Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015


Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα


Είναι γνωστό ότι το 1881, με τη συνθήκη
του Βερολίνου, η Θεσσαλία (εκτός της
περιοχής Ελασσόνος) και ένα μέρος της
Ηπείρου ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος.Ο ελληνικός στρατός καταλάμβανε ειρηνικά όλες τις περιοχές που είχαν προσαρτηθεί και σταδιακά μέσα σε τέσσερες μήνες είχε ολοκληρώσει την κατάληψη τους. Προηγήθηκε η περιοχή της Άρτας και τελευταία ελευθερώθηκε η περιοχή του Βόλου. Στη Λάρισα τα ελληνικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο εισήλθαν στις 31 Αυγούστου 1881. Η κυβέρνηση προετοιμασμένη από καιρό,
διόρισε αμέσως τα επικεφαλής δημόσια πρόσωπα και ανέπτυξε τις διοικητικές υπηρεσίες,ώστε να γίνει σύντομα η προσαρμογή της νέας περιοχής στην ελληνική νομοθεσία. Νομάρχης
τοποθετήθηκε ο Θεοχ. Θεοχάρης, ενώ δήμαρχος διορίσθηκε ο Χασάν Εφέντης Ετέμ Αγάς[1].
Ο Ετέμ Εφέντης, όπως υπέγραφε, ήταν ένας πλούσιος, φιλάνθρωπος και ευγενής στην ψυχή
Οθωμανός Λαρισαίος,ο οποίος ήταν επικεφαλής στις δημοτικές υπηρεσίες της πόλης και κατά
τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, μαζί με μια μικρή ομάδα ατόμων που αντιπροσώπευαν και τις τρεις κοινότητες της Λάρισας, μουσουλμανική, χριστιανική και εβραϊκή. Με εισήγηση του Νομάρχη, η ελληνική κυβέρνηση μαζί με τον δήμαρχο Ετέμ Εφέντη διόρισε και δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι αποτέλεσαν το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο. Ήταν οι: χριστιανοί
Αναστάσιος Πατσουρίδης[2] και Δημήτριος Αλέκος[3], οι μουσουλμάνοι Χαλήλ αγά Μπακουρ-
τζής, Ραϊφ Εφέντης και Νουρή Χατζηαχμέτ και ο ισραηλίτης Ισουά Μ. Κουέν.
Η προτίμηση του ελληνικού κράτους να διορίσει τον ΕτέμΕφέντη ως πρώτο Δήμαρχο της
θεσσαλικής πρωτεύουσας αμέσως μετά την απελευθέρωση δεν πρέπει να προβληματίζει.
Στον ένα χρόνο που έμεινε στη θέση αυτή ανέδειξε εμπράκτως τα φιλελληνικά αισθήματα από
τα οποία κατέχονταν, ενώ συγχρόνως η παρουσία του βοήθησε να προληφθεί η άτακτη φυγή
πολλών Τούρκων μπέηδων, η πλούσια ζωή των οποίων ενίσχυε την οικονομία της τοπικής κοι-
νωνίας. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ετέμ Εφέντης «κρατούσε από τη γενιά του κατακτητή της
Θεσσαλίας Τουρχάν και τα αξιώματά του κατά την τουρκοκρατία ήταν κατά κάποιο τρόπο κλη-
ρονομικά»[4].
 Όμως το γεγονός της ευγενούς καταγωγής του δεν είναι από καμιά ιστορική πηγή τεκμηριωμένο. Ένα μήνα αργότερα, αρχές Οκτωβρίου 1881,υποδέχθηκε στη Λάρισα τον βασιλιά Γεώργιο και σαν δήμαρχος πρωτοστάτησε στην υποδοχή του. Τη δραστηριότητά του την παρακολουθούμε όχι μόνον από τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λαρίσσης, τα οποία έχουν διασωθεί και υπάρχουν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στον νομό μας[5], αλλά και από τις εφημερίδες «Αστήρ της Θεσσαλίας» και «Ανεξαρτησία» της Λάρισας και των Αθηνών.
Ο Χασάν Εφέντης Ετέμ Αγάς ήταν μεγαλοκτηματίας, όπως οι περισσότεροι Οθωμανοί της
Λάρισας, είχε όμως πολλά ακίνητα και μέσα στην πόλη. Αγαπούσε, εξυπηρετούσε και βοη-
θούσε τους χριστιανούς από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα. Το κονάκι του βρισκόταν στον
Καραγάτς μαχαλά, δηλαδή στη σημερινή συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν τεράστιο, πο-
λυτελέστατο, γι’ αυτό και σε ορισμένες αναφορές βλέπουμε να το αποκαλούν σεράι, δηλ. πα-
λάτι. Μαζί με το Νομάρχη και το ολιγομελές Δημοτικό Συμβούλιο εργάσθηκε σκληρά για την
ανεύρεση κατάλληλων κτιρίων ώστε να στεγασθούν τα πρώτα ελληνικά δημόσια καταστήματα και τα εκπαιδευτήρια[6].
 Επειδή φυσικά δεν υπήρχαν έτοιμοι ειδικοί χώροι, ενοικιάσθηκαν μεγάλα παλιά σπίτια Οθωμανών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει οριστικά τη Θεσσαλία και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Τουρκία και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι είναι γνωστό ότι τον Οκτώβριο του 1881άρχισε τη λειτουργία του το Πρωτοδικείο Λαρίσσης, πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκε το πρώτο υποκατάστημα Τράπεζας, το οποίο ήταν της Εθνικής. Βοήθησε και υποστήριξε την κυκλοφορία της πρώτης εφημερίδας «Αστήρ της Θεσσαλίας» που κυκλοφόρησε στη Λάρισα την 31η Αυγούστου(;)1881 και ενίσχυσε τον διευθυντή της Ανδρέα Πεταλά[7].
Η κορυφαία όμως πράξη του, η οποία επιβεβαιώνει τα φιλελληνικά αισθήματα που έτρεφε, έγινε το 1887 όταν δεν ήταν πλέον δήμαρχος και ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Λάρισα.
Ενώπιον του συμβολαιογράφου Παναγιώτου Σκαμβούγερα υπέγραψε δωρεά προς τον Διο-
νύσιο Γαλάτη[8] οικοπεδικής εκτάσεως 2.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων, η οποία βρισκόταν στη συνοικία Καραγάτς, με σκοπό να ανεγερθεί στο σημείο αυτό χριστιανικός ναός,
υπό τον όρο να αποπερατωθεί μέσα σε έξη μήνες. Είχε διαπιστώσει ότι οι πολυάριθμοι χρι-
στιανοί κάτοικοι της συνοικίας αυτής στερούνταν ευκτήριου οίκου και ήταν αναγκασμένοι να
καταφεύγουν σε ναούς γειτονικών συνοικιών (Αγ. Σαράντα, Αγ. Νικόλαος)για τα εκτελούν τα
θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αυτό και μαζί με τη δωρεά απαίτησε και τη σύντομη ανέγερσή
του. Εκτός αυτού και ο Παναγιώτης Καθεκλάς,δικαστικός κλητήρας, του οποίου η κατοικία βρι-
σκόταν απέναντι από τον σημερινό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, λέγεται ότι ευαισθητοποίησε
τον Ετέμ Εφέντη για να προβεί στη δωρεά αυτή.
Εξ άλλου είχε προηγηθεί περί το 1880 και η ανέγερση του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, για την
κατασκευή του οποίου ο Λαρισαίος Οθωμανός είχε προσφέρει σημαντικό ποσό.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Ιουλίου 1889,συντάσσεται ενώπιον του συμβολαιογράφου
Αγαθάγγελου Ιωαννίδη δωρητήριο του οικοπέδου που είχε στην κατοχή του ο Διονύσιος Γαλάτης από την δωρεά του Χασάν Εφέντη Ετέμ Αγά που αναφέραμε. Τώρα το οικόπεδο αυτό
δωριζόταν στον Δήμο, τον οποίο εκπροσωπούσε ο Κωνσταντίνος Σκαλιώρας[9], ο οποίος ήταν
δημαρχιακός πάρεδρος, πάντοτε όμως με τον όρο να ανεγερθεί ιερός ναός.
Τελικά ο ναός θεμελιώθηκε στο χώρο του δωρηθέντος οικοπέδου τον Αύγουστο του 1899.
Ήταν πρόχειρος, λιτός και αφιερώθηκε στους «Αγίους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη».
[1]. Το εν λόγω άτομο φέρεται με πολλές ονομασίες από τους ιστορικούς και τους δημοσιογρά-
φους της εποχής: Χασάν Εφέντη Ετέμ αγάς, Χασάν Ετέμ Καντήρ αγάς, Χασάν Εφέντης, κλπ. Πάντως στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου υπέγραφε σαν Ετέμ Εφέντης.
[2]. Το όνομά του το συναντάμε κατά τα χρόνια 1872-1877 στον Κώδικα του Αγίου Αχιλλίου, στον οποίο υπάρχουν στοιχεία της περιόδου 1810-1881.
[3]. Το όνομά του σαν Αλέκου-Αλεξίου Δημήτριος του Ιωάννου το συναντάμε στο Κώδικα του Αγίου Αχιλλίου, καθώς και σαν εκκλησιαστικό επίτροπο του ίδιου ναού κατά το 1858.
[4]. Καλογιάννης Βάσος, Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της
θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ. 113-114.
[5]. Δυστυχώς η καταγραφή των Πρακτικών αρχίζει έπειτα από δέκα περίπου μήνες από τον
διορισμό του Δημοτικού Συμβουλίου, δηλ. από τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 1882, γι’ αυτό και τις πρώτες πράξεις μέχρι και την ΛΓ’ (32η) δεν τις γνωρίζουμε. Επί πλέον, μέχρι την παραίτηση του Ετέμ Εφέντη τον Σεπτέμβριο του 1882 τα πρακτικά είναι πολύ λιτά και ολιγόλογα. Η τελευταία πράξη που υπογράφει σαν Δήμαρχος έχει ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1882.
[6].Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου διαβάζουμε ότι κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νο-
εμβρίου 1882 συζητήθηκε το θέμα του κτιρίου του Γυμνασίου Λαρίσσης, το οποίο είχε αρχίσει να κτίζεται το 1873, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί και ανήκε στη χριστιανική κοινότητα της πόλεως: «Ο Δήμαρχος υπέβαλε υπ’ όψιν του Δημοτικού Συμβουλίου τα εξής ζητήματα…. Β’ Περί παραχωρήσεως εις το Δημόσιον του ημιτελούς Διδακτηρίου της ενταύθα κοινότητος, όπερ είχε προορισθή ως Γυμνάσιον. Το Συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν και την υπ’ αριθμ. 1135 διαταγήν της Β. Νομαρχίας και ως αντιπροσωπεύον την κοινότητα Λαρίσσης, ψηφίζει: Να παραχωρηθή το ανωτέρω οίκημα εις το Δημόσιον, όπως δι’ αυτού του μέσου χρησιμοποιηθή προς ωφέλειαν των κατοίκων». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ετέμ Εφέντης είχε παραιτηθεί μόλις πριν δύο μήνες και δημαρχεύων ήταν ο Δημήτριος Γεωργιάδης.
[7]. περ. Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, Αθήναι (1935) σελ. 198.
[8]. Ο Διονύσιος Γαλάτης ήταν Ιθακήσιος την καταγωγή. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε από πολύ
νωρίς και ασχολήθηκε κυρίως με την εμπορία του σίτου. Το1877 τον βρίσκουμε να είναι προξενικός πράκτορας της Γαλλίας. Το σπίτι του βρισκόταν στον Αρναούτ Μαχαλά (Αγίου Αθανασίου). Ένα μήνα μετά το δωρητήριο συμβόλαιο, στις εκλογές της 5ης Ιουλίου 1887, εκλέχθηκε Δήμαρχος Λαρίσης.
[9]. Ο Κωνσταντίνος Σκαλιώρας ήταν εμποροκτηματίας, όπως τον προσδιορίζει στο δωρητήριο
συμβόλαιο ο συμβολαιογράφος Αγαθάγγελος Ιωάννίδης. Επί πλέον ήταν και επιχειρηματίας και
μάλιστα το 1884 ανέλαβε την ανέγερση των Στρατώνων της Λάρισας, χωρητικότητος 10.000 αν-
δρών περίπου. Λέγεται ότι με τα χρήματα που κέρδισε από την επιχείρηση αυτή κατασκεύασε το μεγαλόπρεπο αρχοντικό του με την σπουδαία νεοκλασική αρχιτεκτονική, το οποίο βρισκόταν εκεί
που μέχρι πρότινος στεγαζόταν το Στρατολογικό Γραφείο, γωνία Πατρόκλου και Ρούσβελτ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου