Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Πως περνούσαν τα καλοκαίρια οι παλιοί Λαρισαίοι

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο πρώτος αυτοκίνητος  καταβρεχτήρας  του Δήμου,  επί δημαρχίας  Μιχαήλ Σάπκα.  Φωτογραφία  από την εφημερίδα  «Ελευθερία».  Φύλλο  της 1ης Αυγούστου 1929. Αρχείο Ιω. Ρούσκα
Ο πρώτος αυτοκίνητος καταβρεχτήρας του Δήμου, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα. Φωτογραφία από την εφημερίδα «Ελευθερία». Φύλλο της 1ης Αυγούστου 1929. Αρχείο Ιω. Ρούσκα

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Από την αναδίφηση των παλιών εφημερίδων της Λάρισας, διαπιστώνουμε ότι τα καλοκαίρια ήταν και τότε θερμά, όπως και σήμερα.

Η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι παλαιότερα τις βραδινές ώρες άρχιζε να δροσίζει, καθώς ο Όλυμπος έστελνε από τη μεριά των Τεμπών το δροσερό αεράκι του, ενώ η άσφαλτος των δρόμων και το τσιμέντο των οικοδομών δεν είχαν ακόμη κάνει την εμφάνισή τους. Έπειτα η πόλη διέθετε περισσότερο πράσινο, γιατί είχε πολλές μονοκατοικίες με αυλές γεμάτες δέντρα και άνθη κάθε λογής, τα οποία τις βραδινές ώρες ποτίζονταν. Μαζί με αυτά κάθε νοικοκυρά θεωρούσε καθήκον της να καταβρέχει το πεζοδρόμιο της και μέρος του δρόμου. Έτσι η πόλη ανέπνεε αρκετά έπειτα από τον αφόρητο καύσωνα της ημέρας. Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το πότισμα και το κατάβρεγμα προερχόταν από τα πηγάδια που οι περισσότερες αυλές διέθεταν τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα.
Την ημέρα οι κεντρικοί δρόμοι, χωματόδρομοι ως επί το πλείστον, ήταν γεμάτοι σκόνη, η οποία δυσκόλευε το άνετο βάδισμα, τις μετακινήσεις και δυσχέραινε την αναπνοή ειδικά όταν φυσούσε ο βασανιστικός «λίβας», ο οποίος κινητοποιούσε την αιωρούμενη σκόνη. Έτσι ο Δήμος αναγκαζόταν να καταβρέχει συχνά τους δρόμους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε τα πρώτα χρόνια καταβρεχτήρες που έσερναν άλογα. Φόρτωναν σε κάρα μεγάλες δεξαμενές με νερό, οι οποίες συνδέονταν στο οπίσθιο άκρο τους με σιδερένιο σωλήνα στον οποίο είχαν ανοίξει αρκετές οπές. Με τη μετακίνηση του κάρου εξακοντίζονταν λεπτές δέσμες νερού στο έδαφος, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν τιθάσευαν προσωρινά τη σκόνη. Το 1929, επί δημαρχίας Σάπκα αγοράστηκαν μηχανοκίνητοι καταβρεχτήρες, οι οποίοι διατηρήθηκαν και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το νερό το εφοδιάζονταν από το ποτάμι με ειδικούς μηχανισμούς άντλησης.
Το πόσιμο νερό, όπως αναφέραμε και σε άλλα κείμενά μας, οι Λαρισαίοι το προμηθεύονταν από τον Πηνειό με τους σακατζήδες και τους βαρελάδες. Τα καλοκαίρια για να δροσίζουν το νερό γέμιζαν στάμνες, τις στεγανοποιούσαν κατά το δυνατόν καλύτερα και τις τοποθετούσαν στο βάθος των πηγαδιών. Οι εύπορες οικογένειες αγόραζαν χιόνι που έφθανε με σούστες κατακαλόκαιρα από τα ψηλά του Κίσσαβου μέσα σε φτέρες για να μην λιώνει και μ’ αυτό κρύωναν το ζεστό νερό του Πηνειού. Αργότερα, όταν κατασκευάσθηκε το πρώτο παγοποιείο της Λάρισας από τον Κ. Κατσαούνη, προμηθεύονταν από πλανόδιους κομμάτια από κολόνες πάγου τα οποία θρυμμάτιζαν και ανάμεσά τους τοποθετούσαν δοχεία με νερό. Αυτά μέχρις ότου έκαναν την εμφάνισή τους οι παγωνιέρες, ειδικές ξύλινες κατασκευές στις οποίες τοποθετούσαν τον πάγο δίπλα σε μεταλλική δεξαμενή γεμάτη νερό και με το άνοιγμα κάνουλας, προμηθεύονταν εύκολα κρύο νερό.
Για τις γυναίκες στις γειτονιές της πόλης, οι βραδινές ώρες του καλοκαιριού αποτελούσαν μια καθημερινή ιεροτελεστία. Συγκεντρώνονταν σε ομάδες έξω από το σπίτι κάποιας γειτόνισσας και περνούσαν την ώρα τους με ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τη γυναικεία καθημερινότητα, από την οποία βέβαια δεν έλειπε και το ...ανελέητο κουτσομπολιό. Οι άνδρες από την άλλη, όταν τελείωναν τις δουλειές τους, συγκροτούσαν παρέες και κατέφευγαν σε διάφορους τόπους διασκέδασης και αναψυχής. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στα ψυχαγωγικά κέντρα. Πιο ξακουστό ήταν ο «Κήπος του Χαλήμαγα» που βρισκόταν στην πλατεία του αγίου Βησσαρίωνος όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο. Ο κήπος αυτός ήταν ό,τι είχε απομείνει από τα βασιλικά ανάκτορα που διέθετε η Λάρισα από το 1881. Στον κήπο λοιπόν των ανακτόρων ο Πέτρος Χαλήμαγας δημιούργησε μια όμορφη και δροσερή γωνιά στο κέντρο της πόλης. Κάθε καλοκαίρι μετακαλούσε βιεννέζικες ορχήστρες με αυστριακούς μουσικούς και τραγουδιστές, οι οποίοι διασκέδαζαν τους διψασμένους από ξεκούραση και δροσιά Λαρισαίους. Βιεννέζικη ορχήστρα διέθετε και το κέντρο «Ντορέ» στην Κεντρική πλατεία, εκεί όπου αργότερα λειτούργησε το καφενείο «Πανελλήνιον». Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μουσικών κέντρων την περίοδο 1928-1930 ήταν έντονος και κάθε κέντρο είχε τους φανατικούς του θαυμαστές.
Προπολεμικά λειτουργούσαν και μουσικά θέατρα στη Λάρισα. Πιο σημαντικό ήταν αυτό του Φρουρίου. Η σκηνή του θεάτρου βρισκόταν στη δυτική πλευρά της τούρκικης αγοράς [μπεζεστένι], το γνωστό στους Λαρισαίους Φρούριο και φιλοξενούσε κυρίως μουσικούς θιάσους από την Αθήνα. Οι θίασοι αυτοί ανέβαζαν μουσικές επιθεωρήσεις διανθισμένες με χορευτικά και η γυναικεία παρουσία επί σκηνής την εποχή εκείνη αποτελούσε για το ανδρικό στοιχείο της πόλης οπτική αποκάλυψη...
Εκτός αυτών όμως υπήρχαν και τα εξοχικά κέντρα, τα οποία βρισκόταν στις παρυφές της πόλης. Το «Αλκαζάρ» κρατούσε τα σκήπτρα. Στην αρχή εξυπηρετούσε κυρίως τους απογευματινούς και βραδινούς περιπατητές τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Αργότερα αναπτύχθηκε από επιχειρηματίες κοσμικό κέντρο, το οποίο διασκέδαζε τις βραδινές ώρες τους Λαρισαίους με ορχήστρες και τραγουδιστές από την Αθήνα.
Άλλο εξοχικό κέντρο ήταν το «Λούνα Παρκ», από τα γραφικότερα της εποχής λόγω της θέσης του. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα Παλιά Σφαγεία και λίγο πιο κάτω από το Γενικό Νοσοκομείο. Η περιοχή αυτή δίπλα στο ποτάμι, κατάφυτη από δέντρα κυρίως καραγάτσια, ήταν ειδυλλιακή και κατάλληλη για καλοκαιρινές εξορμήσεις. Μάλιστα για να διευκολύνεται η προσπέλασή του ποταμού, εγκαταστάθηκε ειδική σχεδία-περαταριά, η οποία μετέφερε τους επισκέπτες στην απέναντι όχθη με ασφάλεια.
Εκτός αυτών υπήρχαν και άλλα εξοχικά κέντρα, τα οποία συγκέντρωναν τις προτιμήσεις ειδικής μερίδας Λαρισαίων, όπως η «Κιβωτός» στο τέλος του Αλκαζάρ, εκεί που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο και αρχίζει η συνοικία Παπασταύρου, το «Φάληρο», ανάμεσα στα Γυμνάσια και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, τα «Πευκάκια» σε έναν υπερυψωμένο χώρο κοντά στη γέφυρα, στο σημείο όπου παλιότερα ορθώνονταν το τζαμί του Χασάν μπέη, και άλλα.
Από το 1930 μπήκε στη θερινή διασκέδαση της πόλης και ο κινηματογράφος, ο οποίος φυσικά στην αρχή ήταν βωβός. Απλώς κάποιος πιανίστας παρακολουθούσε την υποτυπώδη πλοκή του έργου και προσπαθούσε με τη μουσική να του δώσει ζωντάνια. Κινηματογράφοι θερινοί λειτούργησαν στο Φρούριο, δίπλα από το μουσικό θέατρο, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται ο εξωτερικός χώρος του κέντρου, στον «Κήπο του Χαλήμαγα» στην πλατεία των ανακτόρων και στην Κεντρική πλατεία στο καφενείο «Ντορέ».
Παραθερισμός στα παλιά χρόνια με τη σημερινή έννοια του όρου δεν υπήρχε στη Λάρισα. Το καλοκαίρι έφευγαν προσωρινά μόνον οι οικογένειες που είχαν μετακομίσει από διάφορα χωριά, κυρίως βλαχοχώρια [Σαμαρίνα, Λιβάδι, κ.λπ.] και όσοι κατάγονταν από γραφικούς και υγιεινούς τόπους. Αργότερα ορισμένες εύπορες οικογένειες περνούσαν το δίμηνο των υψηλών θερμοκρασιών [Ιούλιος-Αύγουστος] κυρίως στο βουνό και όχι στη θάλασσα. Προτίμηση υπήρχε στη Ραψάνη, στη Σελίτσανη [Ανατολή], στη Ρέτσιανη [Μεταξοχώρι], στην Καρύτσα, στα Αμπελάκια και σε άλλα, λιγότερο όμως ονομαστά. Εκεί δημιουργούσαν πρόσκαιρες παρέες, προγραμμάτιζαν εκδρομές, οργάνωναν γλέντια και χορούς και απέφευγαν έτσι τη ζεστή ατμόσφαιρα της Λάρισας, αλλά και τον προπολεμικό δαίμονά της, τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία, νόσημα βαρύ και πολλές φορές θανατηφόρο.
Το μόνο παραθαλάσσιο θέρετρο εκείνη την περίοδο ήταν το Τσάγεζι [Στόμιο]. Στον Πλαταμώνα δεν πήγαινε κανείς, αν και η πρόσβασή του λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής ήταν εύκολη. Ο λόγος απλός. Δεν υπήρχε τότε Πλαταμώνας. Μόνο μερικές ψαράδικες καλύβες από τους κατοίκους των παλαιών Πόρων και του παλαιού Αγίου Παντελεήμονα εύρισκε κανείς όταν επισκέπτονταν τότε την περιοχή.
Το μπάνιο στη θάλασσα του Τσάγεζι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήταν άγνωστο. Ορισμένοι μόνον άνδρες, μιμούμενοι τους ντόπιους ψαράδες ανασήκωναν τα παντελόνια και έβρεχαν τα πόδια τους. Αυτό ήταν όλο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τη θάλασσα με τα μάτια από απόσταση. Όμως το καλοκαίρι του 1909, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα των Αθηνών «ΕΛΛΑΣ», έγινε η πρώτη εμφάνιση ανδρών και γυναικών στη θάλασσα του Τσάγεζι, αλλά όμως σε διαφορετικές τοποθεσίες. Τα μαγιό ήταν ολόσωμα και κάλυπταν τους λουόμενους από τον λαιμό μέχρι τον αστράγαλο. Κολύμβηση δεν γινόταν βέβαια, γιατί κανείς δεν γνώριζε να επιπλέει. Απλώς οι επίδοξοι κολυμβητές έρχονταν σε μια απλή επαφή με το νερό στη ρηχή θάλασσα του Στομίου. Τα μικτά μπάνια, τα περίφημα «μπαιν μιξτ», άρχισαν πολύ αργότερα, από το 1930 και μετά. Μερικά άτομα που έμεναν τα καλοκαίρια στη Λάρισα, απολάμβαναν τη δροσιά του Πηνειού στα «Γκιόλια», μια περιοχή κάτω από την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Αυτοί ήταν νέοι άνδρες, εργαζόμενοι, μαθητές, φοιτητές. Βάδιζαν μέχρι το σημείο εκείνο και οι πιο τολμηροί κολυμπούσαν στα δύσκολα νερά του Πηνειού, με τις επικίνδυνες «ρουφήχτρες».

Όπως αντιλαμβάνεσθε, σύγκριση με τα σημερινά καλοκαίρια δεν μπορεί να γίνει. Δεν μπορούν να συσχετισθούν ανόμοιες εποχές, διαφορετικές νοοτροπίες, αυστηρότερα ήθη, τρόποι μετακινήσεων και ιδιαιτερότητες οικονομικές. Πότε όμως ήταν καλύτερα; Τότε ή τώρα; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου