Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Βάψιμο και αργαλειός


Βάψιμο και αργαλειός

Το κούρεμα των προβάτων, γινόταν από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα του Ιουλίου. Το μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και γύρω από την ουρά, ήταν κατώτερης ποιότητας.


Ακολουθούσε το κούρεμα του υπόλοιπου σώματος του προβάτου, απ’ όπου έβγαινε το καλύτερο μαλλί.
Αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνια και τα ζεμάτιζαν με ζεστό νερό, για να φύγουν οι βρωμιές.
Αφού τα άφηναν, περίπου δώδεκα ώρες να μουλιάσουν, τα έβγαζαν και τα μετέφεραν στη βρύση, όπου τα ξέπλεναν με μπόλικο νερό.
Τα καθάριζαν από τις κολτσίδες και τα αγκάθια και στη συνέχεια τα κρεμούσαν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν, στους φράχτες. Αφού στέγνωναν τα «λανάριζαν» ( τα ‘’χτένιζαν’’ και τα ετοίμαζαν για το γνέσιμο, δηλαδή μετέτρεπαν το μαλλί σε νήμα).
Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν μια ξύλινη διχάλα, πάνω στην οποία στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν και να φτιάξουν το ρουχισμό του σπιτιού.
Το αδράχτι. Ήταν ένα μακρόστενο ξύλο που έμοιαζε σαν λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται η αρχή του νήματος και στο κάτω μέρος έμπαινε το σφοντύλι.
Το σφοντύλι. Ήταν ένα στρογγυλό ξύλο με διάμετρο περίπου πέντε με έξι πόντους. Είχε μια τρύπα στη μέση, όπου εκεί έμπαινε το αδράχτι και όπως γυρίζουμε τη σβούρα, γύριζε μαζί με το αδράχτι και έτσι λίγο- λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή.
Οι γυναίκες μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και περπατώντας.
Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά, από ρούγα σε ρούγα, έκαναν δηλαδή τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους.
Ακολουθούσε το βάψιμο των κλωστών. Οι κλωστές βάφονταν σε κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά.
Πριν βαφεί το μαλλί έπρεπε να υποστεί μια ειδική κατεργασία (έκαναν διάφορα λουτρά στο μαλλί με καταστάλαγμα στάχτης ή αλατιού). Αφού το νήμα στράγγιζε, βαφόταν σε μεγάλα καζάνια και σε βραστό νερό.
Οι χρωστικές ουσίες που υπήρχαν τότε ήταν φυτικές: το ριζάρι για το κόκκινο χρώμα, οι φλούδες της καρυδιάς για το μαύρο, η φλούδα του πεύκου για το ανοιχτό καφέ, τα ξερά φύλλα της μουριάς για το κίτρινο χρυσαφί και το λουλάκι για το γαλάζιο (αν ξεχνάω και κανένα άλλο, συγχωρέστε με).
Ήταν πολλά τα χρώματα και οι αποχρώσεις, γιατί ήταν πολλά και τα φυτά που χρησιμοποιούσαν. Κάθε βαφή είχε όμως τη δική της συνταγή και τα χρώματα δεν ήταν χημικά, οπότε ήταν πολύ πιο ανθεκτικά. Μετά το στέγνωμα, τα μαλλιά, ήταν έτοιμα για την ύφανση, που γινόταν στον ‘’αργαλειό’’.
Εάν ποίηση σημαίνει δημιουργία και φαντασία, τότε o αργαλειός ήταν η τέλεια ‘’ποίηση’’ πρακτικά, αλλά και σε επίπεδο σκέψης, γιατί απαιτούσε ταχυδακτυλουργική κίνηση των χεριών και του σώματος αλλά συγχρόνως και γρηγοράδα στη σκέψη, για να μπορέσει η υφάντρα να συντονίσει τις κινήσεις με το νου, τη φαντασία και τη μνήμη της, ώστε να φτιάξει το σχέδιό της.
Σκυμμένη πάνω στο υφάδι, με τραγούδια, μερόνυχτα ολόκληρα, αποτύπωνε στο υφαντό της, τα όνειρα, τις σκέψεις, τους καημούς, τις χαρές και τις λύπες της. Με οδηγό μόνο το μεράκι της, την πείρα της και την παράδοση, έφτιαχνε αριστουργήματα.
Ακολουθούσε την παράδοση και η μάνα δίδασκε την κόρη και εκείνη με τη σειρά της την κόρη της και όλο αυτό περνούσε από γενιά σε γενιά.
Ήταν μια τέχνη, που είχε πρωταγωνίστρια τη νοικοκυρά, η οποία μ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την οικονομία στην οικογένειά της, έδινε ζεστασιά και χρώμα στο ‘’φτωχόσπιτό’’ της, ανανέωνε την παράδοση αλλά και βοηθούσε στη διατήρησή της και πάνω από όλα έβρισκε ένα τρόπο να γεμίζει ευχάριστα και δημιουργικά το χρόνο της (αν και κουραζόταν υπερβολικά), έχοντας πάντα τον έλεγχο και στο σπίτι της και στην οικογένειά της. Τη λειτουργία του αργαλειού δεν τη γνωρίζω, οπότε και δεν μπορώ να σας την πω.
Αυτό που μπορώ και ξέρω να σας πω, είναι μερικά από τα υφαντά για το σπίτι, που έφτιαχναν:
Οι βελέντζες. Ήταν χοντρά μάλλινα σκεπάσματα, με ή χωρίς φλόκια, συνήθως κόκκινες και άσπρες.
Οι τσέργες. Ήταν μάλλινες κουβέρτες, που πολλές φορές τις έβαζαν πάνω από τα σανίδια, αντί για στρώμα.
Τα σαΐσματα. Ήταν χοντρά σκεπάσματα από κατσικίσιο μαλλί.
Τα κιλίμια. Ήταν χαλιά μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά. χρώματα και στρώνονταν στο πάτωμα.
Τα χριάμια ή χράμια. Ήταν χοντρά στρωσίδια, μικρότερων διαστάσεων και με μακριά κρόσσια, που στρώνονταν και πάνω στα σαμάρια των ζώων, τις επίσημες ημέρες.
Οι κουρελούδες. Ήταν πρόχειρα χαλιά υφασμένα από μικρά διαφορετικά κουρελάκια (παλιά υφάσματα).
Οι τσαντίλες. Ήταν αραιά υφασμένα πανιά για να στραγγίζουν το τυρί και τέλος οι τρουβάδες (έχουν ανά περιοχή και διάφορες ονομασίες). Ήταν μικροί σάκοι, ανοιχτοί επάνω, που χρησίμευαν για τη μεταφορά τροφίμων ή μικρών γεωργικών εργαλείων. Τους κρεμούσαν από τον ώμο με μάλλινο κορδόνι.
Υπήρχαν επίσης τρουβάδες φτιαγμένοι από τραγόμαλλο, που χρησιμοποιούνταν για το τάιισμα (δηλ. το φαγητό) των αλόγων και των άλλων μεγάλων ζώων.
Σας τα αναφέρω όλα αυτά, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να τα θυμόμαστε οι μεγάλοι και να τα μαθαίνουμε (αν φυσικά το θέλουνε) οι μικροί.

Από τον Γιάννη Γούδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου