Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Ο έλληνας στρατηγός που έδειξε ότι ακόμα και η υποχώρηση μπορεί να μετατραπεί σε νίκη

Η περίπτωση του πολυμήχανου Σπαρτιάτη, Βρασίδα, και το γερό μάθημα που έδωσε στους Ιλλυριούς


Είναι γνωστός για τον θρίαμβο της Αμφίπολης κατά των Αθηναίων. Μια μάχη που κέρδισε μεν, σκοτώθηκε δε.

Και ο θάνατός του, όπως και ο θάνατος του αθηναίου εχθρού του, θα έπειθαν τις δυο δυνάμεις να υπογράψουν μια εύθραυστη ανακωχή.

O δαφνοστεφής Βρασίδας παραμένει ωστόσο στα κατάστιχα της στρατιωτικής ιστορίας και για μια άλλη μάχη. Εκεί που έδειξε πως ακόμα και η υποχώρηση, αν γίνει μεθοδικά και συντεταγμένα, δεν σημαίνει απαραίτητα ήττα.

Ο Βρασίδας εξάλλου δεν ήταν τυχαίος. «Αχιλλέα του Πελοποννησιακού Πολέμου» αποκαλούσαν χαρακτηριστικά τον λακεδαιμόνιο στρατηγό, μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές μορφές της Σπάρτης κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Ο Θουκυδίδης τον απεικονίζει με τα πιο ζωντανά χρώματα, λέγοντάς μας πως ήταν δεινός ρήτορας, εύστροφος και σωστή στρατιωτική διάνοια, ενσαρκώνοντας πλήρως στο πρόσωπό του τα ιδεώδη της αρχαίας Σπάρτης.

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της πρώτης φάσης του Πελοποννησιακού Πολέμου (Αρχιδάμειος Πόλεμος, 431-421 π.Χ.) διακρινόταν για την τόλμη και την ανδρεία του, αλλά και τις διπλωματικές αρετές του.

Η κορυφαία στιγμή του ήταν και το τέλος του: Η μάχη της Αμφίπολης

Η περίφημη μάχη της Αμφίπολης έλαβε χώρα το 422 π.Χ., φέρνοντας αντιμέτωπους τους Σπαρτιάτες, υπό τον Βρασίδα, και τους Αθηναίους, υπό τον Κλέωνα.

Έχοντας νικήσει τους Αθηναίους το 424 π.Χ. στο Δήλιο της Βοιωτίας, ο Βρασίδας κινήθηκε στη Χαλκιδική. Η εκστρατεία του στη Μακεδονία είχε διττό σκοπό: την αναζήτηση συμμαχιών, αλλά και την κατάληψη πόλεων φίλα προσκείμενων στην Αθήνα.

Κάποια στιγμή πληροφορήθηκε πως ο Κλέων κινούνταν εναντίον του. Οι δύο στρατοί στρατοπέδευσαν κοντά στα τείχη της Αμφίπολης, ο Βρασίδας άφησε ωστόσο ένα μέρος των δυνάμεών του, κάπου 150 άντρες, εντός της πόλης.

Ήταν άλλη μια ευκαιρία για να επιδείξει ο δαιμόνιος λακεδαιμόνιος στρατηγός την ευφυΐα του. Ο Βρασίδας πότε έκρυβε τον στρατό του πίσω από τα τείχη της Αμφίπολης και πότε τον εμφάνιζε, κάνοντας τον Κλέωνα να πιστέψει πως θα του επιτεθεί.

Ο αθηναίος στρατηγός ετοίμαζε τον στρατό του για επίθεση, δίνοντας στον Βρασίδα την ευκαιρία που τόσο αποζητούσε. Οι πύλες της στρατηγικής σημασίας πόλης άνοιξαν ξαφνικά και από μέσα ξεχύθηκε ο στρατός των Σπαρτιατών.

Ο αιφνιδιασμός της εξόδου ήταν ολοκληρωτικός. Οι Αθηναίοι τράπηκαν σε φυγή και η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή. Μέτρησαν σοβαρές απώλειες εκατοντάδων στρατιωτών, ενώ οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις 7 άντρες. Μόνο που μεταξύ τους ήταν και ο ίδιος ο Βρασίδας. Αλλά και ο Κλέων, από πλευράς Αθηναίων.

Ο Βρασίδας μεταφέρθηκε τραυματίας εντός των τειχών και άφησε λίγο αργότερα την τελευταία του πνοή. Πριν πεθάνει, πληροφορήθηκε πάντως ότι ο στρατός του είχε νικήσει. Τις παραμονές μάλιστα της επίθεσης, εκφώνησε άλλον έναν περίφημο λόγο του, εμψυχώνοντας για μια τελευταία φορά τους άντρες του.

Τον έθαψαν με τιμές μέσα στην Αμφίπολη, ενός προς τιμήν του στήθηκε στη Σπάρτη ένα κενοτάφιο, δίπλα στα μνημεία του Παυσανία και του Λεωνίδα.

Ο θάνατος των δύο στρατηγών, αλλά και η πανωλεθρία της Αθήνας, έπεισαν τις δύο πόλεις να φέρουν στην επιφάνεια τις φιλειρηνικές τους παρατάξεις.

Οι δύο πλευρές θα κατέληγαν την επόμενη χρονιά στην εύθραυστη Νικίειο Ειρήνη (Μάρτιος του 421 π.Χ.), δίνοντας έτσι τέλος στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Η «άλλη» μάχη

Ο λακεδαιμόνιος στρατηγός δεν περίμενε όμως την Αμφίπολη για να γίνει γνωστός στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες ριπές των εξαιρετικών και παράτολμων τακτικισμών του, των «Βρασίδειων», όπως ονομάστηκαν χαρακτηριστικά, φάνηκαν από τις πρώτες στιγμές του Πελοποννησιακού.

Ήδη από το 431 π.Χ. είχε τρομερές στρατιωτικές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Όπως το γεγονός ότι κατάφερε να λύσει την αθηναϊκή πολιορκία της Μεθώνης με μόλις 100 άντρες στο πλευρό του.

Οι Αθηναίοι, με στόλο 100 πλοίων, πραγματοποίησαν απόβαση στην πόλη, που δεν είχε παρά μια μικρή φρουρά. Η κατάληψή της φάνταζε εύκολη ιστορία, δεν υπολόγιζαν όμως τον Βρασίδα, που βρισκόταν κοντά στη Μεθώνη και έσπευσε τάχιστα.

Με γενναιότητα που ξεχείλιζε, κατάφερε να διαπεράσει τα στρατεύματα των πολιορκητών και να μπει στην πόλη, χάνοντας κατά την αιφνιδιαστική εισβολή του λίγους μόνο άντρες. Έτσι έσωσε τη Μεθώνη και τιμήθηκε από τη Σπάρτη.

Με τέτοιες στρατιωτικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, σε στεριά και θάλασσα, έφτασε να εκστρατεύσει το 428 π.Χ. στη Μακεδονία, μεταφέροντας εκεί το θέατρο των μαχών. Κατέλαβε πολλές πόλεις και έπεισε άλλες τόσες να τον ακολουθήσουν χωρίς μάχη, καθώς η προσωπικότητα και η δικαιοσύνη του έκαναν εύκολη την αποστασία από το άρμα της Αθήνας.

Κάποιες φορές έφτανε ένας λόγος του για να παραδοθούν οι πόλεις στους Σπαρτιάτες (όπως έγινε στην Άκανθο και τα Στάγειρα).

Το ημερολόγιο έδειχνε 423 π.Χ. όταν του ζήτησε ο σύμμαχός του, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Περδίκκας Β’ (γιος του Αλέξανδρου Α’), να τον βοηθήσει στον δικό του πόλεμο. Ο Βρασίδας τού είχε μεγάλη υποχρέωση, ο Περδίκκας είχε αναλάβει τη σίτιση του μισού πελοποννησιακού στρατού.

Κι έτσι εκστράτευσαν από κοινού εναντίον του Αρραβαίου στη βορειοδυτική Μακεδονία, στο κρατίδιο των Λυγκηστών. Η μάχη ήταν να δοθεί στη Λυγκηστίδα (Λύγκος), ο Περδίκκας περίμενε όμως και τους ιλλυριούς συμμάχους του.

Μερικές σποραδικές μάχες αργότερα, οι τρομεροί μισθοφόροι τον πρόδωσαν όμως και συντάχθηκαν με τον στρατό του Αρραβαίου εναντίον του μακεδόνα βασιλιά. Ο Περδίκκας τράπηκε σε φυγή τη νύχτα, αφήνοντας ουσιαστικά μόνο τον Βρασίδα και μάλιστα μέσα σε εχθρικό έδαφος.

Οι μισθοφόροι Ιλλυριοί είχαν φήμη άγριων και ικανών πολεμιστών και η προσχώρησή τους στις τάξεις του εχθρού ήταν μεγάλο πλήγμα για την εκστρατεία. Ο Βρασίδας δεν αντιλήφθηκε την υποχώρηση των συμμάχων Μακεδόνων και βρέθηκε τα ξημερώματα απομονωμένος βαθιά μέσα στα εδάφη του εχθρού.

Και τότε θα έλαμπε η στρατηγική του διάνοια για άλλη μια φορά. Αφού εκφώνησε άλλον έναν εμψυχωτικό λόγο, απομυθοποιώντας ουσιαστικά την πολεμική μηχανή των Ιλλυριών, οργάνωσε την απαγκίστρωσή του από τη χώρα των Λυγκηστών.

Οι στρατιωτικοί ελιγμοί του για μια συντεταγμένη υποχώρηση άφησαν εποχή. Ήταν υποχώρηση μεν, είχε λάβει ωστόσο όλα τα μέτρα απέναντι σε μια αιφνιδιαστική επίθεση του εχθρού. Η υποχώρηση με τάξη και πειθαρχία, έλεγε στους στρατιώτες του, δεν είναι ήττα, ειδικά αν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα ασύνταχτο πλήθος βαρβάρων.

Και πράγματι δικαιώθηκε. Οι Ιλλυριοί επιτέθηκαν τελικά και το πλήρωσαν ακριβά. Ο Βρασίδας οργάνωσε με πρωτόγνωρο τρόπο την υποχώρηση των δυνάμεών του, σε σχηματισμό αμυντικού τετραγώνου.

Ο στρατηγικός στόχος ήταν να προστατευτούν οι ελαφρά θωρακισμένοι πολεμιστές, την ίδια ώρα που μικρές και ευέλικτες μονάδες ελίτ στρατιωτών απέκρουαν τις επιθέσεις του εχθρού. Ο Βρασίδας έκανε πολλά και νεωτεριστικά σε αυτή την υποχώρηση, εξασφαλίζοντας τακτικά πλεονεκτήματα σε στενά περάσματα και υψώματα.

Ήταν μια τολμηρή και πρωτόγνωρη στα στρατιωτικά χρονικά υποχώρηση από εχθρικό έδαφος, που του επέτρεψε να βρεθεί σε συμμαχικά εδάφη χωρίς να χάσει άντρες. Επικράτησε του εχθρού ενώ υποχωρούσε. Οι επιτιθέμενοι καθηλώθηκαν και μέτρησαν μεγάλες απώλειες.

Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν τελικά με ασφάλεια σε φιλικό έδαφος, μόνο που η προδοσία του Περδίκκα θα έδινε τέλος στη συμμαχία Μακεδονίας και Σπάρτης.

Αυτός ήταν ο Βρασίδας, ο τολμηρός στρατηγός της Σπάρτης, τον οποίο μελέτησε καλά ο στρατηλάτης Μέγας Αλέξανδρος για τη δική του μεγαλειώδη εκστρατεία.

Λέγεται μάλιστα ότι ο Βρασίδας εκτιμούσε τόσο τη γενναιότητα που κάποια στιγμή άφησε ελεύθερο ένα ποντίκι που τον είχε δαγκώσει. Όταν τον ρώτησαν περίεργοι οι άντρες του γιατί του χάρισε τη ζωή, ο στρατηγός απάντησε: «Τίποτα δεν είναι τόσο μικρό και αδύναμο ώστε να μην μπορεί να ζήσει αν έχει τόλμη»…

 

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

H σκάλα του Πηνειού


Η Σκάλα του Πηνειού στη Λάρισα στην περιοχή των παλαιών Σφαγείων.  Επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα, ταχυδρομημένο το 1915. Η Σκάλα του Πηνειού στη Λάρισα στην περιοχή των παλαιών Σφαγείων. Επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα, ταχυδρομημένο το 1915.

Η σημερινή εικόνα είναι αντίγραφο χρωμολιθόγραφου επιστολικού δελταρίου του Στέφανου Στουρνάρα, το οποίο φέρει τον αριθμό 234 και την ένδειξη «Θεσσαλία-Λάρισσα».

Ο Στουρνάρας γεννήθηκε το 1867 στη Ζαγορά του Πηλίου. Νεαρός εργάστηκε σε εμπορικό κατάστημα στη Σμύρνη. Όμως οι επιδιώξεις του ήταν διαφορετικές. Έφυγε για την Αθήνα όπου παρακολούθησε για εφτά χρόνια μαθήματα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στους τομείς της ζωγραφικής και χαρακτικής με καθηγητή τον ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα και το 1889 πήρε το δίπλωμά του. Στη φωτογραφική τέχνη υπήρξε αυτοδίδακτος, μελετώντας ξένα βιβλία και παρακολουθώντας φωτογράφους της Αθήνας κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Το 1889 εγκαταστάθηκε στον Βόλο και ήταν ο πρώτος ζωγράφος της πόλης που αποφοίτησε από σχολή. Αρχικά ασχολήθηκε με τη βυζαντινή αγιογραφία και την κοσμική ζωγραφική. Το 1892 άνοιξε καλλιτεχνικό φωτογραφείο. Με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 επιστρατεύθηκε και φωτογράφισε σκηνές από μάχες στο μέτωπο του πολέμου (Βρύση Τυρνάβου, Λοσφάκι, Προφήτη Ηλία Τυρνάβου, Βελεστίνο και αλλού) [1]. Αργότερα περιηγήθηκε με τη φωτογραφική μηχανή του στη Μαγνησία και ιδιαίτερα στο Πήλιο, τη Θεσσαλία, τη Φθιώτιδα, τη Β. Εύβοια και μετά τον νικηφόρο πόλεμο του 1912-13 στο Άγιον Όρος, τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Το 1920 εκτύπωσε και 25 περίπου κάρτες με θέματα από τη Μ. Ασία και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Εξέδωσε περίπου 1.100 μονόχρωμες και λιθόγραφες έγχρωμες κάρτες. Χάρη στη γεωγραφικά ευρεία φωτογραφική κάλυψη που πέτυχε, η Λάρισα και η περιοχή της έχει αρκετές φωτογραφίες της περιόδου 1900-1915, περίοδο κατά την οποία οι Λαρισαίοι φωτογράφοι ασχολούνταν αποκλειστικά με τη φωτογράφιση σε στούντιο. Πέθανε στις 22 Αυγούστου 1928.
Οι εκτυπώσεις όλων των φωτογραφιών του είναι εξαιρετικές και τα χρώματα ζωηρά. Γι’ αυτό και σήμερα οι κάρτες του Στέφ. Στουρνάρα έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη αξία και είναι περιζήτητες στις διενεργούμενες δημοπρασίες. Η δημοσιευόμενη φωτογραφία είναι χρωμολιθόγραφη και ταχυδρομημένη, με χρονολογία σφραγίδας: ΛΑΡΙΣΣΑ 24 Νοεμβρίου 1915
Στην εικόνα που παρουσιάζουμε και θα αναλύσουμε, ο φωτογράφος στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στην περιοχή όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια υπήρχαν τα παλαιά Σφαγεία της Λάρισας επί της οδού Αεροδρομίου [2]. Έστησε τον τρίποδα και έστρεψε τον φακό του προς τα βορειοδυτικά. Στο πρώτο επίπεδο διακρίνεται η λεγόμενη «Σκάλα», μια κατασκευή με μεγάλες πέτρες, η οποία προεξέχει στην κοίτη του ποταμού και βοηθούσε ανθρώπους, ζώα και διάφορα μεταφορικά μέσα να επιβιβάζονται σε μια «περαταριά» [3] και να διαπεραιώνονται στην απέναντι όχθη του Πηνειού. Το 1925 ο Ρωμύλος Αβδής, ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας, δημιούργησε στην περιοχή αυτήν της αριστερής όχθης, η οποία σημειωτέον ήταν κατάφυτη από δέντρα, εξοχικό κέντρο με την ονομασία «Λούνα Παρκ», το οποίο συγκέντρωνε τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού την αφρόκρεμα της Λαρισαϊκής κοινωνίας. Στη φωτογραφία διακρίνονται ορισμένα άτομα να παρατηρούν το τοπίο και να περιμένουν προφανώς να διαπεραιωθούν απέναντι. Μπροστά υπάρχει ένα κοπάδι πρόβατα το οποίο βόσκει. Στο βάθος, σε κάποιο σημείο μέσα στην κοίτη του Πηνειού διακρίνεται το γνωστό νταϊλιάνι [4] του Πηνειού, η χαρά των ψαράδων της Λάρισας.
Σε μακρινή απόσταση φαίνεται το βορειοδυτικό τμήμα της Λάρισας. Ξεκινώντας από δεξιά, καθώς βλέπουμε την εικόνα, παρατηρούμε αδρά ότι εξέχει το καμπαναριό και η στέγη του ναού της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγία) και κοντά της ορισμένα χαμηλά σπίτια της συνοικίας Ταμπάκικα. Την περίοδο εκείνη η συνοικία αυτή περιοριζόταν κατά μήκος της σημερινής οδού Γεωργιάδου και έφθανε μέχρι την εκκλησία, όπως ακριβώς φαίνεται και στη φωτογραφία. Στη συνέχεια διακρίνονται οι ατμόμυλοι της παραπήνειας περιοχής. Οι παλιοί Λαρισαίοι τη θέση αυτήν την ονόμαζαν «Μύλια» από την παρουσία των παραδοσιακών υδρόμυλων. Πρώτα διακρίνεται η υψικάμινος (καμινάδα) και δίπλα το διώροφο κτίριο του Μύλου του Παππά με το χαρακτηριστικό αέτωμα, όπως ήταν στην αρχική μορφή του, πριν καταστραφεί από πυρκαγιά, η οποία οφειλόταν στα γαλλικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει τη Λάρισα [5]. Στη συνέχεια μέσα από τα δέντρα εξέχει η καμινάδα του ατμόμυλου του Ιωάννη Τσιμπούκη που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από τον Μύλο του Παππά.
Τέλος, σε πιο απομακρυσμένη απόσταση διακρίνεται ο λόφος της Ακρόπολης με τα οικήματα του Τρανού μαχαλά. Ο τρούλος και τα δύο κωδωνοστάσια του Αγίου Αχιλλίου μόλις διαγράφονται πίσω από την πλούσια βλάστηση που έχουν οι όχθες του ποταμού, ενώ αριστερότερα προβάλλει ο πύργος του πρώτου ρολογιού της πόλης, το οποίο σήμαινε την ώρα με καμπάνες.
Η χρονολόγηση της φωτογραφίας τοποθετείται στην περίοδο πριν το 1915, αφού είναι ταχυδρομημένη τον Νοέμβριο του 1915 και ο Μύλος του Παππά διατηρεί την αρχική μορφή του [6].

----------------------------------------------------------

[1]. «Κατά τον ατυχή μας πόλεμον ο Στουρνάρας φέρων επί της ράχεως την φωτογραφικήν του μηχανήν, ως είδος γυλιού και επί του ώμου του το γκρά (όπλο), έλαβε μέρος ενεργόν εις την μάχην Λοσφακίου της Μεγάλης Τετάρτης. Την Μεγάλην Παρασκευήν εις την μάχην της Βρύσης Τυρνάβου, ενώ φωτογραφεί την μάχην, οβίς βολιδοφόρος εκραγείσα, θα τον εφόνευεν εάν δεν τον έσωζεν η φωτογραφική του μηχανή, ήτις ευρεθείσα προ αυτού ανετράπη και εθρυμματίσθη». Σταύρος Μπατουδάκης. «Στέφανος Στουρνάρας. Ο πρωτοπόρος Βολιώτης ζωγράφος και φωτογράφος» περ. «Εν Βόλω».
[2]. Σήμερα στη θέση των παλαιών Σφαγείων λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών. Έπειτα από επιμελημένη και επιστημονική συντήρηση του κτιρίου, δημιουργήθηκε ένας σύγχρονος και λειτουργικός χώρος.
[3]. Η περαταριά είναι ουσιαστικά ένα πορθμείο, μια εξέδρα (σχεδία), η οποία πλέει και εκτελεί τη συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού, με τη βοήθεια ενός ισχυρού συρματόσχοινου στερεωμένου στις δύο όχθες.
[4]. Το νταϊλιάνι ή νταλιάνι είναι η ιχθυοπαγίδα, δηλαδή ένας διάτρητος φραγμός με ξύλα και πέτρες, στημένος εγκάρσια στη ροή του ποταμού, ο οποίος επιτρέπει τη ροή του νερού, αλλά παγιδεύει τα μεγαλύτερα ψάρια.
[5]. Άλλοι πιστεύουν ότι η πυρκαγιά να είναι αποτέλεσμα ενεργειών των βενιζελικών της Λάρισας ως αντίδραση στα φιλοβασιλικά αισθήματα του Παππά, ο οποίος επισκεπτόταν συχνά τα ανάκτορα και συναντούσε τον πρίγκιπα Νικόλαο στον κήπο των Ανακτόρων, συνοδευόμενος από τον Μιχαήλ Σάπκα και άλλους φιλοβασιλικούς.
[6]. Μπορεί ορισμένοι αναγνώστες να δυσκολεύονται να αναγνωρίζουν τα περιγραφόμενα κτίρια, ιδίως εκείνα τα οποία βρίσκονται σε μακρινή απόσταση στη φωτογραφία. Είναι προφανές όμως ότι η εκτύπωση σε χαρτί εφημερίδας υστερεί του πρωτοτύπου σε ευκρίνεια και επιπλέον ο ερευνητής με τη χρήση μεγεθυντικών μέσων έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει λεπτομέρειες, οι οποίες δεν διακρίνονται διά γυμνού οφθαλμού.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Η ΛΑΡΙΣΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ


Πλήθος Λαρισαίων παρακολουθεί την τελετή του αγιασμού των υδάτων του Πηνειού κατά την εορτή των Θεοφανείων.  Πίσω από τη δεξιά όχθη του Πηνειού οικοδομική αναρχία επικρατεί στο δυτικό πρανές του Λόφου της Ακρόπολης.  Φωτογραφία της περιόδου της τουρκοκρατίας (1880;). Από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες».  Φωτογραφίες Τάκης Τλούπας, κείμενο Νίκος Νάκος, Λάρισα (2003) σελ. 56. Πλήθος Λαρισαίων παρακολουθεί την τελετή του αγιασμού των υδάτων του Πηνειού κατά την εορτή των Θεοφανείων. Πίσω από τη δεξιά όχθη του Πηνειού οικοδομική αναρχία επικρατεί στο δυτικό πρανές του Λόφου της Ακρόπολης. Φωτογραφία της περιόδου της τουρκοκρατίας (1880;). Από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες». Φωτογραφίες Τάκης Τλούπας, κείμενο Νίκος Νάκος, Λάρισα (2003) σελ. 56.

Στο σημερινό μας κείμενο θα περιγράψουμε σε αδρές γραμμές τη μορφή της Λάρισας όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Η περιγραφή θα βασιστεί σε ανέκδοτο έργο του λόγιου δημοσιογράφου Γεωργίου Σακελλαρίδη από το Πήλιο, το οποίο γράφτηκε τις

πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Το έργο αυτό είναι ογκώδες (περίπου χίλιες χειρόγραφες σελίδες και διάφορα σημειώματα) και αναφέρεται στην ιστορία, τη γεωγραφία, τη λαογραφία και σε άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία αφορούν τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου. Το υλικό αυτό στην ολότητά του είναι αδημοσίευτο, εκτός από ορισμένα μέρη που έχουν δει το φως της δημοσιότητας σε περιοδικά και εφημερίδες του Βόλου της Αθήνας και της Αιγύπτου.
Ο Γεώργιος Σακελλαρίδης Θετταλομάγνης γεννήθηκε στον Άγ. Λαυρέντιο του Πηλίου. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Σακαλλαρίδης ο Θετταλομάγνης ήταν και αυτός λόγιος και δημοσιογράφος και είναι διαπιστωμένο ότι πατέρας και υιός πρωταγωνίστησαν στο επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλομαγνησίας του 1878. Ο Γεώργιος έζησε για ορισμένο διάστημα και στην Αίγυπτο, όπου μάλιστα το 1899 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Άμμων». Αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα επέστρεψε στον Βόλο, όπου διετέλεσε μάχιμος δημοσιογράφος. Παρακολουθούσε από κοντά τα προβλήματα της Θεσσαλίας που μόλις είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό βασίλειο, αλλά και γενικότερα του ελληνισμού. Διαπίστωνε όμως ότι η μεταπολεμική νεοελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα η θεσσαλική απείχε πολύ από τα νεανικά του οράματα. Όσο βρισκόταν στον Βόλο έγραψε το έργο του στο οποίο θα αναφερθούμε. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1931.
Στο έργο του ο Γεώργιος Σακελλαρίδης ένα μεγάλο κομμάτι, περίπου 450 χειρόγραφες σελίδες τις έχει αφιερώσει για τη Θεσσαλία. Οι πληροφορίες που αφορούν την περιοχή αυτή είναι λεπτομερέστερες και αρτιότερα τεκμηριωμένες. Θα μας απασχολήσει κυρίως το τμήμα που αναφέρεται στη Λάρισα για ευνόητους λόγους. Σ' αυτό επιχειρεί να σκιαγραφήσει το πορτρέτο μιας πόλης, η οποία μετά την απελευθέρωση καλείται να διαδραματίσει έναν καινούριο ρόλο στη μακροχρόνια ιστορική πορεία της, βασιζόμενος στις δύο περίπου δεκαετίες ελεύθερης ζωής. Αν και Βολιώτης, αναγνωρίζει εκ προοιμίου τη Λάρισα ως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας και αναφέρεται εν συντομία στην ιστορία της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, επιχειρεί μια αναλυτική ιστορία της εκκλησίας της Λάρισας, με την αναγραφή καταλόγων επισκόπων της, περιγράφει τη σύγχρονη Λάρισα με λεπτομερείς αναφορές σε σημαντικά γεγονότα που σφράγισαν την περίοδο αυτή της ιστορίας της και τέλος καταγράφει τα ήθη και τα έθιμα του τόπου.
Όσον αφορά τη Λάρισα της εποχής του, την θεωρεί μία «υπό κατασκευήν πόλη», μετά τη σταδιακή εφαρμογή του σχεδίου πόλης του 1882. Στην ουσία ήταν ακόμα κατά 80% τουρκόπολη, με όλα τα κατάλοιπα του ρόλου που διαδραμάτισε στο παρελθόν. Έκδηλη ήταν ακόμα και η ανησυχία για τον ρόλο που καλείτο να παίξει στο μέλλον της[1]. Το ανέκδοτο αυτό έργο του Γεωργίου Σακελλαρίδη συμπληρώνει τις γνώσεις μας για τη Λάρισα και διαφωτίζει ορισμένες πτυχές της. Η πρωτοτυπία του έγκειται στις πληροφορίες που μας δίνει απλόχερα για τον λαϊκό της πολιτισμό, τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε γι' αυτή την περίοδο.
Αν και η ολοκληρωμένη δημοσίευση του ανέκδοτου αυτού υλικού του Σακελλαρίδη θα έδινε στην πραγματική του διάσταση ανάγλυφο όλο το μέγεθος της προσφοράς του στην ανίχνευση της ιστορίας της Θεσσαλίας, επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν, θα παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από τα οποία θα αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Αρχίζει ο συγγραφέας την περιγραφή του από τη Λάρισα για να δώσει, όπως γράφει, μεγαλύτερη σημασία και προσοχή στην πεδινή Θεσσαλία, αν και επί τουρκοκρατίας η πεδινή αυτή χώρα δεν είχε αξιόλογη εξέλιξη λόγω της μεγάλης παρουσίας Τούρκων. Στη συνέχεια αναλύει τους λόγους στους οποίους, κατά την άποψή του, οφείλεται η καθυστερημένη ανάπτυξη της Λάρισας. Αρχικά οφείλεται στη βαθμιαία αναχώρηση των Οθωμανών από την πόλη. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο τη μεταφορά μεγάλων χρηματικών κεφαλαίων στο εξωτερικό και φυσικά την οπισθοδρόμηση της καλλιέργειας και τη μείωση των αγορών. Άλλος λόγος ήταν η αφορία των καρπών της γης για επτά και πλέον χρόνια λόγω δυσμενών φυσικών φαινομένων, όπως η ανομβρία, οικονομικής δυσπραγίας από την πλημμελή καλλιέργεια και ιστορικών γεγονότων όπως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Ένας επιπλέον λόγος ήταν και η μείωση του εμπορίου της λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης της εμπορικής κίνησης στον Βόλο, όπου οι εκεί έμποροι αποδείχτηκαν εξυπνότεροι και ειδικότεροι. Αυτή την περίοδο η Λάρισα αναγνώριζε όχι μόνο την εμπορική επάρκεια των γειτόνων της, αλλά και ό,τι νεωτεριστικό στον τομέα των ιδεών ή του τεχνικού πολιτισμού ερχόταν από τον Βόλο. Ο μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πόλεις θα εμφανιστεί αργότερα, όταν πλέον η Λάρισα, με την επέκταση των σιδηροδρόμων, του οδικού δικτύου και της μεγάλης εμπορικής σημασίας που της έδινε η ετήσια εμποροπανήγυρη, την καθιέρωσε βαθμηδόν σε εμπορικό κέντρο της χώρας, παίρνοντας τα πρωτεία από τον Βόλο.
Χαρακτηριστική είναι η διαφημιστική προβολή των Ιππικών αγώνων, οι οποίοι συνδέονταν χρονικά και τελετουργικά με την εμποροπανήγυρη. Γράφει ο Σακελλαρίδης: «Είθισται κατά τη γενομένην ετησίως την 24ην Σεπτεμβρίου εμπορικήν πανήγυριν να τελώνται αγώνες ιππικοί, ως τουτ' αυτό εγίνετο εν τη αρχαία εποχή υπό των ενδόξων βασιλέων Σκοπαδών και Αλευαδών. Η εμπορική πανήγυρις εν Λαρίση και ταις λοιπαίς θεσσαλικαίς πόλεσι είναι γεγονός αναδεικνύον την συγγένειαν ημών των νεωτέρων Ελλήνων Θεσσαλών και την κατ' ευθείαν καταγωγήν μας μετά των αρχαίων, αγωνιζόμενοι εν ιππικοίς αγώσι και ασχολούμενοι εις την γεωργίαν και την κτηνοτροφίαν... Η Θεσσαλία επικοινωνεί μετά δύο άλλων ελληνίδων χωρών, Ηπείρου και Μακεδονίας, ου μην αλλά και της Ιλλυρίας , δια των ερχομένων εκείθεν βαθυπλούτων Ιλλυρικών πομεναρχών, ών τα εξ ενός εκατομμυρίου ποίμνια βόσκουσι ετησίως εν τη πεδινή Θεσσαλία από του μηνός Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, μέχρι τέλη Απριλίου ... Προσοχήν δέον να δώσωσιν εις την τυροκομίαν και αλλαντοποιίαν, ου μην αλλά και εις την χοιροτροφίαν και πτηνοτροφίαν, αφ' ών όντως η Θεσσαλία θέλει ανακύψη εκ του άχθους της πτωχίας και τυρρανίας».
Εν συνεχεία ο Σακελλαρίδης δίνει λεπτομερή στοιχεία για τις συνοικίες της Λάρισας, τη διάταξη των διαφόρων δημοσίων κα δημοτικών κτιρίων στο οικιστικό σχέδιο της πόλης, την παιδεία των Ελλήνων αλλά και των Τούρκων, τις αρχαιότητες, το κλίμα και τη νοσηρότητα της περιοχής, κυρίως από την ελονοσία. Επίσης καταγράφει και το εθνογραφικό πορτρέτο της πόλης, η οποία δεν πρόλαβε ακόμα να αστικοποιηθεί αυτή την περίοδο. Ο συγγραφέας μέσα στη μάλλον γραφική πολυμορφία και πολυχρωμία της πόλης διακρίνει βασικά τον πληθυσμό σε Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους και περιγράφει τον πολιτισμό τους ξεχωριστά. Τους Έλληνες Θεσσαλούς τους διακρίνει σε πεδινούς (Καραγκούνηδες), βλάχους, ορεινούς (Πηλιορείτες, Αγραφιώτες, Χασιώτες), η δε πρωτεύουσα Λάρισα περιλαμβάνει μικτό πληθυσμό, με τα αντίστοιχα ήθη και έθιμα κάθε ομάδας.
Τέλος ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα των προλήψεων και δεισιδαιμονιών της περιοχής. Αναφέρει επί λέξει ο Σακελλαρίδης : «Ο σκοπός ημών είναι να γνωρίσωμεν τοις Θεσσαλοίς αναγνώσταις και τοις Έλλησιν ό,τι επρεσβεύετο και έτι πρεσβεύεται εν τοις χωρίοις και πόλεσι της Θεσσαλίας. Αν δε αι κρατούσαι προλήψεις και δεισιδαιμονίαι πιστευόμεναι υπό του αμαθούς λαού ωφελούσιν ή βλάπτουσι τούτο, αφίεται εις τον ιερόν κλήρον και τους διδασκάλους, οίτινες και καθήκον έχουσι και υποχρέωσιν ανέλαβον να διαφωτίσωσι τον θεσσαλικόν λαόν περί ούτινος ήδη πρόκειται. Αφίεται συνάμα το εκπολιτιστικόν τούτο ζήτημα και εις τον πανδαμάτορα χρόνον, όστις είναι ο σοφώτερος όλων μας και διδάσκαλος του μέλλοντος¨[2].
-------------
[1]. Είναι πολύ χαρακτηριστική και εύστοχη η εικόνα που μας δίνει ο Βλάσης Γαβριηλίδης για τη Λάρισα. Μεταξύ άλλων γράφει: «Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζόμενης. Η Λάρισσα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσηνούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες, Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτας, μόνον Λαρισσηνούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν ...». Παπαθεοδώρου Νικόλαος. «Η Λάρισα του Βλάση Γαβριηλίδη (1890)», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου 2018.
[2]. «Η Λάρισα στα τέλη του 19ου αιώνα, με ιστορικά, κοινωνικά και λαογραφικά στοιχεία της Θεσσαλικής πρωτεύουσας. Από το ανέκδοτο έργο του Γ. Σακελλαρίδη», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 5ης Ιανουαρίου 1985.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

«Σκιρίτης Λόχος»: Οι ειδικές δυνάμεις της Σπάρτης που πήγαν να αλλάξουν την ιστορία των Θερμοπυλών

 Μπορεί να είναι εικόνα εξωτερικοί χώροι

 

Οι πιο σκληροί της περίφημης Σπαρτιατικής Φάλαγγας ήταν… Αρκάδες

Σε σχέση με τα μέσα και την τεχνογνωσία της κάθε εποχής, η Σπαρτιάτικη Φάλαγγα ήταν πιθανότατα η αρτιότερη πολεμική μηχανή που έδρασε ποτέ στον κόσμο, συγκρινόμενη πάντα με τον «ανταγωνισμό».

Υπό τον αέναο φόβο εξέγερσης των απείρως περισσότερων Ειλώτων, οι Σπαρτιάτες τελούσαν διαρκώς υπό πολεμική ετοιμότητα και ήταν καίριο για αυτούς να εξελίξουν στρατηγικές που θα επέτρεπαν σε λίγους να τιθασεύσουν πολλούς. Κάθε αρσενικό παιδί που γεννιόταν ήταν εν δυνάμει ένας από τους πιο σκληρά εκπαιδευμένους πολεμιστές του αρχαίου κόσμου.

Η στρατιωτική παιδεία ήταν το σήμα κατατεθέν της πόλης – κράτους και η υποβολή στην κουλτούρα ότι η ανώτερη τιμή ήταν η διάκριση στο πεδίο της μάχης τρόπος ζωής. Η σιδηρά πειθαρχία και ο βαρύτατος εξοπλισμός της Φάλαγγας ολοκλήρωναν το προφίλ ενός στρατιωτικού σχηματισμού, που πλεονεκτούσε από όλους τους υπόλοιπους διότι ήταν ουσιαστικά δομημένος σε άκρως επαγγελματικά» πρότυπα.  

Κι όμως, υπήρχαν μαχητές που ήταν υπέρτεροι, ως αυτόνομες μονάδες, από τους Σπαρτιάτες. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι στη σύνθεση της φάλαγγας των Σπαρτιατών συμπεριλαμβάνονταν κάποιοι ξεχωριστοί πολεμιστές, των οποίων οι μαχητικές ικανότητες και τα στρατιωτικά προσόντα ξεπερνούσαν ακόμη και αυτά του Λακεδαιμόνιου πολεμιστή.

Ουσιαστικά ήταν η επίλεκτη ομάδα της Φάλαγγας, κάτι σαν η «Δύναμη Δέλτα» αυτής, η οποία αποτελούνταν από ορεσίβια φυλών Αρκάδων, που κατοικούσαν στην αρχαία Σκιρίτιδα της νότιας Αρκαδίας. Η Σκιρίτιδα υπαγόταν στην Σπάρτη, οι πολίτες της όμως είχαν διατηρήσει αρκετές από τις ελευθερίες τους. Επρόκειτο για μια ορεινή, δύσβατη και αφιλόξενη περιοχή, στα βόρεια της Λακωνίας, ανάμεσα στους ποταμούς Οινούντα και Ευρώτα. Η στρατηγική θέση της Σκιρίτιδας ήταν καμβική για την άμυνα και την ασφάλεια της Λακεδαίμονος οδήγησε στην από νωρίς ενσωμάτωσή της στο κράτος της Σπάρτης. Από τη στενωπό της Σκιρίτιδας διέρχετο η αμαξιτή οδός που συνέδεε, μέσω Τεγέας, το Άργος με τη Σπάρτη και χάρη στους Σκιρίτες πολεμιστές ασφάλισε τα βόρεια σύνορά της από τους εχθρούς της, Αρκάδες και Αργείους.

Όταν η περιοχή προσαρτήθηκε, δόθηκε στους κατοίκους της η ιδιότητα του «περίοικου», δηλαδή του ελεύθερου πολίτη χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Οι περίοικοι ήταν κατά βάση οι κάτοικοι των λακωνικών περιχώρων και δεν λάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση του επιπέδου ενός πολίτη της Σπάρτης. Ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την ξυλουργία. Δεν μετείχαν στα κοινά και οικονομικά και  βρίσκονταν υπό την αυστηρή κηδεμονία των Σπαρτιατών. Ωστόσο οι Σκιρίτες ήταν πολύ σκληροί άνθρωποι, με αξιομνημόνευτη ανδρεία και αποστροφή στην… υποδούλωση. Ποιώντας έξυπνα οι Σπαρτιάτες, τους έκαναν συμμάχους τους, καλώντας τους επανδρώσουν τη σπαρτιατική φάλαγγα. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ήταν άντρες με σπάνια δύναμη και αντοχή, ικανοί να φέρουν εις πέρας τις πιο απαιτητικές αποστολές.

Παρόλο που οι κάτοικοί της ήταν Αρκάδες στην καταγωγή, η ορεινή αυτή περιοχή ταυτίστηκε απολύτως, πολιτικά και στρατιωτικά, με τη Σπάρτη, αναλαμβάνοντας ρόλο «φρουρού» της.

Η μοίρα των Σκιριτών ονομαζόταν αρχικά «Σκιρίτης Λόχος» και θεωρούταν η «ελίτ» της σπαρτιατικής φάλαγγας. Σύμβολο τους ήταν ένα άσπρο γεράκι σε μαύρο φόντο. Αποτελείτο από 600 άνδρες, επιλεγμένους για τη σωματική τους δύναμη και αντοχή. Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι στη μάχη κατείχαν το αριστερό πλευρό της παράταξης, δίπλα στον Βασιλιά, ενώ το δεξιό κατείχαν οι Σπαρτιάτες.

Σύμφωνα με τις αναφορές των ιστορικών, όταν η Σπαρτιατική Φάλαγγα προέλαυνε προς εμπλοκή με τον εχθρό, οι Σκιρίτες ήταν το μοναδικό τμήμα που κινείτο μπροστά από το βασιλιά. Ενεργούσαν ως εμπροσθοφυλακή και ορισμένες φορές βρίσκονταν ακόμη πιο μπροστά και από τους έφιππους ανιχνευτές.

Τις νύχτες αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου τη φύλαξη, ήταν υπεύθυνοι για την ανίχνευση του εδάφους και στρατοπέδευαν σε σημεία από όπου μπορούσαν να διακρίνουν από μακριά τους εχθρούς και τις κινήσεις τους.

Εκτός από ρόλο φρουρών, ιχνηλατών και εμπροσθοφυλακής, είχαν και αυτόν του «προσκόπου» στο σπαρτιατικό στρατό. Στην αρχαιότητα οι πρόσκοποι ήταν στρατιωτικά τμήματα που αναλάμβαναν δύσκολες αποστολές, κάτι σαν τις σημερινές ειδικές δυνάμεις. Ένα χαρακτηριστικό που τους προσομοιάζει με τους σύγχρονους καταδρομείς είναι ότι στις νυχτερινές καταδρομικές επιχειρήσεις έβαφαν το πρόσωπο και το σώμα τους μαύρο, με σκόνη από κάρβουνο για απόκρυψη-παραλλαγή.

Αν και ελάχιστα πράγματα έχουν σωθεί για τη δράση τους, γνωρίζουμε ότι η σημαντικότερη καταδρομική επιχείρηση ενός αποσπάσματος Σκιριτών έλαβε χώρα κατά τη μάχη των Θερμοπυλών και είχε ως στόχο τη δολοφονία του ίδιου του Ξέρξη!  

Και θα το είχαν πιθανότατα καταφέρει, αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας, αν ήταν λίγο πιο… τυχεροί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, η μικρή ομάδα ανδρών κατάφερε να τρυπώσει στο αντίπαλο στρατόπεδο και να φτάσει έως τη σκηνή του Πέρση βασιλιά, τον οποίο ωστόσο δεν βρήκε μέσα. Εντός της βασιλικής σκηνής ήταν δύο αδελφοί του Ξέρξη, οι στρατηγοί Αβροκόμης και Υπεράνθης, οι οποίοι και δολοφονήθηκαν από τους Σκιρίτες. Το απόσπασμα εξοντώθηκε τελικά από τη δύναμη των επίλεκτων Περσών «Αθανάτων», όταν αργότερα έγινε αντιληπτό, ωστόσο το ηθικό πλήγμα που είχε προκαλέσει στον εχθρό ήταν βαρύτατο.

Σύμφωνα με μια άλλη πηγή δε, ο διοικητής της μοίρας των Σκιρίτων ήταν αυτός που σκότωσε τον αρχιστράτηγο των Περσών, Μαρδόνιο κατά τη μάχη των Πλαταιών.

Οι μεγαλύτεροι οικισμοί της Σκιρίτιδας ήταν το Οίον και οι Καρυές, ο τόπος καταγωγής των διάσημων Καρυάτιδων. Το Οίον ονομάζεται σήμερα Κερασιά, ενώ η περιοχή της αρχαίας Σκιρίτιδας εντάσσεται στο δήμο Τρίπολης. Στην απογραφή του 2001 είχε 1.600 κατοίκους. Στην ιστορική απογραφή όμως της Ελλάδας κατέχει σαφώς μεγαλύτερη… έκταση από την εδαφική και πληθυσμιακή της.

 

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η εξέδρα της Κεντρικής πλατείας


Η Κεντρική πλατεία της Λάρισας με την εξέδρα στο κέντρο της. Φωτογραφία από  επιστολικό δελτάριο του Francois E. Caloytas από τη Σύρο. Περίπου 1910-15. Η Κεντρική πλατεία της Λάρισας με την εξέδρα στο κέντρο της. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Francois E. Caloytas από τη Σύρο. Περίπου 1910-15.

Η σημερινή εικόνα προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Φραγκούλη Καλουτά από τη Σύρο[1].

Έχουμε αναφερθεί σ’ αυτόν με την ευκαιρία άλλων επιστολικών δελταρίων του που δημοσιεύσαμε. Ήλθε στη Λάρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και κυκλοφόρησε περίπου 10 αριθμημένες κάρτες με τοπία της Λάρισας. Η σημερινή είναι η υπ’ αριθμ. 2 και στο κάτω αριστερό τμήμα της εικόνας έχει γραμμένη τη λεζάντα: ΛΑΡΙΣΣΑ. Πλατεία στα ελληνικά και τα γαλλικά.
Την περίοδο εκείνη τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της πόλης ήταν η περιοχή του Αλκαζάρ με την παλιά της πέτρινη γέφυρα και η περιοχή της Κεντρικής πλατείας. Ο Λόφος της Ακρόπολης ήταν υποβαθμισμένος, παρ’ όλο που βρίσκονταν εκεί ψηλά ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου και το ρολόι της πόλης.
Η ονομασία της Κεντρικής πλατείας άλλαξε αρκετές φορές, φαινόμενο συνηθισμένο διαχρονικά και σε άλλες πλατείες και δρόμους. Η πλατεία αυτή μερικές φορές είχε ονομασίες οι οποίες δεν επικράτησαν και αναφέρονταν μόνον στα επίσημα έγγραφα. Ακόμα και σήμερα όλοι σχεδόν την αναφέρουν σαν Κεντρική πλατεία, ονομασία η οποία δεν έχει καμία επίσημη καθιέρωση.
—Η παλαιότερη ονομασία ήταν Πλατεία Διοικητηρίου και είχε επικρατήσει από την τουρκοκρατία ακόμα, επειδή στη Β.Δ. γωνία της δέσποζε το επιβλητικό κτίριο του τουρκικού Διοικητηρίου που είχε κτισθεί το 1874 από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Στυλιανό Βουκαδόρο από τη Ζάκυνθο...
—Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο το 1881, την συναντούμε με την επίσημη ονομασία Πλατεία Απελευθερώσεως, προφανώς για να τιμηθεί η απελευθέρωση της Λάρισας μετά από 450 περίπου χρόνια σκλαβιάς (1423-1881).
—Η ονομασία αυτή δεν κράτησε πολύ. Μετά από λίγα χρόνια (1892) στο παλιό τουρκικό Διοικητήριο εγκαταστάθηκαν τα Δικαστήρια και η πλατεία μετονομάστηκε σε Πλατεία Δικαστηρίων.
—Στο υπέρθυρο της κεντρικής πύλης εισόδου του κτιρίου των Δικαστηρίων υπήρχε η επιγραφή ΘΕΜΙΔΟΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ και από την επιγραφή αυτή η πλατεία μετονομάσθηκε αργότερα σε Πλατεία Θέμιδος, ονομασία η οποία αναφέρεται σε όλα τα προπολεμικά επιστολικά δελτάρια που την απεικονίζουν.
—Ο Γιώργος Ζιαζιάς αναφέρει ότι στα 1920 ονομάσθηκε Πλατεία Βασιλέως Κωνσταντίνου του Νικητού, για να τιμηθεί η νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού προς τη Μακεδονία και Ήπειρο κατά το 1912-13. Φαίνεται όμως ότι έμεινε μόνον στα χαρτιά, γιατί τότε εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμα ο απόηχος του εθνικού διχασμού και πολύ γρήγορα ξεχάστηκε.
—Το βράδυ της ημέρας των εθνικών εκλογών της 1ης Μαρτίου 1933, όταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται η νίκη του Λαϊκού κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη, το οποίο συνεργαζόταν με το κόμμα του Γεωργίου Κονδύλη, εξερράγη κίνημα από τον χαμένο των εκλογών Νικόλαο Πλαστήρα, με τη βοήθεια τμήματος της Φρουράς Αθηνών και άλλων στρατιωτικών μονάδων της Ελλάδος. Στο κίνημα δεν προσχώρησε το Β’ Σώμα Στρατού που είχε έδρα τη Λάρισα, με αποτέλεσμα τελικά το κίνημα να μην επικρατήσει. Για να αποδοθούν τιμές προς το Β’ Σ. Σ. επειδή συνετέλεσε στην αποτυχία του κινήματος Πλαστήρα, η Δημοτική Αρχή υπό τον Μιχαήλ Σάπκα, πολιτικό ο οποίος εκλεγόταν με τη σημαία του Λαϊκού κόμματος, πήρε την απόφαση να μετονομασθεί η Κεντρική πλατεία από Θέμιδος σε Πλατεία Β’ Σώματος Στρατού.
—Στις 5 Νοεμβρίου 1959 το Δημοτικό Συμβούλιο υπό τον δήμαρχο Δημήτριο Χατζηγιάννη αποφάσισε να μετονομάσει την Κεντρική πλατεία σε Πλατεία Μιχαήλ Σάπκα, για να τιμήσει τον αναμορφωτή δήμαρχο της Λάρισας, ενώ τον Μάιο του 1964 αποκαλύφθηκε και η προτομή του, έργο του Πηλιορείτη γλύπτη Νικόλα. Από τότε μέχρι και σήμερα η επίσημη ονομασία της πλατείας δεν έχει αλλάξει. Όμως ο περισσότερος κόσμος, Λαρισαίοι και επισκέπτες, την γνωρίζουν ως Κεντρική πλατεία.
Κατά την απελευθέρωση της Λάρισας η σημερινή Κεντρική πλατεία δεν είχε ακόμη οριοθετηθεί όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Στη Β.Δ. πλευρά της δέσποζε το Τουρκικό Διοικητήριο με έναν ευρύ χώρο μπροστά του, ενώ στη νότια πλευρά της (προς τη σημερινή οδό Κούμα) υπήρχαν μερικές κατοικίες Τούρκων μπέηδων. Την τελική σημερινή μορφή της την πήρε μετά την εφαρμογή του σχεδίου της πόλεως που ψηφίστηκε το 1882 και άρχισε να εφαρμόζεται σταδιακά από το 1884 και κυρίως μετά την κατεδάφιση του πυρποληθέντος το 1905 Δικαστικού Μεγάρου.
Το 1896 στο κέντρο της αχανούς πλατείας, στήθηκε ειδική εξέδρα, λεπτομέρειες της οποίας μπορούν να φανούν στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Επρόκειτο για μια υπερυψωμένη κατασκευή κατά πέντε βαθμίδες από τον υπόλοιπο χώρο. Η εξέδρα αυτή στήθηκε για πρώτη φορά το 1883, επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα, του πρώτου Έλληνα δημάρχου στην περιοχή του Αλκαζάρ. Διαβάζουμε στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης ότι εγκρίθηκε «πίστωσις προς ανέγερσιν ...ενός παραπήγματος ως τόπου όπου θα παιανίζει η Μουσική στο άλσος των Μουσών», όπως ονομαζόταν τότε ο σημερινός κήπος του Αλκαζάρ. Σκοπό είχε να φιλοξενεί τις Κυριακές και τις εορτές την μπάντα του Στρατού, για να εκτελεί διάφορα μουσικά προγράμματα «προς ψυχαγωγίαν των περιπατητών».
Κατά τη δημαρχιακή θητεία του Κωνσταντίνου Αναστασιάδη (1896), αποφασίσθηκε να μεταφερθεί η μαρμάρινη εξέδρα «εις την πλατείαν Δικαστηρίων, την μόνην θέσιν όπου λαμβάνει αναψυχήν ο κόσμος και εις την οποίαν συγκεντρούται όλη η Λάρισα και παιανίζει η Μουσική εις ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος, ήτις υποπίπτει και εις την αντίληψιν των ξένων».
Τον Δεκέμβριο του 1928, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας αναφέρει: «Ήρχισε να ανασκάπτεται η πλατεία Θέμιδος. Το σχέδιον της πλατείας προβλέπει αργότερον να εκλείψη από το κέντρον της πλατείας η εξέδρα και να ανεγερθεί το άγαλμα του Πηνειού χύνοντος ύδωρ εντός πίθου, γύρωθεν δε θα φυτευθούν διάφορα άνθη και δένδρα που θα επιμεληθούν ο διευθυντής της Αβερωφείου Φιλ. Τζουλιάδης και ο ανθοκόμος Ιωάν. Κατσίγρας»[2]. Τελικά η εξέδρα απομακρύνθηκε, το άγαλμα του Πηνειού δεν έγινε, η πλατεία ανασκάφτηκε, δημιουργήθηκαν παρτέρια σε διάφορους σχηματισμούς, φυτεύτηκαν δένδρα και λουλούδια από τα φυτώρια της Αβερωφείου και συγχρόνως ασφαλτοστρώθηκε. Σ’ αυτήν την κατάσταση παρέμεινε μέχρι τη χρονιά όπου η Νέλλα Γκόλαντα δημιούργησε το σημερινό σύμπλεγμα του «Γλυπτού Ποταμού».


[1]. Στα επιστολικά δελτάρια ανέγραφε συνήθως στα γαλλικά το επίθετό του, όπως στο συγκεκριμένο δελτάριο: Francois E. Caloutas. Syra. Μερικές φορές εκτύπωνε τον λογότυπό του και στις δύο γλώσσες, ελληνικά και γαλλικά.
[2]. Ζιαζιάς Γεώργιος. Η Λάρισα από την απελευθέρωση μέχρι το 1950, Λάρισας (2004) σελ. 93.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Χουρσίτ Πασάς και ο τάφος του στη Λάρισα


Τμήμα από τον περίβολο του τάφου του Χουρσίτ πασά, με το άνοιγμά του πρόχειρα φραγμένο. Φωτογραφία του 1962, από το βιβλίο των Αβραμόπουλου – Βουτσιλά «Λάρισα», σελ. 53. Τμήμα από τον περίβολο του τάφου του Χουρσίτ πασά, με το άνοιγμά του πρόχειρα φραγμένο. Φωτογραφία του 1962, από το βιβλίο των Αβραμόπουλου – Βουτσιλά «Λάρισα», σελ. 53.

Στη συνοικία του Πέρα Μαχαλά (Ιπποκράτη) διατηρούνταν περίπου μέχρι το 1990 υπολείμματα του ταφικού μνημείου ενός επιφανούς Οθωμανού στρατιωτικού, του Χουρσίτ πασά.

Το μνημείο αυτό βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, επί της σημερινής οδού αρχιεπισκόπου Δωροθέου, λίγα μέτρα αριστερά μετά την έξοδο από τη γέφυρα. Καθώς μεγάλο μέρος της δράσης του λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής του και το μυστηριώδες τέλος του εξελίχθηκαν στη Λάρισα κατά το 1822, και με την ευκαιρία της σημερινής εικόνας, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στο ιστορικό αυτό γεγονός και στον τάφο-μαυσωλείο που υπήρχε για χρόνια στην πόλη μας, τα οποία είναι άγνωστα στο ευρύτερο κοινό.
Ο Χουρσίτ Μεχμέτ πασάς ( ; - 1822) γεννήθηκε στον Καύκασο από γονείς χριστιανούς Κιρκάσιους (Τσερκέζους)[1], λέγεται μάλιστα ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας. Σε νεαρή ηλικία εξισλαμίστηκε, κατατάχθηκε στο σώμα των Γενιτσάρων και αποδείχθηκε ικανός στρατιωτικός. Με τον καιρό απέκτησε την εύνοια του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και έφθασε σε ανώτατα αξιώματα.
Το 1820 διορίσθηκε από τον σουλτάνο σερασκέρης, δηλαδή διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας και επιλέχθηκε ως αρχηγός της εκστρατείας κατά του αποστάτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον Ιανουάριο του 1821 έφθασε στην Ήπειρο, προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία του και έναν χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1822 κατόρθωσε να συλλάβει τον Αλή Πασά και να στείλει το κεφάλι του ως δώρο στον σουλτάνο. Όμως οι εχθροί και αντίζηλοί του τον διέβαλαν στους αξιωματούχους του παλατιού ότι δήθεν οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος της αμύθητης περιουσίας του Αλή Πασά και η Υψηλή Πύλη του ζήτησε λεπτομερή λογοδοσία. Ο υπερήφανος στρατάρχης φαίνεται ότι θίχτηκε από τη σουλτανική παραγγελία, δεν απάντησε στο αίτημά του και περιέπεσε σε δυσμένεια, με αποτέλεσμα να παραμείνει στη Λάρισα. Εδώ του δόθηκε η φροντίδα της τροφοδοσίας του στρατού του Δράμαλη, ο οποίος κατά την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο υπέστη στα Δερβενάκια τη γνωστή πανωλεθρία από τα ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα.
Όταν έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη οι δυσάρεστες ειδήσεις για την αποτυχία της εκστρατείας του Δράμαλη, απεσταλμένοι του σουλτάνου πήραν τον δρόμο για τη Λάρισα με διαταγή να θανατώσουν τον Χουρσίτ πασά επειδή δεν βοήθησε όσο έπρεπε την εκστρατεία του Δράμαλη. Πληροφορήθηκε έγκαιρα ο ίδιος την ενέργεια του σουλτάνου και ίσως σε συνδυασμό με μια απιστία της συζύγου του, στις 30 Νοεμβρίου του 1822 ήπιε δηλητήριο και αυτοκτόνησε, για να προλάβει τη βέβαιη καταδικαστική απόφαση του σουλτάνου. Κηδεύθηκε στη Λάρισα με μεγάλες τιμές από τον στρατό και τους Οθωμανούς της πόλης και μάλιστα σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε αφήσει στους δικούς του ενόσω ζούσε. Ενταφιάσθηκε κοντά στη μεγάλη γέφυρα, στην περιοχή του Πέρα Μαχαλά.
Εν τω μεταξύ στην πόλη για χρόνια επικρατούσε σαν μύθος η άποψη ότι ο Χουρσίτ πασάς κατά την τελετή της κηδείας του ήταν ακόμη ζωντανός, την παρακολούθησε προσωπικά και αμέσως μετά πήρε το θανάσιμο δηλητήριο.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή την οποία αναφέρει ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης[2], σύμφωνα με την οποία ο Χουρσίτ πασάς δεν αυτοκτόνησε, αλλά αποκεφαλίσθηκε στους στρατώνες της Λάρισας από Οθωμανούς στρατιώτες έπειτα από διαταγή του σουλτάνου.
Πάντως οι ιστορικές πηγές της Τουρκίας αναφέρουν ότι ο θάνατος του Χουρσίτ οφειλόταν σε παθολογικά αίτια, λόγω επιβάρυνσης της υγείας του από τα προηγηθέντα γεγονότα. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο, την κηδεία και τον ενταφιασμό του, οι απεσταλμένοι του σουλτάνου κατέφθασαν στη Λάρισα, ξέθαψαν το πτώμα, απέκοψαν το κεφάλι του, το τοποθέτησαν σε αργυρή λεκάνη και το μετέφεραν στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη[3].
Μετά τον θάνατό του το 1822 κατασκευάσθηκε από του Οθωμανούς της Λάρισας στον τόπο του ενταφιασμού του το ταφικό του μνημείο, ένα είδος μαυσωλείου, το οποίο ήταν απομονωμένο, δηλ. δεν βρισκόταν μέσα σε κάποιο μουσουλμανικό νεκροταφείο. Το μνημείο αυτό σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν ένας επιμελημένος οθωμανικός τάφος σε μορφή σαρκοφάγου. Στην πλευρά που έπρεπε να βρισκόταν η αποτμηθείσα κεφαλή του νεκρού υπήρχε ψηλή μαρμάρινη στήλη στην οποία ήταν σκαλισμένο ένα μεγάλο σε έκταση επίγραμμα, το οποίο εγκωμίαζε τον νεκρό[4]. Ο τάφος περιβαλλόταν από ψηλό τοίχο με μεγάλα ανοίγματα, φραγμένα με μεταλλικά κιγκλιδώματα. Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο τάφος του είχε τελείως ξεχασθεί, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, όταν ο χώρος περιήλθε στην ιδιοκτησία Έλληνα ιδιώτη.
Το 1891, εβδομήντα χρόνια περίπου μετά την κατασκευή του, ανακαλύφθηκε τυχαία και ταυτοποιήθηκε ο τάφος του Χουρσίτ πασά στον Πέρα Μαχαλά, από τον Κωνσταντίνο Λιβανό, ο οποίος ήταν επίσημος διερμηνέας της τουρκικής γλώσσας στα ελληνικά δικαστήρια. Σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα περιέγραψε την κατάσταση στην οποία βρήκε τον τάφο[5] και συγχρόνως μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα και το μακροσκελές επίγραμμα.
Έκτοτε στους περιοίκους ήταν γνωστός ως «τάφος του πασά» και μέχρι το 1940 διατηρείτο σε σχετικά καλή κατάσταση. Μεταπολεμικά από αδιαφορία και σύληση του οικοδομικού του υλικού, άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφεται. Πάντως μέχρι το 1962, χρονολογία όπου τοποθετείται η δημοσιευόμενη φωτογραφία, μπορούσε κανείς να διακρίνει καθαρά τμήματα του τάφου του στην αυλή του σπιτιού του Ανδρέα Αλιαπούλιου[6]. Σήμερα, έπειτα από τις σύγχρονες ανοικοδομήσεις στην περιοχή, δεν έχει παραμείνει τίποτα που να τον θυμίζει.

 

[1]. Θα χρειαστεί να κάνουμε μια μικρή αναφορά για τους Κιρκάσιους. Ήταν κάτοικοι του Βορείου Καυκάσου, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται σήμερα διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, ύστερα από την τσαρική στρατιωτική εκστρατεία του 19ου αιώνα στη χώρα τους. Κιρκάσιοι κατέφυγαν και στον ελληνικό χώρο (στην Ελλάδα τους λέγαμε και Τσερκέζους). Μάλιστα ορισμένες οικογένειες ανιχνεύονται κάποια περίοδο και στη Λάρισα. Εγκατέλειψαν όμως την πόλη μαζί με πολλούς Τούρκους, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής με τη Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 225-226.
[3]. Αβραμόπουλος Μιχαήλ – Βουτσιλάς Βασίλειος, Λάρισα, Αύγουστος 1962, σελ. 53.
[4]. Θεόδωρος Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β’, Κατερίνη (2007) σελ. 580-586.
[5]. «… Τελευταίον ήρχισε να καταστρέφηται ο τάφος, όστις κατ’ εμέ έχει πολλήν την αξίαν διά τον περιηγητήν και εν γένει τον φιλίστορα, θα καταστή δε μεγαλειτέρα η αξία του διά της παρελεύσεως του χρόνου», εφ. «Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 14ης Φεβρουαρίου 1891.
[6]. Αβραμόπουλος Μιχαήλ – Βουτσιλάς Βασίλειος, ό.π., σελ. 53

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

1954. Περιφορά εικόνας Αγίου Αχιλλίου


15 Μαΐου 1954. Συγκέντρωση στην Κεντρική πλατεία της πομπής περιφοράς της ιεράς εικόνας  του Αγ. Αχιλλίου, παρουσία του πρωθυπουργού στρατάρχου Αλεξάνδρου Παπάγου. Φωτογραφία Πρακτορείου Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ Αθηνών. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη. 15 Μαΐου 1954. Συγκέντρωση στην Κεντρική πλατεία της πομπής περιφοράς της ιεράς εικόνας του Αγ. Αχιλλίου, παρουσία του πρωθυπουργού στρατάρχου Αλεξάνδρου Παπάγου. Φωτογραφία Πρακτορείου Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ Αθηνών. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη.

Από χρόνια επικρατεί το τυπικό περιφοράς της ιεράς εικόνας του Αγίου Αχιλλίου στους κεντρικούς δρόμους της Λάρισας κατά την ημέρα της εορτής του.

Κλήρος, επίσημοι και λαός, μετά το τέλος της εορταστικής Θείας Λειτουργίας στον μητροπολιτικό ναό, σχηματίζουν πομπή και μέσω της οδού Παπαναστασίου κατευθύνονται στο κέντρο της Κεντρικής πλατείας. Την περίοδο εκείνη η λειτουργία γινόταν στην προσωρινή εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου, τη γνωστή και ως παράγκα, η οποία κατασκευάστηκε το 1941, μετά τον μεγάλο σεισμό της χρονιάς εκείνης που είχε καταστρέψει τον προπολεμικό περικαλλή ναό. Η προσωρινή εκκλησία βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος με τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου [1]. Η πομπή ξεκινούσε από τον ναό και ακολουθούσε την οδό Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου). Όταν έφθανε στο ύψος της οδού Κούμα έστριβε αριστερά επί της Κούμα και όταν πλησίαζε στο μέσον της νότιας πλευράς της πλατείας έστριβε πάλι αριστερά και κατευθυνόταν στο κέντρο της, όπου ο Δήμος έστηνε μια ειδική εξέδρα. Εκεί ανέβαιναν οι αρχιερείς με την ιερή εικόνα του Αγίου Αχιλλίου και ψαλλόταν ειδική δέηση. Ακολουθούσε σύντομη ομιλία του επιχώριου μητροπολίτη, μετά το τέλος της οποίας η πομπή συνέχιζε βόρεια, έφθανε στην οδό Κύπρου, διένυε τη διαδρομή της μέχρι την Ολύμπου, έστριβε αριστερά και πάλι αριστερά επί της Βενιζέλου και όταν συναντούσε την Παπαναστασίου έστριβε δεξιά, ακολουθούσε την ανηφόρα και επέστρεφε στον ναό. Μερικές χρονιές, δεν γνωρίζω για ποιον λόγο, η πομπή ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία.
Η σημερινή φωτογραφία προέρχεται από τη συγκέντρωση της πομπής στην Κεντρική πλατεία Σάπκα. Είναι η εορτή του πολιούχου μας του έτους 1954 και η τελετή γίνεται παρουσία του πρωθυπουργού της περιόδου εκείνης που ήταν ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος [2], τον οποίο κρύβει μία από τις τέσσερις στήλες της εξέδρας. Κάθε στήλη στην κορυφή της φέρει κάλυκα με κάρβουνα, από τον οποίο αναδύoνται νέφη θυμιάματος. Στην εξέδρα διακρίνεται ο μητροπολίτης Δωρόθεος Κοτταράς (1935-1956) [3], χωρίς να είναι σίγουρο αν υπάρχει ή όχι και άλλος ιεράρχης. Χαμηλότερα, στο επίπεδο της πλατείας, είναι παρατεταγμένος κυκλικά ο ιερός κλήρος, δίπλα οι επίσημοι και ολόκληρη η πλατεία με τους γύρω δρόμους είναι γεμάτα από πλήθος κόσμου. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από φωτογράφο του Πρακτορείου Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ των Αθηνών, που είχε το εργαστήριό του στην οδό Πανεπιστημίου 39 (στη Στοά Πεσμαζόγλου). Φαίνεται ότι ο εν λόγω Αθηναίος φωτογράφος παρακολουθούσε από κοντά το ταξίδι του πρωθυπουργού για να ενημερώνει απεικονιστικά τον Αθηναϊκό Τύπο.
Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνονται τα κτίρια της δυτικής πλευράς της πλατείας. Ξεκινώντας από αριστερά παρατηρούμε ότι ο προπολεμικός θερινός κινηματογράφος «Τιτάνια» του Μιχάλη Τζεζαϊρλίδη δεν έχει ακόμη ανοίξει. Αν και έχουν περάσει δέκα περίπου χρόνια από την αποχώρηση των Γερμανών, ο χώρος του προπολεμικού κινηματογράφου είναι αδιαμόρφωτος και πνιγμένος από αυτοφυή δέντρα και άναρχο πράσινο. Ένας χαμηλός τοίχος απομονώνει τον χώρο από τον δρόμο.
Στη συνέχεια διακρίνεται το παλιό κτίριο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. Αν και το επίμηκες υπερώο (τρίτος όροφος) έχει κατεδαφιστεί συνεπεία των καταστροφών που υπέστη από τον μεγάλο σεισμό του 1941, το υπόλοιπο κτίριο που είχε μέχρι τότε ζωή 50 περίπου ετών [4] διατηρείται, εξωτερικά τουλάχιστον, σε πολύ καλή κατάσταση. Έστω και σ’ αυτήν την κολοβή διατήρησή του το κτίριο, με την πρώτη ματιά, δείχνει τις αρχιτεκτονικές αρετές του. Στη φωτογραφία διακρίνεται ως διώροφο, με νεοκλασικά στοιχεία, τα οποία γίνονται πλουσιότερα στην κύρια είσοδό του. Στην είσοδο αυτή υπήρχαν δύο κομψοί κίονες, οι οποίοι διαμόρφωναν τριπλή τοξοστοιχία, διά μέσου της οποίας, με τη βοήθεια χαμηλής μαρμάρινης σκάλας, εισέρχονταν οι συναλλασσόμενοι πολίτες στα ενδότερα του κτιρίου. Και αυτό το κτίριο, όπως και τόσα άλλα, είτε επέζησαν του σεισμού και των βομβαρδισμών, είτε υπέστησαν σοβαρές ζημιές, κατεδαφίστηκαν για να κατασκευαστούν πολυώροφες οικοδομές. Και να φανταστεί κανείς ότι σήμερα ψάχνουμε με το ...μικροσκόπιο μήπως και μπορέσουμε να βρούμε κανένα κτίσμα για να το κατατάξουμε στα διατηρητέα... Μια λεπτομέρεια. Στη στέγη του κτιρίου διακρίνεται ακόμη η σειρήνα, η οποία ειδοποιούσε σε περίπτωση επικείμενου εχθρικού βομβαρδισμού κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Τέλος, προς τα δεξιά παρατηρούμε ό,τι απέμεινε από το ξενοδοχείο «Όλυμπος» του Βουζίκα, στη στέγη του οποίου έπεσε βόμβα κατά τον ιταλικό φονικό βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου του 1940.

 

[1]. Τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια εργασιών της δημοτικής αρχής που έγιναν στον χώρο μεταξύ του προσωρινού ναού του Αγίου Αχιλλίου και της παλαιάς τουρκικής αγοράς (μπεζεστένι), αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία συνεχίζονταν και κάτω από τον πρόχειρο ναό. Επειδή η τύχη του ναού αυτού είχε από καιρό προδιαγραφεί, αφού ήδη είχε εγκαινιαστεί στις 6 Ιουνίου 1965 ο σημερινός μητροπολιτικός ναός, κρίθηκε σκόπιμη η άμεση κατεδάφισή του, η οποία υπήρξε κυριολεκτικά σωτήρια, καθώς κάτω από τα πρόχειρα θεμέλιά της εντοπίσθηκαν το 1978 τα υπολείμματα μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, μέσα στα οποία αποκαλύφθηκε μεγάλος καμαροσκέπαστος τάφος, για τον οποίο οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ανήκει πιθανότατα στον πολιούχο και προστάτη Άγιο της Λάρισας, τον Άγιο Αχίλλιο.
[2]. Ο Αλέξανδρος Παπάγος είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την πόλη μας. Προπολεμικά είχε ζήσει αρκετά χρόνια, όταν υπηρετούσε στο σύνταγμα Ιππικού και είχε κάνει πολλές γνωριμίες με Λαρισαϊκές οικογένειες. Μάλιστα ένα διάστημα ήταν διοικητής του Συντάγματος Ιππικού και είχε το γραφείο του στον όροφο του Μεγάρου Κατσαούνη (Παλλάδιον) στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας.
[3]. Δωρόθεος Κοτταράς, μητροπολίτης Λαρίσης από το 1935. Μετατέθηκε στη Λάρισα από τη Μητρόπολη Κυθήρων και διαδέχθηκε τον μητροπολίτη Αρσένιο Αφεντούλη (1914-1934). Το 1956 εκλέχθηκε από την ιεραρχία αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η θητεία του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο υπήρξε σύντομη. Προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια και απεβίωσε τον Ιούλιο του 1957 νοσηλευόμενος στο Νοσοκομείο Karolinska της Σουηδίας.
[4]. Τη μελέτη του έργου κατασκευής του κτιρίου του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα εκπόνησε το 1905 ο αρχιτέκτων μηχανικός των Αθηνών Αριστείδης Μπαλάνος. Δύο περίπου χρόνια αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1907 το κτίριο εγκαινιάσθηκε με επισημότητα.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η οδός Αλεξάνδρας


ΛΑΡΙΣΑ. Οδός Αλεξάνδρας. Επιστολικό δελτάριο των Μαργαρίτη -Γκινάκου από την Αθήνα.  Αρχές δεκαετίας του 1930. Αρχείο Φωτοθήκης. ΛΑΡΙΣΑ. Οδός Αλεξάνδρας. Επιστολικό δελτάριο των Μαργαρίτη -Γκινάκου από την Αθήνα. Αρχές δεκαετίας του 1930. Αρχείο Φωτοθήκης.

Η οδός Αλεξάνδρας ήταν και είναι από τους μεγαλύτερους και κεντρικότερους δρόμους της Λάρισας. Σήμερα, ως οδός Κύπρου, διασχίζει την πλατεία Αγαμ. Μπλάνα (Λαού) και την Κεντρική πλατεία (Μιχ. Σάπκα) και δυτικά καταλήγει να περικλείει την πλατεία Εβραίων Μαρτύρων στην οποία καταλήγει. Έχει αλλάξει πολλές ονομασίες από την περίοδο της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας το 1881 μέχρι σήμερα, που ονομάζεται οδός Κύπρου.


- Κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ονομαζόταν οδός Χατζή Χουσεϊν πασά. Με αυτό το όνομα αναφέρεται ένας επιμήκης και σκολιός δρόμος μέσα στην άναρχη ρυμοτομία της τουρκοκρατούμενης Λάρισας και ο οποίος αποτυπώνεται στον «Χάρτη πόλεως Λαρίσσης, χαραχθείς τω 1880», ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο βιβλίο του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη[1].
- Μετά την απελευθέρωση τον ίδιο δρόμο τον βρίσκουμε στις πρώτες εφημερίδες της Λάρισας σαν οδό Ντάρκουλη ή απλώς Δάρκουλη, προφανώς από την ομώνυμη κεντρική συνοικία Νταρκουρά. Από το 1882 και μετά, με την εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου, ο δρόμος σταδιακά διευρύνεται και ευθειάζεται.
- Τον Σεπτέμβριο του 1891 πέθανε στη Ρωσία η πριγκίπισσα της Ελλάδος Αλεξάνδρα (1870-1891). Ήταν κόρη του βασιλιά Γεωργίου Α’ και το 1889 παντρεύτηκε τον μέγα δούκα της Ρωσίας Παύλο Αλεξάνδροβιτς. Δυστυχώς όμως το 1891, λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της, πέθανε σε ηλικία 21 ετών. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λαρίσσης στη συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1891, μετά από πρόταση του δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη, αποφάσισε να δώσει το όνομα της εκλιπούσας πριγκίπισσας σε κεντρικό δρόμο της πόλης και μετονόμασε την οδό Ντάρκουλη σε Αλεξάνδρας. Διαβάζουμε από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου: «Κατά πρότασιν του Δημάρχου, αποφαίνεται: ονομάζει την δημοτικήν οδόν Ντάρκουλη, την άγουσαν εις Εβραϊκήν συνοικίαν παρά τη οικία Ν. Κουκουτάρα εις οδόν Αλεξάνδρας, εις μνήμην αΐδιον της μεταστάσης βασιλόπαιδος, αγγελομόρφου Αλεξάνδρας, συζύγου Μεγάλου Δουκός Παύλου και αναρτά εις πινακίδα το όνομά της»(2).
- Η ονομασία αυτή του δρόμου διατηρήθηκε σαράντα περίπου χρόνια, μέχρι και το 1932. Τη χρονιά εκείνη μετονομάσθηκε σε οδό των Έξ. Η ονομασία αυτή δόθηκε το 1932, όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των έξι (οι πέντε ήταν πολιτικοί και ο έκτος στρατιωτικός), οι οποίοι έπειτα από δίκη, εκτελέσθηκαν το 1922 ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. Στην πόλη μας η ενέργεια αυτή του πρωθυπουργού μεταφράστηκε με τη μετονομασία μιας κεντρικής οδού στη μνήμη των έξι εκτελεσθέντων.
- Μεταπολεμικά, μετά την εξορία του αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες το 1956 και τα γεγονότα που ανέδειξαν το κυπριακό ζήτημα, είχαμε νέα μετονομασία του δρόμου αυτού σε Κύπρου, ονομασία η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μέσα σε 140 χρόνια είχαμε πέντε διαφορετικές ονομασίες του ίδιου δρόμου. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Το ίδιο συνέβη και σε πολλούς άλλους δρόμους της Λάρισας όλα αυτά τα χρόνια.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το σημερινό κείμενο αποτυπώνει ένα τμήμα της οδού Αλεξάνδρας, όπως ήταν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 1930. Το τμήμα αυτό το έχουμε συναντήσει και σε άλλες φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν. Η συγκεκριμένη προέρχεται από το εργαστήριο των Μαργαρίτη-Γκινάκου της Αθήνας. Το εν λόγω φωτογραφικό δίδυμο περιέτρεξε πολλές περιοχές της Ελλάδας και κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1930 αρκετά επιστολικά δελτάρια τα οποία έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που τα κάνουν ευδιάκριτα. Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι τεχνικά άρτιες, πολύ καλά καδραρισμένες, και με καλή εκτύπωση και σε καλό χαρτί. Ο χρωματισμός τους είναι ελαφρώς υποκύανος, δεν φέρουν αρίθμηση, παρά μόνον στην οπίσθια όψη αναγράφουν την ονομασία του εργαστηρίου τους: «‘Εκδοσις Φωτοτυπείου Α. Γκινάκου - Γ. Μαργαρίτη, Στοά Συγγρού 6 Αθήναι». Η λεζάντα της κάρτας είναι εντός της φωτογραφίας, στο κατώτερο σημείο της, και η αναγραφή γίνεται με καλλιτεχνικούς χειρόγραφους χαρακτήρες στα Ελληνικά και τα Γαλλικά. Στη σημερινή φωτογραφία η λεζάντα δεν φαίνεται καθαρά λόγω της φωτεινότητας του δρόμου και αναφέρει : «Λάρισα. Οδός Αλεξάνδρας» και « Larissa. Rue Alexandra».
Τα κτίρια που διακρίνονται στη φωτογραφία βρίσκονται στη βόρεια πλευρά της πλατείας και είναι από αριστερά: Το φαρμακείο «Σαντράλ» του Νικ. Ζησιάδου και Σία - Το Μέγα Ξενοδοχείον Ύπνου «Το Στέμμα» - Το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Λάρισα - Το Μέγαρο Χατζημέτου (γνωστό και ως Λέσχη Ασλάνη) και στη συνέχεια άλλα κτίσματα. Στη φωτογραφία προέχει το Ξενοδοχείο «Το Στέμμα» για το οποίο θα αναφέρουμε ορισμένες ιστορικές πληροφορίες. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα με δεκαοκτώ δωμάτια στον επάνω όροφο και δύο μεγάλες αίθουσες στο ισόγειο, οι οποίες φιλοξενούσαν η μία εστιατόριο και η άλλη καφενείο. Οι δύο αυτές αίθουσες είχαν τέσσερα μεγάλα τοξωτά ανοίγματα η κάθε μια στην πρόσοψη, για να επιτυγχάνεται επαρκής φυσικός φωτισμός, ενώ ο όροφος έφερε μια σειρά από πόρτες και παράθυρα, εννιά τον αριθμό. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθούσε τον νεοκλασικό ρυθμό, δημοφιλή την περίοδο εκείνη στα περισσότερα νεοαναγειρόμενα οικοδομήματα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν για την εποχή του το σημείο αναφοράς στην πόλη για τους ξένους και έχει αποτυπωθεί σε μερικά χαρακτικά περιηγητών που επισκέφθηκαν την περίοδο εκείνη τη Λάρισα.
Δέκα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1897, τα δωμάτιά του φιλοξένησαν πολεμικούς ανταποκριτές όλων των μεγάλων τότε εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και Έλληνες αξιωματικούς, ενώ στις αίθουσες του ισόγειου όπου σύχναζαν οι ένοικοι του ξενοδοχείου και αστοί της πόλης, κατέφθαναν αμέσως τα άσχημα συνήθως νέα από το μέτωπο του πολέμου. Το ξενοδοχείο παρέμεινε σαν δημοτική επιχείρηση μέχρι την πρώτη δημαρχία του Μιχαήλ Σάπκα (1914-1917), οπότε εκποιήθηκε σε ιδιώτες, με σκοπό από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν να κατασκευάζονταν ευρύχωρα σχολικά συγκροτήματα. Η κατασκευή των σχολικών κτιρίων τελικά άργησε να γίνει. Μεσολάβησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ο διχασμός, η μικρασιατική εκστρατεία και η Λάρισα απέκτησε σύγχρονα σχολικά κτίρια στις δύο επόμενες δημοτικές θητείες του Μιχ. Σάπκα (1925-1934).
Με τον σεισμό του 1941 ο επάνω όροφος έπαθε σοβαρές καταστροφές και κατά τη δεκαετία του 1970 στη θέση του κατασκευάστηκαν πολυώροφες οικοδομές.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

[1]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926). Στην άκρη του χάρτη ο Φαρμακίδης σημειώνει ότι παραχωρήθηκε «προθύμως παρά του Συμπολίτου μου κ. Ιωάννου Τσιμπούκη».
[2]. Το όνομά της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας εκτός από τη Λάρισα, δόθηκε και σε άλλες πόλεις της χώρας, σε δρόμους και δημόσια κτίρια. Στην Αθήνα λ. χ. η οδός Αλεξάνδρας και το νοσοκομείο Αλεξάνδρα υπάρχουν μέχρι και σήμερα.