέμνονα Αστεριάδη. Πάνω από τα ράφια τα πορτραίτα των Κωνσταντίνου, Αγαμέμνονα και Αχιλλέως Αστεριάδη. Φωτογραφία από την περίοδο κατά την οποία είχε τη διαχείριση του Φαρμακείου ο Ν. ΒλαχοστέργιοςΤο εσωτερικό του Φαρμακείου του Αγαμέμνονα Αστεριάδη. Πάνω από τα ράφια τα πορτραίτα των Κωνσταντίνου, Αγαμέμνονα και Αχιλλέως Αστεριάδη. Φωτογραφία από την περίοδο κατά την οποία είχε τη διαχείριση του Φαρμακείου ο Ν. Βλαχοστέργιος
Πριν από την ανάπτυξη του σημερινού θέματος θα πρέπει να γίνει κάποια αναγκαία διόρθωση.
Η φωτογραφία της παρελθούσης Κυριακής, η οποία απεικόνιζε τα ψαράδικα της Δημοτικής Αγοράς, δεν ανήκει στο αρχείο του Κ. Βρεττόπουλου ως εκ παραδρομής αναφέρθηκε, αλλά είναι του Τάκη Τλούπα.
Στην οδό Κύπρου, απέναντι από τη βορειοανατολική γωνία της Κεντρικής πλατείας στεγαζόταν εδώ και πολλά χρόνια το φαρμακείο του Κωνσταντίνου Αστεριάδη, το πιο παλιό φαρμακείο της Λάρισας, που σήμερα δεν υπάρχει πια. Η οικογένεια Αστεριάδη καταγόταν από το Σούλι και το 1860 περίπου εγκαταστάθηκε στα Αμπελάκια. Πολύ σύντομα ο Αναστάσιος Αστεριάδης, μετακόμισε στη Λάρισα και άνοιξε δρογοπωλείο, όπου πωλούσε κυρίως βότανα και άλλα φαρμακευτικά αντικείμενα[1]. Τον διαδέχθηκε στο κατάστημα ο ανεψιός του Κωνσταντίνος Αστεριάδης [1856-1908], εμπειρικός φαρμακοποιός, ο οποίος μετά την αποχώρηση των Τούρκων το 1898 μετέφερε το φαρμακείο στην Κεντρική πλατεία, θέση όπου διατηρήθηκε για πάνω από 150 χρόνια. Είναι αυτός ο οποίος διασκεύασε το εσωτερικό του, μιμούμενος μεγάλα φαρμακεία των Αθηνών και κατασκεύασε τα περίφημα ράφια και τις προθήκες, τα οποία ευτυχώς διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Αγαμέμνων Αστεριάδης (1895-1953) και εν συνεχεία ανέλαβε να συνεχίσει τη λειτουργία του ο φαρμακοποιός της Λάρισας Νικόλαος Βλαχοστέργιος, ο οποίος το διατήρησε μέχρι την κατεδάφισή του.
Η σημερινή φωτογραφία παρουσιάζει το εσωτερικό του φαρμακείου Αστεριάδη όπως ήταν εν λειτουργία μέχρι τη δεκαετία του 1990. Εντυπωσιάζει η μεγάλη και ψηλή προθήκη με τα ράφια, έργο σπουδαίας αισθητικής, το οποίο θαύμαζαν οι πελάτες του. Παλαιότερα μεταξύ των Λαρισαίων επικρατούσε η άποψη ότι είχε δοθεί ειδική παραγγελία από τον Κωνσταντίνο Αστεριάδη και κατασκευάσθηκαν οι βιτρίνες και τα ράφια στη Βιέννη στις αρχές του 20ού αιώνα. Ψηλά πάνω από τα ράφια διακρίνονται τρία πορτραίτα. Το πρώτο από αριστερά είναι του Αναστασίου Αστεριάδη, του γενάρχη τη οικογένειας. Είναι έργο του ζωγράφου-αγιογράφου Νικολάου Αργυροπούλου από τη Νίκαια[2]. Το μεσαίο πορτραίτο είναι του Αγαμέμνονα Αστεριάδη και το δεξιό του Αχιλλέα Αστεριάδη, έργα του Αγήνορα Αστεριάδη. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Αναστάσιος Αστεριάδης είχε την ατυχία να μην αποκτήσει απογόνους και βοήθησε τα ανίψια του να προκόψουν. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε το φαρμακείο και ο Αχιλλέας[3] σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο εξωτερικό.
Η φαρμακευτική επιστήμη ήταν πολύ διαφορετική την περίοδο που ο Κωνσταντίνος Αστεριάδης δούλευε το φαρμακείο του στο κέντρο της Λάρισας. Σαν φάρμακα χρησιμοποιούσαν την πλούσια σε βότανα χλωρίδα της θεσσαλικής γης. Πραγματικά η ελληνική ύπαιθρος και ιδιαιτέρως η θεσσαλική, από τους μυθολογικούς ακόμα χρόνους, προσέφερε εν αφθονία φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες, με τα οποία με την κατάλληλη επεξεργασία στα εργαστήρια, τα οποία βρίσκονταν στα ενδότερα των φαρμακείων, οι εμπειρικοί φαρμακοποιοί παρασκεύαζαν τα φάρμακα. Μάλιστα στην πόρτα που οδηγούσε στο ιδιαίτερο και άβατο αυτό τμήμα των φαρμακείων υπήρχε επιγραφή γραμμένη στα λατινικά που έλεγε Laboratorium (Εργαστήριον). Στο απόρρητο αυτό περιβάλλον παρασκευάζονταν οι αλοιφές (οι περίφημες πομάδες), τα αφεψήματα (οι πρόδρομοι των σημερινών σιροπιών), τα σκονάκια (φάρμακα σε σκόνη που τα τοποθετούσαν σε αυτοσχέδιους μικρούς χάρτινους φακέλους), καταπότια και άλλες συσκευασίες, ανάλογα με την έμπνευση, τη γνώση και την εμπειρία των κατασκευαστών. Όλα αυτά ζυγίζονταν σε μεγάλης ακριβείας ζυγαριές, απαραίτητο εξάρτημα κάθε «ντρογγερίας» και συσκευάζονταν σύμφωνα με τις δοσολογίες και τον τρόπο που συνιστούσε ο ιατρός ή καμιά φορά και η γνώση του εμπειρικού φαρμακοποιού, του φαρμακοτρίφτη, όπως ήθελαν να τον φωνάζουν υποτιμητικά οι σπουδαγμένοι φαρμακοποιοί.
Ο Κωνσταντίνος Αστεριάδης νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Δρίτσα (1866-1931), κόρη αρχοντικής οικογένειας της Ύδρας, με την οποία απέκτησε έξι τέκνα, όλα αγόρια. Σαν λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας που ήταν, έδωσε σε όλα τα παιδιά του αρχαία ονόματα.
Ο πρωτότοκος γιος του Αγαμέμνων [1895-1953] σπούδασε φαρμακευτική και κληρονόμησε το φαρμακείο μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1908.
Ο δεύτερος γιος του ήταν ο Αγησίλαος (1897-1959).
Ο τρίτος κατά σειράν ήταν ο Αγήνωρ [1898-1977], ο γνωστός μας ζωγράφος, ο οποίος γεννήθηκε στη Λάρισα στις 24 Αυγούστου 1898.
Τα άλλα τέκνα του Κωνσταντίνου Αστεριάδη ήταν ο Αναξαγόρας (1900-1902), ο οποίος έζησε μόλις δύο χρόνια, ο Βύρων (1901-1932) και ο Πυγμαλίων (1905-1981).
Από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμα το σπίτι της οικογένειας Αστεριάδη, στο οποίο γεννήθηκαν όλα τα παιδιά της οικογένειας, βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Γρηγορίου Ε΄ και Ρούσβελτ. Ο Αγήνωρ διέσωσε σε έναν ωραίο πίνακα το σπίτι τους με τον τίτλο «Το Αστεριαδέικο».
Όπως αναφέρθηκε, στη δεκαετία του 1990 το φαρμακείο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκε μια πολυώροφη και απρόσωπη πολυκατοικία. Όμως από το παλαιό φαρμακείο του Βλαχοστέργιου-Αστεριάδη ο αείμνηστος Γιώργος Γουργιώτης είχε την πρόνοια να διασώσει ολόκληρο το περιεχόμενό του, με τα ράφια, τις εμαγιέ ταμπελίτσες στα συρτάρια και τα ντουλάπια, τη ζυγαριά, την αριθμομηχανή και τα διάφορα πολύτιμα σκεύη του, την εξωτερική επιγραφή Φαρμακείον Αγαμ. Αστεριάδου και τα τρία πορτραίτα που διακρίνονται στη φωτογραφία. Όλα αυτά, έπειτα από επιστημονική συντήρηση, είναι σήμερα εκτεθειμένα με τάξη και επιμέλεια στο νέο κτίριο του Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου Λάρισας και τα απολαμβάνουν καθημερινά οι επισκέπτες του.
-------------------------------------------
[1]. Το δρογοπωλείο προέρχεται από τη λέξη δρόγη, η οποία σημαίνει φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες (βότανο). Θα μπορούσαμε το δρογοπωλείο να το ονομάσουμε και βοτανοπωλείο.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Νικόλαος Αργυρόπουλος-Αγγελική Σκόδρα, ένα άγνωστο ζευγάρι, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 15ης Ιουλίου 2016.
[3]. Ο Αχιλλέας Αστεριάδης διετέλεσε και δήμαρχος Λαρίσης για πολλά χρόνια (1891-1895 και 1903-1912). Αχιλλεύς (1855-1920). Γεννήθηκε στη Λάρισα, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύτηκε στη χειρουργική στη Γαλλία. Πήρε μέρος στις επαναστατικές κινήσεις της Θεσσαλίας του 1878 και το 1891 εκλέχθηκε δήμαρχος Λαρίσης για πρώτη φορά. Ακολούθησαν άλλες δύο εκλογικές νίκες στις δημοτικές εκλογές του 1903 και 1907. Το 1912 και πριν ακόμα λήξει η θητεία του, έπειτα από δικαστική διαμάχη με τον Όμιλο Ανεμογιάννη από την Κέρκυρα για τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας, εξέπεσε του δημαρχιακού αξιώματος επειδή οι ανακρίσεις έφεραν στο φως «πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας» μεταξύ των δύο πλευρών. Αχιλλέας και Κωνσταντίνος Αστεριάδης ήταν πρωτεξάδελφοι.


Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Η οδός Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και στη γωνία το Παντοπωλείο του Ξεφτέρη. Προπολεμική φωτογραφία από τη Συλλογή του Αντώνη ΓαλερίδηΗ οδός Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και στη γωνία το Παντοπωλείο του Ξεφτέρη. Προπολεμική φωτογραφία από τη Συλλογή του Αντώνη Γαλερίδη
Στο σημερινό μας σημείωμα θα κάνουμε περίπατο σε τμήμα ενός κεντρικού δρόμου της παλιάς Λάρισας, της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και θα σταθούμε σε ορισμένα καταστήματα, τα οποία λειτούργησαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στους κατοίκους της.
Βρίσκονταν στην περιοχή της οποίας τα σημερινά κτίσματα είναι προγραμματισμένα να κατεδαφισθούν, για να προβληθεί ο χώρος του Αρχαίου Θεάτρου.
--Στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και Ύδρας, νότια της μικρής πλατειούλας που διαμορφώνεται στο σημείο αυτό, υπήρχε ένα από τα παλαιότερα φαρμακεία της Λάρισας, του Γεωργίου Μαυρομάτη (αριθ. 1). Στην περίοδο που αναφερόμαστε, ο αριθμός των φαρμακείων της Λάρισας ήταν αρκετός, παρόλο που ο πληθυσμός της πόλης ήταν πολύ λίγος και στην ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη κατέφευγαν οι κάτοικοι όταν βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη. Θα τα αναφέρω, με τον φόβο μήπως ξεχάσω κάποιο. Αστεριάδη Αγαμέμνονα, Καραθάνου Ηρακλή, του ισραηλίτη Ματαλόν και εν συνεχεία του Νίκου Ζησιάδη, Επιτρόπου και Παπαζήση, Κυλικά Στέφανου, Κυλικά Βασίλη, Χαϊμ Αλχανάτ, Μανεσιώτη Κων., Κρίκη Οδυσσέα, Παπασταύρου Κων. και εν συνεχεία Βάη Βασ., Χαρίτου, Σολωμού Δημ. και Ζυγοπούλου Κων. Τα προπολεμικά φαρμακεία ήταν διαφορετικά απ' ό,τι τα σημερινά, καθώς η μορφή τους άλλαξε τελείως. Τα εργαστήρια, εκτός εξαιρέσεων, καταργήθηκαν και τα φάρμακα προσφέρονται πλέον προκατασκευασμένα από τις φαρμακοβιομηχανίες. Την εποχή του μεσοπολέμου το φαρμακείο Μαυρομάτη έκλεισε και μίσθωσε το δίπλωμά του στον Δημήτριο Σολωμό, ο οποίος διατηρούσε ως τότε φαρμακαποθήκη.
Το κατάστημα αυτό στη συνέχεια στέγασε το Γραφείο Ασφαλειών του Αρτανιάν Κουρσούμη. Ο Αρτανιάν ήταν ένας δραστήριος και συμπαθής άνθρωπος, προσόντα τα οποία ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη της επιχείρησής του.
-Στην ίδια πλευρά, αλλά στη γωνία των οδών Απόλλωνος και Ύδρας, βρισκόταν το κατάστημα το οποίο στέγαζε το ποτοποιείο των αδελφών Κατσάρου (αριθ. 2). Πριν μετακομίσουν στο σημείο αυτό, το ποτοποιείο τους στεγαζόταν σε άλλο κατάστημα επί της οδού Ακροπόλεως, ανάμεσα στο φαρμακείο του Νίκου Ζησιάδη και του αρτοποιείου του Αντωνιάδη. Βασικό ποτό παραγωγής ήταν το ούζο, το οποίο ήταν και τότε γνωστό σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Οι προπολεμικές εφημερίδες το διαφήμιζαν συχνά: «Πίνετε ούζο Τυρνάβου αδελφών Κατσάρου». Ο Τύρναβος είχε ταυτισθεί με το ούζο που παρήγαγαν τα αδέλφια Κατσάρου, αφού το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ούζου ιδρύθηκε στον Τύρναβο, αλλά κατόπιν τα αδέλφια χώρισαν και ίδρυσαν εργοστάσια στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη.
-Στην απέναντι από το ποτοποιείο αδελφών Κατσάρου γωνία Ύδρας και Απόλλωνος είχε το συμβολαιογραφείο του ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης (αριθ. 3). Στους σημερινούς Λαρισαίους είναι περισσότερο γνωστός ως ο "Ιστορικός της Λάρισας" και λιγότερο ως συμβολαιογράφος. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1861. Πατέρας του ήταν ο εμποροτραπεζίτης Γεώργιος Φαρμακίδης, άτομο που είχε ενεργό συμμετοχή στην επανάσταση της Θεσσαλίας του 1878. Μητέρα του ήταν η Μαριγώ Λεονάρδου, κόρη του Ιωάννη Λεονάρδου, ιατρού από τα γειτονικά Αμπελάκια και συγγραφέα του βιβλίου «Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία»[1].
Παράλληλα με τις επαγγελματικές ενασχολήσεις του, ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην ιστορική έρευνα και στη συγκέντρωση υλικού, με το οποίο συνέθεσε τη συνοπτική ιστορία της Λάρισας από τον καιρό της αρχαιότητος, μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας[2].
Όταν σταμάτησε να εργάζεται ως συμβολαιογράφος, παρέδωσε το συμβολαιογραφείο και το πλούσιο αρχείο του στον συνάδελφό του Χρήστο Μαλάκη, ο οποίος προπολεμικά συνεργάσθηκε με τα συμβολαιογραφεία των Παναγιώτη Μουλούλη, Περικλή Γαρδίκη και Στέφανου Καράσου.
-Δίπλα από το συμβολαιογραφείο του Φαρμακίδη είχε το κατάστημά του ο υποδηματοποιός Στέργιος Σακελλαρίου (αριθ. 4), πατέρας του μετέπειτα προϊσταμένου της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Λάκη Σακελλαρίου. Το υποδηματοποιείο του ήταν ένα από τα καλύτερα της Λάρισας και δούλευε μόνον με παραγγελία. Η ειδικότητά του όμως, η οποία τον έκανε γνωστό και τον προτιμούσαν ιδιαίτερα ήταν ότι κατασκεύαζε γυναικείες παντόφλες με ιδιαίτερη τέχνη. Επιπλέον εκτελούσε με παραγγελία τις νυφιάτικες και γαμπριάτικες παντόφλες. Οι κοπέλες τότε όταν έφθαναν στην ώρα του γάμου κεντούσαν όμορφα σχέδια πάνω σε βελούδο και έδιναν τα κεντημένα υφάσματα στον Σακελλαρίου, ο οποίος τα χρησιμοποιούσε έντεχνα για να κατασκευάσει τις παντόφλες του γαμπρού και της νύφης. Τα μόνα μέρη που ήταν δερμάτινα ήταν τα πέλματα[3]. Ο Στέργιος Σακελλαρίου έπεσε μεταπολεμικά θύμα δυστυχήματος και έφυγε από τη ζωή πρόωρα.
-Στη γωνία ακριβώς λειτούργησε αρχικά το φαρμακείο του Ηρακλή Καραθάνου (αριθ. 5). Ο Καραθάνος καταγόταν από την Καρδίτσα, αλλά όταν πήρε το πτυχίο του προτίμησε να ανοίξει φαρμακείο στη Λάρισα. Στα παλιά χρόνια τα φαρμακεία ήταν και τόπος συγκέντρωσης πνευματικών ανθρώπων οι οποίοι κατέφευγαν σ' αυτά, γιατί γοητεύονταν με τις συζητήσεις που έκαναν πάνω σε θέματα επιστημονικά, κοινωνικά, ιστορικά και προ παντός πολιτικά. Ο Ηρακλής Καραθάνος δεν κάθισε για μεγάλο διάστημα στο κατάστημα αυτό και μεταστεγάστηκε στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Βενιζέλου, εκεί που πριν την αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου στεγαζόταν το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Ήταν πατέρας του μετέπειτα δημάρχου Δημ. Καραθάνου, ο οποίος τον διαδέχθηκε επαγγελματικά στο φαρμακείο.
Όταν άφησε ο Ηρακλής Καραθάνος το κατάστημα αυτό, ο Γιώργος Χριστιανός στέγασε την αντιπροσωπεία τσιγάρων Καραβασίλη και ύστερα απ’ αυτόν συνέχισαν οι αδελφοί Γιάννης και Μένιος Αγραφιώτης, που το κράτησαν μέχρις ότου άρχισε ο πόλεμος του 1940.
- Δίπλα του, επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) στεγαζόταν το κουρείο του Φώκου Μαλιχόβα (αριθ. 6). Εκτός από κουρέας ο Φώκος ασχολούνταν και με γενικότερα θέματα. Δεν ήταν μορφωμένος, όταν όμως τον άκουγες να συζητάει κυρίως επί πολιτικών θεμάτων, είχες την αίσθηση ότι μιλούσες με άνθρωπο που είχε πλούσιες γνώσεις.
-Στη συνέχεια βρισκόταν το καφενείο του Μπακάλμπαση (αριθ. 7), το οποίο εξυπηρετούσε όλα τα μαγαζιά της οδού Ακροπόλεως από την Κύπρου μέχρι τη Βενιζέλου.
Όταν ο Μπακάλμπασης έκλεισε το καφενείο, το ενοικίασε η «Υφαντουργική Βιομηχανία Γ. Πατσάλης» για να το χρησιμοποιήσει ως πρατήριο. Το εργοστάσιο Πατσάλη ήταν από τα μεγαλύτερα της Λάρισας και αρχικά λειτούργησε στον «Ξενώνα των Ζαρκινών», που είχε κατασκευάσει στη συνοικία του Αγ. Αθανασίου επί της οδού Κραννώνος ο Ιωάννης Κουτλιμπανάς. Το 1925, από άγνωστη αιτία οι εγκαταστάσεις αυτές κάηκαν. Η βιομηχανία όμως ανασυγκροτήθηκε γρήγορα και στεγάσθηκε σε νέες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες οικοδομήθηκαν στην περιοχή μεταξύ Μύλου του Παππά και Δημοτικού Νοσοκομείου. Εκτός από τη χονδρική πώληση, έκανε και λιανική από το πρατήριο που ενοικίασε όπως είδαμε στην οδό Ακροπόλεως.
--Ακολουθούσε το "Κυβέλεια", που ήταν από τα αριστοκρατικότερα κοσμικά εντευκτήρια. Ήταν ζαχαροπλαστείο, αλλά προσέφερε και ποτά με διάφορους μεζέδες. Ιδρυτές του υπήρξαν οι αδελφοί Βρεττόπουλοι (αριθμ. 8)[4].
--Στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Παπαναστασίου βρισκόταν ένα από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα παντοπωλεία της παλιάς Λάρισας, του Ξεφτέρη (αριθ. 9). Την εποχή εκείνη τα καταστήματα αυτά δούλευαν νυχθημερόν, καθώς δεν υπήρχε ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων, ούτε και εργασίας των υπαλλήλων.
 [1]. Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε στη Πέστη της Αυστροουγγαρίας το 1836 και επανεκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις "Θετταλός", με σχόλια του Κώστα Σπανού.
[2]. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου ήταν: «ΛΑΡΙΣΑ. Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881). Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη», τυπώθηκε το 1926 στον Βόλο και επανεκδόθηκε το 2001 από το βιβλιοπωλείο "Γνώση", με εισαγωγή και σχόλια του Κώστα Σπανού.
[3]. Όποιοι επισκέφθηκαν το Μουσείο Θεσσαλικής Ζωής της οικογένειας Κώστα Συρμακέζη στην Ελάτεια, στην ξενάγηση θα πρέπει να πρόσεξαν τις όμορφες γαμπριάτικες παντόφλες των προπατόρων της οικογένειας.
[4]. Για το συγκεκριμένο κατάστημα αναφερθήκαμε παλαιότερα. Βλέπε: Το Ζαχαροπλαστείο "Κυβέλεια" των αδελφών Βρεττόπουλου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 25ης Ιουλίου 2018.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το μεγάλο τουρκικό λουτρό (Χαμάμ)


Το Μεγάλο Χαμάμ από το ύψος διπλανού ξενοδοχείου. Φωτογραφία του 2001. Από το βιβλίο του Θεόδωρου Παλιούγκα, «Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)», τόμ. Β΄, σελ. 503.Το Μεγάλο Χαμάμ από το ύψος διπλανού ξενοδοχείου. Φωτογραφία του 2001. Από το βιβλίο του Θεόδωρου Παλιούγκα, «Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)», τόμ. Β΄, σελ. 503.Το Μεγάλο Λουτρό της Λάρισας. Ο τρούλος του ζεστού χώρου. Από το βιβλίο του Θεόδωρου Παλιούγκα, «Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)», τόμ. Β΄, σελ. 506.
Οι περισσότεροι Λαρισαίοι καθώς διασχίζουν την οδό Βενιζέλου αντικρίζουν τον τρούλο ενός κτίσματος, που παλαιότερα το προσδιόριζαν σαν “Rooms” και σήμερα σαν “Hamam”, από το μπαρ για τους νέους που λειτουργεί στους χώρους του.
Όμως το κτίσμα αυτό που χάνεται ανάμεσα στις πολυτελείς βιτρίνες των καταστημάτων του πιο εμπορικού δρόμου της Λάρισας, είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα μέχρι σήμερα κτίρια της εποχής της τουρκοκρατίας, για το οποίο μάλιστα η Αρχαιολογική Υπηρεσία, αντιλαμβανόμενη την ιστορική αξία του, το ανέδειξε έπειτα από μια σωστική αποκατάσταση των χώρων του, ενώ οι επιχειρηματίες οι οποίοι το λειτουργούν, φαίνεται ότι το σέβονται και το προστατεύουν.
Τα λουτρά (χαμάμ) ήταν για τους μουσουλμάνους χώροι υγιεινής και εξαγνισμού[1]. Γι’ αυτό και στη Λάρισα πιστεύεται ότι λουτρά οικοδομήθηκαν από την πρώτη στιγμή της κατάληψής της το 1423 από τους Οθωμανούς, παρά τις δυσκολίες που θα πρέπει να αντιμετώπιζαν στο θέμα της ύδρευσης, παρ’ όλο που ο Πηνειός ήταν λίγα μέτρα κοντά τους και βρισκόταν στις παρυφές της πόλεως. Δεν έχουμε άμεσες μαρτυρίες από Ευρωπαίους περιηγητές για την παρουσία λουτρών στην πόλη. Μόνον οι μουσουλμάνοι Χατζή Κάλφα και Εβλιγιά Τσελεμπή κατά τον 17ο αιώνα, αναφέρουν την ύπαρξη δημοσίων λουτρών στη Λάρισα. Ο τελευταίος μάλιστα αναφέρει ότι στη Λάρισα εκτός από δημόσια, υπήρχαν και πολλά μικρά ιδιωτικά λουτρά, τα οποία αποτελούσαν ειδικά παραρτήματα μέσα στα αχανή κονάκια των πλούσιων Οθωμανών μπέηδων (γαιοκτημόνων).
Το Μεγάλο Λουτρό που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, βρίσκεται ακριβώς πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες των καταστημάτων της οδού Βενιζέλου, από τους αριθμούς 81 έως 93, κοντά στην συμβολή της με την οδό Φιλελλήνων. Δεν μας είναι γνωστή η χρονολογία κατασκευής το . Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι κτίσμα του 17ου ή 18ου αιώνα, ενώ υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι τοποθετούν την αρχική φάση του κτίσματος στον 15ο αιώνα, αμέσως μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς και την έλευση του Τουρχάν μπέη και των διαδόχων του Ομέρ μπέη και Χασάν μπέη.
Αρχιτεκτονικά το Μεγάλο Χαμάμ της Λάρισας ακολουθεί τη βασική μορφή που είχαν τα δημόσια Οθωμανικά λουτρά επί τουρκοκρατίας, με τους τέσσερες κατά σειράν βασικούς χώρους, την αίθουσα αποδυτηρίων, τον μεταβατικό χώρο που χρησιμεύει για ανάπαυση και προετοιμασία του σώματος, τον κυρίως ζεστό χώρο ο οποίος καλύπτεται με τρούλο και το θερμαντικό κέντρο. Εδώ στο χαμάμ της Λάρισας ο πρώτος χώρος των αποδυτηρίων είναι μία μεγάλη τετράγωνη αίθουσα η οποία καλύπτεται από τρούλο διαμέτρου 13 περίπου μέτρων. Ο τρούλος αυτός είναι και το εξωτερικό σημείο αναφοράς του Μεγάλου Λουτρού, ανάμεσα στα χαμηλά κτίσματα που κυριαρχούν στην οδό Βενιζέλου και για διάφορους λόγους δεν έχουν επεκταθεί καθ’ ύψος, όπως σε άλλες περιοχές της πόλεως.
Ακολουθεί το μεταβατικό τμήμα του λουτρού με την χλιαρή θερμοκρασία. Είναι ο χώρος προσαρμογής πριν ο λουόμενος κατευθυνθεί στον επόμενο ζεστό χώρο που έχει θερμοκρασία 38 – 40 βαθμούς. Η αίθουσα αυτή καλύπτεται με ημισφαιρικό τρούλο ο οποίος φέρει στο τοίχωμά του πολλές οπές για τον επαρκή φωτισμό του χώρου. Δυτικότερα ακολουθούσε το θερμαντικό κέντρο, το οποίο δεν διακρίνεται μέσα στην αναδιάταξη των χώρων και την αλλαγή χρήσης με το πέρασμα του χρόνου. Το δάπεδο όλων αυτών των χώρων βρίσκεται 2,5 περίπου μέτρα χαμηλότερα από την επιφάνεια του πεζοδρόμου της Βενιζέλου[2].
Απ’ όλες τις ενδείξεις συμπεραίνεται ότι το Μεγάλο Χαμάμ ήταν εν λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Μετά την απελευθέρωση του 1881 το σύμπλεγμα των χώρων του λουτρού διαμοιράσθηκε σε μικρά καταστήματα και εργαστήρια[3]. Το γεγονός αυτό είχε σαν συνέπεια το κτίσμα να δεχθεί πολλές προσθήκες και αυθαίρετες επεμβάσεις. Το 1986 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και λίγα χρόνια αργότερα η αρχαιολογική υπηρεσία το συντήρησε, ανέδειξε την τοιχοποιία και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τους χώρους του, οι οποίοι αποτελούν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα οθωμανικά μνημεία, καθώς λειτουργεί ως μπαρ.
Ελπίζεται πως με την σταδιακή αποκατάσταση του γειτονικού Α’ Αρχαίου Θεάτρου και την απελευθέρωση του οικοδομικού τετραγώνου που περικλείεται μεταξύ των οδών Βενιζέλου-Απόλλωνος -Ύδρας και Παπαναστασίου από τα κτίσματα, θα αρχίσει σιγά-σιγά και όσο οι οικονομικές συνθήκες της χώρας το επιτρέπουν, να διαμορφώνεται σαν σκέψητο Λουτρό αυτό να απαλλαγεί από τα επιπρόσθετα κτίσματα που το καλύπτουν και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και να αποδοθεί στην πόλη σαν ένας χώρος ο οποίος θα διατηρήσει την διαχρονική ιστορική αλληλουχία της Λάρισας, εφ’ όσον το κτίσμα αυτό, όπως αναφέρθηκε, είναι ένα από τα ελάχιστα Οθωμανικά κτίσματα που διατηρείται μέχρι σήμερα στη Λάρισα[4].
[1]. Όσοι επισκεφθήκαμε κατά καιρούς διάφορα μεγάλα οθωμανικά τεμένη, έχουμε παρακολουθήσει την αυστηρή μουσουλμανική συνήθεια καθαρισμού του προσώπου και των άκρων (χέρια, πόδια) των πιστών του Κορανίου πριν προχωρήσουν στο εσωτερικό να προσευχηθούν. Εξ άλλου σύμφωνα με το Κοράνι ο πιστός μουσουλμάνος υποχρεώνεται να καθαρίζει το σώματου δύο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα και μάλιστα με νερό τρεχούμενο.
[2]. Το σημερινό κείμενο βασίσθηκε ως επί το πλείστον στο βιβλίο του συμπολίτη μας Θεόδωρου Παλιούγκα, με τίτλο Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β΄, σελ. 497-508, όπου ο αναγνώστης θα βρει πολλά και λεπτομερή στοιχεία για τα λουτρά της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, με σχέδια και φωτογραφίες.
[3]. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι την ίδρυση εργοστασίων παγοποιίας στη Λάρισα, τα καλοκαίρια κάτοικοι από την Σπηλιά και άλλα ορεινά χωριά της περιοχής, κατέβαζαν με τα ζώα χιόνι, συσκευασμένο κατάλληλα με φτέρες και προστατευμένο από τη ζέστη με ειδικά περιτυλίγματα και το αποθήκευαν στους χώρους του Μεγάλου Χαμάμ που ήδη είχε σταματήσει τη λειτουργία του. Προτιμούσαν τις αίθουσές του γιατί είχαν χαμηλή θερμοκρασία και το χιόνι μπορούσε να διατηρηθεί περισσότερο χρόνο. Απ’ εκεί το πουλούσαν στους Τούρκους μπέηδες και σε αστούς της πόλεως, για να δροσίζουν το πόσιμο νερό και τα τρόφιμα, αλλά και σε ασθενείς με ψηλό πυρετό.
[4]. Από το Μπεζεστένι, την κλειστή τουρκική αγορά, έχει μείνει μόνον το κέλυφος, ενώ η προβλεπόμενη αποκατάστασή του θα ακολουθήσει σύγχρονες κατασκευαστικές δομές. Το Γενί τζαμί κτίσθηκε ως γνωστόν το 1891, μετά την απελευθέρωση της Λάρισας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Η ρόδα των παζαριών έχει ιστορία...
  
Δέος, τρέμουλο, η αδρεναλίνη στα ύψη και η εικόνα της περιοχής από ψηλά. Αυτά και άλλα, προσφέρει στους επισκέπτες του κάθε παζαριού, η ρόδα. Γίνεται παζάρι και δη της Λάρισας, χωρίς τη ρόδα; Κλασικό σημείο του παζαριού, ακόμα και για ραντεβού, επειδή φαίνεται από μακριά. Η οποία έχει τη δική της ιστορία, αλλά και εφευρέτη, τον George Ferris...
Έμεινε στην ιστορία, για το σχεδιασμό και την κατασκευή της πρώτης ρόδας για μια έκθεση στο Σικάγο, το 1893. Σύμφωνα με στοιχεία από το διαδίκτυο: «Ο George Ferris γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1859 στο Ιλλινόις. Οι διευθυντές της παγκόσμιας έκθεσης ήθελαν ένα έκθεμα, που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ή ακόμα και ξεπεράσει τον Πύργο του Άιφελ, ο οποίος είχε κατασκευαστεί στο Παρίσι το 1889, και για το λόγο αυτό επιλέχθηκε η ρόδα του λούνα παρκ. Οι ρόδες, βελτιώθηκαν, μεγάλωσαν, η κάθε θέση των δύο ατόμων, έγινε ολόκληρο δωμάτιο, που χωρά καθένα πολύ κόσμο. Έγινε μέσο ανταγωνισμού μεγάλων πόλεων. Η Flyer στη Σιγκαπούρη, το «Μάτι» του Λονδίνου και η New York Wheel είναι από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Εντυπωσιακή και αυτή στο Παρίσι, έξω από τους κήπους του Κεραμικού, που χαρίζει θέα στη γαλλική πρωτεύουσα.
Οι ρόδες, όπως και οι ουρανοξύστες, τείνουν να καταστούν αναπόσπαστο τμήμα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Η ρόδα London Eye, που κατασκευάσθηκε για τον εορτασμό της Χιλιετίας, επρόκειτο να είναι προσωρινή, παρότι είχε κοστίσει 142 εκατ. στερλίνες. Η γιγάντια ρόδα στις όχθες του Τάμεση αποδείχθηκε, όμως, τόσο δημοφιλής, που η αποσυναρμολόγησή της αναβλήθηκε επ' αόριστον. Μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 32 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν «ταξιδέψει» στις γόνδολες της ρόδας London Eye.
Σήμερα, κάθε μεγαλούπολη, που σέβεται τον εαυτό της, από το Πεκίνο μέχρι και τη Βαγδάτη, επιθυμεί ή έχει ήδη αποκτήσει μία. Όταν η πόλη του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία φιλοξένησε τη Διεθνή Τουριστική Έκθεση του 2003, ο Δήμος νοίκιασε μεγάλη ρόδα από το Παρίσι. Καθώς οι επισκέπτες βρίσκονταν στον αέρα, ατενίζοντας τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια της πόλης και τα πάντα καλαίσθητα κανάλια της, η ηχογραφημένη ξενάγηση που ακουγόταν από τα μεγάφωνα περιέγραφε τα αρχιτεκτονικά μνημεία του Παρισιού...
Το Μπέρμιγχαμ, όπως και δεκάδες άλλες πόλεις του κόσμου, έπρεπε να αποκτήσει τη ρόδα του, αν και αυτή -όπως και εκείνες του Πλίμουθ, του Νιούκαστλ και του Γιορκ- ήταν προσωρινή. Ο Τζέι Πέντερ, υπεύθυνος πωλήσεων της εταιρείας Great City Attractions, ιδιοκτήτριας της ρόδας του Μπέρμιγχαμ, λέει: «Η οικονομική κρίση δεν έχει πλήξει τον τομέα μας. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται όλη αυτή η ζήτηση για ρόδες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ζήτηση αυτή υπάρχει και είναι ζωηρή. Φέτος, ανοίγουμε τρεις νέες ρόδες στην Αυστραλία, με ύψος που θα ξεπερνά τα 200 μέτρα».
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Οργανισμού Τουρισμού εξηγεί: «Οι ρόδες έχουν εικονικό χαρακτήρα και προσδίδουν στις πόλεις τους ψευδαίσθηση υψομέτρου, τεχνολογικής υπεροχής και προοπτικής. Σε πόλεις όπως το Γιορκ, μία απαστράπτουσα ολοκαίνουργια ρόδα μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στα ιστορικά μνημεία και τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική».
Πώς δεν το είδαν από μια παρόμοια σκοπιά και στην Ελλάδα ή τη Λάρισα, για κάτι πιο μόνιμο και συμβολικό;
Επιμέλεια: Ε. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η ιστορική εξέλιξη του παζαριού Λάρισας


Η ιστορική εξέλιξη του παζαριού Λάρισας

 Του Αποστόλου Ποντίκα, Δασκάλου, Θεολόγου, Φιλολόγου,  πτυχ Πολιτικών Επιστημών, επιτ Σχολικού Συμβούλου

 Mε την ευκαιρία της έναρξης του παζαριού ή της Εμποροπανήγυρης Λάρισας, προβαίνουμε σε μια ιστορική και οικονομική περιγραφή του θεσμού αυτού, που έχει τις ρίζες του στις Βυζαντινές συντεχνίες και περισσότερο στις συντεχνίες της Τουρκοκρατίας. Παζάρι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν δημόσια αγορά με κτίρια, όπου γινόταν συναντήσεις και διαπραγματεύσεις, με σκοπό τις αγοραπωλησίες. Από το είδος των εμπορευμάτων, οι αγορές έπαιρναν και άλλες ονομασίες, όπως, μπαλούκ- παζάρ, δηλαδή, ιχθυαγορά.
Η έννοια του παζαριού είναι ταυτόσημη προς το τσαρσί, με τη διαφορά ότι αυτό διαθέτει δικά του εμπορικά κτίρια. και εμπορική οργάνωση. Τα παζάρια πήραν και τη μορφή της πανήγυρης ή εμποροπανήγυρης. Προέρχεται η λέξη πανήγυρη από το πας και άγυρις, αγορά. Βέβαια, στην αρχαιότητα πανήγυρη, λεγόταν η θρησκευτική συνάθροιση του λαού , όπου τελούνταν γυμνικοί, μουσικοί και φιλολογικοί αγώνες, ενώ οργανώνονταν χοροί, θυσίες και για την εξυπηρέτηση των πανηγυριστών διενεργούνταν μια έντονη εμπορική κίνηση, με αποτέλεσμα να προκύψουν εμπορικές αγορές. Τέτοιες πανηγύρεις ήταν στην Αθήνα, τα Παναθήναια, τα Ελευσίνια, τα Λήμναια, κ.λπ.
Στη Σπάρτη τελούνταν τα Κάρνεια και Υακίνθεια. Στις αγορές αυτές άρχισαν να γίνονται διάφορες αγοραπωλησίες γεωργικών, κτηνοτροφικών και άλλων προϊόντων. Ένα παράδειγμα, θρησκευτικής πανήγυρης που συνδυάστηκε με οικονομικές δοσοληψίες ήταν τα Δημήτρια στη Θεσσαλονίκη στη γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου, όπου συνέρεαν προσκυνητές και έμποροι και από άλλες χώρες.
Είναι γνωστό ότι στην Τουρκοκρατία οι συντεχνίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της κάθε περιοχής. Έτσι, τα Παζάρια, ή αγορά ή εμποροπανηγύρεις, υπήρξαν χώροι διάθεσης και διακίνησης συντεχνιακών προϊόντων . Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ο θεσμός του Παζαριού, ο οποίος υπάρχει στα κατοπινά χρόνια και παρουσιάζει έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον.
Η αγορά ήταν το σημαντικότερο μέρος του Βαροσιού, όπου η κίνηση αποκλειστικά γινόταν από χριστιανούς εμπόρους, τεχνίτες και επαγγελματίες. Άλλωστε, έχουν μείνει και σήμερα σε ορισμένες πόλεις ονομασίες, Βαρούσι, όπως, για παράδειγμα στην Ελασσόνα και στα Φάρσαλα. Η εμπορική αγορά απλωνόταν σε στενούς δρόμους και σοκάκια , όπου ήταν τοποθετημένα συντεχνιακά εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά ήταν ξύλινα και λιθόκτιστα. Τα ξύλινα εργαστήρια μοιράζονταν το ανοικτό μέρος της αγοράς και λεγόταν Τσαρσί ή Μεϊντάν, ενώ τα λιθόκτιστα ήταν κλειστά, θολογύριστα και λέγονταν Μπιζεστένι. Kάθε συντεχνία είχε το δικό της σοκάκι, ανάλογα με το επάγγελμα, όπου διέθετε το δικό της εμπόρευμα, με αποτέλεσμα ο χώρος αυτός να παίρνει την αντίστοιχη ονομασία, σε σχέση με το είδος του εμπορεύματος, όπως, ταμπάκικα, παπουτσάδικα, καλαντζίδικα, γιδοπάζαρο, γελαδοπάζαρο, κ.λπ.
Άλλωστε, ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι αναφέρουν αυτές τις ονομασίες, όπως συμβαίνει και σε ορισμένα σημεία της Λάρισας. Για τη σωστή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, την αποφυγή παραβάσεων από τους πωλητές, υπήρχε ο επιστάτης, ο οποίος φρόντιζε για την αγορά και έλεγχε τους πωλητές, ενώ οι συντεχνίες καθόριζαν τις ανώτερες τιμές πώλησης των προϊόντων. Ο θεσμός αυτός των παζαριών ή εμποροπανηγύρεων, σήμερα εμπλουτίστηκε και με σύγχρονα βιομηχανικά προϊόντα, ενώ τα παραδοσιακά κτηνοτροφικά και γεωργικά έχουν σχεδόν εκλείψει.
Στο παζάρι της Λάρισας, της Ελασσόνας και των Φαρσάλων, μέχρι τη δεκαετία του 1960, γινόταν αγοροπωλησίες ζώων, όπως, αγελάδων, αλόγων και αιγοπροβάτων. Αλλά, όμως και σε άλλες γεωργοκτηνοτροφικές περιοχές γινόταν ζωοπανηγύρεις, όπως, στα Σέρβια Κοζάνης, στα Τρίκαλα, στην περιοχή της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης. Επίσης σήμερα τις μεγάλες αγορές των παλαιοτέρων χρόνων αντικατέστησαν οι Εκθέσεις, οι οποίες οργανώνονται με τη μέριμνα της πολιτείας και διαφόρων οικονομικών παραγόντων. Σήμερα τα εβδομαδιαία παζάρια είναι κατάλοιπα και απομίμηση των συντεχνιακών παζαριών.
Εξάλλου, μεγαλύτερος χώρος διάθεσης βιομηχανικών, βιοτεχνικών, αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν τα εμπορικά πανηγύρια. Ανάμεσα στο παζάρι και πανηγύρι πρέπει να δια κρίνουμε μερικές διαφορές. Το εμπορικό πανηγύρι είχε υπεροχή έναντι του παζαριού, γιατί αυτό παρουσίαζε μεγαλύτερη ποικιλία σε εμπορεύματα. Άλλωστε, ο πωλητής είχε τη δυνατότητα να γίνει αμέσως και αγοραστής, με το όρο να έβρισκε κατάλληλα εμπορεύματα και ιδιαίτερα πρώτες ύλες για τη συντεχνία. Στην περίπτωση αυτή τον βοηθούσε και το σύστημα ανταλλαγής προϊόντων που επικρατούσε στα πανηγύρια.
Εξάλλου, οι αντιπρόσωποι των συντεχνιών αποκτούσαν νέο αγοραστικό κοινό, που για διάφορες αιτίες δύσκολα θα μπορούσαν να προσεγγίσουν και να προσεταιριστούν κάτω από άλλες συνθήκες. Οι γνωριμίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να γίνονται περισσότερες παραγγελίες και να αυξάνεται η παραγωγική διαδικασία της συντεχνίες. Βέβαια, η εμποροπανήγυρη είχε ένα μειονέκτημα, αφού ήταν μικρή χρονική διάρκεια και κρατούσε 20 ημέρες, ενώ το παζάρι διαρκούσε όλο το χρόνο. Οι εμποροπανήγυρεις άρχιζαν την Άνοιξη και τελείωναν τον Νοέμβριο μήνα. Έτσι και σήμερα τα παζάρια επικράτησε να αρχίζουν από την άνοιξη και να τελειώνουν το φθινόπωρο, αφού είναι κατάλληλη περίοδος για τη διακίνηση των εμπορευμάτων, αλλά γιατί βοηθούν και οι καιρικές συνθήκες. Στον Τύρναβο γίνεται τη άνοιξη, όπως και στους Γόννους, στα Φάρσαλα 15 Αυγούστου, στην Ελασσόνα αρχές Σεπτεμβρίου και στη Λάρισα 24 Σεπτεμβρίου.
Οι συντεχνίες για να λάβουν μέρος στα πανηγύρια αυτά, ακολουθούσαν κάποια διαδικασία. Όσοι συντεχνίτες ήθελαν να πάρουν μέρος με την ιδιότητα του πωλητή, μάζευαν τα εμπορεύματά τους λίγες μέρες νωρίτερα πριν ανοίξει το πανηγύρι και άρχιζαν να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν με τα ζώα, που σχημάτιζαν ένα είδος καραβανιού. Όλες οι οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, γνωριμίες, φιλίες και συναναστροφές γινόταν μέσα στο χώρο αυτό. Με τη λήξη της εμποροπανήγυρης, συνέχιζαν το δρόμο για άλλες πανηγύρεις, όπως, γίνεται και σήμερα.. Υπήρχαν περιπτώσεις, όπου οι συντεχνίες εξουσιοδοτούσαν πεπειραμένο και έμπιστο πρόσωπο να προμηθευτεί από τους πραματευτάδες άλλων περιοχών μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων .
Για το ξεκίνημα και το στήσιμο μιας νέας συντροφιάς, απαιτείτο σχετική άδεια και κάποιο συμφωνητικό, το οποίο υπέγραφε ο προμηθευτής και χρηματοδότης. Για να είναι έγκυρο το συμφωνητικό υπέγραφε και ο γραμματέας της συντεχνίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα εμποροπανηγύρια αποτελούσαν σταθμό επαγγελματικής σταδιοδρομίας στον εμπορικό και επιχειρηματικό τομέα. για ορισμένα μέλη της συντεχνίας. Το παζάρι της Λάρισας παλαιότερα ήταν σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τους κατοίκους της πόλης, αλλά και για ολόκληρο το νομό, αφού έφεραν τα κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα στο χώρο του παζαριού, όπου γινόταν οι αγοραπωλησίες. Δεν ήταν μόνο που επισκέπτονταν το παζάρι οι ντόπιοι, αλλά ερχόταν πραματευτάδες από όλη την Ελλάδα, αφού ήταν μεγάλο και ξακουστό. Σήμερα το παζάρι έχασε την παραδοσιακή μορφή και τα εκθέματα είναι κυρίως βιομηχανικά και λιγότερα βιοτεχνικά ή κτηνοτροφικά, όπως ήταν παλαιότερα, αλλά διατηρεί την αίγλη και το ενδιαφέρον των επισκεπτών.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Τα Ψαράδικα της Δημοτικής Αγοράς

 
Τα Ψαράδικα της Δημοτικής Αγοράς
Η σημερινή φωτογραφία αποτυπώνει μια εικόνα, η οποία ήταν πολύ προσφιλής στους παλιούς Λαρισαίους. Παρουσιάζει δύο ψαράδικα στη σειρά με τις ψαροκασέλες γεμάτες λαχταριστά ψάρια να βρίσκονται έξω από αυτά, εκτεθειμένες στους υποψήφιους αγοραστές.
Τα ιχθυοπωλεία αυτά στεγάζονταν από το 1933 μέχρι το 1978 στο εσωτερικό της Δημοτικής ή Νέας Αγοράς[1] περιμετρικά και, όπως καταλαβαίνει κανείς, ο συναγωνισμός μεταξύ τους ήταν έντονος, καθώς ο κάθε καταστηματάρχης προσπαθούσε να προσφέρει τα καλύτερα και τα πιο φρέσκα ψάρια.
Η συγκέντρωση όλων των ιχθυοπωλείων της παλιάς Λάρισας σε ένα σημείο ήταν ένα δύσκολο και επίμοχθο έργο του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα από την αρχή της δημαρχιακής του θητείας. Πιο πριν τα περισσότερα ήταν διασπαρμένα στην οδό Πανός και σε άλλα κεντρικά σημεία της πόλης, ανακατωμένα με άλλα καταστήματα (κρεοπωλεία, μανάβικα, καφενεία, ταβέρνες κ.λπ.), στα οποία η έλλειψη στοιχειωδών κανόνων υγιεινής ήταν εμφανής και η δυσοσμία αφόρητη.
Η σκέψη για την ανέγερση Δημοτικής Αγοράς ήταν στα σχέδια του Σάπκα από την εκλογή του το 1925. Ως χώρος ανέγερσης είχε προκριθεί η Πλατεία Ανακτόρων[2], η οποία όμως την περίοδο εκείνη ήταν κατειλημμένη από παραπήγματα που είχαν κατασκευάσει οι πρόσφυγες όταν έφθασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, για να εγκαταστήσουν τις επαγγελματικές τους εστίες. Η πρόχειρη κατασκευή τους και η άναρχη χωροθέτηση είχαν δημιουργήσει μια ανθυγιεινή εστία μέσα στο κέντρο της πόλης, η οποία έπρεπε να εξαλειφθεί και η κατασκευή της Δημοτικής Αγοράς στο σημείο αυτό ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία. Όμως η πρόταση αυτή συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των προσφύγων και των υποστηρικτών τους. Τελικά έπειτα από αρκετό διάστημα η άρνησή τους κάμφθηκε, χάρη στις προσπάθειες του δημάρχου και των δημοτικών συμβούλων που υποστήριζαν την άποψή του[3].
Η Αγορά άρχισε τελικά να κτίζεται κατά τα τελευταία έτη της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Σάπκα (1929-1934) και εργολάβος ήταν ο μηχανικός Κωνσταντίνος Μιχαλέας από την Αθήνα. Οι διαστάσεις του κτιρίου ήταν 49,50 Χ 42,50 μέτρα και το περίγραμμα ακολούθησε το σχήμα της πλατείας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κτίσμα να έχει δύο ορόφους, τα καταστήματα να είναι περιφερειακά, εξωτερικά και εσωτερικά και στο κέντρο να υπάρχει αίθριο, το οποίο θα καλυπτόταν από υαλόφρακτη στέγη. Η μεγάλη όμως δαπάνη που απαιτούσε η κατασκευή του, υποχρέωσε τον Δήμο να οικοδομήσει αρχικά μόνο το ισόγειο. Το έργο κατασκευάσθηκε με σιδηροπαγές σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ) και τα εγκαίνια έγιναν τον Δεκέμβριο του 1933.
Η Δημοτική αγορά κατασκευαστικά ήταν ένα οικοδόμημα μεγάλων διαστάσεων. Τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πλευρά του κατασκευάσθηκαν συνολικά 56 ευρύχωρα καταστήματα με ύψος 7 μέτρα περίπου. Τα γωνιακά ήταν προνομιακά, καθώς ήταν πιο ευρύχωρα και η εξωτερική τους γωνία είχε καμπύλη μορφή. Στο κέντρο του κτιρίου υπήρχε κενός χώρος μεγάλων διαστάσεων σαν ένα είδος ακάλυπτου αίθριου. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του γινόταν από τέσσερις μεγάλες εισόδους, μία στο κέντρο κάθε πλευράς. Μεγάλα υπόστεγα, πλάτους τεσσάρων μέτρων κάλυπταν περιμετρικά όλα τα καταστήματα εσωτερικά και εξωτερικά, ώστε να είναι δυνατή η διακίνηση του κόσμου και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες[4]. Στα καταστήματα στεγάσθηκαν κατά προτεραιότητα οι πρόσφυγες που είχαν αναπτύξει την επαγγελματική τους δραστηριότητα στα παραπήγματα της πλατείας Ανακτόρων και στη συνέχεια, με κάποια δυσπιστία όσον αφορά στην επαγγελματική επιτυχία της μετακόμισης, τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία και τα άλλα καταστήματα τροφίμων που βρίσκονταν διάσπαρτα στην πόλη και κυρίως στη ρυπαρή τότε οδό Πανός.
Τα εσωτερικά καταστήματα της Δημοτικής Αγοράς ήταν λόγω κατασκευής λιγότερα απ' ό,τι τα εξωτερικά και στέγαζαν αποκλειστικά ιχθυοπωλεία. Η σύνδεση του κτιρίου με το δίκτυο ύδρευσης της ΕΥΗΛ (Εταιρεία Υδρεύσεως, Ηλεκτρισμού Λαρίσης)[5] διατηρούσε τους χώρους καθαρούς και το κεντρικό άνοιγμα του αίθριου εξουδετέρωνε τη δυσοσμία. Οι μεταβολές αυτές έδρασαν καταλυτικότερα για τα ψαράδικα, η κατανάλωση των οποίων αυξήθηκε και ο χώρος ήταν ευχάριστα προσπελάσιμος, ιδιαίτερα μετά την επικάλυψη των εσωτερικών τοίχων με ζωγραφικές απεικονίσεις. Οι τοιχογραφίες αυτές είχαν γίνει από τον λαϊκό ζωγράφο Μιχάλη Παντόλφη[6] και είχαν θέματα θαλασσινά.
Το καλοκαίρι του 1978, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς άρχισε να κατεδαφίζεται. Το αιτιολογικό της κατεδάφισης ήταν να αποκτήσει η πόλη έναν επί πλέον πνεύμονα πρασίνου. Με τη μεσολάβηση του ζεύγους Γιώργου και Λένας Γουργιώτη και του ζωγράφου Ποσειδώνα Μιχάλογλου, πριν την ισοπέδωση έγινε αποτοίχιση των έργων του Παντόλφη, όσα διατηρούνταν σε ικανοποιητική κατάσταση, κυρίως στα ψαράδικα των αδελφών Μυλωνά και των Μέρχα και Γκανά. Μετά την κατεδάφιση δημιουργήθηκε στη θέση του η πλατεία Λαού και σήμερα κάτω από την επιφάνειά της έχει κατασκευασθεί υπόγειος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
Εικόνες σαν την δημοσιευόμενη σήμερα έχουν εκλείψει πλέον από τη Λάρισα και πολλοί συμπολίτες μας διερωτώνται ακόμη, σαράντα χρόνια μετά την κατεδάφισή του, με ποιον επιδέξιο τρόπο θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς αν παρέμενε, και τι ομορφιά θα πρόσθετε σε ένα ευαίσθητο σημείο της Λάρισας.
--------------------------------------------
[1]. Η ονομασία Νέα Αγορά είχε επικρατήσει μεταξύ των Λαρισαίων προπολεμικά μετά την κατασκευή της, γιατί η δημοτική αρχή είχε κατορθώσει να πείσει, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, τους μαγαζάτορες της οδού Πανός (κρεοπώλες, ιχθυοπώλες, οπωροπώλες κ.λπ.) να μετακομίσουν το 1933 στο ειδικά προς τούτο νέο κτίριο.
[2]. Πλατεία Ανακτόρων ονομαζόταν ολόκληρος ο χώρος ο οποίος σήμερα έχει μετονομασθεί σε πλατεία Δημάρχου Μπλάνα, επειδή την εποχή εκείνη βρισκόταν απέναντι από το κτίριο των Ανακτόρων.
[3]. Πολλές λεπτομέρειες για την κατασκευή της Δημοτικής Αγοράς και τα προηγηθέντα αυτής, υπάρχουν στις ανέκδοτες μέχρι σήμερα χειρόγραφες «Αναμνήσεις» του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα.
[4]. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά μελετήματα. Η μικρή ιστορία της Δημοτικής μας Αγοράς, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Αθήνα (2000), σελ. 97-100.
[5]. Πρόκειται για τον γνωστό οργανισμού ΟΥΗΛ, και τη σημερινή εξελιγμένη μορφή της ΔΕΥΑΛ.
[6]. Ο Μιχάλης Παντόλφης (1886-1968), όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν ιταλικής καταγωγής (Pantolfi), και ήταν μέλος οικογένειας γνήσιων λαϊκών καλλιτεχνών οι οποίοι περιέτρεχαν τις ελληνικές παροικίες της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου. Το 1922 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα και από το 1935 άρχισε να ζωγραφίζει τους τοίχους σε σπίτια και καταστήματα με μηδαμινές απολαβές. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο λαϊκός ζωγράφος Μιχάλης Παντόλφης, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β΄, Λάρισα (2018) σελ. 149-152
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΤΣΟΥΓΚΑΡΙ. Η βόρεια πύλη της Λάρισας - Β΄

 
Ο "Μεγάλος Καφενές" στην είσοδο της γέφυρας. Επιστολικό δελτάριο του Ελευθερουδάκη. Φωτογραφία προ του 1908. Φωτογραφία Φωτοθήκης Λάρισας.Ο "Μεγάλος Καφενές" στην είσοδο της γέφυρας. Επιστολικό δελτάριο του Ελευθερουδάκη. Φωτογραφία προ του 1908. Φωτογραφία Φωτοθήκης Λάρισας.
Στο σημείωμά μας της προηγούμενης Τετάρτης περιγράψαμε τα κτίρια του Κάτω Τσούγκαρι, όσα βρίσκονται αριστερά στον εισερχόμενο στην πόλη μέσω της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου). Σήμερα θα γράψουμε για τα πλέον αξιόλογα κτίσματα που συναντάμε στη δεξιά πλευρά του Τσούγκαρι.
Το πρώτο κτίριο που συναντάμε στη γωνία Κενταύρων-Βενιζέλου έχει μια μεγάλη ιστορία. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας υπήρχε ένα λουτρό (χαμάμ). Σ' αυτό κατέφευγαν οι μουσουλμάνοι για να πλυθούν, πριν πάνε στο τζαμί του Χασάν μπέη που βρισκόταν εκεί κοντά για να προσευχηθούν. Κοντά σε κάθε τζαμί υπήρχε πάντα τρεχούμενο νερό και μόλις άκουγαν τη φωνή του μουεζίνη, ο οποίος τους προσκαλούσε για προσευχή, έπλεναν το πρόσωπο και τα χέρια, άφηναν τα παπούτσια έξω από το τέμενος και στη συνέχεια έμπαιναν μέσα για να απευθύνουν στον Αλλάχ τις προσευχές τους. Το τζαμί του Χασάν μπέη ήταν το μεγαλύτερο και επισημότερο της Λάρισας, είχε κτισθεί από τον Χασάν μπέη, εγγονό του κατακτητή της Λάρισας Τουρχάν μπέη στις αρχές του 16ου αι. πάνω σε γήλοφο στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κοντά στη γέφυρα. Σύμφωνα με την παράδοση στη θέση αυτή υπήρχε κατά τη βυζαντινή περίοδο ναός αφιερωμένος στη Σοφία του Θεού και κατά τους κλασικούς χρόνους αρχαίο ιερό προς τιμήν της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας. Το 1908 το τζαμί κατεδαφίσθηκε και στη θέση του δημιουργήθηκε το κέντρο «Πευκάκια». Πριν από μερικές δεκαετίες ο γήλοφος ισοπεδώθηκε και στη θέση του σήμερα έχει ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή.
Μετά την απελευθέρωση του 1881 πολλοί Τούρκοι εγκατέλειψαν τη Λάρισα και οι πιο εύποροι εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Προύσα, στη Σμύρνη, ενώ άλλοι πιο κοντά, στην Ελασσόνα, στα Σέρβια, στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί που έφυγαν ήταν οι πιο φανατισμένοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν το γεγονός ότι θα έπρεπε να ζήσουν υπό ελληνική κυριαρχία. Οι περισσότεροι όμως έμειναν στη Θεσσαλία, γιατί η Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 τους επέτρεπε να διατηρήσουν άθικτες τις απέραντες γαιοκτησίες και τα αστικά κτίσματα που είχαν στην κατοχή τους.
Με τη φυγή των Τούρκων το τζαμί του Χασάν μπέη, το οποίο εξυπηρετούσε τους μουσουλμάνους της περιοχής του Τσούγκαρι, σταμάτησε να λειτουργεί και κοντά σ’ αυτό έκλεισε και το λουτρό. Ένα ευκατάστατο άτομο της παλιάς Λάρισας, ο Βασίλης Σηλυβρίδης, αγόρασε το παλιό τουρκικό λουτρό και στη θέση του ίδρυσε τον «Μεγάλο Καφενέ», ένα μεγάλο καφενείο (αρ. 1), που ήταν το πολυτελέστερο της περιοχής. Το καφενείο δεν πρόσφερε μόνο καφέδες, λουκούμια, τράπουλες και τάβλι, αλλά και θεάματα. Οι ταραντέλες με τις "ξένες αρτίστες" που διασκέδαζαν τους Λαρισαίους στα υπαίθρια παραπήνεια κέντρα, όταν ερχόταν το φθινόπωρο μεταφέρονταν σε κλειστές αίθουσες. Μία απ' αυτές ήταν και ο "Μεγάλος Καφενές". Έστηνε ένα παλκοσένικο και από εκεί έκαναν επίδειξη των μουσικών τους ικανοτήτων "καλλιτέχνιδες", οι οποίες προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία και ξεσήκωναν τον ανδρικό πληθυσμό. Όμως πιο δημοφιλέστερη ψυχαγωγία ήταν ο Καραγκιόζης, του οποίου τις παραστάσεις μπορούσαν να παρακολουθούν γυναίκες και μικρά παιδιά[1].
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το καφενείο το λειτούργησε για ένα διάστημα ο Θεόδωρος Γκόγκας και αργότερα ο Αθανάσιος Ματσαγγιάς το μετέτρεψε σε παντοπωλείο. Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το παντοπωλείο μεταφέρθηκε στην απέναντι πλευρά της οδού Μακεδονίας, σε κατάστημα ιδιοκτησίας του δικηγόρου Δημ. Γαλανίδη. Τότε το παλιό τουρκικό λουτρό ξανάγινε καφενείο και μάλιστα με καλύτερες από πρώτα προδιαγραφές. Ο νέος ενοικιαστής του, ο Μίμης Δαδαλιάρης, το ανακαίνισε, το επίπλωσε και το έκανε εντευκτήριο θεριακλήδων που ήθελαν να γευτούν έναν καλό καφέ και να δώσουν μονομαχίες στο τάβλι και την πρέφα[2]. Οι δουλειές για τον Μίμη Δαδαλιάρη πήγαιναν καλά, αλλά δεν στάθηκε τυχερός, γιατί σε λίγο κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, άρχισαν οι άγριοι ιταλικοί βομβαρδισμοί της Λάρισας, ήλθε ο μεγάλος σεισμός του 1941 και πριν την είσοδο των Γερμανών στην πόλη τμήμα του Εκστρατευτικού Σώματος των Νεοζηλανδών ανατίναξε τη γέφυρα του Αλκαζάρ[3]. Τα περισσότερα κτίσματα της Λάρισας έπαθαν σοβαρές καταστροφές, οι κάτοικοι σκόρπισαν στα γύρω χωριά και το καφενείο του Δαδαλιάρη υπέστη σοβαρές ζημιές. Το λαβωμένο κτίριο άλλαξε ιδιοκτήτη και όλα τα μεταπολεμικά χρόνια έστεκε θλιβερή ανάμνηση των γεγονότων της κατοχής, μέχρι το 2007. Το χρονολογία αυτή η Συνεταιριστική Τράπεζα Θεσσαλίας το ενοικίασε και έπειτα από επιμελημένες οικοδομικές παρεμβάσεις το μετέτρεψε σε Υποκατάστημά της στη Λάρισα.
Θα περιγράψουμε στη συνέχεια ένα άλλο κτίριο της περιοχή του Τσούγκαρι, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Μακεδονίας, απέναντι από το ξενοδοχείο "Η Θράκη", που περιγράψαμε στο σημείωμα της περασμένης Τετάρτης. Ήταν το πανδοχείο «Η Κοζάνη» (αριθ. 2). Ήταν μια απλή διώροφη οικοδομή. Στο ισόγειο υπήρχε το «ξενοδοχείο φαγητού» όπως ονομάζονταν τότε τα εστιατόρια, για να γίνεται η διάκριση από τα «ξενοδοχεία ύπνου». Στον επάνω όροφο υπήρχαν τα υπνοδωμάτια. Η είσοδος για το εστιατόριο ήταν από την οδό Μακεδονίας, ενώ η προσπέλαση του πανδοχείου γινόταν από μια αδιέξοδη πάροδο της οδού Μανωλάκη. Εκεί υπήρχε αυλή, η οποία δεξιά και αριστερά είχε στάβλους για τα ζώα, ενώ στο βάθος της αυλής μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε σε μικρό χωλ, το οποίο είχε γύρω του πέντε δωμάτια. Τα κρεβάτια ήταν όλα ξύλινα, σκληρά, τα στρώματα αχυρένια και τα κλινοσκεπάσματα τα έφερνε μαζί του ο ταξιδιώτης. Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα, καθώς ο πελάτης έπρεπε να έχει μαζί του και βαρύτερα σκεπάσματα. Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος, γιατί σε κάθε δωμάτιο μπορούσε να κοιμηθεί απροσδιόριστος αριθμός επισκεπτών, αναλόγως την εποχή. Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο συγχρωτισμός τόσων ατόμων είχε και τις παρενέργειές του.
Ο φωτισμός τα βράδια γινόταν με ένα καντηλέρι τοποθετημένο σε ένα τραπέζι του χωλ. Οι χώροι υγιεινής βρίσκονταν στην αυλή, κοντά στους στάβλους. Ένα τενεκεδένιο δοχείο με βρύση βοηθούσε στην καθαριότητα του προσώπου, ενώ η τουαλέτα, μία και μοναδική, ουσιαστικά ήταν ένας βόθρος. Το πανδοχείο «Η Κοζάνη» αποτελούσε κυρίως εντευκτήριο των Δυτικομακεδόνων. Στους νέους η περιγραφή αυτή των χώρων όπου κατέλυαν οι ταξιδιώτες μπορεί να φαντάζει εξωπραγματική, αλλά δυστυχώς έτσι ήταν η ζωή στη Λάρισα τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Όταν το πανδοχείο "Η Κοζάνη" έκλεισε, το ισόγειο το ενοικίασε ο Μήτσος Μπαρμπούτης και το έκανε πατσατζίδικο και λαϊκό εστιατόριο. Το βάρος της δουλειάς το είχε ρίξει κυρίως στον «πατσά Βορονώφ». Ήταν η εποχή που ο βιολόγος Βορονώφ είχε αναπτύξει τη μέθοδο ανανέωσης των γερασμένων κυττάρων του οργανισμού. Από τη φήμη αυτή επωφελήθηκε ο Μπαρμπούτης και διατυμπάνιζε ότι ο πατσάς του …ανανέωνε τους ανθρώπινους οργανισμούς. Όταν ο Μπαρμπούτης μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο αγοράσθηκε από τον Μήτσο Παπαδημητρίου και τον Τάσο Γκίνο που το μετέτρεψαν σε παντοπωλείο. Κατά τον σεισμό ο επάνω όροφος καταστράφηκε. Σήμερα στη θέση του υψώνεται σύγχρονη οικοδομή.
Στην αρχή της οδού Κενταύρων, απέναντι από τη σημερινή πλατεία Τάκη Γαργαλιάνου, υπήρχε το μεγάλο χάνι του Δανιήλ (αριθ. 3), που έμοιαζε με το χάνι των αδελφών Σαχίνη. Το προτιμούσαν γιατί διέθετε μεγάλους χώρους σταυλισμού των ζώων. Διατηρήθηκε και όταν επικράτησαν τα μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα, γιατί ήταν φθηνό. Στη θέση που βρισκόταν το χάνι του Δανιήλ υψώθηκε πριν από χρόνια πολυώροφη οικοδομή η οποία σήμερα στεγάζει το θαυμάσιο ξενοδοχείο «Αχίλλειον».
-------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Ο Καραγκιόζης στην παλιά Λάρισα, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 10ης Μαΐου 1976.
[2]. Σε φωτογραφία που ανήκει στη Συλλογή της Φωτοθήκης και αποτυπώνει φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων να διασχίζουν την οδό Μακεδονίας στο ύψος της εισόδου της γέφυρας, στο πεζοδρόμιο του καφενείου διακρίνονται τα τραπεζοκαθίσματα να είναι όλα κατειλημμένα από πλήθος κόσμου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ: Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει τη Λάρισα (1930)


«Η Πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισσα και ο Πηνειός Ποταμός. Έργον Θεοφίλου Γ. Χ. Μιχαήλ 1930». Έτσι επιγράφει ιδιοχείρως ο Θεόφιλος το έργο του αυτό. Συλλογή Εμπορικής Τράπεζας«Η Πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισσα και ο Πηνειός Ποταμός. Έργον Θεοφίλου Γ. Χ. Μιχαήλ 1930». Έτσι επιγράφει ιδιοχείρως ο Θεόφιλος το έργο του αυτό. Συλλογή Εμπορικής Τράπεζας
Ο Θεόφιλος (1868; - 1934) είναι ο πιο γνωστός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Τα έργα του είναι πλημμυρισμένα από φως και χρώματα, κυρίαρχα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Το οικογενειακό του όνομα ήταν Θεόφιλος Κεφαλάς του Γαβριήλ και το Χατζημιχαήλ, με το οποίο είναι περισσότερο γνωστός, τα συναντάμε στα έργα του μετά το 1911. Από το 1897 μέχρι το 1926 έζησε σε διάφορες περιοχές του Πηλίου. Εδώ δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος των έργων του, κυρίως εικόνες και τοιχογραφίες με ιστορικά θέματα και τοπία. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1915-1918 υπάρχει κάποιο κενό στην εικαστική δραστηριότητα του Θεόφιλου και δεν ανιχνεύονται χρονολογημένα έργα του[1]. Πολλοί ερευνητές (Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, Θανάσης Ζέρβας, Κώστας Κουμπάς και μερικοί άλλοι) πιστεύουν ότι κατά το διάστημα αυτό έκανε ταξίδια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (Λάρισα, Τρίκαλα, Μετέωρα, Άρτα και σε άλλες πόλεις). Όμως η άποψη αυτή και των τριών δεν στηρίζεται σε ισχυρά ερείσματα. Συγκεκριμένα, ο Παπαζαχαρίου είναι σχεδόν βέβαιος για την επίσκεψή του στη Λάρισα και βασίζεται στην έμπνευση του Θεόφιλου να ζωγραφίσει τέσσερα έργα, τα οποία σχετίζονται με την πόλη μας. Αγιογράφησε τον πολιούχο μας Αγιο Αχίλλιο στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Άλλης Μεριάς στον Βόλο. Φιλοτέχνησε δύο απόψεις της Λάρισας βασισμένες σε δύο επιστολικά δελτάρια της εποχής και ζωγράφισε το εσωτερικό ενός φούρνου, του οποίου ο ιδιοκτήτης είναι από την πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. Θα γράψουμε λίγες γραμμές για τα τέσσερα αυτά έργα του Θεόφιλου.
- Για την τοιχογραφία, η οποία παριστάνει τον Άγ. Αχίλλιο στον ναό του Αγίου Αθανασίου στην Άλλη Μεριά του Βόλου, τώρα τελευταία κάποιοι ερευνητές, κυρίως από τη Μυτιλήνη, αμφισβητούν ότι είναι έργο του Θεόφιλου, με τον ισχυρισμό ότι η τεχνική απόδοσή της δεν ταιριάζει με την τεχνοτροπία των άλλων έργων του καλλιτέχνη.
- Το έργο «Η Γέφυρα της Λαρίσσης» ανήκε στον χρυσοχόο του Βόλου Μαστροκώστα, αγοράσθηκε από κάποιον συλλέκτη της Θεσσαλονίκης και σήμερα δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται. Όμως μας είναι γνωστό από τη δημοσίευσή του σε ασπρόμαυρη απόδοση, σε βιβλίο του Κίτσου Μακρή[2]. Από πολλούς μελετητές του Θεόφιλου το έργο αυτό χρονολογικά προσδιορίζεται περίπου στα 1920, δηλαδή πιστεύεται ότι είναι της περιόδου του Πηλίου. Είναι ανυπόγραφο και αχρονολόγητο από τον Θεόφιλο και η θεματογραφία του βασίζεται σε ακριβέστατη αντιγραφή απεικόνισης της γέφυρας και του Λόφου της αρχαίας Ακρόπολης της Λάρισας, από χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Βολιώτη βιβλιοπώλη και εκδότη Κ. Παρασκευόπουλου και μάλιστα με την ίδια επιγραφή. Η φωτογραφία της κάρτας χρονολογείται περί το 1910-1915.
- Το ίδιο ισχύει και για το άλλο έργο του που υπάρχει σήμερα στη Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας με τον τίτλο «Η Πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισσα και ο Πηνειός Ποταμός. Έργον Θεοφίλου Γ. Χ# Μιχαήλ 1930», το οποίο είναι αντιγραφή του επιστολικού δελταρίου αρ. 234 του Στέφανου Στουρνάρα, με ορισμένες παρερμηνείες, τις οποίες θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
-Τέλος, το έργο του με τίτλο «Μέγα Αρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κόντου φούρναρη. Εκ Θεσσαλίας της Πρωτευούσης Λαρίσσης. Έργον Θεόφιλου Γ. Χ# Μιχαήλ [1933] το οποίο ανήκει σήμερα στη Συλλογή του Δήμου Μυτιλήνης, έχουμε την αίσθηση ότι δεν αποτυπώνει όπως πιστεύεται, κάποιον φούρνο της Λάρισας. Η χρονολογία εκτέλεσης του έργου απέχει πολύ από την πιθανή επίσκεψή του στη Λάρισα. Έπειτα συντακτικά η επιγραφή υποδηλώνει ότι πρόκειται για τον φούρνο του Γεωργίου Κόντου, ο ιδιοκτήτης του οποίου έχει καταγωγή από τη Λάρισα. Βέβαια είναι γνωστό ότι οι επιγραφές του Θεόφιλου δεν διακρίνονται για την επιμέλειά τους στην ορθογραφία και τη σύνταξη. Γι’ αυτό ας είμαστε λίγο επιφυλακτικοί για την ορθότητα του συλλογισμού αυτού.
Από αυτά τα τέσσερα έργα του Θεόφιλου, τα οποία έχουν σχέση με τη Λάρισα, θα σταθούμε λίγο περισσότερο στο τρίτο, το οποίο και δημοσιεύεται μαζί με το σημερινό κείμενο. Απεικονίζει τον Πηνειό στην περιοχή των παλιών Σφαγείων και βασίζεται -όπως προαναφέρθηκε- σε κάρτα του Στεφ. Στουρνάρα του 1910 περίπου. Στο πρώτο επίπεδο της εικόνας διακρίνεται η Σκάλα του ποταμού, ένα κτιστό πέτρινο πλάτωμα, πιθανώς από αρχιτεκτονικά μέλη του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Πάνω τους βρίσκονται πέντε άτομα με μια μικρούλα, ενώ κοντά τους βόσκουν ένα κοπάδι πρόβατα και δύο αγελάδες. Η σκάλα αυτή εξυπηρετούσε την περαταριά (πορθμείο) που υπήρχε σ' εκείνο το σημείο και συνέδεε τις δύο όχθες του ποταμού. Στην απέναντι όχθη βρισκόταν το θερινό κέντρο Λούνα Πάρκ και σε μικρή απόσταση το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας και ο οικισμός Καλύβια. Στο μέσον της εικόνας απεικονίζεται το νταϊλιάνι, η ιχθυοπαγίδα για τους ποταμίσιους ψαράδες. Στο βάθος, ανάμεσα σε πολλά κτίσματα μπορεί κανείς να διακρίνει τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και τους μύλους του Παππά και του Τσιμπούκη. Ο Θεόφιλος κατά την αντιγραφή[3] εξέλαβε τις καμινάδες των ατμόμυλων της παραπήνειας περιοχής σαν μιναρέδες, ενώ στην κάρτα του Στουρνάρα φαίνονται καθαρά οι καμινάδες, εξ ού και οι παρερμηνείες που αναφέρθηκαν. Τα χαμηλά σπίτια δεξιά ανήκουν στη συνοικία Ταμπάκικα.
Οι φωτογράφοι των δύο αυτών καρτών που αντέγραψε ο Θεόφιλος είναι από τον Βόλο και είναι φυσικό, καθώς κυκλοφόρησαν στην πόλη τους, να έφθασαν και στα χέρια του Θεόφιλου, τις έβαλε στο κασελάκι του και κάποια στιγμή τις αντέγραψε. Επομένως είναι σίγουρο ότι οι απόψεις αυτές δεν έγιναν εκ του φυσικού στη Λάρισα. Εξ’ άλλου είναι γνωστό ότι ο Θεόφιλος ποτέ δεν έστηνε καβαλέτο μπροστά σ’ ένα τοπίο για να το ζωγραφίσει όπως το έβλεπε.
Τελικά, και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά γεγονότα του βίου του, πιστεύεται ότι ο Θεόφιλος δεν απομακρύνθηκε από το Πήλιο όλα αυτά τα χρόνια, παρά μόνον για να επισκεφθεί τη Σμύρνη και τη Μυτιλήνη και ίσως ευκαιριακά να επισκέφθηκε κάποια στιγμή και τη Λάρισα. Όμως μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ποτέ δεν δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας.
[1]. Ο Θεόφιλος είχε τη συνήθεια όχι μόνον να τιτλοφορεί, αλλά να υπογράφει και να χρονολογεί όλα σχεδόν τα φορητά έργα του, οπότε είναι εύκολο να οριοθετήσουμε όχι μόνον την καλλιτεχνική του πορεία, αλλά και την φυσική του παρουσία σε διάφορους χώρους.
[2]. Μακρής Κίτσος, Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, Βόλος (1939). Η φωτογραφία είναι δημοσιευμένη στην τελευταία σελίδα του βιβλίου.
[3]. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ενώ η κάρτα είναι έκδοση του 1910 περίπου, η εκτέλεση του έργου έγινε το 1930, όπως την χρονολογεί ο ίδιος ο Θεόφιλος, περίοδος κατά την οποία βρισκόταν στη Βαρειά της Μυτιλήνης.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com