Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

 

Το σχολείο του ‘’60’’


Το σχολείο του ‘’60’’

Από τον Γιάννη Γούδα

«Τα γράμματα κατατρεγμένα τον παλαιό εκείνο καιρό πήγαν και κρύφθηκαν στο χωριό μου», το οποίο εκείνη την εποχή λεγόταν και «δασκαλοχώρι», διότι ήταν αρκετοί αυτοί που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας γνωρίσουμε

καλύτερα το σχολειό εκείνης της εποχής. Κάθε πρωί χτυπούσε η καμπάνα κατά τις 8 από τη Δευτέρα έως το Σάββατο, λίγο πριν αρχίσει το μάθημα, και κάποιες φορές ήταν το ξυπνητήρι μας …
Το σχολείο ήταν μονοθέσιο και το κτίριο που στεγάζονταν ήταν το πιο επιβλητικό, μετά την εκκλησία. Ήταν ο φάρος που από τα βάθη της ιστορίας του χωριού δεν έπαψε να φωτίζει και να οδηγεί στο δρόμο της αρετής και της προόδου πάρα πολλούς ανθρώπους, Ήταν ο ήλιος που διέλυε τα σκοτάδια της αμάθειας, γιατί στην αγκαλιά του μορφώθηκαν τόσες και τόσες γενιές. Ισόγειο υπερυψωμένο σε σχήμα Π, με δύο αίθουσες διδασκαλίας, που όταν το σχολείο είχε γιορτή ενώνονταν μεταξύ τους με εξάφυλλες, για να γίνουν μια. Συγκοινωνούσαν μ’ ένα διάδρομο, ο οποίος δεξιά και αριστερά του είχε δύο μικρά δωμάτια ένα για γραφείο και τ’ άλλο για τα εποπτικά όργανα και τα χειροτεχνήματα των μαθητών. Το υπόγειο εκτελούσε χρέη αποθήκης καυσόξυλων, γιατί κάθε πρωί τρέχαμε το χειμώνα κρατώντας πάντα κι ένα κούτσουρο στο χέρι (όποιος το ξεχνούσε έτρωγε μεγάλη κατσάδα). Ήταν αυτό που λένε η αποταμίευσή τους, διότι η θέρμανση γινόταν με ξυλόσομπα που ήταν τοποθετημένη κάπου στο κέντρο των αιθουσών και τα παιδιά που ήταν κοντά της θεωρούνταν τυχερά και …προνομιούχα.
Ο σχολικός εξοπλισμός περιλάμβανε: Τον μαυροπίνακα με την κιμωλία του για γραφή και το λαγοπόδαρο (το σφουγγάρι της εποχής και της περιοχής) για να σβήνει μετά, τα παραδοσιακά ξύλινα θρανία με ενσωματωμένο κάθισμα και αυλάκι για τα μολύβια, την ξυλόσομπα (όπως είπαμε πιο πάνω), το αριθμητήριο και στους τοίχους ήταν κρεμασμένες κάποιες εικόνες των ηρώων του 1821 !! Τα τετράδια και τα μολύβια ήταν άγνωστα και η γραφή γινόταν με την πλάκα και το κοντύλι.
Ο επιμελητής πήγαινε από τα χαράματα για να ανάψει τη σόμπα, να χτυπήσει την καμπάνα (επειδή δεν είχαμε ρολόγια και για να μην πηγαίνει ο καθένας στο περίπου, είχε την υποχρέωση να τη χτυπάει. ‘Έτσι ακούγαμε οι υπόλοιποι και πηγαίναμε στο σχολείο. ‘Έπρεπε να είμαστε εκεί πριν από το δάσκαλο. ‘Όση ώρα τον περιμέναμε παίζαμε και σαχλαμαρίζαμε. Μόλις εμφανίζονταν, σταματούσαμε ότι κάναμε, στεκόμασταν στην είσοδο του σχολείου και όλοι μαζί φωνάζαμε: ‘’ΚΑΛΗΜΕΡΑ’’), να φροντίσει για την καθαριότητα του σχολείου και φυσικά να φέρει φρέσκια βέργα από κρανιά γιατί όλο και κάποια θα έσπαγε από την πολλή χρήση .. Είναι αλήθεια πως έπεφτε πάρα πολύ ξύλο με τη βέργα την κρανίσια και πρήζονταν οι παλάμες και γίνονταν κατακόκκινες, γιατί ο δάσκαλος το θεωρούσε σαν ένα ισχυρό παιδαγωγικό όπλο. Τον υποστήριζαν όμως και οι γονείς: «Ξύλο δάσκαλε, μην τα λυπάσαι» ήταν ο επίλογός τους, όταν τους συναντούσε.
Και δεν ήταν μόνο ότι τρώγαμε πάρα πολύ ξύλο, αλλά υπήρχαν και πολλές άλλες τιμωρίες. Αν για παράδειγμα ο δάσκαλος έπιανε κάποιον αδιάβαστο ή όταν κάποιος/α έκανε αταξίες κατά την διάρκεια του μαθήματος (σπάνια βέβαια, γιατί που να τολμήσουμε να κάνουμε αταξίες ; Ποιος/ά θα τολμούσε ξέροντας τι τον/την περιμένει;) ή αν σε σήκωνε στον πίνακα να πεις μάθημα ή να λύσεις κανένα πρόβλημα κι εσύ δεν τα κατάφερνες, σε έπιανε από το αυτί και στο τέντωνε, για να κοκκινίσει και να μεγαλώσει λιγουλάκι. Το κακό όμως δε σταματούσε τελειώνοντας το μάθημα. Ο δάσκαλος μετά το σχολείο, έκανε βόλτα σε όλους τους δρόμους του χωριού για να ελέγξει ποιοι είναι έξω και παίζουν, αντί να διαβάζουν. Αλίμονο σε όποιους έπιανε. ‘Όχι μόνο τους έδερνε, αλλά ενημέρωνε και τους γονείς τους και τις έτρωγαν κι από κείνους.
Ο δάσκαλος είχε να κάνει με δεκάδες παιδιά μέσα στην αίθουσα. Πολύ δύσκολο το έργο του. Έξι τάξεις να διδάξει, από τη Δευτέρα έως και το Σάββατο (η ιδιαιτερότητα του Σαββατιάτικου μαθήματος ήταν ότι ο δάσκαλος μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο που θα ακουγόταν την Κυριακή στην εκκλησία, ενώ κάθε Κυριακή έπρεπε μαζί με το δάσκαλο να πάμε στην εκκλησία. Και όχι μόνο αυτό. Δυο παιδιά, κάθε φορά διαφορετικά, έλεγαν ο ένας το Πιστεύω και ο άλλος το Πάτερ Ημών) και με αριθμό παιδιών από τριάντα έως σαράντα. Δίδασκε έξι ώρες την ημέρα. Κάθε ώρα, αντιστοιχούσε και σε μια τάξη. Έπρεπε δηλ. να οργανώσει την δουλειά του κατά τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι τάξεις να απασχολούνται κατά τις διδακτικές ώρες. «Έδινε σιωπηρές εργασίες σε κάποιες τάξεις και έκανε μάθημα στις άλλες». Τα μαθήματα εκείνη την εποχή ήταν πιο γενικά και όχι τόσο εξειδικευμένα όπως στις μέρες μας. Έτσι αποκτούσαμε πιο γενικές βασικές γνώσεις. Τα μαθήματα ήταν: Η ανάγνωση, η γραμματική, η ιστορία, τα θρησκευτικά, η γεωγραφία και η αριθμητική. Εκείνο που αξίζει να αναφέρω εδώ, ήταν το γεγονός ότι ο δάσκαλος τότε έδινε μεγάλη σημασία στην καλλιγραφία και στην ορθογραφία, γι’ αυτό και οι περισσότεροι μαθητές γίναμε καλλιγράφοι και σωστοί ορθογράφοι.
Πέρα όμως από τις ελλείψεις και τις δυσκολίες, εκείνα τα χρόνια είχαμε να “αναμετρηθούμε” και με τον θεσμό του επιθεωρητή: «Ο επιθεωρητής ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας». Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας κάθε φορά που ακούγαμε ότι θα μας επισκεφτεί.
Εκδρομές πηγαίναμε τακτικά σε μέρη που υπήρχαν ελεύθερα και μεγάλα μπαίρια για να παίξουμε και τη μπάλα και τα άλλα παιχνίδια. Ο δάσκαλος εκτός απ’ τα μαθήματα μας μάθαινε τραγούδια, παραδοσιακούς χορούς και παιχνίδια. Οργάνωνε σχολικές γιορτές την 25η Μαρτίου καθώς και στην λήξη της σχολικής χρονιάς, ενώ την 28η Οκτωβρίου το πρόγραμμα περιλάμβανε κατάθεση στεφάνου όλου του σχολείου, στο μνήμα του άγνωστου στρατιώτη, που υπήρχε στο νεκροταφείο του χωριού.
Μαζί όμως με τη λειτουργία των μαθημάτων, τη δύσκολη εκείνη περίοδο, υπήρχε και η λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων (όλα δωρεάν), που πρόσφεραν ρόφημα γάλα σκόνη με κακάο και σταφιδόψωμο στην αρχή, ψωμί μετά και μεσημεριανό. Τα υλικά τα χορηγούσε η εφορία μαθητικών συσσιτίων και το ημερήσιο πρόγραμμα ήταν το εξής : Δευτέρα : Ζυμαρικά, κεφαλοτύρι, Τρίτη : Φασόλια, ελιές, Τετάρτη : πατάτες, ελιές, Πέμπτη : Κρέας κατσικιού, ζυμαρικά, Παρασκευή : Πλιγούρι, ένα αυγό και Σάββατο : Βακαλάος, ρύζι, Σε κάθε γεύμα προσφέρονταν και φρούτο.
Φτωχά, αλλά όμορφα χρόνια, νοσταλγικά. Όμορφα χρόνια, που πέρασαν μέσα στο ανελέητο ρυάκι του χρόνου και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους, σε όσους πρόλαβαν και τα έζησαν στα χωριά. Μπορεί οι άνθρωποι τότε να περνούσαν φτωχά, τα κατάφερναν όμως και ήταν περισσότερο χαρούμενοι και ευχαριστημένοι και κυρίως αισιόδοξοι για το μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου