Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Λάρισα κατά το 1897


Μακρινή άποψη της Λάρισας από την περιοχή του Μεζούρλου, όπως ήταν κατά το 1897. Έχει μεγεθυνθεί η κεντρική περιοχή που απεικονίζει τον Λόφο της Ακρόπολης. Χαρακτικό από τη γαλλική εφημερίδα των Παρισίων, Le Monde Illustrée, στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1897.Μακρινή άποψη της Λάρισας από την περιοχή του Μεζούρλου, όπως ήταν κατά το 1897. Έχει μεγεθυνθεί η κεντρική περιοχή που απεικονίζει τον Λόφο της Ακρόπολης. Χαρακτικό από τη γαλλική εφημερίδα των Παρισίων, Le Monde Illustrée, στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1897.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 125 χρόνια από την είσοδο των Τούρκων στη Λάρισα. Ήταν Απρίλιος του 1897 και η Θεσσαλία υπήρξε ο χώρος όπου διεξήχθη ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία και ως «ατυχής πόλεμος» ίσως για να μην πληγωθεί η εθνική ευαισθησία των Ελλήνων από την οδυνηρή έκβασή του, αλλά και ως «πόλεμος των 33 ημερών» για το σύντομο χρονικό διάστημα που χρειάσθηκαν τα τουρκικά στρατεύματα να φθάσουν από τη Μελούνα που ήταν τα σύνορα, μέχρι πριν τη Λαμία, όταν με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης επιτεύχθηκε ανακωχή. Επειδή αυτός ο πόλεμος ουσιαστικά είχε προαναγγελθεί, τα Μέσα Ενημέρωσης της Ευρώπης και της Αμερικής είχαν φροντίσει από νωρίς να αποστείλουν δημοσιογράφους για να καλύψουν τα γεγονότα της επικείμενης σύρραξης.

Οι εφημερίδες των χωρών αυτών είχαν κατακλυσθεί από ανταποκρίσεις και εικόνες από το θεσσαλικό μέτωπο. Η Λάρισα, η μεγαλύτερη πόλη στην περιοχή και η πιο κοντινή στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσε τον προσωρινό τόπο διαμονής όλων των ξένων απεσταλμένων. Είχαν εγκατασταθεί σε δύο κεντρικά ξενοδοχεία της πόλης, το «Στέμμα», το οποίο βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας και είχε οικοδομεί λίγα χρόνια πριν με δαπάνες του Δήμου επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη και ο «Όλυμπος» που βρισκόταν στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Απόλλωνος, απέναντι από το κτίριο που στέγαζε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Οι εικόνες που οι απεσταλμένοι μεταβίβαζαν για δημοσίευση στα έντυπα στα οποία εργάζονταν περιείχαν μεταξύ των άλλων και απόψεις της Λάρισας. Μία απ’ αυτές είναι το χαρακτικό που συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο. Δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου 1897 στην εβδομαδιαία γαλλική εφημερίδα των Παρισίων «Le Monde Illustrée» και υπομνηματίζεται ως «Λάρισα. Γενική άποψη».
Στο χαρακτικό αυτό έχουμε μια μακρινή άποψη της Λάρισας από νότια. Ο χαράκτης στάθηκε σε κάποια υπερυψωμένη περιοχή του Μεζούρλου, περίπου από το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Η απόσταση καταγραφής, όπως αναφέρθηκε, είναι πολύ μακρινή ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρη την πόλη, γι’ αυτό και οι επί μέρους λεπτομέρειες της Λάρισας δεν μπορούν να διακριθούν εύκολα σε μια έντυπη δημοσίευση. Με τη μεγέθυνση που συνοδεύει την εικόνα και η οποία είναι επικεντρωμένη στο κεντρικό σημείο της Λάρισας, συγκεκριμένα στον λόφο της Ακρόπολης, μπορεί κανείς να διακρίνεις ορισμένα κτίρια σχεδιασμένα με πολύ αδρές γραμμές.
Στο εμπρός και κάτω μέρος της εικόνας παρατηρείται μια τεράστια, επίπεδη και άγονη έκταση, όπου κοπάδια ζώων βρίσκουν την τροφή τους. Η έκταση αυτή τελειώνει προς την πόλη σε μια μακριά σειρά ισόγειων κτιρίων όμοιας αρχιτεκτονικής κατασκευής, τα οποία κατά διαστήματα διακόπτονται από θύρες εισόδου ή μικρούς ελεύθερους χώρους. Όλο αυτό το συγκρότημα το οποίο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της νότιας παρυφής της πόλης, αντιπροσωπεύει τους στρατώνες της Λάρισας. Αυτές οι επιμήκεις ισόγειες οικοδομές άρχισαν να κτίζονται το 1884 με δαπάνες του δημοσίου από το Υπουργείο Στρατιωτικών. Η Λάρισα μετά την απελευθέρωση του 1881 αποτελούσε την πιο κοντινή προς τα σύνορα μεγάλη πόλη και είχε άμεση ανάγκη κατασκευής οικημάτων τα οποία να στεγάσουν τον μεγάλο αριθμό στρατιωτικών μονάδων που διέθετε. Τελευταίος μειοδότης κατά τη δημοπρασία της κατασκευής τους υπήρξε ο Κωνσταντίνος Σκαλιώρας [1]. Σ’ αυτά τα οικήματα μπορούσαν να στρατωνισθούν 8–10.000 στρατιώτες. Ελάχιστα τμήματα από το συγκρότημα αυτό διατηρούνται μέχρι και σήμερα μέσα στο κεντρικό στρατόπεδο της 1ης Στρατιάς, αλλοιωμένα βέβαια από τον χρόνο.
Πίσω από τους στρατώνες αυτούς, οι οποίοι στο χαρακτικό δίνουν την εντύπωση οχυρού τείχους της Λάρισας, απλώνεται ολόκληρη η πολιτεία. Με πολλή δυσκολία μπορούμε να διακρίνουμε από αριστερά κατά σειρά πολλά μικρά ισόγεια σπίτια και δύο μουσουλμανικούς μιναρέδες. Είναι ο Αρναούτ μαχαλάς, η σημερινή συνοικία του Αγίου Αθανασίου. Εκεί που τελειώνουν τα σπίτια απεικονίζεται μια περιοχή με πλούσια βλάστηση από ψηλά δένδρα, η οποία παρακολουθεί την πορεία του Πηνειού ποταμού προς την πόλη. Στην ένθετη εικόνα η οποία βρίσκεται μεγεθυσμένη μέσα σε κύκλο, μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινέστερα το τζαμί του Χασάν μπέη με τον τρούλο και τον πολύ ψηλό μιναρέ του. Ακολουθεί ο Λόφος της Ακρόπολης, πάνω στον οποίο φαίνεται αμυδρά η στέγη της βασιλικής του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου. Εμπρός του προέχει το χάνι των αδελφών Σαχίνη [2], ενώ δεξιότερα εξέχει λόγω του ύψους της το τριώροφο νεοκλασικό κτίριο το οποίο βρισκόταν στα νότια του ναού και στέγαζε την τραγική οικογένεια Ιωάννη Βελλίδη [3]. Στο υπόλοιπο μέρος του χαρακτικού καταγράφεται η υπόλοιπη πόλη, στο μέσον της οποίας διακρίνονται διώροφα κτίσματα τα οποία αντιστοιχούν σε κτίρια της Κεντρικής πλατείας, ενώ κατά διαστήματα η διαδρομή της πόλης διακόπτεται από τους οξυκόρυφους κορμούς των μιναρέδων της.
—————————————————————
[1]. Ο Κώστας Σκαλιώρας ήταν επιχειρηματίας και εργολάβος. Λέγεται ότι από τα χρήματα που κέρδισε από την κατασκευή των στρατώνων έκτισε το ομορφότερο αρχοντικό της Λάρισας στη συμβολή των σημερινών οδών Πατρόκλου και Ρούσβελτ, το οποίο όμως καταστράφηκε από τον σεισμό του 1941.
[2]. Το χάνι των αδελφών Σαχίνη ήταν ένα ογκώδες κτίριο στις νότιες παρυφές του λόφου, το οποίο την περίοδο εκείνη εξυπηρετούσε κυρίως τους ταξιδιώτες οι οποίοι κατέφθαναν από τη Δυτική Μακεδονία μέσω Ελασσόνας και κατευθύνονταν προς την Ήπειρο και τη νότιο Ελλάδα, γι’ αυτό και ονομαζόταν «Το Χάνι των Ηπειρομακεδόνων». Το 1905 περίπου μεταφέρθηκαν στο κτίριο αυτό οι ποινικές φυλακές της Λάρισας, οι οποίες μέχρι τότε βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, εκεί που σήμερα ορθώνεται το μέγαρο που φιλοξενεί τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Μετά απ’ αυτήν την αλλαγή χρήσης, το Χάνι των αδελφών Σαχίνη μετακόμισε σε άλλο χώρο στη γειτονική οδό Πολυκάρπου. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το Χάνι Σαχίνη μετατρέπεται σε φυλακή, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 14ης Νοεμβρίου 2015.
[3]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος. Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890). Από την απόλυτη «παντοδυναμία» στην τραγική αυτοκτονία. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2016.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

 

IXNHΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο φονικός Ιταλικός βομβαρδισμός της Λάρισας

21 ΔεκεμβρΙου 1940


Το ξενοδοχείο "Το Στέμμα", η Λαϊκή Τράπεζα και η Στρατιωτική Λέσχη (πρώην Λέσχη Ασλάνη), κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς  και τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941. Η πέμπτη ιταλική βόμβα  έπεσε στον μολυβένιο τρούλο της Στρατιωτικής Λέσχης. Απρίλιος 1941.Το ξενοδοχείο "Το Στέμμα", η Λαϊκή Τράπεζα και η Στρατιωτική Λέσχη (πρώην Λέσχη Ασλάνη), κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς και τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941. Η πέμπτη ιταλική βόμβα έπεσε στον μολυβένιο τρούλο της Στρατιωτικής Λέσχης. Απρίλιος 1941.

Εδώ και τέσσερις εβδομάδες από τα μέσα ενημέρωσης γινόμαστε μάρτυρες μιας αναίτιας και ακατανόμαστης πολεμικής θηριωδίας των ρωσικών στρατευμάτων εις βάρος του Ουκρανικού λαού. Ανηλεείς βομβαρδισμοί καταστρέφουν στρατηγικά σημεία και πόλεις αυτής της χώρας, με χιλιάδες νεκρούς ως επί το πλείστον άμαχους.

Οι εικόνες που αντικρίζουμε μας υπενθυμίζουν κάτι αντίστοιχο το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Η πόλη μας ήταν και τότε, όπως είναι πάντα, στρατιωτικό κέντρο. Οι φωτογραφίες της εποχής εκείνης που απεικονίζουν τις καταστροφές που υπέστη τότε η Λάρισα από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας συγκρίνονται ασυνείδητα με εκείνες που προβάλλονται από την Ουκρανία. Με την ευκαιρία αυτή στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στην αεροπορική επιδρομή που έγινε την 21η Δεκεμβρίου 1940 από ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα στο κέντρο της Λάρισας και τις επιπτώσεις του, ενώ ο ελληνικός στρατός πολεμούσε νικηφόρα και υποχρέωνε τον ιταλικό στρατό σε υποχώρηση στο αλβανικό μέτωπο. Οδηγοί μας θα είναι δύο άτομα που έζησαν από κοντά τη φρίκη εκείνη και την περιέγραψαν με ζωντανά χρώματα. Ο δικηγόρος και ιστορικός της Λάρισας Γεώργιος Ζιαζιάς και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας "Ελευθερία" της Λάρισας Βασίλειος Βουτσιλάς.
Λίγες ημέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Λάρισα είχε γίνει στόχος βομβαρδιστικών επιθέσεων εκ μέρους της ιταλικής αεροπορίας. Αρχικά οι επιθέσεις αυτές ήταν αραιές και είχαν σαν στόχους αποκλειστικά αποθήκες πυρομαχικών και υλικών στρατού, τον σιδηροδρομικό σταθμό του ΣΕΚ (Λαρισαϊκός) και του Μεζούρλου. Αλλά η αστοχία τους ήταν παροιμιώδης και αυτός ήταν ο λόγος που ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων παρέμενε στην πόλη και δεν την είχε εγκαταλείψει, μετακομίζοντας σε πλησιόχωρους οικισμούς για ασφάλεια.
Όμως αυτά γίνονταν μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων ώσπου ήλθε το μεσημέρι του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου του 1940. Οι Λαρισαίοι ετοιμάζονταν να εορτάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν τα πολεμικά Χριστούγεννα. Την ημέρα εκείνη και ενώ όλα κυλούσαν ήρεμα και ομαλά, ξαφνικά άρχισαν να ηχούν δαιμονισμένα οι σειρήνες συναγερμού και σχεδόν ταυτόχρονα να ακούγονται στο κέντρο της Λάρισας εκρήξεις βομβών που εκσφενδόνιζαν τρία[1] ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Η αεράμυνα είχε καταληφθεί "εξ απήνης". Λέγεται ότι η συννεφιά στον ουρανό στάθηκε εμπόδιο στην έγκαιρη εντόπισή τους. Άλλοι, ότι δεν υπήρξε η κατάλληλη ενημέρωση από την Αεράμυνα των Τρικάλων. Όμως "οι κακές γλώσσες" λένε ότι οι υπεύθυνοι της Αεράμυνας της Λάρισας έπαιζαν τάβλι στο καφενείο "Πανελλήνιον" και δεν ήταν δυνατόν να πληροφορηθούν άμεσα την ειδοποίηση[2]. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν πλέον ήχησαν οι σειρήνες ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος προς τα καταφύγια[3] και οι βόμβες τους βρήκαν στους δρόμους.
Την ημέρα εκείνη οι Ιταλοί έριξαν πολλές βόμβες, χωρίς να διαχωρίσουν τους στόχους τους. Δεν βομβάρδισαν στρατιωτικούς σχηματισμούς ή διοικητικά κτήρια, αλλά απ' ευθείας τον άμαχο πληθυσμό. Καθώς το σμήνος των αεροπλάνων ερχόταν από νοτιοδυτικά προς το κέντρο της πόλης, η πρώτη βόμβα έπεσε στη γωνία των οδών Τζαβέλλα και Σκουφά, από την οποία προήλθε το πρώτο θύμα των βομβαρδισμών και ήταν γυναίκα. Η δεύτερη βόμβα έπεσε στη διασταύρωση των οδών Ταγματάρχου Βελισσαρίου και Σκουφά, αφαιρώντας τη ζωή από μια Εβραιοπούλα και προκαλώντας καταστροφές στα γύρω κτίρια. Η τρίτη βόμβα ήταν πιο φονική. Έπεσε στη γωνία των οδών Ανθίμου Γαζή και Παπακυριαζή και σκοτώθηκε μια μητέρα με τις τρεις κόρες της που τις κρατούσε από τα χέρια της, τη στιγμή που κατευθύνονταν προς το γειτονικό καταφύγιο, καθώς και μερικά άλλα άτομα τα οποία σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά[4]. Μια τέταρτη βόμβα έπεσε στο οικόπεδο που βρισκόταν νότια της Εθνικής Τράπεζας και στέγαζε τότε τον θερινό κινηματογράφο "Τιτάνια", η οποία προκάλεσε μόνον καταστροφές στα διπλανά κτίσματα.
Όμως η πιο πολύνεκρη βόμβα ήταν η πέμπτη. Έπεσε πάνω στον τρούλο του κτιρίου της Στρατιωτικής Λέσχης (παλαιότερα Λέσχη Ασλάνη και μετά ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία"). Ο τρούλος ήταν καλυμμένος με μολυβένια φολιδωτά φύλλα, τα οποία από την ορμή της εκραγείσας βόμβας εκτινάχθηκαν μακριά και πήραν τη μορφή κινούμενης λαιμητόμου. Από την έκρηξη αυτή αποκεφαλίστηκαν στην κυριολεξία και σκοτώθηκαν πολλοί Λαρισαίοι, οι οποίοι την ώρα εκείνη έτρεχαν να κρυφτούν στα παρακείμενα καταφύγια. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και μερικά λουστράκια τα οποία είχαν το στέκι τους στη βόρεια και την ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας (Β' Σώματος Στρατού) και τρεις απ' αυτούς γυάλιζαν τις μπότες αντίστοιχων Νεοζηλανδών αξιωματικών. Η έκτη βόμβα ήταν στην οδό Πανός, έξω από τα ψητοπωλεία. Στο σημείο αυτό σκοτώθηκε ένας χωρικός, του οποίου τα δύο άλογα που είχε ζεμένα στο διπλόκαρρο ήταν τραυματισμένα και ψυχορραγούσαν. Ένας Άγγλος αξιωματικός που βρέθηκε στο σημείο αυτό τα λυπήθηκε και με το πιστόλι του τα αποτελείωσε[5]. Η έβδομη βόμβα έπεσε ακριβώς επάνω στην οροφή του ζαχαροπλαστείου Πυγιόπουλου, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου) στο ύψος της οδού Δήμητρας. Μάλιστα μεγάλα τμήματα της σκεπής του καταστήματος (κεραμίδια, τούβλα, ξύλα κλπ.) έφθασαν μέχρι την παρακείμενη Στοά Κουτσίνα (μαρτυρία Βαγγέλη Βοζαλή). Μια άλλη βόμβα, η όγδοη, έπεσε στην οδό Ολύμπου και ακολούθησαν και άλλες πιο κάτω. Μία που έπεσε στα Σουφλάρια (συνοικία Αγίων 40 Μαρτύρων) βρήκε την Αριάδνη Βουτσιλά, τη μητέρα του δημοσιογράφου της εφημερίδας "Ελευθερία" Βασιλείου Βουτσιλά την οποία σκότωσε.
Όταν έφυγαν από τον ουρανό της Λάρισας τα ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, η πλατεία και οι γύρω δρόμοι, όπου τα φονικά πετούμενα του εχθρού άφησαν πολλούς σκοτωμένους, τραυματίες και ερείπια, έμοιαζαν με πεδίο μάχης. Πτώματα σε πολλά σημεία, τραυματισμένοι οι οποίοι ζητούσαν γοερά βοήθεια, τούβλα, πέτρες, φύλλα μολύβδου, σπασμένα τζάμια, δάκρυα και κλάματα από επιζώντες και συγγενείς των θανόντων, είχαν δημιουργήσει μια φρικιαστική ατμόσφαιρα.
Πέρασαν λίγα λεπτά από τον βομβαρδισμό και οι κρυμμένοι στα καταφύγια ανέκτησαν το θάρρος τους και έτρεξαν αμέσως στα καταστήματα και στα σπίτια τους. Συγχρόνως άρχισαν να καταφθάνουν πολιτοφύλακες, χωροφύλακες, αξιωματικοί και στρατιώτες για να μεταφέρουν τους τραυματισμένους στο Νοσοκομείο και να περισυλλέξουν τους σκοτωμένους.
Σιγά-σιγά η πλατεία γέμισε κόσμο, ο οποίος από περιέργεια και συμπόνια συγκεντρωνόταν για να αντικρίσει με τα ίδια του τα μάτια το πολυαίμακτο φονικό. 61 άτομα, μεγάλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έχασαν τη ζωή τους στην αεροπορική αυτή επιδρομή άδικα, άνανδρα και απρόσμενα. Ο Βασίλειος Βουτσιλάς στο δημοσίευμά του, τους αναφέρει όλους ονομαστικά, μη εξαιρουμένης και της μητέρας του.
Ήταν μια δραματική ημέρα του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατά την οποία η πόλη μας θρήνησε πολλές δεκάδες θυμάτων και ανυπολόγιστες καταστροφές κατά τη διάρκεια ενός αναίτιου βομβαρδισμού, ο οποίος στρεφόταν αποκλειστικά σε άμαχο πληθυσμό, αφού ο ενεργός ανδρικός πληθυσμός πολεμούσε με επιτυχία τον εχθρό στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στις 21 Δεκεμβρίου 1940 αθώοι άνθρωποι πλήρωσαν αρκετό φόρο αίματος, σαν να βρίσκονταν και αυτοί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Το ίδιο συνέβη δύο περίπου μήνες αργότερα. Στις 2 Μαρτίου 1941, την επόμενη ημέρα του μεγάλου σεισμού που ισοπέδωσε τη Λάρισα και ενώ ακόμα κάτω από τα χαλάσματα βρίσκονταν παγιδευμένοι νεκροί και τραυματισμένοι, σμήνος ιταλικών αεροπλάνων βομβάρδισε την πολύπαθη πόλη. Ήταν μια απάνθρωπη συμπεριφορά την οποία καταδίκασαν όλα τα πολιτισμένα κράτη του πλανήτη.
Φωτογραφία από τον βομβαρδισμό της πόλης μας στις 21 Δεκεμβρίου 1940 δεν βρήκαμε. Δημοσιεύουμε όμως μια άλλη η οποία απεικονίζει τις καταστροφές σε κεντρικά κτίρια της Λάρισας μετά από τον σεισμό και τους ανηλεείς βομβαρδισμούς της ιταλικής και της γερμανικής αεροπορίας κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1941. Η λήψη έγινε μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη, από εξώστη του ξενοδοχείου "Ολύμπιον", με προσανατολισμό προς τη βόρεια πλευρά της πλατείας. Από αριστερά διακρίνεται το ξενοδοχείο "Το Στέμμα", δίπλα του το ισόγειο κτίριο στέγαζε το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας, μεσολαβεί η οδός Φιλελλήνων και το επόμενο κτίσμα απεικονίζει τη Στρατιωτική Λέσχη. Λείπει ο τρούλος της, επειδή μετά τον βομβαρδισμό του Δεκεμβρίου του 1940 αποκαταστάθηκε μόνον η στέγη του. Εν τω μεταξύ τα συντρίμμια από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς έχουν συσσωρευτεί στο πεζοδρόμιο και δεν έχουν ακόμα απομακρυνθεί. Τα πλάκωνε όλα η σκλαβιά…

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

[1]. Ο Γιώργος Ζιαζιάς αναφέρει ότι πετούσαν τέσσερα βομβαρδιστικά αεροπλάνα.
[2]. Χατζίδης Διονύσης. 21 Δεκεμβρίου 1940. Ο βομβαρδισμός της Λάρισας από τους Ιταλούς. εφ. "Ελευθερία", ένθετο "Reporter", φύλλο της 23ης Δεκεμβρίου 2001.
[3]. Καταφύγια κεντρικά υπήρχαν στα υπόγεια της Εθνικής και της Αγροτικής Τράπεζας, στην αυλή των Δικαστηρίων (μαρτυρία Βαγγέλη Βοζαλή) και κυρίως στο ξενοδοχείο "Ολύμπιον" το οποίο ήταν τότε νεότευκτο και κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν).
[4]. Βουτσιλάς Βασίλειος. Στις 21 Δεκεμβρίου του 1940, όταν η Λάρισα βομβαρδίστηκε. Πολυάριθμοι οι νεκροί και τραυματίες. εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19 Δεκεμβρίου 1982.
[5]. Ζιαζιάς Γιώργος. Χρονικό. Περασμένα και αξέχαστα του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης του Εμφυλίου. Λάρισα (1998), σελ 27.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Προσκοπικά τωλ στον χώρο των Δικαστηρίων

 
Προσκοπικά talls στον χώρο των προπολεμικών δικαστηρίων.  Από το βιβλίο του Ευάγγελου Ρηγόπουλου "Σαν πήγα στα λυκάκια..."  που θα παρουσιασθεί στις 7 Ιουνίου, σελ. 382. Φωτογραφία του 1960 περίπου.Προσκοπικά talls στον χώρο των προπολεμικών δικαστηρίων. Από το βιβλίο του Ευάγγελου Ρηγόπουλου "Σαν πήγα στα λυκάκια..." που θα παρουσιασθεί στις 7 Ιουνίου, σελ. 382. Φωτογραφία του 1960 περίπου.

Η δημοσιευόμενη σήμερα φωτογραφία θα συγκινήσει τους παλιούς προσκόπους της Λάρισας. Απεικονίζει δύο στρατιωτικά τωλς, τα οποία βρίσκονταν στην κατεστραμμένη από τον σεισμό του 1941 περιοχή των προπολεμικών δικαστηρίων της Λάρισας, στη γωνία των οδών Κούμα και Μεγ. Αλεξάνδρου.

Είχαν κατασκευασθεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1947-48) από τις υπηρεσίες του στρατού ειδικά για να στεγάσουν συστήματα Προσκόπων. Με την ευκαιρία αυτή θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή του συγκεκριμένου χώρου, η οποία ξεκινάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας.
Αρχικά η περιοχή αυτή ανήκε στον Τούρκο Οσμάν Εφέντη μπέη και αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του γνωστού στη Γενισεχίρ (Λάρισα) Νετζίπ μπέη που ήταν πεθερός του Σελήμ πασά, διοικητή της Θεσσαλίας [1]. Ο Επαμ. Φαρμακίδης στο βιβλίο του για τη Λάρισα αναφέρει ότι το κονάκι αυτό του Νετζίπ μπέη, με τη συνδρομή της γυναίκας του, της Νετζίπ μπέινας, ήταν ανοικτό και φιλόξενο σε όλους. Με το κονάκι αυτό συνδέεται και η σαρκοφάγος του Ιπποκράτη[2]. Το κονάκι της μαζί με την έκταση που το περιέβαλλε, απέκτησε η Χριστιανική Κοινότητα της Λάρισας. Το κατεδάφισε και με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιωακείμ Κρουσουλούδη (1870-1875) αποφασίστηκε η κατασκευή στον χώρο αυτόν κτιρίου με προορισμό να στεγάσει το Γυμνάσιο της Λάρισας που έλειπε[3]. Με εισφορές των μελών της Κοινότητας ξεκίνησε η ανέγερση, όμως η δαπάνη κατασκευής του δεν προϋπολογίστηκε καλά και το 1878 το κτίριο έμεινε ημιτελές. Ευθύς μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης ανακοίνωσε ότι «...εις εφαρμογήν της υπ’ αριθμ. 1135/1881 διαταγής της Βασιλικής Νομαρχίας Λαρίσης, παραχωρείται εις το Δημόσιον το ημιτελές Διδακτήριον της ενταύθα Χριστιανικής Κοινότητος, όπερ είχεν προορισθεί διά Γυμνάσιον. Ο Δήμος Λαρίσης, όστις αντιπροσωπεύει την παλαιάν Κοινότητα εψηφίσατο την παραχώρησιν, όπως γίνει χρήσις αυτής προς ωφέλειαν των κατοίκων. Εψηφίσατο άμα και τον διορισμόν Εφορευτικής Επιτροπείας εκ των Χρ. Γεωργιάδου, Αριστ. Αλέκου και Βασιλείου Αργυροπούλου»[4]. Μόλις το κτίριο περιήλθε στο Δημόσιο η Ελληνική Κυβέρνηση το ολοκλήρωσε σύντομα και σ’ αυτό στεγάσθηκε το Διδασκαλείο, σχολή επιπέδου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, από το οποίο αποφοιτούσαν δάσκαλοι. Στις 10 Οκτωβρίου 1882 έγινε με επισημότητα η έναρξη της λειτουργίας του Διδασκαλείου Λαρίσσης.
Στις 7 Ιανουαρίου 1905, συγκλόνισε τη Λάρισα σεισμός, ο οποίος έπληξε και το κτίριο του Διδασκαλείου. Επτά ημέρες αργότερα πυρκαγιά αποτέφρωσε το παλιό Τουρκικό Διοικητήριο στην Κεντρική πλατεία, το οποίο στέγαζε τις δικαστικές υπηρεσίες και το Δημόσιο Ταμείο της Λάρισας. Επειδή έπειτα από τον σεισμό ήταν επικίνδυνη η παρουσία φοιτητών στους χώρους του Διδασκαλείου, ο Δήμος αποκατέστησε τις βλάβες του και αποφασίσθηκε να στεγασθούν προσωρινά στο κτίριο αυτό και ορισμένες δικαστικές υπηρεσίες, μέχρι την κατασκευή νέου κτιρίου. Το 1907 το Διδασκαλείο σταμάτησε τη λειτουργία του και το κτίσμα περιήλθε ολόκληρο στη χρήση των Δικαστηρίων[5].
Το κτίριο των Δικαστηρίων αρχιτεκτονικά αποτελούνταν από τρία επιμήκη ισόγεια κτίσματα με ημιυπόγειο, εκ των οποίων το μήκος του μεσαίου ήταν μικρότερο των δύο άλλων. Τα τρία κτίσματα τα χώριζαν δύο στενοί διάδρομοι. Η είσοδος του Διδασκαλείου, όπως ανέφερε στις αναμνήσεις του ο παλαιός πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Τάκης Ιατρού, ήταν από την πλευρά της οδού Παπακυριαζή, αργότερα όμως η κύρια είσοδος μετατοπίσθηκε στην πλευρά που έβλεπε προς την Πλατεία Θέμιδος. Αρχιτέκτονας ήταν ο ίδιος που έκτισε και το Τουρκικό Διοικητήριο, ο Στυλ. Βουκαδόρος από τη Ζάκυνθο. Η μορφή του είχε ήπια νεοκλασικά στοιχεία, με κυριότερα τα τριγωνικά αετώματα στις απολήξεις των νότιων επί της Παπακυριαζή και των βόρειων επί της Πλατείας προσόψεων.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1940 η Λάρισα δέχθηκε έναν ανηλεή ιταλικό βομβαρδισμό. Δυόμισι μήνες αργότερα (1 Μαρτίου 1941) επισκέφθηκε την πόλη ο Εγκέλαδος με έναν δυνατό σεισμό. Το κτίριο των Δικαστηρίων υπέστη σοβαρές καταστροφές και οι δικαστικές υπηρεσίες αναγκαστικά σκορπίστηκαν σε διάφορα κτίσματα της πόλης, εκείνα τα οποία επέζησαν κάπως από τις συμφορές. Μεταπολεμικά το οικόπεδο των Δικαστηρίων είχε γεμίσει με πρόχειρα παραπήγματα και στρατιωτικά τωλς (κυματοειδείς τοξοειδείς σιδερένιες κατασκευές) που στέγαζαν προσκόπους και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες. Στον υπόλοιπο χώρο επικρατούσε πολλή και άναρχη βλάστηση. Θυμάμαι πολύ καλά ότι τα πρώτα μαθήματα σαν λυκόπουλο και πρόσκοπος τα πήρα μέσα σε ένα από αυτά τα τωλς.
Μόλις η χώρα συνήλθε από την κατοχή και τον εμφύλιο άρχισαν οι πιέσεις προς την κεντρική εξουσία από τα Διοικητικά Συμβούλια των εκάστοτε Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και από διάφορους φορείς της πόλης, για την κατασκευή νέου Δικαστικού Μεγάρου. Έπειτα από μια εικοσαετία προσπαθειών και παλινωδιών για τη θέση κατασκευής του, στις 30 Οκτωβρίου 1966 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος και στις 29 Ιουνίου 1972 εγκαινιάσθηκε το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
---------------------------------------------------------------
[1]. Β. Καλογιάννης, Τα Δικαστήρια της Λαρίσης και η μακρά ιστορία τους. Από το «Σεράγι» της Τουρκοκρατίας, στο σύγχρονο «Θέμιδος Μέλαθρον», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 30ής Ιουνίου 1972.
[2]. Ο ιατρός Σωτήριος Σαμαρτζίδης ισχυρίσθηκε ότι κατά το 1826, έπειτα από σφοδρή νεροποντή, αποκαλύφθηκε έξω από τη Λάρισα, στον δρόμο προς τον Τύρναβο, μαρμάρινη σαρκοφάγος η οποία έφερε πλάκα με επιγραφή η οποία περιείχε και τη λέξη ΙΠΠΟΚΡΑΤ. Η πλάκα μεταφέρθηκε στο σπίτι του Νετζίπ μπέη. Ο Σαμαρτζίδης αναφέρει ότι σε επίσκεψή του στο κονάκι της Νετζίπ μπέινας (ο σύζυγός της εν τω μεταξύ είχε πεθάνει), εντόπισε το κάλυμμα της σαρκοφάγου με την επιγραφή στο λουτρό της οικίας του και αντέγραψε τα τμήματα της επιγραφής που ήταν ευδιάκριτα, μεταξύ των οποίων και την αναφερθείσα ημιτελή λέξη ΙΠΠΟΚΡΑΤ. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Σωτήριος και Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου. Το ζευγάρι που ανακίνησε το θέμα του τάφου του Ιπποκράτη. Εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2017.
[3]. Την περίοδο εκείνη η Λάρισα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στους μαθητές γραμματικές γνώσεις μόνον επιπέδου Ελληνικού Σχολείου. Όποιος ήθελε να ακολουθήσει γυμνασιακές σπουδές ήταν αναγκασμένος να μετακομίζει στη Λαμία και κυρίως στη Βαρβάκειο Σχολή της Αθήνας.
[4]. Από τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης.
[5]. Πιο πριν σε δύσκολους καιρούς στέγασε το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (μεθοριακές συγκρούσεις με τους Τούρκους το 1886) και το Οθωμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (ελληνοτουρκικός πόλεμος 1897-1898).

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

 

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α’ ΤΟ 1881 ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ-B’

Περιγραφή του Τυρνάβου και της Λάρισας


Τα Ανάκτορα της Λάρισας πνιγμένα μέσα στο πράσινο,  όπως ήταν περί το 1900. Φωτογραφία από το επιστολικό  δελτάριο αριθμ. 242 της Ελληνικής Ταχυδρομικής ΥπηρεσίαςΤα Ανάκτορα της Λάρισας πνιγμένα μέσα στο πράσινο, όπως ήταν περί το 1900. Φωτογραφία από το επιστολικό δελτάριο αριθμ. 242 της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Ολοκληρώνουμε σήμερα την περιγραφή της πρώτης επίσκεψης του Βασιλιά Γεωργίου Α’ στη Λάρισα, η οποία διήρκησε από την Τετάρτη 7 μέχρι τη Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 1881, οπότε αναχώρησε για Φάρσαλα.
Την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 1881, στη 1 το μεσημέρι και μετά το πρόγευμα, αναχώρησε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ με τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο και τη συνοδεία του με άμαξες για να επισκεφθεί τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας καταγράφει ονομαστικά τα χωριά από τα οποία πέρασε η πομπή: Κιόσκι, Γιάννουλη, Οτζάκ-Κιόι, Βαβά Οζάκ, Δένδρα. Φθάνοντας στα περίχωρα του Τυρνάβου συνάντησαν «παμμέγιστον Στρατώνα επί της αριστεράς πλευράς της οδού, προ του οποίου υψούται αψίς μεγαλοπρεπής εκ λευκού υφάσματος. Προ της αψίδος αναμένουσιν ο Δήμαρχος της πολίχνης, η Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου μετά των κορασίων λευχειμονούντων (ντυμένα στα λευκά) και πλήθος πολιτών με αναπεπταμένας σημαίας. Ο δήμαρχος προσεφώνησε τον Βασιλέα. Τα κοράσια ψάλλουσι». Στη συνέχεια διέρχονται «γέφυρα μεγίστη 16 αψίδων επί του Τιταρησίου. Η γέφυρα αύτη είναι τουρκικής κατασκευής, κτισθείσα υπό του Βελή πασά. Διερχόμενοι τας οδούς της πολίχνης καλυπτόμεθα υπό ανθέων δι’ ών αι γυναίκες ραίνουσιν εκ των παραθύρων την Α. Μ. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων είναι μέγιστος. Είδον γραίαν κλαίουσαν υπό χαράς». Η πομπή κατευθύνθηκε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, όπου αναπαύθηκε για λίγο ο Βασιλιάς και εκεί υποδέχθηκε τη Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου με τις μαθήτριες, οι οποίες του υπέβαλλαν τα σέβη των, ζητωκραύγασαν υπέρ της Βασιλικής οικογενείας και έψαλλαν διάφορα άσματα.
Περιγραφή του Τυρνάβου:
«Ο Τύρναβος κείται επί των υπωρειών του όρους Λουσφάκι, επί της αριστεράς όχθης του ποταμού Τιταρησίου, του επιλεγομένου Ξηριά και Ξηράγι, όστις διοχετεύει ως κύριον παραποτάμιον του Πηνειού τα εκ των ανατολικών πλευρών του Ολύμπου και τα εκ δυτικών του όρους Αρμάδες (του αρχαίου Κυφού)[1] κατερχόμενα ύδατα. Εκτίσθη υπό του κατακτητού της Θεσσαλίας Τουραχάν μπέη. Κατοικείται υπό 5.500 κατοίκων ως έγγιστα, εξ ών 300 έως 400 Τούρκοι. Ο πληθυσμός του όλου Δήμου ανέρχεται εις 15.000. Αι οικίαι είναι πενιχραί και αι οδοί λιθόστρωτοι και σκολιαί. Υπό το όρος Λουσφάκι και επί λόφου κείται η Μονή του Προφήτου Ηλιού, εις ήν διαμένει είς (ένας) μοναχός, αριστερά δε της Μονής υπάρχει οδός ανερχομένη επί της κορυφής του όρους, ένθα το σύνορον των δύο κρατών. Επί του διασέλου (αυχένας του όρους) φαίνονται δύο σκοποί Τούρκοι. Δεξιά της πολίχνης υπάρχει οδός επί του όρους, άγουσα εις Ελασσόνα μέσω Δερβέν-Μελούνα[2], αριστερά δε ετέρα υπό το όρος Σιδηροπάλουκον, άγουσα εις Δαμάσι. Η μεν επί του όρους, η δε επίπεδος. Αμφότεραι αποτελούσι σημεία στρατηγικά. Εν τη πολίχνη ταύτη υπήρχε διάσημος Σχολή ιδρυθείσα το 1730 [3], εν τη οποία εμαθήτευσεν ο Κούμας. Σήμερον έχει εκτός του Παρθεναγωγείου, εν Σχολείον Ελληνικόν αρρένων και δύο δημοτικά, συντηρούμενα εκ των εκκλησιαστικών κτημάτων (βακουφίων). Προς το μέσον της Μονής του Προφήτου Ηλιού και εντεύθεν αυτής φαίνονται τα ερείπια του μεγάρου του Βελή πασά, υιού του Αλή πασά[4]».
Το Σάββατο 10 Οκτωβρίου ήταν προγραμματισμένη εκδρομή προς τα Τέμπη. Όμως βροχή διαρκείας η οποία άρχισε από τα μεσάνυχτα αναγκαστικά τη ματαίωσε.
Την Κυριακή 11 Οκτωβρίου στις 6 το απόγευμα ο ειρηνοδίκης Λαρίσης Απόστολος Μαλαχατόπουλος, ο οποίος εκτελούσε τότε και χρέη Συμβολαιογράφου, επισκέφθηκε την οικία του Χουσνή μπέη όπου κατέλυε κατά την παραμονή του στη Λάρισα ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ με τους αυλικούς του. Εκεί συντάχθηκε το συμβόλαιο αγοράς της εν λόγω οικίας από τον τελευταίο[5]. Τον Βασιλιά εκπροσωπούσε ο Ανδρέας Καλίνσκης, επιμελητής της Βασιλικής Χορηγίας, ενώ τον Χουσνή μπέη, ο οποίος είχε επιστρέψει μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη, ο αδελφός του Χαηρή μπέης.
Περιγραφή της Λαρίσσης:
Η Λάρισα κειμένη παρά την δεξιάν όχθην του Πηνειού ποταμού, επί ελαφράς κλιτύος προς αυτήν, έχει προς βορράν τον Όλυμπον, αι κορυφαί του οποίου είναι άνυδροι και ξηραί και βορειοανατολικώς την Όσσαν (Κίσσαβον). Η προς το Θεσσαλικόν πεδίον μεσημβρινή πλευρά της Όσσης είναι ξηρά, συνισταμένη εκ τιτανολίθου και μόνον νομαί τινες υπάρχουσιν, ένθα βόσκουσι ποίμνια. Η αρκτική όμως πλευρά αυτού έχει άφθονον βλάστησιν. Κατά τας υπωρείας του όρους υπάρχουσι δάση καστανεών και πλατάνων, ανωτέρω δε οξείαι (οξιές), ενιαχού δε ελάτη και φιλύραι (φλαμουριές).
Είναι πολις αρχαιοτάτη, υπό πλείστων αναφερομένη συγγραφέων. Εκτίσθη υπό του Λαρίσου, υιού του Πελασγού και ήτο η επισημοτέρα πασών των φερουσών το αυτό όνομα πόλεων. Το όνομα Λάρισα είναι Πελασγικόν και σημαίνει Ακρόπολις. Πολλαί τοιαύται υπήρχον, ως λ. χ. εν Κρήτη, εν Μυτιλήνη, εν Φθιώτιδι, η γνωστή Λάρισα η Κρεμαστή και αλλαχού. Εν αυτή έζησε και απέθανε ο Ιπποκράτης. Επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου η Λάρισα κατέστη Μητρόπολις, εκ της οποίας εξηρτώντο14 επισκοπαί υπό τον Άγ. Αχίλλιον. Ο νυν μητροπολιτικός ναός ο φέρων το όνομα τούτου, ανηγέρθη προς τιμήν του, πυρποληθείς δε ανοικοδομήθη το 1794 υπό του τότε Μητροπολίτου Διονυσίου Καλλιάρχου. Κατοικείται νυν από 21.000 κατοίκους ως έγγιστα, εκ των οποίων 6.000 Έλληνες, 12.000 Τούρκοι και 3.000 Ισραηλίται. Εξαίρεσιν των άλλων πόλεων παρέχει η Λάρισα ως προς τους Ιουδαίους, οίτινες εν άλλαις πόλεσι θεωρούμενοι ως οι πλουσιώτεροι, ενταύθα εισίν ενδεέστατοι.
Αι οικίαι της πόλεως είναι μονώροφοι, αι πλείσται εκ ξυλοτοίχου (τσατμά), τινές εκ πλίνθων και ολίγισται λιθόκτιστοι. Αι οδοί είναι στεναί, σκολιαί και ακάθαρτοι, αι πλείσται δε λιθόστρωτοι (γκαλντερίμι). Αι πλείσται των οικιών και προπάντων αι Οθωμανικαί, αίτινες διαιρούνται εις ανδρωνίτην και γυναικωνίτην, έχουσιν ευρείς περιβόλους μετά κήπων και δια τούτο η πόλις κατέχει μεγάλην έκτασιν αναλόγως του πληθυσμού. Η πόλις έχει δύο στρατώνες, 4 ναούς, 27 τεμένη, πέντε ελληνικά Σχολεία, έν τουρκικόν, Στρατιωτικόν Νοσοκομείον και 5 πυριτιδαποθήκας. Τα καταστήματα ταύτα είναι άπαντα λιθόκτιστα. Έχει προσέτι και 35 χάνια, εις τα οποία δύνανται να χωρέσωσιν 800 περίπου ίπποι.
Η πόλις έχουσα περιφέρειαν τεσσάρων χιλιομέτρων περιβάλλεται δια τάφρου και προχώματος ή μάλλον σωρών χώματος, επί του οποίου από απόστασιν υπάρχει προμαχητικόν μέτωπον, ένδεκα τοιούτων υπαρχόντων καθ’ όλην την περιφέρειαν. Όλων τούτων δεσπόζει η εντός του προχώματος Ακρόπολις, εκ της οποίας βλέπει τις ορίζοντα θαυμάσιον. Έχει πέντε θύρας φερούσας τα ονόματα Βόλου, Φαρσάλων, Τρικάλων, Τυρνάβου και Αγιάς (Τσάγεζι).
Η Λάρισα έχει, καθώς και τα Τρίκαλα, αγοράν σκεπαστήν[6], υπό την οποίαν δύναται τις να διέλθη εν καιρώ θέρους χωρίς να ενοχληθή υπό των ακτίνων του ηλίου, γίνεται δε καθώς και εις τα Τρίκαλα, εβδομαδιαία αγορά εις ήν πολλοί είναι οι συρρέοντες και πολλά τα πωλούμενα εμπορεύματα.
Οι κάτοικοι της Λαρίσης υδρεύονται εκ του ποταμού, ούτινος το ύδωρ διυλιζόμενον δια τριών πίθων (εις έκαστον οίκον), δεν είναι επιβλαβές όπως εκείνο των Τρικάλων, το κλίμα όμως και ενταύθα δεν είναι υγιεινόν ως εκ των περί την πόλιν ελών και των υπέρ αυτήν ορέων Ολύμπου και Όσσης, εκ των οποίων κατέρχεται ψυχρός άνεμος, μεταβάλλων επαισθητώς την θερμοκρασίαν και προ πάντων εν καιρώ θέρους (;)».
Τη Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 1881 ο Βασιλιάς μετά της συνοδείας του αναχώρησαν εις Φάρσαλα.
------------
[1]. Το βουνό ονομαζόταν Αμάρμπεης και όχι Αρμάδες. Είναι το αρχαίο όρος Κυφός (καμπούρης) κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Άζωρος (παλαιότερα ονομαζόταν Βουβάλα). Είναι Περραιβικό βουνό το οποίο περιγράφεται και από τον Στράβωνα.
[2]. Δερβένι. Τουρκική λέξη η οποία σημαίνει στενή διάβαση δια μέσου ορεινών όγκων. Εν προκειμένω, διάβαση Μελούνας.
[3]. Ιδρύθηκε πολύ νωρίτερα, κατά τον 17ο αιώνα.
[4]. Ως γνωστόν το ανάκτορο του Βελή πασά βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Τιταρησίου ποταμού, στην περιοχή Τούμπα, αμέσως αριστερά μετά την έξοδο της γέφυρας με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης του Τυρνάβου.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Τίτλοι ιδιοκτησίας Ανακτόρων Λαρίσσης. Εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018, όπου υπάρχει καταγεγραμμένο ολόκληρο το συμβόλαιο.
[6]. Είναι η πρώτη φορά που συναντώ την αγορά αυτή και δεν μπορώ να εντοπίσω πού ακριβώς βρισκόταν.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Λάρισα και ο Πηνειός το 1894

 
Larissa und der Peneios. (Η Λάρισα και ο Πηνειός).  Φωτογραφία από το βιβλίο «Von Athen zum Thempethal»  (Από την Αθήνα στην Κοιλάδα των Τεμπών) του Paul Brandt,  Gutersloh (1894), σελ. 80.Larissa und der Peneios. (Η Λάρισα και ο Πηνειός). Φωτογραφία από το βιβλίο «Von Athen zum Thempethal» (Από την Αθήνα στην Κοιλάδα των Τεμπών) του Paul Brandt, Gutersloh (1894), σελ. 80.

Αυτές τις ημέρες πήρα από κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου ένα βιβλίο στην τύχη για να περάσω την ώρα μου και έπεσα σε μια παλιά γερμανική έκδοση. Ήταν τυπωμένη στη γοτθική γερμανική γραφή, η οποία ως γνωστόν είναι δυσανάγνωστη σε μη εξοικειωμένους μ’ αυτή. Με δυσκολία διάβασα τη σελίδα τίτλου του «Von Athen zum Thempethal» (Από την Αθήνα στην Κοιλάδα των Τεμπών).

Συγγραφέας είναι ο Paul Brandt και η εκτύπωσή του έγινε το 1894 στο Gutersloh της Γερμανίας. H αναφορά στην Κοιλάδα των Τεμπών μού κίνησε την περιέργεια να το ξεφυλλίσω, μια που για να το διαβάσω μού ήταν αδύνατο. Αναγκαστικά, σκέφθηκα, ο συγγραφέας θα πρέπει να πέρασε και από τη Λάρισα. Και δεν έπεσα έξω. Η αναζήτηση πολλές φορές αποφέρει καρπούς. Στη σελίδα 80 υπήρχε η φωτογραφία που συνοδεύει σήμερα το κείμενο και η οποία έχει τη λεζάντα «Larissa und der Peneios» (Λάρισα και ο Πηνειός). Αυτήν την εικόνα θα αναλύσουμε στο σημερινό μας σημείωμα και θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τη χρονολογία λήψης της.
Ο φωτογράφος μάς είναι άγνωστος. Δεν αποκλείεται να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, αφού από ολόκληρη τη διαδρομή από την Αθήνα μέχρι τα Τέμπη έχει δημοσιεύσει 24 φωτογραφίες τοπίων. Από τη Λαμία έφθασε οδικώς στον Βόλο και αφού επισκέφθηκε τη Δημητριάδα και την Ιωλκό, κατευθύνθηκε προς τη Λάρισα. Από την περιοχή μας δημοσιεύει τρεις φωτογραφίες. Εκτός από τη δημοσιευόμενη της Λάρισας, έχει την ξυλογέφυρα που υπήρχε παλιά στην είσοδο των Τεμπών, στην περιοχή του Μπαμπά και μια άποψη της Κοιλάδας.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τη δεξιά όχθη του Πηνειού κοντά στο ποτάμι, του οποίου η στάθμη του νερού ήταν χαμηλή και ως εκ τούτου η παρόχθια προσπέλαση ήταν εύκολη. Ο φωτογράφος στάθηκε στο ύψος της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας και έστρεψε τον φακό του προς τον Λόφο της Ακρόπολης, ο οποίος παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα που σπάνια έχουμε συναντήσει.
Η σπανιότητα της φωτογραφίας οφείλεται στο γεγονός ότι ολόκληρη η δυτική πλευρά του Λόφου είναι κατειλημμένη από κατοικίες, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν τελείως τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου. Η διάταξη των κτιρίων είναι όμοια σχεδόν με τη φωτογραφία του 1884 του Δημητρίου Μιχαηλίδη από την Αδριανούπολη, την οποία ο Στέφανος Στουρνάρας από τον Βόλο την κυκλοφόρησε περί το 1910 ως χρωμολιθόγραφη. Παρατηρούνται διώροφα κτίσματα, ακόμη και ημιτριώροφα λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Είναι στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο και καταλαμβάνουν τις δυτικές παρυφές του Λόφου στην ολότητά τους. Από τις πρώτες ενέργειες της Δημοτικής Αρχής μετά την απελευθέρωση το 1881 από τους Τούρκους υπήρξε αρχικά η σταδιακή κατεδάφιση όλων των κτιρίων, ώστε να «αναπνεύσει» η περιοχή και να αναδειχθεί ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Αργότερα κατασκευάσθηκαν αναλληματικοί τοίχοι για να εξαλείψουν την κατωφέρεια του Λόφου, δημιουργήθηκε η παρόχθια οδός και για την προσπέλασή του κατασκευάσθηκε η μεγάλη πέτρινη κλίμακα, η οποία οδηγούσε από τον προαύλειο χώρου του ναού στον δρόμο που είχε διανοιχθεί παράλληλα προς τη δεξιά όχθη του Πηνειού.
Αναλύοντας προσεκτικά τη φωτογραφία από τα αριστερά, βλέπουμε ανάμεσα σε μια μεγάλη έκταση καλυμμένη με δέντρα, τα ερείπια κάποιου κτιρίου. Είναι τα υπολείμματα του άλλοτε επιβλητικού Mevlevihane [1], δηλαδή του τεκέ των Μεβλεβήδων. Επρόκειτο για μονή του μουσουλμανικού τάγματος των στροβιλιζόμενων δερβίσηδων, οι οποίοι πήραν την ονομασία αυτήν από μια ειδική τελετουργία, η οποία τους χαρακτήριζε. Στη συνέχεια αποτυπώνεται η μεγάλη πολύτοξη πέτρινη γέφυρα, η οποία συνέδεε τις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι από τις λίγες φωτογραφίες της γέφυρας όπου απεικονίζονται και τα εννέα τόξα (καμάρες) της. (Από το ένατο τόξο, αυτό προς την πλευρά του Αλκαζάρ διακρίνεται ένα μέρος του). Στο βάθος και πίσω από τη γέφυρα αποτυπώνεται η δυτική πλευρά του Λόφου της αρχαίας ακρόπολης της Λάρισας. Από τον ναό του Αγ. Αχιλλίου μόλις διακρίνεται μέρος από το τριγωνικό αέτωμα της δυτικής πλευράς της βασιλικής του Καλλιάρχη. Δεξιά φαίνεται ότι έχει ήδη κτισθεί το μεγάλο τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη [2], το οποίο προείχε λόγω ύψους σε όλες τις προπολεμικές φωτογραφίες του Λόφου. Στη συνέχεια αναγνωρίζεται ένα μεγάλο μέρος από το ισχυρό χάνι των αδελφών Ξενοφώντος και Δημητρίου Σαχίνη, το σπουδαιότερο από τα πανδοχεία του Τσούγκαρι, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα μετατράπηκε σε φυλακή. Τέλος στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας απεικονίζεται το τζαμί του Χασάν μπέη [3], το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τέμενος της Λάρισας καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ένα από το μεγαλύτερα του ελληνικού χώρου. Ο πανύψηλος μιναρές του φαίνεται να λογχίζει τον ουρανό της πόλης, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν κίονες από το πράσινο μάρμαρο της Χασάμπαλης. Χαμηλά, κοντά στην κοίτη του ποταμού διακρίνεται ένας σακατζής, ο οποίος ετοιμάζεται να γεμίσει με νερό του ποταμού τούς δερμάτινους ασκούς που τους είχε φορτωμένους στο ζώο του.
Η χρονολόγηση της φωτογραφίας θα βασισθεί κυρίως στην εικόνα που παρουσιάζει η δυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης. Οι τοίχοι υποστήριξης (αναλληματικοί) και τα σκαλοπάτια στη δυτική πλευρά του Λόφου κατασκευάσθηκαν το 1894 [4] και δεν απεικονίζονται, ενώ τα κτίσματα της δυτικής παρυφής του Λόφου δεν έχουν ακόμη κατεδαφισθεί. Το αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη είχε κτισθεί το 1888-89, λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει στα νερά του Πηνειού τον Απρίλιο του 1890[5]. Εκ του γεγονότος αυτού συμπεραίνεται ότι η φωτογραφία μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ των ετών 1888 - 1894 και πιθανότατα περί το 1900.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

————————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄ (2014), Λάρισα (2016) σελ. 191-194.
[2]. Του ιδίου: Αρχοντικό Βελλίδη. Το ψηλότερο κτήριο της παλιάς Λάρισας. Εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 11ης Αυγούστου 2015.
[3]. Του ιδίου: Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄ (2014), Λάρισα (2016), σελ. 147-150.
[4]. Συμφωνητικό αριθμ. 16008 της 13ης Ιανουαρίου 1894 του συμβολαιογράφου Λαρίσης Αγαθάγγελου Ιωαννίδη.
[5]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890). Από την απόλυτη «παντοδυναμία» στην τραγική αυτοκτονία, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2016.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

 

Η πρώτη του επίσκεψη στην ελεύθερη πόλη

 
Το μεγάλο κτίριο δεξιά ανάμεσα στα δένδρα, είναι το κονάκι του Χουσνή μπέη στο οποίο  κατέλυσε ο Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα  τον Οκτώβριο του 1881. Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου. Το μεγάλο κτίριο δεξιά ανάμεσα στα δένδρα, είναι το κονάκι του Χουσνή μπέη στο οποίο κατέλυσε ο Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881. Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
Όλοι γνωρίζουμε ότι στις 31 Αυγούστου του 1881 ο ελληνικός στρατός, με επί κεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο εισερχόταν συντεταγμένος στη Λάρισα και έπειτα από 458 χρόνια σκληρής οθωμανικής κατοχής η πόλη ήταν ελεύθερη. Ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ θέλησε να επισκεφθεί τις απελευθερωθείσες περιοχές και να τις γνωρίσει από κοντά. Ξεκινώντας από την Άρτα και τη Δυτική Θεσσαλία, την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου έφθασε στη Λάρισα. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σ’ αυτή την επίσκεψη. Δεν είναι τόσο γνωστή, όπως η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων στις 31 Αυγούστου 1881. Αυτός είναι και ο λόγος που θα περιγράψουμε με λίγα λόγια την παραμονή του και τα γεγονότα που συνέβησαν το πενθήμερο που έμεινε στη Λάρισα (7-12 Οκτωβρίου).
Οδηγός μας θα είναι μια σχετικά άγνωστη πηγή. Η προσωπική μαρτυρία του Κωνσταντίνου Αθ. Διαμαντή, η οποία δημοσιεύθηκε μεταπολεμικά στο περιοδικό “Σήμερα” του οποίου εκδότης ήταν ο Χρήστος Αγγελομάτης[1]. Η καταγραφή είναι εν είδει ημερολογίου, με τις κινήσεις του Γεωργίου Α’ και της συνοδείας του να περιγράφονται με την ακριβή αναγραφή της ώρας. Δεν θα παρακολουθήσουμε όμως επακριβώς την περιγραφή του Κων. Διαμαντή, απλώς θα αναφέρουμε τις σημαντικότερες κινήσεις του βασιλιά και τις επαφές που είχε με τους τοπικούς άρχοντες, Έλληνες, Οθωμανούς και Ισραηλίτες.
Ήταν Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 1881. Η βασιλική πομπή ερχόταν από τα Ζάρκο και τις μεσημβρινές ώρες έφθασε έξω από τη Λάρισα, στην πύλη Τρικάλων, δηλαδή περίπου στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το 404 Γ. Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου είχε στηθεί “μεγαλοπρεπής αψίδα εκ λευκού υφάσματος, κεκοσμημένη δια σημαιών και διαφόρων επιγραφών”. Εκεί ανέμεναν να τους υποδεχθούν ο Δήμαρχος της Λάρισας Χασάν Ετέμ, και διάφοροι τοπικοί άρχοντες, όλες οι συντεχνίες της πόλης με τις σημαίες τους και “άπειρον πλήθος παντός γένους και τάξεως, τα οποία ανευφήμουν ζωηρώς”. Μετά το καλωσόρισμα του Δημάρχου προς τον βασιλέα, όλοι μαζί ακολούθησαν τον κεντρικό δρόμο ο οποίος οδηγούσε στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου, “καλυπτόμενοι υπό ανθέων και ζαχαρωτών άτινα έρριπτον αι γυναίκες εκ των παραθύρων ίνα ράνωσι την Α.Μ.”. Εψάλη επίσημη ευχαριστήρια δοξολογία από τον μητροπολίτη Νεόφυτο και τον κλήρο της πόλης, στο τέλος της οποίας ο Νεόφυτος προσφώνησε τον Βασιλέα. Μετά το τέλος της δοξολογίας, σχηματίσθηκε πομπή, η οποία κατευθύνθηκε στην οικία του Χουσνή μπέη, όπου θα κατέλυε ο βασιλιάς. Η κατοικία αυτή, αν και ήταν ιδιοκτησία Οθωμανού, είχε επιλεγεί διότι ήταν το ευπρεπέστερο κτίριο της πόλης, με πολλές ανέσεις, ιδίως στους χώρους υγιεινής. Ακολούθησε γεύμα στο οποίο παρέστησαν εκτός του Βασιλιά, ο Αρχιερέας, ο Στρατηγός, ο Βασιλικός Επίτροπος και ο Δήμαρχος. Την ώρα του γεύματος είχε συγκεντρωθεί έξω από τη βασιλική κατοικία πλήθος κόσμου, το οποίο ζητωκραύγαζε συνεχώς.
Την επόμενη ημέρα Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 1881 πρωινές ώρες, ο Βασιλιάς δέχθηκε σε ακρόαση τον Δήμαρχο Χασάν Ετέμ και τους αρχιερείς Δημητριάδος και Πλαταμώνος[2], οι οποίοι είχαν ταξιδεύσει μέχρι τη Λάρισα για να παραστούν στην υποδοχή και τη δοξολογία. Κατόπιν ακολουθούμενος από τον Δήμαρχο και τον Φρούραρχο Σαράτσογλου επισκέφθηκαν διάφορα μέρη της Λάρισας. Ξεκίνησαν από το πρώην Τουρκικό Διοικητήριο, όπου την περίοδο της επισκέψεως του Γεωργίου Α’ στεγαζόταν το 21ο τάγμα πεζικού. Ο συγγραφέας το Διοικητήριο το περιγράφει ως εξής: “Το κτήριον τούτο είναι διώροφον. Έχει άνωθεν μεν μεγάλην αίθουσαν και πέριξ αυτής 17 ευρύχωρα δωμάτια, κάτωθεν δε αυτής της αιθούσης πρόδρομον μέγιστον άνευ πατώματος και ισάριθμα δωμάτια του αυτού μεγέθους με το άνω πάτωμα. Έμπροσθεν έχει ευρύ περίβολον και δύο οικίσκους εν αυτώ, εις ένα των οποίων διαμένει η χωροφυλακή”. Εν συνεχεία επισκέφθηκαν την αγορά της Λάρισας και απ’ εκεί οδηγήθηκαν στη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού, η οποία “ενώνει την πόλιν μετά της συνοικίας της καλουμένης Πέρα μαχαλάς, είναι κατασκευής βυζαντινής, ανεκαινίσθη δε υπό του Χασάν βέη, εγγονού του Τουραχάν βέη, ως αποδεικνύει τούτο επιγραφή τουρκική, σωζομένη εν τω ομωνύμω τεμένει. Περί την μεσημβρίαν, διήλθομεν δια της Ισραηλιτικής συνοικίας”.
Το απογευμα της ίδιας ημέρας ο άνακτας μετά της ακολουθίας του “εξήλθεν εις περίπατον ακολουθήσασα την παρά την όχθην του ποταμού οδόν. Εν τω ποταμώ εφάνη μικρόν ακάτιον υπό ανδρός διευθυνόμενον, δια κώπης εχούσης σχήμα πτύου. Το ακάτιον επλησίασεν εις το μέσον του ποταμού ένθα υπήρχε αύλαξ ξύλινος, στηριζόμενος υποκάτωθεν δια πασσάλων. Ο αύλαξ ούτος χρησιμεύων προς αλιείαν των ιχθύων καλείται Νταϊλιάνι. Το ύδωρ του ποταμού εισερχόμενον εκ του ενός μέρους του αύλακος, εξήρχετο ορμητικόν εκ του ετέρου, εις το οποίον ο εν τω ακατίω ανήρ επακουμβήσας το δίκτυον, συνέλαβε μέγιστον έγχελυν (χέλι), τον οποίον έφερε μετ’ ολίγον και τον επέδειξε εις τον Βασιλέα. Ο έγχελυς ούτος περιεστρέφετο ως όφις … Επιστρέφοντες εις την βασιλικήν κατοικίαν βλέπομεν επί του εκεί πλησίον μιναρέ τον Χότζα ψάλλοντα μετά κατανυκτικής φωνής και προσκαλούντας τους πιστούς εις την απογευματινήν προσευχήν … Μετά το γεύμα ο Βασιλεύς μετά της ακολουθίας του μετέβη εις την εκτός της μεγάλης γεφύρας πλατείαν (Αλκαζάρ), ένθα εκάησαν διάφορα πυροτεχνήματα, παιανιζούσης της στρατιωτικής μουσικής. Η συρροή του κόσμου ήτο μεγίστη. Ο ενθουσιασμός ακράτητος. Ο λαός ζητωκραυγάζων, ακολουθεί μετά την κατάκαυσιν των πυροτεχνημάτων την Α. Μ. μέχρι της βασιλικής κατοικίας.”[3]
Την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου δέχθηκε σε ακρόαση τις πρωινές ώρες δικαστικούς, τον Οικονομικό Επιθεωρητή Κετσέα, τους πρώην προξένους Παλαμήδη και Τζιώτη[4], τον ιατρό Γρυπάρη, τον έμπορο Διονύσιο Γαλάτη[5] και 17 τον αριθμό Οθωμανούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Χαηρή μπέης του Χασάν πασά, αδελφός του Χουσνή μπέη[6], ιδιοκτήτη της κατοικίας στην οποία κατέλυσε ο Γεώργιος Α’, στον οποίο απένειμε και παράσημο.
Εν συνεχεία “μετέβη εις την Συναγωγήν, εις την θύραν της οποίας αναμένουσι την Μεγαλειότητά του οι παίδες της Σχολής, ενδεδυμένοι την εορτάσιμον αυτών στολήν και επί του ώμου ταινίαν, οίτινες άμα τη αφίξει του Βασιλέως ψάλλουσιν ύμνον, μετά τον οποίον η Μεγαλειότης του εισέρχεται εις τον Ναόν (Συναγωγή) όπου ο Ραββίνος προσφέρει στέφανον και προσφωνεί. Ο Βασιλεύς ανέρχεται επί μεγαλοπρεπούς θρόνου κεκοσμημένου δια χρυσοκεντήτων υφασμάτων και κάθεται επί πολυτελούς κλιντήρος (ανάκλιντρου). Ψάλλεται δοξολογία και ο Ραββίνος δέεται τω Υψίστω υπέρ του Βασιλέως, της Βασιλίσσης, του Διαδόχου και απάσης της Βασιλικής Οικογενείας. Τούτον διαδέχεται ο Ισραηλίτης Μουάν, αντιπρόσωπος της Ισραηλιτικής Κοινότητος, όστις αναβάς επί της εν τη Συναγωγή εξέδρας προσφωνεί τον Βασιλέα. Την Α. Μ. εξερχομένην της Συναγωγής συνοδεύουσι μέχρι της θύρας ο Ραββίνος και τινες πρόκριτοι Ισραηλίται, οι δε παίδες ψάλλουσι εκ νέου τον ύμνον. Άμα τη αφίξει της Α. Μ. εις την βασιλικήν κατοικίαν, οι Ισραηλίται στέλλουσι Αυτή ως δώρον δύο μαξιλάρια χρυσοκέντητα και τινας τσερβέδες παλαιάς κατασκευής”.
Στη 1 το μεσημέρι, μετά το πρόγευμα, αναχώρησε ο Βασιλιάς με τη συνοδεία του με άμαξες για να επισκεφθεί τον Τύρναβο.
(Συνεχίζεται)
............

[1]. Ο Χρήστος Εμ. Αγγελομάτης (1899-1979) ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Η οικογένειά του είχε καταγωγή από τη Χίο, γεννήθηκε στη Σμύρνη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήλθε στην Ελλάδα όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.
[2]. Μητροπολίτης Δημητριάδος ήταν ο Γρηγόριος Φουρτουνιάδης (1870-1907) και Επίσκοπος Πλαταμώνος ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1877-1900), ο οποίος το 1900 μετετέθη στη Μητρόπολη Λαρίσης.
[3]. Ως γνωστόν η κατοικία του Χουσνή μπέη όπου κατέλυσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του, αγοράστηκε από τον ίδιο και αποτέλεσε τα ανάκτορα της Λάρισας, την οποία επισκεπτόταν κυρίως τον Σεπτέμβριο μήνα, όταν γίνονταν Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης, καθώς και τα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Τίτλοι ιδιοκτησίας ανακτόρων Λαρίσσης. Εφ. “Ελευθερία”, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018.
[4]. Ο Ιωάννης Ρ. Παλαμήδης ήταν πρόξενος στο Ελληνικό Προξενείο της Λάρισας και ο Ιωάννης Δ. Τζιώτης υποπρόξενος στον Βόλο κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης Θεσσαλικής Επανάστασης του 1878, η οποία στάθηκε αφορμή για την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου και τελικά για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην υπόλοιπη Ελλάδα.
[5]. Ο Διονύσιος Γαλάτης είναι ο μετέπειτα δήμαρχος της Λάρισας (1887-1891), ο οποίος είχε λάβει ενεργό μέρος στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1878.
[6]. Ο ιδιοκτήτης της βασιλικής κατοικίας Χουσνή μπέης είχε αναχωρήσει μόνιμα για την Κωνσταντινούπολη πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 και επομένως η κατοικία του ήταν κενή. Είχε αφήσει απλώς ως πληρεξούσιο τον αδελφό του Χαηρή μπέη.

 

Από πού «κρατάει η σκούφια» των Θεσσαλών;

Το άρθρο περιγράφει τις πληθυσμιακές ομάδες που κατοίκησαν τη Θεσσαλία από τη Μέση Παλαιολιθική εποχή έως σήμερα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις προϊστορικές ταφές του Σπηλαίου της Θεόπετρας στα Τρίκαλα και τον αρχαιολογικό χώρο στο Σέσκλο Μαγνησίας, όπου αναπτύχθηκε ένας από τους αρχαιότερους και σπουδαιότερους Νεολιθικούς οικισμούς της Ευρώπης.

Παράλληλα στο άρθρο δίνονται στοιχεία για τη γενετική κληρονομιά των Θεσσαλών/Ελλήνων ξεκινώντας από την καταγραφή της γενετικής σύστασης τους και τη σύγκρισή τους με άλλους λαούς.

Τα γενετικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η πληθυσμιακή ιστορία των Ελλήνων /Θεσσαλών έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας. Τα πολυπληθή δηλ. γενετικά στοιχεία δείχνουν κατηγορηματικά ότι οι πληθυσμοί που διαβιούν στον ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον από την Εποχή του Χαλκού, έχουν φυσική συνέχεια και οι σημερινοί Έλληνες προέρχονται από αυτούς.

Γράφει ο Κώστας Τριανταφυλλίδης
Ομότιμος Καθηγητής Γενετικής και Γενετικής του Ανθρώπου
Τμήμα Βιολογίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

1) Ο εποικισμός του Ελλαδικού/Θεσσαλικού γεωγραφικού χώρου από τον ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο κατά την Παλαιολιθική εποχή

 

Ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens) πρωτοεμφανίστηκε στην Αφρική πριν  320.000  χρόνια. Αργότερα, μικρές πληθυσμιακές ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών Homo sapiens άφησαν την Αφρική  και εξαπλώθηκαν στη σημερινή Υεμένη και στη συνέχεια στην Ευρώπη. Έφτασαν στην Ελλάδα πριν τουλάχιστον 210.000 χρόνια.   Αυτό υποστηρίζεται2  από κρανίο που βρέθηκε στο σπήλαιο Απήδημα-1 στην Μάνη, το οποίο αντιπροσωπεύει το αρχαιότερο δείγμα  σύγχρονου ανθρώπου στην Ευρώπη.

Κατά τη Μέση Παλαιολιθική εποχή διαπιστώνεται ανθρώπινη δραστηριότητα σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα του ελλαδικού χώρου.  Αξίζει να αναφερθεί ότι το προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας, κοντά στην Καλαμπάκα, έχει δώσει πολύ παλιά ίχνη ανθρώπινης ζωής στην Ελλάδα (είδος H. neanderthalensis ή H. sapiens). Στο σπήλαιο εντοπίστηκαν αποτυπώματα πελμάτων παιδιών, η ηλικία των οποίων αγγίζει τα 49.000 χρόνια. Στην είσοδο του σπηλαίου  υπήρχε πέτρινο τείχος που περιόριζε4 το άνοιγμα της σπηλιάς κατά τα 2/3. Η ηλικία του πέτρινου τείχους είναι 23.000 χρόνια, μια ηλικία που συμπίπτει απόλυτα με την ψυχρότερη περίοδο του τελευταίου μέγιστου των παγετώνων. Αυτό υποδηλώνει ότι οι παλαιολιθικοί κάτοικοι, που ήταν κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες,  είχαν κατασκευάσει αυτό το τείχος στην είσοδό του προκειμένου να προστατευτούν από το δριμύ ψύχος της εποχής. Το σπήλαιο συνέχισε να κατοικείται, όπως δείχνουν τα πολύ σημαντικά ευρήματα στη Θεόπετρα σκελετών ανθρώπων που έζησαν πριν από 16.500 χρόνια, και κατά την Ύστερη Παλαιολιθική εποχή

Επίσης, στο σπήλαιο ανακαλύφθηκε4  η ταφή  γυναίκας ηλικίας 18-25 ετών που έζησε  πριν περίπου 9.000 χρόνια.  Η γυναίκα είχε ήπιες αλλοιώσεις από επεισόδια φλεγμονής, πιθανά αναιμίας, καθώς και κάποιο ενδοκρινολογικό ή και μεταβολικό νόσημα. Λόγω της άριστης κατάστασης του ευρήματος αποφασίστηκε να προχωρήσει και ήδη ολοκληρώθηκε η ανάπλαση του  αρχαίου προσώπου (ονομάστηκε Αυγή), από τον έμπειρο Καθηγητή  Ορθοδοντικής Μανώλη Παπαγρηγοράκη.

 2) Πληθυσμιακές μετακινήσεις  αγροτών κατά τη Νεολιθική εποχή

Νεολιθικές πληθυσμιακές ομάδες αγροτών από τις ακτές της Μικράς Ασίας χρησιμοποιώντας κωπήλατα πλοία πέρασαν στη Λέσβο ή τα Δωδεκάνησα και “πηδώντας” από νησί σε νησί του Αιγαίου ταξίδεψαν προς τις Κυκλάδες και τελικά έφθασαν στην Πελοπόννησο και στην Κεντρική Ελλάδα, τις οποίες επέλεξαν ως χώρο εγκατάστασής τους. Ως εκ τούτου,  η Θεσσαλία  είναι από τις πρώτες περιοχές της Ευρώπης όπου Μεσολιθικοί κάτοικοί  υιοθέτησαν τη γεωργία, την εκτροφή παραγωγικών ζώων και την τέχνη κατασκευής όμορφων κεραμικών. Αρχαιολογικά ευρήματα αυτής  της εποχής επιβεβαιώθηκαν σε πολλές οικιστικές θέσεις της Θεσσαλίας, όπως: Σουφλί Μαγούλα, Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Άργισσα, Τσαγγλί,  Σέσκλο και Διμήνι.

Ο οργανωμένος οικισμός του Σέσκλου αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους (6.800 π.Χ.) και σπουδαιότερους Νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, κυρίως επειδή εδώ το Νεολιθικό τρίπτυχο (μόνιμη κατοικία, γεωργία και κτηνοτροφία) διαπιστώνεται καθαρά. Ο πολιτισμός του Σέσκλου έδωσε το όνομα του σε μια ολόκληρη φάση της Νεολιθικής εποχής στη Θεσσαλία. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του στην 5η  χιλιετία π.Χ. Στον οικισμό βρέθηκαν λεπίδες από οψιδιανό που προερχόταν από τη Μήλο, εργαλεία από οστά ζώων και πέτρες, πήλινα εδώλια και κυρίως πήλινα αγγεία μονόχρωμα ή διακοσμημένα με γραπτά σχέδια.

 3) Πιθανές διαδρομές μετακίνησης Νεολιθικών πληθυσμιακών ομάδων από τη Θεσσαλία στην υπόλοιπη Ευρώπη

 Η επιμειξία των Μεσολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του ελλαδικού χώρου με τους νεοεισερχομένους Νεολιθικούς γεωργούς από τη Μικρά Ασία και η υιοθέτηση της Νεολιθικής τεχνολογίας από τους πρώτους συνοδεύτηκε, πέρα από τη δημιουργία μόνιμων οικισμών, και με μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Μάλιστα, ο Θεσσαλικός Νεολιθικός πολιτισμός και ιδιαίτερα ο πολιτισμός του Σέσκλου αποτελεί τον αρχικό πολιτισμό από τον οποίο προέκυψαν δύο βραχίονες της Νεολιθικής εξάπλωσης πληθυσμιακών ομάδων ανθρώπου από την Ελλάδα στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως η Χερσαία διαδρομή από τη Βαλκανική προς την Κεντρική Ευρώπη και η Μεσογειακή διαδρομή προς την Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία.

Ειδικότερα, τα κύματα μετανάστευσης Νεολιθικών πληθυσμιακών ομάδων μέσω της Βαλκανικής διαδρομής πρέπει να είχαν ως αφετηρία μια περιοχή με μεγάλο πληθυσμιακό μέγεθος. Η Θεσσαλική πεδιάδα πιστεύεται πως ήταν η μοναδική περιοχή στη ΝΑ Ευρώπη, η οποία παρείχε μια αρκετά εξασφαλισμένη και πλούσια παραγωγή δημητριακών, αλλά και πλήθος άλλων προϊόντων για την ουσιαστική αύξηση του πληθυσμού που οδήγησε στην επόμενη μεταναστευτική κίνηση προς τη Βόρεια Βαλκανική. Εκτιμήθηκε πως οι αγρότες του Θεσσαλικού κάμπου χρειάστηκαν τουλάχιστον 1.000 χρόνια για να φτάσουν στο σημείο “πληθυσμιακού κορεσμού” ώστε να αρχίζουν να μεταναστεύουν προς τα Βόρεια Βαλκάνια. Τότε, Νεολιθικές πληθυσμιακές ομάδες  από τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας κινήθηκαν5  προς την Κεντρική Βαλκανική χερσόνησο καθώς και από εκεί, μέσω του διαδρόμου που σχηματίζουν οι κοιλάδες των ποταμών Αξιού-Δούναβη-Ρήνου  προς την Κεντρική Ευρώπη.

Από την άλλη, η  εξάπλωση φορέων της απλοομάδας G από τη Θεσσαλία στη Σικελία και στη ΝΔ Γαλλία   έχει συσχετιστεί με τη διάδοση του πολιτισμού της εμπίεστης κεραμικής  με κέλυφος θαλάσσιων οστράκων  από το 5.000 π.Χ. έως το 1.500 π.Χ. Επιπρόσθετα, η απλοομάδα αυτή ταυτοποιήθηκε σε αρχαϊκά ανθρώπινα λείψανα από την Κεντρική Ευρώπη (Γερμανία και Ουγγαρία) με πολιτισμό γραμμικής ταινιωτής αγγειοπλαστικής και στη Βόρεια Ιταλία στο λείψανο του Ötzi ή άνθρωπο των πάγων που βρέθηκε στις Άλπεις. Τα νέα στοιχεία της αρχαιογενετικής ισχυροποιούν την άποψη ότι Νεολιθικές πληθυσμιακές ομάδες, που ήταν φορείς αυτής της γενεαλογικής γραμμής, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της γεωργίας από την Θεσσαλία στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Στη Θεσσαλία εντοπίζονται δεκάδες θέσεις της Μυκηναϊκής περιόδου. Σε αυτήν την περίοδο χρονολογείται η ίδρυση της Ιωλκού, που συνδέεται άμεσα με τον ξακουστό μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας. Αρχαιολογικά ευρήματα τεκμηριώνουν ότι η έδρα των βασιλιάδων της Ιωλκού δεν ήταν στα Παλαιά, αλλά μάλλον στο Διμήνι, που τότε ήταν παραθαλάσσιο.

4) Από  τα πρωτοχριστιανικά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια

Η Θεσσαλία αποτέλεσε μέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περίπου το 27 π.Χ.  Μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγινε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και δέχτηκε επιθέσεις από Σλαβικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Βελεγεζίται τον 7ο  αιώνα. Οι Βελεγεζίτες, μάλλον αποτέλεσαν  ένα ξεχωριστό κύμα διείσδυσης προς Νότον. Μια ιδιαιτερότητα, η γλώσσα των Σλάβων που εγκαταστάθηκαν3 στη Θεσσαλία διαφέρει από εκείνη των  Σλαβικών ομάδων, οι οποίες, εγκαταστάθηκαν βορειότερα.  Ο ευνούχος και Πρωθυπουργός  Σταυράκιος υπέταξε σε εκστρατεία ολόκληρη την Θεσσαλία (782 – 783 μ.Χ.) με πολλούς Σλάβους αιχμαλώτους. Πολλοί Σλάβοι μετακινήθηκαν στην Ανατολία. Οι αυτοκράτορες κάλυψαν το πληθυσμιακό κενό που δημιουργήθηκε μεταφέροντας στην Ηπειρωτική Ελλάδα πολλούς Έλληνες από την Μικρά Ασία και την Σικελία. Τέλος, όσων παρέμειναν, η συλλογική τους συμπεριφορά απέναντι στη Βυζαντινή εξουσία δεν ήταν εχθρική με αποτέλεσμα τον  σταδιακό εξελληνισμό τους τους επόμενους αιώνες.

Η Οθωμανική   κυριαρχία άρχισε το 1444 σε όλη τη Θεσσαλία. Ο Ρήγας Φεραίος, μια σημαντική προσωπικότητα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 γεννήθηκε στο Βελεστίνο. Πολλές περιοχές της Θεσσαλίας,  όπως το Πήλιο και ο Όλυμπος,  συμμετείχαν στην Ελληνική επανάσταση του 1821. Η Θεσσαλία ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1881). Αξίζει να ειπωθεί ότι: οι Τούρκοι διαφέρουν5 στη γενετική τους σύσταση από τους ΄Ελληνες, ανεξάρτητα από το είδος των γενετικών δεικτών που χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκρισή τους.

Η γενετική  σύσταση των Θεσσαλών  μελετήθηκε με ποικίλους γενετικούς δείκτες και τα σπουδαιότερα αποτελέσματα παρουσιάζονται αμέσως.

5) Γενετική σύσταση των κατοίκων της Θεσσαλίας

 5.1)   Η πρώτη συστηματική προσπάθεια να αναλυθεί η σύσταση του DNA των Ελλήνων έγινε με  εξέταση5 αρκετών αυτοσωματικών DNA μικροδορυφορικών δεικτών σε  9 πληθυσμιακά δείγματα (Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία,  ΄Ηπειρο, Αττική, Αργολίδα, Χίο, Κρήτη και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.   Με βάση τα γενετικά στοιχεία συγκροτήθηκε φυλογενετικό δένδρο. Από αυτό προκύπτει ότι τα πληθυσμιακά δείγματα από τη Βόρεια Ελλάδα (Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία και ΄Ηπειρο) βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο, όπως και τα δείγματα από τη Νότια Ελλάδα (Αττική και Αργολίδα). Η σχετική γενετική ομοιογένεια που χαρακτηρίζει τον Ελληνικό πληθυσμό στο σύνολο ίσως εξηγείται από τις μικρές γεωγραφικές αποστάσεις των πληθυσμιακών δειγμάτων, αλλά και από τις μεταναστεύσεις των ατόμων σε όλη τη χώρα και στη Μικρά Ασία κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους. Επιπρόσθετα, η στατιστική επεξεργασία των στοιχείων  δείχνει ότι ο Ελληνικός πληθυσμός είναι παμμεικτικός, δηλαδή οι γάμοι των αναπαραγωγικά ενεργών ατόμων γίνονται τυχαία.

5.2)  Για να διερευνηθεί η σχετική γενετική συνεισφορά των Μεσολιθικών κατοίκων και των Νεολιθικών εποίκων, καθώς και η προέλευση των δεύτερων αναλύθηκαν DNA δείκτες του χρωμοσώματος Υ από άνδρες κοινοτήτων της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας  που γειτνιάζουν με γνωστούς Νεολιθικούς οικισμούς. Τέτοιοι οικισμοί βρίσκονται στη Νέα Νικομήδεια πλησίον της Βέροιας, το Σέσκλο και Διμήνι στην περιοχή του Βόλου, το Βελεστίνο νοτιότερα της Λάρισας, το σπήλαιο Φράγχθι και τη Λέρνη στο νομό Αργολίδας και περιοχές της Κρήτης.

Με βάση την εκτίμηση της χρονολογίας εξάπλωσης απλοομάδων του χρωμοσώματος Υ από την Εγγύς Ανατολή στη Ελλάδα προέκυψε5 ότι: Ο αποικισμός της περιοχής του σπηλαίου Φράγχθι χρονολογείται στα 9.200 χρόνια πριν, οι  Νεολιθικοί αποικισμοί στη Θεσσαλία και στην Κρήτη χρονολογούνται στα 9.000 χρόνια πριν, ενώ οι Νεολιθικοί αποικισμοί στη Νέα Νικομήδεια χρονολογούνται στα 8.600 χρόνια πριν.

Είναι πολύ σημαντικό ότι η ανάλυση του  DNA σε πληθυσμιακά δείγματα από την Ευρασία, την Αίγυπτο, το Ομάν και τους Βεδουίνους από τη Νεγκέβ έδειξαν ότι τα πληθυσμιακά δείγματα από την Αφρική εντάσσονταν γενετικά σε απομονωμένη πληθυσμιακή ομάδα, εντελώς διακριτή από τα πληθυσμιακά δείγματα από τη  Θεσσαλία και την Κρήτη.

6)   Από πού “κρατάει η σκούφια” των Θεσσαλών/Ελλήνων

Από  τα  γενετικά στοιχεία5 προκύπτει ότι η γενετική κληρονομιά των Ελλήνων δημιουργήθηκε από τέσσερα ανεξάρτητα μεταναστευτικά πληθυσμιακά κύματα που αντιστοιχούν: α)  Στον πρώιμο αποικισμό  από  κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες Homo sapiens  που ξεκίνησαν από την Αφρική και μέσω της Εγγύς Ανατολής έφθασαν στην Ελλάδα τη Μέση Παλαιολιθική εποχή. β) Στις μετακινήσεις  πληθυσμιακών ομάδων  την τελευταία περίοδο των παγετώνων (23.000 έως 17.000 π.Χ.) από τη Βόρεια/Κεντρική Ευρώπη προς το θερμό Βαλκανικό καταφύγιο και τη μετέπειτα μεταπαγετωνική επιστροφή πληθυσμιακών ομάδων από το Βαλκανικό καταφύγιο προς τις “έρημες” από ανθρώπους περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. γ) Την άφιξη από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα γεωργών πριν από 10.000 χρόνια, και δ) τις μεταναστεύσεις  κυρίως από τον Ελλαδικό/Θεσσαλικό γεωγραφικό χώρο προς την υπόλοιπη  Ευρώπη, αλλά και αντιστρόφως,  μετά την εποχή του Χαλκού.  Οπότε, η γενετική σύσταση5 των σημερινών κατοίκων της Ελλάδας φαίνεται ότι σε μεγάλο ποσοστό είχε διαμορφωθεί ήδη σε εκείνη τη μακρινή προϊστορική εποχή της Εποχής του Χαλκού και συνεπώς οι απόγονοι αυτών των πληθυσμιακών ομάδων που ζούσαν στον ελλαδικό χώρο πριν από το 2.000 π.Χ. θα είναι οι πληθυσμοί που θα χαρακτηριστούν ΄Ελληνες  στο τέλος της Εποχής του Χαλκού.

Ιδιαίτερη μνεία θα γίνει στον Μυκηναϊκό πολιτισμό, μια και εντοπίστηκαν πολλές Μυκηναϊκές θέσεις στη Θεσσαλία.

Αρχαιογενετικές μελέτες τεκμηριώνουν ότι: α) Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι γενετικά παρόμοιοι, σε μεγάλο βαθμό με τους αρχαίους Μυκηναίους. β)  Οι σημερινοί Έλληνες μοιράζονται1 το 90% της καταγωγής τους με τους πληθυσμούς που ζούσαν στο Βόρειο Αιγαίο κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (2.000 π.Χ.).

Συνεπώς: Τα γενετικά ευρήματα αντανακλούν τα ιστορικά γεγονότα του ελλαδικού χώρου» και ότι «η εικόνα της γενετικής συνέχειας των Ελλήνων είναι ξεκάθαρη, όπως ξεκάθαρο επίσης είναι το γεγονός ότι διά μέσου των αιώνων οι Έλληνες εξελίχθηκαν δεχόμενοι γενετικές επιδράσεις από άλλους πληθυσμούς, αλλά ποτέ δεν έσβησε η γενετική κληρονομιά των πληθυσμών του Αιγαίου, πριν και μετά την εποχή των  πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού».

Πηγή: magnesianews.gr