Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η Λάρισα κατά την απελευθέρωση του 1881


Η Λάρισα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.  Στο βάθος η γέφυρα και ο λόφος της Ακρόπολης  και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Φωτογραφία του Δημ. Μιχαηλίδη  σε επιχρωματισμένο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα.Η Λάρισα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους. Στο βάθος η γέφυρα και ο λόφος της Ακρόπολης και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Φωτογραφία του Δημ. Μιχαηλίδη σε επιχρωματισμένο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα.

Η 31η Αυγούστου 1881, ημέρα ορόσημο για την ιστορική πορεία της Λάρισας, έφερε στην πόλη, μαζί με τον απελευθερωτικό στρατό του Ελληνικού Βασιλείου, τους δημοσιογράφους, απεσταλμένους εφημερίδων από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και πολλά ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, λογοτέχνες, επιστήμονες και αρκετούς επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν φθάσει στη Θεσσαλία με την προσδοκία μεγαλύτερων οικονομικών αποδόσεων, σε μια περιοχή σχεδόν παρθένα στους τομείς τους.

Από την περίοδο εκείνη έχουμε πολλές αναφορές, στις οποίες εκτός από τα ιστορικά γεγονότα, περιγράφεται και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Θεσσαλία μόλις την εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Ο πληθυσμός, η γεωργία, το φλέγον αγροτικό ζήτημα, τα επαγγέλματα, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές συνθήκες, ο πολιτικός προσανατολισμός των κατοίκων και τόσα άλλα, έτυχαν λεπτομερέστατης καταγραφής σε εφημερίδες τοπικές και της Αθήνας, σε βιβλία και σε διάφορες ιστορικές πραγματείες.
Μεταξύ των άλλων υπάρχουν και τα αυθεντικά κείμενα τριών ανταποκρίσεων, άγνωστα στο ευρύ κοινό και στους ιστορικούς ερευνητές. Τα κείμενα αυτά είχαν ως αποδέκτη την εφημερίδα των Αθηνών «Αιών», της οποίας εκδότης ήταν ο γνωστός δημοσιογράφος Φιλήμων[1]. Συντάκτης των ανταποκρίσεων ήταν ο Ιωάννης Μαζαράκης, Γενικός Αρχίατρος του ελληνικού στρατεύματος[2], ο οποίος συνόδευε τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, τον επικεφαλής του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού, κατά την πορεία του στη Θεσσαλία. Οι ανταποκρίσεις αυτές χαρακτηρίζονται ιδιαίτερες, γιατί δεν προέρχονται από επαγγελματία δημοσιογράφο, αλλά είναι οι προσωπικές εντυπώσεις από τη Λάρισα ενός αξιωματικού του υγειονομικού. Όμως διαπνέονται από ειλικρινή θεώρηση της πολιτικής κατάστασης της περιόδου εκείνης, τόσο της ελληνικής όσον και της διεθνούς, από γνώση προσώπων και πραγμάτων και από διορατική παρατηρητικότητα, η οποία αιφνιδιάζει, αν αναλογισθεί κανείς την ειδικότητα του συγγραφέα μέσα στο στράτευμα. Παρά την ιατρική του ιδιότητα, τα συμπεράσματα και οι εκτιμήσεις του από τη νέα επαρχία του ελληνικού κράτους είναι ιστορικά ακριβείς, πολιτικά εύστοχες, χωρίς να θωπεύει πρόσωπα ή καταστάσεις και χωρίς να καταφεύγει σε ενθουσιασμούς ή υπερβολές.
