Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

ΤΖΙΑΦΑΛΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Ο αρχαιολόγος που αποκάλυψε τα Αρχαία Θέατρα της Λάρισας


Ο Αθανάσιος Τζιαφάλιας σε ανασκαφή  στο αρχαίο νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου Λαρίσης  (Μπουχλάρ). Φωτογραφία του 1976.Ο Αθανάσιος Τζιαφάλιας σε ανασκαφή στο αρχαίο νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου Λαρίσης (Μπουχλάρ). Φωτογραφία του 1976.

Αυτές τις ημέρες διαβάσαμε με μεγάλη χαρά στις τοπικές εφημερίδες ότι ο Δήμος Λαρισαίων θα αναλάβει την έκδοση του από πολλών ετών αναμενόμενου βιβλίου των Αθανασίου Τζιαφάλια, επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων Λάρισας και Δημητρίου Καραγκούνη, αρχιτέκτονα μηχανικού, που φέρει το τίτλο «Τα μάρμαρα μιλούν».

Είναι γνωστό ότι οι αναφερόμενοι συγγραφείς έχουν αφιερώσει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους στην αποκάλυψη και την ανάδειξη του Α’ Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας και είναι οι πλέον κατάλληλοι να καταγράψουν την ιστορία του από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα.
Μήνες πριν, συγκεκριμένα στις 10 Μαΐου 2022, με τον Αθανάσιο Τζιαφάλια είχαμε συναντηθεί στα γραφεία της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας και παρουσία του μέλους της Φωτοθήκης Ευάγγελου Ρηγόπουλου ο οποίος μαγνητοφωνούσε τη συζήτηση, μιλήσαμε για την ιστορική διαδρομή του ως αρχαιολόγου σε διαδοχικές διοικητικές βαθμίδες στη ΙΕ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Λάρισας. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στη ζωή και το έργο του, όπως μας τα διηγήθηκε ο άνθρωπος του οποίου το όνομα συνδέθηκε πλέον ιστορικά με τις διαδικασίες αποκάλυψης των δύο Αρχαίων Θεάτρων της Λάρισας.

Βιογραφικό
Θα ξεκινήσουμε με ένα βιογραφικό σημείωμα του Θανάση (όπως αποκαλείται απ’ όλους) Τζιαφάλια. Γεννήθηκε στον Πρόδρομο Καρδίτσας. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Από το 1971 μέχρι το τέλος του 1973 εργάσθηκε ως βοηθός στο Σπουδαστήριο Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του εν λόγω Πανεπιστημίου. Το 1974 διορίσθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων και τοποθετήθηκε για ένα έτος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το 1975 μετατέθηκε στην τότε ΙΕ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων της Λάρισας ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων και από το 1995 Προϊστάμενος της ίδιας Εφορείας, μέχρι τις αρχές του 2007, όταν και συνταξιοδοτήθηκε.
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Λάρισα συμμετείχε ως τακτικό μέλος σε διάφορα Συμβούλια και Επιτροπές. Κύριες όμως δραστηριότητές του υπήρξαν οι εξής:
Α) Συμμετείχε ως Έφορος Αρχαιοτήτων στην επιτροπή εκτέλεσης έργων Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού για την κατασκευή του Διαχρονικού Μουσείου της Λάρισας, το οποίο θεμελιώθηκε τον Μάιο του 1996 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2006.
Β) Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τις διάφορες αναγκαίες διαδικασίες αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας.
Επίσης κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας διενήργησε ανασκαφές επί δέκα χρόνια στο Ασκληπιείο Τρίκκης, στο Πελινναίο Τρικάλων, στους Γόμφους, τον Άτραγα, στην επαρχία Αγιάς (Μελίβοια, Νερόμυλοι, Γυρτώνη, Γεντίκι), σε οικόπεδα μέσα στην πόλη της Λάρισας, Κραννώνα, Άγ. Γεώργιο, Γόννους, Φάρσαλα και στην Περραιβική Τρίπολη (Πύθιο, Δολίχη, Άζωρος).
Το 1985 ανέσκαψε το Β’ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας, αποκατέστησε στη θέση τους τα μάρμαρα που είχαν εξαχθεί κατά την εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση οικοδομικού συγκροτήματος και του έδωσε την οριστική μορφή που έχει σήμερα. Η αποκάλυψη του Α’ Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας είχε χαρακτηρισθεί με υπουργική απόφαση ως συστηματική ανασκαφή, της οποίας υπήρξε διευθυντής καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Για την ανασκαφή και την ανάδειξή του εργάσθηκε συστηματικά μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2007. Στο διάστημα 2007-2015 συνέχισε, συνταξιούχος πλέον, να εργάζεται στο Αρχαίο Θέατρο εθελοντικά, ως Πρόεδρος αρμόδιας Επιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, με στόχο τη συντήρηση και στερέωση αρκετών τμημάτων του πολύπαθου μνημείου. Στο διάστημα 2016-2018 εργαζόταν σχεδόν καθημερινά στο Θέατρο, καθώς είχε ορισθεί από το σωματείο «Διάζωμα» ως επιστημονικός σύμβουλος της ομάδας σύνταξης της μελέτης συνολικής αποκατάστασης του μνημείου.
Όσον αφορά το επιστημονικό του έργο, είναι πλούσιο σε ανακοινώσεις συνεδρίων, διαλέξεις σε διάφορες πόλεις, εκατοντάδες δημοσιεύσεις σε έγκυρα αρχαιολογικά περιοδικά και τη συγγραφή τεσσάρων αυτοτελών βιβλίων αρχαιολογικού περιεχομένου. Μαζί με τον Bruno Helly και άλλους Γάλλους επιγραφικούς, δημοσίευσε το 2017 το corpus επιγραφών του Άτραγα, το οποίο βραβεύθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών και Επιγραφικών στο Παρίσι. Μαζί με την ίδια ομάδα των Γάλλων επιγραφικών ολοκληρώνεται σύντομα και το corpus των επιγραφών της Περραιβικής Τρίπολης.
Παράλληλα, με τον επί δεκαετίες επιβλέποντα μηχανικό του Αρχαίου Θεάτρου Δημήτριο Καραγκούνη θα κυκλοφορήσουν σύντομα τρία βιβλία, την έκδοση των οποίων αποφάσισε, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, να χρηματοδοτήσει η Δημοτική μας αρχή.
- Το πρώτο θα έχει τον τίτλο «Από το Καστρί Αγιάς και την Περαχώρα Τυρνάβου, στο Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας» και αφορά την προέλευση του υλικού του μνημείου.
- Το δεύτερο θα τιτλοφορείται «Διαδικασίες αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας», σε συνδυασμό με ηλεκτρονική πληροφόρηση για το σύνολο του έργου.
- Και το τρίτο «Αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές στην Περραιβική Τρίπολη (Άζωρος, Δολίχη και Πύθιο Ελασσόνας)».
Ειδικότερα για το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας ετοιμάζει επιπλέον άλλα δύο βιβλία. Το πρώτο μαζί με τον Bruno Helly και την ομάδα Γάλλων επιγραφικών, το οποίο θα περιλαμβάνει ένα μεγάλο corpus 1.200 περίπου επιγραφών του Θεάτρου. Το δεύτερο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αρχιτεκτονική του μνημείου στο σύνολό του. Η συζήτηση
Όπως θα διαπιστώσατε από την ανάγνωση του βιογραφικού του Θανάση Τζιαφάλια, πρόκειται για επιστήμονα με μεστή αρχαιολογική και ανασκαφική εργασία. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα δύο αρχαία θέατρα της πόλης μας η συμβολή του υπήρξε καθοριστική και το όνομά του έχει ήδη ταυτισθεί με την αποκάλυψή τους. Στη συνέχεια του σημειώματός μας καταγράφεται αυτολεξεί η συζήτηση που είχαμε τον Μάιο του 2022, όπως απομαγνητοφωνήθηκε από τον Ευάγγελο Ρηγόπουλο που ήταν παρών και έχει ως εξής: «Ο J. L. Ussing[1] γνώριζε τη περιοχή του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Μάλιστα ένα εδώλιο με την επιγραφή «τεχνίτες», το οποίο βρισκόταν στη βάση του τουρκικού ρολογιού της Λάρισας, το είχε περιγράψει. Αυτή την επιγραφή την βρήκα. Το 1985, μετά από ένα τοπικό συνέδριο, έγραψα για το θέατρο και το ονόμασα Α’ Αρχαίο Θέατρο[2]. Μάλιστα είχα γράψει και κάποια άρθρα στο Αρχαιολογικό Δελτίο με την ίδια ονομασία του θεάτρου. Μόλις επισημάνθηκε το λεγόμενο Β’ Αρχαίο Θέατρο στην οδό Ταγμ. Βελισσαρίου, χωρίς να το έχω ανασκάψει, ονόμασα αυτό στη Βενιζέλου Α’ Αρχαίο Θέατρο. Το λεγόμενο Β’ Θέατρο επισημάνθηκε το 1978 και το ανέσκαψα το 1984-85, όταν ήδη στο Α’ είχε κατεδαφισθεί η οικοδομή Γκαράνη, η οποία είχε κτισθεί το 1968. Επίσης είχα ήδη ανασκάψει ένα τμήμα του κήπου των στρατιωτικών αρτοποιείων και είχε διαμορφωθεί κάπως ο χώρος.
Μελετώντας λοιπόν, διαπίστωσα το μεγάλο λάθος που είχα κάνει, ονομάζοντας το θέατρο της οδού Βενιζέλου ως Α’. Το Α’ Αρχαίο Θέατρο ήταν ουσιαστικά και με τη χρονολογική έννοια του όρου, το άλλο της οδού Ταγμ. Βελισσαρίου. Αυτό ήταν το κλασσικό αρχαίο θέατρο της Λάρισας, στο οποίο παίχθηκαν για πρώτη φορά τα μεγάλα έργα των αρχαίων συγγραφέων. Σ’ αυτό π.χ. πρωτοπαίχθηκαν το έργο του Σοφοκλή «Λαρισαίοι», το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ παρά μόνον 2-3 στίχοι, καθώς και η «Μήδεια» του Ευριπίδη. Ούτε φυσικά είναι «μικρό» θέατρο, όπως συνηθίζεται σήμερα να λέγεται από μερικούς. Ήταν μεγάλο θέατρο, μεγαλύτερο από αυτό της Βενιζέλου. Είχε ξύλινα έδρανα, τα ίκρια[3]. Πάνω στην κορυφή του λοφίσκου υπήρχε το ιερό της Δήμητρας-Περσεφόνης και του Δεσπότη, δηλ. του Πλούτωνα, με ένα στρογγυλό κτίσμα, το άβατο. Στο ιερό αυτό υπήρχαν επιγραφές προ του τέλους του 3ου π.Χ. αιώνα, δηλ. πριν κατασκευασθεί το θέατρο, το οποίο κτίσθηκε στα χρόνια της Μακεδονικής κυριαρχίας.
Αργότερα οι Ρωμαίοι δεν είχαν στρατεύματα εδώ στη Λάρισα, παρά μόνο τους σιτάλικους ή σιταλιώτες (φοροεισπράκτορες του σίτου). Ο Οκταβιανός Αύγουστος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τη Θεσσαλία λόγω του γεγονότος ότι ήταν σιτοβολώνας. Την περιοχή γύρω από τη Λάρισα τη θεωρούσε σιτοπαραγωγική περιοχή και μετέφερε το σιτάρι από τη Λάρισα στη Ρώμη. Αυτός είναι και ο λόγος που ονόμασε τη Λάρισα Augusta (Αυγούστα), δηλ. σεβαστή πόλη. Και για να ικανοποιήσει τους Λαρισαίους επισκεύασε το ήδη κατεστραμμένο Α’ Αρχαίο Θέατρο, το οποίο είχε καταστραφεί περίπου το 60 π.Χ. Ο Οκταβιανός που ανέλαβε την αυτοκρατορία το 27 π.Χ. μέχρι το 14 μ.Χ., αλλά και ο διάδοχός του Τιβέριος αποφάσισαν να επισκευάσουν το λαμπρό αρχαίο θέατρο των Λαρισαίων, ώστε να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα».
(Συνεχίζεται)

 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Ο Johan Louis Ussing (1820-1905) ήταν Δανός φιλόλογος και αρχαιολόγος, γνωστός για τις μελέτες του για τον ρωμαϊκό και ιδιαίτερα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τις ανασκαφές του. Τα σημαντικότερα και καλύτερα αρχαιολογικά έργα του βασίζονται στις επιγραφικές μελέτες του μεγάλου ταξιδιού στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία κατά το 1846-47 και τις περιέγραψε στο βιβλίο του « Inscriptiones Graecae ineditae (1847)».
[2]. Πρόκειται για το Α’ Ιστορικό-Αρχαιολογικό Συμπόσιο ΛΑΡΙΣΑ: Παρελθόν και Μέλλον, 26-28 Απριλίου 1985. Η εργασία του είναι δημοσιευμένη στα Πρακτικά του Συνεδρίου στις σελίδες 162-185 με τίτλο: «Το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας».
[3]. Ίκρια, εξ ού και ικρίωμα, δηλ. σκαλωσιά.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (ΙΙ)


Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (ΙΙ)

Από τον Γιάννη Γούδα

ΤΣΙΛΙΚΙ: Όσο περισσότερα παιδιά έπαιζαν, τόσο καλύτερο γινόταν το παιχνίδι. Για να παιχτεί, χρειάζονταν δύο ξύλινες βέργες, μία μακριά 60-70 εκ. περίπου (η τσιλίκα) και μία μικρή 10-20 εκ. (το τσιλίκι), που ήταν ξυσμένο, όπως το μολύβι μας, στις δύο άκρες, αλλά αντίθετα το ένα ξύσιμο από το άλλο, για να κάνει πάντα την καμάρα.  
Οι παίχτες διάλεγαν ένα μέρος ανοιχτό και ομαλό. Ήταν ήδη φτιαγμένη στο έδαφος μια γούρνα, ώστε επάνω της να κάθεται το τσιλίκι και με την τσιλίκα προσπαθούσε ο καθένας ή η καθεμία να ρίξει το τσιλίκι, προς την αντίπαλη ομάδα, η οποία καθόταν σε απόσταση (υπολόγιζαν μόνοι τους πού περίπου, ώστε να μπορούν να το πιάσουν στον αέρα για να κερδίσουν). Προσπαθούσε να το ρίξει όσο πιο μακριά μπορούσε, είτε σέρνοντάς το, είτε στον αέρα, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ήταν υποχρεωμένοι οι αντίπαλοι να επιστρέψουν το τσιλίκι, χτυπώντας (αν μπορούσαν, γιατί ήταν δύσκολο λόγω της μεγάλης απόστασης) την τσιλίκα στη γούρνα, οπότε και κέρδιζαν και έχανε τη σειρά του ο παίχτης που εκείνη τη στιγμή έπαιζε και δεύτερον, γιατί ο παίχτης που έπαιζε συνέχιζε να παίζει και να απομακρύνει με τρία χτυπήματα από τη γούρνα το τσιλίκι από το σημείο εκείνο στο οποίο αυτό είχε φτάσει.
Σκοπός του ήταν να μην μπορεί κάποιος/-α από την αντίπαλη ομάδα με τρία πηδήματα (ξεκινώντας από τη γούρνα), να φτάσει το τσιλίκι, γιατί τότε έχανε τη σειρά του. Αν το πετύχαινε, τότε ξεκινούσε και μετρούσε φωναχτά με τα βήματα την απόσταση αυτής από τη γούρνα και τα κρατούσε στο μυαλό του. Αν ήταν τυχερός/-ή και μπορούσε με ένα χτύπημα να χτυπήσει το τσιλίκι και πριν πέσει αυτό στο έδαφος δύο φορές, μετρούσε τα βήματα διπλά, και αν τα κατάφερνε να το χτυπήσει τρεις φορές πριν πέσει στο έδαφος, μετρούσε τα βήματα τριπλά κ.ο.κ. Είχε το δικαίωμα και ανάλογα με τα βήματα (όσο πιο πολλά, τόσο πιο καλά), είτε να επαναφέρει τον εαυτό του (αν έχανε), είτε κάποιον/-α από την ομάδα του, που επίσης είχε ήδη χάσει. Η ομάδα αυτή έχανε και έπαιζε η άλλη την τσιλίκα από τη γούρνα, όταν έχαναν όλοι οι παίχτες της.
ΣΚΛΑΒΑΚΙΑ Ή ΑΜΠΑΡΙΖΑ: Χωρίζονταν τα παιδιά σε δύο ομάδες, αφού πρώτα κάποιος από κάθε ομάδα κανόνιζε ποιους θα πάρει στην ομάδα του και πάντα προσπαθούσε να πάρει τους γρηγορότερους και τους δυνατότερους. Κάθε ομάδα συνήθως είχε πάνω από πέντε παιδιά και παρατάσσονταν η μια ομάδα απέναντι από την άλλη. Έβγαινε ένα παιδί από τη μια ομάδα προκλητικά προς το ενδιάμεσο μέρος ή όπου αυτό νόμιζε ότι είναι ασφαλές και δεν θα το πιάσουν και με μορφασμούς και άλλες προκλητικές κινήσεις προκαλούσε και ερέθιζε τους αντιπάλους του. Έβγαινε τότε ένα παιδί από την αντίπαλη ομάδα και προσπαθούσε με τρόπο να πιάσει (να το αγγίξει δηλαδή) το πρώτο παιδί. Το δεύτερο παιδί «είχε» το πρώτο, δηλαδή είχε πλεονέκτημα, επειδή έβγαινε μετά την έξοδο του πρώτου παιδιού. Αν μπορούσε να το αγγίξει, το έπαιρνε «σκλάβο» (εξ ου και η ονομασία «σκλαβάκια»), ενώ το πρώτο παιδί δεν είχε δικαίωμα να αγγίξει το δεύτερο, αλλά και να το άγγιζε, δεν είχε καμιά επίπτωση στο παιχνίδι και στο παιδί. Με τη σειρά τώρα έβγαινε τρίτο παιδί, που αυτό «είχε» το δεύτερο. Κάθε παιδί που έβγαινε έπειτα από ένα ή περισσότερα παιδιά, «είχε», δηλαδή αποκτούσε πλεονέκτημα από όλα τα παιδιά που είχαν βγει πιο μπροστά απ’ αυτό και μπορούσε να τα πιάσει και να τα πάρει σκλάβους. Εκεί έπρεπε να παρακολουθείς και ποιο παιδί βγήκε πιο μπροστά ή πιο πίσω από σένα, για να κανονίσεις ποιο θα πιάσεις, διότι έπρεπε να πιάσεις «σκλάβο» το παιδί που βγήκε πιο μπροστά και όχι αυτό που βγήκε αργότερα από εσένα (στο σημείο αυτό, βέβαια, πάντα θα υπήρχαν και διαφωνίες, αλλά λύνονταν αμέσως). Όταν καταλάβαιναν πως κινδυνεύουν να πιαστούν, επέστρεφαν στη βάση τους. Τα παιδιά που πιάνονταν σκλάβοι, παίρνονταν προς το μέρος της αντίπαλης ομάδας και τοποθετούνταν σ’ ένα σημείο κοντά στη βάση τους με το χέρι τεντωμένο προς τη δική τους ομάδα, περιμένοντας να ξελευτερωθούν (έτσι το λέγαμε και εννοούσαμε να τους αγγίξουν και να ελευθερωθούν). Τα παιδιά της ομάδας τους προσπαθούσαν να τους ξελευτερώσουν (ελευθερώσουν) και συγχρόνως αν μπορέσουν να πιάσουν άλλους σκλάβους. Για να ξελευτερωθούν οι σκλάβοι, έπρεπε κάποιο παιδί να φτάσει ως το μέρος τους, χωρίς να το πιάσουν, και να αγγίξει οποιονδήποτε σκλάβο ήθελε (συνήθως ξελευτέρωνε τον/την πιο καλό/-ή) ή μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Ο σκλάβος αμέσως γινόταν ελεύθερος και επέστρεφαν στη βάση τους και στην ομάδα τους και οι δύο απείραχτοι. Το ξελευτέρωμα των σκλάβων, επίσης, γινόταν (κατόπιν συμφωνίας), όταν όλα τα παιδιά-σκλάβοι σχημάτιζαν αλυσίδα, ήταν δηλαδή πιασμένα τα παιδιά το ένα με το άλλο και ελευθερωνόταν ο πρώτος στη σειρά. Τότε μεταδιδόταν ή ελευθερία από το ένα παιδί στο άλλο. Κέρδιζε όποια ομάδα έκανε «σκλάβους» ή «σκλαβάκια» όλα τα παιδιά της άλλης ομάδας.
Το παιχνίδι ήταν και είναι η δουλειά του παιδιού. Αποτελούσε μέρος της ζωής μας, γιατί πέρα από τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, ήταν και το ζωντανό μέσο της φιλίας, της χαράς, της ξεγνοιασιάς, της συντροφικότητας και της συνεργασίας με ήπιο, ωραίο και διδακτικό τρόπο, της ομαδικότητας, της φαντασίας και της δημιουργικότητας και τέλος, της άμεσης ωραίας και παλιάς επικοινωνίας μεταξύ μας.
Σήμερα, οι γειτονιές μας, οι δρόμοι μας και οι πλατείες μας δεν έχουν φωνές, παιχνίδια και χαρές. Δεν έχουν καν παιδιά, γιατί δεν τα βλέπω να παίζουν ποτέ. Και όλα αυτά, γιατί στη σημερινή εποχή ο ρόλος του παιχνιδιού τείνει να υποβαθμιστεί. Οι πολλές δραστηριότητες των παιδιών έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ελάχιστου ή και καθόλου ελεύθερου χρόνου. Ακόμη και σε αυτόν τον ελάχιστο χρόνο, τα παιδιά προτιμούν να τον περάσουν μπροστά από μια… φωτεινή οθόνη, είτε είναι τηλεόραση, είτε υπολογιστής, είτε τάμπλετ, είτε κινητό τηλέφωνο. Επιπλέον, σήμερα το παιχνίδι έχει πάρει άλλη μορφή. Δεν αποτελείται από πολλά άτομα σε μια γειτονιά, αλλά από ένα ή δύο παιδιά μπροστά από ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Είμαστε πολύ τυχεροί που παίξαμε τα παιδικά παιχνίδια μας τόσο όμορφα, να το ξέρετε, οπότε θα συμφωνήσετε μαζί μου πως με κανένα τάμπλετ, με κανέναν υπολογιστή, με κανένα video game και με κανένα κινητό δεν θα αλλάζαμε όλα αυτά τα παιχνίδια, καθώς και τους ανεκτίμητους φίλους που μας συντρόφευαν στα αλησμόνητα παιχνίδια των αθώων παιδικών μας χρόνων.
Γι’ αυτό τα παραδοσιακά εκείνα παιχνίδια αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της παράδοσής μας που μας συνδέει με το τότε και δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Για τον λόγο αυτόν, αποφάσισα να δημοσιεύσω σήμερα μερικά από αυτά και να υπενθυμίσω στους γονείς, αλλά και στους εκπαιδευτικούς, τα παιχνίδια αυτά και με τη σειρά τους να τα μεταδώσουν στα σημερινά παιδιά, να τα μάθουν, να τα παίξουν, να χαρούν και να ενθουσιαστούν.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

 

IXNHΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η Λάρισα του Μεσοπολέμου


Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος).  Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου.Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος). Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου.

Ως Μεσοπόλεμος χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, του Πρώτου και του Δευτέρου. Χρονολογικά εκτείνεται σε μια περίοδο 21 ετών, από τα τέλη του 1918 έως τα τέλη του 1939.


Την περίοδο αυτή συγκλόνισαν τον κόσμο, και ιδιαιτέρως τη χώρα μας, σπουδαία γεγονότα. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε γενικές γραμμές στη Λάρισα του μεσοπολέμου.
Το 1918 είχαν συμπληρωθεί 37 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο και την απελευθέρωση της Λάρισας, έπειτα από διάστημα 4,5 περίπου αιώνων δουλείας. Χρονικό διάστημα αρκετό για να δοθεί η δυνατότητα στην πόλη να αποτινάξει την οθωμανική φυσιογνωμία της και να αποκτήσει την όψη μιας σύγχρονης πολιτείας.
Όμως διάφορα γεγονότα όλο αυτό το διάστημα αναχαίτιζαν κάθε προσπάθειά της. Η καταστρεπτική πλημμύρα του 1883, η κυβερνητική αστάθεια στην κεντρική πολιτική σκηνή στα τέλη του 19ου αι., η 15μηνη κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ακολούθησαν μετά ο καταραμένος εθνικός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, η ανταλλαγή πληθυσμών, τα συνεχή στρατιωτικά κινήματα, και άλλα γεγονότα, τα οποία δεν άφηναν περιθώρια οικονομικής και πολιτικής ευστάθειας. Όλο αυτό το διάστημα η Λάρισα ήταν μια πόλη απωθητική. Η διαμονή σ’ αυτήν ήταν δύσκολη και προβληματική. Παχύ στρώμα λάσπης τον χειμώνα και άφθονη σκόνη το καλοκαίρι κάλυπταν τους δρόμους, οι οποίοι δεν διέθεταν ακόμη κράσπεδα, και η κυκλοφορία ήταν πολύ δύσκολη [1]. Έπειτα η πόλη στερείτο και δύο βασικών αγαθών, το φως και το νερό.
Ο δημοτικός φωτισμός ήταν απαρχαιωμένος. Κάλυπτε ουσιαστικά την κεντρική περιοχή με ένα δίκτυο περιορισμένης ισχύος και αμφιβόλου συνέπειας, ενώ οι συνοικίες φωτίζονταν από γκαζοφάναρα. Το ίδιο ίσχυε και για τις κατοικίες.
Όσο για το νερό, ενώ στις αυλές κάθε σπίτι διέθετε πηγάδι, όμως το νερό του δεν ήταν πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν μόνον για πότισμα των κήπων και για τη λάτρα του σπιτιού. Το πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από τους νερουλάδες οι οποίοι γέμιζαν βαρέλια με νερό του Πηνειού, γυρνούσαν στην πόλη και το πωλούσαν έναντι μικρής αμοιβής.
Οι νοικοκυρές το αποθήκευαν σε πιθάρια (κιούπια) και ρίχνοντας λίγη στύψη, το νερό καθάριζε από τις φερτές ύλες (όχι βέβαια και από τα μικρόβια) και μετά από λίγες ημέρες ήταν έτοιμο για πόση. Όλη αυτή η κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη για τους προσωρινούς κατοίκους της Λάρισας (στρατιωτικούς, δημόσιους υπαλλήλους, κ.λπ.), οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο να μετατεθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Όλα αυτά μέχρι το 1925. Τον Οκτώβριο αυτού του έτους προκηρύχθηκαν δημοτικές εκλογές, οι πρώτες μετά το 1914 [2]. Οι συνδυασμοί που ανταγωνίσθηκαν ήταν τέσσερες, αλλά οι δύο ήταν οι πιο ισχυροί, του Μιχαήλ Σάπκα και το «Ενιαίο Μέτωπο» του Νικ. Βαλιανάτου. Ο τελευταίος εκπροσωπούσε τη Σοσιαλιστική κίνηση, τα δε στελέχη του προέρχονταν από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Νικ. Βαλιανάτος έκανε έναν τιτάνιο αγώνα, αλλά έχασε τη δημαρχία με διαφορά ολίγων ψήφων από τον συνδυασμό του Μιχ. Σάπκα.
Αμέσως μετά την εκλογή του το Δημοτικό Συμβούλιο καταπιάστηκε δυναμικά με το θέμα του ηλεκτροφωτισμού, της ύδρευσης και της οδοποιίας της Λάρισας [3].
Ήταν ακόμη η εποχή της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου και η υπομονή των Λαρισαίων είχε εξαντληθεί, έπειτα από τόσα χρόνια στασιμότητας των εταιρειών οι οποίες είχαν αναλάβει το φλέγον αυτό θέμα [4].
Δύο συλλαλητήρια με μεγάλη συμμετοχή κόσμου στην Κεντρική πλατεία Θέμιδος, δημιούργησαν στη συνέχεια ταραχές γύρω από τις εγκαταστάσεις της «Όμνιουμ». Το γεγονός αυτό ευαισθητοποίησε το νέο Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο πήρε την απόφαση να κηρύξει έκπτωτη την ανάδοχη εταιρεία και να αναλάβει προσπάθεια η ίδια η πόλη να λύσει το χρονίζον πρόβλημα. Ιδρύθηκε έτσι η Εταιρεία Υδρεύσεως Ηλεκτρισμού Λαρίσης (ΕΥΗΛ) [5].
Με την εγγύηση του Δήμου συνάφθηκε μεγάλο δάνειο και με τις προσωπικές μετοχές εύπορων ατόμων της πόλης (Νικ. Φίλιος, Φώτης Παππάς, Ηλίας Κολέσκας, Μιχαήλ Μπούρας, και πολλοί άλλοι) τα έργα ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού προχώρησαν με ταχύ ρυθμό. Και ενώ στις κολόνες τοποθετούνταν τα ηλεκτροφόρα καλώδια και στους δρόμους ανοίγονταν χαντάκια για να τοποθετηθούν οι σωληνώσεις που θα έφερναν στα σπίτια των Λαρισαίων καθαρό και υγιεινό νερό, την άνοιξη του 1928 μια ιδιότυπη διαδήλωση εκδηλώθηκε στο κέντρο της Λάρισας. Οι νεροβαρελάδες με τα αμάξια τους έφθασαν έξω από το δημαρχείο, διαμαρτυρόμενοι στον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα ότι με την αναμενόμενη ύδρευση της Λάρισας μέσω της ΕΥΗΛ θα έχαναν τη δουλειά τους. Ο δήμαρχος τους άκουσε προσεκτικά και τους υποσχέθηκε ότι θα είναι από τους πρώτους που θα προσληφθούν στην Εταιρεία [6].
Τα έργα συνεχίστηκαν και έφθασε η 7η Δεκεμβρίου 1930 όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίασε τον Υδατόπυργο και στο κτίριο της ΕΥΗΛ που κτίστηκε στη θέση της παράγκας της Όμνιουμ, άνοιξε τη στρόφιγγα και έφθασε σε κάθε σπίτι της πόλης αποστειρωμένο τρεχούμενο νερό.
Αυτή ήταν η αρχή. Ακολούθησε η κατασκευή σύγχρονης οδοποιίας. Προηγήθηκαν τα πεζοδρόμια με τα κράσπεδα και τα ρείθρα και η ασφαλτόστρωση των κεντρικών οδών της πόλης.
Οι δρόμοι που ασφαλτοστρώθηκαν πρώτοι ήταν οι Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), Αλεξάνδρας (Κύπρου). Μ. Αλεξάνδρου, Κούμα, Ερμού, Φαρσάλων (Ρούσβελτ), Ασκληπιού, Παπακυριαζή. Συνεχίσθηκαν και σε άλλους δρόμους της πόλης και αργότερα και σε συνοικιακούς.
Το 1927 επεκτάθηκε το σχέδιο πόλεως και κατασκευάσθηκαν πολλά έργα σπουδαίας σημασίας, όπως η ασφαλτόστρωση της Κεντρικής πλατείας Θέμιδος και άλλων μικρότερων πλατειών.
Η δενδροφύτευση και ο καλλωπισμός πλατειών και πάρκων έγινε βάσει σχεδίου το οποίο εκπονήθηκε από επιτροπή αποτελούμενη από τον Διευθυντή της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Φιλοπ. Τζουλιάδη και άλλους γεωπόνους μηχανικούς.
Επίσης φυτεύτηκαν κατά μήκος των κεντρικών οδών δενδροστοιχίες με κατάλληλα σκιερά δένδρα, οι δε πλατείες εμπλουτίστηκαν με πράσινο, άνθη και άλλα θαμνώδη δενδρύλλια. Οι δημοτικοί κήποι συμπληρώθηκαν από τον δενδροκόμο του Δήμου Ιωάννη Κατσίγρα με καλαισθησία.
Στα Παλαιά Ανάκτορα, την πλατεία Φρουρίου, την πλατεία Ταχυδρομείου και σε άλλες μικρότερες πλατείες οι κήποι έτυχαν ιδιαίτερης επιμέλειας από τον ίδιο.
Το άλσος Αλκαζάρ είχε γίνει εφάμιλλο με τα ευρωπαϊκά πάρκα. Οι όχθες του Πηνειού κοσμήθηκαν επίσης με δενδροφυτεύσεις. Η Λάρισα παρουσίαζε τότε όψη πράσινης πόλης και πολλοί ξένοι περιηγητές ή διερχόμενοι επισκέπτες την παρομοίαζαν με μικρή Ελβετική ή Γερμανική πόλη. Η εμφάνισή της ήταν τότε, το 1930-34, εξαιρετική [7]. Για την κατασκευή πολλών διδακτηρίων κατά το διάστημα 1930-34 έχουμε ήδη προ πολλού αναφερθεί.
Πήραμε μια μικρή ιδέα για τα έργα ουσίας τα οποία δρομολογήθηκαν κατά την εννεαετή (1925-1934) παρουσία του Μιχαήλ Σάπκα στον δημαρχιακό θώκο της πόλης. Δίκαια λοιπόν του αποδόθηκε ο τίτλος του αναμορφωτή δημάρχου της Λάρισας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Τα καταστήματα που εμπορεύονταν γαλότσες διέθεταν για άνδρες και γυναίκες μεγάλη ποικιλία και όλα τα σπίτια είχαν στην εξώπορτα τις ξέστρες (ποδόμακτρα) για να καθαρίζουν τις σόλες των παπουτσιών. Τις γαλότσες τις αφαιρούσαν πριν μπουν στο σπίτι. Η κατάσταση αυτή με τη λάσπη ευνοούσε τους υπαίθριους λούστρους, συνήθως νεαρά αγόρια, τα οποία ήταν παρατεταγμένα στη σειρά στην βόρεια πλευρά τις πλατείας.
[2]. Η έκρυθμη κατάσταση που αναφέρθηκε δεν επέτρεψε όλο αυτό το διάστημα των 11 ετών να προκηρυχθούν εκλογές.
[3]. Από το 1881, δεν υπάρχει δήμαρχος ο οποίος να μην ενδιαφέρθηκε για την ύδρευση, τον φωτισμό και την κατασκευή Δημοτικού Θεάτρου. Και για μεν τα δύο πρώτα ο Μιχαήλ Σάπκας μέχρι το 1930 τα κατάφερε πολύ καλά, για το Θέατρο όμως ακόμα και σήμερα η κατασκευή του καρκινοβατεί.
[4]. Το 1909 επί δημαρχίας Αχιλλέα Αστεριάδη μια τριάδα επιχειρηματιών από την Κέρκυρα ανέλαβε την εκτέλεση των έργων ύδρευσης και ηλεκτρισμού της Λάρισας, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τα εκτελούσε σε 3,5 χρόνια. Όμως το 1910 οι ανωτέρω μεταβίβασαν την εκτέλεση των έργων στην Ανώνυμη Εταιρεία «Πηνειός». Ο χρόνος περνούσε και η εταιρεία, λόγω έλλειψης κεφαλαίων κωλυσιεργούσε στο θέμα του φωτισμού, ενώ δεν είχε καταπιαστεί καθόλου με το θέμα της ύδρευσης. Το 1912 ο «Πηνειός» μεταβίβασε τις υποχρεώσεις σε μια άλλη εταιρεία την «Ελληνικόν Όμνιουμ Ηλεκτρισμού». Αυτή εγκατέστησε μια πρόχειρη παράγκα με λαμαρίνες στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το υπό κατασκευήν Δημοτικό Θέατρο και εγκατέστησε μια μεταχειρισμένη ηλεκτροπαραγωγό μηχανή, η οποία δεν ήταν ικανή να καλύψει τις ανάγκες όλης της πόλης. Συχνές βλάβες και συχνές διακοπές ρεύματος ήταν καθημερινό φαινόμενο το οποίο εξόργιζε τους Λαρισαίους μέχρι το 1925.
[5]. Είναι η πρόδρομος εταιρεία του ΟΥΗΛ και της σημερινής ΔΕΥΑΛ, η τελευταία μόνον στον τομέα ύδρευσης.
[6]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Διαδήλωση νεροβαρελάδων στη Λάρισα, εφ. «Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 22ας Φεβρουαρίου 2017.
[7]. Σάπκας Μιχαήλ, Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση. Από το ανέκδοτο χειρόγραφο του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα «Αναμνήσεις».

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Μπουρμαλί Tζαμί


Το Μπουρμαλί Τζαμί. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1940. Το Μπουρμαλί Τζαμί. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1940.

Κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας η Λάρισα ήταν πληθυσμιακά μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του ελληνικού χώρου. Το τουρκικό στοιχείο επικρατούσε στην πόλη σε μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ΄ εγκαταστάθηκε εδώ το 1668 με την αυλή του για δύο τουλάχιστον χρόνια, κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου στην Κρήτη [1]. Περιηγητές αυτής της περιόδου ανεβάζουν τον αριθμό των τζαμιών, ανάλογα με τον συγγραφέα, από 22-27, ενώ ο Θεόδωρος Παλιούγκας που έχει ασχοληθεί ιστορικά με την περίοδο αυτή, αναφέρει ότι ο συνολικός αριθμός τους καθ’ όλη τη διάρκεια των 4,5 αιώνων τουρκικής κατάκτησης ανέρχεται περίπου σε 73 τεμένη.


Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναλύσουμε μία φωτογραφία της παλιάς Λάρισας, η οποία απεικονίζει τμήμα από το κτίριο του Μπουρμαλί Τζαμί και τον περίτεχνο μιναρέ του. Το τζαμί αυτό ήταν σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Γενί Σεχίρ (Νέα Πόλη), όπως ονόμαζαν επίσημα τη Λάρισα οι Οθωμανοί. Βρισκόταν ακριβώς στην περιοχή όπου σήμερα έχει καταλάβει ο κινηματογράφος «Βικτώρια». Η φωτογραφία έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθές» [2] και χρονολογείται στα 1940.
Την ονομασία Μπουρμαλί Τζαμί την οφείλει στην ανάγλυφη σπειροειδή κεραμοπλαστική μορφή με την οποία είχε διακοσμηθεί ο βασικός κορμός του μιναρέ. Ο ιδρυτής του, όπως και η χρονολογία κατασκευής του δεν μας έχουν διασωθεί. Πάντως το 1668 που πέρασε από τη Λάρισα ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί το περιέγραψε [3]. Βρισκόταν στον Καραγάτς Μαχαλά (σημερινή συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου), μια περιοχή η οποία επί Τουρκοκρατίας κατοικείτο ως επί το πλείστον από Οθωμανούς. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 το χρησιμοποιούσαν κατ’ εξοχήν οι άρρενες μουσουλμάνοι της Λάρισας, εν αντιθέσει με το Γενί Τζαμί της πλατείας Ανακτόρων, το οποίο χρησιμοποιούσαν συνήθως οι γυναίκες.
Εκτός από τη δημοσιευόμενη φωτογραφία, έχουμε και άλλες δύο απεικονίσεις του ίδιου τεμένους. Η μία προέρχεται από ένα σχέδιο που φιλοτέχνησε ο Αγήνορας Αστεριάδης το 1940 [4] και η άλλη είναι χρωμολιθόγραφη φωτογραφία αποτυπωμένη σε επιστολικό δελτάριο του βιβλιοχαρτοπώλη και τυπογράφου Γεωργίου Βελώνη [5].
Από τις απεικονίσεις αυτές, αλλά και από μαρτυρίες ανθρώπων που το γνώρισαν πριν την καταστροφή του, συμπεραίνεται ότι κατασκευαστικά ήταν ένα απλό τζαμί, όπως τα περισσότερα της Λάρισας. Επρόκειτο για μια αίθουσα τετράγωνη, καλυμμένη με στέγη από κεραμίδια. Η τοιχοποιία του ήταν ισχυρή και σε πολλά σημεία είχαν χρησιμοποιηθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά την κατεδάφιση του τζαμιού το 1960. Εκείνο «όμως» που του πρόσθετε ιδιαίτερη αίγλη ήταν ο όμορφος μιναρές του. Εδραζόταν σε μια ψηλή και ογκώδη βάση και ήταν διακοσμημένος με πλίνθους σε μορφή ψαροκόκαλου. Η διάταξη αυτή των πλίνθων δημιουργούσε στον κορμό του μιναρέ την εντύπωση περιστροφικής (ελικοειδούς) κίνησης. Με μια προσεκτική παρατήρηση της δημοσιευόμενης εικόνας θα διαπιστώσετε τη μορφή της διάταξης αυτής. Ψηλότερα βρισκόταν ένας καλαίσθητος εξώστης και ο μιναρές κατέληγε σε μια ιδιόμορφη βαθμιδωτή ημισφαιρική απόληξη. Το τέμενος μαζί με τον αύλειο χώρο του περιβάλλονταν από ψηλό τοιχίο.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων των 1924 το τζαμί περιήλθε, όπως ήταν φυσικό, σε θρησκευτική αχρηστία. Ο γνωστός Λαρισαίος γαιοκτήμονας Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944) [6] βρήκε την ευκαιρία και χρησιμοποίησε τους χώρους του ως αποθήκη σιτηρών, αλλά ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 κατακρήμνισε τον μιναρέ και προξένησε σοβαρές ρηγματώσεις στους τοίχους του τεμένους. Το κτίσμα χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς ως ετοιμόρροπο και το 1960 κατεδαφίστηκε. Αργότερα το οικόπεδο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Μιχάλη Τζεζαϊρλίδη, ο οποίος στη θέση αυτή κατασκεύασε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τον κινηματογράφο «Βικτώρια».

.......................................................
[1]. Τον Σεπτέμβριο του 1669 έφθασε στη Λάρισα ο Αγγλος περιηγητής Edward Brown (1642 – 1708) και όπως γράφει στο οδοιπορικό του που έχει τον τίτλο «A brief Account of some Travels in Hungaria, Serbia, Bulgaria, Macedonia, Thessaly... Λονδίνο (1673)» : «... μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την οθωμανική αυλή, που τότε και από πολύ καιρό πριν, βρισκόταν στη Λάρισα, μια φημισμένη παλαιά πόλη της Θεσσαλίας».
[2]. Λάρισα. Εικόνες του χθες. Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενο Νίκος Νάκος. Λάρισα, Γ΄ έκδοση (2003), σελ. 77.
[3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996), σελ. 285-288.
[4]. Αστεριάδης Αγήνωρ, Λάρισα. Τέσσερες ακουαρέλλες και τριάντα τρία σχέδια. Εισαγωγή του Κίτσου Α. Μακρή, επιμέλεια του Α. Τάσσου, Αθήνα (1978), αριθ. σχεδίου 11.
[5]. Το τυπογραφείο του Γεωργίου Βελώνη βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Δημητρίου Κυλικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κυκλοφόρησε μια σειρά 25 αριθμημένων χρωμολιθόγραφων καρτών εξαιρετικής τέχνης, η εκτύπωση των οποίων είχε γίνει στο εξωτερικό. Οι φωτογραφίες ήταν χρονικά διαφόρων εποχών και απεικόνιζαν τοπία της Λάρισας, των Τεμπών, των Τρικάλων και των Μετεώρων. Το συγκεκριμένο επιστολικό δελτάριο φέρει τον αριθμό 24.
[6]. Ήταν γιος του κοσμηματοπώλη και γαιοκτήμονα Νικολάου Αρσενίδη (1840-1883) και της Φανής Σκαλιώρα. Εκτός από τη διαχείριση της μεγάλης κτηματικής του περιουσίας, ασχολήθηκε και με τα κοινά. Υπήρξε για πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος και τον Ιανουάριο του 1924 διορίστηκε δήμαρχος Λαρίσης. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944). Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του μεσοπολέμου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

 https://www.larissapress.gr/2021/06/20/astikoi-peripatoi-sti-larisa-dimotiki-agora-larisas-ena-toposimo-me-diarkeia-zois-molis-45-eti/

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (Ι)


Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (Ι)

Θα κάνουμε σήμερα ένα ταξίδι στο παρελθόν, για να θυμηθούμε μερικά από εκείνα τα αγαπημένα παιχνίδια της πλατείας και της παρέας. Τα παιδικά μας χρόνια είναι πάντοτε χαραγμένα στο μυαλό μας με τις καλύτερες αναμνήσεις. Τα παιχνίδια που γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο μας έρχονται ακόμη σαν όνειρο στη ζωή μας, όποτε θυμόμαστε την παιδική ηλικία μας.


Διαβάζοντας τούτες τις γραμμές, είμαι σίγουρος ότι βλέπεις τον παιδικό ανέμελο εαυτό σου να παίζει τα μήλα, τις μπίλιες ή τους βόλους, το τσιλίκι, τα σκλαβάκια ή αμπάριζα, αλλά και τα άλλα παιδικά παιχνίδια, τα οποία λόγω χώρου δεν μπορώ να τα αναφέρω με λεπτομέρειες. Αν έπεφτες κάτω σκίζοντας γόνατα και αγκώνες ή μάτωνες το χέρι και το κεφάλι, με λίγο οινόπνευμα και με ένα φιλί από τη μάνα, όλα περνούσαν...
Όσο απίστευτο και να μας φαίνεται σήμερα, από τη στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα ή που τέλειωναν το μεσημέρι τα μαθήματα στο σχολείο ή που τελείωνε η σχολική χρονιά και τα βιβλία έκλειναν για τρεις μήνες, σπίτι και γονείς δεν μας έβλεπαν παρά μόνο όταν έπεφτε η νύχτα. Και αυτό γιατί τότε έβγαιναν να μας μαζέψουν από την πλατεία ή τον δρόμο, σκονισμένους, χτυπημένους και ιδρωμένους, μα πάνω απ’ όλα χαρούμενους και ευτυχισμένους. Ας ταξιδέψουμε, λοιπόν, στα παιχνίδια και στις χαρές των παιδικών μας χρόνων… Πάμε σαν άλλοτε στις πλατείες, όπως όταν ήμασταν παιδιά. Πάμε, λοιπόν, στα παιχνίδια, με τα οποία μεγαλώσαμε και που ξεδιπλώνουν μέσα μας μνήμες, αρώματα και γεύσεις από το τόσο μακρινό, αλλά και τόσο κοντινό παρελθόν... Για να ξεκινήσει και να γίνει, όμως, το κάθε παιχνίδι και επειδή όλα ήταν ομαδικά, έπρεπε πρώτα να φτιαχτούν οι ομάδες.
ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΝ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ
Οι τρόποι που επιλέγονταν για τη συγκρότηση της κάθε ομάδας ήταν έξι και κάθε φορά χρησιμοποιούσαμε και διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το σκεπτικό μας και το τι μας βόλευε: α) Οι δύο αρχηγοί έπαιζαν το «ήλιος και βροχή». Ο ένας αρχηγός έπαιρνε μια μικρή πλάκα, την έφτυνε στη μια μεριά, για να γίνει η βροχή και ρωτούσε τον δεύτερο αρχηγό: «Τι θέλεις, ήλιο ή βροχή;» (δηλαδή την άβρεχτη ή τη βρεγμένη πλευρά;). Εκείνος δήλωνε ανάλογα. Την έριχνε στον αέρα και ανάλογα με ποια πλευρά από τις δύο έπεφτε, κέρδιζε ο καθένας τους και ξεκινούσε να διαλέξει πρώτος τους συμπαίκτες του. β) Ο δεύτερος τρόπος ήταν τα «ποδαράκια». Οι δύο αρχηγοί στέκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και άρχισαν να περπατάνε βάζοντας τη φτέρνα του παπουτσιού στη μύτη του άλλου, με τη σειρά (εναλλάξ). Όποιος «πατήσει» πρώτος το παπούτσι του άλλου, αυτός επιλέγει πρώτος παίχτη για την ομάδα του και φυσικά επέλεγε τον καλύτερο. γ) Ο τρίτος ήταν η «σκουρίτσα». Έβαζε δύο ξυλάκια, ένα μικρό και ένα μεγάλο στο χέρι, αλλά και τα δύο να προεξέχουν το ίδιο και όποιος έβρισκε το μεγάλο, διάλεγε πρώτος τους συμπαίκτες του. δ) Ήταν ο «κούκος άνεμος», δηλαδή ένα πετραδάκι έμπαινε στην παλάμη του ενός χεριού και τα δύο χέρια μετά με κλειστές παλάμες, πίσω. Αυτός που θα έβρισκε το πετραδάκι θα κέρδιζε και θα διάλεγε πρώτος. ε) Όσα παιδιά παίρνουν μέρος, μπαίνουν σε μια γραμμή, ενώ ένα γυρίζει προς αυτά την πλάτη του, για να μην τα βλέπει. Η «μάνα» αγγίζει ένα -οποιοδήποτε- από τα παιδιά της γραμμής και ρωτάει το κρυμμένο: «Με ποιον θα παίξει αυτός/-ή που πιάνω;». Εκείνος λέει το όνομα του αρχηγού και αυτό συνεχίζεται μέχρι τον τελευταίο. στ) Το γνωστό σε όλους/-ες: «Α μπε μπα μπλομ, του κιθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ, μπλιμ μπλομ». Θυμάμαι τα κρυφά νοήματα και τα ματάκια, ώστε ορισμένοι της παρέας να είμαστε στην ίδια ομάδα του παιχνιδιού. Τα παιχνίδια μας αρχίζουν… για να θυμούνται και να συγκινούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
ΤΑ ΜΗΛΑ: Χαράζονταν δύο γραμμές σε απόσταση είκοσι με τριάντα μέτρα, περίπου, η μία από την άλλη. Οι δύο αυτές γραμμές ήταν τα τέρματα, όπου πίσω τους βρίσκονταν έως δέκα περίπου παίκτες, ενώ μπροστά τους και στο κέντρο στέκονταν άλλοι πέντε-έξι παίκτες. Με κλήρο ή όποιος/-α θεωρούταν πιο δυνατός/-ή, ξεκινούσε από τα τέρματα, να ρίξει πρώτος/-η την μπάλα, για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονταν στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά έπρεπε όλη την ώρα να τρέχουν από τη μια άκρη στην άλλη, για να μη χτυπηθούν. Αν αυτός/-ή που θα έριχνε την μπάλα δεν χτυπούσε κανέναν ή καμία, αυτή κατέληγε στην απέναντι πλευρά και όποιος/-α την έπιανε, έπρεπε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να ξαναπροσπαθήσει να πετύχει τον οποιονδήποτε παίκτη του κέντρου. Όποιος/-α χτυπιόταν, αποχωρούσε από το παιχνίδι και καθόταν εκτός. Αν, όμως, κάποιο από τα παιδιά του κέντρου έπιανε την μπάλα και την κρατούσε, κέρδιζε «ένα μήλο» ή όσα μπορούσε, δεν έβγαινε από το παιχνίδι και είτε τα χάριζε σε όσους/όσες είχαν φύγει από το παιχνίδι, οπότε ξαναέμπαιναν ή τα κρατούσε σαν μπαλαντέρ, σε περίπτωση που χτυπιόταν (αφαιρούταν ένα κάθε φορά) ή για το τέλος, για να κερδίσει. Όταν μείνει ένα παιδί στο κέντρο, τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο/η ένας/μία, λέγοντας: «Ένα μήλο», έπειτα ο/η άλλος/-η «δύο μήλα» κ.λπ. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις, ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί, τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν, όμως, τα καταφέρει να μη χτυπηθεί, έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους τους παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.
ΜΠΙΛΙΕΣ Ή ΒΟΛΟΙ: Μιλάμε για τις μικρές πολύχρωμες γυάλινες σφαίρες, τις οποίες μαζεύαμε και με τις οποίες παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο συχνό ήταν ποιος θα χτυπήσει τον βώλο του άλλου με τον δικό του, για να τον κερδίσει. Οι παίκτες έπαιζαν εναλλάξ και έσπρωχναν τις μπίλιες με τα δάχτυλα, χωρίς να τις σηκώσουν ή να τις μετακινήσουν. Το τι σήμαινε αυτό όταν έπεφταν σε λακκούβα, αδυνατώ να το περιγράψω (ήταν ό,τι χειρότερο). Βέβαια, όποιος έπαιζε με μεγαλύτερο βώλο, είχε περισσότερες πιθανότητες, αλλά ρισκάριζε να χάσει και το πιο σημαντικό όπλο. Οι πολύ μεγάλες μπίλιες φυλάσσονταν σαν κόρες οφθαλμού. Η απώλειά τους στενοχωρούσε πολλούς.

Από τον Γιάννη Γούδα

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Οδός Κύπρου το 1897


Η άμαξα με τους πρίγκιπες και Κωνσταντίνο και Νικόλαο στη στροφή των σημερινών οδών  Παπαναστασίου και Κύπρου καθώς κατευθύνονται προς τα ανάκτορα. 1897 Η άμαξα με τους πρίγκιπες και Κωνσταντίνο και Νικόλαο στη στροφή των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Κύπρου καθώς κατευθύνονται προς τα ανάκτορα. 1897

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σήμερα θα αναλύσουμε ένα χαρακτικό το οποίο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία αγγλική εφημερίδα The Illustrated London News την 1η Μαΐου 1897, απλωμένο σε δύο μεγάλες σελίδες, στις 602-603 και φέρει τον τίτλο «Ο Διάδοχος της Ελλάδος και ο αδελφός του πρίγκιπας Νικόλαος διασχίζουν τους δρόμους της Λαρίσης».

Χαράκτης της εικόνας είναι ο Seppings Wright, (ειδικός καλλιτέχνης όπως αυτοαποκαλείται) απεσταλμένος της εφημερίδας του Λονδίνου στο μέτωπο του πολέμου.
Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, εφημερίδες και περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, κατακλύστηκαν από ανταποκρίσεις για την πορεία της πολεμικής σύρραξης. Οι ανταποκρίσεις αυτές συνοδεύονταν από χαρακτικά και φωτογραφίες, τα οποία κατέγραφαν στιγμιότυπα από τις πολεμικές επιχειρήσεις και μερικές φορές απεικόνιζαν σκηνές από τη ζωή στη Λάρισας, η οποία την περίοδο εκείνη έσφυζε από κίνηση, λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατευμάτων και της παρουσίας εδώ του πολεμικού στρατηγείου, υπό τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Παραβάλλοντας τις περιγραφές όλων αυτών, παρατηρούμε ότι οι εντυπώσεις τους για τη Λάρισα είναι αντιφατικές.
Ο Γάλλος Henri Turot, απεσταλμένος της εβδομαδιαίας παρισινής εφημερίδας Le Monde Illustre, γράφει στο βιβλίο του: «...Η μικρή πολιτεία της Λάρισας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχει κρατήσει την τουρκική όψη της και λαμποκοπά στον ήλιο, υψώνοντας προς τον φωτεινό ουρανό τις μυτερές κορυφές των μιναρέδων της. Αποθαυμάζω τις όχθες του Πηνειού, όπου είναι κτισμένα χαριτωμένα σπίτια με όμορφους κήπους, όπως και τη γραφικότατη γέφυρα, με το κομψό τζαμί στη μια άκρη της».
Ο Άγγλος Clive Bigham, ανταποκριτής των Times του Λονδίνου από την πλευρά των Τούρκων αναφέρει: «...Τα ίχνη της κλασικής περιόδου της πόλεως έχουν σχεδόν καταστραφεί ολοκληρωτικά και η πυκνή και δεσπόζουσα παρουσία των μιναρέδων επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι ο ισλαμισμός παραμένει ακόμα για τα καλά στη Θεσσαλία. Το πράσινο τέμενος[1] κοντά στη δυτική πύλη, υπερέχει σε αρχιτεκτονική ομορφιά από οτιδήποτε άλλο στην πόλη και αυτό οφείλεται στα ενδιαφέροντα μουσουλμανικά στοιχεία που εμφανίζει».
Ο Άγγλος Kinnaird Rose απεσταλμένος του πρακτορείου Reuter, έχει διαφορετική άποψη για τη Λάρισα: «...Εκ πρώτης όψεως η πόλη έχει ανατολίτικη εμφάνιση, με τριάντα μιναρέδες οι οποίοι προβάλλουν τα μυτερά και κυλινδρικά σχήματά τους πάνω από τα πυκνοκατοικημένα σπίτια. Έξω από τα τείχη, στο δυτικό άκρο της πόλεως βρίσκονται οι στρατώνες, οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν μέχρι και 8.000 στρατιώτες. Το πλέον χαρακτηριστικό όμως στοιχείο της Λάρισας είναι η ακρόπολή της, πάνω στην οποία βρισκόταν ένα αμφιθέατρο, όταν η πόλη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσσαλίας. Μερικά ίχνη του αμφιθεάτρου είναι εμφανή ακόμα και σήμερα»[2].
Ο Γάλλος εθελοντής στον πόλεμο του 1897 Lois Fuster, γράφει για την πόλη μας: « Η Λάρισα είναι μια άσχημη πόλη, η οποία έχει διατηρήσει την τούρκικη μορφή της. Είναι βρώμικη, με στενούς και ανασκαμμένους δρόμους και χαμηλά σπίτια».
Το σημερινό χαρακτικό[3], παρουσιάζει την πορεία της άμαξας, η οποία φέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον αδερφό του πρίγκιπα Νικόλαο μαζί με τους υπασπιστές τους, καθώς διασχίζει τους δρόμους της Λάρισας. Πρόκειται για μια μεγαλοπρεπή πομπή στην οποία συμμετέχει πλήθος κόσμου. Γυναίκες με τα καλά τους ρούχα, μεγάλοι άνδρες με φέσια, νεαρές κοπέλες με μακριές πλεξούδες, στρατιωτικοί κάθε βαθμού και ένας ιερέας δεξιά, στριμώχνονται πίσω από την πυκνά παρατεταγμένη στρατιωτική φρουρά, για να αντικρίσουν από κοντά την πομπή, η οποία βρίσκεται στη στροφή προς έναν κεντρικό δρόμο. Προηγείται άγημα έφιππων στρατιωτικών και ακολουθεί η πριγκιπική άμαξα. Ο δρόμος τον οποίο διασχίζουν δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί εύκολα. Αν μελετήσει όμως κανείς προσεκτικά το χαρακτικό θα βρει ορισμένα καθοδηγητικά σημεία. Ένα ψηλό και εντυπωσιακό σε αρχιτεκτονική κτίριο αριστερά, με εξώστη και αναρτημένες πολλές ελληνικές σημαίες. Στο βάθος ο θόλος κάποιου τεμένους με τον μιναρέ κολοβό. Βαθιά στον ορίζοντα η κωνική απόληξη ενός βουνού και δεξιά ο ελεύθερος χώρος μιας πλατείας με δένδρα, μέσα στην οποία υψώνεται κάποιο μεγάλο κτίριο.
Πιστεύεται ότι η πομπή κινείται στον δρόμο της σημερινής οδού Κύπρου, στη συμβολή της με την Παπαναστασίου. Αριστερά είναι το ξενοδοχείο «Το Στέμμα» και πιο πίσω το τζαμί του Ομέρ μπέη. Στο βάθος διακρίνεται η κορυφή της Όσσας. Δεξιά είναι η Κεντρική πλατεία με το μέγαρο των Δικαστηρίων. Η καταγραφή όλων αυτών δεν συμβαδίζει βέβαια με την πραγματική τους μορφή, όμως η χωροταξική τοποθέτηση είναι ακριβής. Πιστεύεται επομένως ότι ο καλλιτέχνης κατέγραψε επί τόπου με το μολύβι τα κύρια σημεία του γεγονότος και εκ των υστέρων με οδηγό τη μνήμη του, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν ασθενική, συμπλήρωσε το υπόλοιπο σκηνικό.


[1]. Εννοεί το τζαμί του Χασάν μπέη κοντά στη γέφυρα. Φαίνεται ότι εντυπωσίαζε το πράσινο χρώμα των κιόνων από τον ατρακινό λίθο της Χασάμπαλης. Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος που πήρε την ονομασία πράσινο σε αντιδιαστολή με το μπλέ τζαμί της Κωνσταντινούπολης, όπου επικρατούσε το γαλάζιο.
[2]. Ο δημοσιογράφος προφανώς εξέλαβε τα υπολείμματα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου σαν αμφιθέατρο.
[3]. Ας σημειωθεί ότι θα βρίσκεται μεταξύ των αντικειμένων της έκθεσης η οποία θα εγκαινιασθεί το προσεχές Σάββατο στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι.Κατσίγρα με τίτλο “Larissa mea dulcissima” (Γλυκυτάτη μου Λάρισα).

 

Το σχολείο του ‘’60’’


Το σχολείο του ‘’60’’

Από τον Γιάννη Γούδα

«Τα γράμματα κατατρεγμένα τον παλαιό εκείνο καιρό πήγαν και κρύφθηκαν στο χωριό μου», το οποίο εκείνη την εποχή λεγόταν και «δασκαλοχώρι», διότι ήταν αρκετοί αυτοί που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας γνωρίσουμε

καλύτερα το σχολειό εκείνης της εποχής. Κάθε πρωί χτυπούσε η καμπάνα κατά τις 8 από τη Δευτέρα έως το Σάββατο, λίγο πριν αρχίσει το μάθημα, και κάποιες φορές ήταν το ξυπνητήρι μας …
Το σχολείο ήταν μονοθέσιο και το κτίριο που στεγάζονταν ήταν το πιο επιβλητικό, μετά την εκκλησία. Ήταν ο φάρος που από τα βάθη της ιστορίας του χωριού δεν έπαψε να φωτίζει και να οδηγεί στο δρόμο της αρετής και της προόδου πάρα πολλούς ανθρώπους, Ήταν ο ήλιος που διέλυε τα σκοτάδια της αμάθειας, γιατί στην αγκαλιά του μορφώθηκαν τόσες και τόσες γενιές. Ισόγειο υπερυψωμένο σε σχήμα Π, με δύο αίθουσες διδασκαλίας, που όταν το σχολείο είχε γιορτή ενώνονταν μεταξύ τους με εξάφυλλες, για να γίνουν μια. Συγκοινωνούσαν μ’ ένα διάδρομο, ο οποίος δεξιά και αριστερά του είχε δύο μικρά δωμάτια ένα για γραφείο και τ’ άλλο για τα εποπτικά όργανα και τα χειροτεχνήματα των μαθητών. Το υπόγειο εκτελούσε χρέη αποθήκης καυσόξυλων, γιατί κάθε πρωί τρέχαμε το χειμώνα κρατώντας πάντα κι ένα κούτσουρο στο χέρι (όποιος το ξεχνούσε έτρωγε μεγάλη κατσάδα). Ήταν αυτό που λένε η αποταμίευσή τους, διότι η θέρμανση γινόταν με ξυλόσομπα που ήταν τοποθετημένη κάπου στο κέντρο των αιθουσών και τα παιδιά που ήταν κοντά της θεωρούνταν τυχερά και …προνομιούχα.
Ο σχολικός εξοπλισμός περιλάμβανε: Τον μαυροπίνακα με την κιμωλία του για γραφή και το λαγοπόδαρο (το σφουγγάρι της εποχής και της περιοχής) για να σβήνει μετά, τα παραδοσιακά ξύλινα θρανία με ενσωματωμένο κάθισμα και αυλάκι για τα μολύβια, την ξυλόσομπα (όπως είπαμε πιο πάνω), το αριθμητήριο και στους τοίχους ήταν κρεμασμένες κάποιες εικόνες των ηρώων του 1821 !! Τα τετράδια και τα μολύβια ήταν άγνωστα και η γραφή γινόταν με την πλάκα και το κοντύλι.
Ο επιμελητής πήγαινε από τα χαράματα για να ανάψει τη σόμπα, να χτυπήσει την καμπάνα (επειδή δεν είχαμε ρολόγια και για να μην πηγαίνει ο καθένας στο περίπου, είχε την υποχρέωση να τη χτυπάει. ‘Έτσι ακούγαμε οι υπόλοιποι και πηγαίναμε στο σχολείο. ‘Έπρεπε να είμαστε εκεί πριν από το δάσκαλο. ‘Όση ώρα τον περιμέναμε παίζαμε και σαχλαμαρίζαμε. Μόλις εμφανίζονταν, σταματούσαμε ότι κάναμε, στεκόμασταν στην είσοδο του σχολείου και όλοι μαζί φωνάζαμε: ‘’ΚΑΛΗΜΕΡΑ’’), να φροντίσει για την καθαριότητα του σχολείου και φυσικά να φέρει φρέσκια βέργα από κρανιά γιατί όλο και κάποια θα έσπαγε από την πολλή χρήση .. Είναι αλήθεια πως έπεφτε πάρα πολύ ξύλο με τη βέργα την κρανίσια και πρήζονταν οι παλάμες και γίνονταν κατακόκκινες, γιατί ο δάσκαλος το θεωρούσε σαν ένα ισχυρό παιδαγωγικό όπλο. Τον υποστήριζαν όμως και οι γονείς: «Ξύλο δάσκαλε, μην τα λυπάσαι» ήταν ο επίλογός τους, όταν τους συναντούσε.
Και δεν ήταν μόνο ότι τρώγαμε πάρα πολύ ξύλο, αλλά υπήρχαν και πολλές άλλες τιμωρίες. Αν για παράδειγμα ο δάσκαλος έπιανε κάποιον αδιάβαστο ή όταν κάποιος/α έκανε αταξίες κατά την διάρκεια του μαθήματος (σπάνια βέβαια, γιατί που να τολμήσουμε να κάνουμε αταξίες ; Ποιος/ά θα τολμούσε ξέροντας τι τον/την περιμένει;) ή αν σε σήκωνε στον πίνακα να πεις μάθημα ή να λύσεις κανένα πρόβλημα κι εσύ δεν τα κατάφερνες, σε έπιανε από το αυτί και στο τέντωνε, για να κοκκινίσει και να μεγαλώσει λιγουλάκι. Το κακό όμως δε σταματούσε τελειώνοντας το μάθημα. Ο δάσκαλος μετά το σχολείο, έκανε βόλτα σε όλους τους δρόμους του χωριού για να ελέγξει ποιοι είναι έξω και παίζουν, αντί να διαβάζουν. Αλίμονο σε όποιους έπιανε. ‘Όχι μόνο τους έδερνε, αλλά ενημέρωνε και τους γονείς τους και τις έτρωγαν κι από κείνους.
Ο δάσκαλος είχε να κάνει με δεκάδες παιδιά μέσα στην αίθουσα. Πολύ δύσκολο το έργο του. Έξι τάξεις να διδάξει, από τη Δευτέρα έως και το Σάββατο (η ιδιαιτερότητα του Σαββατιάτικου μαθήματος ήταν ότι ο δάσκαλος μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο που θα ακουγόταν την Κυριακή στην εκκλησία, ενώ κάθε Κυριακή έπρεπε μαζί με το δάσκαλο να πάμε στην εκκλησία. Και όχι μόνο αυτό. Δυο παιδιά, κάθε φορά διαφορετικά, έλεγαν ο ένας το Πιστεύω και ο άλλος το Πάτερ Ημών) και με αριθμό παιδιών από τριάντα έως σαράντα. Δίδασκε έξι ώρες την ημέρα. Κάθε ώρα, αντιστοιχούσε και σε μια τάξη. Έπρεπε δηλ. να οργανώσει την δουλειά του κατά τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι τάξεις να απασχολούνται κατά τις διδακτικές ώρες. «Έδινε σιωπηρές εργασίες σε κάποιες τάξεις και έκανε μάθημα στις άλλες». Τα μαθήματα εκείνη την εποχή ήταν πιο γενικά και όχι τόσο εξειδικευμένα όπως στις μέρες μας. Έτσι αποκτούσαμε πιο γενικές βασικές γνώσεις. Τα μαθήματα ήταν: Η ανάγνωση, η γραμματική, η ιστορία, τα θρησκευτικά, η γεωγραφία και η αριθμητική. Εκείνο που αξίζει να αναφέρω εδώ, ήταν το γεγονός ότι ο δάσκαλος τότε έδινε μεγάλη σημασία στην καλλιγραφία και στην ορθογραφία, γι’ αυτό και οι περισσότεροι μαθητές γίναμε καλλιγράφοι και σωστοί ορθογράφοι.
Πέρα όμως από τις ελλείψεις και τις δυσκολίες, εκείνα τα χρόνια είχαμε να “αναμετρηθούμε” και με τον θεσμό του επιθεωρητή: «Ο επιθεωρητής ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας». Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας κάθε φορά που ακούγαμε ότι θα μας επισκεφτεί.
Εκδρομές πηγαίναμε τακτικά σε μέρη που υπήρχαν ελεύθερα και μεγάλα μπαίρια για να παίξουμε και τη μπάλα και τα άλλα παιχνίδια. Ο δάσκαλος εκτός απ’ τα μαθήματα μας μάθαινε τραγούδια, παραδοσιακούς χορούς και παιχνίδια. Οργάνωνε σχολικές γιορτές την 25η Μαρτίου καθώς και στην λήξη της σχολικής χρονιάς, ενώ την 28η Οκτωβρίου το πρόγραμμα περιλάμβανε κατάθεση στεφάνου όλου του σχολείου, στο μνήμα του άγνωστου στρατιώτη, που υπήρχε στο νεκροταφείο του χωριού.
Μαζί όμως με τη λειτουργία των μαθημάτων, τη δύσκολη εκείνη περίοδο, υπήρχε και η λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων (όλα δωρεάν), που πρόσφεραν ρόφημα γάλα σκόνη με κακάο και σταφιδόψωμο στην αρχή, ψωμί μετά και μεσημεριανό. Τα υλικά τα χορηγούσε η εφορία μαθητικών συσσιτίων και το ημερήσιο πρόγραμμα ήταν το εξής : Δευτέρα : Ζυμαρικά, κεφαλοτύρι, Τρίτη : Φασόλια, ελιές, Τετάρτη : πατάτες, ελιές, Πέμπτη : Κρέας κατσικιού, ζυμαρικά, Παρασκευή : Πλιγούρι, ένα αυγό και Σάββατο : Βακαλάος, ρύζι, Σε κάθε γεύμα προσφέρονταν και φρούτο.
Φτωχά, αλλά όμορφα χρόνια, νοσταλγικά. Όμορφα χρόνια, που πέρασαν μέσα στο ανελέητο ρυάκι του χρόνου και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους, σε όσους πρόλαβαν και τα έζησαν στα χωριά. Μπορεί οι άνθρωποι τότε να περνούσαν φτωχά, τα κατάφερναν όμως και ήταν περισσότερο χαρούμενοι και ευχαριστημένοι και κυρίως αισιόδοξοι για το μέλλον.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

 

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Louis Richard

Εντυπώσεις από τη Λάρισα το 1893


Το τέμενος του Χασάν βέη © Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο τέμενος του Χασάν βέη © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Το καλοκαίρι του 1893 βρέθηκε στη Θεσσαλία ο πολιτικός μηχανικός Louis Richard από το Montpellier της Γαλλίας, προσκεκλημένος του μεγαλοκτηματία Χρηστάκη Ζωγράφου (1820-1896), στο αγρόκτημά του στη Λαζαρίνα της Καρδίτσας. Το οδοιπορικό του στη Θεσσαλία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «La Nouvelle Revue» (Παρίσι) τον Νοέμβριο του ιδίου έτους [1]. Από τις εντυπώσεις που κατέγραψε, παραθέτουμε (σε ελεύθερη μετάφραση) εκείνες που αφορούν τη Λάρισα και την ευρύτερη περιοχή της.
«Επιβιβαστήκαμε στον Πειραιά, σε ένα μεγάλο ελληνικό ατμόπλοιο που εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία της πρωτεύουσας με τα παράλια της Εύβοιας και το λιμάνι του Βόλου (...). Ανάμεσα στους επιβάτες, λίγοι αξιωματικοί, πολύ κομψοί με τις λευκές στολές τους, που συνομιλούσαν με όμορφες Ελληνίδες ντυμένες με φανταχτερά ευρωπαϊκά φορέματα και ο υποδιευθυντής της Γεωργικής Σχολής στη Θεσσαλία [2], τον οποίο γνώρισα στην Αθήνα και ο οποίος επέστρεφε στη θέση του (...). Φθάσαμε ξημερώματα στο λιμάνι του Βόλου (...).
Πριν από την προσάρτηση (1881), στον Βόλο και σε όλη τη Θεσσαλία, η γη δεν είχε καμία αξία. Η προσάρτηση ήταν το έναυσμα για έναν πυρετό κερδοσκοπίας, στην περαιτέρω αύξηση του οποίου συνέβαλε η άφιξη πολλών Ελλήνων που είχαν κάνει μεγάλες περιουσίες στο εξωτερικό (...). Η πόλη όμως της Θεσσαλίας, στην οποία μπορεί να προβλεφθεί η πιο λαμπρή εξέλιξη, είναι αναμφισβήτητα η Λάρισα, η οποία μάλιστα θα απορροφήσει μέρος της σημασίας του Βόλου όταν θα κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος Λαρίσης-Πειραιώς που είναι ακόμη στο στάδιο των μελετών (...).
Φεύγοντας από τον Βόλο, η γραμμή που πηγαίνει προς τη Λάρισα διασχίζει πρώτα το στενό φαράγγι που ανοίγει ανάμεσα στους πρόποδες του Πηλίου και εκείνων της Όθρυος (...).Γύρω στο μεσημέρι, αρχίζουμε να βλέπουμε τη Λάρισα. Η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας υψώνεται στη μέση μιας πεδιάδας που καίγεται από τον ήλιο, με τα ξύλινα σπιτάκια της που είναι τοποθετημένα ακανόνιστα, χωρίς καμία ευθυγράμμιση, χωρίς καμία τάξη. Μετρήσαμε 27 μιναρέδες που υψώνονται στον ουρανό, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εγκαταλελειμμένοι εδώ και αρκετά χρόνια. Μπροστά μας βλέπουμε την τουρκική πλευρά της Λάρισας, την πλευρά από την οποία η πόλη κοιτάζει στο παρελθόν. Το μοντέρνο της πρόσωπο, αυτό που το βλέπεις λίγο αργότερα, είναι τα πανέμορφα λευκά σπίτια που υψώνονται από το έδαφος απ’ όλες τις πλευρές, οι κεντρικοί δρόμοι που ανοίγονται και όπου κυριαρχεί ο πυρετός της ανοικοδόμησης, τα καταστήματα, οι καφετέριες, που σιγά σιγά μεταμορφώνουν τη Λάρισα και την κάνουν να χάνει σταδιακά την όψη του μεγάλου ξύλινου χωριού που όλες οι όμορφες πόλεις είχαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (...).
Μπορούμε ακόμα να βρούμε στη Λάρισα μία σχετική άνεση. Το καλύτερο ξενοδοχείο, το οποίο διευθύνει ένας Έλληνας, είναι ένα μεγάλο νεόκτιστο οικοδόμημα (...). Το εστιατόριο, το οποίο δεν απέχει πολύ από το διοικητήριο, όπου δοκίμασα το υπέροχο πιλάφι και τα ωραία ελληνικά σταφύλια, τα τόσο γλυκά και τόσο ζαχαρώδη, είναι το σημείο συνάντησης των ξένων ταξιδιωτών, των κρατικών λειτουργών και των αξιωματικών της φρουράς. Σ’ αυτό επίσης συχνάζουν και μερικοί Τούρκοι με ευρωπαϊκές ενδυμασίες και άψογους τρόπους. Είναι οι μεγάλοι ιδιοκτήτες της Λάρισας, που έρχονται να μείνουν για έναν περίπου μήνα κατά τη διάρκεια του θερισμού των σιτηρών, ώστε να πετύχουν τις καλύτερες δυνατόν τιμές της συγκομιδής τους.
Όσον αφορά την τέχνη, η Λάρισα, όπως οι περισσότερες παλιές τουρκικές πόλεις, δεν έχει τίποτα να επιδείξει. Η μόνη αρχαιότητα που διαθέτει είναι το όμορφο τζαμί του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουραχάν [= γνωστό και ως τζαμί του Χασάν βέη]. Είναι ένα χαριτωμένο μικρό αραβικό κτίριο, με μαρμάρινο προαύλιο και έναν κομψό μιναρέ που δεν έχει πάθει μεγάλες καταστροφές από τον χρόνο. Το τζαμί του Τουραχάν βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης, στην αντίθετη πλευρά από αυτήν που βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός. Στους πρόποδες του τζαμιού ρέει ο Πηνειός, ένα αρκετά καθαρό ποτάμι που το διασχίζει μια παλιά τουρκική γέφυρα με καμάρες. Πιο πέρα ξεκινά ένα λιβάδι με σειρές από σημύδες που ρίχνουν τη λεπτή τους σκιά στον ηλιόλουστο κάμπο».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Louis Richard, «EnThessalie: notes de voyage», La Nouvelle Revue (Paris), τ. LXXXV (Νοέμβριος-Δεκέμβριος1893), σ. 463-488.
[2]. Πρόκειται για την Κασσαβέτεια γεωργική σχολή Αϊδινίου. Για τη σχολή βλ. Χαράλαμπος Χαρίτος & Ιουλία Κανδήλα, Κασσαβέτεια γεωργική σχολή Αϊδινίου (1888-1914): Συμβολή στην ιστορία της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 1997.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

 

Η Νίκη της Σαμοθράκης


Η Νίκη της Σαμοθράκης

* ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΘΕΟΤΗΤΑ ΝΙΚΗ: Η «Νίκη της Σαμοθράκης» είναι γλυπτό Ρόδιου καλλιτέχνη της Ελληνιστικής Εποχής (323-31 π.Χ.). Βρέθηκε στο ιερό των «Μεγάλων Θεών» στη Σαμοθράκη. Εκεί λατρεύονταν θεότητες διαφορετικές από αυτές των Ολύμπιων θεών, σχετιζόμενες με τις χθόνιες θεότητες των Καβείρων.

Το άγαλμα παριστάνει φτερωτή τη Νίκη. Ήταν θεά της μυθολογίας που προσωποποιούσε τη νίκη. Απεικονιζόταν ως γυναίκα με φτερούγες που κατέβαινε, με εντολή του Δία, στο πεδίο της μάχης, ή στο στάδιο, για να στεφανώσει τους νικητές. Πάντα ιπτάμενη, γεμάτη κίνηση και δυναμισμό. Εξυμνούσε μία νίκη ή έστεφε έναν κερδισμένο. Ήταν κόρη της Στύγας (χθόνια θεότητα του ομώνυμου ποταμού του Άδη) και του Πάλλαντα (γιος Τιτάνα). Αδέλφια της ήταν το Κράτος (η ωμή εξουσία), ο Ζήλος (η αφοσίωση, η άμιλλα, η υπεροχή) και η Βία.
* Η ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ: Τον Απρίλιο του 1863, γαλλική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Σαμπουαζό, Γάλλο πρόξενο στην Αδριανούπολη, έσκαβε σε μια χαράδρα του αρχαιολογικού χώρου. Στις 15 Απριλίου, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε: «Κύριε, εύραμεν μία γυναίκα»! Είχαν βρεθεί τα πόδια και ο κορμός της «Νίκης». Οι Γάλλοι, μετά από έγκριση της Υψηλής Πύλης, τη φόρτωσαν σε πολεμικό τους πλοίο με προορισμό τη Γαλλία. Το άγαλμα υπέστη φθορές κατά τη μετακίνησή του. 11 Μαΐου 1864 έφτασε στο Λούβρο. Μετά από δύο χρόνια εκτέθηκε για πρώτη φορά, δίχως τα φτερά της και δίχως την πλώρη. Τα κομμάτια της πλώρης οι Γάλλοι τα είχαν αφήσει στη Σαμοθράκη, νομίζοντας ότι ανήκαν σε τύμβο. Δεν γνώριζαν ακόμη πως το γλυπτό ακουμπούσε πάνω σε πλώρη καραβιού....
* ΙΣΟΖΥΓΙΑ ΠΛΩΡΗΣ και ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ: Το άγαλμα από μόνο του είχε πρόβλημα ισορροπίας, γιατί τα μεγάλα μαρμάρινα φτερά του ήταν μεν συνδεδεμένα στην πλάτη, αλλά χωρίς άλλη εξωτερική σύνδεση. Ο γλύπτης το έλυσε χρησιμοποιώντας την πλώρη ως αντίβαρο. Έτσι, άγαλμα και πλοίο ισοζυγίζονταν. Το δε κέντρο βάρους της Νίκης είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που ανασηκωνόταν η πλώρη. Το όλο σύμπλεγμα θεωρείται όχι μόνον αριστουργηματικό από καλλιτεχνικής άποψης, αλλά και ιδιοφυές. Για τα μάρμαρα της πλώρης ο Σαμπουαζό έμαθε 15 χρόνια αργότερα, το 1879. Κατάφερε να τα πάρει κι αυτά στο Λούβρο.
* Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ: Η πρώρα αποτελείται από 23 κομμάτια μαρμάρου. Σε μία ορθογώνια βάση από 6 μαρμάρινες πλάκες στερεώνονταν 17 τεμάχια. Αυτά ενώνονταν αρχικά με μέταλλο και σχημάτιζαν 3 οριζόντιες σειρές. Αυτές κλιμακώνονταν προς τα εμπρός για τον σχηματισμό της πρώρας. Χωρίς την πλώρη, το άγαλμα δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί. Ήταν έτσι δημιουργημένο, που έπρεπε να στέκεται σ’ αυτή για να υπάρχει εξισορρόπηση. Η συναρμολόγηση και η πλήρης αποκατάσταση ολοκληρώθηκαν το 1884.
* Ο ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΘΗΚΕ:  Έχει ύψος μεγαλύτερο από το φυσικό, 3,28 μ. με τα φτερά και 5,58 με την πλώρη. Σμιλεύτηκε για να τιμήσει τη θεά Νίκη λόγω μιας νικηφόρας ναυμαχίας. Οι Ρόδιοι το αφιέρωσαν στον ναό της Σαμοθράκης, όταν το 191 π.Χ., συμμαχώντας με την Πέργαμο, νίκησαν στη θάλασσα τον Αντίοχο Γ’ της Συρίας. Είχαν δώσει παραγγελία να κατασκευαστεί ένα σύμπλεγμα θεάς και πλοίου. Η θεά λαξεύτηκε χωριστά από λευκό παριανό μάρμαρο. Το πλοίο ήταν από μάρμαρο Ρόδου, το γκριζωπό μάρμαρο της Λίνδου. Η Νίκη παρουσιάζεται με τη μορφή φτερωτής γυναίκας, η οποία κατέβηκε από τον ουρανό για να αναγγείλει τη νίκη.
* Η ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ: Αναπαριστάνεται η στιγμή ακριβώς που η Νίκη φθάνει στο έδαφος, λίγο πριν σταθεί στην πλώρη, ενάντια στον δυνατό άνεμο που κάνει τα ενδύματά της να κυματίζουν. Ίσως κρατούσε στεφάνι για τον νικητή ή είχε υψωμένο το χέρι της στο στόμα για να διαλαλήσει την επιτυχία. Το πτυχωτό ένδυμα κολλά πάνω στο σώμα της σαν να είναι βρεγμένο. Το μέρος του ρούχου που γλιστρά από τους ώμους κυματίζει πίσω της και τυλίγεται γύρω από τα πόδια.
* ΟΙ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ ΤΗΣ «ΝΙΚΗΣ»: Λόγω σεισμού, το άγαλμα κατακρημνίστηκε και έσπασε (6ος αι. μ.Χ.). Τα φτερά ξεκόλλησαν και το δεξί βρέθηκε σχεδόν διαλυμένο. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι αποκατάσταση, «καθρέφτης» του αριστερού φτερού. Στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το γλυπτό σε ξεχωριστά κομμάτια, ενώ στην κλασική εποχή σμίλευαν χωριστά μόνο το κεφάλι και τα άκρα που εξείχαν. Ο άγνωστος γλύπτης είχε ενώσει τα κομμάτια, οπότε με το γκρέμισμά της έσπασε πολύ πιο εύκολα σε πολλά τεμάχια. Οι δυνατές φτερούγες της θεάς μοιάζουν έτοιμες να την απογειώσουν ξανά. Παρά τους αιώνες που έχουν περάσει, διατηρούν ακόμα μία αξιοθαύμαστη αναπαραστατική ακρίβεια.
* Στον αύλειο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Σαμοθράκης, στέκει ακριβές αντίγραφο του αγάλματος. Φιλοτεχνήθηκε από λευκό μάρμαρο Θάσου, με βάση την τρισδιάστατη (3D) ψηφιοποίηση αρχείων, που εστάλησαν από το Λούβρο. Έχει ύψος 2,44 μ. και βάρος 6,5 τόνους. Αυτό το μεγαλοφυές σύμπλεγμα έχει εμπνεύσει πολλούς ανά την υφήλιο. Έχει απεικονιστεί σε πλήθος γραμματοσήμων δεκάδων χωρών. Επίσης, έχει αποτυπωθεί σε Ολυμπιακά μετάλλια, καρτ ποστάλ, σφραγίδες και φακέλους.
* ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ: Το αθάνατο αυτό δημιούργημα εμπνέει ολόκληρο τον πλανήτη με τα ιδανικά της ελπίδας και της πίστης για ελευθερία και νίκη. Θυμίζει τα φτερά που όλοι έχουμε, αλλά ξεχνάμε. Μας προσκαλεί να πετάξουμε προς έναν κόσμο καλύτερο, μας απευθύνει κάλεσμα για επιδίωξη της ελευθερίας του μυαλού και της ψυχής... Η «Νίκη» είναι, όμως, και απόδειξη της λεηλασίας των ελληνικών γλυπτών από πολλούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι δεν ήταν τόσο ξεδιάντροποι όσο ο λόρδος του Έλγιν. Αυτοί απλά έκλεβαν από ανασκαφές σε όλον τον κόσμο και δεν κατέστρεφαν...
* ΕΙΡΩΝΕΙΑ...
Αναφερθήκαμε στη «Νίκη», σε ένα τόσο σπουδαίο, επιφανές και επώνυμο γλυπτό, ως έργο ανώνυμου δημιουργού, σε μια εποχή σαν τη δική μας όπου εμφανίζονται σωρηδόν «επώνυμοι» δήθεν καλλιτέχνες, αλλά ανώνυμων έργων... Τελικά τα αιώνια πλαστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας δεσπόζουν και ξεχωρίζουν στο εξωτερικό και για μία ακόμα φορά καταλαβαίνουμε πως η ιστορία μας είναι αυτή που μας κρατά «ζωντανούς»... Ας διασώσουμε την ιστορία, για να διασωθούμε εμείς...

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη,
φιλόλογο

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τα Κονίσματα


Τα Κονίσματα

Από τον Γιάννη Γούδα

Πολλές φορές καθόμαστε και αγναντεύουμε νοερά την καθημερινότητα που αφήσαμε πίσω μας και έρχονται κύματα όσες λεπτομέρειες έχουν γλιτώσει από τη σκόνη του χρόνου, να ταρακουνήσουν την ψυχή μας και τις αισθήσεις μας για τις χαμένες εικόνες που δεν θα ξαναδούμε ποτέ. Μια από αυτές είναι και τα Κονίσματα. Τα «μικρά αυτά εκκλησάκια στο πουθενά», που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τον Έλληνα και την Ελληνίδα, με τον Χριστιανό και τη Χριστιανή. Τα φτωχά και ταπεινά αυτά εικονίσματα, δεμένα με το φυσικό περιβάλλον, τα οποία ήταν χτισμένα συνήθως στην άκρη του χωριού ή δίπλα σε γεφύρια ή σε διασταυρώσεις δρόμων, πιστεύοντας πως ευλογούν και προστατεύουν τους οδοιπόρους, αλλά και για να είναι εμφανή και προσιτά. Θυμάμαι μικρό παιδί, όταν νύχτωνα και επέστρεφα στο σπίτι μας, το αναμμένο καντηλάκι που τρεμόπαιζε στο Κόνισμα, μου έδινε δύναμη να περάσω άφοβα τους αφώτιστους δρόμους και να φτάσω στο σπίτι, όσο πιο γρήγορα γινόταν, γιατί υπήρχε και ο φόβος.
Έκρυβαν το δικό τους μυστικό και είχαν τη δική τους ιστορία... Σ’ αυτά τα στέκια πέρασε πολύς κόσμος. Και ποιος δεν πέρασε από εκεί. Πέρασαν εκείνοι που έφευγαν μετανάστες στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Γερμανία. Στρατιώτες που έφευγαν για να υπηρετήσουν την Πατρίδα. Οργανοπαίχτες για να κλείσουν κάποιο πανηγύρι στο χωριό. Αγωγιάτες για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Ο ταχυδρόμος για να μεταφέρει τα γράμματα , αλλά και τα χρήματα των κατοίκων. Οι βοσκοί για να βγάλουν στο δάσος τα γιδοπρόβατα και τέλος οι κάτοικοι του χωριού, για να πάνε στις δουλειές τους. Τόποι συνάντησης δηλ. αλλά και συνεννόησης (θα σε περιμένω στο Κόνισμα... τον είδα πέρασε στο Κόνισμα...).
Στη γωνιά της Λαογραφίας μας έχουν ξεχωριστή θέση, γιατί απάνω τους είναι τυπωμένες οι Θρησκευτικές μας Παραδόσεις. Όλοι οι Έλληνες έχουν βαθιά ριζωμένο μέσα τους το θρησκευτικό συναίσθημα και προσπαθούν να το εκδηλώσουν με κάθε τους τρόπο. Την πίστη τους λοιπόν αυτή στα θεία και ιερά, φρόντισαν να φανερώσουν με χίλιους δυο τρόπους και κυρίως χτίζοντας τα εικονίσματα και τις εκκλησίες, για να έχουν τη Θεϊκή βοήθεια. Έφτιαξαν λοιπόν, με θαυμάσια αρχιτεκτονική, αυτά τα πετρόκτιστα από ντόπια πέτρα (που η ίδια η φύση χάριζε απλόχερα) αριστουργήματα, τα οποία ήταν ύψους δύο περίπου μέτρων, είχαν συνήθως τριγωνικό σχήμα και προσπαθούσαν μαζί με τους ανθρώπους, να στέλνουν ύμνους και προσευχές προς τον Άγιο και το Θεό. Δουλεμένα στο χέρι με την ιδιαίτερη τεχνική των μαστόρων της πέτρας και μέσα τους τοποθετημένα : Την ιερή εικόνα του τιμώμενου Αγίου, τα κεριά, ένα καντηλάκι με λάδι και φιτίλι, ένα μπουκάλι με λάδι, τα σπίρτα ή τον αναπτήρα, ώστε να το ανάβει ο ιδιοκτήτης του ή όποιος διαβάτης περνούσε, ξεκουραζόταν και ήθελε να προσευχηθεί και να καταθέσει το σεβασμό του στον Άγιο και τα Θεία. Περίτεχνα και καλαίσθητα, μικρά κομψοτεχνήματα, καμωμένα από τα χέρια έμπειρων μαστόρων (η τέχνη και η αγάπη τους τα έκαναν μικρούς Ναούς). Χτισμένα με μεράκι, όμορφα και απλά στη μορφή, ξεχώριζαν στο περιβάλλον τους, με εκείνο το φωτεινό άσπρο που τους έδινε ο φρεσκοβαμμένος ασβέστης και με ένα πορτάκι βαμμένο μ’ ένα έντονο μπλε, ξεχώριζαν στη λευκή επικράτεια, μοιάζοντας με έγχρωμη πινελιά πάνω στον σοβά. Τα ευλαβούνταν ο κόσμος, γι΄αυτό και επιμελώς τα φρόντιζαν ανάβοντας ανελλιπώς το καντήλι, τα άσπριζαν και τα καθάριζαν.
Χτισμένα πάνω σε βράχια ή σε δύσβατα δρομάκια και μονοπάτια μέσα σε δάση και σε απόκρημνες πλαγιές, έστεκαν και στέκουν σαν μικρές κουκκίδες μέσα στα χρώματα του τοπίου και που πολλές φορές χάνονται μέσα τους και δύσκολα τα ξεχωρίζεις. Τα βλέπεις μέσα σε ομιχλώδεις χειμώνες, βροχές και χιόνια, δίπλα σε ανοιξιάτικα λουλούδια που ευωδιάζουν, σε καλοκαίρια ζεστά και φωτεινά και σε μελαγχολικά φθινόπωρα. Ξεπροβάλλουν δίπλα στο πράσινο των θάμνων ή ανάμεσα σε χρυσοκίτρινα αγριόχορτα. Μπορεί να είναι ταπεινά, αλλά ταυτόχρονα βγάζουν ένα δυναμισμό και φυσικά σεβασμό και μια παράξενη γοητεία που σε μαγνητίζει.
Τα περισσότερα σήμερα στέκουν εγκαταλελειμμένα χωρίς φροντίδα, δίχως το χέρι που τα στόλιζε, τα έβαφε και τα περιποιόταν. Άδεια, έρημα, μοναχικά. Κι όμως η μορφή τους, ο σταυρός στο πάνω μέρος, ο ίδιος ο τόπος στον οποίο έχουν τοποθετηθεί, δεν χάνουν ποτέ τον συμβολισμό τους. Την ιερότητά τους. Τα πλησιάζεις και βλέπεις τις πληγές του χρόνου επάνω τους, την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου μιας και τα βλέπουν σαν απομεινάρια του παρελθόντος και σιγά μην ασχοληθούν μαζί τους ..... Νιώθεις ότι είναι λησμονημένα, βλέποντας τις ξασπρισμένες από την ήλιο εικόνες τους και που σε κάποια δεν αναγνωρίζεις καν τον άγιο, στον οποίον είναι αφιερωμένα. Την νιώθεις επίσης στην έλλειψη των κεριών, στα σβηστά καντήλια τους, στο σωσμένο λάδι τους και στο μαυρισμένο από την κάπνα πορτάκι τους.
Η αλήθεια είναι ότι, λίγα είναι αυτά που αντέχουν ακόμα, και εξωτερικά και εσωτερικά και αντέχουν γιατί αφενός μεν τα συντηρούν σε ικανοποιητικό βαθμό οι λίγοι ακόμα κάτοικοι και αφετέρου φροντίζουν και στον βαθμό που μπορούν (γιατί οι πιο πολλοί είναι μεγάλης ηλικίας) που και που, με μικρά βήματα, με το μπουκαλάκι το λάδι, το φιτίλι και τον αναπτήρα στα χέρια τους, αλλά και την υπερβολική αγάπη και πίστη μέσα τους, να στέκονται μπροστά στο πορτάκι τους, για να ανάψουν το καντήλι, να κάνουν ευλαβικά το σταυρό μπροστά τους, να πουν τον πόνο τους και να παρηγορηθούν και αυτό βέβαια σε αυτά που βρίσκονται κοντά στο χωριό, γιατί τα απομακρυσμένα άλλα έχουν χαθεί πλέον και άλλα έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Λίγα πια! Λίγοι πια!
Και ακόμα λιγότερο οι νεότεροι, γιατί αυτοί και συνήθως το καλοκαίρι (τότε βέβαια έρχονται και κυκλοφορούν στα χωριά τους) βρίσκονται και περνάνε την ώρα τους στα καφενεία, αλλά και να βρεθούν εκεί, περνάνε αδιάφορα από μπροστά τους και ούτε καν ίσως ξέρουν ποιος ήταν ο ρόλος τους και πόσο σημαντικός ήταν για τους γονείς τους, τις γιαγιές και τους παππούδες τους. Κρίμα, γιατί αυτή η αδιαφορία δεν είναι προσωρινή, αλλά μπορεί σε λίγο καιρό να γίνει και μόνιμη. Κάνουν όμως και ένα ακόμη λάθος : Η επαφή τους με το λαϊκό αυτόν πολιτισμό, θα τους γνωρίσει έναν τρόπο ζωής και μια αισθητική που βασίζονταν στο μέτρο, στην αρμονία και στον σεβασμό του περιβάλλοντος. Έτσι μπορεί, πιθανόν, να επηρεαστεί και ο δικός τους τρόπος ζωής στο θέμα αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν σήμερα είναι υποχρέωσή μας και χρέος μας να προσπαθήσουμε, ώστε να καταφέρουμε και να τα συντηρήσουμε, σε συνεργασία με την Πολιτεία και να τα διασώσουμε.