Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η Ευρωπαϊκή εκστρατεία του Μεγ. Αλεξάνδρου

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Ιανουαρίου 29, 2014

Αφού διασφάλισε τη θέση του στο μακεδονικό θρόνο και την Ηγεμονία της Ελλάδος, ο Αλέξανδρος έπρεπε να αντιμετωπίσει τον τρίτο σε σοβαρότητα κίνδυνο, τους βαρβάρους των Βαλκανίων. Έπρεπε να διεξαγάγει προληπτικό πόλεμο εναντίον τους, διότι ήταν απόλυτα βέβαιο ότι δεν είχε τη νομιμοφροσύνη όλων των Μακεδόνων ευγενών, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, προκειμένου να υλοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν συγκρούσθηκε με τον πατέρα του, κατέφυγε στους Ιλλυριούς και όχι στους Μολοσσούς, τους συγγενείς της μητέρας του.
Οι Ιλλυριοί, πριν από 25 χρόνια είχαν αποσπάσει από τους Μακεδόνες αρκετά από τα εδάφη, που αρχικά ανήκαν στους Παίονες
και θα τους είχαν περιορίσει στα εδάφη γύρω από τη Μακεδονία, αν δεν προλάβαινε να ανέβει στον θρόνο ο Φίλιππος. Η αναταραχή, που προκάλεσε στη Μακεδονία η δολοφονία του Φιλίππου και οι εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων εταίρων, δημιούργησαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους βόρειους γείτονες των Μακεδόνων να επιδιώξουν αναθεώρηση των συνόρων. Από τις αρχαίες πηγές δεν προκύπτει κάποια συμμαχία μεταξύ Ιλλυριών, Παιόνων και Θρακών εναντίον των Μακεδόνων, όμως μία τέτοια συμμαχία δεν ήταν αναγκαία. Αρκούσε η γενική πεποίθηση ότι οι Μακεδόνες έχασαν τον ισχυρό τους ηγέτη και ότι ξεκινούσε μία περίοδος εσωτερικής αναστάτωσης, για να σπεύσουν οι βόρειοι γείτονες να τους αποσπάσουν τα στρατηγικής σημασίας εδάφη.
Με βάση τις διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων η εξωτερική ασφάλεια της Μακεδονίας “τύποις” ήταν ζήτημα ασφαλείας όλων των Ελλήνων. Τα στρατεύματα του Κοινού Συνεδρίου, που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στη Μακεδονία για την εισβολή στην Ασία, αριθμούσαν περίπου 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Ως στρατηγός αυτοκράτωρ την άνοιξη του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε επικεφαλής αυτών των στρατευμάτων από την Αμφίπολη και προχωρώντας ανατολικά από την πόλη των Φιλίππων και το όρος Όρβηλος (βόρειο όριο της Μακεδονίας προς τη Θράκη), εισέβαλε στη χώρα των αυτόνομων Θρακών. Πέρασε τον ποταμό Νέστο, κατευθύνθηκε βόρεια μέσα από το βασίλειο των Οδρυσών και σε 10 ημέρες έφτασε στον Αίμο (Μπαλκάν). Σ’ αυτήν την οροσειρά συνέβη ένα περιστατικό, που τονίζει την πειθαρχία, την αποτελεσματικότητα και την εν γένει διαφορά ενός τακτικού στρατεύματος από ένα απλό σύνολο πολεμιστών. Σε κάποιο σημείο πολλοί Οδρύσες είχαν καταλάβει τη μοναδική ορεινή διάβαση και σκόπευαν να ρίξουν τις άμαξές τους εναντίον της φάλαγγας, που πλησίαζε. Όσοι φαλαγγίτες βρίσκονταν σε ομαλό έδαφος αραίωσαν τις γραμμές τους και οι άμαξες πέρασαν ανάμεσά τους. Όσοι βρίσκονταν σε τραχύ έδαφος και δεν μπορούσαν να ελιχθούν, έπεσαν κατά γης, ένωσαν τις ασπίδες τους και οι άμαξες πέρασαν από πάνω τους χωρίς να σκοτωθεί κανείς. Ο Αλέξανδρος υπό την κάλυψη των τοξοτών και επικεφαλής του αγήματος, των υπασπιστών και των Αγριάνων απέκρουσε την πρώτη επίθεση και μόλις πλησίασε η φάλαγγα, οι άσχημα οπλισμένοι και ψιλοί Θράκες, τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 1.500 νεκρούς, τα γυναικόπαιδα και (κυρίως) τα εφόδιά τους. Οι Οδρύσες δεν προέβαλαν άλλη αντίσταση. Τον προηγούμενο αιώνα ήταν πανίσχυροι και κρατούσαν σε καθεστώς φόρου υποτέλειας όλους τους γείτονές τους, αλλά ο Φίλιππος είχε συρρικνώσει την ισχύ τους, ενώ η χώρα τους δεν έφτανε πια ως τις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη).
Προελαύνοντας βορείως του Αίμου, ο Αλέξανδρος διέσχισε τη χώρα των Τριβαλλών και έφτασε στον ποταμό Λύγινο, σε απόσταση τριών σταθμών (ένας σταθμός ισούται με 27,5 χλμ) από τον Ίστρο. Οι Τριβαλλοί μαζί με άλλους γειτονικούς Θράκες μετέφεραν για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα σε ένα νησάκι του Ίστρου, την Πεύκη, και κινήθηκαν προς τον Λύγινο σκοπεύοντας να χτυπήσουν τον Αλέξανδρο εκ των όπισθεν. Ο Αλέξανδρος το πληροφορήθηκε και αντί να αιφνιδιασθεί, τους αιφνιδίασε την ώρα που στρατοπέδευαν. Οι Τριβαλλοί υποχώρησαν σε δασωμένη χαράδρα κοντά στον ποταμό και ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους τα τμήματα των τοξοτών και των σφενδονητών. Οι Τριβαλλοί μόλις χτυπήθηκαν από τα τοξεύματα, βγήκαν από το δασωμένο μέρος της χαράδρας κι επιτέθηκαν στους ψιλούς θεωρώντας τους εύκολη λεία. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε τους Φιλώτα, Ηρακλείδη και Σώπολη να επιτεθούν με τους ιππείς της Άνω Μακεδονίας, της Βοττιαίας και της Αμφίπολης αντίστοιχα. Οι Τριβαλλοί δεν άντεξαν την πίεση και τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους Μακεδόνες ως το σούρουπο. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο οι νεκροί των Μακεδόνων 11 ιππείς και 40 πεζοί και των Τριβαλλών ήταν συνολικά 3.000, αλλά δεν συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι, διότι τα δάση της περιοχής προσέφεραν καταφύγιο στους καταδιωκόμενους.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αλέξανδρος έφθασε στον Ίστρο, στο δέλτα του οποίου τον περίμεναν μερικά πολεμικά πλοία από το Βυζάντιο. Δεν επαρκούσαν όμως, για να κάνει απόβαση στην Πεύκη, και αποφάσισε να περάσει στη βόρεια όχθη του Ίστρου, όπου είχαν συγκεντρωθεί περί τις 4.000 ιππείς και πάνω από 10.000 πεζοί Γέτες. Για τη διάβαση του Ίστρου χρησιμοποίησε τα πλοία, τα μονόξυλα των Θρακών και για πρώτη φορά την τεχνική των ασκοσχεδιών, την οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσε συχνότατα για την διάβαση των ποταμών της Ασίας. Πέρασε στην απέναντι όχθη 1.500 ιππείς και 4.000 πεζούς και επιτέθηκε στους Γέτες, που σάστισαν από την ευκολία του εγχειρήματος, αλλά και από την ορμή του ιππικού και την πυκνότητα της φάλαγγας των πεζών. Με την πρώτη έφοδο του μακεδονικού ιππικού υποχώρησαν στην πλησιέστερη πόλη τους σε απόσταση 1 παρασάγγη (περίπου 5,5 χμ). Όταν είδαν τη στρατιά να κινείται με προσοχή εναντίον τους, εγκατέλειψαν την πόλη και με τα γυναικόπαιδα σκόρπισαν στις ερημιές. Ο Αλέξανδρος κατέσκαψε την άσχημα οχυρωμένη πόλη, πήρε όσα λάφυρα βρήκε και στις όχθες του Ίστρου έκανε ευχαριστήριες θυσίες στο Δία Σωτήρα, στον Ηρακλή και στον Ίστρο.
Δεν ήταν μόνο η προσωπική φιλοδοξία, που τον έκανε να περάσει τον Ίστρο, το μεγαλύτερο ποτάμι της Ευρώπης, ήταν πάνω απ’ όλα μία ψυχολογική επιχείρηση εναντίον των πιο μακρινών λαών, η οποία αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η ισχυρή και νικηφόρα στρατιά του δημιούργησε τον φόβο ότι στόχος του ήταν η Ευρώπη. Αυτός ο φόβος οδήγησε στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου πρεσβείες από τους Τριβαλλούς, τα αυτόνομα έθνη του Ίστρου και τους Κέλτες του Ιονίου, για να συνάψουν συνθήκες ειρήνης. Ο Αρριανός καταγράφει σ’ αυτό το σημείο το εξής πολύ ενδιαφέρον: οι Κέλτες ήταν ο πιο απομακρυσμένος λαός, που έστειλε πρέσβεις και ο Αλέξανδρος τους ρώτησε ποιόν θνητό φοβούνται περισσότερο ελπίζοντας να ακούσει το δικό του όνομα. Προς κατάπληξή του οι Κέλτες του έδωσαν την απάντηση, που καταγράφουν πολλές φορές στα έργα τους οι κωμικοί μυθιστοριογράφοι (συγγραφείς του Αστερίξ) Uderzo και Gosciny ότι το μόνο που φοβόντουσαν ήταν μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους!
Ο Ίστρος ήταν πλέον η βορειότερη οριογραμμή της κυριαρχίας του Αλεξάνδρου, ο οποίος τράφηκε πάλι προς νότο και μπήκε στις χώρες των Αγριάνων και των άλλων Παιόνων. Εκεί έμαθε ότι ο υποτελής Ιλλυριός βασιλιάς Κλείτος, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του τον Βάρδυλι, συμμάχησε με το Γλαυκία, το βασιλιά των Ταυλαντίων, και επαναστάτησε. Οι σύμμαχοι του Αλεξάνδρου Αγριάνες τον ενημέρωσαν ότι οι Αυταριάτες είχαν ξεσηκωθεί, αλλά δεν χρειαζόταν να ανησυχεί καθόλου, διότι δεν ήταν καθόλου αξιόμαχοι και θα τους αντιμετώπιζαν οι ίδιοι για λογαριασμό του. Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον βασιλιά των Αγριάνων Λάγγαρο για την πίστη του και υποσχέθηκε ότι θα του έδινε ως σύζυγο μία ετεροθαλή αδελφή του, την Κύνα, αλλά ο Λάγγαρος πέθανε πριν γίνει ο γάμος.
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος κινήθηκε κατά μήκος του ποταμού Ερίγωνα (Τσέρνα) εναντίον του Πελλίου, της καλύτερα οχυρωμένης πόλης της περιοχής, στο οποίο είχε οχυρωθεί ο Κλείτος του Βάρδυλι. Ο Κλείτος περίμενε ενισχύσεις από τον Γλαυκία και σκέφτηκε να μην παραμείνει αδρανής, μέχρι τότε. Θυσίασε τρία αγόρια, τρία κορίτσια, τρία μαύρα κριάρια και επιτέθηκε στους Μακεδόνες, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να κλειστεί στα τείχη. Ο Αλέξανδρος είχε στρατοπεδεύσει στον ποταμό Εορδαϊκό (Ντεβόλλ) και σκόπευε να κατασκευάσει άλλο τείχος γύρω από το Πέλλιο, για να αποκλείσει τους Ιλλυριούς μέσα στην πόλη, αλλά την επομένη πρόλαβε κι έφτασε ο Γλαυκίας με ισχυρές δυνάμεις. Ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια της πολιορκίας και άφησε επί τόπου ένα τμήμα της στρατιάς, για να κρατά τον Κλείτο εγκλωβισμένο στο Πέλλιο. Με την υπόλοιπη στρατιά, τα σκευοφόρα και τις πολεμικές μηχανές κινήθηκε εναντίον των Ταυλαντίων μέσα από τα πυκνά δάση, τα δύσβατα εδάφη και τα στενά περάσματα της σημερινής Βορείου Ηπείρου.
Η προέλαση της στρατιάς μέσα από τις στενωπούς και τις άλλες παγίδες ήταν δύσκολη, επικίνδυνη και στα εδάφη εκείνα ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες όλης της εκστρατείας. Επιπλέον αντιμετώπισε σοβαρότατο πρόβλημα επισιτισμού και ο Φιλώτας χρειάσθηκε να αποσπασθεί από τη στρατιά, για να αναζητήσει τρόφιμα. Κάποια στιγμή μάλιστα διακόπηκε η επικοινωνία ανάμεσα στο Φιλώτα και τον Αλέξανδρο και ο καθένας τους νόμισε ότι ο άλλος είχε έρθει σε δυσχερή θέση από τους Ιλλυριούς, με τους οποίους αψιμαχούσαν συνεχώς. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και οι ανταρτικού τύπου επιθέσεις των Ιλλυριών τόσο ενοχλητικές, ώστε σε μία φάση ο Αλέξανδρος διέταξε τους σωματοφύλακες και μερικούς από «τους περί αυτόν» εταίρους (της βασιλικής ίλης) να καταλάβουν ένα ύψωμα και, αν η αντίσταση των εχθρών ήταν σημαντική, οι μισοί απ’ αυτούς να ξεπεζέψουν, να αναμιχθούν με τους έφιππους και να πολεμήσουν σαν οπλίτες. Αυτό είναι ένα από τα τρία περιστατικά, που καταγράφει ο Αρριανός και τα οποία έδωσαν στον Κούρτιο το έναυσμα για να … κατατάξει στο στρατό του Αλεξάνδρου τους διμάχους.
Όταν πέρασαν τρεις ημέρες χωρίς αψιμαχίες και χωρίς καμία επαφή με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, ο Γλαυκίας πίστεψε ότι η εισβολή είχε τελειώσει. Αποδεικνύοντας την κατωτερότητα των δυνάμεών του έναντι τακτικού στρατεύματος, στρατοπέδευσε χωρίς φυλακές έγκαιρης προειδοποίησης και χωρίς τάφρο ή χάρακα γύρω από το στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος εντόπισε το στρατόπεδο και με μία νυχτερινή επιδρομή τους κατέλαβε εξαπίνης, τους προξένησε βαρείες απώλειες, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν πανικόβλητοι στα βουνά της πατρίδας τους σκορπίζοντας πίσω τους τον οπλισμό τους. Μετά την παραδειγματική συντριβή του ισχυρότερου ιλλυρικού έθνους ο Κλείτος του Βάρδυλι δεν είχε διέξοδο. Πυρπόλησε το Πέλλιο με προφανή σκοπό να καταστρέψει τα αποθηκευμένα τρόφιμα, για να μην τα πάρει ο Αλέξανδρος, και με τις δυνάμεις του ζήτησε καταφύγιο στη χώρα των Ταυλαντίων.
Βιβλιογραφία
Αρριανός Α.3-6,Διόδωρος 17.9.3,Στράβων Ζ.36

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014


Κινέας ο Θεσσαλός, ο σύμβουλος του βασιλιά Πύρρου

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Ιανουαρίου 29, 2014
Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Κινέας ο Θεσσαλός, ο σύμβουλος του βασιλιά Πύρρου
Είχαν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από τότε που ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών άφηνε την τελευταία του πνοή στην γη της Βαβυλώνας το 323 π.Χ., αφήνοντας πίσω του έναν τελείως καινούργιο κόσμο. Στα επόμενα χρόνια διάδοχοι και επίγονοι αλληλοεξοντώνονταν με σκοπό την εξουσία.
Στην Ήπειρο υπήρχε ένας συγγενής του Αλεξάνδρου που ήθελε να κάνει παρόμοια πράγματα με τον Αλέξανδρο, ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου. Ήθελε να εκστρατεύσει κατά της Δύσης και συγκεκριμένα στην Ιταλία για να βοηθήσει τους Έλληνες της περιοχής εναντίον των Ρωμαίων. Πριν εκστρατεύσει όμως στην Ιταλία, έστειλε σαν προπομπό του στρατού του τον Κινέα τον Θεσσαλό, έναν επικούρειο φιλόσοφο που ήταν σύμβουλός του. Ο Κινέας θα διαπραγματευόταν με τον Τάραντα, την μεγάλη
Ελληνική πόλη της νοτίου Ιταλίας, για το πώς θα συνεργαζόταν με τον Πύρρο. Ο Κινέας ήταν ένας πολύ καλός ρήτορας και μάγευε τον κόσμο με τις ομιλίες του και κατάφερνε να τον πάρει τα πλήθη με το μέρος του.
Ο στρατός του Πύρρου αποτελούνταν από 20.000 άνδρες βαρύ πεζικό, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονηστές και 20 ελέφαντες. Οι στρατιώτες του ήταν από όλα τα Ελληνικά φύλα της Μητροπολιτικής Ελλάδας και των αποικιών της στην Ιταλία. Το βαρύ πεζικό αποτελούνταν από Μακεδόνες φαλαγγίτες με τις περίφημες σάρισές τους, Μολοσσοί, Χάονες, Αθαμάνες, Ακαρνάνες, Αιτωλοί, Θεσπρωτοί και Ταραντίνοι και το ιππικό από επίλεκτους Θεσσαλούς και Μακεδόνες.
Η Ρώμη σαν ηγετική δύναμη ήταν ακόμα στα σπάργανά της και μπορούσε να παρατάξει 35 με 40.000 άνδρες.
Ο Κινέας από την πρώτη στιγμή είχε συμβουλέψει τον βασιλιά να μην εκστρατεύσει κατά της Ρώμης, γιατί οι Ρωμαίοι ήταν άξιοι πολεμιστές, ο Πύρρος όμως δεν τον άκουσε και στα τέλη της Άνοιξης του 280 π.Χ. επιβίβασε τα στρατεύματά του σε ιππαγωγά και κατάφρακτα πλοία και ξεκίνησε για την Ιταλία. Κακοκαιρία όμως τον έριξε στην ακτή του Τάραντα. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Κινέας με πλήθος κόσμου.
Η πρώτη μάχη μεταξύ Ρωμαίων και Πύρρου δόθηκε τον Ιούλιο του 280 π.Χ., κοντά στην πόλη Ηράκλεια. Η σύγκρουση των δυο στρατών ήταν σφοδρή! Οι Μακεδόνες φαλαγγίτες τρύπαγαν με τα δόρατά τους τις πρώτες γραμμές των λεγεώνων. Δόρατα και ασπίδες συντρίβονταν κατά την διάρκεια της μάχης και άλογα μαζί με τους ιππείς τους έπεφταν σφαδάζοντας. Ο Πύρρος νίκησε κατά κράτος τους Ρωμαίους, οι οποίοι άφησαν πίσω τους σχεδόν 7.000 νεκρούς και πλήθος αιχμαλώτων. Οι Έλληνες είχαν 4.000 νεκρούς, μεγάλος αριθμός για έναν στρατό που δεν είχε εφεδρείες και δυσαναπλήρωτο κενό από την άποψη της εμπειρίας των στρατιωτών.
Ο Κινέας συμβούλεψε τον Πύρρο να απελευθερώσει ένα τμήμα των αιχμαλώτων χωρίς να καταβάλλουν λύτρα οι Ρωμαίοι ως ένδειξη καλής θελήσεως στις διαπραγματεύσεις με την ρωμαϊκή σύγκλητο, όπως επίσης και να θάψει τα σώματα των Ρωμαίων με Τιμές. Αυτή η ένδειξη μεγαλοψυχίας του Πύρρου εντυπωσίασε τους Ρωμαίους και μάλιστα ο εθνικός ποιητής Έννιος έγραψε ένα ποίημα γι’ αυτήν την μεγαλόψυχη κίνηση του Πύρρου. Κάνοντας αυτά ο βασιλιάς, έστειλε τον Κινέα με μια πρεσβεία στην Ρώμη για να διαπραγματευτεί.
Εκεί δίνοντας δώρα, αλλά κυρίως με την ρητορική του δεινότητα έγινε φίλος με επιφανείς ρωμαϊκές οικογένειες. Ο Κινέας εντυπωσίασε με την παρουσία του και με τα λόγια του κατάφερε να πείσει τους Ρωμαίους να δεχτούν τους όρους του Πύρρου που έλεγαν ότι οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα απομακρύνονταν από τα εδάφη των Ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας και των συμμάχων λαών. Όταν πια ήταν στο τέλος της διαπραγμάτευσης σηκώθηκε ο υπέργηρος Άππιος Κλαύδιος Κάϊκος και έδωσε ευχή και κατάρα να μην δεχτούν τους όρους του Πύρρου. Τότε οι Ρωμαίοι άλλαξαν άρδην την στάση τους απέναντι στον Κινέα και του ζήτησαν να αποχωρήσει άμεσα από την Ρώμη και δεν θα διαπραγματεύονταν μαζί του αν ο Πύρρος δεν εκκένωνε την Ιταλία.
Έτσι συνεχίστηκαν οι μάχες με τους Ρωμαίους. Σε μια στιγμή μάλιστα ο Πύρρος ανέφερε πως ο Κινέας με τα καλά του λόγια κατέκτησε περισσότερες πόλεις από τι εκείνος με τα όπλα. Ο Κινέας άφησε την τελευταία του πνοή στην γη της Ιταλίας, όταν ο Πύρρος εξεστράτευσε στην Σικελία.
Ο Κινέας εκτός από επικούρειος φιλόσοφος ήταν και συγγραφέας. Μερικά από τα έργα του που μας έχουν σωθεί οι τίτλοι είναι τα «Θεσσαλικά», έργο στο οποίο περιέγραφε την ιδιαίτερη πατρίδα του, καθώς και μια επιτομή στα «τακτικά» του Αινεία. Η φήμη του δεν περιορίστηκε στα όρια της Μητροπολιτικής Ελλάδας και της Ιταλικής χερσονήσου, αλλά έφτασε μέχρι και την μακρινή Βακτρία και Σογδιανή στο σημερινό Αφγανιστάν, στην Ελληνιστική πόλη Al-Khanoum (μάλλον πρόκειται για την Αλεξάνδρεια του Οξειανή η Ευκρατίδεια), όπου και βρέθηκαν στο γυμνάσιο της πόλης επιγραφές μαζί με δελφικά παραγγέλματα και ρητά του Κινέα.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΕΚΕΙ ΕΔΙΝΑΝ ΟΡΚΟ ΟΙ ΘΕΟΙ

Το νερό, πηγή και σύµβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείµενο λατρείας όλων των πρωτόγονων λαών.
Όποιες και αν είναι οι πολιτισµικές τους δοµές, το νερό αποτελεί αστείρευτη πηγή δύναµης και ζωής: καθαρίζει, θεραπεύει, ανανεώνει και διασφαλίζει την αθανασία. Η αθανασία και η αιώνια ζωή ήταν το μεγάλο όνειρο του ανθρώπου από τους αρχαίους χρόνους, η λαχτάρα του αυτή τον έκανε να ψάχνει αλλά και να συνεχίζει μέχρι σήμερα να ερευνά για το ελιξίριο της αθανασίας.
Για τους αρχαίους Έλληνες το πιο ονομαστό ελιξίριο ήταν τα νερά της Στυγός. Αλλά και το νερό που δίνανε όρκο οι θεοί.
Η Στύγα ήταν µια φοβερή θεότητα, η μεγαλύτερη κόρη του Ουρανού και της Τηθύος, που έμενε στα τάρταρα, στην παγωνιά, απομονωμένη από τους άλλους θεούς που δεν τη συμπαθούσαν. Από τα Τάρταρα που πίστευαν ότι εκεί ήταν και οι πύλες του Άδη, πηγάζει ο ποταμός Κράθης, στο όρος Χελμός της Αχαΐας.
Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικές δοξασίες για τη μετενσάρκωση. Η δύναμη και η θερμοκρασία του νερού ήταν τέτοια που λέγανε ότι, το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ' αυτό, αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, και το κεχριμπάρι, μόνον οι οπλές των αλόγων που δεν είχαν πέταλα άντεχαν, γι' αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα φτιαγμένα από οπλή αλόγου.
Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα. Στα νερά αυτά «βάφτισε» τον Αχιλλέα η μητέρα του η Θέτις και έγινε άτρωτος και αθάνατος, εκτός από την φτέρνα του που δεν βράχηκε η "Αχίλλειος πτέρνα" και τον βρήκε εκεί το θανατηφόρο βέλος του Πάρη στην Τροία.
Τα νερά της Στυγός, ανάβλυζαν από την ιερή πηγή της. Το ένα δέκατο από αυτά τα νερά ήταν προορισμένο για τον όρκο των θεών '' Τα άλλα εννιά φιδώνουν ολόγυρα στη γη και ύστερα, χύνονται στη θάλασσα σχηματίζοντας  ρουφήχτρες, και το νερό που πέφτει από το βράχο είναι για τιμωρία των θεών''.
Ο Δίας όρισε να δίνονται στα δικά της νερά οι πιο φοβεροί όρκοι των θεών και των ανθρώπων. Κάθε φορά που κάποιοι  θεοί κατηγορούνταν για ψευτιά, ο Δίας έστελνε την Ίριδα να φέρει νερό από τη µυστηριώδη αυτή πηγή. Πάνω από το νερό οι κατηγορούµενοι τρέµοντας ορκίζονταν.
Οι επίορκοι θεοί τιµωρούνταν µε πολύ βαριές ποινές. Για ένα χρόνο έµεναν άφωνοι και µαραζωµένοι, χωρίς αµβροσία και νέκταρ. Επιπλέον, για άλλα εννέα χρόνια αποµονώνονταν από τους άλλους θεούς και έχαναν τα προνόµιά τους, εκτός από την αθανασία τους. Φρικτές τιµωρίες επίσης περίµεναν και τους θνητούς που θα παρέβαιναν τον όρκο τους στα νερά της Στύγας.
Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ήρα να λέει "μάρτυράς μου η γη κι ο πλατύς ουρανός που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια σας και η Στύγα που τα νερά της κυλούν από ψηλά μέσα στη γη". Ο Ησίοδος την περιγράφει ως "πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή από τους αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα''. Όταν κάποιος θεός  έπρεπε να αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα ή αλήθεια, τότε έπρεπε να πιει νερό το Στύγιον ύδωρ.
Έστελνε ο Δίας την Ίριδα στην Στύγα να φέρει νερό σε ένα σταμνί, από οπλή του μεγαλύτερου αλόγου. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει εάν έπινε από το νερό αυτό.
Κατά τον Παυσανία ο Μέγας Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε από το Στύγιο Ύδωρ, αφού το ήπιε, ενώ οι αδερφές του, λούστηκαν με αυτό το νερό και έγιναν αθάνατες.
Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΣΩΜΑ

«Πραγματική τομή στην παγκόσμια ιστορία υπήρξε η συνάντηση του Χριστιανισμού, ως νέας δυνάμεως, που έμμελε να μεταστοιχειώσει πνευματικά και πολιτιστικά, αλλά και πολιτικά ακόμη, τον κόσμο, και του Ελληνισμού, ως τρόπου ζωής και σκέψεως.
Η μεταφορά του Χριστιανισμού από το Ιουδαϊκό στο «ελληνικό» ή «εθνικό» περιβάλλον και η κατ'αυτόν τον τρόπο οικουμενικοποίηση του ευαγγελικού κηρύγματος συνετέλεσε στην εκ θεμελίων αναδόμηση και μεταμόρφωση ενός πολιτισμού, που υπήρξε η κορύφωση της πανανθρώπινης προόδου, που είχε συντελεσθεί από την πτώση μέχρι την Σάρκωση.
Ο απέραντος ελληνι(στι)κός κόσμος μέσα στη γλωσσική και πολιτιστική ενότητα του (καρπό του έργου του Μ.Αλεξάνδρου) και την πολιτική του συνοχή (αποτέλεσμα της επεκτάσεως της Ρώμης), διέθεντε το πρωταρχικό στοιχείο της ελληνικότητας, που είναι η «ζήτησις της αληθείας».
Η αναζήτηση αυτή, ουσιαστικό γνώρισμα της ελληνικής συνειδήσεως, εκτείνεται σ' όλους τους χώρους της γνώσεως (θρησκεία-φιλοσοφία-επιστήμη-τέχνη) και σ'όλο το φάσμα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Είναι η καθολική ζήτηση της αληθείας για την καθολική τελείωση συνόλου της ανθρωπίνης υπάρξεως και ανάλογη δόμηση του κοινωνικού χώρου, ως ευνομούμενης πολιτείας.
Από τα βάθη της συνειδήσεως, ως εσωτερικότητα και αυτοενδοσκόπηση (γνώθι σαυτόν), προχωρεί η ελληνική ζήτηση στην πρώτη αιτία του κόσμου (οντολογία) και εκδιπλώνεται ως συνεχής αγώνας γι αγνώση των όντων και του Όντος (γνωσιολογία). Αναζητώντας έτσι την καθολική αλήθεια ο Έλλην άνθρωπος ψηλαφούσε την θεία παρουσία στον κόσμο (Πράξ.17.27), ερευνώντας τον άνθρωπο και τον κόσμο και προσανατολίζοντας Θεοκεντρικά την πορεία του προς τις κορυφές της τελειότητας (όσιο-αληθές-ωραίο-δίκαιο) και ανεπίγνωστα προς την πηγή κάθε τελειότητας, τον τρισυπόστατο Θεό.
Αυτό το θεμελιώδη χαρακτήρα της Ελληνικότητας θα εξάρει ιδιαίτερα ο Αθηναίος (;) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Φαμέν τοίνυν ενθένδε [...] την φιλοσοφίαν ζήτησιν έχειν περί αληθείας και της των όντων φύσεως, αλήθεια δε αύτη, περί ης ο Κύριος αυτός είπεν «εγώ είμη η αλήθεια»...». Η ελληνική δηλαδή αναζήτηση, θεοκεντρική στην αυτοέκφραση της, όχι μόνο στον χώρο της διανοήσεως, αλλά και στην καθημερινή πρακτική των λαϊκών στρωμάτων, ήταν κατ'ουσίαν Χριστοκεντρική.
Είναι δε σημαντικό, ότι ο Κλήμης εδώ δεν πρωτοτυπεί στην διακρίβωση του, διότι η ζήτηση του Ελληνισμού καταξιώθηκε και αγιοπνευματικά στο κήρυγμα του φωτιστού των Ελλήνων Παύλου, όταν γράφει στους Έλληνες Κορινθίους της εποχής του: «Έλληνες σοφίαν ζητούσιν», αντιπαραβάλλοντας την ελληνική ζήτηση της σοφίας-αληθείας στην ιουδαϊκή «οιονεί» επαιτείαν («Ιουδαίοι σημείον αιτούσιν»).
Η ελληνική αναζήτηση-έστω και αποπροσανατολισμένη λόγω της πτώσεως- συνιστά για τον Απόστολο Παύλο στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, την ελληνικότητα καθ'εαυτήν. Η εμπειρία άλλωστε του Αποστόλου είχε αποδείξει, ότι η ζήτηση αυτή συνοδεύεται και από τη διάθεση αποδοχής της αλήθειας, όπου ευρεθεί, τουλάχιστον στον Ελληνισμό εκείνο, που διασώζει την αυθεντικότητα του.
Γιατί ο ίδιος ο Παύλος θα διαπιστώσει, ότι υπάρχει και ο αλλοτριωμένος Ελληνισμός, που απορρίπτει την αλήθεια-σοφία και μένει στην αναλήθεια και αλογία, αποδεικνύοντας ότι η ζήτηση του είναι απλή επικάλυψη της αλλοτριώσεως του.
Μήπως αυτό δεν συνέβη σε μια κοσμοϊστορική στιγμή του Ελληνισμού στην ίδια τη Μητρόπολη του; Ο Απόστολος του ελληνικού κόσμου έφερε και κήρυξε στην φιλόσοφο Αθήνα την αναζητούμενη αλήθεια ως «Χριστόν εσταυρωμένον» και Αναστάντα. Αυτό σημαίνει, ότι ο Παύλος έφερε στον ελληνισμό την απάντηση του Θεού στη ζήτηση του (Πράξ.17.2,3.31).
Η παρουσία δε του Παύλου στην Πνύκα ήταν το κριτήριο της γνησιότητας, αλλά και του αλλοτριώσεως του Ελληνισμού. «Επί της καθέδρας» των μεγάλων Φιλοσόφων, ως άλλοι Φαρισαίοι, βρέθηκαν να κάθονται ψευδείς αναζητηταί, ενώ οι διασώζοντες το ελληνικό φιλάληθες-φιλόσοφο πνεύμα σχημάτισαν τη μικρή εκείνη ομάδα των λιγότερο ή και καθόλου επισήμων, οι οποίοι «κολληθέντες αυτώ επίστευσαν» (Πράξ.17.34).
Η κρίσιμη για την ανθρωπότητα συνάντηση του Αρείου Πάγου αποβαίνει η λυδία λίθος για την επακρίβωση των αυθεντικών φορέων της ελληνικότητας. Ο Ελληνισμός, που αναζητεί αληθινά τον Χριστό και γι'αυτό Τον αναζητά εντασσόμενος στην Εκκλησία του.
Οι Φιλόσοφοι, που εικονίζονται συχνά στους Νάρθηκες των Ναών μας, είναι ένας τρόπος καταξιώσεως της γνήσιας ελληνικής αναζητήσεως, αφού φέρονται «ως προειπόντες την ενσάρκωσιν του Χριστού». Αποδεικνύεται έτσι, ότι ο Ελληνικός κόσμος της εποχής του Παύλου «ήταν κατά κάποια έννοια ώριμος ή προπαρασκευασμένος» για την στροφή αυτή.
Κατά την εύστοχη διατύπωση του αείμνηστου συναδέλφου μας Βασίλειου Μουστάκη, «η Ελλάς προετοιμαζομένη και αναζητούσα την Χάριν, είναι ήδη έργον της Χάριτος».
Ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία θα εξαγιάσει την ζήτηση του Ελληνικού κόσμου, ανανοηματοδοτώντας το τελικό νόημα της υπάρξεως του και μεταστοιχειώνοντας την ύπαρξη του».
Πηγή: «Ελληνισμός και Ορθοδοξία»
Πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Μεταλληνού
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Θεσσαλία: Υστερη αρχαιότητα και μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία

Το 1204 ξεκίνησε η επαίσχυντη 4η λεγόμενη «Σταυροφορία» που, έχοντας σκοπό να απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους Μουσουλμάνους κατακτητές, ξεστράτισε στα βυζαντινά εδάφη και προκάλεσε τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας, χιλιάδες φόνους και την καταστροφή και λεηλασία μνημείων και τόπων της Ορθοδοξίας. Αυτή η Σταυροφορία ξεκίνησε με τις «ευλογίες» του πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιου Γ’ και την οικονομική χορηγία του δόγη της Βενετίας Ερρίκου Δάνδολου και ομάδας Φράγκων ευγενών. Είναι αλήθεια ότι μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης φέρει ο έκπτωτος αυτοκράτορας Ισαάκιος Β’ Άγγελος, ο οποίος ζητώντας την παλινόρθωσή του στο θρόνο πρότεινε μεγάλα οικονομικά αν-
ταλλάγματα στους Σταυροφόρους για να τον βοηθήσουν.
Έτσι, με τη βοήθεια των Φράγκων, ο Ισαάκιος αποκαταστάθηκε στον θρόνο με συναυτοκράτορα τον γιο του Αλέξιο  Δ’. Μη έχοντας όμως πόρους να ξεπληρώσει τους Δυτικούς,οι Λατίνοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Βασιλεύουσα τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο Ισαάκιος πέθανε και ο γιος του Αλέξιος θανατώθηκε ως προδότης. Ο διάδοχος στο θρόνο Αλέξιος Ε’Μούρτζουφλος δεν κατάφερε να εμποδίσει τις εξελίξεις. Η οριστική κατάληψη της Κων/λης έγινε τη 13η Απριλίου του 1204. Μετά τη λεηλασία της Πόλης, τους φόνους αμάχων, τις αρπαγές, τα ανοσιουργήματα σε ιερούς τόπους και πολλά άλλα, ανέλαβε αυτοκράτορας ένας ηγέτης των Σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας.
Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ: Οι περιοχές της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν μεταξύ των Λατίνων ευγενών με τη Partitio (διανομή) Romaniae. Ο Βονιφάτιος του Μομφερά (Μομφερατικός) πήρε τη Μακεδονία που έγινε ιδιαίτερο βασίλειο με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Στους Βενετούς δόθηκε η Θεσσαλία, η οποία όμως αμέσως ανταλλάχτηκε με την Κρήτη που είχε δοθεί στο Βονιφάτιο. Έτσι, θεωρητικά, ο Μομφερατικός μπορούσε να
ελέγχει μια τεράστια ελλαδική περιοχή, από τις Σέρρες μέχρι τις Θερμοπύλες. Σύντομα ο Βονιφάτιος επικεφαλής στρατού κατάφρακτων ιπποτών ξεκίνησε για την κατάκτηση της επαρχίας της Βλαχίας (Θεσσαλίας) που ήταν χωρισμένη σε μικρότερες διοικήσεις τις λεγόμενες «επισκέψεις». 
Αυτές ήταν: 1. Δημητριάδας, 2. Δύο Αλμυρών, 3. Ρεβένικου(1),4. Φαρσάλων, 5. Δομοκού και 6. Βεσσαίνης(2). Στη Θεσσαλία ανήκε επίσης η Provincia Velechative, η περιοχή του σημερινού Βελεστίνου. Το καθεστώς της Θεσσαλίας εκείνη την εποχή ήταν φεουδαρχικό. Μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης ήταν τότε η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλέξιου Γ’ Άγγελου,στην οποία ανήκε, μεταξύ άλλων, και η σημερινή Επαρχία της Αγιάς(3).
 Αυτή είχε παραχωρήσει τη νομή αυτών των απέραντων εκτάσεων σε διάφορες οικογένειες ευγενών της περιοχής, όπως τους Μαλιασηνούς της Μακρυνίτσας,τους Γαβριηλόπουλους, κ.ά., οι οποίοι είχαν υπό την κατοχή τους και άλλες τεράστιες εκτάσεις γης. Αυτές οι οικογένειες
καταπίεζαν τους φτωχούς αγρότες της Θεσσαλίας και, σε συνδυασμό με τις συνεχείς επιδρομές και την ευρύτερη ανασφάλεια της εποχής, αύξαιναν τη δυσφορία των κατοίκων. Έτσι οι Φράγκοι είχαν «εύκολο έργο» προχωρώντας προς το νότο.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ – ΛΕΩΝ ΣΓΟΥΡΟΣ: Λίγο πριν από τη λατινική κατάκτηση, το 1204, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο άρχων του Ναυπλίου Λέων Σγουρός που,επειδή διέβλεπε το κενό εξουσίας στις θεσσαλικές επαρχίες,κυρίευσε προσωρινά τη Λάρισα(4). Εκεί τον συνάντησε ο έκπτωτος Αλέξιος Γ’ και για να τον προσεταιριστεί ως σύμμαχό του, του πρόσφερε την κόρη του Ευδοκία ως σύζυγο.
Όμως οι ενωμένες στρατιωτικές δυνάμεις τους ήταν και πάλι κατώτερες από τις αντίστοιχες των κατακτητών. Την άνοιξη του 1205 ο Βονιφάτιος, που είχε «υιοθετήσει» προφανώς για πολιτικούς λόγους τον γιο του Ισαάκιου Β’ Άγγελου, επικεφαλής στρατού Λομβαρδών και άλλων μισθοφόρων, διέσχισε τα Τέμπη. Πολλοί Θεσσαλοί τοπάρχες, όπως ο μελλοντικός ιδρυτής του ηπειρωτικού Δεσποτάτου, Μιχαήλ Α’Δούκας, προσχώρησαν στις δυνάμεις του λόγω της προαναφερθείσας «υιοθεσίας». Ο Βονιφάτιος κατέλαβε εύκολα τη Λάρισα όπως και άλλες θεσσαλικές πόλεις, ενώ ο στρατός του Σγουρού περιορίστηκε σε ρόλο θεατή. Βλέποντας την
εύκολη επικράτηση του Βονιφάτιου, που είχε καταλάβει πια και το επίνειο της Λάρισας, τον Αλμυρό, ο Λέοντας υποχώρησε στις Θερμοπύλες. Όμως μετά την κατάληψη και της Λαμίας, η φυγή του έγινε άτακτη υποχώρηση ακόμα πιο νότια, στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο ιστορικός της εποχής Χωνιάτης περιγράφει μάλλον ειρωνικά τις άτακτες υποχωρήσεις
του(5). Ο Αλέξιος Γ’, μόνος πια, συνθηκολόγησε με τους εισβολείς αφήνοντας στο Βονιφάτιο την απόλυτη κυριαρχία της κεντρικής και ανατολικής, Θεσσαλίας, ενώ τμήμα της δυτικής Θεσσαλίας περιήλθε στην κυριαρχία του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Μιχαήλ Α’ Δούκα.
Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΕΔΑΦΩΝ: Ο βαρόνος Γουλιέλμος πήρε τη Λάρισα, δίνοντας στον εαυτό του τον επίσημο τίτλο Γουλιέλμος di Larsa, όπως και τις γύρω πεδινές εκτάσεις καθώς και το επίνειο της θεσσαλικής πρωτεύουσας, τον Αλμυρό. Τα αδέλφια Albertino και Ronaldo της Canosa πήραν τις δυτικές ακτές του Παγασητικού με έδρα τις Φθιώτιδες Θήβες. Ο Αμμαδαίος Μπούφα πήρε την περιοχή του Δομοκού, όμως η κυριαρχία του ήταν πρόσκαιρη καθώς το 1210 η πόλη κατακτήθηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου. Στον Γερμανό βαρόνο Bertold von Katzenellenbogen δόθηκε η περιοχή του Βελεστίνου. Μικρότερες εκτάσεις πήρε και η Μαρία, σύζυγος του Βονιφάτιου Μομφερατικού. Αυτές ήταν της Βεσσαίνης, της Δημητριάδας, του Αρχοντοχωρίου και η ύπαιθρος των Δύο Αλμυρών.
Γύρω από τη Θεσσαλία άλλοι Λατίνοι φεουδάρχες ήταν: ο Λομβαρδός Rolando Piscia στον Πλαταμώνα, ο Thomas Autromencourt στα Σάλωνα (Άμφισσα), ενώ στη Βόρεια Εύβοια, πλην των περιοχών που ανήκαν στη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία»(6), μεγάλες εκτάσεις ήλεγχε ο Ravanos dale Canceri από τη Βερόνα(7). Όσον αφορά στις Σποράδες,μετά την άλωση της Πόλης (1204) η Σκιάθος πέρασε στο «μερίδιο» των Ενετών. Κύριοι του νησιού έγιναν μέλη της
οικογένειας των Γκίζι (Ιερεμίας και Ανδρέας). Οι νέοι κύριοι του νησιού απαγόρευσαν την τέλεση των ιεροπραξιών του ορθοδόξου κλήρου, αναγκάζοντας τους κατοίκους να αποδεχθούν τον Παπισμό. Θέλοντας όμως να έχουν φιλική αντιμετώπιση από τους ντόπιους, οι Γκίζι έδωσαν στο νησί ελεύθερη αυτοδιοίκηση και ορισμένα προνόμια. Το 1207 η Αλόννησος και τα γύρω μικρονήσια έπεσαν στα χέρια της ίδιας οικογένειας. Αυτοί έδωσαν κάποια προνόμια στους
ντόπιους και επισκεύασαν το βυζαντινό κάστρο της Χώρας.
Η Σκόπελος, η αρχαία Πεπάρηθος, δόθηκε αρχικά στο Δουκάτο Νάξου αλλά στη συνέχεια πέρασε και αυτή στα χέρια του οίκου των Γκίζι, που επέκτειναν έτσι την κυριαρχία τους σ' όλες τις Βόρειες Σποράδες. Το 1261 η Αλόννησος κατελήφθη από τον Lorenzo Tiepolo, ο οποίος έκανε το νησί ορμητήριο πειρατών.

Στο επόμενο άρθρο μας, θα ασχοληθούμε με τη Θεσσαλία στις αρχές του 13ου αιώνα.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com
www.scribd.com/oikonomoukon

* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο
32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας
(1) Πρόκειται για την περιοχή της αρχαίας Σκοτούσσας Φαρσάλων ή κατ’ άλλους κάποια περιοχή της Φθιώτιδας (Κ.Σπανός).

(2) Βέσαινα ή Βέσιανη ή Δέσιανη, είναι ο σημερινός Αετόλοφος Αγιάς. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι ίσως το Βαθύρεμμα Αγιάς να ήταν η μεσαιωνική Βέσαινα.

(3) Κων. Αθ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία τ. Γ’ , Λάρισα, 2008.

(4) Νικήτας Χωνιάτης, Ιστορία, 608-610.

(5) Ν. Χωνιάτης, ό.π., 610-611.

(6) Άλλη ονομασία του Ενετικού κράτους.

(7) Χρήστος Ντάμπλιας, Η Ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Ηρόδοτος, 2002.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Δαίδαλος ο μεγαλύτερος εφευρέτης στην αρχαία Ελλάδα

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Ιανουαρίου 15, 2014
δαίδαλος
Ο Δαίδαλος είναι ο μεγαλύτερος εφευρέτης στην αρχαία Ελλάδα, ένας πραγματικός πολυτεχνίτης και καλλιτέχνης ταυτόχρονα, όπως υποδηλώνει το όνομα Δαίδαλος που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα δαιδάλω = εργάζομαι με τέχνη.
Ο Λαβύρινθος στη μινωική Κρήτη, ο μίτος της Αριάδνης, η ξύλινη αγελάδα της Πασιφάης, το χοροστάσι της Αριάδνης, το ακρόπρωρο των πλοίων της εποχής εκείνης και το πέταγμα με φτερά από κερί ήταν όλα σύμφωνα με τη μυθολογία εφευρέσεις και επινοήσεις του Δαίδαλου.

Η καταγωγή του Δαίδαλου

Για τον Δαίδαλο σώζονται αρκετοί μύθοι και αυτοί καταγράφηκαν για
πρώτη φορά από τους Αθηναίους μυθογράφους τον 6ο π.Χ. αιώνα επί Πεισίστρατου. Το μεγαλύτερο μέρος των μύθων για τη ζωή του Δαίδαλου εκτυλίσσεται στην Κρήτη, συνεπώς οι μύθοι που αφορούν τον Δαίδαλο πρέπει να είναι κρητικής καταγωγής.
Ο μύθος του Δαίδαλου μας παραδίδει ότι γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν απόγονος του Ερεχθέα (=μυθικός επώνυμος ήρωας και βασιλιάς των Αθηνών, ιδρυτής των Παναθηναίων αγώνων). Από σπουδαία γενιά ήταν και η μητέρα του η Αλκίππη (ή Φρασιμήδη ή Ιφηνόη), που κρατούσε από τον Κέκροπα, τον μυθικό ιδρυτή της πόλης των Αθηνών.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Δαίδαλος κατάγεται από τον θεό Ήφαιστο και απ’ αυτόν κληρονόμησε την ικανότητα να μπορεί να κατασκευάζει σχεδόν τα πάντα.

Ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Δαίδαλος

Ο Δαίδαλος σύντομα εξελίχθηκε στον πιο σπουδαίο αρχιτέκτονα και γλύπτη της Αθήνας. Λεγόταν μάλιστα ότι τα αγάλματα που έβγαιναν από το εργαστήριο του Δαίδαλου έμοιαζαν με ζωντανά. Τόσο ζωντανά, που όταν ο Ηρακλής αντίκρισε το άγαλμα ενός άντρα σε θέση μάχης, νόμισε ότι κάποιος του επιτίθεται και ενστικτωδώς αντέδρασε καταστρέφοντας το με το ρόπαλο του. Όταν κατάλαβε ότι είχε καταστρέψει ένα περίτεχνο άγαλμα, που μάλιστα παρίστανε τον ίδιο, αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή και ζήτησε συγνώμη από τον Δαίδαλο.
Ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος που έδωσε ελεύθερη κίνηση στα μέλη του αγάλματος, απελευθερώνοντας έτσι τα χέρια από το σώμα και ξεχωρίζοντας τα πόδια μεταξύ τους. Επιπλέον έδωσε περισσότερη εκφραστικότητα στο πρόσωπο προσθέτοντας τα χαρακτηριστικά του ματιού (βολβός, κόρη, ίριδα).

Πως ο Δαίδαλος έφτασε στην Κρήτη

Στο εργαστήριο του Δαίδαλου μαθήτευε ο γιος της αδερφής του Πέρδικας ή Πολυκάστης, ο Τάλως ή Κάλως (είναι διαφορετικός από τον γίγαντα Τάλω, τον φύλακα της Κρήτης). Φαίνεται πως το ταλέντο είχε μοιραστεί απλόχερα στην οικογένεια και ο Τάλως αναδεικνυόταν σε εξαιρετικά ιδιοφυή τεχνίτη.
Οι φήμες στην Αθήνα έδιναν και έπαιρναν ότι ο ανιψιός θα καταφέρει να ξεπεράσει το θείο του. Ο Δαίδαλος τυφλώθηκε από ζήλια και έβγαλε τον Τάλω από τη μέση γκρεμίζοντάς τον από την Ακρόπολη. Το έγκλημα δεν άργησε να αποκαλυφθεί και ο Δαίδαλος εκδιώχθηκε από την Αθήνα.
Η αδερφή του Δαίδαλου αυτοκτόνησε από τον καημό της που έχασε τον μονάκριβο γιο της Τάλω και ο Δαίδαλος τελικά κατέληξε στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ο Δαίδαλος έγινε αμέσως δεκτός γιατί η φήμη του ως εξαιρετικός τεχνίτης είχε προηγηθεί και μάλιστα γίνεται έμπιστος του Μίνωα, του μυθικού βασιλιά της Κνωσού. Ο Μίνωας ανέθετε στο Δαίδαλο όλα τα τεχνικά έργα στο ανάκτορο και έτσι ο μύθος θέλει το Δαίδαλο να είναι ο εφευρέτης σχεδόν σε όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής.
Στην Κρήτη ο Δαίδαλος γνώρισε την Ναυκράτη, που δούλευε στην υπηρεσία του Μίνωα και μαζί της αποκτά τον Ίκαρο.

Τα έργα του Δαίδαλου στην Κρήτη

Το χοροστάσι της Αριάδνης
Ο Δαίδαλος είναι αυτός που έφτιαξε την πρώτη «πίστα» χορού στην ιστορία για την πριγκίπισσα Αριάδνη, το χοροστάσι της Αριάδνης, που ακόμα και οι θεοί το θαύμασαν.
Τα Δαιδάλια
Μία άλλη εφεύρεση του Δαίδαλου θεωρείται το ακρόπρωρο του πλοίου. Γι’ αυτό και τα ακρόπρωρα ονομάζονταν και δαιδάλια στην αρχαία Ελλάδα.

Η ξύλινη αγελάδα της Πασιφάης
η πασιφάη μπαινει στην ξυλινη αγελαδα που εφτιαξε ο δαιδαλος
Η Πασιφάη μπαίνει στην ξύλινη αγελάδα
Ο Μίνωας για να αποδείξει ότι είναι ο πιο ικανός από τα αδέρφια του και να κερδίσει το θρόνο του βασιλιά της Κνωσσού, είχε ζητήσει από το θείο του Ποσειδώνα (το θεό της θάλασσας) να του στείλει ένα σημάδι.
Ο Ποσειδώνας έστειλε έναν πανέμορφο ταύρο που ο Μίνωας όφειλε να θυσιάσει προς τιμή του Ποσειδώνα. Ο Μίνωας όμως δεν ήθελε να σκοτώσει ένα τόσο ξεχωριστό ζώο και με πονηριά θυσίασε άλλο ταύρο στη θέση του. Ο Ποσειδώνας εξοργίστηκε και τιμώρησε το Μίνωα για την ασέβεια του με ένα ασυνήθιστο τρόπο: έκανε τη σύζυγο του Μίνωα, βασίλισσα Πασιφάη, να ερωτευτεί τον ταύρο.
Η Πασιφάη τρελή από έρωτα για τον ταύρο ζήτησε από το Δαίδαλο να της βρει τον τρόπο για να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του χωρίς να κινδυνεύσει η ζωή της.
Ο Δαίδαλος λοιπόν έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια στο εσωτερικό της, την έντυσε με το δέρμα μιας αληθινής αγελάδας και την άφησε σε ένα λιβάδι με τη βασίλισσα μέσα της.
Ο ταύρος ξεγελάστηκε, πλησίασε την αγελάδα, ζευγάρωσε μαζί της και από την αφύσικη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα τέρας που από τη μέση και πάνω ήταν ταύρος και ο άλλος μισός άνθρωπος.
Ο λαβύρινθος του Δαίδαλου
Ο Δαίδαλος κλήθηκε μετά τη γέννηση του Μινώταυρου να βρει ένα τρόπο να κρύψει την ντροπή του Μίνωα για αυτή του την βαριά τιμωρία, δηλαδή να φτιάξει κάτι όπου θα φυλάκιζε τον Μινώταυρο.
Ο Δαίδαλος κατασκεύασε τον λαβύρινθο, ένα κτίριο που αποτελείται από στενούς διαδρόμους και πολύπλοκες στροφές, που μπέρδευε τόσο πολύ όποιον έμπαινε μέσα ώστε δεν μπορούσε να βρει την έξοδο.
Πού βρίσκεται ο λαβύρινθος δεν έχουμε ιδέα, αν και πολλοί τον ταυτίζουν με το ίδιο το ανάκτορο της Κνωσού. Είναι γεγονός ότι το ανάκτορο της Κνωσού αποτελείται από πάρα πολλούς δωμάτια που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς διαδρόμους. Εξάλλου, σύμφωνα με το μύθο, και η Κνωσός κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Δαίδαλο.
Ο Μίτος της Αριάδνης
ο θησεας σκοτωνει τον μινωταυρο
ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Κάθε 9 χρόνια οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες στην Κρήτη σαν φόρο αίματος για την άδικη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα. Οι νέοι και οι νέες ρίχνονταν στον Λαβύρινθο για να τους καταβροχθίσει ο Μινώταυρος.
Κάποια χρονιά ένας από τους 7 νέους ήταν ο γιος του βασιλιά της Αθήνας, ο Θησέας. Ρωμαλέος νέος και ωραίος ερωτεύεται με την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη, που για κανένα λόγο δεν θα άφηνε τον αγαπημένο της να γίνει τροφή του Μινώταυρου. Για μια ακόμη φορά ζητήθηκε η βοήθεια του Δαίδαλου, που έδωσε στην Αριάδνη ένα κουβάρι δυνατή κλωστή, το γνωστό μίτο της Αριάδνης.
Ο Θησέας ακολουθώντας τις οδηγίες του Δαίδαλου έδεσε την άκρη του μίτου στην είσοδο του λαβύρινθου, και προχώρησε ξετυλίγοντας το κουβάρι μέχρι που βρήκε το Μινώταυρο. Αφού τον σκότωσε, ακολούθησε το νήμα και βρήκε το δρόμο προς την έξοδο.

Ο Μίνωας φυλακίζει τον Δαίδαλο

Ο Δαίδαλος δεν είχε κακή πρόθεση όταν βοηθούσε την Πασιφάη και την Αριάδνη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να έρθει σε ρήξη με το Μίνωα. Είναι λογικό ότι ο βασιλιάς δεν ήθελε ούτε η γυναίκα του να βρει τρόπο να ζευγαρώσει με τον ταύρο, ούτε ο Θησέας να μπορέσει να βγει από τον λαβύρινθο.
Η οργή του ήταν μεγάλη με αποτέλεσμα ο πατέρας Δαίδαλος και ο γιός Ικαρος να φυλακιστούν στον άδειο πια Λαβύρινθο, που ας μη ξεχνάμε, ήταν έργο του ίδιου του Δαίδαλου.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

“Τι έστιν τό τεθνάναι” – Σωκράτης

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Ιανουαρίου 14, 2014
Ο Σωκράτης στην απολογία του προς του δικαστές αναφέρεται εκτός των άλλων και στον θάνατο, τι είναι ο θάνατος και αν είναι αγαθό ή όχι για τον άνθρωπο, λέγει λοιπόν ο Σωκράτης [βλ. Απολογία Σωκράτους, 40c.1 - 41.d.3]:

“Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος : «ἢ γὰρ οἷον μηδὲν εἶναι μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς
ἔχειν τὸν τεθνεῶτα»
, ή όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής «τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον». Και είτε δεν υπάρχει «μηδεμία αἴσθησις», αλλά «οἷον ὕπνος ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ᾽ ὄναρ μηδὲν ὁρᾷ» [αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει ούτε όναρ], τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος!
Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια νύχτα που κοιμήθηκε χωρίς να δει ούτε ένα όνειρο, και τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, αν έπρεπε να τις αντιπαραβάλει με τη νύχτα εκείνη και να σκεφτεί και να πει πόσα καλύτερα και πιο ευχάριστα μερόνυχτα έχει ζήσει στη ζωή του από αυτή τη νύχτα, νομίζω ότι όχι μόνον ο τυχαίος ιδιώτης αλλά και ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα έβρισκε πολύ λίγα σε σχέση με τα άλλα μερόνυχτα.
Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι «ὁ πᾶς χρόνος» δεν φαίνεται παρά σαν μία νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι αποδήμηση «ενθένδε εἰς ἄλλον τόπον» και είναι αλήθεια τα λεγόμενα ότι εκεί βρίσκονται «πάντες οἱ τεθνεῶτες», τι μεγαλύτερο αγαθό θα υπήρχε από αυτό, ω άνδρες δικαστές ;
Αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημιθέους που υπήρξαν δίκαιοι στην ζωής τους ;; Θα ήταν μήπως φαύλη αυτή η αποδημία ;;Ή πάλι, και ποιος από εσάς δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο ;; Εγώ πάντως πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω αν όλα αυτά αληθεύουν, γιατί, σε εμένα τουλάχιστον, φαίνεται θαυμαστή η παραμονή σε μέρος που θα μπορούσε να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα του Τελαμώνα και όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματά μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, να εξετάζω και να ερευνώ, όπως κάνω και για τους εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι. Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ηγήθηκε της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο – ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς – να μιλάει με αυτούς και να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει ;;
Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία ;; Πάντως, για τέτοιες αιτίες, όσοι βρίσκονται εκεί δεν θανατώνουν. Εκείνοι, είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι από τους εδώ, για τον λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν φυσικά όσα λέγονται είναι αλήθεια. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να σκάφτεστε με ελπίδα τον θάνατο και να καταλάβετε ότι η αλήθεια είναι μόνο μια : ότι δεν υπάρχει για τον αγαθό άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις του”. …….
[......] Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοί από εμάς πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους πλην του θεού!


……δυοῖν γὰρ θάτερόν ἐστιν τὸ τεθνάναι· ἢ γὰρ οἷον μηδὲν εἶναι μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς ἔχειν τὸν τεθνεῶτα, ἢ κατὰ τὰ λεγόμενα μεταβολή τις τυγχάνει οὖσα καὶ μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον. καὶ εἴτε δὴμηδεμία αἴσθησίς ἐστιν ἀλλ᾽ οἷον ὕπνος ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ᾽ ὄναρ μηδὲν ὁρᾷ, θαυμάσιον κέρδος ἂν εἴη ὁ θάνατος–ἐγὼ γὰρ ἂν οἶμαι, εἴ τινα ἐκλεξάμενον δέοι ταύτην τὴν νύκτα ἐν ᾗ οὕτω κατέδαρθεν ὥστε μηδὲ ὄναρ ἰδεῖν, καὶ τὰς ἄλλας νύκτας τε καὶ ἡμέρας τὰς τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ ἀντιπαραθέντα ταύτῃ τῇ νυκτὶ δέοι σκεψάμενον εἰπεῖν πόσας ἄμεινον καὶ ἥδιον ἡμέρας καὶ νύκτας ταύτης τῆς νυκτὸς βεβίωκεν ἐν τῷἑαυτοῦ βίῳ, οἶμαι ἂν μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα εὐαριθμήτους ἂν εὑρεῖν αὐτὸν ταύτας πρὸς τὰς ἄλλας ἡμέρας καὶ νύκτας–εἰ οὖν τοιοῦτον ὁ θάνατόςἐστιν, κέρδος ἔγωγε λέγω·
καὶ γὰρ οὐδὲν πλείων ὁ πᾶς χρόνος φαίνεται οὕτω δὴ εἶναιἢ μία νύξ. εἰ δ᾽ αὖ οἷον ἀποδημῆσαί ἐστιν ὁ θάνατος ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον, καὶἀληθῆ ἐστιν τὰ λεγόμενα, ὡς ἄρα ἐκεῖ εἰσι πάντες οἱ τεθνεῶτες, τί μεῖζον ἀγαθὸν τούτου εἴη ἄν, ὦ ἄνδρες δικασταί; εἰ γάρ τις ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ καὶλέγονται ἐκεῖ δικάζειν,
Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ, ἆρα φαύλη ἂν εἴη ἡἀποδημία; ἢ αὖ Ὀρφεῖ συγγενέσθαι καὶ Μουσαίῳ καὶ Ἡσιόδῳ καὶ Ὁμήρῳ ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν ὑμῶν; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ᾽ ἔστιν ἀληθῆ. ἐπεὶἔμοιγε καὶ αὐτῷ θαυμαστὴ ἂν εἴη ἡ διατριβὴ αὐτόθι, ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶΑἴαντι τῷ Τελαμῶνος καὶ εἴ τις ἄλλος τῶν παλαιῶν διὰ κρίσιν ἄδικον τέθνηκεν,ἀντιπαραβάλλοντι τὰ ἐμαυτοῦ πάθη πρὸς τὰ ἐκείνων–ὡς ἐγὼ οἶμαι, οὐκ ἂν ἀηδὲς εἴη–καὶ δὴ τὸ μέγιστον, τοὺς ἐκεῖ ἐξετάζοντα καὶ ἐρευνῶντα ὥσπερ τοὺς ἐνταῦθα διάγειν, τίς αὐτῶν σοφός ἐστιν καὶ τίς οἴεται μέν, ἔστιν δ᾽ οὔ.
ἐπὶ πόσῳ δ᾽ ἄν τις, ὦ ἄνδρες δικασταί, δέξαιτο ἐξετάσαι τὸν ἐπὶ Τροίαν ἀγαγόντα τὴν πολλὴν στρατιὰν ἢ Ὀδυσσέα ἢ Σίσυφον ἢ ἄλλους μυρίους ἄν τις εἴποι καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας, οἷς ἐκεῖ διαλέγεσθαι καὶ συνεῖναι καὶ ἐξετάζειν ἀμήχανον ἂν εἴη εὐδαιμονίας; πάντως οὐ δήπου τούτου γεἕνεκα οἱ ἐκεῖ ἀποκτείνουσι· τά τε γὰρ ἄλλα εὐδαιμονέστεροί εἰσιν οἱ ἐκεῖ τῶν ἐνθάδε, καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν χρόνον ἀθάνατοί εἰσιν, εἴπερ γε τὰ λεγόμενα ἀληθῆ.
ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς χρή, ὦ ἄνδρες δικασταί, εὐέλπιδας εἶναι πρὸς τὸν θάνατον, καὶ ἕν τι τοῦτο διανοεῖσθαι ἀληθές, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνδρὶ ἀγαθῷ κακὸν οὐδὲν οὔτε ζῶντι οὔτε τελευτήσαντι, οὐδὲ ἀμελεῖται ὑπὸ θεῶν τὰ τούτου πράγματα. ………
[......]ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014


Θεσσαλία: Υστερη αρχαιότητα και μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Οι Βλάχοι στη Θεσσαλία -υπερφορολόγηση και «μούλτος»

ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΙΤΖΑΔΕΣ: Είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας στην άλωση της Λάρισας από τους Βουλγάρους του Σαμουήλ στα τέλη του 10ου αιώνα(1). Στο χρονικό του Κεκαυμένου γίνεται αναφορά σε διάφορα πρόσωπα πρωταγωνιστών είτε μεταξύ των πολιορκητών, είτε μεταξύ των πολιορκούμενων. Η παρουσία μεταξύ των τελευταίων της
οικογένειας του Νικουλιτζά ή Νικολίτση, στην οποία επετράπη από τους Βουλγάρους η αποχώρηση από την πόλη, φανερώνει ότι στη θεσσαλική πρωτεύουσα και στη γειτονική ύπαιθρο χώρα κατοικούσαν οικογένειες Βλάχων οι οποίες τον επόμενο αιώνα (11ο) γίνονται πολυπληθέστερες, ειδικά μάλιστα μετά και την κάθοδο των ομοφύλων τους από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. 
Οι Βλάχοι ήταν δίγλωσσος λαός που ομιλούσε την ελληνική και τη βλάχικη γλώσσα. Προέρχονται από αρχαία ελληνικά φύλα της Μακεδονίας και της Ηπείρου που εργάζονταν ως οροφύλακες (φύλακες των βουνών) ή βιγλάτορες και ως φύλακες της Εγνατίας Οδού, στην
υπηρεσία του ρωμαϊκού κράτους αναγκαζόμενοι,αυτοί και οι οικογένειές τους, να ομιλούν τη λατι-
νική γλώσσα (από την οποία προήλθε και το βλάχικο ιδίωμα). Στη συνέχεια, στην εποχή που αναφερόμαστε, οι περισσότεροι απ’ αυτούς έγιναν κτηνοτρόφοι με διπλή κατοικία, ορεινή το καλοκαίρι και πεδινή (γύρω από τη Λάρισα ή τα Τρίκαλα) το χειμώνα. Οι ορεινές εστίες τους, ως επί το πλείστον,βρίσκονταν στην Πίνδο, ενώ μικρότερες ομάδες εξέτρεφαν τα κοπάδια τους στις πλαγιές του Ολύμπου, της Όσσας αλλά και στην Όθρυ. Ο προαναφερθείς Βλάχος Νικολίτσης, αργότερα συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους και γι’ αυτό τον λόγο συνελήφθη από το Βασίλειο Β’ στα Σέρβια και φυλακίστηκε.
Αυτός κατόρθωσε να αποδράσει, αλλά ξαναπιάστηκε για να δραπετεύσει και δεύτερη φορά. Όταν αργότερα, μετανοημένος για τη συμπεριφορά του, ζήτησε να παρουσιαστεί στον Βουλγαροκτόνο, εκείνος δεν τον δέχτη κε. Γιος αυτού του Βλάχου ηγεμόνα ήταν ο Δελφινάς Νικολιτζάς που έδρασε στα χρόνια της βασιλείας του Κων/νου Δούκα και του Ρωμανού
του Διογένη. Όταν, μετά το θάνατο του Βουλγαροκτόνου επανήλθε ο βουλγαρικός κίνδυνος, ο Βούλγαρος στρατηγός Λυτοβόης Διαβολίτης πολιόρκησε και κατέλαβε την ευρισκόμενη σε παρακμή Δημητριάδα (1040).
 Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα μεγάλο πλήθος Βλάχων νομάδων προερχόμενων από περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Βόρειας Πίνδου εισχώρησαν ειρηνικά στην αραιοκατοικημένη τότε Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν με τα κοπάδια τους στις πλαγιές των βουνών που κυκλώνουν τη θεσσαλική πεδιάδα. Στους επόμενους μάλιστα αιώνες, η περιοχή θα ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, ή Μεγαλοβλαχία λόγω της ισχυρής παρουσίας του βλάχικου στοιχείου. Σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν από την Τουδέλη της Ισπανίας (πέθανε το 1173) οι Βλάχοι των ορεινών περιοχών, βορείως της Λαμίας, ήταν λαός άγριος και εθνικός στο θρήσκευμα (ειδωλολάτρες).Βέβαια οι οικογένειες των αστικοποιημένων Βλάχων, όπως του Νικουλιτζά, είχαν ήδη ασπαστεί την Ορθόδοξη πίστη.
Η ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΛΤΟΥ: Στα χρόνια του Κων/νου Ι’ Δούκα (1059-1067), σπουδαίο ρόλο στην κοινωνία της Λάρισας έπαιζε ο γιος του Νικολίτζη, ο πρωτοσπαθάριος» Νικολιτζάς ο ονομαζόμενος και Δελφινάς εκ Λαρίσης. Ήταν η εποχή που οι κάτοικοι της Θεσσαλίας διαμαρτύρονταν κατά της σκληρής φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο, μαζί με τους κατοίκους των Φαρσάλων και άλλων πόλεων, να κάνουν στάση, την επονομαζόμενη στάση του «Μούλτου(2)»στα 1066, έχοντας με το μέρος τους τον «πρωτοσπαθάριο», ο οποίος θέλοντας και μη, πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες. Φαίνεται πως οι στασιαστές κέρδισαν τις εντυπώσεις και, παρά την καταστολή της
στάσης, μετά τον θάνατο του Δούκα, στα χρόνια της Ευδοκίας (1067) και του Ρωμανού Δ’ Διογένη, λίγο πριν τη μάχη στο Ματζικέρτ, η φορολογία έγινε λιγότερο σκληρή.
Οι βασικοί φόροι στη Θεσσαλία μετά τον 9ο μ.Χ.αιώνα: έγγειος φόρος [φόρος για την ιδιοκτησία γης],εννόμιος (για τα οικόσιτα ζώα), συνωνή (για τα αγροτικά προϊόντα), παρακολουθήματα (έκτακτοι φόροι),δικέρατο (για την επισκευή των τοιχών της Κων/λης),εξάφολλο (για κοινωνοφελείς σκοπούς), επήρειες (αμοιβές φοροεισπρακτόρων), αγγαρείες (για όσους
τις εξαγοράζαν), νόμιστρο, καπνολόγιον, ορρική, μελισσωνόμιον (μετά το 1314), πρεβέντα μετά οίνου δόσεως (στρατιωτικός φόρος), σιτάρκεια (για τη φρουρά του κάστρου σε είδος ή χρήμα), κομμέρκιος,πενταμίδεια, παρθενοφθορίας (προορισμένος για ειδικά εγκλήματα, κατέληξε σε προσφορά προς τον εκάστοτε άρχοντα όταν παντρευόταν κάποια από τις «υπηκόους» του!).

Στο επόμενο άρθρο μας, την επόμενη Κυριακή,θα ασχοληθούμε με τη Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία.

Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας
www.scribd.com/oikonomoukon

(1) Κων/νος. Αθ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τ. Γ’, Λάρισα 2008.

(2) Στη λατινική γλώσσα η λέξη «μούλτος» σημαίνει πολύ. Άρα η στάση ήταν κατά της πολλής φορολόγησης.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014


Ο ναός του Αγίου Αθανασίου
...του νικολάου παπαθεοδώρου

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Λάρισα διέθετε μόνον έναν ενοριακό ναό, αυτόν του Αγίου Αχιλλίου. Βρισκόταν στο βορειοδυτικό μέρος πάνω στο λόφο της ακρόπολης, του Φρουρίου όπως τον ονομάζουμε όλοι σήμερα.Ιστορικά είναι διαπιστωμένο ότι την ίδια περίοδο υπήρχαν κάποια παρεκκλήσια σε διάφορα σημεία της πόλης, αλλά αυτά ήταν μετόχια και δεν  εξυπηρετούσαν τις χριστιανικές συνοικίες ενοριακά. Άλλωστε ο αριθμός των χριστιανών μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν αρκετά μειωμένος, επειδή «Οι Λαρισαίοι Τούρκοι είναι μισόχριστοι εις άκρο και θηριώδεις, δεν υποφέρουν να ιδούν άλλη θρησκεία και μάλιστα τη δική μας», όπως αναφέρουν οι Δημητριείς(1) το 1791. Υπήρχαν περίοδοι που ο μοναδικός ναός της πόλης δεν λειτουργούσε, είτε επειδή είχε πυρποληθεί (Ορλωφικά 1769), είτε επειδή  χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα σαν αποθήκη όπλων και πυρομαχικών (1822- 1827
κατά διαστήματα) και οι χριστιανοί κάτοικοί της εκκλησιάζονταν στην Αγία Μαρίνα ή σε ναούς των γύρω χωριών.
Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης στο βιβλίο του «Η Λάρισα» έχει
καταγράψει αποφάσεις των ιεραρχών της Λάρισας (1831 με 1839) για ιερείς οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους χριστιανούς στις ενορίες Αρναούτ και Σαρασλάρ μαχαλά(2) «επί το ψάλλειν
εν αυταίς, ευλογείν τε και αγιάζειν τους έν αυτή Χριστιανούς»(3) χωρίς να υπάρχει ναός. Ο
εκκλησιασμός των χριστιανών κατοίκων των συνοικιών αυτών, όπως και όλων των άλλων
συνοικιών της πόλης, γίνονταν αποκλειστικά στον Άγιο Αχίλλιο.
Όμως από τα μέσα του 19ου αιώνα, με τα σουλτανικά μεταρρυθμιστικά διατάγματα (Τανζιμάτ, 1856) δόθηκαν στους χριστιανούς κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες. Από τη χρονολογία αυτή παρατηρούμε ότι επιτρέπεται η κωδωνοκρουσία στο ναό του Αγίου Αχιλλίου,η ρίψη του Σταυρού κατά την εορτή των Θεοφανίων από τον μητροπολίτη από τη γέφυρα του Πηνειού και η ανέγερση νέων ναών.
 Προηγείται ο Άγιος Νικόλαος (1857) και ακολουθούν το 1862 ο ναός των Αγίων Τεσσαράκοντα
Μαρτύρων, ο ναός του Αγίου Αθανασίου το 1869 και οι υπόλοιποι.Για τον ναό του Αγίου Αθανασίου έχει διασωθεί το πληρεξούσιο που υπέγραψαν το 1855 οι κάτοικοι των συνοικιών Αρναούτ και Σαρασλάρ για την κατασκευή του ναού(4), το οποίο έχει ως εξής:
«Σήμερον την 26 Φευρουαρίου του έτους χιλίου οκτακοσίου πεντηκοστού πέμπτου συνελθόντες οικειοθελώς άπαντες οι κάτοικοι του Αρναούτ και Σαρασλάρ Μαχαλά και συσκεφθέντες συνενέσει του Σεβασμιωτάτου Αγίου Λαρίσσης Κυρίου Στεφάνου, απεφασίσαμεν να οι-
κοδωμήσωμεν την εν τω Μαχαλά μας εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου. Προς τούτο δε το
θεάρεστον έργον διορίζομεν τους κυρίους Διονύσιον, Δημήτριον Σμυρλή, Αναγνώστην Μακρήν, Μιχαλόν Χ/Μέμου, Ιωάννην Θεολόγου,Αποστόλην Εμμανουήλ, Δημήτριον Δραμάνην και Αθανάσιον Τριανταφύλλου (οίτινες θέλουσι διορίσει και άλλους εν καιρώ ανάγκης) απολύτους πληρεξουσίους να φροντίσωσιν τόσον εις την είσπραξιν των συνεισφορών όσον και λοιπάς (εννοεί δωρεάς) μέχρι της αποπερατώσεως της οικοδομής ταύτης. Διό και υπεγράφη το παρόν παρ’ όλων των Μαχαλιωτών και εδόθη εις χείρας των κυρίων πληρεξουσίων. Και υποφαινόμεθα.Την εικοστήν έκτην (26) Φευρουαρίου 1855. Αρναούτ Μαχαλά Λαρίσσης». Ακο-
λουθούν είκοσι μία (21) υπογραφές μαρτύρων.Προηγούνται οι ιερείς Παπαπόστολος και Κων-
σταντίνος του Αρναούτ Μαχαλά και έπονται οι υπόλοιποι, όλοι κάτοικοι των δύο ενοριών.
Θα σχολιάσουμε στην αρχή ορισμένα ονόματα που διαβάζουμε στο πληρεξούσιο:

-Μητροπολίτης Λαρίσης το 1855 ήταν ο Στέφανος Β’ (1853-1870) από το Αϊβαλί (Κυδωνιές
της Μ. Ασίας) αυστηρός τηρητής των εκκλησιαστικών τύπων. Μετά την εξόδιο ακολουθία το 1870, ενταφιάσθηκε πίσω από το ιερό της Βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου.
- Ο αναφερόμενος ως Διονύσιος πιστεύεται ότι είναι ο μετέπειτα δήμαρχος Διονύσιος Γαλάτης (1887-1895) από την Ιθάκη. Εγκαταστάθηκε στη Λάρισα από πολύ νωρίς στη συνοικία
Αρναούτ και ασχολήθηκε με την εμπορία του σίτου. Το1877 ήταν προξενικός πράκτορας της
Γαλλίας.
-Από τα άλλα ονόματα γνωστά είναι των Μιχ. Χατζημέμου, Ιω. Σκεμπέ, Δημ. Φαρμακίδη.

Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι πολλές οικογένειες της αστικής κοινωνίας της Λάρισας προτιμούσαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας να κατοικούν στη συνοικία Αρναούτ, μακριά από το κέντρο της πόλης, γιατί εκεί είχαν τα κονάκια τους οι Τούρκοι μπέηδες.
Τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Αθανασίου έγιναν το 1869, αφού κατά τη διάρκεια της κατασκευής το «εκ θεμελίων» όπως αναφέρει ο Επαμ. Φαρμακίδης, οι εργάτες και οι επίτροποι
δέχονταν κατάρες, επιθέσεις και λιθοβολισμούς από τους Οθωμανούς της περιοχής, οι οποίοι
με τον τρόπο αυτό προσπαθούσαν να αποτρέψουν την ομαλή συνέχιση του έργου. Πρώτοι
επίτροποι του ναού αναφέρονται ότι ήταν οι Γεώργιος Φαρμακίδης, Κωνσταντίνος Σηλυβρίδης Αριστ. Χατζημέμος, Παναγιώτης Κουκουτάραςκαι Γεώργιος Κόμης(5).

Η αρχική αρχιτεκτονική του μορφή δεν μας είναι γνωστή. Την περίοδο εκείνη κτίσθηκαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι ναοί του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Κωνσταντίνου, των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και της Ζωοδόχου Πηγής, οι οποίοι είχαν τον ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, ενώ για τον Άγιο Χαράλαμπο δεν γνωρίζουμε την αρχική του μορφή, γιατί το 1897 πυρπολήθηκε από τους Τούρκους στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και ανοικοδομήθηκε εκ νέου το 1901 από το κληροδότημα του Ανδρέα Συγγρού σε ρυθμό σταυροειδή με τρούλο. Για τον Άγ. Αθανάσιο απλώς γνωρίζουμε από δημοσιεύματα εφημερίδων της Λάρισας ότι κατά το τέλος του 19ου αι. βελτιώθηκε αισθητικά. Λογικά η αρχική μορφή του 1869 θα πρέπει να ήταν όπως και των άλλων ναών της εποχής εκείνης, δηλ. μικρή τρίκλιτη βασιλική. Το 1925, προφανώς επειδή ο ναός ήταν απλός και ανεπαρκής ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ενορίας, ξανακτίσθηκε από
την αρχή(6). Εντοπίσθηκε μια φωτογραφία του ναού αυτού προπολεμική (1930-1935) από επι-
στολικό δελτάριο του Νικόλαου Κουρτίδη από την Αθήνα. Ο φωτογράφος ανέβηκε στον Υδα-
τόπυργο και από εκεί αποτύπωσε από μακριά το δυτικό τμήμα της Λάρισας. Ο ναός του Αγί-
ου Αθανασίου διακρίνεται καθαρά να ακολουθεί αρχιτεκτονικάτον ρυθμό σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο και να έχει μόνο ένα κωδωνοστάσιο στη βορειοδυτική γωνία. Δεξιότερα
του ναού διακρίνεται και το κτίριο του 7ου Δημοτικού Σχολείου, το οποίο κτίσθηκε κατά τη τρίτη δημαρχιακή θητεία του Μιχ. Σάπκα (1929-1934)(7). Η ζωή του ναού αυτού ήταν σύντομη, μόνον 16 χρόνια. Καταστράφηκε ολοκληρωτικά από το σεισμό του 1941 και ο ναός προσωρινά στεγάσθηκε σε αίθουσες του διπλανού σχολείου κατάλληλα διαρρυθμισμένες.
Ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Αθανασίου εγκαινιάσθηκε το 1987.

Σημειώσεις
(1). Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς,Γεωγραφία Νεωτερική, Εν Βιέννη (1791), επανέκδοση του 1988, σ. 169.

(2). Αρναούτ μαχαλάς ήταν η σημερινή συνοικία του Αγίου Αθανασίου και Σαρασλάρ μαχαλάς
η περιοχή μεταξύ Αγίου Αθανασίου και της γέφυρας, κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πηνειού.

(3). Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτή-
σεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926)σ. 264-267.

(4). Γουργιώτης Γιώργος, Μικρά Μελετήματα.Κοινοτικά έργα στη Θεσσαλία τα τελευταία χρόνια πριν από την προσάρτηση,Αθήνα (2000) σ. 136-143.

(5).Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτή-
σεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926)σ. 19.

(6). Αβραμόπουλος Μιχ.- Βουτσιλάς Βασ., Λάρισα, Λάρισα (1962) σ. 54.

(7). Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα
(2013) σ. 135.

(πηγή.ελευθερία λάρισας)