Η πρώτη ανταπόκριση, η οποία είναι γραμμένη στις 20 Σεπτεμβρίου 1881, δηλαδή είκοσι ημέρες μετά την απελευθέρωση, ξεκινάει με μια σύντομη μεν, αλλά περιεκτική αναφορά της ιστορικής διαδρομής της Θεσσαλίας από τους μυθολογικούς χρόνους μέχρι και την τουρκοκρατία. Σπουδαία σύνταξη, πληθωρικό λεξιλόγιο και βαθύτατη γνώση της ιστορίας αναδύονται από την ανάγνωσή του. Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι η διαίρεση των ανταποκρίσεων σε κεφάλαια δεν είναι η πρωτότυπη, αλλά έγινε από τον συντάκτη της παρούσας μελέτης. Η κατάτμηση αυτή ενός πολυσέλιδου κειμένου προκρίθηκε για την ευκολότερη παρακολούθηση των εννοιών του συγγραφέα. Μετά την ιστορική αναδρομή, ακολουθεί σύντομη ανάλυση της πληθυσμιακής κατανομής της Θεσσαλίας κατά την εποχή της ενσωμάτωσης. Και η πρώτη ανταπόκριση τελειώνει με μια λεπτομερή και άκρως κατανοητή ανάλυση του αγροτικού ζητήματος, το οποίο είχε αναδυθεί μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Σε κάποιο σημείο της διερωτάται ο Ιωάννης Μαζαράκης, ποια θα είναι η θέση της πολιτείας εάν οι αγρότες κατέλθουν σε απεργία ή παραμείνουν στις αγροικίες τους και δεν τις εγκαταλείψουν, όπως θέλουν τα νέα αφεντικά τους ή θελήσουν να κρατήσουν για τον εαυτό τους ένα μέρος της παραγωγής; Θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να αφαιρεί τους καρπούς από τους γεωργούς και να τους αποδίδει στους νέους δεσπότες τους;
Στη δεύτερη ανταπόκριση της 25ης Σεπτεμβρίου 1881 ο Μαζαράκης περιγράφει την πρωτόγονη κατάσταση την οποία συνάντησε σε όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς χώρους την περίοδο εκείνη, απόρροια της μακροχρόνιας υποτέλειας του χριστιανικού πληθυσμού στους Οθωμανούς. Η έλλειψη αρχιτεκτόνων αντανακλάται στην απλή δόμηση των οικημάτων από εμπειρικούς μαστόρους. Οι γεωργοί βρίσκονται ακόμα στην εποχή του Ησιόδειου ηνίου και η γεωργική εκβιομηχάνιση φαίνεται να είναι πολύ μακρινή υπόθεση. Οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ασχολούνται περισσότερο με την επιδιόρθωση και λιγότερο με την κατασκευή σύγχρονων προϊόντων τους. Το εμπόριο βρίσκεται σε νηπιακή κατάσταση και εκτελείται κυρίως από το λιμάνι του Βόλου. Οι επιστήμονες ιατροί είναι παραδόξως πολλοί και οι περισσότεροι με συμπληρωματικές σπουδές στην Ευρώπη. Μαζί με αυτούς εργάζονται ελεύθερα και πολλοί πρακτικοί γιατροί, οι κομπογιαννίτες, καθώς και πρακτικές θεραπεύτριες που χρησιμοποιούν ως φάρμακα την πλούσια σε θεραπευτικά βότανα χλωρίδα της θεσσαλικής γης. Οι εντόπιοι δικηγόροι είναι ελάχιστοι και ανεπαρκείς, γι‘ αυτό και καταφθάνουν σωρηδόν από την νότια Ελλάδα. Βιομηχανία δεν υπάρχει. Στο κεφάλαιο της εκπαίδευσης ο Μαζαράκης είναι πολύ αυστηρός και αιχμηρός με τους αρχιερείς και τους προύχοντες. Για τη γλώσσα αναφέρει ότι οι Θεσσαλοί, παρά την αμάθεια και την έλλειψη σχολείων «κάλλιστα λαλούσι την ελληνικήν γλώσσαν … άμικτον βαρβαρισμού και ξένων λέξεων. Και εν τοις χωρίοις η αυτή καθαρότης της γλώσσης και η αυτή εύστοχος και καθαρά του λέγειν ευπρέπεια». Η επίδραση της τουρκικής υπήρξε ελαχίστη. Όσο για το στρατιωτικό φρόνημα, ο συγγραφέας των ανταποκρίσεων, παρατάσσοντας αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, προσπαθεί με επιτυχία να καταρρίψει την επικρατούσα σε μερικούς αντίληψη ότι οι Θεσσαλοί είναι απόλεμοι και δειλοί.
Η τρίτη ανταπόκριση της 14ης Οκτωβρίου 1881 αρχίζει με υποδείξεις προς τους ιθύνοντες οι οποίοι καθοδηγούν τις τύχες του ελληνισμού, για την ευνομία, την ευδαιμονία και την προαγωγή της προσαρτηθείσας στο ελληνικό βασίλειο νέας περιοχής. Εν συνεχεία παραθέτει αλυτρωτικές παραινέσεις, για την προσάρτηση και των περιοχών της λοιπής Ηπείρου και της Μακεδονίας, υπό το σκήπτρο του βασιλέα των Ελλήνων Γεωργίου. Στην ανταπόκριση αυτή ο Μαζαράκης δεν κρύβει την αγάπη και τον σεβασμό που τρέφει προς τον βασιλικό θεσμό και δεν φείδεται ύμνων, επαίνων και μερικές φορές και υπερβολών για το πρόσωπο του Γεωργίου. Το κείμενο της ανταπόκρισης αυτής παραλείπεται, επειδή δεν περιέχει αναφορές για τη Λάρισα και την περιοχή της.
Η γλώσσα της καταγραφής των ανταποκρίσεων είναι η καθαρεύουσα της εποχής και σε μερικά σημεία, ιδίως στο κεφάλαιο της ιστορίας, αγγίζει την αρχαία. Προτιμήθηκε η αντιγραφή αυτούσιας της γλώσσας του Μαζαράκη γιατί θεωρείται ότι είναι ελκυστική και επιπλέον να ικανοποιηθούν οι φιλόλογοι και οι φιλολογούντες.
Ακολουθούν τα κείμενα των δύο πρώτων ανταποκρίσεων:
Α’  Εκ Θεσσαλίας. Λάρισσα, 20 Σεπτεμβρίου 1881 (Ιδιαιτέρα αλληλογραφία του «Αιώνος»).
Ιστορικά
«Ουδεμία άλλη Ελληνική χώρα προσήκει σεβασμός εκ πάσης της Ελληνικής φυλής ή της Θεσσαλίας. Διότι ενταύθα επί των υψικαρήνων του Ολύμπου δειρών ώκει τα πλείστα ο υψιβρεμέτης Ζεύς, αυτόσε δε ανανεύοντος αυτού, έτρεμον μεν εκ φόβου και δείματος οι λοιποί των θεών και θεαινών, εδονείτο δε συνταρασσομένη η φύσις... Εν Θεσσαλία ο μέγας εκείνος των Τιτάνων και Γιγάντων και Όσσαν και Πήλιον και Πίνδον επί άλληλα επιτιθεμένων κατά του Ολύμπου, εγένετο δαιμόνιος αγών. Ενταύθα λίθους ρίπτουσα όπισθεν, ανθρώπους παρήγεν η Πύρρα, κατά τον του Δευκαλίωνος κατακλυσμόν. Ενταύθα ο Έλλην και οι υιοί αυτού εγένοντο, εξ ού και η κατόπιν όλης της χώρας προσωνυμία, μετά των τριών κυριωτέρων της ελληνικής φυλής υποδιαιρέσεων. Ενταύθα παρά τω βασιλεί Αδμήτω, της Αλκίστεως “ερατεινή πόσει”, εδούλευσεν αυτός ο Απόλλων και εξενίσθη κατόπιν ο Ηρακλής, αναλαβών και μεταγάγη εξ Άδου την θανούσα Άλκηστιν , αποτίνων σέβας εις τε τον ξενίσαντα και εις την αρετήν της θανούσης. Αυτόθεν εξώρμησεν η Αργοναυτική των Ελλήνων επί την Κολχίδα εκστρατεία υπό τον Ιάσωνα, προς αρπαγήν του χρυσού δέρατος, και εν εποχή καθ’ ήν άρχεται η πρώτη μόλις προϊστορική παράδοσις. Η κοιτίς άρα των Ελλήνων θεών εστί κοιτίς και του Ελληνικού γένους. Διότι ενταύθα ώκουν οι πρώτον κληθέντες Σελλοί ή Έλληνες. Η δ’ επί Κολχίδα στρατειά, μεταίχμιον μεταξύ μυθώδους και προϊστορικής παραδόσεως, επεδείξατο έκτοτε το επιχειρηματικόν και τολμηρόν επί εμπορία και κέρδει ελληνικόν πνεύμα, προφαινόμενον έπειτα δι’ εκπολιτιστικών αποικιών απανταχόσε του τότε εγνωσμένου κόσμου.
Και ταύτα μεν κατά τους μυθικούς χρόνους. Είτα δε, εις τον εκ Φερρών βασιλέα της Θεσσαλίας Αλέξανδρον, ουχί τον επί Πελοπίδου τύραννον, αλλά πολλώ τούτου πρότερον, οφείλει η εν Πλαταιαίς νίκη των Ελλήνων την δια νυκτός, επί βεβαίω κινδύνω εαυτού ειδοποίησιν της τη επαύριον κατά των Ελλήνων επιθέσεως των Περσών. Ο πατριώτης δ’ ούτος Έλλην φεύγων ταχέως, είπε τω συντυχόντι αυτόν Ιεροσκόπω “Παυσανία ειπείν, μεμνήσθαι Αλεξάνδρω μετά την νίκην και των Θεσσαλών Ελλήνων“. Ώστε το φρόνημα ήσαν ανέκαθεν Έλληνες και ελευθερίας φίλοι οι Θεσσαλοί. Αλλά μη δυνάμενοι, δια την χωρογραφικήν αυτών θέσιν αντιστήναι τω από βορρά εισβάλλοντι εις την εαυτών χώραν, ηκολούθουν τούτω εκόντες άκοντες».
(Συνεχίζεται)

[1]. Ο «Αιών» ήταν πολιτική εφημερίδα του 19ου αιώνα με τόπο έκδοσης την Αθήνα. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1838 από τον Ιωάννη Φιλήμονα και συνεχίσθηκε από τον γιο του Ιωάννη. Διέκοψε την κυκλοφορία του το 1888.
[2]. Εγγονός του υπήρξε ο Μαζαράκης-Αινειάν Ιωάννης (1923-2021) ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια γενικός γραμματέας της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) στο κτίριο της παλιάς Βουλής.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαπθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου