Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (ΙΙ)


Τα αλησμόνητα παιχνίδια μας (ΙΙ)

Από τον Γιάννη Γούδα

ΤΣΙΛΙΚΙ: Όσο περισσότερα παιδιά έπαιζαν, τόσο καλύτερο γινόταν το παιχνίδι. Για να παιχτεί, χρειάζονταν δύο ξύλινες βέργες, μία μακριά 60-70 εκ. περίπου (η τσιλίκα) και μία μικρή 10-20 εκ. (το τσιλίκι), που ήταν ξυσμένο, όπως το μολύβι μας, στις δύο άκρες, αλλά αντίθετα το ένα ξύσιμο από το άλλο, για να κάνει πάντα την καμάρα.  
Οι παίχτες διάλεγαν ένα μέρος ανοιχτό και ομαλό. Ήταν ήδη φτιαγμένη στο έδαφος μια γούρνα, ώστε επάνω της να κάθεται το τσιλίκι και με την τσιλίκα προσπαθούσε ο καθένας ή η καθεμία να ρίξει το τσιλίκι, προς την αντίπαλη ομάδα, η οποία καθόταν σε απόσταση (υπολόγιζαν μόνοι τους πού περίπου, ώστε να μπορούν να το πιάσουν στον αέρα για να κερδίσουν). Προσπαθούσε να το ρίξει όσο πιο μακριά μπορούσε, είτε σέρνοντάς το, είτε στον αέρα, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ήταν υποχρεωμένοι οι αντίπαλοι να επιστρέψουν το τσιλίκι, χτυπώντας (αν μπορούσαν, γιατί ήταν δύσκολο λόγω της μεγάλης απόστασης) την τσιλίκα στη γούρνα, οπότε και κέρδιζαν και έχανε τη σειρά του ο παίχτης που εκείνη τη στιγμή έπαιζε και δεύτερον, γιατί ο παίχτης που έπαιζε συνέχιζε να παίζει και να απομακρύνει με τρία χτυπήματα από τη γούρνα το τσιλίκι από το σημείο εκείνο στο οποίο αυτό είχε φτάσει.
Σκοπός του ήταν να μην μπορεί κάποιος/-α από την αντίπαλη ομάδα με τρία πηδήματα (ξεκινώντας από τη γούρνα), να φτάσει το τσιλίκι, γιατί τότε έχανε τη σειρά του. Αν το πετύχαινε, τότε ξεκινούσε και μετρούσε φωναχτά με τα βήματα την απόσταση αυτής από τη γούρνα και τα κρατούσε στο μυαλό του. Αν ήταν τυχερός/-ή και μπορούσε με ένα χτύπημα να χτυπήσει το τσιλίκι και πριν πέσει αυτό στο έδαφος δύο φορές, μετρούσε τα βήματα διπλά, και αν τα κατάφερνε να το χτυπήσει τρεις φορές πριν πέσει στο έδαφος, μετρούσε τα βήματα τριπλά κ.ο.κ. Είχε το δικαίωμα και ανάλογα με τα βήματα (όσο πιο πολλά, τόσο πιο καλά), είτε να επαναφέρει τον εαυτό του (αν έχανε), είτε κάποιον/-α από την ομάδα του, που επίσης είχε ήδη χάσει. Η ομάδα αυτή έχανε και έπαιζε η άλλη την τσιλίκα από τη γούρνα, όταν έχαναν όλοι οι παίχτες της.
ΣΚΛΑΒΑΚΙΑ Ή ΑΜΠΑΡΙΖΑ: Χωρίζονταν τα παιδιά σε δύο ομάδες, αφού πρώτα κάποιος από κάθε ομάδα κανόνιζε ποιους θα πάρει στην ομάδα του και πάντα προσπαθούσε να πάρει τους γρηγορότερους και τους δυνατότερους. Κάθε ομάδα συνήθως είχε πάνω από πέντε παιδιά και παρατάσσονταν η μια ομάδα απέναντι από την άλλη. Έβγαινε ένα παιδί από τη μια ομάδα προκλητικά προς το ενδιάμεσο μέρος ή όπου αυτό νόμιζε ότι είναι ασφαλές και δεν θα το πιάσουν και με μορφασμούς και άλλες προκλητικές κινήσεις προκαλούσε και ερέθιζε τους αντιπάλους του. Έβγαινε τότε ένα παιδί από την αντίπαλη ομάδα και προσπαθούσε με τρόπο να πιάσει (να το αγγίξει δηλαδή) το πρώτο παιδί. Το δεύτερο παιδί «είχε» το πρώτο, δηλαδή είχε πλεονέκτημα, επειδή έβγαινε μετά την έξοδο του πρώτου παιδιού. Αν μπορούσε να το αγγίξει, το έπαιρνε «σκλάβο» (εξ ου και η ονομασία «σκλαβάκια»), ενώ το πρώτο παιδί δεν είχε δικαίωμα να αγγίξει το δεύτερο, αλλά και να το άγγιζε, δεν είχε καμιά επίπτωση στο παιχνίδι και στο παιδί. Με τη σειρά τώρα έβγαινε τρίτο παιδί, που αυτό «είχε» το δεύτερο. Κάθε παιδί που έβγαινε έπειτα από ένα ή περισσότερα παιδιά, «είχε», δηλαδή αποκτούσε πλεονέκτημα από όλα τα παιδιά που είχαν βγει πιο μπροστά απ’ αυτό και μπορούσε να τα πιάσει και να τα πάρει σκλάβους. Εκεί έπρεπε να παρακολουθείς και ποιο παιδί βγήκε πιο μπροστά ή πιο πίσω από σένα, για να κανονίσεις ποιο θα πιάσεις, διότι έπρεπε να πιάσεις «σκλάβο» το παιδί που βγήκε πιο μπροστά και όχι αυτό που βγήκε αργότερα από εσένα (στο σημείο αυτό, βέβαια, πάντα θα υπήρχαν και διαφωνίες, αλλά λύνονταν αμέσως). Όταν καταλάβαιναν πως κινδυνεύουν να πιαστούν, επέστρεφαν στη βάση τους. Τα παιδιά που πιάνονταν σκλάβοι, παίρνονταν προς το μέρος της αντίπαλης ομάδας και τοποθετούνταν σ’ ένα σημείο κοντά στη βάση τους με το χέρι τεντωμένο προς τη δική τους ομάδα, περιμένοντας να ξελευτερωθούν (έτσι το λέγαμε και εννοούσαμε να τους αγγίξουν και να ελευθερωθούν). Τα παιδιά της ομάδας τους προσπαθούσαν να τους ξελευτερώσουν (ελευθερώσουν) και συγχρόνως αν μπορέσουν να πιάσουν άλλους σκλάβους. Για να ξελευτερωθούν οι σκλάβοι, έπρεπε κάποιο παιδί να φτάσει ως το μέρος τους, χωρίς να το πιάσουν, και να αγγίξει οποιονδήποτε σκλάβο ήθελε (συνήθως ξελευτέρωνε τον/την πιο καλό/-ή) ή μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Ο σκλάβος αμέσως γινόταν ελεύθερος και επέστρεφαν στη βάση τους και στην ομάδα τους και οι δύο απείραχτοι. Το ξελευτέρωμα των σκλάβων, επίσης, γινόταν (κατόπιν συμφωνίας), όταν όλα τα παιδιά-σκλάβοι σχημάτιζαν αλυσίδα, ήταν δηλαδή πιασμένα τα παιδιά το ένα με το άλλο και ελευθερωνόταν ο πρώτος στη σειρά. Τότε μεταδιδόταν ή ελευθερία από το ένα παιδί στο άλλο. Κέρδιζε όποια ομάδα έκανε «σκλάβους» ή «σκλαβάκια» όλα τα παιδιά της άλλης ομάδας.
Το παιχνίδι ήταν και είναι η δουλειά του παιδιού. Αποτελούσε μέρος της ζωής μας, γιατί πέρα από τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, ήταν και το ζωντανό μέσο της φιλίας, της χαράς, της ξεγνοιασιάς, της συντροφικότητας και της συνεργασίας με ήπιο, ωραίο και διδακτικό τρόπο, της ομαδικότητας, της φαντασίας και της δημιουργικότητας και τέλος, της άμεσης ωραίας και παλιάς επικοινωνίας μεταξύ μας.
Σήμερα, οι γειτονιές μας, οι δρόμοι μας και οι πλατείες μας δεν έχουν φωνές, παιχνίδια και χαρές. Δεν έχουν καν παιδιά, γιατί δεν τα βλέπω να παίζουν ποτέ. Και όλα αυτά, γιατί στη σημερινή εποχή ο ρόλος του παιχνιδιού τείνει να υποβαθμιστεί. Οι πολλές δραστηριότητες των παιδιών έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ελάχιστου ή και καθόλου ελεύθερου χρόνου. Ακόμη και σε αυτόν τον ελάχιστο χρόνο, τα παιδιά προτιμούν να τον περάσουν μπροστά από μια… φωτεινή οθόνη, είτε είναι τηλεόραση, είτε υπολογιστής, είτε τάμπλετ, είτε κινητό τηλέφωνο. Επιπλέον, σήμερα το παιχνίδι έχει πάρει άλλη μορφή. Δεν αποτελείται από πολλά άτομα σε μια γειτονιά, αλλά από ένα ή δύο παιδιά μπροστά από ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Είμαστε πολύ τυχεροί που παίξαμε τα παιδικά παιχνίδια μας τόσο όμορφα, να το ξέρετε, οπότε θα συμφωνήσετε μαζί μου πως με κανένα τάμπλετ, με κανέναν υπολογιστή, με κανένα video game και με κανένα κινητό δεν θα αλλάζαμε όλα αυτά τα παιχνίδια, καθώς και τους ανεκτίμητους φίλους που μας συντρόφευαν στα αλησμόνητα παιχνίδια των αθώων παιδικών μας χρόνων.
Γι’ αυτό τα παραδοσιακά εκείνα παιχνίδια αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της παράδοσής μας που μας συνδέει με το τότε και δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Για τον λόγο αυτόν, αποφάσισα να δημοσιεύσω σήμερα μερικά από αυτά και να υπενθυμίσω στους γονείς, αλλά και στους εκπαιδευτικούς, τα παιχνίδια αυτά και με τη σειρά τους να τα μεταδώσουν στα σημερινά παιδιά, να τα μάθουν, να τα παίξουν, να χαρούν και να ενθουσιαστούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου