Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

 

Η πρώτη του επίσκεψη στην ελεύθερη πόλη

 
Το μεγάλο κτίριο δεξιά ανάμεσα στα δένδρα, είναι το κονάκι του Χουσνή μπέη στο οποίο  κατέλυσε ο Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα  τον Οκτώβριο του 1881. Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου. Το μεγάλο κτίριο δεξιά ανάμεσα στα δένδρα, είναι το κονάκι του Χουσνή μπέη στο οποίο κατέλυσε ο Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881. Επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. 1910 περίπου.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
Όλοι γνωρίζουμε ότι στις 31 Αυγούστου του 1881 ο ελληνικός στρατός, με επί κεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο εισερχόταν συντεταγμένος στη Λάρισα και έπειτα από 458 χρόνια σκληρής οθωμανικής κατοχής η πόλη ήταν ελεύθερη. Ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ θέλησε να επισκεφθεί τις απελευθερωθείσες περιοχές και να τις γνωρίσει από κοντά. Ξεκινώντας από την Άρτα και τη Δυτική Θεσσαλία, την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου έφθασε στη Λάρισα. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σ’ αυτή την επίσκεψη. Δεν είναι τόσο γνωστή, όπως η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων στις 31 Αυγούστου 1881. Αυτός είναι και ο λόγος που θα περιγράψουμε με λίγα λόγια την παραμονή του και τα γεγονότα που συνέβησαν το πενθήμερο που έμεινε στη Λάρισα (7-12 Οκτωβρίου).
Οδηγός μας θα είναι μια σχετικά άγνωστη πηγή. Η προσωπική μαρτυρία του Κωνσταντίνου Αθ. Διαμαντή, η οποία δημοσιεύθηκε μεταπολεμικά στο περιοδικό “Σήμερα” του οποίου εκδότης ήταν ο Χρήστος Αγγελομάτης[1]. Η καταγραφή είναι εν είδει ημερολογίου, με τις κινήσεις του Γεωργίου Α’ και της συνοδείας του να περιγράφονται με την ακριβή αναγραφή της ώρας. Δεν θα παρακολουθήσουμε όμως επακριβώς την περιγραφή του Κων. Διαμαντή, απλώς θα αναφέρουμε τις σημαντικότερες κινήσεις του βασιλιά και τις επαφές που είχε με τους τοπικούς άρχοντες, Έλληνες, Οθωμανούς και Ισραηλίτες.
Ήταν Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 1881. Η βασιλική πομπή ερχόταν από τα Ζάρκο και τις μεσημβρινές ώρες έφθασε έξω από τη Λάρισα, στην πύλη Τρικάλων, δηλαδή περίπου στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το 404 Γ. Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου είχε στηθεί “μεγαλοπρεπής αψίδα εκ λευκού υφάσματος, κεκοσμημένη δια σημαιών και διαφόρων επιγραφών”. Εκεί ανέμεναν να τους υποδεχθούν ο Δήμαρχος της Λάρισας Χασάν Ετέμ, και διάφοροι τοπικοί άρχοντες, όλες οι συντεχνίες της πόλης με τις σημαίες τους και “άπειρον πλήθος παντός γένους και τάξεως, τα οποία ανευφήμουν ζωηρώς”. Μετά το καλωσόρισμα του Δημάρχου προς τον βασιλέα, όλοι μαζί ακολούθησαν τον κεντρικό δρόμο ο οποίος οδηγούσε στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου, “καλυπτόμενοι υπό ανθέων και ζαχαρωτών άτινα έρριπτον αι γυναίκες εκ των παραθύρων ίνα ράνωσι την Α.Μ.”. Εψάλη επίσημη ευχαριστήρια δοξολογία από τον μητροπολίτη Νεόφυτο και τον κλήρο της πόλης, στο τέλος της οποίας ο Νεόφυτος προσφώνησε τον Βασιλέα. Μετά το τέλος της δοξολογίας, σχηματίσθηκε πομπή, η οποία κατευθύνθηκε στην οικία του Χουσνή μπέη, όπου θα κατέλυε ο βασιλιάς. Η κατοικία αυτή, αν και ήταν ιδιοκτησία Οθωμανού, είχε επιλεγεί διότι ήταν το ευπρεπέστερο κτίριο της πόλης, με πολλές ανέσεις, ιδίως στους χώρους υγιεινής. Ακολούθησε γεύμα στο οποίο παρέστησαν εκτός του Βασιλιά, ο Αρχιερέας, ο Στρατηγός, ο Βασιλικός Επίτροπος και ο Δήμαρχος. Την ώρα του γεύματος είχε συγκεντρωθεί έξω από τη βασιλική κατοικία πλήθος κόσμου, το οποίο ζητωκραύγαζε συνεχώς.
Την επόμενη ημέρα Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 1881 πρωινές ώρες, ο Βασιλιάς δέχθηκε σε ακρόαση τον Δήμαρχο Χασάν Ετέμ και τους αρχιερείς Δημητριάδος και Πλαταμώνος[2], οι οποίοι είχαν ταξιδεύσει μέχρι τη Λάρισα για να παραστούν στην υποδοχή και τη δοξολογία. Κατόπιν ακολουθούμενος από τον Δήμαρχο και τον Φρούραρχο Σαράτσογλου επισκέφθηκαν διάφορα μέρη της Λάρισας. Ξεκίνησαν από το πρώην Τουρκικό Διοικητήριο, όπου την περίοδο της επισκέψεως του Γεωργίου Α’ στεγαζόταν το 21ο τάγμα πεζικού. Ο συγγραφέας το Διοικητήριο το περιγράφει ως εξής: “Το κτήριον τούτο είναι διώροφον. Έχει άνωθεν μεν μεγάλην αίθουσαν και πέριξ αυτής 17 ευρύχωρα δωμάτια, κάτωθεν δε αυτής της αιθούσης πρόδρομον μέγιστον άνευ πατώματος και ισάριθμα δωμάτια του αυτού μεγέθους με το άνω πάτωμα. Έμπροσθεν έχει ευρύ περίβολον και δύο οικίσκους εν αυτώ, εις ένα των οποίων διαμένει η χωροφυλακή”. Εν συνεχεία επισκέφθηκαν την αγορά της Λάρισας και απ’ εκεί οδηγήθηκαν στη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού, η οποία “ενώνει την πόλιν μετά της συνοικίας της καλουμένης Πέρα μαχαλάς, είναι κατασκευής βυζαντινής, ανεκαινίσθη δε υπό του Χασάν βέη, εγγονού του Τουραχάν βέη, ως αποδεικνύει τούτο επιγραφή τουρκική, σωζομένη εν τω ομωνύμω τεμένει. Περί την μεσημβρίαν, διήλθομεν δια της Ισραηλιτικής συνοικίας”.
Το απογευμα της ίδιας ημέρας ο άνακτας μετά της ακολουθίας του “εξήλθεν εις περίπατον ακολουθήσασα την παρά την όχθην του ποταμού οδόν. Εν τω ποταμώ εφάνη μικρόν ακάτιον υπό ανδρός διευθυνόμενον, δια κώπης εχούσης σχήμα πτύου. Το ακάτιον επλησίασεν εις το μέσον του ποταμού ένθα υπήρχε αύλαξ ξύλινος, στηριζόμενος υποκάτωθεν δια πασσάλων. Ο αύλαξ ούτος χρησιμεύων προς αλιείαν των ιχθύων καλείται Νταϊλιάνι. Το ύδωρ του ποταμού εισερχόμενον εκ του ενός μέρους του αύλακος, εξήρχετο ορμητικόν εκ του ετέρου, εις το οποίον ο εν τω ακατίω ανήρ επακουμβήσας το δίκτυον, συνέλαβε μέγιστον έγχελυν (χέλι), τον οποίον έφερε μετ’ ολίγον και τον επέδειξε εις τον Βασιλέα. Ο έγχελυς ούτος περιεστρέφετο ως όφις … Επιστρέφοντες εις την βασιλικήν κατοικίαν βλέπομεν επί του εκεί πλησίον μιναρέ τον Χότζα ψάλλοντα μετά κατανυκτικής φωνής και προσκαλούντας τους πιστούς εις την απογευματινήν προσευχήν … Μετά το γεύμα ο Βασιλεύς μετά της ακολουθίας του μετέβη εις την εκτός της μεγάλης γεφύρας πλατείαν (Αλκαζάρ), ένθα εκάησαν διάφορα πυροτεχνήματα, παιανιζούσης της στρατιωτικής μουσικής. Η συρροή του κόσμου ήτο μεγίστη. Ο ενθουσιασμός ακράτητος. Ο λαός ζητωκραυγάζων, ακολουθεί μετά την κατάκαυσιν των πυροτεχνημάτων την Α. Μ. μέχρι της βασιλικής κατοικίας.”[3]
Την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου δέχθηκε σε ακρόαση τις πρωινές ώρες δικαστικούς, τον Οικονομικό Επιθεωρητή Κετσέα, τους πρώην προξένους Παλαμήδη και Τζιώτη[4], τον ιατρό Γρυπάρη, τον έμπορο Διονύσιο Γαλάτη[5] και 17 τον αριθμό Οθωμανούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Χαηρή μπέης του Χασάν πασά, αδελφός του Χουσνή μπέη[6], ιδιοκτήτη της κατοικίας στην οποία κατέλυσε ο Γεώργιος Α’, στον οποίο απένειμε και παράσημο.
Εν συνεχεία “μετέβη εις την Συναγωγήν, εις την θύραν της οποίας αναμένουσι την Μεγαλειότητά του οι παίδες της Σχολής, ενδεδυμένοι την εορτάσιμον αυτών στολήν και επί του ώμου ταινίαν, οίτινες άμα τη αφίξει του Βασιλέως ψάλλουσιν ύμνον, μετά τον οποίον η Μεγαλειότης του εισέρχεται εις τον Ναόν (Συναγωγή) όπου ο Ραββίνος προσφέρει στέφανον και προσφωνεί. Ο Βασιλεύς ανέρχεται επί μεγαλοπρεπούς θρόνου κεκοσμημένου δια χρυσοκεντήτων υφασμάτων και κάθεται επί πολυτελούς κλιντήρος (ανάκλιντρου). Ψάλλεται δοξολογία και ο Ραββίνος δέεται τω Υψίστω υπέρ του Βασιλέως, της Βασιλίσσης, του Διαδόχου και απάσης της Βασιλικής Οικογενείας. Τούτον διαδέχεται ο Ισραηλίτης Μουάν, αντιπρόσωπος της Ισραηλιτικής Κοινότητος, όστις αναβάς επί της εν τη Συναγωγή εξέδρας προσφωνεί τον Βασιλέα. Την Α. Μ. εξερχομένην της Συναγωγής συνοδεύουσι μέχρι της θύρας ο Ραββίνος και τινες πρόκριτοι Ισραηλίται, οι δε παίδες ψάλλουσι εκ νέου τον ύμνον. Άμα τη αφίξει της Α. Μ. εις την βασιλικήν κατοικίαν, οι Ισραηλίται στέλλουσι Αυτή ως δώρον δύο μαξιλάρια χρυσοκέντητα και τινας τσερβέδες παλαιάς κατασκευής”.
Στη 1 το μεσημέρι, μετά το πρόγευμα, αναχώρησε ο Βασιλιάς με τη συνοδεία του με άμαξες για να επισκεφθεί τον Τύρναβο.
(Συνεχίζεται)
............

[1]. Ο Χρήστος Εμ. Αγγελομάτης (1899-1979) ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Η οικογένειά του είχε καταγωγή από τη Χίο, γεννήθηκε στη Σμύρνη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήλθε στην Ελλάδα όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.
[2]. Μητροπολίτης Δημητριάδος ήταν ο Γρηγόριος Φουρτουνιάδης (1870-1907) και Επίσκοπος Πλαταμώνος ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1877-1900), ο οποίος το 1900 μετετέθη στη Μητρόπολη Λαρίσης.
[3]. Ως γνωστόν η κατοικία του Χουσνή μπέη όπου κατέλυσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ με την ακολουθία του, αγοράστηκε από τον ίδιο και αποτέλεσε τα ανάκτορα της Λάρισας, την οποία επισκεπτόταν κυρίως τον Σεπτέμβριο μήνα, όταν γίνονταν Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης, καθώς και τα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Τίτλοι ιδιοκτησίας ανακτόρων Λαρίσσης. Εφ. “Ελευθερία”, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018.
[4]. Ο Ιωάννης Ρ. Παλαμήδης ήταν πρόξενος στο Ελληνικό Προξενείο της Λάρισας και ο Ιωάννης Δ. Τζιώτης υποπρόξενος στον Βόλο κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης Θεσσαλικής Επανάστασης του 1878, η οποία στάθηκε αφορμή για την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου και τελικά για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην υπόλοιπη Ελλάδα.
[5]. Ο Διονύσιος Γαλάτης είναι ο μετέπειτα δήμαρχος της Λάρισας (1887-1891), ο οποίος είχε λάβει ενεργό μέρος στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1878.
[6]. Ο ιδιοκτήτης της βασιλικής κατοικίας Χουσνή μπέης είχε αναχωρήσει μόνιμα για την Κωνσταντινούπολη πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 και επομένως η κατοικία του ήταν κενή. Είχε αφήσει απλώς ως πληρεξούσιο τον αδελφό του Χαηρή μπέη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου