Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

 https://elhalflashbacks.blogspot.com/2016/07/blog-post_30.html?fbclid=IwAR1R49dnQ4t4F7lumfrLOhGnnjFAJb10JNhycx9Z69QTx-oqn7dMzCyYwlU

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η οδός Αλεξάνδρας (Κύπρου) το 1897


Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και ο αδελφός του πρίγκιπας Νικόλαος διασχίζουν  τη σημερινή οδό Κύπρου κατά το 1897. Χαρακτικό από την εφ.  The Illustrated London News, φύλλο της 1ης Μαΐου 1897.Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και ο αδελφός του πρίγκιπας Νικόλαος διασχίζουν τη σημερινή οδό Κύπρου κατά το 1897. Χαρακτικό από την εφ. The Illustrated London News, φύλλο της 1ης Μαΐου 1897.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στην έκθεση η οποία είναι ανεπτυγμένη στην αίθουσα «Ειρήνης Κατσίγρα» της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας με τίτλο «Larissa mea dulcissima» («Γλυκυτάτη μου Λάρισα») και η οποία κλείνει τις πύλες της τέλος Αυγούστου, εξέχουσα θέση κατέχει και το χαρακτικό το οποίο παρουσιάζουμε στο σημερινό μας κείμενο.

Δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία αγγλική εφημερίδα «The Illustrated London News», στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1897, απλωμένο σε δύο μεγάλες σελίδες 602-603 (σαλόνι), με τον τίτλο «Ο Διάδοχος της Ελλάδος και ο αδελφός του πρίγκιπας Νικόλαος διασχίζουν τους δρόμους της Λαρίσης». Χαράκτης της εικόνας είναι ο απεσταλμένος της εφημερίδας του Λονδίνου στο μέτωπο του πολέμου Seppings Wright, ειδικός καλλιτέχνης, όπως αυτοαποκαλείται.
Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, εφημερίδες και περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής κατακλύστηκαν από ανταποκρίσεις για την πορεία της πολεμικής σύρραξης. Οι ανταποκρίσεις αυτές συνοδεύονταν από χαρακτικά και φωτογραφίες, τα οποία κατέγραφαν στιγμιότυπα από τις πολεμικές επιχειρήσεις και μερικές φορές απεικόνιζαν σκηνές από τη ζωή στη Λάρισα, η οποία την περίοδο εκείνη έσφυζε από κίνηση, λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατευμάτων, αλλά και της παρουσίας εδώ του πολεμικού στρατηγείου, υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Στη συνέχεια θα αναφερθούν ορισμένες εντυπώσεις τους για τη Λάρισα.
Ο Γάλλος Henri Turot που ήταν απεσταλμένος της εβδομαδιαίας παρισινής εφημερίδας Le Monde Illustre αναφέρει: «...Η μικρή πολιτεία της Λάρισας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχει κρατήσει την τουρκική όψη της και λαμποκοπά στον ήλιο, υψώνοντας προς τον φωτεινό ουρανό τις μυτερές κορυφές των μιναρέδων της. Αποθαυμάζω τις όχθες του Πηνειού, όπου είναι κτισμένα χαριτωμένα σπίτια με όμορφους κήπους, όπως και τη γραφικότατη γέφυρα, με το κομψό τζαμί στη μια άκρη της».
Ο Άγγλος Clive Bigham, ανταποκριτής των Times του Λονδίνου στο τουρκικό μέτωπο του πολέμου, γράφει: «...Τα ίχνη της κλασικής περιόδου της πόλεως έχουν σχεδόν καταστραφεί ολοκληρωτικά και η πυκνή και δεσπόζουσα παρουσία των μιναρέδων επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι ο ισλαμισμός παραμένει ακόμα για τα καλά στη Θεσσαλία. Το πράσινο τέμενος [1] κοντά στη δυτική πύλη υπερέχει σε αρχιτεκτονική ομορφιά από οτιδήποτε άλλο στην πόλη και αυτό οφείλεται στα ενδιαφέροντα μουσουλμανικά στοιχεία που εμφανίζει».
Ο Άγγλος Kinnaird Rose, απεσταλμένος του Πρακτορείου Reuter, έχει διαφορετική άποψη για τη Λάρισα: «...Εκ πρώτης όψεως η πόλη έχει ανατολίτικη εμφάνιση… Το πλέον χαρακτηριστικό, όμως, στοιχείο της Λάρισας είναι η ακρόπολή της, πάνω στην οποία βρισκόταν ένα αμφιθέατρο, όταν η πόλη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσσαλίας. Μερικά ίχνη του αμφιθεάτρου είναι εμφανή ακόμη και σήμερα [2]... Ένα τραχύ μονοπάτι στη νοτιοδυτική πλευρά της ακροπόλεως, οδηγεί κατ’ ευθείαν κάτω στις όχθες του Πηνειού, ο οποίος εδώ περνά κάτω από μια παλιά όμορφη γέφυρα με εννέα οξυκόρυφες αψίδες».
Το σημερινό χαρακτικό παρουσιάζει την πορεία της άμαξας, η οποία φέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον αδερφό του πρίγκιπα Νικόλαο μαζί με τους υπασπιστές τους, καθώς διασχίζει τους δρόμους της Λάρισας. Πρόκειται για μια μεγαλοπρεπή πομπή στην οποία συμμετέχει πλήθος κόσμου. Γυναίκες με τα καλά τους ρούχα, μεγάλοι άνδρες με φέσια, νεαρές κοπέλες με μακριές πλεξούδες, στρατιωτικοί κάθε βαθμού και ένας ιερέας δεξιά, στριμώχνονται πίσω από την πυκνά παρατεταγμένη στρατιωτική φρουρά, για να αντικρίσουν από κοντά το θέαμα. Η πομπή βρίσκεται στη στροφή προς έναν κεντρικό δρόμο. Προηγείται άγημα έφιππων στρατιωτικών και ακολουθεί η πριγκιπική άμαξα. Ο καλλιτέχνης δεν απέδωσε με λεπτομέρειες την πραγματικότητα, γι’ αυτό και ο δρόμος τον οποίο διασχίζει η πομπή δεν μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί. Όμως, με μια προσεκτική ματιά μπορεί να βρεθούν ορισμένα καθοδηγητικά σημεία, όπως ένα ψηλό και εντυπωσιακό σε αρχιτεκτονική κτίριο αριστερά, με εξώστη και αναρτημένες πολλές ελληνικές σημαίες, στο βάθος ο θόλος κάποιου τεμένους με τον μιναρέ του, βαθιά στον ορίζοντα η κωνική απόληξη ενός βουνού και δεξιά ο ελεύθερος χώρος μιας πλατείας με δένδρα, μέσα στην οποία υψώνεται κάποιο μεγάλο κτίριο.
Πιστεύεται ότι η πομπή κινείται στον δρόμο της σημερινής οδού Κύπρου, στη συμβολή της με την Παπαναστασίου. Αριστερά είναι το ξενοδοχείο «Το Στέμμα», εν συνεχεία οι φυλακές και πιο πίσω το τζαμί του Ομέρ μπέη με τον τρούλο και τον μιναρέ. Στο βάθος διακρίνεται η κωνική κορυφή της Όσσας. Δεξιά είναι η Κεντρική πλατεία με το Μέγαρο των Δικαστηρίων. Η καταγραφή όλων αυτών δεν συμβαδίζει, βέβαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, με την πραγματική τους μορφή, όμως, η χωροταξική τοποθέτηση είναι ακριβής. Πιστεύεται, επομένως, ότι ο καλλιτέχνης κατέγραψε επί τόπου με το μολύβι τα κύρια σημεία του γεγονότος και εκ των υστέρων με οδηγό τη μνήμη του, η οποία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αλάνθαστη, συμπλήρωσε το υπόλοιπο σκηνικό. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν παύει να είναι μια σημαντική απεικόνιση κεντρικού σημείου της Λάρισας λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της.


[1]. Εννοεί το Τζαμί του Χασάν Μπέη. Φαίνεται ότι εντυπωσίαζε το πράσινο χρώμα των κιόνων από τα ορυχεία της Χασάμπαλης, τα οποία το κοσμούσαν, σε αντιπαράθεση με το μπλε τζαμί της Κωνσταντινούπολης, όπου επικρατούσε το γαλάζιο χρώμα.
[2]. Ο δημοσιογράφος προφανώς εξέλαβε τα υπολείμματα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου ως αμφιθέατρο.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ: Ενα... ιδιαίτερο διαζευκτήριο γράμμα του 1877

 
Το κτίριο της Επισκοπής Πλαταμώνος στα Αμπελάκια,  όπως ήταν κατά τη θητεία του επισκόπου Αμβροσίου Κασσάρα.  Σχέδιο του 1958 της Άννας Διαμαντοπούλου.Το κτίριο της Επισκοπής Πλαταμώνος στα Αμπελάκια, όπως ήταν κατά τη θητεία του επισκόπου Αμβροσίου Κασσάρα. Σχέδιο του 1958 της Άννας Διαμαντοπούλου.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Η απαρχή της Επισκοπής Πλαταμώνος ανάγεται αδρά στη μεσαιωνική περίοδο. Έκτοτε επέζησε επί αιώνες με διάφορες ονομασίες (Επισκοπή Λυκοστομίου, Θεσσαλικών Τεμπών, Πλαταμώνος και Λυκοστομίου) και τερμάτισε τον βίο της το 1900, χρονολογία κατά την οποία ενσωματώθηκε με τη Μητρόπολη Λαρίσης, οπότε και μετονομάσθηκε σε Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος. Εδώ και μερικές δεκαετίες ο όρος Πλαταμώνος περιήλθε στη Μητρόπολη Κίτρους, η οποία μετονομάσθηκε σε Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος, ενώ η δική μας Μητρόπολη έγινε Λαρίσης και Τυρνάβου.
Από τον θρόνο της Επισκοπής Πλαταμώνος πέρασαν όλους αυτούς τους αιώνες πολλοί και φωτισμένοι ιεράρχες. Ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1877-1900) έμελλε να είναι ο τελευταίος επίσκοπός της. Τοποθετήθηκε στην Επισκοπή το 1877 στη θέση του «μεταστάντος εις τας αιωνίους μονάς» προκατόχου του Ιακώβου. Το 1881 με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο, η Επισκοπική Περιφέρεια Πλαταμώνος εδαφικά διχοτομήθηκε. Το βόρειο τμήμα της (Πλαταμώνας, Λεπτοκαρυά, Καρυά, Λιτόχωρο και άλλοι μικρότεροι οικισμοί) παρέμεινε υπό Οθωμανική κατοχή και είχε προσκολληθεί στην Επισκοπή Κίτρους, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του προσαρτήθηκε στην Ελλάδα και παρέμεινε ως Επισκοπή Πλαταμώνος, με επίσκοπο τον Αμβρόσιο, ο οποίος παρέμεινε στην Επισκοπή μέχρι το 1900. Τη χρονολογία αυτή με συνοδική απόφαση η Επισκοπή Πλαταμώνος καταργήθηκε, συνενώθηκε με τη Μητρόπολη Λαρίσης και ο επίσκοπός της Αμβρόσιος κατέλαβε τον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, ο οποίος από το 1896, με τον θάνατο του μητροπολίτου Νεοφύτου Πετρίδη, παρέμενε κενός. Η συνολική διαποίμανση του Αμβροσίου στην Επισκοπή Πλαταμώνος διήρκησε 23 έτη. Από αυτά, τα τέσσερα πρώτα (1887-1881) όλη η γεωγραφική έκταση της Επισκοπής ήταν υπό τουρκική κατοχή και υπαγόταν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, ενώ τα υπόλοιπα δεκαεννέα έτη (1881-1900) η έκτασή της είχε περιορισθεί στο νότιο τμήμα της Επισκοπής και είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Ο Αμβρόσιος Κασσάρας έφθασε στη Ραψάνη, η οποία σημειωτέον την περίοδο εκείνη ήταν η έδρα της Επισκοπής, στις 22 Μαρτίου 1877. Καθώς ήταν εξαιρετικά μορφωμένος, δυναμικός και διοικητικά έμπειρος από την προηγούμενη θητεία του ως Πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, από τα πρώτα μελήματά του ήταν η δημιουργία αρχείου, στο οποίο να αναγράφονται όλες οι δραστηριότητες της Επισκοπής και το οποίο ονόμασε «Κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος». Σ’ αυτόν κατέγραφε εκκλησιαστικά έγγραφα, διαθήκες, διαζύγια, πρακτικά συνεδριάσεων του επισκοπικού δικαστηρίου, δικαστικές αποφάσεις, γάμους, την αλληλογραφία με τις εκκλησιαστικές, τις δημόσιες και τις δημοτικές αρχές και κάθε άλλη δραστηριότητα που αφορούσε την επικοινωνία με τον ιερό κλήρο της Επισκοπής του. Στο μεγαλύτερο μέρος ο Κώδικας είναι γραμμένος από τον ίδιο, με τη χαρακτηριστική γραφή του, καθώς οι συνεργάτες του κληρικοί και λαϊκοί ήταν ως επί το πλείστον ολιγογράμματοι και μόνον όταν ο ίδιος απουσίαζε τον αντικαθιστούσαν στην ενημέρωση του αρχείου. Πρέπει στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι οι αρμοδιότητες των αρχιερέων κατά την Τουρκοκρατία, πέραν των εκκλησιαστικών καθηκόντων, επεκτείνονταν και σε άλλα θέματα, όπως δικαστικά πλημμελήματα, θέματα τοπικής διοίκησης, εφαρμογή οικογενειακού δικαίου, κ.λπ., τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ των υπόδουλων χριστιανών.
Ο Κώδικας αυτός της Επισκοπής Πλαταμώνος έχει διασωθεί και σήμερα ανήκει στα αποκτήματα του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας. Πρόκειται για ένα βιβλίο μεγάλων διαστάσεων και είναι από τα λίγα κειμήλια της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Πλαταμώνος», τα οποία έχουν διασωθεί.
Στις πρώτες σελίδες του Κώδικα και με ημερομηνία Νοέμβριος 1877, δηλαδή λίγους μήνες μετά την άφιξη του Αμβροσίου στη Ραψάνη, την έδρα της Επισκοπής, παρατίθεται το κείμενο διαζευκτηρίου γράμματος, το οποίον αφορά την υπόθεση ενός διαζυγίου σε κάποιο παντρεμένο ζευγάρι από την Καρυά, χωριό το οποίο υπαγόταν την περίοδο εκείνη στη δικαιοδοσία της Επισκοπής Πλαταμώνος. Το κείμενο είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Αμβρόσιο και σε ελεύθερη καταγραφή, αναφέρεται στο εξής γεγονός.
Παρουσία των δημογερόντων της Καρυάς, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο Αμβρόσιο με δάκρυα στα μάτια η Μαρία Δ., κάτοικος Καρυάς, παραπονούμενη ότι ο σύζυγός της Ελευθέριος Κ. δεν ήταν ικανός να συνευρεθεί μαζί της «και τα τοις ανδράσι συνήθη ποιήσαι», αν και είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από τότε που τον παντρεύτηκε. Επειδή, λοιπόν, δεν μπορούσε να υπομένει άλλο αυτήν την κατάσταση, ζητούσε διαζύγιο. Ο Αμβρόσιος την άκουσε προσεκτικά, αλλά για λόγους δικαίου προσκάλεσε και τον σύζυγό της, από τον οποίο ζήτησε να του επιβεβαιώσει εάν αληθεύουν αυτά που η γυναίκα του του καταμαρτυρούσε. Όμως, η απάντησή του δεν υπήρξε σαφής και δεν ικανοποίησε τον ιεράρχη. Για τον λόγο αυτόν ζήτησε να γίνει ιατρική γνωμάτευση. Επειδή, όμως, στη Ραψάνη δεν υπήρχε επιστήμονας ιατρός διαθέσιμος, δύο πρακτικές μαίες εξέτασαν τη γυναίκα και τη βρήκαν μετά από τρία χρόνια γάμου παρθένο. Έπειτα από την εξέλιξη αυτή ο σύζυγος αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να παραδεχθεί την ανικανότητά του. Ο επίσκοπος, κρίνοντας ότι η γυναίκα έχει όλο το δίκαιο με το μέρος της, έδωσε τη συγκατάθεσή του για την έκδοση του διαζυγίου, ώστε στο μέλλον, εάν αυτή το επιθυμεί, να προχωρήσει ελεύθερα σε άλλον γάμο.
Επειδή το διαζευκτήριο γράμμα παρουσιάζει σπουδαίο ενδιαφέρον για την πρωτοτυπία, την προσεκτική διατύπωση, την ορολογία και τη φιλολογική αρτιότητά του σε άκρως καθαρεύουσα γραφή, το επισυνάπτουμε όπως είναι καταγραμμένος στον Κώδικα, διατηρώντας αυτούσια τη γλαφυρή σύνταξή του. Ας το απολαύσουν όσοι αγαπούν την ελληνική γλώσσα, παρά τις ατέλειες της μονοτονικής γραφής:
«Προκαθημένης της ημών ταπεινότητος και παρουσιαζόντων των εντιμοτάτων Δημογερόντων του καθ’ ημάς χωρίου Καρυάς, παρέστη ενώπιον ημών η εκ του ιδίου χωρίου Μαρία Δ. προσκλαιομένη και λέγουσα ημίν ότι ο σύζυγος αυτής Ελευθέριος Κ. ουκ έστιν ικανός μετ’ αυτής συνερευθήναι και τα τοις ανδράσι συνήθη ποιήσαι, και ταύτα ενώ το τρίτον έτος της υπανδρείας αυτής διατρέχει, ως εκ του οποίου αδυνατούσα επί πλέον να υπομένη, εζητείτο μετά δακρύων την απ’ αυτού τελείαν και κανονικήν διάζευξιν. Η ταπεινότης ημών μη δούσα αμέσως πίστιν εις τα της γυναικός λεγόμενα, μετεκαλέσατο μεν παρ’ εαυτή τον ταύτης σύζυγον Ελευθέριον Κ., όν και πνευματικώ τω τρόπω ηρώτησεν είγε έχεται αληθείας το παρά της γυναικός αυτού λεγόμενον, αλλ’ ούτος υπ’ αιδούς φαίνεται ευλαβηθείς, δεν ηθέλησεν εν αρχή να μαρτυρήση ημίν καθαράν την αλήθειαν. Εγένετο όθεν ανάγκη, εν ελλείψει επιστήμονος Ιατρού όστις να εξετάση τον ως ανίκανον προς εκπλήρωσιν του φυσικού του καθήκοντος κατηγορούμενον άνδρα, να προσκληθώσι δύο μαίαι, εις άς να υποβληθή προς εξέτασιν η ειρημένη Μαρία Δ., είγε κατά το λέγειν αυτής διατελεί εισέτι παρθένος από του γάμου αυτής. Επειδή δε τούτου γενομένου αι μαίαι απεφήναντο περί της παρθενίας της γυναικός, ο δε ταύτης σύζυγος μη έχων ήδη τι απολογηθήναι, κατέθηκεν ότι πράγματι δεν ηθέλησεν καθ’ όλον το διάστημα τούτο να συνευρεθή μετά της ιδίας γαμετής, εξ’ ού διαρρήδην κατεδείχθη ότι ομολογουμένως αδυνατοί να εκπληρώση το συζυγικόν αυτού καθήκον. Επειδή της νέας επιμενούσης εις την από του ανδρός αυτής διάζευξιν, η ταπεινότης ημών κατείδε το κανονικόν της αιτήσεως της γυναικός, έγνω τελευταίον διαζεύξαι αυτοίς απ’ αλλήλων διαζεύξει τελεία. Όθεν τουντεύθεν οι ειρημένοι Μαρία Δ. και Ελευθέριος Κ. εισί διαζευγμένοι απ’ αλλήλων και όλως ξένοι και απαλλοτριωμένοι, ελεύθεροί τε παντός προς αλλήλους γαμικού δεσμού, δυναμένης της γυναιξί μόνης, ει βούλοιτο, ετέρους συνάψαι γάμους. Εφ’ ώ εξεδόθη το παρόν ημών διαζευκτήριον γράμμα και επεδόθη τη γυναικί.
Εν μηνί Νοεμβρίω 1877
Ο Πλαταμώνος Αμβρόσιος επιβεβαιοί».
Το γραπτό αυτό κείμενο του διαζευκτηρίου γράμματος αναδεικνύει σαφώς τη λογιότητα, την προσωπικότητα και την προοδευτικότητα του ποιμενάρχη της Επισκοπής Πλαταμώνος Αμβροσίου Κασσάρα, ο οποίος ποίμαινε μια μικρή επαρχία της περιοχής μας, την οποία φώτιζε και διαφώτιζε σε μια περίοδο σχεδόν πλήρους αναλφαβητισμού.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

ΛΑΡΙΣΑ: Οι δρόμοι έχουν τη δική τους ιστορία

Η σημερινή οδός Παπαναστασίου από το ύψος του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας. Η λήψη έχει νότιο προσανατολισμό. Από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ» των Αβραμοπούλου-Βουτσιλά. 1960Η σημερινή οδός Παπαναστασίου από το ύψος του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας. Η λήψη έχει νότιο προσανατολισμό. Από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ» των Αβραμοπούλου-Βουτσιλά. 1960

Σήμερα έχω την πρόθεση να σας οδηγήσω να περπατήσουμε νοερά στους παλιούς δρόμους της Λάρισας. Να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, με προφορικές αναμνήσεις μεγάλων σε ηλικία Λαρισαίων, με το ξεφύλλισμα παλιών τοπικών εφημερίδων και με εικόνες από πολλές, παλιές και ιστορικές φωτογραφίες. Να αναζητήσουμε τη διαδοχική μετονομασία μερικών κεντρικών δρόμων της πόλης μας, χωρίς να υπεισέλθουμε στην αιτία της αλλαγής αυτής.


Στην καθημερινότητα της ζωής μας τα ονόματα των δρόμων μιας πόλης μπορεί να περνούν απαρατήρητα, δεν παύουν όμως να είναι σημεία διαρκούς συλλογικής μνήμης, καθώς όχι μόνο προφέρονται στις καθημερινές αναζητήσεις, αλλά και αναγράφονται συχνά για διαφορετικούς λόγους. Ουσιαστικά οι ονομασίες αυτές αποβλέπουν στην ίδια σκοπιμότητα όπως και τα διάφορα μνημεία που στήνονται για να τιμήσουν ιστορικά γεγονότα και επώνυμα άτομα. Αποτελούν αναβίωση κάποιας εθνικής ή τοπικής μνήμης και αντικατοπτρίζουν τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με την ιστορία της, με αυτό που η ίδια ορίζει ως «ρίζες» και ως «κληρονομιά» της. Το όνομα κάθε δρόμου κρύβει και ένα γεγονός το οποίο συνήθως είναι πολύ γνωστό (λ.χ. οδός 28ης Οκτωβρίου), αναδεικνύει τη συμβολή κάποιου τοπικού παράγοντα (λ.χ. οδός δημάρχου Γεωργιάδη), προσδιορίζει κάποια περιοχή της πόλης (λ.χ. οδός Ακροπόλεως), κλπ .
Ουσιαστικά λοιπόν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ονοματοθεσία των δρόμων αποτελεί μια διαδικασία η οποία βασίζεται στη μελέτη του παρελθόντος και αποβλέπει στη συντήρηση της ιστορικής μνήμης. Tα ονόματα τα εγκρίνει το Δημοτικό Συμβούλιο ύστερα από εισήγηση του Δημάρχου, ο οποίος συνήθως δέχεται προτάσεις, οι οποίες ελέγχονται από την ειδική επιτροπή ονοματοθεσίας.
Όσο για το ενδεχόμενο της μετονομασίας μιας οδού, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να την επιτρέπει. Διεθνώς στις μεγάλες πόλεις η μετονομασία μιας οδού, ειδικά στον κεντρικό τομέα τους, αποτελεί μια πολύ δύσκολη απόφαση, καθώς υπάρχει βαθύς σεβασμός στις αποφάσεις των δημοτικών επιτροπών που την επέβαλλαν. Στη χώρα μας όμως παρατηρούμε ότι οι δήμοι έχουν την τάση να αλλάζουν συχνά τα ονόματα των δρόμων με διάφορες αφορμές. Σαν το πιο ηχηρό παράδειγμα αναφέρω τη σημερινή οδό Παναγούλη. Ονομάσθηκε μετά την απελευθέρωση του 1881 οδός Αχιλλέως και κατά καιρούς έλαβε πάμπολλες ονομασίες, όπως διαδόχου Κωνσταντίνου, Παύλου Στεφάνοβικ, πρίγκιπος Ανδρέου, βασιλέως Κωνσταντίνου, Αλέκου Παναγούλη, ίσως και με άλλα ονόματα που μέχρι στιγμής δεν κατορθώθηκε να εντοπισθούν. Αυτές οι συχνές αντικαταστάσεις των ονομάτων με νέα, μπορεί τελικά να είναι και αποκαλυπτικές για τις επιλεκτικές διαθέσεις της συλλογικής μνήμης του εκάστοτε Δημοτικού Συμβουλίου. Αν επιχειρήσουμε έναν μικρό περίπατο στην πόλη και τις συνοικίες της, θα καταλήξουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Προς τούτο θα μας βοηθήσει πολύ και το βιβλίο του αείμνηστου δικηγόρου Γιώργου Ζιαζιά «Τοπωνυμική Εγκυκλοπαίδεια Οδών και Πλατειών Λάρισας», έκδοση του 1995.
Στην πράξη όμως έχει αποδειχθεί πολλές φορές πως η αφομοίωση της παλαιότερης ονομασίας ενός δρόμου από τους πολίτες μπορεί να είναι ισχυρότερη από την πιο πρόσφατη επίσημη μετονομασία της. Θα αναφέρω ως παράδειγμα την οδό Διονυσίου Σκυλοσόφου. Αν και το 2012 έπειτα από υποδείξεις της Μητροπόλεως Λαρίσης και Λαρισαίων πολιτών, μετονομάσθηκε σωστά σε μητροπολίτου Διονυσίου Φιλοσόφου, παρατηρούμε ότι η παλαιά μονολεκτική ονομασία ως Σκυλοσόφου εξακολουθεί να παραμένει, τουλάχιστον στον προφορικό λόγο. Για να μην αναφέρω και δύο ηχηρές περιπτώσεις σε δρόμους των Αθηνών. Π.χ. Ποιος γνωρίζει σήμερα ότι η επίσημη ονομασία της οδού Πατησίων είναι 28ης Οκτωβρίου; Ή ότι η κεντρικότερη λεωφόρος της, η Πανεπιστημίου, επίσημα ονομάζεται Ελευθερίου Βενιζέλου;
Ένα άλλο θέμα είναι η πληρότητα της αναγραφής της ονομασίας στις πινακίδες σήμανσης των οδών. Είναι επιεικώς ελλιπέστατη και μερικές φορές λανθασμένη. Λίγο το αναγκαστικά μικρό της μέγεθος, κάπως περισσότερο η προχειρότητα κατασκευής και κυρίως ο περιορισμός της δαπάνης, οδηγούν μερικές φορές σε ανακρίβειες. Εκείνο βέβαια που με ενοχλεί προσωπικά και συγχρόνως συγχέει τους επισκέπτες ιδιαίτερα της Λάρισας, είναι το γεγονός της έλλειψης πινακίδων σήμανσης των οδών στις νεοαναγερθείσες οικοδομές. Δυστυχώς ο κατασκευαστής δεν αισθάνεται καθόλου την υποχρέωση να τοποθετήσει εκ νέου την αφαιρεθείσα κατά την κατεδάφιση πινακίδα ή να αναρτήσει μια καινούρια στο νέο κτίριο.
Και τώρα ας αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα μετονομασίας δρόμων. Έγινε ήδη αναφορά στην οδό Παναγούλη. Θα αναφέρουμε και τις μετονομασίες δύο άλλων μεγάλων δρόμων της Λάρισας. Η σημερινή Παπαναστασίου είχε διαδοχικά τις ακόλουθες ονομασίες: Η αρχική ήταν Ακροπόλεως γιατί ξεκινούσε από τον Λόφο της Ακρόπολης και κατέληγε μέχρι τον Άγιο Νικόλαο και την πύλη Φαρσάλων, το 1920 έγινε βασιλέως Αλεξάνδρου, το 1936 Βασιλίσσης Σοφίας και μετά την μεταπολίτευση Δημοκρατίας και οριστικά πλέον Παπαναστασίου.
Η οδός Κύπρου επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν Χατζή Χουσεΐν πασά, μετά την απελευθέρωση οδός Ντάρκουλη, το 1891 πριγκίπισσας Αλεξάνδρας, το 1932 οδός των Έξ και το 1956 οδός Κύπρου. Το ίδιο συμβαίνει ίσως σε μικρότερο βαθμό και σε άλλους δρόμους,
Μέσα σε 142 χρόνια ελεύθερης ζωής, η Λάρισα έχει βιώσει καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα (πλημμύρες, σεισμοί), αρκετούς πολέμους (ελληνοτουρκικός του 1897, βαλκανικοί του 1912-13, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι), εσωτερικές πολιτικές και πολιτειακές αναταραχές (εθνικός διχασμός, δικτατορίες, εξώσεις βασιλέων, κατοχική ταπείνωση, εμφύλιος, χούντα). Με μια απλή παρατήρηση γίνεται κατανοητό ότι όλα αυτά τα γεγονότα αντανακλούν και στις εκάστοτε ονοματοθεσίες των δρόμων. Η ευκολία διαδοχικής αλλαγής στην ονομασία τους, παρακολουθεί σε μεγάλο βαθμό και την ιστορική διαδρομή της πόλης.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΕΡΟ: Η παλιά λουτρόπολη της Λάρισας - Β’


Η βάρκα που έκανε τη διαδρομή από το Τσάγεζι προς το Κόκκινο Νερό,  στην υποτυπώδη αποβάθρα που υπήρχε στο λαρισαϊκό θέρετρο. Φωτογραφία του 1929.  Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.Η βάρκα που έκανε τη διαδρομή από το Τσάγεζι προς το Κόκκινο Νερό, στην υποτυπώδη αποβάθρα που υπήρχε στο λαρισαϊκό θέρετρο. Φωτογραφία του 1929. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.

Ολοκληρώνουμε σήμερα την αναφορά μας στη λουτρόπολη του Κόκκινου Νερού, αναφέροντας διάφορα ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία, τα οποία έχουν αποδελτιωθεί κυρίως από δημοσιεύματα παλαιών εφημερίδων της πόλης μας. Σ’ αυτό συνέβαλε αποτελεσματικά ο Θανάσης Μπετχαβές, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας.


- Από δημοσίευμα στην εφημερίδα της Λάρισας «Σάλπιγξ» της 9ης Αυγούστου 1892 μαθαίνουμε ότι τα ιαματικά λουτρά λειτουργούσαν και δέχονταν επισκέπτες από τότε. Η διεύθυνση της εταιρείας η οποία τα εκμεταλλευόταν αναφέρει χαρακτηριστικά στο δημοσίευμά της: «...καθόσον όμως την χρήσιν των υδάτων, θα έχωσιν άπαντες πλήρη ελευθερίαν να πίωσιν όσον θέλει έκαστος νερόν και να κάμη όσα θέλη λουτρά, πληρώνοντες το ευτελές ποσόν προς μίαν δραχμήν την εβδομάδα κατ’ άτομον διά την πόσιν και προς δύο δραχμάς διά τα λουτρά, οι δε θέλοντες να προμηθευθώσι και κατ’ ιδίαν αυτών κατ’ οίκον χρήσιν, εάν μεν θέλουν με φιάλας της διευθύνσεως θα πληρώνουν προς τεσσαράκοντα πέντε λεπτά την φιάλην πλήρη και κανονικώς ταπωμένην, οι δε με φιάλας ιδικάς των θα πληρώνουν μόνον από δέκα πέντε μέχρι δέκα την φιάλην, αναλόγως μεγέθους...».
- Στις 30 Ιουνίου 1893, στην ίδια εφημερίδα, διαβάζουμε ότι οι διαχειριστές της λουτρόπολης δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις της σύμβασης ενοικίασης: «Οι ενοικιασταί του Κοκκίνου Νερού υποχρεώθηκαν διά της συμβάσεως ν’ αναγήρωσι οικίας διά τους εκεί μεταβαίνοντας, αλλ’ οι κύριοι ούτοι ουδ’ έν παράπηγμα κάν ήγειραν μέχρι τούδε, ως εκ τούτου όσοι θα μεταβώσιν εκεί εφέτος είναι υποχρεωμένοι, ή να φέρωσι μεθ’ εαυτών σκηνάς, ή να μένωσιν εν υπαίθρω».
- Φαίνεται, όμως, ότι το επόμενο καλοκαίρι η «Επιστασία των Ιαματικών Υδάτων» συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που είχε από τη σύμβαση και ανακοίνωσε στις 17 Ιουνίου 1894 στην ίδια εφημερίδα ότι «...οι προσερχόμενοι θέλουσιν εύρει σκέπην οπωσούν άνετον προς προφύλαξιν από των ατμοσφαιρικών ακαταστασειών και άφθονα τα προς διατροφήν απαιτούμενα και αξιόλογον περιποίησιν και ιατρός δεν θα λείπη, ίνα καθοδηγή τους πάντας τα περί της χρήσεως των υδάτων, θα υπάρχη δε και Στρατιωτική φρουρά εν τω τόπω, χάριν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας. Κατ’ αρχάς δε μόνον οι κύριοι ούτοι οφείλουσι να ώσι αφ’ εαυτών εφοδιασμένοι με τας στρωμνάς και τα μαγειρικά των σκεύη...».
- Όλο αυτό το χρονικό διάστημα η ευρύτερη περιοχή του Κόκκινου Νερού και φυσικά και οι πηγές, βρισκόταν στην κατοχή και κυριότητα Τούρκου αγά. Όμως, στις 18 Φεβρουαρίου 1896 συντάχθηκε στην Αθήνα εταιρικό, με το οποίο ο Τούρκος ιδιοκτήτης Σείχ Αμπιντίν Πετριντίν κάτοικος Αθηνών, ο Μιλτιάδης Δάλλας, δικηγόρος και βουλευτής, κάτοικος Αγιάς και ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης, πολιτικός συνταξιούχος, κάτοικος Αθηνών «...συνιστώσιν εταιρείαν προς εκμετάλλευσιν των πηγών, ής η διάρκεια ορίζεται εις είκοσιν έτη». Ο Μιλτιάδης Δάλλας, εκτός των άλλων, υπήρξε και ο εμπνευστής της εμφιάλωσης του ιαματικού ύδατος του Κόκκινου Νερού και μάλιστα υπήρξε το πρώτο που εμφιαλώθηκε στην Ελλάδα ήδη από 1901, με τη συνεργασία αγγλικής εταιρείας και ιδιωτών της περιοχής, ενώ είναι γνωστό ότι η εμφιάλωση σε άλλες ιαματικές πηγές της χώρας μας για εμπορική χρήση άρχισαν μόλις τη δεκαετία του 1910.
- Το 1925 την εκμετάλλευση των ιαματικών πηγών του Κόκκινου Νερού ανέλαβε ο συμπολίτης μας Γεώργιος Δημητρακόπουλος, ο οποίος επέφερε σημαντικές βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις. Ανήγειρε λιθόκτιστο ξενοδοχειακό συγκρότημα 32 δωματίων με κουζίνες. Δημιούργησε κοντά στην παραλία καλύβες για να στεγάζονται οι οικονομικά ασθενέστεροι, λειτούργησε εστιατόριο, παντοπωλείο, αρτοποιείο και καφενείο, κατασκεύασε πλατεία για να χωράει χίλια άτομα και διαμόρφωσε την πρόσβαση προς τις πηγές, τις οποίες και αναμόρφωσε. Το καλοκαίρι του 1925 φιλοξενήθηκε στις εγκαταστάσεις του Κόκκινου Νερού και ο Μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος για να υποβληθεί σε θεραπεία από κάποια στομαχική πάθηση. Μετά την επιστροφή του στη Λάρισα, ευχαρίστησε διά του Τύπου τον ιδιοκτήτη των λουτρικών εγκαταστάσεων, Γεώργιο Δημητρακόπουλο, «...όστις μη φεισθείς χρημάτων και διά της προσωπικής αυτού επιστασίας και των δαψιλλών μέσων άτινα διαθέτει διά την ευκολίαν και την άνετον διαμονήν των πελατών, κατέστησεν ομολογουμένως το μέρος τούτο εφάμιλλον των πεφημισμένων εν Ελλάδι και Ευρώπη...» [1]. Με την πάροδο των ετών οι εγκαταστάσεις του συγκροτήματος ανανεώθηκαν, δημιουργήθηκαν σύγχρονοι λουτήρες, εγκαταστάθηκε ηλεκτροφωτισμός και τηλεφωνική επικοινωνία και οι ιδιοκτήτες ανέλαβαν ιδιαίτερη φροντίδα για την ψυχαγωγία των παραθεριστών με τη διοργάνωση εκδρομών, χοροεσπερίδων και τη δημιουργία άνετου υπαίθριου κινηματογράφου. Η συγκοινωνία τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν πυκνή και γινόταν από τη Λάρισα μέχρι το Τσάγεζι οδικώς και απ’ εκεί μέχρι το Κόκκινο Νερό με καΐκι. Τη δεκαετία του 1930 η παραθέριση στο Κόκκινο Νερό είχε γίνει πλέον μόδα για τους Λαρισαίους αστούς.
- Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο ίδιος επιχειρηματίας συνέχισε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στο Κόκκινο Νερό. Πριν ακόμη ο Πλαταμώνας αποσπάσει την καθολική σχεδόν προτίμηση των Λαρισαίων, η περιοχή αυτή συγκέντρωνε την καλή κοινωνία της πόλης οικογενειακώς για παραθέριση και λουτρά.
- Λίγα χρόνια αργότερα η δημιουργία του νέου οδικού άξονα Αθηνών-Θεσσαλονίκης και η οδική σύνδεση Στομίου-Κόκκινου Νερού έκανε πιο προσιτή την προσπέλαση στην περιοχή. Όμως, έκανε εύκολη και τη μετάβαση σε άλλους παραθαλάσσιους χώρους, κυρίως τον Πλαταμώνα. Η επισκεψιμότητα του Κόκκινου Νερού μειώθηκε. Από το 1955 ο χώρος αυτός, με μια σειρά από άστοχες παρεμβάσεις άρχισε σιγά-σιγά να χάνει τη φυσιογνωμία του. Ακολούθησε η οικοπεδοποίηση της περιοχής, η οποία ουσιαστικά κατέστρεψε τις κατάφυτες πηγές και τον περιβάλλοντα φυσικό χώρο και έτσι σήμερα έχει αναπτυχθεί εκεί ένας εύρωστος οικισμός, ο οποίος, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την ειδυλλιακή τοποθεσία των Λουτρών του Κόκκινου Νερού, όπως την είχαν γνωρίσει οι παλαιότεροι. Και το ερώτημα: Πότε η περιοχή ήταν καλύτερη; θα παραμένει πάντοτε αναπάντητο.

————————————————————
[1]. Εφημ. «Ελευθερία» (Λάρισα), φύλλο 25ης Ιουλίου 1925.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΕΡΟ

Η παλιά λουτρόπολη της Λάρισας


Οι εγκαταστάσεις της περιοχής του Κόκκινου Νερού. Φωτογραφία της δεκαετίας του 1950.Οι εγκαταστάσεις της περιοχής του Κόκκινου Νερού. Φωτογραφία της δεκαετίας του 1950.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Διαβάσαμε πρόσφατα στον τοπικό Τύπο ότι εδώ και μερικά χρόνια το Κόκκινο Νερό έχει μετατραπεί τους καλοκαιρινούς μήνες σε πολωνικό χωριό, από την παρουσία εκατοντάδων τουριστών από την όμορφη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης.

Το γεγονός αυτό μας δίνει την αφορμή να αναφέρουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία για την περιοχή αυτή του νομού μας, η οποία είχε καταστεί τα παλιότερα χρόνια η λουτρόπολη των Λαρισαίων.
Το 1901 κυκλοφόρησε ένα έντυπο φυλλάδιο 20 σελίδων με τίτλο: «Περί των εν Τσάγεσι σιδηρούχων ιαματικών υδάτων». Συγγραφέας του ήταν ο καθηγητής Αναστάσιος Κ. Δαμβέργης [1], ο οποίος είχε επισκεφθεί το 1900 τις ιαματικές πηγές που υπάρχουν στην περιοχή Κόκκινο Νερό κοντά στο Τσάγεζι, το σημερινό Στόμιο. Αφού στην αρχή της μελέτης του κάνει μια πολύ ζωντανή περιγραφή της περιοχής, στη συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει τις ιαματικές πηγές, τις οποίες διακρίνει από απόψεως σημασίας σε κύριες και δευτερεύουσες. Γράφει: «Αι κυριώδεις πηγαί είνε δύο [2], εξ ών η μία αναβρύει αναπηδητικώς μετά πολλής δυνάμεως εκ σχισμής βράχου, η δ’ ετέρα κείται τριάκοντα μέτρα μακράν της πρώτης και προς την κατωφέρειαν της χαράδρας. Εξ αμφοτέρων των πηγών τούτων αναβλύζει ύδωρ διαυγέστατον, αναβράζον εξ αφθόνου εκλύσεως αερίων και ταχέως δια της καταρροής εν τη χαράδρα, καταλείπον επί των κροκαλών ταύτης ερυθράν σκωριόχρουν ιλύν, εμφαίνουσαν την σιδηρούχον φύσιν των υδάτων. Εις απόστασιν ημισείας ώρας εκ τούτων, εντός άλλης επίσης καταφύτου χαράδρας, αναβρύουσιν έτεραι πηγαί δευτερευούσης σημασίας...». Κατά την ανάλυση του ύδατος των πηγών στα εργαστήρια του πανεπιστημίου Αθηνών, διαπιστώθηκε η πλούσια σε περιεκτικότητα σιδήρου και ανθρακικού οξέος σύστασή τους.
Η ιατρική έρευνα είχε επισημάνει από παλαιότερα ότι τα νερά αυτά των πηγών του Κόκκινου Νερού είχαν ιαματική επίδραση σε περιπτώσεις αναιμίας, χλωρώσεως [3], γενικής καχεξίας και αδυναμίας, παθήσεων του ήπατος, του ουροποιογεννητικού και γαστρεντερικού συστήματος και πολλών άλλων νοσημάτων. Η συνιστώμενη ιατρική δοσολογία ανερχόταν στη λήψη 1,5-2 λίτρων ιαματικού ύδατος την ημέρα. Η λήψη του γινόταν συνήθως τις πρωινές ώρες ή και κατά την διάρκεια των γευμάτων, ενώ η θεραπεία διαρκούσε 3-4 εβδομάδες.
Την περίοδο εκείνη [1900], αναφέρει ο Κ. Δαμβέργης ότι επισκέπτονταν το Κόκκινο Νερό κάθε χρόνο 500 περίπου πάσχοντες. Από αυτούς τα 9/10 περιορίζονταν στην πόση του ύδατος, ενώ το υπόλοιπο 1/10 εκτός της πόσιμης θεραπείας έκανε και λουτροθεραπεία μέσα σε πρόχειρους λάκκους που ανοίγονταν δίπλα στις πηγές. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει και η εμφιάλωση αρκετών ποσοτήτων του ιαματικού ύδατος. Μάλιστα αναφέρεται ότι κάθε χρόνο συσκευάζονταν 12-15.000 φιάλες. Οι περισσότερες απ’ αυτές αποστέλλονταν προς κατανάλωση στην Τουρκία και την Αίγυπτο και ένας μικρός αριθμός διανέμονταν στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, η θεραπευτική ικανότητα των πηγών του Κόκκινου Νερού ήταν γνωστή στους κατοίκους της περιοχής από τριάντα χρόνια πριν, δηλ. από το 1870 περίπου. Γι’ αυτό και πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι παρ’ όλον ότι ήταν υγιείς, επισκέπτονταν κάθε χρόνο τις πηγές και έκαναν ποσιθεραπεία και λουτροθεραπεία προληπτικά, ενώ άλλοι έκαναν χρήση του εμφιαλωμένου νερού στους χώρους μόνιμης διανομής τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να επισκεφθούν το Κόκκινο Νερό.
Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για την σπουδαιότητα των πηγών αυτών ως θεραπευτικό μέσον. Ούτε από την αρχαιότητα, αλλά ούτε και από τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο έχουμε οποιαδήποτε πληροφορία, αν και έχουν εντοπισθεί από τους αρχαιολόγους σημαντικά ευρήματα στην περιοχή (επιγραφές, ερείπια βυζαντινού ναού του 12ου-13ου αι., και άλλα), τα οποία υποδηλώνουν ότι ο χώρος αυτός κατοικείτο και αποτελούσε τμήμα του γνωστού Όρους των Κελίων. Διάφορες επιτόπιες διαχρονικές εικασίες για τις πηγές αυτές, σύμφωνα με τις οποίες συγκεντρώνονταν κατά τους αρχαίους χρόνους άτομα με διάφορες παθήσεις από ολόκληρο τον Θεσσαλικό χώρο κυρίως για τα ιαματικά νερά, ανάγονται μάλλον στη σφαίρα του μύθου.
Την επόμενη Κυριακή θα ολοκληρώσουμε τα διάφορα ιστορικά στοιχεία που αφορούν το Κόκκινο Νερό και έχουν αποδελτιωθεί κυρίως από δημοσιεύματα παλαιών εφημερίδων της πόλης μας.
[Συνέχεια]


[1]. Ο Αναστάσιος Κων. Δαμβέργης [1855-1920], ήταν καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Φαρμακευτικής Χημείας από το 1892 μέχρι τον θάνατό του, το 1920 και ασχολήθηκε μεταξύ των άλλων και με τις χημικές αναλύσεις των μεταλλικών και ιαματικών νερών της χώρας. Για τον λόγο αυτόν περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα και επισκέφθηκε το σύνολο σχεδόν των ιαματικών πηγών της, δημοσιεύοντας κατόπιν σε μεμονωμένα φυλλάδια τις αναλύσεις και τις θεραπευτικές ιδιότητές τους.
[2]. Σε υποσελίδια σημείωση ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι εκδρομείς από τη Λάρισα οι οποίοι τον συνόδευσαν στο Κόκκινο Νερό, ονόμαζαν τις πηγές αυτές, τη μεν πρώτη η οποία προσφέρει το πόσιμο μεταλλικό νερό, μέρος του οποίου εμφιαλώνεται, ως Πηγή Δαμβέργη, προς τιμήν του καθηγητού, ενώ τη δεύτερη, η οποία χρησιμοποιείται από τους λουόμενους, ως Πηγή Γιαννακίτσα, προς τιμήν του βουλευτή Λάρισας και λοχαγού Γιαννακίτσα.
[3]. Με το όνομα χλώρωσις χαρακτηριζόταν τα παλιά χρόνια ένα είδος σιδηροπενικής αναιμίας, η οποία εμφανιζόταν σε νεαρές κοπέλες κατά τη διάρκεια της ήβης, ειδικά σε εκείνες που έπασχαν από υπερμηνόρροια. Το προσωπείο των κοριτσιών αυτών εμφάνιζε κάποια χλωμή πρασινωπή χροιά Από αυτό προήλθε και το όνομα χλώρωσις. Σήμερα η πάθηση αυτή είναι σπανιότατη, λόγω των διαφορετικών συνθηκών ζωής των κοριτσιών.

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Πως περνούσαν τα καλοκαίρια οι παλιοί Λαρισαίοι

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο πρώτος αυτοκίνητος  καταβρεχτήρας  του Δήμου,  επί δημαρχίας  Μιχαήλ Σάπκα.  Φωτογραφία  από την εφημερίδα  «Ελευθερία».  Φύλλο  της 1ης Αυγούστου 1929. Αρχείο Ιω. Ρούσκα
Ο πρώτος αυτοκίνητος καταβρεχτήρας του Δήμου, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα. Φωτογραφία από την εφημερίδα «Ελευθερία». Φύλλο της 1ης Αυγούστου 1929. Αρχείο Ιω. Ρούσκα

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Από την αναδίφηση των παλιών εφημερίδων της Λάρισας, διαπιστώνουμε ότι τα καλοκαίρια ήταν και τότε θερμά, όπως και σήμερα.

Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι παλαιότερα τις βραδινές ώρες άρχιζε να δροσίζει, καθώς ο Όλυμπος έστελνε από τη μεριά των Τεμπών το δροσερό αεράκι του, ενώ η άσφαλτος των δρόμων και το τσιμέντο των οικοδομών δεν είχαν ακόμη κάνει την εμφάνισή τους. Έπειτα η πόλη διέθετε περισσότερο πράσινο, γιατί είχε πολλές μονοκατοικίες με αυλές γεμάτες δέντρα και άνθη κάθε λογής, τα οποία τις βραδινές ώρες ποτίζονταν. Μαζί με αυτά κάθε νοικοκυρά θεωρούσε καθήκον της να καταβρέχει το πεζοδρόμιο της και μέρος του δρόμου. Έτσι η πόλη ανέπνεε αρκετά έπειτα από τον αφόρητο καύσωνα της ημέρας. Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το πότισμα και το κατάβρεγμα προερχόταν από τα πηγάδια που οι περισσότερες αυλές διέθεταν τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα.
Την ημέρα οι κεντρικοί δρόμοι, χωματόδρομοι ως επί το πλείστον, ήταν γεμάτοι σκόνη, η οποία δυσκόλευε το άνετο βάδισμα, τις μετακινήσεις και δυσχέραινε την αναπνοή ειδικά όταν φυσούσε ο βασανιστικός «λίβας», ο οποίος κινητοποιούσε την αιωρούμενη σκόνη. Έτσι ο Δήμος αναγκαζόταν να καταβρέχει συχνά τους δρόμους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε τα πρώτα χρόνια καταβρεχτήρες που έσερναν άλογα. Φόρτωναν σε κάρα μεγάλες δεξαμενές με νερό, οι οποίες συνδέονταν στο οπίσθιο άκρο τους με σιδερένιο σωλήνα στον οποίο είχαν ανοίξει αρκετές οπές. Με τη μετακίνηση του κάρου εξακοντίζονταν λεπτές δέσμες νερού στο έδαφος, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν τιθάσευαν προσωρινά τη σκόνη. Το 1929, επί δημαρχίας Σάπκα αγοράστηκαν μηχανοκίνητοι καταβρεχτήρες, οι οποίοι διατηρήθηκαν και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το νερό το εφοδιάζονταν από το ποτάμι με ειδικούς μηχανισμούς άντλησης.
Το πόσιμο νερό, όπως αναφέραμε και σε άλλα κείμενά μας, οι Λαρισαίοι το προμηθεύονταν από τον Πηνειό με τους σακατζήδες και τους βαρελάδες. Τα καλοκαίρια για να δροσίζουν το νερό γέμιζαν στάμνες, τις στεγανοποιούσαν κατά το δυνατόν καλύτερα και τις τοποθετούσαν στο βάθος των πηγαδιών. Οι εύπορες οικογένειες αγόραζαν χιόνι που έφθανε με σούστες κατακαλόκαιρα από τα ψηλά του Κίσσαβου μέσα σε φτέρες για να μην λιώνει και μ’ αυτό κρύωναν το ζεστό νερό του Πηνειού. Αργότερα, όταν κατασκευάσθηκε το πρώτο παγοποιείο της Λάρισας από τον Κ. Κατσαούνη, προμηθεύονταν από πλανόδιους κομμάτια από κολόνες πάγου τα οποία θρυμμάτιζαν και ανάμεσά τους τοποθετούσαν δοχεία με νερό. Αυτά μέχρις ότου έκαναν την εμφάνισή τους οι παγωνιέρες, ειδικές ξύλινες κατασκευές στις οποίες τοποθετούσαν τον πάγο δίπλα σε μεταλλική δεξαμενή γεμάτη νερό και με το άνοιγμα κάνουλας, προμηθεύονταν εύκολα κρύο νερό.
Για τις γυναίκες στις γειτονιές της πόλης, οι βραδινές ώρες του καλοκαιριού αποτελούσαν μια καθημερινή ιεροτελεστία. Συγκεντρώνονταν σε ομάδες έξω από το σπίτι κάποιας γειτόνισσας και περνούσαν την ώρα τους με ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τη γυναικεία καθημερινότητα, από την οποία βέβαια δεν έλειπε και το ...ανελέητο κουτσομπολιό. Οι άνδρες από την άλλη, όταν τελείωναν τις δουλειές τους, συγκροτούσαν παρέες και κατέφευγαν σε διάφορους τόπους διασκέδασης και αναψυχής. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στα ψυχαγωγικά κέντρα. Πιο ξακουστό ήταν ο «Κήπος του Χαλήμαγα» που βρισκόταν στην πλατεία του αγίου Βησσαρίωνος όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο. Ο κήπος αυτός ήταν ό,τι είχε απομείνει από τα βασιλικά ανάκτορα που διέθετε η Λάρισα από το 1881. Στον κήπο λοιπόν των ανακτόρων ο Πέτρος Χαλήμαγας δημιούργησε μια όμορφη και δροσερή γωνιά στο κέντρο της πόλης. Κάθε καλοκαίρι μετακαλούσε βιεννέζικες ορχήστρες με αυστριακούς μουσικούς και τραγουδιστές, οι οποίοι διασκέδαζαν τους διψασμένους από ξεκούραση και δροσιά Λαρισαίους. Βιεννέζικη ορχήστρα διέθετε και το κέντρο «Ντορέ» στην Κεντρική πλατεία, εκεί όπου αργότερα λειτούργησε το καφενείο «Πανελλήνιον». Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μουσικών κέντρων την περίοδο 1928-1930 ήταν έντονος και κάθε κέντρο είχε τους φανατικούς του θαυμαστές.
Προπολεμικά λειτουργούσαν και μουσικά θέατρα στη Λάρισα. Πιο σημαντικό ήταν αυτό του Φρουρίου. Η σκηνή του θεάτρου βρισκόταν στη δυτική πλευρά της τούρκικης αγοράς [μπεζεστένι], το γνωστό στους Λαρισαίους Φρούριο και φιλοξενούσε κυρίως μουσικούς θιάσους από την Αθήνα. Οι θίασοι αυτοί ανέβαζαν μουσικές επιθεωρήσεις διανθισμένες με χορευτικά και η γυναικεία παρουσία επί σκηνής την εποχή εκείνη αποτελούσε για το ανδρικό στοιχείο της πόλης οπτική αποκάλυψη...
Εκτός αυτών όμως υπήρχαν και τα εξοχικά κέντρα, τα οποία βρισκόταν στις παρυφές της πόλης. Το «Αλκαζάρ» κρατούσε τα σκήπτρα. Στην αρχή εξυπηρετούσε κυρίως τους απογευματινούς και βραδινούς περιπατητές τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Αργότερα αναπτύχθηκε από επιχειρηματίες κοσμικό κέντρο, το οποίο διασκέδαζε τις βραδινές ώρες τους Λαρισαίους με ορχήστρες και τραγουδιστές από την Αθήνα.
Άλλο εξοχικό κέντρο ήταν το «Λούνα Παρκ», από τα γραφικότερα της εποχής λόγω της θέσης του. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα Παλιά Σφαγεία και λίγο πιο κάτω από το Γενικό Νοσοκομείο. Η περιοχή αυτή δίπλα στο ποτάμι, κατάφυτη από δέντρα κυρίως καραγάτσια, ήταν ειδυλλιακή και κατάλληλη για καλοκαιρινές εξορμήσεις. Μάλιστα για να διευκολύνεται η προσπέλασή του ποταμού, εγκαταστάθηκε ειδική σχεδία-περαταριά, η οποία μετέφερε τους επισκέπτες στην απέναντι όχθη με ασφάλεια.
Εκτός αυτών υπήρχαν και άλλα εξοχικά κέντρα, τα οποία συγκέντρωναν τις προτιμήσεις ειδικής μερίδας Λαρισαίων, όπως η «Κιβωτός» στο τέλος του Αλκαζάρ, εκεί που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο και αρχίζει η συνοικία Παπασταύρου, το «Φάληρο», ανάμεσα στα Γυμνάσια και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, τα «Πευκάκια» σε έναν υπερυψωμένο χώρο κοντά στη γέφυρα, στο σημείο όπου παλιότερα ορθώνονταν το τζαμί του Χασάν μπέη, και άλλα.
Από το 1930 μπήκε στη θερινή διασκέδαση της πόλης και ο κινηματογράφος, ο οποίος φυσικά στην αρχή ήταν βωβός. Απλώς κάποιος πιανίστας παρακολουθούσε την υποτυπώδη πλοκή του έργου και προσπαθούσε με τη μουσική να του δώσει ζωντάνια. Κινηματογράφοι θερινοί λειτούργησαν στο Φρούριο, δίπλα από το μουσικό θέατρο, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται ο εξωτερικός χώρος του κέντρου, στον «Κήπο του Χαλήμαγα» στην πλατεία των ανακτόρων και στην Κεντρική πλατεία στο καφενείο «Ντορέ».
Παραθερισμός στα παλιά χρόνια με τη σημερινή έννοια του όρου δεν υπήρχε στη Λάρισα. Το καλοκαίρι έφευγαν προσωρινά μόνον οι οικογένειες που είχαν μετακομίσει από διάφορα χωριά, κυρίως βλαχοχώρια [Σαμαρίνα, Λιβάδι, κ.λπ.] και όσοι κατάγονταν από γραφικούς και υγιεινούς τόπους. Αργότερα ορισμένες εύπορες οικογένειες περνούσαν το δίμηνο των υψηλών θερμοκρασιών [Ιούλιος-Αύγουστος] κυρίως στο βουνό και όχι στη θάλασσα. Προτίμηση υπήρχε στη Ραψάνη, στη Σελίτσανη [Ανατολή], στη Ρέτσιανη [Μεταξοχώρι], στην Καρύτσα, στα Αμπελάκια και σε άλλα, λιγότερο όμως ονομαστά. Εκεί δημιουργούσαν πρόσκαιρες παρέες, προγραμμάτιζαν εκδρομές, οργάνωναν γλέντια και χορούς και απέφευγαν έτσι τη ζεστή ατμόσφαιρα της Λάρισας, αλλά και τον προπολεμικό δαίμονά της, τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία, νόσημα βαρύ και πολλές φορές θανατηφόρο.
Το μόνο παραθαλάσσιο θέρετρο εκείνη την περίοδο ήταν το Τσάγεζι [Στόμιο]. Στον Πλαταμώνα δεν πήγαινε κανείς, αν και η πρόσβασή του λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν εύκολη. Ο λόγος απλός. Δεν υπήρχε τότε Πλαταμώνας. Μόνο μερικές ψαράδικες καλύβες από τους κατοίκους των παλαιών Πόρων και του παλαιού Αγίου Παντελεήμονα εύρισκε κανείς όταν επισκέπτονταν τότε την περιοχή.
Το μπάνιο στη θάλασσα του Τσάγεζι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήταν άγνωστο. Ορισμένοι μόνον άνδρες, μιμούμενοι τους ντόπιους ψαράδες ανασήκωναν τα παντελόνια και έβρεχαν τα πόδια τους. Αυτό ήταν όλο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τη θάλασσα με τα μάτια από απόσταση. Όμως το καλοκαίρι του 1909, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα των Αθηνών «ΕΛΛΑΣ», έγινε η πρώτη εμφάνιση ανδρών και γυναικών στη θάλασσα του Τσάγεζι, αλλά όμως σε διαφορετικές τοποθεσίες. Τα μαγιό ήταν ολόσωμα και κάλυπταν τους λουόμενους από τον λαιμό μέχρι τον αστράγαλο. Κολύμβηση δεν γινόταν βέβαια, γιατί κανείς δεν γνώριζε να επιπλέει. Απλώς οι επίδοξοι κολυμβητές έρχονταν σε μια απλή επαφή με το νερό στη ρηχή θάλασσα του Στομίου. Τα μικτά μπάνια, τα περίφημα «μπαιν μιξτ», άρχισαν πολύ αργότερα, από το 1930 και μετά. Μερικά άτομα που έμεναν τα καλοκαίρια στη Λάρισα, απολάμβαναν τη δροσιά του Πηνειού στα «Γκιόλια», μια περιοχή κάτω από την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Αυτοί ήταν νέοι άνδρες, εργαζόμενοι, μαθητές, φοιτητές. Βάδιζαν μέχρι το σημείο εκείνο και οι πιο τολμηροί κολυμπούσαν στα δύσκολα νερά του Πηνειού, με τις επικίνδυνες «ρουφήχτρες».

Όπως αντιλαμβάνεσθε, σύγκριση με τα σημερινά καλοκαίρια δεν μπορεί να γίνει. Δεν μπορούν να συσχετισθούν ανόμοιες εποχές, διαφορετικές νοοτροπίες, αυστηρότερα ήθη, τρόποι μετακινήσεων και ιδιαιτερότητες οικονομικές. Πότε όμως ήταν καλύτερα; Τότε ή τώρα;