Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η «Πηνειούπολις»


Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση.  Εμφανή στοιχεία τουρκόπολης. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη  μετά την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Εμφανή στοιχεία τουρκόπολης. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη μετά την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.

Η Λάρισα λόγω θέσεως ήταν ανέκαθεν πέρασμα περιηγητών. Ήδη έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές από τη στήλη αυτή εντυπώσεις ξένων συνήθως περιηγητών, οι οποίοι περιέγραψαν την πόλη, αναζήτησαν αρχαιότητες, εντυπωσιάσθηκαν από τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της και τους φάνηκε παράξενη η φυλετική δομή του πληθυσμού της (μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι, αθίγγανοι, μαύροι, κλπ).

Σήμερα θα παρουσιάσουμε τις εντυπώσεις από τη Λάρισα ενός Έλληνα δημοσιογράφου, που την επισκέφθηκε λίγα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Βασίλειο.
Το 1890 ο Αθηναίος δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης[1] επισκέφθηκε τη Θεσσαλία και τον Μάρτιο του 1891 άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τις εντυπώσεις του από τη νέα επαρχία της χώρας. Τα κείμενά του επιγράφονταν «Ανά την Θεσσαλίαν», έφεραν τον υπότιτλο «Εντυπώσεις - Κρίσεις - Πληροφορίαι - Αντιλήψεις - Πρόσωπα - Πράγματα - Τόποι - Αρχαί», και τα υπέγραφε ως «Έλλην».
Το οδοιπορικό του στη Θεσσαλία είναι ένα μίγμα πολύτιμων περιγραφών, με ενσυνείδητες πολλές φορές υπερβολές. Προσπαθεί να καταγράψει όλα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης θεσσαλικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση από τον μακραίωνο τουρκικό ζυγό. Θέλει να προβάλλει την προσπάθεια που καταβάλλεται για την οικονομική ανάπτυξή της και μερικές φορές αναφέρει ασήμαντες πληροφορίες, οι οποίες όμως για τον ίδιο ήταν περίεργες και ενδιαφέρουσες. Χαίρεται γιατί βλέπει τη Λάρισα να αναγεννιέται και να εξελίσσεται σε μια σύγχρονη πολιτεία, χωρίς όμως να παραλείπει να καυτηριάζει και να ειρωνεύεται τα κακώς κείμενα. Τον εντυπωσιάζει «ο ανακαινιστικός άνεμος που φυσούσε στην πολυάνθρωπη επαρχιώτικη, αλλά και κοσμοπολίτικη Λάρισα». Δεν υστερεί επίσης να αναφέρει και τους τρόπους αναδιοργάνωσης της νέας Λάρισας, η οποία αναζητά να απαλλαγεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την τουρκογενή κληρονομιά της.
Ο Γαβριηλίδης παρουσιάζεται εδώ σαν ένας κοσμοπολίτης περιηγητής, ο οποίος έχει ως κίνητρο να αποκαλύψει τη μυστική ομορφιά του ανεξερεύνητου. Νομίζω ότι είναι ένα κείμενο το οποίο πρέπει να διαβαστεί από τους σύγχρονους Λαρισαίους, γιατί βλέπει την πόλη από άλλη οπτική γωνία, όπως ένας καθημερινός επισκέπτης, και όσα αναφέρει αποστασιοποιούνται από την αυστηρή ματιά ενός ιστορικού ερευνητή.
Τα αποσπάσματα των εντυπώσεων του Βλάση Γαβριηλίδη που θα ακολουθήσουν, εστιάζονται αποκλειστικά στη Λάρισα. Διατηρείται η γλώσσα του κειμένου του. Είναι η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, την οποία μόνον ο ίδιος μπορεί να χειρισθεί με τόσο κατανοητό τρόπο χωρίς να δυσκολεύει τον αναγνώστη. Και να φαντασθεί κανείς ότι είναι ο ίδιος που δέκα χρόνια αργότερα, το 1901, πρωτοστάτησε στη μετάφραση του κειμένου των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα κατά τα αιματηρά επεισόδια των «Ευαγγελικών». Ας δούμε όμως τι γράφει για την πόλη μας ο Βλάσης Γαβριηλίδης:
«Εφθάσαμεν εις Λάρισσαν! Αληθής από του σταθμού φαντασμαγορία. Πεδιάς, σπήτια, ποταμός, δένδρα, μιναρέδες και εις το βάθος ο Όλυμπος! Το σύνολον της εικόνος απαράμιλλον … Δύο χιλιάδες οικοδομαί και είκοσι ή εικοσιπέντε μιναρέδες παρέχουσιν εις την Λάρισσαν ποίησιν και πανηγυρικότητα και γραφικότητα όσον ολίγαι κέκτηνται πόλεις. Αφαιρέσατε τους μιναρέδες, και έχετε πόρρωθεν πολυπληθές χωρίον. Προσθέσατέ τους και έχετε την Λάρισσαν. Την Λάρισσαν την νέαν, την ανοιχτόδρομον, την ρυμοτομηθείσαν, την με γραμμάς ευρείας, την υποστάσαν αληθές ξεκοίλιασμα[2], την ξετουρκωθείσαν, την εξελληνισθείσαν, την Λάρισσαν με το ευρύ της μέλλον…
Η Λάρισσα υπέστη το φοβερόν της ξεκοίλιασμα και ήνοιξεν, ηύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, διεμόρφωσε πλατείας, έκοψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, ηύθυνεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου αι 250.000 δεν εδαπανήθησσν, εκ δε των δαπανηθεισών, αντικρύσθησαν μεν αι δαπάναι της ρυμοτομίας, επληρώθησαν δέ αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι μαγαζειών δημοτικών, προς δε και Ξενοδοχείον του δήμου[3], διότι στερείται τοιούτων ευπρεπών η Πηνειούπολις …
Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζόμενης. Η Λάρισσα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσινούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες, Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτας, μόνον Λαρισσινούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν…
Είναι κάτι μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωποπόλεως. Δικασταί ανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με Εβραίας. Διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με ελληνοδιδασκάλους, Ταλμούδ[4] και Ροβινσών, Εσθήρ και φουστανέλα, μελωδία εβραϊκή και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε, γιαούρτι και κρέμα, αρνί αλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς, Τσάμης ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον «μη μου άπτου» νεοπολιτισμόν του, λησταί εις τας φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά μουσική στρατιωτική με καδρίλιες του Όφενμπαχ, βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες, οικοδέσποιναι γαλλίδες ψωνίζουσαι εις την αγοράν και σαρακοντούτιδες χαλβαδόπλασται Λαρισσηναί ερωμέναι ληστών, έν μέγα καφενείον … χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης, Δημαρχείον το οποίον καταρρέει και ξενοδοχείον του δημαρχείου το οποίον κτίζεται, δήμαρχος όστις είνε Ιθακήσιος και πολιτευταί Λαρίσσης φαινόμενοι ως Ανατολίται, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και ιατροί των οποίων ουδείς είνε εκ Λαρίσσης[5], μία Γέφυρα ήτις αριθμεί αιώνας και εφ’ ής βλέπω χαραγμένον το σύγχρονον όνομα του στρατηγού Σαπουντζάκη, ποταμός όστις είνε πλωτός αλλ’ άνευ ουδενός πλοιαρίου, σακκάδες οίτινες πωλούν νερό εφ’ ίππων εντός δερματίνων σάκκων, στρατώνες πολυάριθμοι προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων. Ιδού η Λάρισα au vol d’ oiseau (όπως βλέπουν τα πουλιά και μεταφορικά, με μια ματιά).
Το μεγαλύτερόν της θέλγητρον ο Πηνειός! Ο φίλος μεθ’ ού περιδιάβαζον, εκ της από της γεφύρας θέας προς την δενδρόφυτον παρά τον Πηνειόν πλατείαν…όπου μουσική, καφενείον εν κομψώ περιπτέρω, δένδρα πυκνά, ενόμισεν ότι ευρίσκεται εις τον Δούναβιν, παρά γερμανικήν κωμόπολιν … νεαροί βέηδες με τα πυργωτά φέσια των επί θυμοειδών ευμόρφων ίππων, διεσταύρουν και εκύκλουν τον κάμπον, ενώ Λαρισσόπουλα άρρενα και θήλεα εξώρμουν από του σχολείου ως ατίθασοι πώλοι εις το λιβάδι, μετά φωνών, γελώτων, κυνηγητού, πόρρωθεν δε ανεμίγνυεν αρκετά αηδείς και ασυναρτήτους μελωδίας η ανακρουομένη μουσική του Συντάγματος. Εξ όλων αυτών, ο παρά τον Πηνειόν περίπατος μοί εφάνη ως το αναψυκτικώτερον των ατμοφαιρικών λουτρών».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1848 Κωνσταντινούπολη-1920 Αθήνα) μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συνέχισε τις σπουδές του στη φιλολογία και τις πολιτικές επιστήμες στη Λειψία. Από το 1868 βρέθηκε στην Πόλη όπου δημοσιογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά το 1877 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα ώστε να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Οθωμανούς για την επαναστατική του αρθρογραφία. Στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε διακεκριμένο δημοσιογράφο και τον Οκτώβριο του 1883 κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Ακρόπολις», στην οποία μεταξύ των άλλων δημοσίευε σε συνέχειες πολλά κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
[2]. Ξεκοίλιασμα: όρος ο οποίος καθιερώθηκε για τις πόλεις εκείνες που εξυγιαίνονται ριζικώς οικοδομικά και ρυμοτομικά.
[3]. Ο Γαβριηλίδης αναφέρεται στο ξενοδοχείο «Το Στέμμα», το οποίο βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της κεντρικής πλατείας. Άρχισε να κτίζεται το 1887, επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη.  
[4]. Το Ταλμούδ είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό κείμενο των Εβραίων και αποτελεί τη συνέχεια της Ιουδαϊκής Βίβλου.
[5]. Εδώ ο Γαβριηλίδης δεν είναι καλά ενημερωμένος. Τα 1890 η πλειονότητα των ιατρών στην πόλη ήταν Λαρισαίοι (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αχιλλεύς Λογιωτάτου, Αχιλλεύς Αστεριάδης, Γεώργιος Σακελλαρίδης και άλλοι).

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου