Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Σεισμική Μόνωση – Το μυστικό των αρχαίων κτισμάτων

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Φεβρουαρίου 28, 2014
Τα τελευταία χρόνια είναι χρόνια κατακλυσμιαίων καταστροφών. Κύρια πηγή τους… ο Εγκέλαδος. Χώρες όπως η Αϊτή, είδαν πόλεις τους να ισοπεδώνονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Χιλιάδες οι ανθρώπινες απώλειες, ανυπολόγιστο το ύψος των καταστροφών. Μεγάλα πλήγματα δέχθηκαν επίσης η Χιλή, η Ιαπωνία, η Ινδονησία, η Κίνα, και το Μεξικό.
Η δομική τεχνολογία -ως επιστήμη- ανέκαθεν αναζητούσε την απάντηση στο θέμα της τέλειας σεισμικής μόνωσης και ασφάλειας των κτιρίων. Πολλές έρευνες διενεργήθηκαν κι ακόμη περισσότερα χρήματα δαπανήθηκαν, προκειμένου χώρες με βαρύ ιστορικό σεισμικών καταστροφών, να βρουν εκείνη τη φόρμουλα που θα επιτρέψει στους πολίτες, ακόμη και της πλέον σεισμογενούς περιοχής, να κοιμούνται ήσυχα και χωρίς το βασανιστικό φόβο μιας πιθανής επιδρομής του Εγκέλαδου.
Μήπως όμως τα πιο πολύτιμα πράγματα, είναι τελικά και τα πιο απλά; Μήπως η απάντηση στην πολύχρονη και πολυδάπανη αυτή αναζήτηση, βρίσκεται πιο κοντά απ’ όσο νομίζαμε; Παίρνοντας σαν παράδειγμα την κοντινή Ελλάδα, θα δούμε ότι, αν και δεν ανήκει στην κόκκινη ζώνη σεισμογενών περιοχών (π.χ. Ιαπωνία), δεν είναι λίγα τα πλήγματα που δέχθηκε από σεισμούς που χτύπησαν κατά καιρούς διάφορες περιοχές της (π.χ. Πάτρα, Καλαμάτα, Αττική, Ζάκυνθο κλπ.).
Το παράδοξο, όμως, εντοπίζεται στο γεγονός ότι, ενώ στην Ελλάδα από ισχυρούς σεισμούς έχουν πέσει εργοστάσια, έχουν καταρρεύσει πολυώροφα κτίρια, μονοκατοικίες έχουν γίνει ερείπια, ένα από τα αρχαιότερα και σπουδαιότερα κτίσματα του κόσμου, ο Παρθενώνας, εξακολουθεί να παραμένει όρθιος και άθικτος!
Μήπως τελικά, αντί να ψάχνουμε την απάντηση ανάμεσα στα τεχνολογικά επιτεύγματα του 21ου αιώνα, θα πρέπει να μελετήσουμε περισσότερο τη δομική τεχνολογία των αρχαίων ημών προγόνων; Κάποιοι που εδώ και χρόνια έχουν συνειδητοποιήσει τη σημαντικότητα τέτοιων οικοδομημάτων, δεν παραλείπουν στις έρευνές τους, να «κλέβουν» λίγη από τη γνώση αρχαίων πολιτισμών (Ελλήνων, Περσών, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων) και να την υιοθετούν στο σήμερα.
Ο αγέρωχος Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας χτίστηκε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. προς τιμή της προστάτιδος της πόλης, θεάς Αθηνάς, και αποτέλεσε το επιστέγασμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών εκείνης της εποχής.
Στην προσπάθειά μας να μελετήσουμε το μυστικό της δομικής τεχνολογίας του, συνομιλήσαμε με την Πολιτικό Μηχανικό, Νίκη Τιμοθέου, η οποία και μας πληροφόρησε ότι μελέτες της όλης αρχιτεκτονικής και δομικής του φόρμας, κατέδειξαν πως οι αρχαίοι είχαν από τότε ανακαλύψει, αυτό που σήμερα ονομάζουμε σεισμική μόνωση.
Ο ναός αυτός, σύμφωνα με την κ. Τιμοθέου, κοντράρει επιτυχώς τη θεωρία της σύγχρονης πολιτικής μηχανικής, διότι χωρίς να έχει καν θεμέλια, είναι τριπλά μονωμένος σεισμικά! Αυτή η τριπλή μόνωση, όπως μας εξήγησε, εντοπίζεται σε διαφορετικά σημεία του οικοδομήματος.
Το πρώτο σημείο βρίσκεται στις στρώσεις τεράστιων οριζόντιων και εξαιρετικά λείων μαρμάρων πάνω στις οποίες πατάει ο Παρθενώνας.
Το δεύτερο παρατηρείται στους μεταλλικούς ελαστικούς συνδέσμους οι οποίοι συνδέουν τις πλάκες κάθε στρώματος, και που στο κέντρο τους εντοπίζονται μικροί σιδηροπάσσαλοι γύρω από τους οποίους έχει χυθεί μολύβι (το μολύβι έχει την ιδιότητα να προστατεύει το σίδηρο από τη σκουριά και να εξασθενεί με την ελαστικότητά του, το όποιο κύμα, αφού μέρος της κινητικής του αυτής ενέργειας μετατρέπεται σε θερμική).
Και το τρίτο εντοπίζεται στις κολώνες του κτίσματος, οι οποίες δεν τοποθετήθηκαν μονοκόμματες, αφού οι αρχαίοι Έλληνας ήξεραν πως για να αντέξουν στους κραδασμούς της γης, θα έπρεπε να τοποθετηθούν σε φέτες μαρμάρου, τέλεια εφαρμοσμένες η μία πάνω στην άλλη.
Το αποτέλεσμα αυτής της τριπλής μονωτικής φόρμουλας, όπως σημείωσε η κ. Τιμοθέου, ήταν τα επιφανειακά σεισμικά κύματα να κινούν το ένα στρώμα των μαρμάρινων πλακών, επάνω στο άλλο, την ίδια ώρα που οι σύνδεσμοι εκτόνωναν την κινητική ενέργεια που ανέπτυσσε ο Εγκέλαδος. Οι κολώνες -τέλος- με τον τρόπο που ήταν τοποθετημένες, επέτρεπαν στο όλο οικοδόμημα να ταλαντώνεται, αλλά να μην καταρρέει!
Η σύγχρονη σεισμική μόνωση
Μέσα λοιπόν απ’ αυτά τα μάρμαρα, οι παππούδες μας, φωνάζουν πως αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι βαθιά θεμέλια, πολύ μπετόν και σίδερα, αλλά το αντίθετο! Όταν ένα ιστιοφόρο βρεθεί σε κόντρα άνεμο, δεν μπαίνει σε διαδικασία σύγκρουσης, τουναντίον, κατεβάζει πανιά κι αφήνει τη δύναμη του ανέμου να εκτονωθεί.
Ακριβώς το ίδιο γίνεται και με το σεισμό. Οι τεράστιες ποσότητες άκαμπτων και ανελαστικών υλικών, όπως το μπετόν και τα βαθιά θεμέλια, δημιουργούν μια ασπίδα προστασίας, η οποία όμως έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την ανίκητη δύναμη της φύσης, με αποτέλεσμα τα ανθρώπινα δημιουργήματα να καταρρέουν. Ωστόσο, αν επιτρέπαμε στον Εγκέλαδο να μας «ταρακουνήσει» με ασφάλεια, μέσα από ένα δομικό μηχανισμό βασισμένο στη θεωρία του Παρθενώνα, τότε θα ήταν σχεδόν αδύνατο να μας ισοπεδώσει.
Συγκεκριμένα, η τεράστια ενέργεια που απελευθερώνει ένας σεισμός, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αποσβέννυται, προκειμένου να μην προκαλεί -εξαιτίας της αδράνειας του κτιρίου- κατάρρευση.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει με κάποιο τρόπο, μέρος της ενέργειας αυτής, να μετατραπεί -μέσω τριβής- σε θερμική. Για να έχουμε τριβή θα πρέπει να έχουμε και δύο σώματα, στην προκειμένη περίπτωση δύο πλάκες από μπετόν, η μία πάνω στην άλλη, και ενδιάμεσά τους τα γνωστά ελαστικά εφέδρανα. Αυτού του είδους η σεισμική μόνωση, παρόλο ότι χρησιμοποιείται κατά κόρον στην κατασκευή γεφυρών, στα κτίρια δεν συνηθίζεται.
Το μυστικό λοιπόν του Παρθενώνα θα μπορούσε με πολύ απλά λόγια να ειπωθεί και μέσα από τη γνωστή ρήση: «μη δίνεις γροθιά στο μαχαίρι»! Αν -λοιπόν- πάψουμε κι εμείς την τακτική της χρησιμοποίησης μεγάλων ποσοτήτων άκαμπτων υλικών προκαλώντας τον Εγκέλαδο, και ενστερνιστούμε τη θεωρία της ήπιας αντίστασης, σίγουρα εικόνες καταστροφής όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα, θα γίνονται ολοένα και σπανιότερες.

Ἡ μουσική μέσα ἀπό τό λόγο καί τά ἔργα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων


Όταν ένας λαός χρησιμοποιεί στη γλώσσα του έννοιες όπως: αρχέτυπον, συναίρεσις, ανάλυσις, σύνθεσις, απέριττον, βούλευμα, έννοιες που αποκαλύπτουν όχι μόνο την ποιότητα του λόγου αλλά και ένα αξιοθαύμαστο πνευματικό ύψος, γίνεται φανερό ότι έχει το ανάλογο επίπεδο σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, τις τέχνες και τα γράμματα.
Δημιουργίες όπως ο Παρθενώνας, ο Ηνίοχος των Δελφών, ο Ερμής του Πραξιτέλη, ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, κοσμήματα απαράμιλλης τέχνης, είδη οικιακής χρήσης αξιοθαύμαστης ποιότητας, επιβεβαιώνουν χωρίς αμφιβολία το συνολικό επίπεδο της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας στην οποία είναι γνωστό ότι η μουσική έπαιξε κυρίαρχο ρόλο.
Ποια μουσική συνόδευε άραγε ένα κείμενο όπως αυτό της Αντιγόνης; Είναι βέβαιο ότι οι αρχαίοι Έλληνες μουσικοί δεν έχουν καμία σχέση με τους γρατζουνιστές χορδών που παρουσιάζονται στις επιδερμικές ταινίες του Χόλιγουντ. Οι Έλληνες ήταν εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι η μουσική καταπραΰνει, παρηγορεί, αποσπά το νου, χαροποιεί, συναρπάζει, οιστρηλατεί, τρελαίνει. Λέγεται πως όταν η Σπάρτη τελούσε σε κατάσταση αναταραχής στο πρώτο μισό του 7ου π.Χ. αιώνα, ένας χρησμός παραινούσε τους Σπαρτιάτες να καλέσουν τον “Λέσβιο αοιδό” Τέρπανδρο, να επαναφέρει την ευταξία στην πόλη με το άσμα του.

Είναι γνωστός ο πλούτος των αρμονιών που υπήρχε για την κάθε περίπτωση, αφού η μουσική συνόδευε τον τρύγο, τις μάχες, τους γάμους, τον αθλητισμό, τις καθημερινές ασχολίες. Στον αθλητισμό για παράδειγμα, κάθε άθλημα είχε το δικό του ρυθμό, τη δική του μελωδία. Πολλές αγγειογραφίες μαρτυρούν αυτό το γεγονός, λέγεται μάλιστα ότι για το άλμα εις μήκος στο πένταθλο παιζόταν η “Πυθική μελωδία”, η οποία έδινε στον άλτη μια επιπρόσθετη ώθηση.
Δυστυχώς όμως, αν και έφτασαν έως εμάς τα θαυμαστά γλυπτά των αθλητών και των μουσικών, αν και έφτασαν οι απεικονίσεις των μουσικών οργάνων στα αγγεία και τους κύλικες αλλά και υπολείμματα αυλών, λυρών και άλλων οργάνων, οι ήχοι της αρχαίας ελληνικής μουσικής, οι θαυμαστοί ήχοι που πλημμύριζαν το χώρο των Δελφών όταν γιορτάζονταν τα Πύθια, το Θέατρο του Διονύσου και την Ολυμπία όταν ψάλλονταν τα επινίκια προς τιμήν των Ολυμπιονικών, χάθηκαν για πάντα.
Για πάντα; Ίσως όχι…
Υπάρχουν πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική. Τις αντλούμε από κυκλαδικά ειδώλια της εποχής του χαλκού, από τοιχογραφίες στη Θήρα και την Κρήτη, από αγγειογραφίες, αγάλματα, ανάγλυφα, ψηφιδωτά, παπύρους κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι διασώθηκαν αποσπάσματα από την τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη (κείμενο και μουσική) σε παπύρους που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο για το τύλιγμα των ταριχευμένων νεκρών.
Εκτενέστερα όμως και πιο θαυμαστά μουσικά έργα είναι οι δύο Ύμνοι στον Απόλλωνα που χαράχτηκαν το 128 π.Χ. στη νότια όψη του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Αναρίθμητα είναι επίσης και τα αρχαιοελληνικά φιλολογικά έργα, καθώς και τα μουσικά θεωρητικά κείμενα που περιλαμβάνουν πολύτιμες πληροφορίες, όχι μόνο για τα όργανα, αλλά και για το μουσικό ήθος, τη σημειογραφία και τις θεωρητικές βάσεις της αρχαιοελληνικής μουσικής (τα διαστήματα, τα γένη, τις κλίμακες).
Μπορούμε λοιπόν εξετάζοντας λεπτομερώς και συσχετίζοντας γραπτές και εικονογραφικές πηγές να καταλήξουμε σε σημαντικά συμπεράσματα για την τεχνική της κατασκευής και τον τρόπο παιξίματος των αρχαιοελληνικών οργάνων.
δώ ανοίγεται το μονοπάτι του ερευνητή δημιουργού. Υλικά από την ελληνική φύση, πεύκο, δέρμα, καλάμι, όστρακο χελώνας, κέρατο, ιχθυόκολλα, ξύλινα καρφιά, έντερο για τις χορδές, κρύβουν τα μυστικά των αρχαίων ελληνικών οργάνων. Η ανακατασκευή τους – με επαρκή πιστότητα – είναι εφικτή. Όργανα πλήρως λειτουργικά με τη μέγιστη προσέγγιση στις διαστάσεις, το σχήμα και τα υλικά, όργανα που μπορούμε να τα κρατήσουμε στα χέρια μας και να παίξουμε.
Είναι όμως αρκετό αυτό για την παραγωγή των ήχων που άκουγαν οι Αρχαίοι Έλληνες;
Ίσως όχι. Γιατί πέρα από το όργανο και την παρτιτούρα, η μουσική απαιτεί ψυχική εναρμόνιση στον συμπαντικό παλμό των ήχων, πλούτο συναισθημάτων, ταύτιση με τον Ελληνισμό της αιώνιας γνώσης και της αδιάκοπης έρευνας και, πάνω απ’ όλα, αυτογνωσία που οδηγεί στα σκαλοπάτια της ελευθερίας, στοιχείο απαραίτητο για την πρώτη επαφή με το Ελληνικό Πνεύμα.
Γράφει ὁ Παναγιώτης Στέφος,
Μουσικός ἐρευνητής, κατασκευαστής ἀρχαιοελληνικῶν ὀργάνων,
Διευθυντής τοῦ Κέντρου Ἑλληνικῆς Μουσικῆς Κληρονομιᾶς ΛύρΑυλος

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014






Οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το σώμα της Γης όταν έσταξε πάνω του αίμα από την πληγή του Ουρανού μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και οι Ερινύες και οι Μέλιες Νύμφες.
 
Οι Γίγαντες ήταν όντα τρομακτικά και υπερφυσικά. Είχαν μορφή ανθρώπου μα ήταν τρομεροί στην όψη, πελώριοι στο ανάστημα και ακαταμάχητοι στη δύναμη. Το σώμα τους ήταν φολιδωτό και κατέληγε σε ουρά σαύρας.
 
Είχαν πυκνά μαλλιά και μακριά γένια. Στα τριχωτά χέρια τους κρατούσαν μακριά και λαμπερά ακόντια. Μολονότι είχαν θεϊκή καταγωγή ήταν θνητοί ή τουλάχιστον για να σκοτωθούν έπρεπε να χτυπηθούν ταυτόχρονα από ένα θεό και ένα θνητό.
 
Άλλες παραδόσεις έλεγαν ότι κάποιοι από τους Γίγαντες ήταν αθάνατοι όσο πατούσαν στο έδαφος όπου είχαν γεννηθεί. Επικρατέστερο μέρος για τη γέννησή τους είναι η Παλλήνη της Χαλκιδικής, μια περιοχή εξαιρετικά άγρια.
 
Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπολογίζονται γύρω στους εκατό. Κατοικούσαν στις δυτικές ακτές του Ωκεανού όπου συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους.
 
Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους. Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη. Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.
 
Η Γη ήταν οργισμένη από την τύχη που είχαν οι Τιτάνες μετά το τέλος της Τιτανομαχίας. Μολονότι είχε βοηθήσει τον εγγονό της με κάθε τρόπο για να επικρατήσει, δεν άντεχε να βλέπει τους γιους και τις κόρες της φυλακισμένους στα Τάρταρα.
 
Έτσι, όταν είδε την τεράστια δύναμη που είχαν οι Γίγαντες, τους ξεσήκωσε σε πόλεμο εναντίον των Ολυμπίων. Ο Δίας και τα αδέρφια του έπρεπε να περάσουν άλλη μια δοκιμασία. Ξέσπασε μια τρομερή μάχη που έμεινε γνωστή με το όνομα Γιγαντομαχία.
 
Η επίθεση των Γιγάντων μάλιστα έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση. Ξαφνικά οι θεοί του Ολύμπου δέχτηκαν βροχή από βράχους, αναμμένους δαυλούς και ολόκληρα φλεγόμενα δέντρα.
 
Οι Γίγαντες ξερίζωναν τα βουνά και τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσουν στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, εκεί όπου ήταν χτισμένα τα θεϊκά παλάτια. Η Γη και ο Ουρανός αναστατώθηκαν. Έγινε σωστή κοσμοχαλασιά: στεριές βούλιαζαν και ποτάμια άλλαζαν πορείες. Οι οροσειρές τραντάζονταν συθέμελα και σαν φύλλα δέντρων έτρεμαν ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο, η Πίνδος, το Παγγαίο και ο Άθως.
 
Οι θεοί του Ολύμπου ζώστηκαν τα άρματα και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας. Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.
 
Πλάι του πιστή σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το τεράστιο κεφάλι του. Φορώντας την πανοπλία της και με το γοργώνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας. Γι' αυτό ο Ζευς (Δίας) ονομάστηκε γιγαντοφόνης και γιγαντολέτωρ και η Αθηνά προσονομάστηκε γιγαντολέτειρα, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες.
 
Παραστάτες του Δία ήταν η Νίκη και η φοβερή μάνα της η Στύγα. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και ο Ήφαιστος ,που σε κάποια στιγμή που είδε κουρασμένο τον Ήλιο τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα. Μα και οι θεές πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Άρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες. Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, προστάτευε τους καρπούς που φύτρωναν στο ιερό της χώμα.
 
Καθένας θεός και καθεμιά θεά σκότωσαν έναν ή περισσότερους από τους Γίγαντες που οι πιο γνωστοί ήταν ο Πορφυρίωνας, ο Αλκυονέας, ο Εγκέλαδος, ο Εφιάλτης, ο Εύρυτος, ο Κλυτίας, ο Πολυβώτης, ο Πάλλας, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Άγριος και ο Θέωνας.
 
Ο πόλεμος κρατούσε πολύ καιρό μα με κανέναν τρόπο οι Ολύμπιοι δεν μπορούσαν να νικήσουν. Τότε η Αθηνά έμαθε τον πανάρχαιο χρησμό που έλεγε πως οι Γίγαντες θα χαθούν μόνο αν κάποιοι θνητοί πολεμήσουν στο πλάι των αθανάτων. Μόλις το άκουσε ο Δίας έστειλε την Αθηνά να φωνάξει δυο θνητούς γιους του, τον Ηρακλή τον οποίο είχε αποκτήσει με την Αλκμήνη και τον Διόνυσο που τον γέννησε με τη Σεμέλη.Η Γη αμέσως άρχισε να ψάχνει ένα μαγικό βοτάνι που θα έκανε ατρόμητους τους Γίγαντες από τα βέλη των θνητών.
 
Ο Δίας για να την καθυστερήσει απαγόρευσε στον Ήλιο, τη Σελήνη και την Αυγή να ανατείλουν. Έτσι, επικράτησε για πολλές μέρες σκοτάδι μέχρι που ο Δίας βρήκε πρώτος το μαγικό βοτάνι και το κατέστρεψε. Έτσι η πορεία προς τη νίκη ξεκίνησε.
 
Σε λίγο κατέφθασε ο Ηρακλής που υπήρξε ο πολυτιμότερος σύμμαχος της Αθηνάς σ' αυτόν τον αγώνα και με τα βέλη του σκότωσε πάρα πολλούς Γίγαντες. Μάλιστα, επειδή ήταν γιος του Δία, μπορούσε όταν κουραζόταν από την πολύωρη μάχη, ν' ανεβαίνει στο άρμα του θεϊκού πατέρα του.
 
Ο Διόνυσος ήρθε με τη συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες, καβάλα πάνω σε γαϊδούρια που με τους κρότους και τα γκαρίσματά τους πολλές φορές τρόμαζαν τους Γίγαντες. Ένα άλλο όπλο του Διόνυσου ήταν και ο θύρσος, το σύμβολό του, ένα μακρύ ραβδί στολισμένο με κισσό.
 
Οι δυο γιοι του Δία για τη γενναιότητα και το θάρρος που έδειξαν στη Γιγαντομαχία ανταμείφθηκαν και έγιναν αθάνατοι.
 
Οι αρχαίοι μυθογράφοι ασχολήθηκαν με τη Γιγαντομαχία και μέσα από τα έργα τους μας περιγράφουν πολλές σημαντικές σκηνές της.Ο Ηρακλής χτύπησε πρώτα με το τόξο του τον Αλκυονέα. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με μια παράδοση, ο αρχηγός τους.
 
Ο Αλκυονέας έπεσε κάτω με τρομερό κρότο. Αλλά τη στιγμή που ο ήρωας πανηγύριζε για την επιτυχία του, τον είδε να σηκώνεται πάλι υψώνοντας απειλητικά το τεράστιο κορμί του.Ήταν μάλιστα έτοιμος να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του.
 
Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσει. Μετά εξήγησε στον Ηρακλή που ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, ότι ο Αλκυονέας ήταν αθάνατος όσο πατούσε στο χώμα που τον γέννησε. Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του. Οι κόρες του, οι Αλκυονίδες, απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε πουλιά (τις αλκυόνες).
 
Ο Πορφυρίωνας που φιλοδοξούσε να εξουσιάσει τη Δήλο και τους Δελφούς και η Γη του είχε υποσχεθεί να τον ζευγαρώσει με την Ήβη, την κόρη της Ήρας, παρακολουθούσε την εξόντωση του αδερφού του και όρμησε να εκδικηθεί τον Ηρακλή.
 
Και σίγουρα ο τρομερός Γίγαντας θα καταπλάκωνε μ' ένα βουνό τον ήρωα. Ευτυχώς όμως ο Δίας μηχανεύτηκε ένα κόλπο την τελευταία στιγμή. Διέταξε την Αφροδίτη να κυριέψει το Γίγαντα με ερωτικό πάθος για την Ήρα που βρισκόταν εκεί κοντά. Η Αφροδίτη έστειλε το γιο της τον Έρωτα εναντίον του Πορφυρίωνα και ξαφνικά αυτός αδιαφορώντας για τον Ηρακλή άρχισε να κυνηγάει την Ήρα για να σμίξει μαζί της. Τη στιγμή ακριβώς που είχε συλλάβει τη θεϊκή βασίλισσα και είχε σκίσει τα μεγαλόπρεπα πέπλα της, ο Ηρακλής βρήκε την ευκαιρία να τον εξοντώσει με το βέλος του.
 
Ανάλογο ρόλο έπαιξε και η ίδια η Αφροδίτη στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας. Σε μια δύσκολη στιγμή που δεκαπέντε Γίγαντες είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον Ηρακλή, αυτή μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο. Κατόπιν, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες. Αυτοί μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πάθος και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά. Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου είχε κρύψει τον Ηρακλή.
 
Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας ένας. Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να τους εξοντώσει και τους δεκαπέντε. Η Αθηνά, πολεμική θεά, δεν κατέφυγε σε τέτοια γυναικεία κόλπα. χρησιμοποιώντας το δόρυ και το ακόντιό της πολέμησε αντρίκεια. Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα. Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει. Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη.
 
Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια. Η Αθηνά όμως τον αντιλήφθηκε και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του. Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα. Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.
 
Μια παρόμοια περιπέτεια με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης. Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας. Η μάχη μέσα στη θάλασσα ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα. Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα. Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα· μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή.
 
Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε. Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησάκι Νίσυρος.Στη Γιγαντομαχία έλαβε μέρος και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ. Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη. Τα μαγικά του βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας.
 
Στην αρχή ο Εφιάλτης έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει. Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος. Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί.
 
Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε. Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.
 
Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος του Δία τον καταδίωξε και μ' ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει το Γίγαντα. Αλλά η λύσσα του ήταν τόσο μεγάλη ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. Ο Δίας άκουσε το γιο του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος με μορφή λιονταριού κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο.
 
Ο Πελώρεος που είδε το τέλος του αδερφού του βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά. Άρπαξε λοιπόν με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες. Ευτυχώς που ο Άρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον Διόνυσο και την παρέα του από βέβαιο θάνατο. Ο Ποσειδώνας στη συνέχεια κυνήγησε τον Πελώρεο και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να γλιτώσει, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε.
 
Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας. Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου. Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων.
 
Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον αστραποβόλο κεραυνό και όρμησε με λύσσα εναντίον του. Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια. Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του. Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα. Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
 
Κόρη του Ευρυμέδοντα ήταν η Περίβοια, που ζευγαρώθηκε με τον Ποσειδώνα και έφερε στον κόσμο τον Ναυσίθοο, πατέρα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων.
Ο Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας χρησιμοποιούσε ως όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο θεϊκό εργαστήρι του. Επάνω στη φωτιά έλιωνε διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες.
 
Μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα. Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου. Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος. Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ' ένα βουνό.
 
Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο. Ο φτερωτός Ερμής και σ' αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του. Κατέβηκε στον Αδη και ζήτησε από το θείο του, τον μελαψό Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο. Πέταξε αμέσως πάλι στη χώρα της συμπλοκής και φορώντας το μαγικό κράνος πλησίασε τον Ιππόλυτο.
 
Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του. Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, κλοτσιές, γροθιές σ' όλο του το κορμί μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται κοντά του. Τότε νόμισε πως τρελάθηκε από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή. Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία να τον αποτελειώσει.
 
Αλλά και οι υπόλοιπες θεές που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία κατάφεραν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στους βασικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία. Αυτός δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός. Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς.
 
Ο Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει. Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο. Επίσης, η Άρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα θεϊκά βέλη της σκότωσε τον Γρατίωνα. Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους.
 
Αυτές σκότωσαν τον Άγριο και τον Θέοντα. Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους.
 
Ο Ήλιος που περνούσε εκείνη την ώρα με το άρμα του, την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς. Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα, παρά μόνον εάν ένωναν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους. Όρμησαν λοιπόν επάνω του ο Δίας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και μαζί ο Ηρακλής και ο Διόνυσος και μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.
 
Όλους τους υπόλοιπους Γίγαντες τους ξέκανε με τον κεραυνό του ο Δίας και με τα βέλη του ο Ηρακλής. Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους.
 
Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά. Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες.
 
Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας· νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα· βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες. Άλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά.
 
Theseus Aegean
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.Χ.- 230 π.Χ.)

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Φεβρουαρίου 26, 2014

Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.Χ.- περίπου 230 π.Χ.)ήταν Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός, που γεννήθηκε στη Σάμο. Είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος άνθρωπος ο οποίος πρότεινε ηλιοκεντρικό μοντέλο του Ηλιακού Συστήματος, θέτοντας τον Ήλιο και όχι τη Γη, στο κέντρο του γνωστού Σύμπαντος . Οι ιδέες του περί Αστρονομίας δεν είχαν γίνει αρχικά
αποδεκτές και θεωρήθηκαν κατώτερες από εκείνες του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου, έως ότου αναγεννήθηκαν επιτυχώς και αναπτύχθηκαν από τον Κοπέρνικο περίπου 2000 χρόνια μετά.
Ηλιοκεντρισμός

Η μοναδική εργασία του Αρίσταρχου η οποία έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, «Περί μεγεθών και αποστημάτων Ηλίου και Σελήνης» (Περί των μεγεθών και αποστάσεων του Ήλιου και της Σελήνης), βασίζεται σε γεωκεντρικό μοντέλο.
Παρόλα αυτά, γνωρίζουμε από διάφορες παραπομπές ότι ο Αρίσταρχος είχε γράψει ένα άλλο βιβλίο στο οποίο πρότεινε την εναλλακτική υπόθεση του ηλιοκεντρικού μοντέλου.
Ο Αρχιμήδης έγραψε: «Συ βασιλιά Γέλων γνωρίζεις ότι ο κόσμος είναι το όνοµα που δίνουν οι περισσότεροι αστρονόμοι σε µία σφαίρα, που στο κέντρο της βρίσκεται η Γη και ότι η ακτίνα της σφαίρας αυτής είναι ίση προς την απόσταση µεταξύ του Ήλιου και της Γης. Αυτή είναι η εξήγηση την οποία δίνουν οι αστρονόμοι. Αλλά ο Αρίσταρχος έγραψε ένα βιβλίο, που περιέχει ορισµένες προτάσεις, από τις οποίες συµπεραίνεται ότι ο πραγµατικός κόσµος είναι πολύ µεγαλύτερος. Πιστεύεται ότι οι απλανείς αστέρες και ο Ήλιος είναι ακίνητοι, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά, που στο κέντρο της βρίσκεται ο Ήλιος. Ακόµη ότι η σφαίρα των απλανών αστέρων, που βρίσκεται στο ίδιο µε τον Ήλιο κέντρο, είναι τόσο µεγάλη, ώστε ο κύκλος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η Γη απέχει από τους απλανείς αστέρες, όσο απέχει το κέντρο µιας σφαίρας από την επιφάνεια της… Ο Αρίσταρχος δηλαδή εννοεί το εξής: αφού πιστεύουμε ότι η Γη είναι, ας πούµε, το κέντρο του κόσμου, η σχέση της Γης προς εκείνο που ονομάζουμε «κόσμο» είναι ίση προς τη σχέση της σφαίρας, που περιέχει τον κύκλο πάνω στον οποίο διατείνεται ότι περιστρέφεται η Γη, προς τη σφαίρα των απλανών αστέρων.»
Ως εκ τούτου, ο Αρίσταρχος πίστευε ότι τα αστέρια βρίσκονται σε άπειρη απόσταση, και αυτό το θεωρούσε ως εξήγηση για την απουσία ορατής παράλλαξης, δηλαδή της παρατηρούμενης κίνησης των αστέρων καθώς η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Στην πραγματικότητα τα αστέρια βρίσκονται πολύ πιο μακριά από όσο είχε υποτεθεί στην αρχαιότητα, το οποίο ερμηνεύει το γεγονός ότι η αστρική παράλλαξη είναι ανιχνεύσιμη μόνο με τηλεσκόπια. Αλλά είχε υποτεθεί ότι το γεωκεντρικό μοντέλο ήταν μια απλούστερη και καλύτερη εξήγηση για την έλλειψη παράλλαξης.
Η απόρριψη της ηλιοκεντρικής άποψης ήταν κατά τα φαινόμενα αρκετά έντονη, όπως υποδεικνύει το ακόλουθο κείμενο του Πλουτάρχου (Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης):
“Ο Κλεάνθης, [ένας σύγχρονος του Αριστάρχου] πίστευε ότι ήταν το καθήκον των Ελλήνων να καταδικάσουν τον Αρίσταρχο τον Σάμιο με την κατηγορία ότι έβαζε σε κίνηση την εστία [κέντρο] του Σύμπαντος [δηλ. τη Γη] και έτσι διαταράσσει την ηρεμία των θεών: «Ως κινων τήν του κόσμου εστίαν καί ταράσσων τήν των ολυμπίων (θεών) ηρεμίαν»…, υπέθετε ότι ο ουρανός παραμένει ακίνητος και η Γη γυρίζει πάνω σε ένα επικλινή κύκλο, ενώ ταυτόχρονα περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της.”
Μέγεθος της Σελήνης
Ο Αρίσταρχος παρατήρησε την κίνηση της Σελήνης διαμέσου της σκιάς της Γης κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης Σελήνης. Εκτίμησε ότι η διάμετρος της Γης ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Σελήνης. Χρησιμοποιώντας τον υπολογισμό του Ερατοσθένους ότι η περιφέρεια της Γης ήταν 42.000 χλμ., συμπέρανε ότι η Σελήνη έχει περιφέρεια ίση με 14.000 χλμ. Σήμερα, είναι γνωστό ότι η Σελήνη έχει περιφέρεια περίπου ίση με 10.916 χλμ.
Απόσταση και μέγεθος του Ήλιου

Ο Αρίσταρχος παρατήρησε / υποστήριζε ότι ο Ήλιος, η Σελήνη και η Γη σχηματίζουν σχεδόν μια ορθή γωνία τη στιγμή του πρώτου ή του τελευταίου τετάρτου της Σελήνης. Εκτίμησε ότι η γωνία ήταν 87°. Χρησιμοποιώντας σωστά τη Γεωμετρία, αλλά με λανθασμένα στοιχεία παρατήρησης, ο Αρίσταρχος συμπέρανε ότι ο Ήλιος ήταν 20 φορές πιο μακριά από ό,τι η Σελήνη. Στην πραγματικότητα ο Ήλιος είναι περίπου 390 φορές πιο μακριά.
Εντόπισε ότι η Σελήνη και ο Ήλιος έχουν σχεδόν το ίδιο φαινόμενο μέγεθος από τη Γη και συμπέρανε ότι οι διάμετροί τους θα είναι ανάλογοι με την απόστασή τους από τη Γη.
Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ήλιος είχε 20 φορές μεγαλύτερη διάμετρο από τη Σελήνη, κάτι που είναι υπολογιστικά λογικό και σωστό, αλλά επίσης λάθος (αφού στηρίζεται σε λάθος δεδομένα). Η εκτίμησή του όμως αυτή υποδεικνύει ότι ο Ήλιος είναι ξεκάθαρα μεγαλύτερος από τη Γη, κάτι που υποστηρίζει το ηλιοκεντρικό μοντέλο.
Η αναγέννηση της θεωρίας του Αρίσταρχου
Ο Αρίσταρχος πρώτος εισηγήθηκε την αποδεκτή σήμερα ηλιοκεντρική θεωρία και θεμελίωσε την Αστρονομία πάνω στη λογική σκέψη, άποψη την οποία, δυστυχώς, μια μερίδα της διεθνούς αστρονομικής κοινότητας, είτε δικαιολογημένα από άγνοια είτε ακόμη και αδικαιολόγητα, δεν φαίνεται να συμμερίζεται απολύτως. Δυστυχώς για την ηλιοκεντρική θεωρία, θερμοί υποστηρικτές της γεωκεντρικής θεωρίας με εισηγητή τον επίσης Σάμιο Πυθαγόρα, ήταν επιστήμονες του κύρους ενός Αριστοτέλη, ενός Ιππάρχου ή ενός Πτολεμαίου… Συνεπώς, η επαναστατική ιδέα του Αρίσταρχου δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή. Περιέπεσε στη λήθη χωρίς πάντως να ξεχασθεί εντελώς ως την εποχή της Αναγέννησης, οπότε στα 1543, περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, δικαιώθηκε από τον διάσημο πολωνό αστρονόμο Nicolaus Copernicus. Αν και ο Κοπέρνικος απλώς ανέσυρε από την αφάνεια την ηλιοκεντρική θεωρία, επαναλαμβάνοντας έτσι τις ιδέες του Αρίσταρχου, εν τούτοις φέρεται σήμερα ως ο εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας, μάλιστα δε το δεκτό σήμερα ηλιοκεντρικό σύστημα εξακολουθεί να ονομάζεται διεθνώς “Κοπερνίκειο” και όχι “Αριστάρχειο”, όπως θα έπρεπε.
Η επιβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας παρά την πολεμική των αντιπάλων της, οφείλεται λιγότερο στον Κοπέρνικο και περισσότερο στις συντριπτικές αποδείξεις για την ορθότητά της, που έδωσαν κατά καιρούς ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Νεύτων κ.ά. Προκύπτει αβίαστα, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσον το έργο του Κοπέρνικου είναι πρωτότυπο και ποια η αξία του. Για να δώσει κανείς μια υπεύθυνη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να λάβει υπόψη τις δυσκολίες της εποχής του Κοπέρνικου, κατά την οποία επικρατούσαν τα δόγματα του Αριστοτέλη με τα οποία δεν επιτρεπόταν να διαφωνήσει κανείς. Επιπλέον η κριτική στις θεωρίες του πολωνού αστρονόμου άρχισε αμέσως και υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Αν και η συνεισφορά του Κοπέρνικου στην αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας είναι σημαντική, αυτό όμως δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί και η πατρότητα της θεωρίας αυτής. Είναι αλήθεια ότι ο Κοπέρνικος γνώριζε τις απόψεις του Αρίσταρχου. Αυτό πιστοποιείται από ένα σωζόμενο απόσπασμα του χειρογράφου της πραγματείας του με τίτλο De Revolutionibus Orbium Coelestium. Σε αυτό φαίνεται διαγραμμένη η παράγραφος που αναφέρεται στην πραγματεία του Αρίσταρχου και η οποία κατά ένα παράδοξο τρόπο δεν έχει συμπεριληφθεί στην τυπωμένη έκδοση της πραγματείας του που παρουσιάστηκε το 1543. Το γεγονός της διαγραφής χαρακτηρίζεται από μερικούς ως λογοκλοπή, ενώ άλλοι θεωρούν την παράλειψη αναφοράς στον Αρίσταρχο και στη θεωρία του ως έλλειψη θάρρους ή δειλία. Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο αν η διαγραφή πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο τον Κοπέρνικο ή στον εκδότη του, δεδομένου ότι η έκδοση της πραγματείας έγινε μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι ο πολωνός αστρονόμος δεν έδινε επί μία ολόκληρη δεκαετία τη συγκατάθεσή του για την έκδοση της πραγματείας του φοβούμενος την καταδίκη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τελικά, το 1543, εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη ένα αντίγραφο του χειρογράφου του, το οποίο καταδικάσθηκε το 1616 από την Εκκλησία της Ρώμης.
Ο Κοπέρνικος δεν είναι λοιπόν ο εισηγητής αλλά απλώς ο άνθρωπος που ανέσυρε από τη λήθη και διέδωσε την ηλιοκεντρική θεωρία, η πατρότητα της οποίας ανήκει αποκλειστικά στον Αρίσταρχο. Η συνεισφορά του Κοπέρνικου βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι εισήγαγε τον γεωμετρικό μηχανισμό του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου. Είναι όμως φανερό ότι, αφού η πραγματική δυσκολία δηλαδή η πεποίθηση ότι οι πλανήτες κινούνται ομαλά σε κυκλικές τροχιές δεν ήταν δυνατό να υπερνικηθεί, η όλη προσπάθειά του βρισκόταν σε λανθασμένο δρόμο. Για την αποκατάσταση της αλήθειας αλλά και για λόγους ιστορικής αυτογνωσίας, επιβάλλεται η όσο το δυνατόν ευρύτερη ενημέρωση πάνω στο έργο του μεγάλου έλληνα αστρονόμου Αρίσταρχου, ως μιας εκ των ηγετικών μορφών μέσα στον κόσμο των ελλήνων αστρονόμων, μαθηματικών και φιλοσόφων της αρχαιότητας.
1. Ο Αρχιμήδης στη μαθηματική πραγματεία του “Ψαμμίτης” γράφει: “Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται γαρ τα μεν απλανέα των άστρων και τον Αλιον μένειν ακίνητον, ταν δε Γαν περιφέρεσθαι περί τον Αλιον κατά κύκλου περιφέρειαν, ός εστιν εν μέσω τω δρόμω κείμενος”.
2. Ο Στοβαίος στο σύγγραμμά του “Περί Φυσικής” γράφει: Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι.
3. Ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί αρεσκόντων τοις Φιλοσόφοις” αναφέρει: “Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι μετά των απλανών, την δε Γην κινεί περί τον ηλιακόν κύκλον, εξελίττεσθαι δε κατά λοξού κύκλου την Γην, άμα δε και περί τον αυτής άξονα δινουμένην και κατά τας ταύτης εγκλίσεις σκιάζεσθαι τον δίσκον”.
Διαβάστε περισσότερα: http://ift.tt/1cOZHzk

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Τα αρχαία Ελληνικά πλοία

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Φεβρουαρίου 18, 2014
Τα αρχαία Ελληνικά πλοία
Η ΝΑΥΤΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΕ ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΚΑΦΟΣ ΤΗΝ ΤΡΙΗΡΗ !
Από τον 10ο αιώνα πΧ οι Κορίνθιοι ναυπηγοί άρχισαν να εισάγουν πρωτοποριακά κωπήλατα σκάφη, όπως την τριακόντορο και στη συνέχεια την πεντηκόντορο. Το κοινό σημείο αυτών των σκαφών, αλλά και η ειδοποιός διαφορά με όλα τα προηγούμενα, ήταν ο υδροδυναμικός τους σχεδιασμός, δηλαδή χαμήλωσαν την πλώρη (προικίζοντας την με το
έμβολο) και ανύψωσαν την πρύμνη, πετυχαίνοντας μικρότερο λόγο αντίστασης με την θάλασσα και τον άνεμο.
Στη συνέχεια, οι αντίπαλοι της Κορίνθου περιέλαβαν στη δύναμή τους τα πλοία αυτά και κατέστη πλέον αδήριτη ανάγκη για την Κόρινθο να δημιουργήσει ένα νέο σκάφος, το οποίο θα μπορούσε να καταναυμαχήσει όλους τους τύπους σκαφών που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοι της και θα ‘ταν δύσκολο να αντιγράψουν.
Και οι Κορίνθιοι κέρδισαν το στοίχημα με τον εαυτό τους και την ιστορία.
Ναυπήγησαν «το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής Ναυπηγικής», την Τριήρη,το κορυφαίο κωπήλατο πολεμικό σκάφος της Αρχαιότητας, που η ισχύς, η ευκινησία, η ταχύτητα, η χάρη και η ομορφιά της, οδήγησε τους μελετητές να της απονείμουν το χαρακτηρισμό που ανέφερα, αφού πραγματικά απετέλεσε οριακό σημείο ναυπηγικής εξέλιξης των αρχαίων πολεμικών πλοίων, κυριαρχώντας για κάπου 1000 χρόνια στην Μεσόγειο.
Η τριήρης ήταν το επιστέγασμα της εξελιγμένης ναυπηγικής τεχνογνωσίας των αρχαίων Κορινθίων, αλλά και του συνόλου της τεχνογνωσίας και τεχνολογίας.
Η τέλεια υδροδυναμική κατασκευή της Τριήρους (αξεπέραστη σχεδόν έως σήμερα), εκτός από ένα πολύ όμορφο πλοίο, την καθιστούσε όπλο τεχνολογικής αιχμής και κατά συνέπειαν δε βασικότατο παράγοντα για την επικράτηση του ελληνισμού επί των Περσών και των Φοινίκων αντιπάλων του στον ευρύτερο χώρο τής Μεσογείου και για την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου.
Η τριήρης ονομάστηκε έτσι επειδή ο εφευρέτης της, ο Κορίνθιος Αμεινοκλής, τοποθέτησε έναν τρίτο πάγκο κωπηλασίας. Επρόκειτο για τον «εξωστάτη», όχι στην ίδια κάθετη γραμμή με τους άλλους δυο, παρά με αισθητή απόκλιση προς τα έξω (πρόβολος), δίνοντας πρόσθετη δύναμη μοχλού στα κουπιά του πάγκου αυτού.
Η τοποθέτηση των κωπηλατών κατ’ αυτόν τον τρόπο αύξησε τον συνολικό αριθμό τους, επαυξάνοντας κατά συνέπεια την προωστήρια δύναμη του σκάφους χωρίς να αυξηθεί αισθητό το μήκος του, το οποίο έφθασε τα 35 μ. περίπου με πλάτος 5,20 μ. Έτσι, η τριήρης ήταν γρήγορη, εξαιρετικό γρήγορη, για δυο λόγους:
επειδή το μακρύ και στενό σκαρί της παρουσίαζε την μικρότερη δυνατή αντίσταση στα κύματα. και επειδή η ελαφρά της κατασκευή (70 τ. περίπου) και ο αριθμός των κωπηλατών της δημιουργούσε βύθισμα μόλις στο 60% τής αντίστοιχης τιμής μίας σύγχρονης αγωνιστικής οκτακώπου.
trireme2322a49dv2.jpg
Η τριήρης διέθετε 170 κουπιά εν συνόλω, με έναν κωπηλάτη σε κάθε κουπί, τα οποία ήσαν κατανεμημένα ως εξής: στην κάθε πλευρό 31 κουπιό εχείριζαν (= κινουσαν) οι «θρανίτες ερέτες» (= κωπηλάτες), 27 οι «ζυγίτες», και άλλα 27 οι «θαλαμίτες».
Για την πηδαλιούχηση, ήσαν τοποθετημένα στην πρύμνη, ένα σε έκαστη πλευρό της, δυο πλατιά κουπιά που τα χειριζόταν ο πηδαλιούχος.
Για την ιστιοπλοΐα, το πλοίο είχε έναν κύριον ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί, τον «μέγα», και άλλον έναν, αισθητό μικρότερον, κοντά στην πλώρη, τον «ακάτιο». Τα Πανιά αυτό αφαιρούντο κατά την διάρκεια των ναυμαχιών.
Η ξυλεία για την κατασκευή της τριήρους προερχόταν από υψηλής ποιότητας πεύκο και έλατο, τα οποία φύονταν κυρίως στις περιοχές του Αχελώου, γι’ αυτό και η ευρύτερη περιοχή είχε αποικηθεί εντατικά απ’ τους Κορινθίους.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, οι τριήρεις εβάφοντο κόκκινες. Μερικές όμως εβάφοντο κυανές (= βαθυγάλανες) στην πλώρη αποκαλούμενες «κυανόπρωρες». Το χαρακτηριστικό για τα αρχαία ελληνικό πλοία μάτι, που ζωντάνευε το πλοίο, είχε μαύρο περίγραμμα και λευκό εσωτερικά και σχεδόν πάντα ήταν μαρμάρινο.
Κάθε πόλη είχε τον δικό της πρυμναίο διάκοσμο.
Τα πανιά είχαν λευκό χρώμα, αρκετές φορές όμως βάφονταν φαιά (= γκρίζα).
Οι τριήρεις θεωρούνταν θηλυκού γένους, ήσαν για τους αρχαίους Κορίνθιους, αλλά και όλους τους άλλους Έλληνες ζωντανές και ιερές, όπως οι Πηγές, τα Βουνά, τα Άλση, και τους έδιναν συνήθως ονόματα Θεών, όπως Αφροδίτη, Άρτεμη, ή Νηριήδων, όπως Θέτις, Αμφιτρίτη.
Το όνομα κάθε πλοίου απεικονιζόταν σε πλάκα καρφωμένη στην πλώρη, ώστε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στη μάχη και κατανοητό από το πλήρωμα που το είχε ως σύμβολο.
Το βασικό όπλο της τριηρους ήταν το κατασκευασμένο από ορείχαλκο (= μπρούντζος) η σιδηρό έμβολο τριών συνήθως αιχμών, τοποθετημένο στο επίπεδο της ισάλου γραμμής στην πρύμνη. Σχηματιζόταν από την προέκταση των δοκαριών του σκελετού ώστε να είναι ενσωματωμένο στην δομή του σκάφους. Με το σύστημα αυτό αυξανόταν η ισχύς του εμβολισμού και διαχεόταν η δύναμη της πρόσκρουσης αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου εξαλειφόταν πρακτικά ο κίνδυνος αποκόλλησης του μετά η κατά τον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βύθιση και την ίδια την επιτιθεμένη τριήρη.
Για να εξαλειφθεί και ο κίνδυνος βαθειάς εισχώρησης του εμβόλου στο εχθρικό πλοίο τόσο ώστε να μην μπορεί να αποκολληθεί με ανάστροφη κωπηλασία, τοποθετήθηκε στο σημείο της στείρας (= κοράκι της πλώρης) όπου έσμιγαν οι επωτίδες (= οριζόντια σανίδια στις πλευρές της τριηρους, τα οποία καταλήγουν στη στείρα και τα οποία δέχονται την τρομακτική πίεση απ’ την σύγκρουση η οποία λαμβάνει χωρά κατά τον εμβολισμό) το προεμβόλιον.
Με το έμβολο σαν κύριο όπλο, ο σχηματισμός μάχης είχε κυρτή η κoίλη γραμμή προ τον εχθρό, όπου οι τριήρεις παρετάσσοντο κατά μέτωπον.
Εκτός του εμβόλου, ο οπλισμός της τριηρους περιελάμβανε εκηβόλα όπλα (τόξα, δόρατα, ακόντια, σφενδόνες) τα οποία χειρίζονταν οι ψιλοί και οι επιβάτες, ενώ κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα προστίθενται οι δελφίνες (= αιχμηρά και βαριά μεταλλικά κομμάτια, τα οποία κρεμούσαν από τις κεραίες κι εξαπέλυαν στο κατάστρωμα των εχθρικών, το οποίο και διατρυπούσαν, φτάνοντας έως το κύτος) και ο καταπέλτης.
Η τριηρης, σε κανονικό ταξίδι χωρίς στάση και χρησιμοποίηση πανιού, μπορούσε ν’ αναπτύξει μέση ταχύτητα 8 περίπου κόμβων, καθιστάμενη δύο φορές ταχύτερη από την μεταγενέστερη ρωμαϊκή γαλέρα. Η ταχύτητα αυτή επιτυγχανόταν με την συντονισμένη κωπηλασία των ερετών, οι οποίοι εχείριζαν βάσει των εξής παραγγελμάτων του Κελευστή:
Η ανώτατη ταχύτητα τής τριήρους αναπτυσσόταν κατά τούς ελιγμούς στη ναυμαχία και ιδιαίτερα όταν το σκάφος εφορμούσε για εμβολισμό, οπότε έφτανε τούς 12 κόμβους (περίπoυ 20 χλμ την ώρα).
Ο τρόπος ναυπηγήσεως τής τριήρους της επέτρεπε Κάθε είδους ελιγμό: να κινηθεί προς τα εμπρός και προς τα πίσω, να σταματήσει, να στραφεί αριστερά – δεξιά, να εκτελέσει στροφές εξαιρετικά μικρής ακτίνας, σχεδόν-επιτόπιες. Παράλληλα, χάρη στο μικρό της βύθισμα, η τριηρης εκινείτο με άνεση και χάρη στα αβαθή νερά, προσέγγιζε χωρίς δυσκολία ακτές κάθε μορφολογίας, έβγαινε δίχως ιδιαίτερο κόπο στη στεριά, και πραγματοποιούσε πολύ εύκολα ελιγμούς σε στενές θάλασσες.
Η κορυφαία στιγμή για την τριήρη ήταν η ναυμαχία τής Σαλαμίνας την 22α (κατ’ άλλους 28η η 29η) Σεπτεμβρίου τού 480 π.χ., οπότε 370 περίπου ελληνικές τριήρεις κατατρόπωσαν τον τεράστιο περσοφοινικικό στόλο και έδιωξαν οριστικά απ’ την Ελλάδα τους Πέρσες.
Αρχαιολόγος Κος Παρασκευάς Νταβαρίνος.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Θεσσαλία: Υστερη αρχαιότητα και μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η Θεσσαλία υπό το ηπειρωτικό δεσποτάτο
Η λατινική εξουσία δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί στη Θεσσαλία κυρίως λόγω των αντιδράσεων των Ελλήνων κατοίκων της. Έτσι ο Μιχαήλ Α’ Δούκας της Ηπείρου επιχείρησε, με επιτυχία, να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. Το ηπειρωτικό κράτος περιελάμβανε αρχικά τη λε γόμενη Παλαιά Ήπειρο και τη Δυτική Θεσσαλία, έχοντας πρωτεύουσα την Άρτα. Το καλοκαίρι του 1210 ο Μιχαήλ εισέβαλε στη Θεσσαλία, αιχμαλώτισε και σταύρωσε (!) τον Λατίνο κυρίαρχο του Δομοκού, Αμμαδαίο Μπούφα, και μέσα σε δύο χρόνια απελευθέρωσε τις κυριότερες θεσσαλικές πόλεις (Λάρισα,Βελεστίνο, Δημητριάδα). Από τη χρονιά σταθμό, 1210,υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Δούκα, έως το 1224, με το διάδοχό του Θεόδωρο Δούκα, το κράτος της Ηπείρου επεκτεινόταν συνεχώς, αποκτώντας, με τη δύναμη των όπλων του, εδάφη από τους Βουλγάρους (Αχρίδα,Πρίλεπ, Αξιός, Στρώμνιτσα, Σκόπια) και από τους Λατίνους (Ν. Πάτρες, Λαμία, Λάρισα, Γρεβενά, Καστοριά,Πλαταμώνας, Σέρρες). Στο αποκορύφωμα αυτής της
εξάπλωσης, το 1224, καταλήφθηκε και η Θεσσαλονίκη.
Την επόμενη χρονιά οι Φράγκοι έκαναν μια προσπάθεια να ανακτήσουν τα θεσσαλικά εδάφη αλλά, όταν το εκστρατευτικό τους σώμα αποβιβάστηκε στον Αλμυρό(σημερινό Τσιγκέλι), και πριν καλά, καλά προλάβει να επιχειρήσει κάτι, χτυπήθηκε από φονική δυσεντερία.
Το 1226 ή την επόμενη χρονιά ο Θεόδωρος Δούκας στέφθηκε αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης και άρχισε ένα αγώνα δρόμου με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας για την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Όμως τα σχέδιά του ναυάγησαν καθώς στη μάχη της Κλοκότνιτσας
(Μάρτιος του 1230) ηττήθηκε από τον τσάρο του βουλγαρικού κράτους Ιωάννη Β’ Ασάν. Ο ίδιος ο Θεόδωρος συνελήφθη και τυφλώθηκε. Διάδοχός του, και  φυσικά κυρίαρχος και του θεσσαλικού χώρου, ανέλαβε  ο αδελφός του Μανουήλ Δούκας. Από το 1230 παρατηρείται μια άτυπη διάσπαση του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το βόρειο τμήμα του με έδρα τη Θεσσα-
λονίκη, εξουσιαζόταν από το Μανουήλ Δούκα και το νοτιοδυτικό από το δεσπότη Μιχαήλ Β’ Δούκα, που ήταν γιος του Μιχαήλ Α’. Οι ιστορικοί δεν απαντούν με βεβαιότητα για το ποιος από τους δυο ηγεμόνες ήλεγχε τη Θεσσαλία, πιθανότερο φαίνεται πως εξαρτιόταν από το κράτος της Θεσσαλονίκης. Στα 1237 ο Ιωάννης Ασάν της Βουλγαρίας νυμφεύτηκε την κόρη του τυφλού, όπως αναφέραμε πιο πριν, Θεοδώρου Δούκα, Ειρήνη, και έτσι ο Θεόδωρος επέστρεψε στη
Θεσσαλονίκη. Όμως, μη έχοντας τη δυνατότητα, λόγω της αναπηρίας του, να διεκδικήσει την εξουσία, όρισε αυτοκράτορα το γιο του Ιωάννη(1). Τότε ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη και να καταφύγει στον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ’ Βατάτζης πήρε το μέρος του και του πρόσφερε πέντε επανδρωμένα πλοία για να κατακτήσει αρχικά, τουλάχιστο, τη Θεσσαλία. Πράγματι, το 1239, μ’ αυτά τα πλοία ο Μανουήλ αποβίβασε το στρατό του κάπου κοντά στη Δημητριάδα και κατευθύνθηκε προς την ενδοχώρα. Γρήγορα, με τη συμπαράσταση του Θεσσαλού άρχοντα Κων/νου Κομνηνού Μελισσηνού Δούκα Βρυέννιου, κατέλαβε τα Φάρσαλα και τη Λάρισα και, αφού ήλθε σε συνεννόηση με τα αδέλφια του Κωνσταντίνο και Θεόδωρο, διέλυσε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Βατάτζη. Κύριος σκοπός του Μανουήλ ήταν η εξασφάλιση της διοίκησης της Θεσσαλίας. Ο αιφνίδιος όμως θάνατός του (1241) ανέτρεψε τα σχέδιά του και η Θεσσαλία έμεινε ακέφαλη. Ο δεσπότης της Ηπείρου
Μιχαήλ Β’ άδραξε την ευκαιρία και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας(2), ενώ κάποιοι Λατίνοι βαρόνοι εξασφάλισαν, για λογαριασμό τους περιοχές γύρω από τον Αλμυρό. Ο άρχοντας όμως της Μαγνησίας Κων/νος Μαλιασηνός, που δεν μπορούσε να ανεχθεί στο ζωτικό του χώρο μια ξένη ηγεμονία-βαρονία, ζήτησε τη βοήθεια του Μιχαήλ Δούκα και ο δεσπότης
διέλυσε το λατινικό κρατίδιο. Το 1256 ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ξεκίνησε εκστρατεία κατάληψης της Θεσσαλίας, θέλοντας να δείξει ότι η αυτοκρατορία του δίκαια έπρεπε να θεωρηθεί συνεχιστής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου, βλέποντας τη δύναμη του Λάσκαρη, φάνηκε διαλλακτικός και ήρθε σε συμφωνία με τον αντίπαλο του. Έτσι αποφεύχθηκε η εμφύλια αιματοχυσία και η πιθανή ήττα του δεσπότη. Αντάλλαγμα για τη συμφωνία αυτή ήταν η παραχώρηση των κάστρων του Δυρραχίου και των Σερβίων στον ηγεμόνα της Νίκαιας. Μετά τον θάνατο του Λάσκαρη, ο Μιχαήλ της Ηπείρου έκλεισε συμφωνία με το Μανφρέδο της Σικελίας και το Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας για να αντιμετωπίσουν από κοινού τον νέο πανίσχυρο και ικανότατο αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που έμελλε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Έτσι οι Λατίνοι πέρασαν από το νότο στη Θεσσαλία κι αφού συναντήθηκαν με το στρατό του δεσπότη της Ηπείρου, συνέχισαν την πορεία τους προς τη Δυτική Μακεδονία. Μαζί τους ενώθηκε και στρατός αποτελούμενος κυρίως από Βλάχους της Θεσσαλίας υπό την ηγεσία του νόθου γιου του Μιχαήλ Β’, Ιωάννη. Η καθοριστική μάχη δόθηκε το 1259 στην Καστοριά. Ο βυζαντινός στρατός υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Παλαιολόγου, αδελφού του Μιχαήλ Η’, με διάφορα τεχνά-
σματα και με τη βοήθεια του «νόθου» Ιωάννη, που άλλαξε στρατόπεδο (!), έτρεψε το στρατό των αντιπάλων του σε φυγή. Αυτή η νίκη έδειξε τη δύναμη των Παλαιολόγων και αναδείχτηκε προάγγελος ενός μοναδικού κατορθώματος που σύντομα θα πραγματοποιούσε: Την ανάκτηση της Πόλης (1261).
Κι ενώ φαινόταν το ηπειρωτικό Δεσποτάτο αδύναμο να αντιδράσει και η Θεσσαλία είχε περάσει στα χέρια των Παλαιολόγων, μια «παρασπονδία» και πάλι του «νόθου» γιου του Μιχαήλ, Ιωάννη που άλλαξε και πάλι στρατόπεδο, ήρθε να ανατρέψει την κατάσταση. Τότε ο πατέρας του Ιωάννη ανακατέλαβε την πρωτεύουσά του Άρτα και το 1260 το Τρίκορφο της Φωκίδας, συντρίβοντας το βυζαντινό στρατό που είχε επικεφαλής τον σπουδαίο στρατιωτικό Αλέξιο Στρατηγόπουλο. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης την 25η Ιουλίου 1261 (παλαιό ημερολόγιο) από τους Παλαιολόγους, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος διατάχτηκε να χτυπήσει το κράτος της Ηπείρου με απώτερο στόχο να επανενωθεί η κατακερματισμένη Αυτοκρατορία.
Όμως η εκστρατεία του απέτυχε παταγωδώς, ενώ συνελήφθη ο ίδιος αιχμάλωτος. Τότε ήρθε η ώρα να αναλάβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και απελευθερωτής της Πόλης Μιχαήλ Η’Παλαιολόγος τα «ηνία» του στρατού του και στο τέλος του 1264 ξεκίνησε μια εκστρατεία προς τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το 1265 ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου ηττήθηκε και υποχώρησε δυτικά της Πίνδου, αναγνωρίζοντας συγχρόνως την αυτοκρατορική εξουσία του μεγάλου του αντιπάλου, υποτασσόμενος σ’ αυτόν. Το 1271 ο δεσπότης της Ηπείρου πέθανε και το κράτος του μοιράστηκε και τυπικά στους δυο γιους του. Λέμε τυπικά επειδή ήδη από το 1268 οι γιοι του είχαν γεωγραφικά μοιρασμένη την εξουσία.
Ο νόμιμος γιος του Νικηφόρος πήρε το δυτικό τμήμα, την Ήπειρο δηλαδή, με διοικητικό κέντρο την Άρτα,ενώ ο Ιωάννης, ο λεγόμενος Σεβαστοκράτωρ(3), που ήταν νόθος γιος του αποθανόντος, πήρε τη Θεσσαλία και χρησιμοποίησε τη μικρή πόλη των Νέων Πατρών (Υπάτη), που ήταν κτισμένη σε σαφώς πιο οχυρή θέση από οποιαδήποτε άλλη θεσσαλική πόλη, όπως για παράδειγμα από τη Λάρισα, ως πρωτεύουσά του.

Στο επόμενο (13ο) άρθρο μας, θα ασχοληθούμε με την αυτόνομη Βυζαντινή Θεσσαλία.
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος
στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέας
konstantinosa.oikonomou@gmail.com
www.scribd.com/oikonomoukon
(1) Γεώργιος Ακροπολίτης, 60.1.
(2) Νικηφόρος Γρηγοράς, 􀀀, 98,99.
(3) Τίτλος που δινόταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα σε υψηλά ιστάμενους συγγενείς του εξ αγχιστείας.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014


Θεσσαλία: Υστερη αρχαιότητα και μεσαίωνας
*Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η Θεσσαλία στις αρχές του 13ου αιώνα

Α' ΛΟΜΒΑΡΔΙΚΗ ΣΤΑΣΗ– ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ: Στα 1207 (4 Σεπτεμβρίου)οι Βούλγαροι, που επανέκαμψαν, δύο αιώνες μετά την κατάλυση του κράτους τους από τον Βουλγαροκτόνο, ισχυροποιημένοι στο ιστορικό προσκήνιο, στη διάρκεια μιας εισβολής τους στη Μακεδονία, σκότωσαν τον Βονιφάτιο, που
όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο μας ήταν κύριος της Θεσσαλίας, και έστειλαν το κεφάλι του ως τρόπαιο στο βασιλιά τους Ιωαννίτση. Ο θάνατος του κυβερνήτη της Θεσσαλίας ήταν η απαρχή μεγάλων αναταραχών. Η εξουσία πέρασε στα χέρια της χήρας του Βονιφάτιου, Μαρίας, η οποία θα κυβερνούσε στο όνομα του ανήλικου γιου της Δημητρίου, υπό την εποπτεία βέβαια του Λατίνου αυτοκράτορα της Κων/λης Ερρίκου Α΄. Μια μεγάλη μερίδα των Λομβαρδών ιπποτών στην Ελλάδα δεν αποδέχτηκαν τη διαδοχή και το 1208 στασίασαν καταλαμβάνοντας περιοχές της Θεσσαλίας και τη Θήβα. Ο αυτοκράτορας δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια και επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης εκστράτευσε εναντίον τους, ενώ οι Λομβαρδοί
της Λάρισας συμμαχώντας με τον Αμμαδαίο Μπούφα του Δομοκού προετοιμάστηκαν για σύγκρουση. Στη μάχη που δόθηκε νότια της Λάρισας, νικήτριες αναδείχτηκαν οι δυνάμεις του αυτοκράτορα,ενώ όσοι Λομβαρδοί ξέφυγαν οχυρώθηκαν όπως - όπως στο κάστρο της ολιγαν-
θρώπου τότε Λάρισας. Ο Ερρίκος τους πολιόρκησε ανεπιτυχώς. Η λύση τελικά δόθηκε με συμφωνία μεταξύ του Γουλιέλμου της Λάρισας, που θεωρείτο προστάτης και πιθανός υποκινητής των Λομβαρδών, και του αυτοκράτορα, σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο πρώτος δέχτηκε την επικυριαρχία του αυτοκράτορα και ο δεύτερος διατηρούσε τις κτήσεις
του στη Θεσσαλία. Επίσης, μετά τη συμφωνία, οι επτακόσιοι περίπου Λομβαρδοί
υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Λάρισα. Οι διωχθέντες κατευθύνθηκαν μέσω Φαρσάλων στη Νότια Ελλάδα. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας υποδέχτηκαν με τιμές τον Λατίνο αυτοκράτορα γιατί επιθυμούσαν την ειρήνευση. Ο Ερρίκος έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στον Αλμυρό, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη στην Ανατολική Θεσσαλία. Το Μάρτιο του 1209 έγινε μια συνάντηση των Λατίνων φεουδαρχών της περιοχής και του αυτοκράτορα στο κάστρο του Ρεβένικου, ίσως κάπου βόρεια των Φαρσάλων, με την οποία ρυθμίστηκαν αναλυτικά οι μεταξύ τους σχέσεις.Έτσι όλοι οι βαρόνοι και ιππότες παραιτούμενοι από τις φιλοδοξίες τους για ανε-
ξαρτησία των περιοχών που ήλεγχαν,αναγνώρισαν την κυριαρχία του αυτοκράτορα.

ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΤΟΥ 13ου ΑΙ.: 
 Η εκκλησιαστική κυριαρχία της Ρώμης στα θεσσαλικά πράγματα κράτησε περίπου μια δεκαετία. Τα κυριότερα εκκλησιαστικά κέντρα ήταν η Λάρισα και οι Νέες Πάτρες,που ήταν από το 10ο αιώνα το όνομα της αρχαίας Υπάτης. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λάρισας είχε υπό την επίβλεψή του τους επισκόπους της Δημητριάδας, του Αλμυρού, του Γαρδικίου, του Ζητουνίου
(όπως ήταν η μεσαιωνική ονομασία της Λαμίας), του Εζερού και του Δομοκού.
Σύμφωνα με τον σπουδαίο ιστορικό της εξεταζόμενης περιόδου, D.M. Nicol, στη λατινική αρχιεπισκοπή της Λάρισας υπάγονταν ακόμα και οι επισκοπές Φαρσάλων, Σταγών, Θερμοπυλών και Βελεστίνου(1). Ιστορική πηγή για την εποχή αποτελεί η επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ την οποία απέστειλε την 19/4/1213 στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Λάρισας σχετικά με τις προετοιμασίες για τη Σύνοδο του Λατερανού, που θα γινόταν τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο πρώτος (αγνώστου ονόματος) Λατίνος επίσκοπος της Λάρισας ήρθε σε σύγκρουση με τον Γουλιέλμο di Larsa κι έτσι ο πάπας του επέτρεψε τη μεταφορά της έδρας του στα Φάρσαλα. (1208)(2). Πάντως ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λάρισας φαίνεται πως είχε μεγάλη δύναμη, αφού ο πάπας Ονώριος Γ΄ στα 1218 όρισε τον ίδιο μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως επικεφαλής της επιτροπής που θα ήλεγχε τις καταγγελίες για κάποια παραπτώματα του αρχιεπισκόπου των Νέων Πατρών. Το 1212, που η μεγαλύτερη έκταση της Θεσσαλίας και πιθανώς και η ίδια η πρωτεύουσά της, ελεγχόταν από τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄
Δούκα, ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος κρατούσε ακόμα τον τίτλο του, έστω κι αν η έδρα του ήταν σε άλλη πόλη. Άλλοι Λατίνοι επίσκοποι της εποχής ήταν: στο Γαρδίκι ο Βαρθολομαίος (1210-1217) και στον Δομοκό κάποιος Βαλόν ντε Νταμπιέρ(3). Ορθόδοξοι επίσκοποι την ίδια εποχή ήταν στη μεν Λάρισα ο Καλοσπίτης (1212) στις δε Νέες Πάτρες, μετά την απελευθέρωσή της από το Θεόδωρο Α΄της Ηπείρου, ο Κοστομύρης, στη Δημητριάδα ο Αρσένιος και στον Δομοκό ο Συμεών.

Στο επόμενο άρθρο μας, την επόμενη Κυριακή, θα ασχοληθούμε με τη Θεσσαλία υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
* Ο Κωνστανίνος Αθ. Οικονόμου
είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας– συγγραφέας

(1) D. M. Nicol, Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1991, σελίδα 329-346.
(2) Χρήστος Ντάμπλιας, Η Ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Ηρόδοτος, 2002,, σελίδες 38,39.
(3) Χρήστος Ντάμπλιας, ό.π., σελίδες 38-42.