Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Tο προνόμιο των αποτυχημένων του «παραδείγματος»
Του Χρήστου Γιανναρά
Πολιτική «Δεξιά» δεν είχαμε ποτέ στην Eλλάδα, επομένως ούτε και πολιτική «Aριστερά». Δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, τα ρεαλιστικά δεδομένα για τέτοια γεννήματα: Oύτε βαριά βιομηχανία που να προϋποθέτει «συσσώρευση κεφαλαίου» ως αναγκαία συνθήκη της παραγωγής ούτε «προλεταριάτο» ως διαμορφωμένη και πάγια κοινωνική «τάξη».
Eίχαμε περιστασιακές και περιπτωτικές «δεξιές» ή «αριστερές» συμπεριφορές. Eισαγόμενες, μεταπρατικές. Tις βαφτίζαμε με αυτά τα δάνεια από τη Δύση ονόματα, για να μας δίνουν την ψευδαίσθηση «εξευρωπαϊσμού» μας. Yπεραναπλήρωση μειονεξίας, ξιπασιά. Tο ψυχολογικό σύμπλεγμα του Kοραή, η θεωρία του για «μετακένωση» της ελληνικότητας από τη Δύση (τη μόνη κιβωτό) στους αφελληνισμένους «Γραικούς» του βαλκανικού Nότου, επιβλήθηκε σαν κυρίαρχη ιδεολογία στο ελλαδικό κρατίδιο.
Παιδαριώδες επίπεδο: Για να γίνουμε κι εμείς «Eυρωπαίοι», έπρεπε να έχουμε να επιδείξουμε (και αν όχι, να δημιουργήσουμε ή να φαντασιωθούμε) «πάλη των τάξεων», επομένως απρόσωπο «μεγάλο κεφάλαιο» και εξαθλιωμένο από την εκμετάλλευση «προλεταριάτο». Mέχρι σήμερα η κυρία Παπαρήγα, γραφικά, σχεδόν χαριτωμένα εξωπραγματική, μιλάει μόνο για «εργαζόμενους» (αφού εργάτες, όπως τους προϋποθέτει ο Mαρξισμός της, δεν υπάρχουν) και εννοεί τα «ρετιρέ» της δημοσιοϋπαλληλικής μισθοδοσίας – τεχνικούς της ΔEH και του OTE, μηχανοδηγούς του OΣE και του «Mετρό» με μισθούς αρεοπαγιτών ή και πολλαπλάσιους.
Aπό γεννησιμιού του μεταπρατικό το ελληνώνυμο κρατίδιο (που όταν ιδρύθηκε άφηνε έξω από τα σύνορά του τα τέσσερα πέμπτα των ελληνικών πληθυσμών εκείνης της εποχής) βάλθηκε να πιθηκίζει τα «φώτα» της Δύσης. Aφού ο «πολιτισμός», η «πρόοδος» ήταν μόνο στην «Eσπερία», ο δρόμος που απέμενε για να εξωραϊστεί η «Ψωροκώσταινα» στα μάτια του ταπεινωμένου επί αιώνες Eλλαδίτη ήταν η μίμηση, η παθητική αντιγραφή, ο μεταπρατισμός. O αιγυπτιώτης Eλληνισμός, ο μικρασιατικός, ο ποντιακός, της Mαύρης Θάλασσας, είχαν οργανικά προσλάβει όποια από τα επιτεύγματα της Δύσης ικανοποιούσαν ανάγκες των Eλλήνων, χωρίς την αλλοτρίωση του ξιπασμένου. H ξιπασιά του Kοραϊσμού στον ελλαδικό χώρο επέβαλλε την πρόσληψη της Δύσης ως αυταξίας – όχι για να υπηρετηθούν ανάγκες, αλλά για να παρηγορηθεί η μειονεξία.
Πολυκατοικίες ή Δύση; Tριτοκοσμική απομίμησή τους και στο Eλλαδέξ, ισοπεδωτική εξομοίωση του οικιστικού ιστού από άκρη σε άκρη της χώρας – η έκπαγλη και σοφή αρχιτεκτονική, η αιγαιοπελαγίτικη, η καστοριανή, η πηλιορείτικη, η αρκαδική, εξαλείφθηκαν. Aντιεξουσιαστικά κινήματα στη Δύση; Ψυχανώμαλες καρικατούρες απομίμησης και εδώ, υπάνθρωπου πρωτογονισμού. Aντικληρικαλισμός στη Δύση; Xλεύη και μυκτηρισμοί για οποιοδήποτε σέβας του «ιερού», από τους «προοδευτικούς» της καριέρας, στα χώματα που γέννησαν αυτό το σέβας. H οργάνωση του κράτους, οι θεσμοί, η παιδεία, οι Tέχνες, κάθε πτυχή του συλλογικού βίου, κοπιάρισμα και μαϊμουδισμός, δίχως αιδώ ή λύπην. Aποτύπωσε ο Eλύτης τον «εκσυγχρονιστικό» εκβαρβαρισμό μας στο κείμενο - παρακαταθήκη που έχει τίτλο: «Tα δημόσια και τα ιδιωτικά».
Στο πεδίο της πολιτικής το ελληνώνυμο κρατίδιο, τουλάχιστον στα πρώτα του βήματα, είχε την ειλικρίνεια να ονοματίζει απροσχημάτιστα την ξιπασιά του: Tα πρώτα κόμματα που σχηματίστηκαν ήταν το «Aγγλικόν», το «Γαλλικόν», το «Pωσικόν». Aργότερα προτιμήθηκε να δηλώνουν οι ονομασίες συντελεσμένο εξευρωπαϊσμό: ότι έχουμε κι εμείς κόμματα «δεξιά», «συντηρητικά», «φιλελεύθερα» ή «αριστερά», «σοσιαλιστικά», «κομμουνιστικά». Yιοθετήσαμε και την κενολογία των παραλλαγών: «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά». Σκέτη κωμωδία, αφού κανένα από αυτά τα σφετερισμένα ονόματα δεν είχε ποτέ πραγματικό πολιτικό - κοινωνικό αντίκρισμα στην ελλαδική κοινωνία. Πρόσφατα αποκτήσαμε και κόμμα «εθνοκεντρικό», υποτίθεται, με ιδεολογία και πρακτικές Nεοναζισμού. Eίμαστε η χώρα του πιο προηγμένου πολιτικού «δήθεν».
Φυσικά και έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο, που μάλλον σηματοδοτεί το ιστορικό τέλος του Eλληνισμού. Δεν υπάρχει πια κανένα, μα απολύτως κανένα στοιχείο της ζωής μας που να σώζει ελληνική ιδιαιτερότητα. Oχι φολκορική γραφικότητα, αυτή που πουλάμε στον χύδην τουρισμό, αλλά ετερότητα ιεράρχησης των αναγκών και νοηματοδότησης του βίου, ετερότητα γλώσσας, νοο-τροπίας, τρόπου της πολιτικής, της οικονομίας, της κρατικής οργάνωσης. Tο κάθε τι στην κρατική μας συλλογικότητα είναι δάνειο, μίμηση, εισαγόμενο, όλα, μα όλα, έχουν τον χαρακτήρα των πολυκατοικιών μας: τη σφραγίδα της τριτοκοσμικής διεθνικής ομοιομορφοποίησης.
Ψάχνουμε σήμερα, μέσα στο λόφο του αδιεξόδου, να εντοπίσουμε τα αίτια που οδήγησαν στην καταστροφή της ζωής μας. Aνήμποροι θεατές στο ψυχολογικό μαρτύριο της ανεργίας των παιδιών μας. Mε την ανασφάλεια, ατσαλένια δαγκάνα στο στέρνο μας. Kάθε επαφή με την ελληνώνυμη συλλογικότητα, έναυσμα έκρηξης πανικού, οργής, σιχασιάς. Περιμένουμε κάθε μέρα ποιον επιπλέον βασανισμό θα μας επιβάλουν οι επαγγελματίες της πολιτικής κακουργίας, οι τιποτένιοι που μας δυναστεύουν.
Ψάχνουμε τα αίτια. Στα τυφλά. Δίχως την παιδεία και την πληροφόρηση που θα μας οδηγούσε σε ρεαλιστική αυτογνωσία: Mήπως ο ρεαλισμός θα δικαιολογούσε δύο και μόνο κόμματα στην Eλλάδα σήμερα; Tο ένα να εξηγεί, συγκεκριμένα, χειροπιαστά, γιατί, διακόσια χρόνια τώρα, δεν κατορθώνουμε τον εκδυτικισμό μας, ενώ τόσο πολύ τον θέλουμε, τον εκθειάζουμε, τον προσπαθούμε. Ποιες πρακτικές, ποια μέτρα θα μεταμορφώσουν τη σισύφεια προσπάθειά μας σε οριστική κατάκτηση – να γίνουμε επιτέλους κι εμείς έστω ένα Bέλγιο, μια Oλλανδία, με άψογη την αποτελεσματικότητα του ατομοκεντρικού «παραδείγματος», άψογη κατασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, άψογο ορθολογισμό απρόσωπης κρατικής μηχανής, τσεκουράτη εξάλειψη της διαπλοκής, του πελατειακού κράτους, της ανομίας, της γραφειοκρατίας.
Kαι το δεύτερο κόμμα να κομίζει πρόταση εναλλακτική, με τεκμηριωμένο ρεαλισμό πολιτικής εφαρμογής: Nα ξανακερδίσουμε, βήμα-βήμα, το ξεχωριστό που μπορούμε να εισφέρουμε στην κοινή ανθρώπινη πορεία: H ελληνικότητα ήταν και παραμένει το εναλλακτικό πολιτισμικό «παράδειγμα» απέναντι στο παγκοσμιοποιημένο (μονοδρομικό σήμερα) Δυτικό. Eκείνο σκόπευε πάντοτε και σκοπεύει στον ατομοκεντρισμό της κατασφάλισης «δικαιωμάτων», η ελληνικότητα αντέτασσε την κοινωνία των σχέσεων. Eκείνο θεμελιώνει τη συλλογικότητα στο «συμβόλαιο» με στόχο τη χρησιμότητα, η ελληνικότητα στο «κοινόν άθλημα» της «πολιτικής αρετής» με στόχο το «αθανατίζειν». Aυτονομώντας η Δύση την οικονομία και την εξουσία από την «κοινωνία» των αναγκών, είναι αδύνατο πια να ανταποκριθεί στις ανθρώπινες ανάγκες, οι λαοί βασανίζονται, εξεγείρονται, το «παράδειγμα» ολοφάνερα τρίζει.
Mια χώρα μικρή και αποτυχημένη στο «παράδειγμα» που καταρρέει θα μπορούσε ίσως να ξεκινήσει ταπεινά την αναζήτηση της εναλλακτικής πολιτικής αντιπρότασης. Tην Iστορία τη γράφουν οι λίγοι.

Οδυσσέας Ελύτης – Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
ΠΗΡΕ ΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου. Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντικρύ στο πέλαγος. Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει.
Ανάμεσα σε μια παλιά ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη απ' τον ήλιο κι ένα κλωναράκι γιασεμιού τρεμάμενο πού, ετσι και συμβεί να μου λείψουν μια μέρα, η ανθρωπότητα όλη θα μου φαίνεται άχρηστη.
Σχεδόν σοβαρολογώ. Επειδή εδώ δεν πρόκειται πιά για τη φύση, που αυτήν, πιστεύω, είναι πιο σημαντικο να τη διαλογίζεσαι παρά να τη βιώνεις, ούτε καν για την παράδοση. Πρόκειται για τη βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα, και
διαμορφώνει κάτω από την κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια, ένα πιο στερεό έδαφος, για να πατήσει το πόδι μου - παραλίγο να πω η ψυχή μου.
Μέσα σ' ενα τέτοιο πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν είναι όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών και υδάτων.
Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη.
Θέλω να πιστεύω - και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον άγώνα της με τη γνώση - ότι όπως και να τα εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε ύπογεγραμμένη δεν είναι παρά, ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου,
κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια.
Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες.
Ώσπου ήρθαμ' εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο τού ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.
Δεν αναφέρομαι σε καμιά χαμένη γραφικότητα. Ούτε θυμάμαι να 'χω ζήσει σε καμιά καλή εποχή για να τη νοσταλγώ. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες.
 Με ταράζουν. Νιώθω σαν ν' ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι να μην ανήκω πουθενά. Τόσο πολύ αισθάνομαι να είναι η ζωή μου συνυφασμένη μ' αυτήν την
«υδρόγεια λαλιά», που δεν είναι παρά η οπτκή φάση της ελληνικής λαλιάς, της ικανής με τη διπλή της υπόσταση να ομιλεί και να ζωγραφίζει συνάμα.
Και που εξακολουθεί αθόρυβα όσο και δραστικά, παρά τις άνωθεν επεμβάσεις, να εισχωρεί ολοένα μέσα στην ιστορία και μέσα στη φύση που τη γέννησαν, έτσι ώστε να μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σε παρόν, και να μετατρέπεται από το παρόν αυτό σε όργανο προικισμένο με

Τη δύναμη να οδηγεί τα στοιχεία της ζωής μας στην πρωτογενή, φυσική τους αλήθεια. Όμως, για να το αντιληφθεί αυτό κανείς, πρέπει να 'χει περάσει απ' όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει που κείται το καίριο.
Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου. Με τη διαφορά ότι αν δεν ολοκληρωθεί κανείς σαν άτομο - κι όλα συνωμοτούν στην εποχή μας γι' αυτό -αδυνατεί να το υπερβεί.
Σ' αυτό το σημείο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, που οι περισσότεροι αδυνατούν, επί παραδείγματι, να εκτιμήσουν την υγεία επειδή δεν έτυχε ν' αρρωστήσουν, ή επειδή -το χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» την αρρώστια. Ο μηχανισμός μιας λειτουργίας όπως αυτή αντανακλά πάνω στη λογοτεχνία μας, την καταδυναστεύει, την υποβάλλει σ' ένα είδος παραμορφωτικής αρθρίτιδας, που εξαιτίας μιας μακράς και συνεχούς τακτικής εκλαμβάνεται
ως η μόνη φυσιολογική.
ΑΡΧΙΣΕ ΤΩΡΑ και να ψιλοβρέχει. Έχω αποτραβηχτεί πίσω από την τζαμαρία και παρακολουθώ τον γέρο Λεμονή, που τρέχει κατά το μόλο φωνάζοντας και χειρονομώντας.
Θα του λύθηκε το παλαμάρι της βάρκας. Ε, αυτός είναι κι αν είναι, κυριολεκτικά, μ' έναν παλιό πουνέντε στο γύρο του προσώπου του. Αγρότης και ναυτικός συνάμα. Ένας από τούς τελευταίους διαχρονικούς Έλληνες, με τις γερές του πλάτες, το πυκνό λευκό του μαλλί και το κορμί του το κεραμιδί που σου υποβάλλει την ιδέα ότι θα μπορούσε να 'ναι κι ένας υπήκοος της Κρήτης του Μίνωα. Δούλος ίσως, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τον άρχοντά του.
 Και αυτό έχει σημασία. Επειδή έκτοτε δεν παρατηρήθηκε, ως φαίνεται, σε κανέναν από τους πολιτισμούς που γνωρίζουμε.
Τά μικρά μεγέθη, ο περιορισμένος πληθυσμός, η περίπου ανυπαρξία καταναλωτικών αγαθών, μείωναν τις διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, έτσι που η πλάστιγγα να γέρνει πάντοτε από το μέρος της ποιότητας και του καλού γούστου, που ή ύπάρχουν διάχυτα στον
αέρα για τον καθένα ή δεν πουλιούνται στην αγορά ώστε να μπορούν να τα προμηθεύονται οι όλίγοι.
Και μολονότι το άτομο στα χρόνια εκείνα έμοιαζε το ίδιο ισχυρά σβησμένο πίσω από την τεχνουργία όσο και στα χρόνια της πλέον ακμαίας χριστιανοσύνης, θα έλεγε κανένας ότι προηγουμένως είχε προφτάσει να ολοκληρωθεί, θέλω να πω να εξαντλήσει όλους τους πόρους της ψυχικής του ευφορίας, ώστε να κόβει λουλούδι και για να το χαίρεται και για να το εκμεταλλεύεται χωρίς να σημειώνεται πουθενά το παραμικρό χάσμα.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά δικαιολογημένα υποψιάζεται κανείς ότι η λατρεία της σωματικής δύναμης -που όσο πιό πίσω πάμε τόσο πιό ισχυρή τη βρίσκουμε- παραχωρούσε τότε τη θέση της σε (η , άν αυτό πάει πολύ, συνυπηρχε μέ) μιαν ανάμεικτη από ηδυπάθεια κι ευωδία λωτού τρυφερότητα, διόλου διαφορετική από την «τρυφερότητα των μαστών» που
αντικρίζανε καθημερινά γύρω τους οι κάτοικοι της Κρήτης εκείνης και με τη γνωστή πλαστική τους ευκρίνεια, διασώσανε στα έργα τους.
Αυτό θα πει να μπαίνει ένας πολιτισμός όχι στην ιστορία με πολέμους αλλά στη ζωή με τον ήλιο στην κοιλιά. Ολόκληρο το δυναμικόν που θ'άντιστοιχούσε στη διεξαγωγή εχθροπραξιών θα διοχετεύεται στην ερωτική συζυγία με τη φύση και στη διαιώνιση τών καρπών ενόςτέτοιου γάμου.
Ίσως αυτά όλα (χρειάζεται να το πώ) να μη συμπίπτουν πάντοτε, ή και καθόλου, με τα συμπεράσματα της επιστήμης. Αλλά εγώ λέω αυτά που διαβάζω στα μόνα κείμενα που μας άφησαν και που είναι τα έργα των χειρών τους. Φτάνει κανείς και από τις άκρες και από τις οφιοειδείς γραμμές στην αποκατάσταση μιας ηθικής της ομορφιάς, που πιθανόν κάποτε στον
κόσμο αυτό να επεκράτησε.
Ότι καμιά σημαντική πολιτεία δεν ήταν κτισμένη σε μέρος που
να προσφέρει αμυντικά πλεονεκτήματα, όπως οι κατοπινές ακροπόλεις ή τ' αμέτρητα κάστρα του Μεσαίωνα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δε συναντάμε παρά σπάνια την ύπαρξη οχυρωματικών έργων συνηγορούν άμεσα με την άποψη αυτή.
 Όπως συνηγορούν έμμεσα όλα τα έργα τέχνης που μας άφησαν. Από τις νωπογραφίες αρχινώντας, όπου η χρωματική αντίληψη εκδηλώνεται με μιαν αθωότητα που χρειάστηκε να περάσουν χιλιετίες όχι κάν για να την ξαναβρούμε αλλά με κόπους και με γνώση να την ξαναφτιάξουμε
περνώντας ύστερα στους απείρου ποικιλίας δακτυλιόλιθους, αυτά τα ωάρια ενός κόσμου μαγικού, όπου οι συγχορδίες της φαντασίας και της δεξιοτεχνίας καταφέρνουν να συγκροτήσουν έναν σωστό Πανδέκτη του σχηματολογικού δυναμικού της ύλης έως, τέλος, τ' αντικείμενα τους της καθημερινής ζωής, πιο δυναμικά ετούτα, εάν όχι κάποτε και βάρβαρα, όμως με μιαν ανεξάντλητη στα σχήματα και στα μεγέθη ευρηματικότητα.
Εδώ, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά αισθάνομαι κάτι σαν ζήλια, που είναι παράπονο συνάμα κι ευχή. Να τι έννοώ. Θα ήθελα να μπορούσαν αυτά όλα να βρίσκονται σε συνεχή συνεννόηση με τον ήλιο. Να ύπάρχει και γι' αυτά μια φωτοταξία, που, όπως εξασφαλίζε στα φυτά τη χλωροφύλλη την απαραίτητη για να ανανεώνονται αέναα και να μας βρέχουν το μάτι με τη δροσιά τους, να υπαγορεύει και σ' αυτά ορισμένα χαρακτηριστικά σκιρτήματα, προικισμένα
με τη χάρη, ακόμη και μέσ' απ' τις πιο τρομερές θεομηνίες, που τσακίζουν πολιτισμούς και αφανίζουν ακεραιότητες λαών, να πηδούν απο τον ένα στόν άλλον αιώνα και να περνούν βελονιές πάνω στο δέρμα του χρόνου.
 Να περνά η Παριζιάνα της Κνωσού στη συλλέκτρια τών κρόκων της Θήρας, κι αυτή στην Κόρη με τον θαλλόν μυρσίνης, της Πάρου, κι αυτή στη Μυροφόρο τη ρόδινη με τη λαμπάδα, κι αυτή στην ωραία Αντριάνα των Αθηνών, κι αυτή στην Κόρη με το ρόδι της Αίγινας. Αν όχι τίποτε άλλο, επειδή κατοικούμε στα ίδια χώματα.
ΤΩΡΑ ΟΙ ΤΡΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ που άκουγα τα ξημερώματα πρέπει να 'χουν φτάσει μακριά, να τρέχουν μια δω μια κει και να συρράπτουν τα κομματάκια της πραγματικότητας, τέτοιας που την εκαταντήσαμε. Να μπορούν οι θεοί να διαβάσουν τι γίνεται δω πέρα. Στα πλαϊνα μου τραπέζια οι ντόπιοι αυτοί έχουνε πέσει με τα μούτρα στις εφημερίδες που μόλις
έφερε το μεσημεριανό αεροπλάνο. Μυστήριοι άνθρωποι. Τους ξέρω χρόνια, τους παρακολουθώ, τους μελετώ σαν να 'τανε πειραματόζωα.
Στις κοινωνικές τους σχέσεις, τις οικογενειακές αλλά και τις έπαγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιαν ευθύτητα και μια ψυχική εύγένεια που μαρτυρούν κοιτάσματα χρυσού στο προγονικό τους υπέδαφος.
Η κρίση τους είναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τα πράγματα σε καλά και κακά, μαύρα και άσπρα, όπως μας τα 'μαθε η μάνα μας. Έτσι όμως κι έμπλακούν στα συνθήματα που τους προσφέρουν με τον δικό τους, δόλιο τρόπο οι πολιτικές παρατάξεις, η καθαροσύνη αυτή χάνεται.
 Και τα μεν και τα δε είναι όλα καλά εάν βρίσκονται από το μέρος μας και όλα κακά εάν βρίσκονται από το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς. Ούτε κανείς βιοχημικος η όφθαλμολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσει πως γίνεται τόσο ετερόκλητα πράγματα ν' αποκτούν έξαφνα το ίδιο χρώμα και να θολώνουν το ίδιο μυαλό.
 Και το ωραίο είναι ότι σε τελικήν ανάλυση, τη νύφη την πληρώνεις εσύ, που βρίσκεσαι απ' τους απ' έξω. Δέν τολμάς να τραβήξεις μιαν άπο τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ενα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν' άγγίξεις μιαν απο τις αξίες
που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να «κάνεις πορεία» μ' έναν συρφετό άνθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους.
Έτσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατουμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της άλκης και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα «κοινα», και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια
δύναμη.
Ουτοπία; Μπορει, γιατί οχι; μια εκδοχή ανάμεσα στις άλλες είναι κι αυτή, μόνο που έχει λιγότερες πιθανότητες. Κι ύστερα κακολογούν τους ποιητές ότι δεν έχουν τη δυναμη ν' αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, μόνον κάθονται και ρεμβάζουν. Καλά κάνουν.
Να βάζεις με το νού σου αβρά πράγματα, και μάλιστα να τα βλέπεις απ' την ανάποδη, χρειάζεται να 'σαι σκληρός. Η μήπως αδιάφορη και σκληρή δε δείχνει πάντα να είναι μέσα στις συμφορές μας η φύση; Μα είναι; 'Η ζητάει τ' άδύνατα; Να εκπληρώσει τον προορισμό της, χωρίς ν' αφεθεί να κλονιστεί από το χτυποκάρδι μας; Αυτό είναι. Το 'νιωσα δυνατά στον πόλεμο, πάνω στην υποχώρηση του '41, μέσα στο φούντωμα της άνοιξης, όταν έδινα βουτιά
στα ριζά τών ολάνθιστων σύδεντρων για να καλυφθώ από τα γερμανικά στούκας.
 Με το μάγουλο στο υγρό χώμα ζητούσα βοήθεια, συμπόνια, προστασία να μού ψιθυρίσουν αυτά τα μπουμπουκιασμένα κλωνιά έναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Το μόνο που ζητουσαν ήταν να μού υποβάλουν το «αιώνιο» που είχαν ταχθεί ν' άντιπροσωπεύουν.Έτσι ο ποιητής. Σκληρός. Και να ζητάει τ' αδύνατα.
Ω να μπορούσανε, λέει και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες τών συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς.
Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ενα δάκρυ οταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά άπ' το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και
κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι το πιό ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι το χράμι όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
 Τί σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις
κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ'ενα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο τών αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τόν εισπνέουμε; Κουράστηκα να τα λέω. Θα 'θελα να μην είχα πια τίποτα να πώ, αλλά πως, που νιώθω να 'μια ακόμη γεμάτος, φορτωμένος με τόνους ανέμων, τσουβάλια Ιουλίων, καλαθούνες ανθέων... τα μώβ ξεχειλίζουν. Τα σκούρα μού κόβουν τους αγκώνες.
Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τα ρούχα μου. Άλλα, ελαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τρούλοι. Ανάγκη να ξεφορτώσω. Πως όμως, που αυτά πλέον έγιναν στοιχεία του οργανισμού μου;Έτσι και τ' άδειάσω, έσβησα.ΣΑΝ ΝΑ ΞΑΝΟΙΞΕ ο καιρός. Παίρνω σιγά σιγά τον ανήφορο, κείνον με τις φαγωμένες, ανώμαλες πλάκες που μ' άρέσει. Περπατώ βλέποντας χρόνους πολλούς πίσω απο το κάλυμμα της συνήθειας. Ξέρω με κάθε λεπτομέρεια πώς και γιατί χτίστηκε το τοιχάκι της εκκλησίας έτσι σε τόσο ανισόπεδο έδαφος.
Αναγνωρίζω την αρχική μορφή που πρέπει να είχε το σπίτι με τις τρεις κολόνες. Αποδίδω τη δέουσα βαρύτητα στη σημασία που έχει ένας τενεκές με
ηλιοτρόπια στο κεφαλόσκαλο μιας εσωτερικής αυλής. Συνελόντι ειπείν, έχω γίνει ένας μικρός Παυσανίας τών αισθήσεων και των αναλογιών τους
στο πνεύμα, που πιότερο από τα μνημεία ένδιαφέρεται για κάτι δαφνώνες, άπ' αύτούς με τα δυνατά πράσινα πού, μόνον να τα θωρείς, σου στιλβώνουν μάτι μαζί και ψυχή.
Και που του αρέσει γράφοντας -πρέπει να το προσθέσω κι αυτό -να μην ξύνει απλώς το χαρτί αλλά να σκάβει και ν' άνακαλύπτει συνεχώς την Ελλάδα που προϋπάρχει μέσα του και που, αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ολίγον ενδιαφέρει. Έχει τον καιρό ν' ακολουθήσει η πραγματικότητα. Προηγουμένως, είναι ανάγκη να πλασθεί απ' τη σκέψη. Μια σκέψη που, αν
τη σπάσεις, η χούφτα σου θα γεμίσει από σπόρια συγκινήσεων, ευαισθησιών, ανατάσεων, δακρύων.
Φτάνω τώρα στο μαντρότοιχο απ' όπου ξεπροβέλνουν τα κεφάλια τους, λές και σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους, οι μανταρινιές, οι πορτοκαλιές, οι νεραντζιές. Λάμπουν και γυαλίζουν, με φρεσκοπλυμένο μάγουλο απ' τη βροχή. Παράξενο μου φαίνεται κάθε φορά που το συλλογίζομαι ότι δε γνώριζαν οι Ιωνες τα εσπεριδοειδή -τόσο πολύ, πιστεύω, η σκέψη
τους αναδίδει τη σπιρτάδα τών κίτρων. Ιδού ένας ακόμη „κατ' άναλογίαν“ συσχετισμός, που κάνει τούς περισσότερους να υψώνουν τα χέρια μπροστά σε κάθε ρήση ποιητική που δεν είναι γνώσεις από κρέας ωμό αλλά αίνιγμα σπινθηροβόλο, με τη λύση του μεταποιημένη σ' ευωδιά.
Σ' αυτό το κεφάλαιο είμαι πολύ ευαίσθητος. Η ροπή μου καταντά διαστροφή. Κι όμως, πουθενά δε βρίσκω αισθητοποιημένη με τόση ενάργεια, την έννοια της αθωότητας όσο στα μυριστικά χόρτα. Όπως της καθαρότητας και της διαφάνειας σε μια λαμπερη νεροσταγόνα, ή του καθαρμού και της ψυχικής ασηψίας στον ασβέστη. Χωρίς τις ηθικές προεκτάσεις που έλαβαν εν συνεχεία, θα μού ήταν αδύνατο να κατοχυρώσω τη «λιγοσύνη»
σαν κεφάλαιο πολύτιμο για το σύνολο, που να το μεταφέρω κατόπιν, με την ίδια ισχύ, στο άτομο.
Άλλοι ας αναλώνονται κι ας περιορίζονται σε αυτά που υπάρχουν. Πού, βέβαια, ειναι τα περισσότερά τους δεινά και τα καταγγέλνουν. Ας υπάρχει κι ένας που να διατηρεί το δικαίωμα να προσβλέπει σε αυτά που δεν υπάρχουν αλλά θα έπρεπε και θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Ο κόσμος τών φυτών με γοήτευσε. Αείποτε μ' έξέπληξε. Περισσότερο και από τον κόσμο των άστρων κατάφερνε να μου υποβάλλει το μυστήριο της ζωής. Αποπνέει ένα είδος αγιοσύνης, που δοκίμασα να το εκφράσω, ακόμη και με ανορθόδοξα μέσα, όταν αισθάνθηκα να είμαι αρκετά καθαρός στην ψυχή για να το αποπεφαθώ. Μετατρέποντας το φυτό από ουδέτερο σε θηλυκό, και θεωρώντας το σαν κόρη, περίπου, αγία ή θεά, ζωγράφισα, χωρίς να είμαι
ζωγράφος, και μάλιστα σε πολλές παραλλαγές, μια θεά Φυτώ, που της έβαλα βυσσινιά δυνατά και χρυσά και φωτοστέφανο στο κεφάλι, με την ελπίδα να μπορεί δίπλα μου να ενσαρκώνει κείνον τον αέρα που έρχεται σαν από θαύμα μεσ' απ' τα έγκατα της γης και να υποκαταστήσει όσα και σαν ειδωλολάτρες και σαν χριστιανοί διακονήσαμε στο βωμό του Ποσειδώνα και της Παρθένου.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ του γραφιά μέσα μου, του μανιακού πολέμιου της προχειρότητας μ' έχουν μονοχνοτίσει. Φέρτε μου τον Θεό, θα συνεννοηθώ αμέσως. Με τους ανθρώπους είναι το δύσκολο.
Καθώς γυρνάω στο σπίτι αργά για φαγητό, βρίσκω την κυρία Ευγενία να τα έχει όλα έτοιμα, σκεπασμένα, και να κάθεται με θρησκευτικη προσήλωση μπροστα στο ραδιόφωνο. Βέβαια, το λόγο κάποιου πολιτικού αρχηγού ακούει μολονότι αμφιβάλλω αν καταλαβαίνει καλά. Κι όχι επειδή δεν έχει την απαιτούμενη μόρφωση· τουναντίον, επειδή ο λόγος δεν έχει την
απαιτούμενη δομή τη στοιχειώδη. Άλλ' αντ' άλλων. Φτήνια και μακρηγορία χωρίς αντίκρισμα. Έτσι μού 'ρχεται να της το κλείσω. Αν όχι να βγώ στα μπαλκόνια να το φωναξω:
Τίποτε απ' ολ' αυτά που περιφέρουν, επί αιώνες τώρα, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις κομματικές συγκεντρώσεις, δεν παίρνει διαβατήριο για την ψυχή, αν προηγουμένως δεν έχει την οφειλόμενη θεώρηση από τα μέσα τα έκφραστικά. Οι νόμοι της τέχνης είναι και νόμοι της ζωής. Ο πολιτικός οφείλει να μη διαφέρει σαν άντίληψη απ' τον καλλιτέχνη. Και στην αντίληψη τού καλλιτέχνη ο αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι αγώνας για την ορθή έκφραση, και τίποτε άλλο.
Σε τέτοιο σημείο, που θα έλεγα ότι και οι πλέον αντίθετες τοποθετήσεις απέναντι στο ίδιο πρόβλημα εξισώνονται αν η έν τέχνη δικαίωση τους είναι του αυτού υψηλού βαθμού.Η ποιότητα στηρίζει τούς θεούς, κι είναι για να μην το 'χουν κατανοήσει εγκαίρως οι Ιερείς που παιδεύεται άδικα η ανθρωπότητα.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο.
 Κάτι λίγες αίσθήσεις ή στιγμές·δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε. Όλα όσα, μ' άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη
να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
Αποδίδω μεγάλη σημασία σ' αυτό το έσχατο του εαυτού μας αντίτυπο. Που, εάν συμβαίνει να διακρίνουμε πίσω του αφρισμένη τη θάλασσα ή λευκό το σπιτάκι, να προσπερνάμε, τάχατες οι ανώτεροι εμείς, παρά να γονυπετούμε και να κάνουμε το σταυρό μας με δέος.
 Ένα εικόνισμα είναι κι αυτό το πελαγίσιο κομμάτι που το ξύλο του έχει μαυρίσει από τους καπνούς παλαιών αγώνων αλλά που τ' αγιωτικό του αναδίδει ακόμη Αναξίμανδρο.
Μιλώ μ' έναν φανατισμό που δεν είναι παρά σωφροσύνη στον κύβο. Να 'σαι σκληρος απέναντι στο μέλλον σου μαρτυρεί πόσο τρυφερός είσαι ήδη απέναντι στα στοιχεία που κρυφά προσφέρεις για να το συνθέσουν. Αλλά ποιό μέλλον; Τίνος; Το απώτερο, το μετά κάθε ιδιώτη μέλλον, που αυτό είναι και το δημόσιο. Πάνω σέ τέτοιου είδους λατρευτική στάση, φαντάζομαι θα ήταν δυνατόν να συμπέσουν οι κορυφαίοι της πολυθεΐας και οι άγιοι
πάντες της χριστιανοσύνης.
 Με τον ίδιο τρόπο που σ'ενα πέτρινο, σχεδόν διάφανο ειδώλιο που λευκάζει κι αναδύεται από τα κύματα συμπίπτουν οι λιγοστές γραμμές της Πάρου ή της
Σικίνου και οι πτυχές του μανδύα μιας αγίας Μαρίνας, η μιας Διαμάντως που εναποθέτει λουλούδια στον επιτάφιο.
Περιμένω τόν καλλιτέχνη -που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν' αναφανεί-τόν ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμητικού μας, το μνημείο στον «άγνωστο ιδιώτη». Όπως ως τώρα εστήσαμε σε κάθε γωνιά του τόπου μας κάποιο μνημείο στον «άγνωστο στρατιώτη».
Θα πρέπει να βγαίνει άπο την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν' άντανακλά όλο φώς πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στούς
μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Κάντ και τους Μάρξ, τον Πάπα —Θεός σχωρέσει τους.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΝΤΧΤΩΣΕΙ αρχινά η δική μου δεύτερη μέρα. Η πρώτη θέλει μπλάβα πέλαγα, η δεύτερη, τέσσερις τοίχους, χειρόγραφα και ποτό.Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει στον ώμο, συγκρατεί το χέρι μου: «Μη , όχι έτσι, αλλιώς», «Όχι έτσι, άλλιώς». Να μη βγει κακός λόγος από το στόμα μου, να μη βγει παράπονο. Αυτό θέλει. Κι άλλα μικρά δαιμόνια, παρόμοια, μού εμφανίζονται κατά καιρούς, κρατώντας εικόνες, χρωματιστά γυαλιά, χάρτινα βαπόρια φωταγωγημένα. Είναι φιλικά, μου γνέφουν κιόλας πότε πότε: «Μην ακούς», «Κάνε τη δουλειά σου», «Εδώ είμαστ' εμεις». Μόνον άνωθεν το κουράγιο.
 Κι όχι πάντοτε. Είναι βραδιές όπου η στεναχώρια μόλις που χωράει, πάει να σπάσει τούς τοίχους. Μένω μόνος ώρες μπροστά σ'ένα τετράγωνο παράθυρο κομμένο επάνω στο σκοτάδι. Δεν περναει ούτ' ένας άνθρωπος. Πουθενά κανένα φως. Μόνον ο φάρος πέρα εκεί κατάμονος κι αυτός, πεισματικός,
ολοένα πάνω στο τρία του και στο ένα του.
Στη μοναξιά υπάρχουν κι έκει όπως μέσα στη γλώσσα, ιδιώματα. Το δικό μου πρέπει να 'ναι της πλέον ακατοίκητης ερημονησίδας. Αλλιώς δεν εξηγείται πως τα λόγια μου, ενώ τα κατευθύνω στο κέντρο των ενδιαφερόντων του κόσμου, ηχούν απόμακρα ή χάνονται ολότελα. Τα φωνήεντά μου, τα «α» μου και τα «ε» μου, δε γίνεται φαίνεται να τα πιάσεις σε καμιά συχνότητα. Το πολύ ν' ακούσεις κάτι σαν τραύλισμα κυμάτων επάνω στα βότσαλα.
Παραμένω, έτσι ένας ιδιώτης απαρηγόρητος, που δεν καταφέρνει ν' ανήκει πουθενά, σε καμιά κοινότητα, ούτε καν των ποιητών αφού τα σκάφη μας μήτε που συναντιούνται θά'λεγες, για τη χαρά έστω να σφυρίξει το ένα για να χαιρετίσει το άλλο. Φαίνεται ότι στην προσπάθειά
μου να τους πλησιάσω, τα ρεύματα με παρασύρουν και με παν έξω από την περιφέρεια.
Τουλάχιστον έτσι αν όχι τίποτε άλλο, επαληθεύεται κάποια γνησιότητα ή οχι; Πως να κρίνεις. Η φουρτούνα που περιγράφεις δεν είναι ποτέ η φουρτούνα που αντιμετωπίζει πραγματικά ο ναυτικός. Πρέπει το «σκόρτσο» να το αντιμετωπίζεις και στην έκφραση. Έτσι πρέπει να κρίνεις.
Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει. Κι άλλα πολλά, μικρά, μού παραστέκουν. Έτσι γλυκιά, έτσι όμορφη, πώς εγινε η ζωη; Ολο τη βλασφημούν κι όλο αρπάζονται απάνω της οι άνθρωποι. Γαλήνιοι παραμένουν οι τάφοι και ο χρόνος άδηλος.
Κλαίω με δάκρυα που γυαλίζουν κάπου αλλού, μακριά, σ' ενα χώρο κατοικημένο από πλάσματα υπέροχα, που ίπτανται λίγο πιό πάνω από την ίσαλο του θανατου. Ποιός ειμαι;
Ποιος υπήρξα; Νιώθω να μ' έχει αρπάξει μια φυλλωσιά θάλασσας, όλο ευδαιμονία και οδύνη,σαν να 'ναι λιωμένος κι αποχριστιανωμένος Πλωτίνος. Ορθάνοιχτα όκια με παρακολουθούν από παντού. Τρέμουν, τρίζουν τα κατάρτια και οι μορφές των αγίων. Πως βγήκα μέσ' από τη δυστυχία; Ποιός άδει; Τι είναι αυτά τα δυνατά κίτρινα και κόκκινα και τα κομμάτια του
τοίχου με τόν αβέστη; Α ναι, είμαι το παρελθόν τών δακρύων ίσως γι'αυτό να μ' αναγνωρίζουν. Ισως γι'αυτό ν'άρμυρίζω. Υπήρξα κάποτε, αυτό είναι αλήθεια.
Τρέμουν, τρίζουν τα δαιμόνια. Δηλον  δέ ότι δει και τοις άλλοις δαίμοσι τούτους αρμόσαι είπερ δει φυσιν ειναι και ουσίαν μίαν καθό δαίμονες δαιμόνων, ει μη κοινόν όνομα έξουσι μόνον. [1]

ΤΕΛΟΣ
[1] Είναι κομμάτι από τον Πλωτίνο, „Περί έρωτος“, Εννεάς Γ´, 3,5 (50):
Αλλά τι δη χρη λέγειν περί του Έρωτος και της λεγομένης γενέσεως αυτού; Δηλον δη ότι δει λαβείν τις η Πενία και τις ο Πόρος, [2] και πως αρμόσουσιν ούτοι γονείς είναι αυτώι. Δήλον
δε ότι δει και τοις άλλοις δαίμοσι τούτους αρμόσαι είπερ δει φυσιν ειναι και ουσίαν μίαν καθό
δαίμονες δαιμόνων, ει μη κοινόν όνομα έξουσι μόνον.

Μετάφραση: Αλλά τι πρέπει να πούμε σχετικά με τον Ερωτα και για τα όσα λέγονται για τη
γέννηση του; Είναι φανερό ότι πρέπει να διαπιστώσουμε ποιός είναι ο Πόρος και ποιά η
Πενία και κατά πόσον αυτοί ταιρίαζουν σαν γονείς του. Και είναι φανερό οτι αυτοί (οι
ιδιότητές τους) πρέπει να ταιριάζουν και στους άλλους δαίμονες, διότι οι δαίμονες αυτοί καθ‘
αυτοί πρέπει να έχουν την ιδια φύση και την ίδια ουσία και όχι μόνο ένα κοινό όνομα.
 [2] Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Έρωτας ήταν παιδί του Πόρου (= δρόμος,
πλούτος, περιουσία ) και της ά-πορης Πενίας (= φτώχεια).Βλέπε: Πλάτων, Συμπόσιον, 203b:
Καταπληκτικό κείμενο: διάβασέ το!!!!
Αθανάσιος Γιάννης, Λειψία, 10 Σεπτεμβρίου 2010

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

ΚΛΗΤΗΡΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΚΑ 

Του Βελισσάριου Δραγάτση

Με τσιρίδες, τσαμπουκάδες, κυνηγητό στους διαδρόμους της Βουλής και προπηλακισμούς δημοσιογράφων διαμαρτυρήθηκαν οι πραιτοριανοί του πολιτικού κατεστημένου στην ανάγκη να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές συνθήκες που επιβάλλουν η κρίση και...τα Μνημόνια, τα οποία υπογράφουν όσοι τους διόρισαν με ρουσφέτια.
Είτε το θέλουμε, είτε όχι στους υπαλλήλους της Βουλής αναφερόταν πρωτίστως ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος όταν είπε πως «μαζί τα φάγαμε» κι όχι στους λιμενεργάτες της Ελευσίνας ή στους αποθηκάριους της Μάνδρας που φτύνουν αίμα για το μεροκάματο.
Υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές κι άλλοι παράγοντες του πολιτικού συστήματος όλων των κομματικών αποχρώσεων έχουν εξυπηρετήσει τα διακεκριμένα ρουσφετάκια τους στη Βουλή.
Επισήμως δεν το παραδέχονται, ανεπισήμως όμως όλοι θέτουν το ρητορικό ερώτημα «και τι να κάνω που μου έφερε τόσους ψήφους». Η απάντηση είναι απλή: Αν έχεις, πλήρωσέ τους κύριε πολιτευτή μου από τον κορβανά του σπιτιού σου κι όχι από το Δημόσιο.
Σήμερα το πρωί βρεθήκαμε στη Βουλή, ύστερα από όσα ανέφερε στη δευτερολογία του ο πρόεδρος των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» κ. Πάνος Καμένος για συγγενείς και φίλους που διορίσθηκαν όπως-όπως στη Βουλή.
Λίγο τα υπονοούμενα να ερευνήσουμε ποιοι κατάγονται από την Καρδίτσα, λίγο οι αιχμές για όσους μπήκαν από το παράθυρο κατά κόρον από άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου ήταν καλές αφορμές για έρευνα.
Λέγεται ότι οι υπάλληλοι της Βουλής έχουν διπλασιαστεί από το 2007, όταν έγινε πρόεδρος ο κ. Δημήτρης Σιούφας.
Ο διπλασιασμός έγινε με διακομματική συμφωνία και αφορά σε συγγενείς πολιτικών, βουλευτών, αξιωματικών (κυρίως της Αστυνομίας) και ανώτατων δικαστικών.
Υπάρχουν μάλιστα καταγγελίες για πρώην πολιτικούς και πρώην δημοσιογράφους (με κομματική ταυτότητα) που κάλυψαν υπηρεσιακές θέσεις στη Βουλή.
Πιο λίγα παίρνει ο Α/ΓΕΕΘΑ
Η μισθολογική βάση για κλητήρες, καθαριστές, σερβιτόρους και χαμηλό προσωπικό με απολυτήριο Λυκείου φθάνει στα 1.900 ευρώ καθαρά (σ.σ. όταν οι μεικτές αποδοχές του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων διαμορφώνεται στα 1.883 ευρώ με το νέο μισθολόγιο!).
Δεν αναφερόμαστε φυσικά σε πρόσθετες αμοιβές από υπερωρίες ή κυριακάτικη απασχόληση για να μην προκαλέσουμε μεγαλύτερο θυμό σε όσους διαβάζετε αυτό το κείμενο και δεν έχετε λεφτά ούτε για τα τσιγάρα της μέρας.
Με αυτό το δεδομένο όμως, φανταστείτε πώς διανέμονται τα 106 εκατομμύρια ευρώ που δαπανά η Βουλή των Ελλήνων για 1.350 υπαλλήλους (όπως λένε τα στοιχεία του 2010). Απ' αυτούς υπολογίζεται ότι 1.200 προέρχονται από άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου ενώ σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι επιστημονικοί σύμβουλοι των βουλευτών.
Αξίζει να σας αναφέρουμε ότι δεν έχουν ασφάλιση ΙΚΑ διότι κατάφεραν να εξαιρέσουν τους εαυτούς τους με τρόπους σαν αυτούς που είδαμε χθες. Το είπαμε είναι πραιτωριανοί με πολιτικά και θέλουν να γίνουν πατρίκιοι.
Κρατηθείτε τώρα να δείτε τα προνόμια που θίγονται με την υπαγωγή των υπαλλήλων της Βουλής στο ενιαίο μισθολόγιο του Δημοσίου. Συνιστάται σε κακοπληρωμένους (ή απλήρωτους) υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, σε ημιαπασχολούμενους (για 350 ευρώ το μήνα) και σε συνταξιούχους να είναι νηφάλιοι ή να πάρουν κανένα υπογλώσσιο, τώρα. Ακολουθεί hardcore και δεν έχει βρεθεί τρόπος να ανάψει ένδειξη με 3xxx στα δεξιά της οθόνης:
Κατά μέσο όρο ο μισθός ενός υπαλλήλου της Βουλής φθάνει στα 3.000 ευρώ με επιδόματα, πρόσθετα και άλλα τινά.
Παίρνουν 16 μισθούς!
Κάθε χρόνο οι υπάλληλοι της Βουλής δεν παίρνουν μόνο τον 13ο και τον 14ο μισθό για τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος θερινής αδείας (παρότι στον ιδιωτικό τομέα έχουν αρχίσει να ξεχνιούνται αυτά τα κοινωνικά προνόμια). Έπαιρναν ως φέτος άλλους δύο μισθούς, τον 15ο και τον 16ο, διότι προφανώς όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι ήταν κορόιδα που δεν φίλησαν κατουρημένες ποδιές για μια τέτοια θέση και την κατέκτησαν εκείνοι.
Οι υπάλληλοι της Βουλής κόστισαν στο Ελληνικό Δημόσιο, συνεπώς στον φορολογούμενο που κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του, περί τα 16,9 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2011 για να τσεπώσουν τον 15ο και τον 16ο μισθό! (σ.σ. οι φουκαράδες που κλαίνε στη ΔΟΥ Περάματος να μην τους κατασχέσουν το σπίτι με τους τσιμεντόλιθους δεν έχουν τα ίδια συνταγματικά δικαιώματα;)
Χωρίς τους δύο πρόσθετους μισθούς οι μισθολογικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2012 έχουν πέσει κάτω από 50% αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται παχυλές με τα δεδομένα της εποχής κι εφ' όσον ξεπερνούν τα 5 εκατ. ευρώ.
Για το καλό του «πολιτικού κατεστημένου» το προεδρείο αποφάσισε να χαϊδέψει κι άλλο τους υπαλλήλους της Βουλής θεσπίζοντας το «κίνητρο επίτευξης στόχων στήριξης του κοινοβουλευτικού έργου». Με βερμπαλιστικές μπούρδες τούς δίνουν δηλαδή κάτω από το τραπέζι τον 15ο και τον 16ο μισθό μπας και κοροϊδέψουν την τρόικα. Ωστόσο κοροϊδεύουν και πάλι τον συνήθη ύποπτο, τον ευσυνείδητο πολίτη.
Εφ' άπαξ σαν ρετιρέ στο Κολωνάκι
Εάν ένας υπάλληλος συνταξιοδοτηθεί με 30 χρόνια εργασίας στη Βουλή, τότε θα λάβει ως εφάπαξ περίπου 60 μισθούς! Υπολογίζεται ότι το εφάπαξ ξεπερνά τα 200.000 ευρώ για κάθε υπάλληλο, λες κι είναι το «Λαχείο Συντακτών» που μοίραζε διαμερίσματα μια εποχή.
Θέλετε κι άλλο hardcore;
Τα διακόσια χιλιαρικάκια και κάτι από το πρώτο εφάπαξ δεν είναι αρκετά για να κάνουν τις ορντινάτσες των εθνοσωτήρων γι' αυτό παίρνουν κι ένα δεύτερο από το ταμείο Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων!
Παίρνουν επίσης και μέρισμα από το Μετοχικό Ταμείο των Πολιτικών Υπαλλήλων.
Η ιστορία όμως έχει και συνέχεια.
Με απόφαση του προεδρείου της Βουλής, το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων έρχεται να διεκδικήσει το δικαίωμα όσων διορίστηκαν με ισχυρό βύσμα και ρουσφέτι στην κοινωνική καταξίωση. Όσες επιχειρήσεις ενοικιάζουν χώρους εντός της Βουλής δεν πληρώνουν στο Δημόσιο αλλά στο επικουρικό ταμείο των υπαλλήλων! Άλλωστε παίρνουν ψίχουλα οι καημένοι. Δώστε βάση: το κυλικείο δίνει 24 χιλιάδες ευρώ ετησίως, το υποκατάστημα της Εθνικής 312 χιλιάδες ευρώ, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία 48 χιλιάδες ευρώ, όπως και η «Ολυμπιακή». Η δικαιολογία είναι ότι αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ρέουν σ' αυτό το ταμείο πολυτελείας προκειμένου οι υπάλληλοι της Βουλής να παίρνουν εφάπαξ το οποίο υπολογίζεται σε δύο μισθούς για κάθε έτος ασφάλισης! Καλό, ε;
Υπ' όψιν ότι σε κάθε τιμολόγιο που πληρώνει η Βουλή προς προμηθευτές επιβάλλει επιπλέον 7% υπέρ των υπαλλήλων της διότι δεν τα βγάζουν πέρα.
Προκλητικές πολυτέλειες από το Δημόσιο
Οι αυλικοί του πολιτικού κατεστημένου δεν μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά τους στους παιδικούς ή βρεφονηπιακούς σταθμούς του Δήμου Αθηναίων γι' αυτό και δημιούργησαν έναν τέτοιο μέσα στη Βουλή, ο οποίος είναι απολύτως δωρεάν και βλέπει μπροστά στον Εθνικό Κήπο. Κι επειδή αυξήθηκαν οι ανάγκες και ορισμένοι υπάλληλοι έχουν την ανάγκη χαλάρωσης από τον «εθνοσωτήριο» κάματό τους κοντοστέκονται για κανένα καφεδάκι στην Πλάκα ενώ θα πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους στο νεοκλασσικό μέγαρο που παραχώρησε το υπουργείο Πολιτισμού για να γίνει και ο δεύτερος παιδικός σταθμός της Βουλής!
Ας μην ξεχνάμε ότι οι υπάλληλοι της Βουλής απολαμβάνουν δωρεάν το γυμναστήριο μέσα στη Βουλή, καθώς και το υπόγειο πάρκινγκ κάτω από το μέγαρο μπροστά στην πλατεία Συντάγματος. Δεν είναι όποιοι κι όποιοι να πάρουν τα λεωφορεία ή τον υπόγειο σιδηρόδρομο μαζί με άλλους θνητούς.
Κι αφού ο κλητήρας της Βουλής παίρνει περισσότερα από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ (σύμφωνα με το νέο μισθολόγιο) δεν είναι δυνατό να μην έχουν και κάποια παροχή από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Έχουν εξασφαλίσει λοιπόν ναψωνίζουν στα στρατιωτικά πρατήρια (πολυκαταστήματα) της Πολεμικής Αεροπορίας σε πολύ χαμηλές τιμές από αυτές που υπάρχουν στην αγορά. Τα Συγκροτήματα Εξυπηρέτησης Προσωπικού Πολεμικής Αεροπορίας βρίσκονται στη διάθεση των υπαλλήλων της Βουλής αφού μπορεί να συγκρίνονται ή και να είναι καλύτεροι από τους πιλότους και τους μηχανικούς των μαχητικών αεροσκαφών που παίζουν καθημερινά τη ζωή τους κορώνα - γράμματα για να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις των Τούρκων στον εθνικό εναέριο χώρο και στο FIR Αθηνών.
Θέλετε το κερασάκι στην τούρτα;
Οι υπάλληλοι της Βουλής δικαιούνται μετεκλογικό επίδομα ύψους 2.000 ευρώ για κάθε αναμέτρηση σύμφωνα με Νόμο που είχε θεσπίσει η πρώην πρόεδρος κ. Άννα Ψαρούδα - Μπενάκη. Μόλις έγιναν οι δεύτερες εκλογές του Ιουνίου οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων πήγαν στο γραφείο του τότε προέδρου κ. Βύρωνος Πολύδωρα απαιτώντας την έγκριση επιδόματος ύψους 4.000 ευρώ για κάθε υπάλληλο (την ώρα που το Μνημόνιο κλείνει σπίτια). Ο κ. Πολύδωρας ενέκρινε μόνο 1.000 ευρώ κι ακολούθησαν διάφορες διαρροές που τον αφορούσαν. Τους διακρίνει η εχεμύθεια και η αίσθηση του καθήκοντος.
Δεν μιλάμε για δουλειά, αλλά για «σκυλίσια ζωή», το έχετε πάρει χαμπάρι. Ίσως κάποιοι που φωνάζουν περισσότερο είναι οι πιο βολεμένοι συγκριτικά με άλλους που δουλεύουν χωρίς σταματημό και μένουν με χαρτζιλίκι στην τσέπη. Να τους χαιρόμαστε μαζί μ' εκείνους που τους διόρισαν!



Ένας άλλος γνωστός Λαπίθης βασιλιάς ήταν
ο Καινέας, που και σ’ αυτόν η Μοίρα επιφύ-
λαξε οικτρό τέλος, όπως στον Ιξίονα και στον
Πειρίθου, γιατί και αυτός προκάλεσε την «μή-
νιν», την οργή των θεών, λόγω της αλαζο-
νείας του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΑΙΝΗ: Στα χρόνια που
βασίλευε ο Πειρίθους στη Λάρισα, βασιλιάς
στη θεσσαλική Μαγνησία ήταν ο Έλατος. Αυ-
τός απέκτησε γιο τον Πολύφημο και κόρη την
Καινή. Αυτής της τελευταίας η ομορφιά ήταν
τόσο ακαταμάχητη, που ο θεός Ποσειδώνας
επεδίωξε να την κατακτήσει. Εκείνη, επειδή
δεν ήθελε να κάνει καθόλου παιδιά, προσποι-
ήθηκε ότι αποδέχεται την αγάπη του θεού,
ζητώντας του όμως για αντάλλαγμα να της
ορκιστεί ότι θα της έκανε όποιο δώρο του
ζητούσε. Όταν αυτός δέχτηκε και δέθηκε με
τον όρκο του, εκείνη του αποκάλυψε ότι ήθε-
λε να γίνει άνδρας και μάλιστα άτρωτος. Αυ-
τός, παρ’ όλο που εξαπατήθηκε, αναγκάστηκε
να τηρήσει τον όρκο του και να μεταμορφώ-
σει την Καινή σε έναν ατρόμητο άνδρα με το
όνομα Καινέας.
Ο ΚΑΙΝΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ο Καινέας χάρις
στη μεγάλη του δύναμη έγινε βασιλιάς των
Λαπιθών και ήταν μεταξύ των ηγετών του
πολέμου εναντίον των Κενταύρων. Μάλιστα,
καθώς ήταν βέβαιος για τη σωματική του ακε-
ραιότητα, αψηφώντας κάθε κίνδυνο που θα
ταίριαζε σε θνητό, ορμούσε με το κοντάρι
του ανάμεσα στους Κενταύρους σκορπίζοντας
παντού τον θάνατο, χωρίς κανένας απ’ αυτούς
να μπορεί να ανταποδώσει τα χτυπήματα. Οι
Λαπίθες μετά απ’ αυτό θεοποίησαν τον Καινέα
και οδήγησαν τον ίδιο στην «ύβρι», την αλα-
ζονεία δηλαδή. Έφτασε μάλιστα στο σημείο
να στήσει το ανίκητο κοντάρι του στην αγορά
και να διατάξει τον λαό του να προσκυνούν
αυτόν και όχι πια τους ολύμπιους θεούς.
Η ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ: Αυτό έφερε την οργι-
σμένη αντίδραση των θεών και του ίδιου μά-
λιστα του Δία που, καθώς δεν ήταν δυνατόν
να πάρουν πίσω το χάρισμά του και καθώς
κανένα όπλο δεν μπορούσε να τον πληγώσει,
ξεσήκωσαν τους Κενταύρους δίνοντάς τους
την εντολή να χτυπήσουν, από μακριά, με
κορμούς δέντρων τον Καινέα και να τον βυ-
θίσουν μέσα στη γη. Πραγματικά οι Κένταυροι
έκοψαν πανύψηλους κορμούς ελάτων από το
Πήλιο και αφού τον περικύκλωσαν, άρχισαν
να τον χτυπούν από μακριά στο κεφάλι, το
ένα χτύπημα πάνω στ’ άλλο. Έτσι τον έχωσαν,
τον σφήνωσαν μέσα στη γη και από πάνω
έβαλαν έναν τεράστιο βράχο για σημάδι. Ο
Καινέας, μην μπορώντας πια ούτε να κινηθεί,
ούτε να αναπνεύσει, ξεψύχησε κάτω απ’ την
επιφάνεια της γης, συναντώντας τους επίσης
τιμωρημένους προγόνουςτου, Ιξίονα, Πει-
ρίθου και Φλεγύα.
ΠΑΡΑΘΕΜΑ: «Οτι Καινεύς πρότερον ην
γυνή, συνελθόντος δε αυτή Ποσειδώνος ητή-
σατο ανήρ γενέσθαι άτρωτος· διό και εν τη
προς Κενταύρους μάχη τραυμάτων καταφρο-
νών πολλούς των Κενταύρων απώλεσεν, οι
δε λοιποί, περιστάντες αυτώ, ελάταις τύπτον-
τες έχωσαν εις γην». [Απολλόδωρος, Βιβλιο-
θήκη, p. 152]
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου,
είναι δάσκαλος – συγγραφέας.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013



ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΙΣ: Ο Ασκληπιός δεν
συμπεριλαμβάνεται στους σημαντικούς θεούς της
ελληνικής Μυθολογίας, όμως κατέχει κεντρική θέση
στη γενεαλογία των μυθικών Θεσσαλών ηρώων και
είναι το πρότυπο του ήρωα-θεραπευτή, φυσιογνω-
μία του αρχετύπου των ηρώων-θεραπευτών. Συμ-
μετείχε στην αργοναυτική εκστρατεία και στο κυνήγι
του Καλυδώνιου κάπρου. Ήταν γιος του θεού Απόλ-
λωνα. Ο Θεός μεταξύ των πολλών ερωμένων του
αγάπησε και την Κορωνίδα, κόρη του Φλεγύα, κα-
θιστώντας την έγκυο. Η Κορωνίδα δεν έμελλε να
δει, όμως, ποτέ τον γιο της. Ο Απόλλωνας ήταν
ζηλότυπος θεός και δυσαρεστήθηκε όταν ένας κό-
ρακας του αποκάλυψε ότι η ερωμένη του επρόκειτο
να παντρευτεί έναν κοινό θνητό, τον Ισχύ. Πρώτα,
λοιπόν τιμώρησε για την κακή είδηση τον κόρακα,
αλλάζοντας το λευκό του φτέρωμα στο γνωστό μας
μαύρο. Κατόπιν τιμώρησε την ερωμένη του καί-
γοντάς την. [Σε άλλη εκδοχή του μύθου η Άρτεμις
μαρτύρησε στον αδελφό της, Απόλλωνα, την «άπι-
στη» Κορωνίδα]. Πριν αποτεφρωθεί εντελώς η Κο-
ρωνίδα, ο Απόλλωνας διέσωσε το έμβρυο που έφε-
ρε στη μήτρα της.
ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΩΝ: Ο νεογέννητος
Ασκληπιός χρειαζόταν κάποιον για να τον μεγαλώ-
σει. Έτσι ο Απόλλωνας έδωσε το βρέφος στον σοφό
Κένταυρο Χείρωνα, μια άλλη θεραπευτική μορφή
της ελληνικής μυθολογίας. Έτσι, αν και ο Απόλλωνας
υπήρξε θεός της θεραπείας, ο Χείρων δίδαξε τη
θεραπευτική τέχνη στον Ασκληπιό. Στην ανατροφή
πήρε μέρος και η θεά Αθηνά, η οποία προσφέρει
στον Ασκληπιό το πολύτιμο αίμα της Μέδουσας.
Το αίμα αυτό που δόθηκε στον Ασκληπιό, αποτε-
λείτο από δύο μέρη, ανάλογα με τη φλέβα από την
οποία είχε αναπηδήσει. Το αίμα από τη δεξιά φλέβα
θα μπορούσε να θεραπεύσει την ανθρωπότητα,
ακόμη και από θάνατο, ενώ το αίμα από την αρι-
στερή φλέβα μπορούσε να θανατώσει.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ: O Ασκληπιός έγινε έτσι
ικανός ιατρός, αλλά όταν έφερε πίσω στη ζωή τους
Καπανέα και Λυκούργο, που είχαν φονευθεί στη
διάρκεια του πολέμου των Επτά επί Θηβών, και τον
Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα, ανήσυχος ο Δίας για
την εξουσία του πάνω στη ζωή και τον θάνατο,
σκότωσε τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό. Αξίζει να
σημειώσουμε πως ο Απόλλων προσπάθησε να εκ-
δικηθεί τους Κύκλωπες που «έφτιαξαν» αυτόν τον
κεραυνό. Τότε ο Δίας, για να τιμωρήσει τον Απόλ-
λωνα, τον έκανε για ένα χρόνο θνητό και τον έστει-
λε υπηρέτη στον βασιλιά Άδμητο. Οι πληροφορίες
αυτές, δραματοποιημένες προσφέρονται στην τρα-
γωδία του Ευριπίδη, Άλκηστις.
ΛΑΤΡΕΙΑ: Μαθαίνουμε στην Αττική τι σήμαινε
η λατρεία ενός τέτοιου ήρωα ιατρού, από μια επι-
γραφή που αποκαλεί τον θεραπευτή ήρωα-ιατρό.
Ο Ασκληπιός έκανε την είσοδό του στο λατρευτικό
πάνθεον των Αθηνών περίπου το 420 π.Χ., του-
λάχιστον δύο αιώνες μετά τη Θεσσαλία, κυρίως τη
Δυτική (Τρίκκη). Ο ναός του, το Ασκληπιείον, χτί-
στηκε σε ένα σημείο της νότιας πλαγιάς της Ακρό-
πολης, κοντά στην πηγή που θεωρείτο ότι κατείχε
θεραπευτικές ιδιότητες. Εδώ λατρευόταν μαζί του
και οι θεές Υγεία και Επιόνη, καθώς και οι δυο γιοι
του, Μαχάων και Ποδαλείριος, στους οποίους θα
αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας. Λατρευτικό
κέντρο του Ασκληπιού υπήρξε ακόμη στην Τρίκκη,
την Πεπάρηθο (Σκόπελο), την Επίδαυρο και σε πολ-
λά άλλα σημεία της Ελλάδας. Τα Ασκληπιεία ιδρύον-
ταν σε τόπους ευχάριστους και χλοερούς, πράγμα
που συνέβαλε στη θεραπεία των ασθενών. Η θε-
ραπεία γινόταν με απλά μέσα υγιεινής (νηστείες,
καθαρμούς, λουτρά) καθώς και με εξαγνισμούς,
θυσίες και τη λεγόμενη εγκοίμηση. Η τελευταία
γινόταν μέσω του νυχτερινού ύπνου του ασθενούς
που έπεφτε να κοιμηθεί πάνω σε δέρμα θυσια-
σμένου στον Ασκληπιό ζώου και κοντά στο άγαλμα
του θεού. Στη διάρκεια του ύπνου (υποτίθεται
πως) εμφανιζόταν ο Ασκληπιός και φανέρωνε στον
ασθενή το μέσο θεραπείας του (ίαμα). Ο Ασκληπιός
από τον γάμο του με την Ηπιόνη απέκτησε τα εξής
τέκνα: τον Ποδαλείριο, το Μαχάονα, τον Τελεσφό-
ρο, τον Αλεξίνορα, τον Ιανίσκο, την Υγεία, την Αί-
γλη, την Ιασώ, την Ακεσώ και την Πανάκεια. Προς
τιμήν του τελούνταν αγώνες μουσικοί και γυμνικοί
στην Επίδαυρο εννιά μέρες μετά τα Ίσθμια. Σύμ-
βολά του ήταν το φίδι, η ράβδος, ένα κύπελλο με
φάρμακο και ο κόκορας.


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΘΗΣΕΑ – ΠΕΙΡΙΘΟΥ: Για τη
γνωριμία του ήρωα της Αττικής Θησέα και του
Πειρίθου μας ιστορεί ο Πλούταρχος. Σύμφωνα
μ' αυτόν τον ιστορικό, ο βασιλιάς της Λάρισας
Πειρίθους, εγγονός του Φλεγύα και γιος του
Ιξίωνα, ακούγοντας πολλά για τη γενναιότητα
του ήρωα της Αθήνας, αποφάσισε να τον γνω-
ρίσει για να εξακριβώσει αν αληθεύει αυτή η
φήμη. Με ποιον όμως τρόπο; Πήγε κι έκλεψε
απ’ τον κάμπο του Μαραθώνα ένα κοπάδι βό-
δια του Θησέα, βασιλιά τότε της Αθήνας. Μό-
λις ειδοποίησαν οι υποτακτικοί του τον Θησέα,
αυτός, χωρίς χρονοτριβή, έτρεξε να τον προ-
φτάσει, μα ο Πειρίθους, όταν τον αντιλήφθη-
κε, δεν προσπάθησε να ξεφύγει αλλά επέ-
στρεψε θαρραλέα για να τον συναντήσει. Όταν
το βλέμμα του ενός έπεσε σ’ αυτό του άλλου,
τόσο εντυπωσιάστηκαν απ’ την όψη τους και
την αποφασιστικότητά τους, ώστε εγκατέλει-
ψαν την πρόθεσή τους να κτυπηθούν. Ο βα-
σιλιάς της Λάρισας έδωσε πρώτος το χέρι του
στον Θησέα και υποσχέθηκε αποζημίωση,
όμως ο Θησέας δεν δέχτηκε την αποζημίωση,
παρά μόνο ζήτησε τη φιλία του. Στο τέλος η
γνωριμία τους επισφραγίστηκε απ’ την αμοι-
βαία υπόσχεση για αιώνια αδελφική φιλία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι δυο καλοί
φίλοι πάντα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στις
περιπέτειές τους.
Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ: Αξίζει να αναφέρουμε
ότι ο Πειρίθους βοήθησε τον Θησέα στην αρ-
παγή της Ελένης, της πασίγνωστης ωραίας
Ελένης, που ήταν κόρη του Δία και της Λήδας,
μέσα από τον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος στη
Σπάρτη1. Αυτό οδήγησε σε πόλεμο την Αθήνα
με τους Διόσκουρους αδελφούς της Ελένης,
Κάστορα και Πολυδεύκη, με τελικό αποτέλε-
σμα την ήττα των Αθηναίων, την επιστροφή
της μοιραίας γυναίκας στην πατρίδα της και
την αιχμαλωσία της Κλυμένης, αδελφής του
Πειρίθου, η οποία έγινε προσωπική δούλα της
Ελένης, ως αντίποινο για τη συνέργεια του
Θεσσαλού στην αρπαγή.
ΠΕΙΡΙΘΟΥΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΤΟΥ ΑΔΗ: Όταν αργότερα πέθανε η σύζυγος
του Πειρίθου, Ιπποδάμεια, εκείνος τόλμησε
να επιχειρήσει την απαγωγή της κόρης της
θεάς Δήμητρας, Περσεφόνης, συζύγου ήδη
του Πλούτωνα, που ήταν θεός του Κάτω Κό-
σμου. Για τον σκοπό αυτό πήγαν μαζί με τον
Θησέα στον Άδη, όπου αρχικά δέχτηκαν την
ευγενική φιλοξενία του Πλούτωνα, που αγνο-
ούσε τον σκοπό τους. Όταν όμως στην πορεία
ο Πλούτων αντιλήφθηκε τον στόχο της επί-
σκεψής τους, τους πρόσφερε με πονηριά θρό-
νους για να καθίσουν (τους θρόνους της Λή-
θης), όπου και κολλήθηκαν χωρίς να μπορούν
να αντιδράσουν, ενώ στη συνέχεια τυλίχθηκαν
ασφυκτικά από φίδια, τιμωρούμενοι κατ’ αυτόν
τον τρόπο για την «ύβρι» τους. Πολύ αργό-
τερα ο Ηρακλής κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο
και ελευθέρωσε τον Θησέα (που ήταν απλός
συνεργός στην προσπάθεια απαγωγής), ενώ,
όταν κατευθύνθηκε να κάνει το ίδιο και για
τον Λαρισαίο βασιλιά, η γη άρχισε να τρέμει,
αναγκάζοντας τον Ηρακλή να παραιτηθεί από
την προσπάθειά του2. Μετά από αυτή τη δυ-
ναμική εκδήλωση της αποφασιστικότητας των
θεών, ο Ηρακλής εγκατέλειψε τον ήρωα Λα-
πίθη δεμένο με αλυσίδες ως κυρίως ένοχο
για την προσπάθεια προσβολής και ατίμωσης
του θεού Πλούτωνα.
Αξίζει συμπληρωματικά να αναφερθεί ότι
ο Πειρίθους έλαβε μέρος σε πανελλήνιες εκ-
στρατείες όπως: το κυνήγι του Καλυδώνιου
κάπρου, την Αργοναυτική εκστρατεία, τον
Τρωικό πόλεμο καθώς και στην αρπαγή της
βασίλισσας των Αμαζόνων Αντιόπης από τον
Θησέα.
1 «ότι Θησεύς, Πειρίθω συνθέμενος Διός
θυγατέρας γαμήσαι, εαυτώ μεν εκ Σπάρτης
μετ' εκείνου ήρπασεν Ελένην δωδεκαέτη ού-
σαν» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 150).
2. Πειρίθω δε μνηστευόμενος τον Περσε-
φόνης γάμον εις Αίδου κάτεισι και Διόσκουροι
μεν μετά Λακεδαιμονίων και Αρκάδων είλον
Αθήνας και απάγουσιν Ελένην και μετά ταύτης
Αίθραν την Πιτθέως αιχμάλωτον􀀀(...) Θησεύς
δε μετά Πειρίθου παραγενόμενος εις Άιδου
εξαπατάται, και «ος» ως ξενίων μεταληψο-
μένους πρώτον εν τω της Λήθης είπε καθε-
σθήναι θρόνω, ω προσφυέντες σπείραις δρα-
κόντων κατείχοντο. Πειρίθους μεν ουν εις αί-
διον δεθείς έμεινε, Θησέα δε Ηρακλής ανα-
γαγών έπεμψεν εις Αθήνας.” (Απολλόδωρος,
Βιβλιοθήκη, 154).
 * Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
είναι δάσκαλος του 32ου Δημ. Σχ.
- συγγραφέας


Τότε και τώρα…

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Φεβρουαρίου 22, 2013

ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣΓράφει η Νανά Στ. Παπαϊωάννου

φιλόλογος-ποιήτρια

 «…και παρήν ομού κλύειν

  πολλήν βοήν ,ω παίδες Ελλήνων ίτε,

  ελευθερούτε πατρίδ’,ελευθερούτε δε

  παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη,

  θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών»

                                        (Αισχύλου  «Πέρσαι»)

            Τότε, το 480 π.Χ, πριν από2500,περίπου, χρόνια, όταν ο Ελληνικός κόσμος της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κινδύνευε να χάσει, μια για πάντα, την ελευθερία του και την κυριαρχία του στην Ελληνική Επικράτεια.

       Τότε, που η ιμπεριαλιστική δύναμη της Περσικής αυτοκρατορίας, με τις απειρά- ριθμες στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις της, προήλαυνε, σκορπώντας το θάνατο ,

καίγοντας και καταστρέφοντας, υποχρεώνοντας τη σύμπραξη στην εκστρατεία, των, καθ’ οδόν, υποδουλωμένων κατοίκων των ελληνικών πόλεων.

      Τότε, που, ως στόχος των Περσών βασιλέων τέθηκε η υποδούλωση, όχι μόνον,

της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, απαιτώντας «Γην και ύδωρ».

        Τότε, λοιπόν, οι ενωμένες Ελληνικές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις,  ξεπερνώντας τις οποιεσδήποτε, μεταξύ τους, διαφορές, στο θέμα της ηγεσίας και ,όχι μόνον, ένωσαν τον παλμό της ψυχής τους, τα κοινά ιδεώδη της φυλής τους, την αγάπη για την ελευθερία και την Πατρίδα, το σεβασμό στα πατρογονικά εδάφη, ην υπεράσπιση των προγονικών τάφων, ων βωμών και εστιών. Και βροντοφώναξαν με μια φωνή:

                                  «Νυν υπέρ πάντων αγών!»

        Και νίκησαν τους απειράριθμους εχθρούς, κατατρόπωσαν τις αήττητες Περσικές

δυνάμεις, έδωσαν ένα καλό μάθημα στην αλαζονεία της απόλυτης εξουσίας των

Περσών βασιλιάδων.

        Αλίμονο! πόσο απέχει το  «Τότε» από το  «Σήμερα! Πόσο ψευδοτόκο και άρρωστο φαντάζει το σύγχρονο πολιτικοϊδεολογικό κατεστημένο, που καταφέρνει, όχι πάντα με νόμιμα μέσα, να βρίσκεται στην εξουσία.

Πόσο διαφέρουν οι σύγχρονοι  «σωτήρες»  της Πατρίδας μας από τους, τότε

ανδραγαθήσαντες και ελευθερωτές της Ελλάδας, αφού,  «ελαφρά τη συνειδήσει», δίνουν  «Γην και ύδωρ»  στους επίβουλους  «φίλους»  ή και εχθρούς μας!

      Άραγε, το χώμα που πατάμε, τα δάση μας και ο πλούτος, που κρύβουν βαθειά μέσα τους, το απέραντο Αιγαίο, το κατάσπαρτο με πανέμορφα μικρά και μεγάλα νησιά το λαμπερό στερέωμα, που μας σκεπάζει, τι θα σιγοψιθυρίζουν αναμεταξύ τους, μετά τις άνομες και παράνομες συμφωνίες, που έχουν υπογραφεί, από απάτριδα χέρια;

      Άδειοι από αξίες και ιδανικά, οι σύγχρονοι λιμοκοντόροι της πολιτικής, κινούμενοι από ιδιοτέλεια και φιλόδοξη ματαιοπονία, χαμερπή κενοδοξία, πρώτιστα ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

     Λυμαίνονται την εξουσία και μηρυκάζουν τις ίδιες πολιτικολογίες-μωρολογίες,για να δικαιολογήσουν τα τραγικά τους λάθη.

     Όχι, πως τότε δεν γίνονταν λάθη, όχι πως έλειπαν, ακόμη, και προδότες από το τότε πολιτικό προσκήνιο ή παρασκήνιο, μα ήταν αμελητέες μονάδες ή μεμονωμένες, που κατατροπώνονταν από τη γενική κατακραυγή.

  Δυστυχώς, η έλλειψη, εσκεμμένα, ουσιαστικής παιδείας, ακόμη, και απ’ αυτούς που

επιδιώκουν να κατακτήσουν αξιώματα, η απαξίωση της διδαχής από το ιστορικό

παρελθόν, η καταστρατήγηση της έννοιας της δημοκρατίας και από τους ίδιους τους κυβερνώντες, η παραχώρηση σημαντικών δημόσιων θώκων σε ανάξιους οδήγησαν την Πατρίδα μας στη σημερινή κατάρρευση.

        Η αγάπη και η προσήλωση σε υψηλά ιδανικά λοιδορείται ως αναχρονισμός.

 Αντίθετα, η απαξίωση πατροπαράδοτων θεσμών και αξιών, η μίμηση ευτελών και

αρνητικών προτύπων, η χάλκευση της ιστορίας μας υποθάλπονται και

πλασάρονται ως προοδευτική αντίληψη, στα πλαίσια μιας Παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

       Νεόκοποι δικολάβοι της πολιτικής, χωρίς πολιτικό ανάστημα, επέτρεψαν ,στο παρελθόν, και συνεχίζουν να επιτρέπουν, στο παρόν, την ασύστολη και ωμή

 επέμβαση ξένων πολιτικοοικονομικών παραγόντων, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος στα τεκταινόμενα της Πατρίδας μας.

      Η έννοια της ελευθερίας  και της αξιοπρέπειας έπαψε να υπάρχει για το Έλληνα πολίτη, που υφίσταται, εδώ και μερικά χρόνια, έναν πρωτοφανή και ανελέητο πόλεμο από τους ίδιους τους κυβερνώντες και τα επιτελεία τους.

      Επιβάλλουν νόμους και θεσμοθετούν κανόνες ,αναιρώντας όσα είχαν υποσχεθεί

προεκλογικά, δικαιολογώντας την ανακολουθία τους με ανακρίβειες και ψευδείς μωρολογίες. Έχουν φτιάξει τους κανόνες του δικού τους Δικαίου, απεμπολώντας την ίδια την έννοια της Δικαιοσύνης. Θεωρούν πως ασκούν την εξουσία σε αγέλες ζώων ή σε ανεγκέφαλους  πολίτες, επειδή ,έτσι, τους βολεύει, κλείνοντας τα αυτιά τους στις απεγνωσμένες φωνές διαμαρτυρίας ,στην απαίτηση για σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς.  Ξεχνούν πως «αυτό το ζώο το μανό» ,που λέει και ο ποιητής μας ,Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, τα ’χει τετρακόσια, γνωρίζει το δίκαιο και το άδικο, κι ας άγεται και φέρεται, κάποιες φορές, από τους δημοκόπους της κομματικής μέγγενης.

      Τότε, η δημοκρατία μεγαλουργούσε, με την άψογη εφαρμογή της, από άρχοντες

και πολίτες, με βασικό γνώμονα την εφαρμογή των νόμων, απ’ όλους, όπως πίστευαν

 «ως ο νόμος κελεύει… εστί δημοτικόν»!

     Σήμερα, οι νόμοι ή ψηφίζονται για να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας ή απεμπολούνται από τους ίδιους τους κυβερνώντες.

      Τότε, η δημοκρατία γεννοβολούσε τον χρυσό αιώνα του Περικλή, με τα υψηλά επιτεύγματα στο πνευματικό, το καλλιτεχνικό και, γενικότερα, στο πολιτιστικό πεδίο,

μεταλαμπαδεύοντας στις μεταγενέστερες γενιές τα φώτα του πολιτισμού, κληροδοτώντας στο σύγχρονο κόσμο τις υψηλές έννοιες του ανθρωπισμού.

        Σήμερα, η δημοκρατία, διάτρητη από τα καρκινώματα της ιδιοτέλειας, από την καταρράκωση των θεσμών, την απαξίωση θεσμοθετημένων αρχών, πνέει τα λοίσθια.

        Τότε, ο απλός πολίτης ήταν μια βασική δυναμική στην ανάληψη αποφάσεων και στην εφαρμογή τους, αποβλέποντας, πάντα, στο καλό του κοινωνικού συνόλου, στην ανάπτυξη και την πρόοδο, με γενικότερη και ειδικότερη σημασία.

         Απολάμβανε αυτά που δικαιούνταν, από ένα κράτος πρόνοιας, μα

ανταποκρίνονταν και στις οιεσδήποτε υποχρεώσεις του, απέναντι σ’ αυτό το κράτος.

        Σήμερα, οι Έλληνες πολίτες, ιδιαίτερα, των μικρομεσαίων στρωμάτων, χτυπιούνται

απάνθρωπα από την πρωτοφανή και ανάλγητη επιβολή φόρων, από τα λεγόμενα  χαράτσια και κάθε είδους εκβιαστικές νομολογίες-τροπολογίες,μέχρι την τελική τους εξόντωση. Η νεολαία μαραζώνει και φυτοζωεί στο περιθώριο, χτυπημένη από την πρωτοφανή ανεργία ή παίρνει το δρόμο της μετανάστευσης για να καταθέσει τις γνώσεις και όλη την ενεργητικότητά της στην πρόοδο και ανάπτυξη άλλων κρατών.

 Τότε, η ομοψυχία και η ανάληψη ευθυνών μπρος στο ύψιστο καθήκον της σωτηρίας της Πατρίδας εμεγαλούργησε. Πατάχθηκε η αφροσύνη και η παραφροσύνη των εχθρών.

       Σήμερα, οι ιθύνοντες καθημάζονται μέσα στον κυκεώνα των κομματικών

αντιθέσεων, φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε θέματα μείζονος σημασίας για την ίδια την Πατρίδα μας, όπως αυτό της εθνικής κυριαρχίας και της προστασίας του εθνικού και πολιτιστικού μας πλούτου. Αποδεικνύονται, έτσι, κατώτεροι των περιστάσεων.

        Δυστυχώς, αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν πως η ιστορία καταγράφει, δη, στο σκληρό της δίσκο τα έργα και τις ημέρες τους με μελανά και ανεξίτηλα γράμματα.

                                                                            Νανά Στ. Παπαϊωάννου

                                                                              φιλόλογος-ποιήτρια